image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Ἀσκητική

Ὧρες προσευχῆς

Ἀποσπάσματα ἀπό: Γ. Βαλσάμης, Ἀσκητική, Ἀθήνα 2020, σ. 111-138.   Ἀποσιωπητικὰ σὲ ἀγγύλες [...] δηλώνουν κείμενο ποὺ ὑπάρχει μόνο στὴν ἔντυπη ἔκδοση.   Πίνακας Περιεχομένων

[...] Κυρίως στὴν Δύση ὅποιος ἵδρυε κοινόβιο τὸ ὀργάνωνε ὅπως νόμιζε.[218] Ἡ ἔμφαση τοῦ Κασσιανοῦ στὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴν παράδοση δὲν προέρχεται μόνο ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη τιμὴ γιὰ τὴν Αἴγυπτο[219] ἀλλὰ ἐπίσης ἀπὸ τὴν πρόθεσή του μέσα ἀπὸ ἕνα ἰσχυρὸ καὶ ἑνιαῖο ἀσκητικὸ ὑπόδειγμα νὰ ὑποστηρίξει τὴν ἑνότητα τοῦ δυτικοῦ μοναχισμοῦ.[220] Τὸ αἴτημα δὲν εἶναι ἀσήμαντο, καὶ εὔλογο ἐπίσης τὸ κριτήριο τῆς ἀρχαιότητας. Ἤδη τὸν δεύτερο αἰῶνα χρησιμοποιεῖται κατὰ τῶν αἱρέσεων ἡ τεκμηρίωση τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς στοὺς ἐπισκοπικοὺς θρόνους, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ Ἐνανθρώπηση στρέφει τὴν προσοχὴ στὸ παρελθόν. Ὁ χρόνος σημαίνει ἐπίσης δοκιμασία καὶ ἡ ἀντοχὴ στὸν χρόνο ὑποβάλλει τὴν ἰδέα μιᾶς μεγαλύτερης ἀξίας. Ἡ ἀρνητικὴ πλευρὰ τῆς ἀντίληψης αὐτῆς εἶναι προφανής. Οἱ μεγάλοι πολιτισμοὶ κινδυνεύουν ἀπὸ δυσκινησία καὶ στειρότητα. Ἀκόμη καὶ ὅταν ἡ ἀμφισβήτηση βρίσκεται στὰ θεμέλιά τους, ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὶς πολιτισμικὲς ἀξίες καὶ οἱ ἴδιες οἱ ἀξίες, χάρη ἀκριβῶς στὴν μεγάλη ἀντοχή τους στὸν χρόνο τείνουν νὰ θεωροῦνται κάτι δεδομένο καὶ αὐτονόητο, ἡ δύναμη τῆς ἐλευθερίας ἀπ’ ὅπου προέκυψαν δὲν παραμένει συνεχῶς συνειδητὴ καὶ οἱ δημιουργικὲς δυνάμεις ἐξασθενοῦν. [...]

Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Κασσιανὸς προσπαθεῖ νὰ ρυθμίσει εἰ δυνατὸν κάθε λεπτομέρεια, ἀναγνωρίζοντας στὸ ἐνδεχόμενο αὐθαιρεσιῶν κινδύνους νὰ διαβάλλεται ἡ εὐσέβεια καὶ νὰ μεγαλώνουν οἱ τάσεις γιὰ διαίρεση καὶ ἀναρχία. Φυσικὰ τὸ ἐκκρεμὲς αὐτό, ἀπὸ τὸν ἄναρχο ἀτομικισμὸ στὸν ἀσφυκτικὸ συγκεντρωτισμὸ καὶ ἀντιστρόφως, δὲν περιέχει διεξόδους σὲ κανένα σημεῖο τῆς διαδρομῆς του. [...]

Στοὺς Ὅρους κατ’ ἐπιτομὴν ὁ Βασίλειος συνιστᾶ ἀνάθεση τῆς ψαλμωδίας σὲ ὁρισμένα πρόσωπα ἐξ ἐφημερίας ἀλλὰ ὄχι ὑποχρεωτικά. Ὁ ‘κανόνας’ μποροῦσε νὰ παρακαμφθεῖ, ἂν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ κατηγορηθεῖ ὁ προεστὼς γιὰ προσωποληψία.[221] Πάντως συμβουλεύει νὰ ἐπιλέγονται οἱ ἱκανότεροι, τὸ ὁποῖο σημαίνει πὼς ἡ διαίρεση σὲ χοροὺς ἦταν συνήθεια ποὺ δὲν προτιμοῦσε.[222]

