image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Ἀσκητική

Τὸ ἔνδυμα

Ἀποσπάσματα ἀπό: Γ. Βαλσάμης, Ἀσκητική, Ἀθήνα 2020, σ. 73-110.   Ἀποσιωπητικὰ σὲ ἀγγύλες [...] δηλώνουν κείμενο ποὺ ὑπάρχει μόνο στὴν ἔντυπη ἔκδοση.   Πίνακας Περιεχομένων

Ἐπιδιώκοντας τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ διάδοση τῶν κοινοβιακῶν θεσμῶν τῆς Ἀνατολῆς στὰ δυτικὰ μοναστήρια,[153] ὁ Κασσιανὸς προτάσσει μιὰ ἐξήγηση τοῦ ἀσκητικοῦ ἐνδύματος. Γνωρίζοντας τὸν ἐξωτερικό τους διάκοσμο ἀνάγεται κανεὶς πιὸ ἀποτελεσματικὰ στὴν ἐσωτερικὴ καλλιέργεια τῶν μοναχῶν. Τὸ ἔνδυμα ἀνήκει στὰ πράγματα τοῦ ‘κόσμου’ ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ ὁ μοναχὸς ἀναγκαῖα ἐξαρτᾶται, καὶ εἶναι οὐσιαστικὰ ἀσήμαντο, ὑποβοηθεῖ τὴν ἄσκηση μόνο στὸν βαθμὸ ποὺ δὲν δημιουργεῖ ἐμπόδια — περιέχει ὅμως καὶ μιὰ ἰδιαίτερη ἀξία: τὸ συμβολικὸ φορτίο διαφόρων στοιχείων, ὅπως τῆς ζώνης, χρησιμεύει περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ φαγητὸ ἢ τὸν ὕπνο, ὅπως φαίνεται μὲ τὸν Ἠλία, τὸν Ἐλισσαῖο, τὸν Ἰωάννη, τὸν Πέτρο, τὸν Παῦλο καὶ ὅλες τὶς ἀποστολικὲς μορφές. Εἶχαν μὲ τὸν κόσμο τὴν σχέση ποὺ καλλιεργεῖ τὸ κοινόβιο καὶ συμβολίζει ἡ ζώνη: παρθενία, ἁγνότητα, ἐγκράτεια.[154] Τὸ ἦθος ποὺ εὐνοεῖ ἡ ἄσκηση, ἀναγκαῖα ὁδήγησε στὴν ἀνάλογη συμβολικὴ διαμόρφωση τοῦ ἐνδύματος.[155] Ὁ συμβολισμὸς φυσικὰ δὲν παύει στὴ ζώνη, καὶ ἤδη ὁ Κασσιανός, παρὰ τὶς ἀρχικὲς ἐξαγγελίες, περιγράφει περισσότερα. Φαίνεται ὅμως νὰ ὑποτιμάει μιὰ ἀρνητικὴ ὄψη ἢ παρενέργεια. Τὸ ‘στέλεχος’ τῆς Ἐκκλησίας τείνει ἐνδυματολογικὰ νὰ διαμορφώνεται περίπου ὡς κινητὸ σύμβολο, σὲ διαρκῆ δέσμευση γιὰ συμμόρφωση, ἀνεπαίσθητα περιστέλλοντας τὶς δυνατότητές του γιὰ δημιουργία. Στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ συμβολισμὸς ἀποκτᾶ ὑπαρξιακὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ σύνολο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἔνδυμα εὐνοεῖ τὴν ἴδια ἀδράνεια καθολικά. Ὑπάρχει προφανὲς παιδαγωγικὸ ὄφελος, τὸ ὁποῖο ὑπονομεύεται τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ καλλιεργεῖται, σὰν μιὰ εἰδικὴ ὑπερένταση ποὺ ἀποκρύβει τὴν ὁλόκληρη πραγματικότητα καὶ ὑπονομεύει τὴν ἀξιοποίηση ἀκόμη περισσότερων δυνατοτήτων. [...]

Σύμφωνα μὲ τὸν Κασσιανό, οἱ ἀσκητὲς δὲν χρειάζονται τὸ ἔνδυμα παρὰ μόνο γιὰ νὰ προφυλάσσονται ἀπὸ τὶς καιρικὲς συνθῆκες καὶ τὴν ἀσχημοσύνη. Τὸ δικό τους πρέπει νὰ εἶναι φτωχικὸ ὥστε νὰ μὴν καλλιεργεῖ ὑπερηφάνεια.[156] Ὑπῆρχαν καὶ στὴν Δύση ὅπως στὴν Ἀνατολὴ ἀσκητὲς ποὺ ἐπέλεγαν τὴν ὑπερβολικὴ ταλαιπωρία, καὶ φοροῦσαν γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τρίχινα ἐνδύματα.[157] Ὁ Κασσιανὸς ἀναφέρει περιπτώσεις ἀπὸ τὴν Βίβλο[158] ἐξηγῶντας πὼς ὅ,τι δὲν χρησιμοποιεῖται ἀπ’ ὅλους εἶναι ἄχρηστο καὶ προκαλεῖ ὑπερηφάνεια. Τρίχινο ἔνδυμα δὲν συνιστοῦν οἱ παλαιότεροι ἅγιοι οὔτε οἱ σύγχρονοι πατέρες, καὶ ἄλλωστε θὰ ἐμπόδιζε τὴν ἐργασία. Πάντως τέτοιες ὑπερβολὲς ἂς γίνονται ἀτομικὰ καὶ κρυφά, συμπληρώνει ὁ Κασσιανός,[159] διαφορετικὰ μόνο ἀπ’ ὅλους μαζί.[160] Σημασία ἔχει νὰ μὴν ὑπάρχουν μεγάλες διαφορὲς μεταξὺ τῶν μοναχῶν ἢ ἔστω νὰ μὴ γίνονται ἀντιληπτές, γιατὶ αὐτὸ καλλιεργεῖ ὑπερηφάνεια. Ὅμως δὲν εἶναι μόνο ὁ ξεχωριστὸς πλοῦτος προβληματικὸς ἀλλὰ καὶ ἡ ξεχωριστὴ ἀκτημοσύνη, ἡ διάκριση καὶ ὑπεροχὴ σὲ ὁτιδήποτε, ὑλικὸ ἢ πνευματικό, κυοφορεῖ δεινά![161] Κάποιες ἀπορίες εἶναι εὔλογες. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὶς πιὸ ἀκραῖες ἀνισότητες ἤδη στὴν βιολογικὴ κατάσταση καθενός; Περαιτέρω, ἂν μπορεῖ νὰ γίνει αἰτία ὑπερηφάνειας ἀκόμα καὶ ἡ διάκριση στὶς ἀρετές, πέρα φυσικὰ ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης, θὰ ἦταν σωστὸ νὰ περιφρονεῖται ἡ καλλιέργεια κάθε ἄλλης ἀρετῆς, ὅσο δὲν ὑπάρχει ταπεινοφροσύνη;

Στὸ πολυτελὲς ἔνδυμα ὁ Βασίλειος ἀναγνωρίζει ἀφορμὴ καὶ ἔνδειξη ὑπερηφάνειας, ἐπαναλαμβάνοντας τὴν παραδοσιακὴ θέση ὅτι κανονικὰ ἡ ἀξία τῆς ἔνδυσης εἶναι ἁπλῶς νὰ καλύπτει τὰ ἀσχήμονα καὶ νὰ προστατεύει ἀπὸ καιρικὲς συνθῆκες. Ἡ σχετικὴ ὁμοιότητα στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἔδειχνε ἴσως ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν Βασίλειο, ἂν δὲν ἐπρόκειτο γιὰ τόσο κοινὸ τόπο. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ σημαντικὲς διαφορὲς μπόρεσαν νὰ ὑπάρξουν ἀκόμη καὶ ἐδῶ! Θὰ ἦταν παράδοξο νὰ χρησιμοποιεῖ ὁ Κασσιανὸς τὸν Βασίλειο, νὰ δανείζεται τὴν ἀναφορὰ στὸ ἐδάφιο Α΄ Τιμ. 6, 8, καὶ ὅμως νὰ μὴν ἐκμεταλλεύεται καθόλου τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον ἐπιχείρημα, ὅτι τὸ ἔνδυμα ἀποτελεῖ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο μετὰ τὴν Πτώση.[162]