Εἶναι σωστὸ νὰ προτάσσεται ἡ ψαλτικὴ ἱκανότητα ἔναντι τῆς συμμετοχῆς ὅλων; Στὴν μία περίπτωση, τῆς ‘κλασικῆς’ εὐταξίας, ὑποστηρίζονται ὑψηλὲς ὑμνολογικὲς μορφές (ἀρκεῖ νὰ σκεφτεῖ κανεὶς τοὺς βυζαντινοὺς ὕμνους τοῦ Πάσχα καὶ τὴν Θεία Λειτουργία γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει τί θὰ χανόταν), ὅπου χρειάζεται ἐξειδίκευση καὶ ἡ γενικὴ συμμετοχὴ εἶναι μᾶλλον ἀδύνατη. Στὴν δεύτερη περίπτωση, ἡ ἴδια ἡ δυνατότητα γιὰ τὴν καλλιέργεια ἀπαιτητικῆς ὑμνολογίας θυσιάζεται στὸ πλεονέκτημα τῆς καθολικῆς συμμετοχῆς, ποὺ ἐντείνει τὴν ἀμεσότητα τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος. Οἱ ὑμνολογικοὶ θεσμοὶ ἴσως κατόρθωναν ἰδανικὸ μέτρο ἂν συνδύαζαν καὶ τοὺς δύο τρόπους, ἐνθαρρύνοντας τὴν κοινὴ ψαλμωδία μὲ ἁπλούστερες μορφὲς ὕμνων ἀλλὰ καὶ ἀναπτύσσοντας τὶς ὑψηλότερες μορφές, περιέχοντας στὶς Ἀκολουθίες τμήματα ὅπου τὸ ἐκκλησίασμα συμμετέχει μόνο παρακολουθῶντας. Βέβαια αὐτὸ ἀμέσως δημιουργεῖ περιορισμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους δὲν θὰ συμφωνοῦσαν ὅλοι. Γιὰ παράδειγμα, δὲν γίνεται μετὰ ἀπὸ ἕνα βυζαντινὸ ὕμνο νὰ ἀκολουθήσει θρησκευτικὴ πόπ, θὰ πρέπει στὸν ναὸ ἡ καθολικὴ συμμετοχὴ νὰ ἐκφράζεται μὲ κάτι στοιχειωδῶς ταιριαστό, καὶ τὰ ὑπόλοιπα νὰ ἀφεθοῦν γιὰ ἄλλες εὐκαιρίες στὴν προσωπικὴ ζωὴ καθενός. Σὲ κάθε περίπτωση ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἀπὸ μόνο του τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν αἰσθητικὴ σημαίνει πὼς ἡ ἀσκητικὴ ἀναχώρηση δὲν εἶναι περιφρόνηση τῶν χαρισμάτων, ὅτι δὲν ὑμνεῖ τὸν Θεὸ ἡ κακοτεχνία. Τὸ μοναστήρι δὲν θὰ ἦταν μόνο προαιρετικὸ ἀλλὰ περιττὸ καὶ ἐπιζήμιο, ἂν εἶχε σκοπό του νὰ ἀχρηστεύει τὰ χαρίσματα ἀντὶ νὰ ἀνάγεται στὴν ἀρχή τους, ἀπ’ ὅπου μεγαλώνει καὶ ἡ εὐχαριστία γιὰ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ ὑποστήριξη τῆς μεγαλύτερης δυνατῆς ἀξιοποίησής τους. Ὁ μοναχὸς ἢ μᾶλλον ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει τὴν ἀμεσότητα τῆς ἐπαφῆς μὲ τὴν ἀρχὴ τῶν χαρισμάτων ἀλλὰ καὶ τὴν ἀξιοποίησή τους. Ἑπομένως καταφάσκει ἐπίσης ὁλόκληρη τὴν ἀγαθὴ καὶ δημιουργικὴ κοσμικότητα, καὶ ὅταν δὲν τὴν χαρακτηρίζει ἡ συνειδητὴ θρησκευτικὴ φύση, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος δημιουργεῖ μορφὲς μὲ τὶς ὁποῖες ἐκδηλώνει τὴν δική του γνώση καὶ συγκίνηση καὶ τιμάει ἔμπρακτα τὴν ἀρχὴ τῶν χαρισμάτων.

Γιὰ τὶς πρωϊνὲς ὧρες προσευχῆς ὁ Κασσιανὸς πληροφορεῖ ὅτι στὴν Αἴγυπτο δὲν διαχώριζαν τρίτη, ἕκτη καὶ ἔνατη μὲ τὸν τρόπο τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Μεσοποταμίας, ἀλλὰ μόνο νυχτερινές, δηλαδὴ Ἑσπερινὸ καὶ Ἀγρυπνία.[223] Δὲν περιγράφει τὶς συνήθειες αὐτὲς ἐπειδὴ τὶς προτιμάει ἀλλὰ μόνο ἐπειδὴ ὑποσχέθηκε νὰ μετριάσει τὴν τελειότητα καὶ τὸ σθένος τοῦ συστήματος τῶν Αἰγυπτιωτῶν.[224] Ἀπὸ τὸ κείμενο συνάγεται πὼς ἡ διάκριση πρωϊνῶν ὡρῶν συνηθιζόταν ἐπίσης στὴν Δύση.[225] Τὰ μοναστήρια τῆς Ἀνατολῆς ἀκολουθῶντας τὶς ὧρες αὐτὲς ὁλοκλήρωναν τὶς ἀντίστοιχες Ἀκολουθίες μὲ τρεῖς Ψαλμοὺς γιὰ κάθε ὥρα.[226] Αὐτὸ δὲν βεβαιώνεται ἀπὸ τὸν Βασίλειο ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ δύο Ψαλμοὺς γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὴν τρίτη ὥρα καὶ ἄλλους δύο γιὰ τὴν ἕκτη.[227] Τὴν ἔνατη συνδέει μὲ τὸ ἐδάφιο 3, 1 τῶν Πράξεων, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννη, ἐπὶ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς τὴν ἐνάτην, χωρὶς νὰ ἐπικαλεσθεῖ κανένα Ψαλμό.[228] Τέλος ἀναφέρει τὴν ἐν ταῖς προσευχαῖς καὶ ψαλμωδίαις κατὰ τὰς ἐπικεκριμένας ὥρας διαφοράν τε καὶ ποικιλίαν, τὸ ὁποῖο προϋποθέτει ὅτι χρησιμοποιοῦσαν λίγο πολὺ διαφορετικοὺς Ψαλμοὺς κάθε ὥρα.

Σύμφωνα μὲ τὸν Κασσιανό, στὴν Αἴγυπτο τηροῦσαν τὶς ὧρες αὐτὲς ἑνωμένες (iugiter) ἔτσι ποὺ ἐκτείνονταν σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας, καθένας ξεχωριστὰ στὸ κελλί του παράλληλα μὲ χειρωνακτικὴ ἐργασία.[229] Ἡ συνήθεια αὐτὴ ταιριάζει σὲ ἐλεύθερους ἀνθρώπους, παρατηρεῖ ὁ Κασσιανός, εἶναι δῶρο πρὸς τὸν Θεὸ (voluntarium munus) ἀδιάκοπο (incessanter offertur), κάτι παραπάνω (plus) ἀπὸ τὶς κανονισμένες διακριτὲς ὧρες προσευχῆς. Ὅπως φαίνεται νὰ πιστεύει ὁ Κασσιανός,[230] ἡ διάκριση λειτουργικῶν ὡρῶν εἴτε συνολικὰ οἱ μοναστικοὶ κανόνες μειώνουν τὴν ἐλευθερία[231] ἐνῶ ἡ ἀδιάκοπη νοερὴ προσευχὴ εἶναι ὑπερβολικὰ δύσκολη, χρειάζεται νὰ μετριασθεῖ καὶ δὲν ταιριάζει στὴν κοινοβιακὴ ἄσκηση.[232] Ὁ Κασσιανὸς νομίζει πὼς ἔτσι προσαρμόζεται στὶς ἀναπόφευκτες διαφορὲς τῆς συνείδησης τῶν πιστῶν. Τὸ κοινόβιό του δὲν διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ μιὰ μηχανὴ θρησκευτικῆς πειθαρχίας ποὺ ὑπάρχει μόνο γιὰ νὰ ἐμποδίζει τοὺς ‘κατώτερους’ νὰ καταλήγουν στὴν ἀπόλυτη πώρωση, τόπος καθαροῦ συμβιβασμοῦ, λίγο πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν ‘κοσμικὴ’ ἀσυνειδησία, ὅμως στὰ μισὰ τοῦ δρόμου, καταδικασμένο στὴν μετριότητα, καὶ ἐν τέλει μάταιο. Τὸ μεγαλύτερο λάθος τοῦ Κασσιανοῦ δὲν εἶναι ὅτι περιφρόνησε τὴν χλιαρὴ πίστη ἀλλὰ ὅτι δὲν τὴν περιφρόνησε ἀρκετὰ γιὰ νὰ μὴ τὴν ἀναγνωρίζει ὡς θεμιτὴ θρησκευτικὴ μορφή, ἱδρύοντας ἀκόμη καὶ τοὺς κανόνες της!