Ἡ ἴδια ἡ ἀκτημοσύνη ἴσως γίνει ἀφορμὴ ὑπερηφάνειας, σύμφωνα ἐπίσης μὲ τὸν Βασίλειο.[163] Τὸ πρόβλημα δὲν ἐπιλύεται ἄνετα, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἀντικειμενικὴ λύση. Ἡ ἀπόλυτη ἐξίσωση θὰ ἐκμηδένιζε τὶς δυνατότητες γιὰ ἐπίδειξη, ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἀφορμὴ ὑπερηφάνειας ἡ ἴδια ἡ προθυμία γιὰ συμμόρφωση. Ὅσο ἡ ὑπερηφάνεια ἀποδίδεται στὴν συμπεριφορά, καταντάει ἀκατανόητη καὶ ἀνίκητη. Κι ἂν αὐτὲς οἱ παρατηρήσεις δὲν σκόπευαν νὰ ἐξηγήσουν τὴν προέλευσή της ἀλλὰ μόνο νὰ βοηθήσουν νὰ μὴν χειροτερεύει, θὰ ἔπρεπε ὁ σκοπὸς νὰ ἔχει ἐξηγηθεῖ ὥστε νὰ ἐμποδίζεται ἡ ἐφαρμογὴ μηχανιστικῶν κριτηρίων στὴν παιδεία. Ὅμως δὲν συζητήθηκαν οὔτε τὰ ὅρια τῆς ἐξίσωσης, ἂν χρειάζεται νὰ ὑπάρχουν ὅρια, καὶ βέβαια τὸ πιὸ κύριο: πῶς θὰ ἀντιμετωπίζονταν μὲ τὴν ἐπιβολὴ ἀλλαγῶν στὴν συμπεριφορὰ κίνητρα ποὺ εἶναι τόσο ἐσωτερικὰ καὶ ἐλεύθερα, ὥστε οἱ ἐξωτερικὲς συνθῆκες, ἐξισωτικὲς ἢ μή, δὲν τὰ ἐπηρεάζουν; Πῶς θὰ ἐμποδιζόταν κάποιος νὰ νοιώθει ξεχωριστὰ εὐσεβής, ἂν ἔστω ἕνα τέτοιο αἴσθημα πράγματι ὑποδαυλίζει τὴν ὑπερηφάνεια;