Οἱ Μαθητὲς δὲν ἀκολουθοῦσαν καμμιὰ ἀσκητικὴ πειθαρχία, ὁμαδικὴ ἢ ἀτομική, ὁ δὲ Παῦλος, μέσα ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν θεία θεωρία ἔπαψε νὰ διώκει τοὺς χριστιανοὺς καὶ ὄχι προηγουμένως, παρέχοντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του ζωντανὴ ἀπόδειξη ὅτι τὸ ὑψηλότερο δὲν ὑπάγεται σὲ μεθόδους ἀλλὰ προηγεῖται ὅλων καὶ ἔχει τὴν αἰτία του στὸν ἑαυτό του. Μὲ ἐπίγνωση πὼς ἡ ἀσκητικὴ ἀναχώρηση μπορεῖ νὰ γίνει χρήσιμη ἢ ἄχρηστη γιὰ διάφορους λόγους, ποτὲ ὅμως ἀναγκαία, καὶ ἀκόμη πὼς ἡ χλιαρὴ πίστη δὲν ὠφελεῖ κανέναν οὔτε προσιδιάζει στοὺς κοινοβιάτες ἢ σὲ ἄλλη ‘κατηγορία’ πιστῶν, ὁ Βασίλειος ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, χωρὶς νὰ ἐξαρτᾶ τὴν πνευματικὴ πρόοδο ἀπὸ κανένα εἶδος ἄσκησης. Ἐνθάρρυνε τὸν κοινοβιακὸ μοναχισμὸ ὡς καταλληλότερο νὰ ἐμπνέει τὴν Ἐκκλησία συνολικά, καὶ ὑποστήριξε τὴν γενικὴ ἑνότητα. Τὸν χριστιανὸ δὲν ἐνδιαφέρει τίποτα παρὰ μόνο στὸν βαθμὸ ποὺ συμφωνεῖ μὲ τὴν διπλὴ ‘ἐντολὴ’ τῆς ἀγάπης, ἀπ’ ὅπου ἀναπτύσσονται σωστὰ ὅλες οἱ σχέσεις.

Ὁ Κασσιανὸς ἀγωνιᾶ γιὰ μιὰ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὸν χρόνο τῆς προσευχῆς καὶ στὸν χρόνο γιὰ τὶς ὑπόλοιπες δραστηριότητες, ἰδίως γιὰ τὴν ἐργασία. Ἡ σχετικὴ ὑποτίμηση τῶν ὡρῶν[233] εἶναι εὔλογη ἐφόσον ἀνταγωνίζονται τὴν ἐργασία ἐνῶ ἡ ἀπουσία τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς ἀφήνει τὴν ἀπόσταση ἀγεφύρωτη. Μὲ δεδομένη καὶ τὴν ἐκτίμησή του γιὰ τὸν ἐρημιτισμό, δὲν ἐνδιαφέρεται τόσο γιὰ τὴν ἐργασία ὅσο γιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ μειωθεῖ ὁ χρόνος τῆς προσευχῆς, κι αὐτὸ ὄχι ἐπειδὴ ἦταν στὴν πράξη ὑπερβολικὸς[234] ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔτειναν νὰ δημιουργοῦν αὐστηρὰ συστήματα χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν,[235] ὅπως φαίνεται καὶ ἀπ’ ὅσα εἰπώθηκαν γιὰ τὴν χρήση μεγάλου ἀριθμοῦ Ψαλμῶν. Ὅμως δὲν γίνεται νὰ στηριχθεῖ οὔτε ἡ ἑνότητα, ἂν οἱ θεσμοὶ δημιουργοῦνται προσχηματικά. Περαιτέρω, σκοπὸς τῆς ἄσκησης δὲν εἶναι ἡ ἀποφυγὴ οὔτε ἡ προτίμηση τῆς ἐργασίας ἀλλὰ ἡ ἔνταξή της στὴν εὐχαριστιακὴ πνευματικότητα, ποὺ δὲν συγκρούεται μὲ τὶς προϋποθέσεις τῆς ἐργασίας καὶ συχνὰ τὶς ἐνισχύει. Ἂν καὶ γνώριζε ὅτι ἀρκετοὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἀποφύγουν τὴν ἐργασία, ὁ Βασίλειος δὲν προσδιόρισε τὸν συνολικὸ χρόνο τῆς προσευχῆς μὲ τὴν ἀκρίβεια ποὺ τὸ ἔκανε ὁ Κασσιανός, ἀλλὰ καὶ ἔδειξε τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἴδιας τῆς προσευχῆς, ἐξηγῶντας ὅτι προέχει ἀπόλυτα ἡ ἀδιάκοπη προσευχὴ ὡς σωτηρία ὅλου τοῦ χρόνου, ἐνῶ χρειάζονται καὶ οἱ συγκεκριμένες ὧρες.[236] Ὑποστηρίζοντας τὶς ὧρες ὁ Βασίλειος προσθέτει ἀκόμα μία λειτουργικὴ διάσταση, ἀπ’ ὅπου προκύπτει λειτουργικὴ ‘ὑπερένταση’, μειώνοντας τὸν χρόνο τῆς ἐργασίας ἢ φέροντάς τον στὸ κατάλληλο μέτρο. Τὸν ἄξονα τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς παρέχουν οἱ ἴδιες οἱ καθημερινὲς πράξεις. Τί ἄλλο θὰ εἶχε νόημα, ἂν δὲν νοιώθει κανεὶς εὐχαριστία γιὰ τὸ πιὸ συχνὸ καὶ παροντικό; Ἀδιάκοπη δὲν εἶναι ἡ προσευχὴ μόνο ὡς συνεχὴς ἀλλὰ καὶ ὡς ἀναλλοίωτη. Ὁποιαδήποτε πράξη, σχέση καὶ ἐργασία, καὶ ἡ ἴδια ἡ προσευχὴ τῶν ὡρῶν, γίνεται ἀφορμὴ ἀναγωγῆς σὲ ὑψηλότερη συνείδηση.

Οὕτω καὶ τὸ ἀμετεώριστον τῇ ψυχῇ κατορθοῦμεν, ὅταν ἐφ’ ἑκάστῃ ἐνεργείᾳ τήν τε εὐοδίαν τῆς ἐργασίας παρὰ Θεοῦ αἰτῶμεν καὶ τὴν εὐχαριστίαν τῷ δεδωκότι τὸ ἐνεργεῖν ἀποπληρῶμεν καὶ τὸν σκοπὸν τῆς πρὸς αὐτὸν εὐαρεστήσεως φυλάσσωμεν.[237]

Ἡ προσευχὴ τῶν ὡρῶν ἀφορᾶ πράξεις ποὺ διαφορετικὰ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν ἀφορμὴ εὐχαριστίας, γι’ αὐτὸ ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ δὲν εἶναι ἡ μόνη ἀπαραίτητη, ἂν καὶ ἡ ἴδια στηρίζει τὸ σύνολο τῶν προσευχῶν.[238] Ἡ ἔντονη διάκριση ἀνάμεσα στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὶς ὧρες χρησιμοποιεῖται μόνο συγκαταβατικά.[239] [...]

Κλείνοντας τὸ κεφάλαιο γιὰ τὶς προσευχές, ὁ Βασίλειος ἐπιστρέφει στὸν Ὄρθρο συνιστῶντας νὰ ἀρχίζει πρὶν ξημερώσει — ὡς μὴ ἐν ὕπνῳ καὶ κοίτῃ ὑπὸ τῆς ἡμέρας καταληφθῆναι — καὶ ἐπικαλεῖται τὸν Ψαλμὸ 118, 148: προέφθασαν οἱ ὀφθαλμοί μου πρὸς Ὄρθρον τοῦ μελετᾶν τὰ λόγια σου. Δὲν εἶναι παράδοξο γιὰ μοναχοὺς νὰ μὴν κοιμῶνται ὅταν ἔχει ξημερώσει, ἐφόσον προσπαθοῦν νὰ μειώνουν ὅσο γίνεται τὴν διάρκεια τοῦ ὕπνου, ὅμως ἡ προτροπὴ τοῦ Βασίλειου ἐξηγεῖται ἀκόμη καλύτερα σὲ σχέση μὲ ὅσα εἰπώθηκαν γιὰ τὸν Ὄρθρο ὡς πρώτη ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης δὲν συνδέει τὶς ὧρες μὲ τὴν ἐκπλήρωση ὑποσχέσεων. Αὐτὸ δὲν εἶναι μιὰ ἀκόμη ἀπόδειξη τῆς ἀπουσίας ἐπιδράσεων στὸν Κασσιανό, κυρίως εἶναι μία πιὸ σωστὴ προσέγγιση τῆς προσευχῆς. Ἡ σύνδεση τῶν ὡρῶν μὲ ὑποσχέσεις περιορίζει ἀσφυκτικὰ τὴν δύναμη τῆς καθημερινῆς προσευχῆς νὰ ἀφορᾶ ὁτιδήποτε συμβαίνει. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ἐπίσης ἡ ὑπόρρητη καὶ σὰν αὐτονόητη σύνδεση τοῦ ὕπνου μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα εἶναι μεγάλη[240] καὶ ἀνήκει σὲ ὅσα καταρρίπτουν τὸν μῦθο περὶ ἐποχῆς τῆς ‘λογικότητας’ ποὺ ἦρθε νὰ καταργήσει ὁ ‘ἀνορθολογικὸς’ χριστιανισμός. Χωρὶς ὁπωσδήποτε νὰ τὴν ἀποκλείει, ὁ χριστιανὸς ὄχι μόνο δὲν περιμένει ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεὸ στὰ ὄνειρα ἀλλὰ καὶ ὑποπτεύεται κάθε σχετικὴ ‘ἀποκάλυψη’. Τὴν ὑψηλότερη σχέση συνδέει μὲ τὴν ἐγρήγορση, ἀγνοῶντας πλήρως τὸ διάστημα τοῦ ὕπνου ὡς πρὸς τὴν σχέση αὐτή. Ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀποκτᾶ ἰσχυρὴ ἔκφραση στὶς βιολογικὲς καὶ κοσμολογικὲς διαδικασίες πέρα ἀπὸ τὸν θάνατο, τὶς ἀρρώστιες καὶ ὅλη τὴν φθαρτότητα, ἐκπροσωπούμενος καθημερινὰ καὶ ἀναπόφευκτα ἀπὸ τὴν νύχτα καὶ τὸν ὕπνο. Μὲ τὴν σημερινὴ ἄνεση τοῦ ἄφθονου τεχνητοῦ φωτὸς εἶναι πιὸ δύσκολο νὰ καταλάβουμε τὴν ἔνταση μὲ τὴν ὁποία γιὰ αἰῶνες ὁ χριστιανισμὸς ὑποδεχόταν σὲ κάθε ἐρχομὸ τῆς νύχτας μιὰ ἐπανάληψη τῆς ἀρχικῆς ἐξορίας καὶ μιὰ ὑπενθύμιση τῆς μεγάλης ἀπόστασης. “Τὴ νύχτα ἀκόμα καὶ ἡ ἐλπίδα εἶναι πονηρή”,[241] “εἶναι πιὸ ὠφέλιμο νὰ σὲ παραλάβει ὁ Χριστὸς τὸ πρωί”.[242] [...]