Ὁ Βασίλειος ἀλλοῦ δίνει ἔμφαση σὲ κριτήρια ἱκανὰ γιὰ πιὸ ἔγκυρη γνώση καὶ ἀποτελεσματικὴ διαχείριση τοῦ προβλήματος, ἀναπτύσσει τὴν ἀσκητική του ἀναλογιζόμενος τὴν ἱστορία τῆς σχέσης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, καὶ διαμορφώνει τὸν μοναχισμὸ ὡς ὄψη καὶ οὐσία τῆς εὐρύτερης Ἐκκλησίας[164] ἐπειδὴ συνδέει τὴν πνευματικὴ ζωὴ μὲ τὴν ποιότητα τῶν προσωπικῶν σχέσεων, ἐξηγῶντας τὴν ὑπερηφάνεια λιγότερο ὡς ὑπερβολικὴ τιμὴ στὸν ἑαυτὸ καὶ περισσότερο ὡς ὑποτίμηση τῶν ἄλλων.[165] Αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ βῆμα γιὰ πιὸ πραγματικὴ ἀντίληψη τοῦ προβλήματος, πολὺ πέρα ἀπὸ τὴν ἀποφυγὴ ἐξωτερικῶν κινήτρων καὶ σκανδαλισμῶν. Ἀντιστοίχως ὁ ταπεινόφρων δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του χειρότερο ἀλλὰ θαυμάζει τοὺς καλύτερους. Ὁ Βασίλειος συλλαμβάνει ἔτσι μιὰ ἀσκητικὴ ποὺ βασίζεται στὶς ἔννοιες φιλίας καὶ μίσους, δημιουργῶντας ἱκανὲς προϋποθέσεις ἑνότητας τῆς πόλης καὶ τῆς μονῆς καὶ ἀσκητικῆς διαμόρφωσης τῆς Ἐκκλησίας συνολικά. Ἐπιμένοντας στὴν ὑπερηφάνεια ὡς ἐγωκεντρισμὸ καὶ στὴν ταπεινοφροσύνη ὡς αὐτοκατάκριση, ὁ Κασσιανὸς ἐνισχύει ἀδιέξοδες ὁρμές. Γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐργασία, ὁ μοναχὸς τοῦ Κασσιανοῦ πρέπει νὰ πιστεύει πὼς ἐργάζεται χειρότερα ἀπ’ ὅλους![166] Πῶς θὰ γινόταν πράξη αὐτὸ γνήσια καὶ ὄχι τεχνητά, ὅταν ἔχεις ἐπίγνωση τῆς ἀξίας τοῦ ἔργου σου; Σύμφωνα μὲ τὸν Βασίλειο, ὁ ταπεινόφρων χαίρεται μὲ τὴν ἀξία τῶν ἄλλων καὶ διδάσκεται ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ Χριστοῦ,[167] ἑπομένως οὔτε κἂν προλαβαίνει νὰ κρίνει ἂν ὁ ἴδιος εἶναι καλύτερος ἢ χειρότερος. Ταπεινόφρων εἶναι ὁ ἕτοιμος νὰ κοιτάει γύρω του, νὰ προσέχει τοὺς ἄλλους, νὰ θαυμάζει, νὰ φροντίζει, νὰ ἀναγνωρίζει.

Ὁ Βασίλειος ἐπιδιώκει ἐκλογὴ τοῦ χρήσιμου ὥστε νὰ ἀποφεύγονται περισσότερα ἐνδύματα τοῦ ἑνός, νὰ μὴν ὑπονομεύεται ἡ ἀκτημοσύνη. Περαιτέρω, ἡ ὁμοιομορφία φέρει ἑνότητα (συμβαίνει ἡμᾶς καὶ τῷ σχήματι κοινωνεῖν ἀλλήλοις[168]), ταυτότητα καὶ διάκριση (χρήσιμον δὲ καὶ τὸ ἐκ τῆς ἐσθῆτος ἰδίωμα[169]), μὲ σκοπὸ ὄχι τὴν ἀπομόνωση ἀλλὰ τὴν παιδεία. Φορῶντας ἰδιαίτερο ἔνδυμα σὰν μιὰ στολή, εἶναι φυσικὸ γιὰ τὸν μοναχὸ νὰ αἰσθάνεται μεγαλύτερη εὐθύνη καὶ νὰ ἔχει ἀνάλογο τρόπο συμπεριφορᾶς.[170] Ἀκόμα καὶ ὅσοι ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸν μοναχισμὸ ἢ τὸν ἐχθρεύονται δὲν παύουν νὰ δέχονται μέσῳ τοῦ ἐνδύματος μηνύματα ποὺ ἴσως ἄλλοτε ἀντιληφθοῦν καλύτερα, μὲ πιὸ ἀνοιχτὴ διάθεση.[171] Τὸ ἔνδυμα–στολὴ ἔχει διπλὴ παιδαγωγικὴ λειτουργία, πρὸς τὸν ἴδιο τὸν μοναχὸ καὶ πρὸς τοὺς γύρω, ἀλλὰ ὅπως εἴδαμε, περιορίζει ἐπίσης τὴν δημιουργικότητα. Γι’ αὐτὸ οἱ μεγάλες ἰδίως παραδόσεις χρειάζεται ἀκόμη περισσότερο νὰ ἐπιδιώκουν ὅλες τὶς δυνατὲς ἀφορμὲς σοβαρῆς ἀντιπαράθεσης, πειραματισμοῦ, ἐπινόησης καὶ ἀμφισβήτησης.