Ἔχοντας ἐκθέσει τὰ σχετικὰ μὲ τὴν καθιέρωση τῶν προσευχῶν, ὁ Κασσιανὸς συνεχίζει μὲ τὰ ἐπιτίμια ὅσων καθυστεροῦν νὰ προσέλθουν. Στὶς πρωϊνὲς προσευχὲς (τρίτης, ἕκτης καὶ ἔνατης ὥρας), εἴσοδος στὸν ναὸ μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ πρώτου Ψαλμοῦ δὲν ἐπιτρέπεται. Ὅποιος καθυστερεῖ περιμένει ἔξω γιὰ νὰ ζητήσει συγγνώμη ἀπὸ τοὺς συνασκητές του ἔχοντας πέσει στὸ ἔδαφος ὅταν ἐκεῖνοι ἐξέρχονται. Στὶς βραδυνὲς προσευχὲς (Ἑσπερινὸ καὶ Ἀγρυπνία), δικαιολογεῖται ἡ καθυστέρηση, ὄχι ὅμως μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ δεύτερου Ψαλμοῦ, ἀλλιῶς ἀκολουθεῖ ἡ ἴδια ποινή.[243] Στὸν Βασίλειο δὲν θὰ βρεθοῦν ἀντίστοιχες διατάξεις. Στὸν ὅρο KE σπα΄,[244] ὅπου ὑπάρχει κάποια θεματολογικὴ συγγένεια, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης μιλάει γιὰ διόρθωση χωρὶς νὰ προτείνει ἐπιτίμια, εἴτε, ἂν ἡ διόρθωση δὲν εἶναι ἐφικτή, εἰσηγεῖται ἀποπομπὴ τῆς ἀσκήτριας ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα, ἵνα μὴ μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα δολώσῃ. Πρόκειται ὅμως γιὰ μόνιμη ἀντίδραση στὴν ψαλμωδία, ὄχι γιὰ ἁπλὴ καθυστέρηση τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Πουθενὰ μὲ καμμιὰ ἀφορμὴ δὲν χρησιμοποιεῖται ὁ τρόπος τιμωρίας ποὺ περιγράφει ὁ Κασσιανός. Ἀκόμη καὶ στὰ νόθα ἐπιτίμια ποὺ ἀποδίδονται στὸν Βασίλειο, ἡ περίπτωση καθυστέρησης στὴν προσευχὴ τιμωρεῖται μὲ παραμονὴ εἰς προσευχήν, ἕως ἂν πάντες κοιμηθῶσιν.[245] [...]