Ὅταν ὁ Κασσιανὸς δηλώνει γιὰ τοὺς σύγχρονους πατέρες ὅτι δὲν ἐγκρίνουν τὰ τρίχινα ἐνδύματα, προφανῶς δὲν συμπεριλαμβάνει τὸν ἀδελφὸ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, καὶ τὸ πιθανότερο ἀγνοεῖ τελείως τὴν ἄποψή του. Ὁ Βασίλειος ἐγκρίνει τὴν χρήση τους ἕνεκεν [...] κακουχίας καὶ ταπεινώσεως ψυχῆς.[172] Ἂν δὲν χρειάζεται ταπείνωση, δὲν χρειάζονται οὔτε αὐτά, ὅμως ὄχι ἐπειδὴ ἡ ταλαιπωρία θὰ ἦταν ἄσκοπη ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ κατοχή τους θὰ ὑπονόμευε τὴν ἀρετὴ τῆς ἀκτημοσύνης![173] Ἡ ταλαιπωρία μὲ τέτοια ἐνδύματα ἦταν συνήθεια ποὺ δὲν τερματίστηκε τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες, ἂν καὶ μεγάλοι ἀσκητικοὶ Πατέρες, ἀντίθετα μὲ τὸν Βασίλειο, τὴν ἐπέκριναν. Στὰ χρόνια ποὺ προηγοῦνται τῆς ἐπιστημονικῆς καὶ βιομηχανικῆς ἐπανάστασης καὶ ἰδίως τοῦ ἠλεκτρισμοῦ οἱ κακουχίες οὕτως ἢ ἄλλως ἦταν μεγάλες. Νὰ φορᾶς τρίχινα ἐνδύματα σήμαινε μιὰ ἐπιβάρυνση μικρότερη ἀπ’ ὅσο σήμερα. Φυσικὰ παρέμενε ἀρκετὰ βαρειὰ γιὰ νὰ ἀποτελέσει θέμα συζήτησης καὶ νὰ ἀπορριφθεῖ, ὅμως ὄχι ἀρκετὰ γιὰ νὰ ἀπαγορευθεῖ. Γιὰ ποιό λόγο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἐγκρίνει τὴν χρήση τους; Γιὰ ποιό λόγο τὴν ἐγκρίνει ὁ Βασίλειος; Ποιά εἶναι γενικότερα ἡ ὠφέλεια τῆς κακουχίας, ἀκόμη κι ὅταν δὲν χρειάζεται οὔτε κἂν γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη; Οἱ δύο ὁμιλίες περὶ νηστείας ἐπιτρέπουν ἀρκετὰ καθαρὴ εἰκόνα γιὰ τὶς ἀπόψεις τοῦ Βασίλειου ὡς πρὸς τὴν ἀξία τῆς αὐστηρότητας, καὶ ἔχουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἐπειδὴ ἀφοροῦν τὸ σύνολο τῶν πιστῶν. Ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι ἡ αὐστηρότητα δὲν μειώνεται.