Σκοπὸς τῶν ὡρῶν ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὸν ἀριθμό τους ἢ τὴν συμβολικὴ ἐξήγηση ποὺ ἐπιβάλλει καὶ αἰτιολογεῖ τὴν διάκρισή τους, εἶναι ὁ κύριος σκοπὸς κάθε προσευχῆς ἀνεξαιρέτως, ἡ βίωση τῆς ἑνότητας τοῦ χρόνου μὲ τὴν ἀρχή του, ἑπομένως οἱ ὧρες συμβάλλουν στὴν ἀδιάκοπη νοερὴ προσευχή, ποὺ εἶναι ἡ οὐσία τους, καὶ αὐτὸ ὁ Κασσιανὸς δὲν τὸ εἶχε προσέξει. Ἀκόμα καὶ ἡ σύνδεσή τους μὲ τὴν καθημερινότητα, ὅπως τὴν εἰσηγεῖται ὁ Βασίλειος ἀλλὰ ὄχι ὁ Κασσιανός, στὴν πράξη τὶς ἑνώνει μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ ἐνῶ ἡ συμβολικὴ σύνδεσή τους μὲ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα ὑπάρχει κυρίως γιὰ νὰ ἐμποδίζει τὴν κατάργησή τους, ὥστε σὰν νησίδες μικρῆς ἔστω μνήμης σὲ ἕνα χρόνο ποὺ ἀκόμη δὲν ὁλοκλήρωσε τὴν ἕνωση μὲ τὴν ἀρχή του, νὰ ὑπάρχουν ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἐξωθοῦν στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.

 

___________

Σημειώσεις

Πρβλ. Συντμήσεις / Βιβλιογραφία

 

218 Βλ. τὸν πρόλογο τῶν Θεσμῶν, τὸ Inst. II.3, κ.λπ. Ὁλόκληρο τὸ τρίτο κεφάλαιο τοῦ δευτέρου βιβλίου τῶν Θεσμῶν εἶναι μιὰ παρέκβαση γιὰ τὴν ἀταξία στὸ ζήτημα τῆς προσευχῆς.

219 Βλ. π.χ. C. XVIIII.1, ὅπου ὁ Κασσιανὸς πληροφορεῖ ὅτι στὸ κοινόβιο τῆς Συρίας δὲν εἶχε συναντήσει τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἐπεδείκνυαν οἱ Αἰγυπτιῶτες.

220 Πρβλ. Rousseau, Ascetics, Authorities and the Church..., σ. 183 κ.ἑ. Τὴν ἴδια προσδοκία εἶχε ὁ Ρουφῖνος ὅταν μετέφραζε τοὺς Ὅρους τοῦ Βασίλειου. Βλ. τὸν πρόλογο στὴ μετάφραση τοῦ μικροῦ ἀσκητικοῦ, εἰς M. Βασίλειος, Instituta Monachorum, σ. 4 (praef. 11).

221 Βλ. KE τζ΄.

222 Στὸ δωδέκατο κεφάλαιο τοῦ δευτέρου βιβλίου τῶν Θεσμῶν ὁ Κασσιανὸς περιγράφει πῶς ὅλοι στὴ διάρκεια τῆς ψαλμωδίας παρέμεναν σιωπηλοὶ σὲ χαμηλὰ καθίσματα ἐνῶ ἕνας μόνο ἔψαλλε στὸ κέντρο ὄρθιος. Βλ. KE ρογ΄ ὅπου ὁ Βασίλειος ἀπαγορεύει κάθε ὁμιλία τὴν ὥρα τῆς ψαλμωδίας, τὸ ὁποῖο ἐπίσης προϋποθέτει ὅτι τὸ κύριο σῶμα τῶν ἀσκητῶν δὲν ψάλλει.

223 Vigiliae, εἶναι ὁ ὅρος τοῦ Κασσιανοῦ γιὰ τὴν Ἀκολουθία ποὺ προηγεῖται τοῦ Ὄρθρου. Βλ. Inst. III.4.

224 Βλ. Inst. III.1.

225 Χρησιμοποιεῖ πρῶτο πληθυντικό. Βλ. π.χ. Inst. III.2, καὶ ἀκόμη Inst. III.4 γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Ὄρθρου σὲ ὅλη τὴ Γαλλία σχεδὸν ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀγρυπνία.

226 Βλ. Inst. III.3.

227 Πρόκειται γιὰ τοὺς Ψαλμοὺς 50 καὶ 142 γιὰ τὴν τρίτη ὥρα, καὶ 54 καὶ 90 γιὰ τὴν ἕκτη ὥρα. Ἕνα Ψαλμό, τὸν 4, ἀναφέρει στὸν Ἑσπερινό, καὶ ἄλλον ἕνα, τὸν 118, στὸ Μεσονυκτικό. Τρεῖς Ψαλμοὺς ἀναφέρει μόνο στὸν Ὄρθρο, τοὺς 5, 76 καὶ 118 (βλ. ΚΠ λζ΄). Στὴν περίπτωση τοῦ 90οῦ Ψαλμοῦ ὁρίζει τὴν λειτουργικὴ χρήση του, γιὰ τὴν ἕκτη ὥρα — ἅμα καὶ τοῦ ψαλμοῦ τοῦ ἐνενηκοστοῦ λεγομένου — καὶ γιὰ τὴν μεταξὺ Ἑσπερινοῦ καὶ Μεσονυκτικοῦ Ἀκολουθία — λεγομένου καὶ ἐν ταύτῃ τῇ ὥρᾳ ἀναγκαίως τοῦ ἐνενηκοστοῦ ψαλμοῦ (ὅ.π.).