Ἡ νηστεία ἐμποδίζει τὴν ἁμαρτία μόνο ἂν γίνεται κρυφὰ καὶ πρόθυμα.[174] Ἡ νηστεία νομοθετήθηκε στὸν Παράδεισο μὲ τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, καὶ εἶναι ἀρχὴ μετάνοιας, διεγείρει τὴν συνείδηση καὶ μεγαλώνει τὴν ἐπαφὴ μὲ τὰ πράγματα. Νηστεία δὲν εἶναι ἡ ἀποφυγὴ συγκεκριμένων τροφῶν ἀλλὰ ἡ ἀποφυγὴ τῆς ἀπόλαυσης, καὶ πάλι μόνο ὅταν εἶναι ἀρκετὰ σκληρὴ γιὰ νὰ ζημιώνει ὄχι μόνο τὰ αἰσθήματα τοῦ κορεσμοῦ καὶ τῆς ἱκανοποίησης ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν ὑγεία. Ἡ ταλαιπωρία εἶναι δρόμος ποὺ χαράζει γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος διατάχθηκε νὰ ὑποφέρει ὄχι νὰ ἀπολαμβάνει.[175] Ἡ ταλαιπωρία διαφυλάσσει τὴν εὐσέβεια, ἡ τρυφὴ τὴν καταλύει.[176] Τὸν πλούσιο καταδικάζει ἡ ἀπόλαυση ὄχι ἡ ἀδικία, ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ φύση τῶν πραγμάτων καὶ παγιδεύει στὴν μικρότητα.[177] Ἡ ὠχρότητα εἶναι σεμνότητα.[178] Ὅσο φθείρεται ὁ ὀργανισμὸς τόσο ἀνανεώνεται τὸ πνεῦμα. Τὰ πνευματικὰ χαρίσματα δὲν γίνεται νὰ δοθοῦν στὸν καλοζωϊσμένο,[179] ἐπειδὴ δὲν ἔχει τὴν ἀνοιχτότητα καὶ τὴν ὠριμότητα ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ τὰ δεχτεῖ. Ὁ κορεσμὸς καὶ ἡ ἀπόλαυση σκληραίνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν μικραίνουν, τὴν χαρὰ τῆς διαύγειας ὑποκαθιστᾶ ἡ πώρωση καὶ ἡ ἀσυδοσία. Τὴν γνησιότητα τῆς νηστείας ἀποδεικνύει ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν κακία, τὴν ἀδικία, τὸ μῖσος, κ.λπ. Κατώτερα πάθη ὅπως ἡ ὀργή, σὰν μιὰ μέθη σύρουν τὴν ψυχὴ ἔξω ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό της,[180] ὅμως ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐπαφὴ μὲ τὴν πραγματικότητα, δὲν γίνεται νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν Χριστό.[181]

Καὶ οἱ δύο ὁμιλίες προειδοποιοῦν πὼς ἡ γνήσια νηστεία σημαίνει ἀπομάκρυνση τοῦ μικροῦ, σκληροῦ καὶ κλειστοῦ ἑαυτοῦ, ὅμως ἔχουν προηγουμένως τονίσει τὴν ἀξία τῆς ἴδιας τῆς ταλαιπωρίας. Ὅσο κι ἂν δὲν ἀρκεῖ ἀπὸ μόνη της, ἡ κακοπάθεια ποὺ φθάνει ὣς τὴν ὑπονόμευση τῆς ὑγείας εἶναι ἀναγκαία, ἀρκεῖ νὰ μὴ γίνεται μὲ μισὴ καρδιὰ ἀλλὰ μὲ τὴν χαρὰ μὲ τὴν ὁποία ἀποβλέπει κανεὶς στὴν μετάνοια. Στὴν χαρὰ τῆς ἀποφασισμένης ἄσκησης, ἀντιστοιχεῖ ἡ εὐχαριστία γιὰ ὅσες ‘συμφορὲς’ στέλνει ὁ Θεός. Στὸν βαθμὸ ποὺ γεννιέται ἡ διπλὴ αὐτὴ χαρά, ἡ ταλαιπωρία ἀνακοινώνει μιὰ διαφορετικὴ ἀπόλαυση καὶ ἔχει νόημα.