228 Βλ. ΚΠ λζ΄.

229 Βλ. Inst. III.2. Συγκεντρώνονταν ὅμως τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ τὴν τρίτη ὥρα γιὰ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Βλ. ἐπίσης Παλλάδιος, Λαυσ. ἱστορία 7, 5. Αὐτὲς οἱ δύο Συνάξεις μαζὶ μὲ τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὴν Ἀγρυπνία ἦταν οἱ μόνες κοινὲς Ἀκολουθίες (publicae solemnitates).

230 Αὐστηρὴ συνέπεια οὕτως ἢ ἄλλως δὲν χαρακτηρίζει τὸν Κασσιανό.

231 Ἡ εἰκασία στηρίζεται σὲ γενίκευση τοῦ ἴδιου τοῦ Κασσιανοῦ. Βλ. Inst. III.2 [...]. Τὴν ἄποψή του στηρίζει στὰ ἐδάφια τῶν Ψαλμῶν 53, 8 (“ἑκουσίως θύσω σοι”) καὶ 118, 108 (“τὰ ἑκούσια τοῦ στόματός μου εὐδόκησον δή κύριε”).

232 Βλ. ἐπίσης τὴν προηγούμενη δήλωση, στὸ Inst. II.1 πὼς εἶναι πιὸ ταιριαστὸ τὴν βαθύτερη σημασία τῆς προσευχῆς καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ νὰ σχολιάσει στὶς Συζητήσεις καὶ ὄχι στοὺς Θεσμούς.

233 Πρβλ. ΚΠ λζ΄ ὅπου ὁ Βασίλειος ἐξηγεῖ πὼς ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀντικαταστήσει τὶς τακτὲς ὧρες, ἐπειδὴ ἔχουν μιὰ ἰδιαίτερη παιδαγωγικὴ ἀξία, ὑπενθυμίζουν τὴν δωρεὰ συγκεκριμένων ἀγαθῶν.

234 Βλ. Inst. III.3, ὅπου τοὺς ἐπικρίνει ἐπειδὴ καταλύουν τὶς ὧρες.

235 Σύμφωνα μὲ τὸν Gribomont (“Prayer in Eastern monasticism..., σ. 8 [...]), οἱ ἐρημίτες ἔτειναν νὰ μειώνουν τὶς ὧρες ἐργασίας πρὸς ὄφελος τῆς προσευχῆς ἀλλὰ συνήθως οἱ τάσεις αὐτὲς καταδικάζονταν, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν Μεσσαλιανῶν, μέσα ἀπὸ τὴν ἔμφαση στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ ὡς ἀνώτερη κατάσταση τῆς συνείδησης ποὺ περιέχει τὸ σύνολο τῆς καθημερινότητας ὑπερβαίνοντας ἀλλὰ καὶ στηρίζοντας τὶς κατώτερες δραστηριότητες.

236 Βλ. ΚΠ λζ΄ [...]

237 Βλ. ΚΠ λζ΄.

238 Γι’ αὐτὸ ὁ Βασίλειος σημειώνει πὼς ἡ κατάργηση τῶν τακτῶν ὡρῶν δὲν εἶναι δυνατή [...] (ὅ.π.).

239 Σύμφωνα μὲ τὸν Vogüé (“The greater rules..., σ. 67) ἡ προσπάθεια τοῦ Βασίλειου γιὰ τὴν ἐναρμόνιση ἐργασίας, ἀδιάλειπτης προσευχῆς καὶ ὡρῶν ἔχει ἀφορμὴ τὶς κακοδοξίες τῶν Μεσσαλιανῶν — πρόδρομος τῶν ὁποίων ὑπῆρξε ὁ Εὐστάθιος Σεβαστείας· βλ. Gribomont, “Saint Basile..., σ. 129.

240 Γιὰ τὴν σπουδαιότητα τῶν ὀνείρων στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα, ἀκόμη καὶ ὡς εὐκαιριῶν ἐπαφῆς μὲ τὸν Θεό, βλ. ὅσα γράφω στοὺς Ἀρχαίους Ἔλληνες, σ. 209 κ.ἑ.

241 Ἡσ. 28, 19.

242 Γρηγόριος Θεολόγος, Εἰς τὸ ἅγιον βάπτισμα, ἑν. 13, PG 36, 376.

243 Βλ. Inst. III.7.

244 Τὴν μὴ θέλουσαν ψάλαι, εἰ χρὴ ἀναγκάζεσθαι.

245 Βλ. PG 31, 1312.

 

ΑΣΚΗΤΙΚΗ: Πίνακας Περιεχομένων