Τὴν ἀξία τῆς κακοπάθειας ὅπως τὴν περιγράφει ὁ Βασίλειος, εἰκάζει κανεὶς καὶ ἀπὸ μόνη τὴν φθαρτότητα καὶ θνητότητα. Ὁ ἴδιος ὁ βίος φανερώνει πὼς ὑπάρχει ὄφελος ἀκόμη καὶ σὲ δεινὰ τῆς πιὸ ἀκραίας μορφῆς, καὶ δὲν μένει παρὰ νὰ γίνει συνειδητὴ ἡ φύση τους, σὲ τί ὠφελοῦν κάθε φορά. Ἂς παρατηρήσει καθένας τὴν προσωπική του ζωὴ καὶ θὰ διαπιστώσει πῶς ἀκριβῶς βοήθησαν ὅσα ὑπέφερε, ἀπ’ ὅπου συμπεραίνει ὅτι κάποια ἀξία ὑπάρχει ἐπίσης καὶ θὰ χρειαστεῖ νὰ ζητηθεῖ σὲ ὅσα συμβοῦν στὸ μέλλον.[182] Ὁ Βασίλειος ἀντιλαμβάνεται στὶς ‘συμφορὲς’ δυνάμεις ποὺ συμβάλλουν στὴν αὐτογνωσία καὶ τὴν διαύγεια, καὶ ἐξηγεῖ τὶς κακουχίες τῆς ἀποφασισμένης ἄσκησης σὰν μιὰ ὑποστήριξη τῶν δυνάμεων αὐτῶν. Ἡ ἀσκητικὴ ἑπομένων αἰώνων, ὁπότε ἡ σχετικὴ ἐμπειρία ἦταν ἀκόμα μεγαλύτερη, ἀπέβαλε τὴν αὐστηρότητα τῆς ὀργανωμένης ἄσκησης, ὄχι διαφωνῶντας μὲ τὴν λογική της ἀλλὰ ἔχοντας διαπιστώσει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στέλνει τὴν κακοπάθεια ἀκριβῶς ὅπως ταιριάζει στὶς ἀνάγκες καθενός. Ἡ λογικὴ τοῦ Βασίλειου ἔγινε ἀποδεκτή, ἀλλὰ ὄχι ὁ τρόπος ποὺ τὴν ἐφάρμοσε στὴν πράξη. Ἡ ἐμπιστοσύνη στὶς ἀποφασισμένες νηστεῖες καὶ ὅλες τὶς ταλαιπωρίες, στὰ τρίχινα ἐνδύματα, κ.λπ., διαβρώθηκε.

Βέβαια ὁ Βασίλειος ὑπῆρξε ἀρκετὰ μεγάλος γιὰ νὰ ἔχει ἤδη ἀναιρέσει τὸν ἑαυτό του, ἔστω χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει, γιὰ παράδειγμα ὅταν ἐξηγεῖ πὼς “εἶναι θέλημα Θεοῦ πολλὲς φορὲς ἀπὸ πεῖνα ἢ ἀρρώστια ἢ πόλεμο ἢ κάτι ἀνάλογο νὰ χάνονται ἄνθρωποι, ὅμως αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει ἐμεῖς νὰ ὑποβοηθοῦμε ἕνα τέτοιο θέλημα. Γιατὶ γι’ αὐτὰ ἔχει ὁ Θεὸς νὰ χρησιμοποιεῖ καὶ κακοὺς ὑπηρέτες”.[183] Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ προσφέρω κακὲς ὑπηρεσίες στὸν ἑαυτό μου ὑπονομεύοντας ἀκόμα καὶ τὴν ὑγεία μου, ὅπως θὰ ἀπαιτοῦσε ἡ πραγματικὴ νηστεία. Ἂς προσπαθῶ γιὰ τὸ καλύτερο, καὶ ἂς ἀφήσω τὸν Θεὸ νὰ στείλει τὸ χειρότερο ὅποτε χρειάζεται, ὅσο χρειάζεται. Ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος φαίνεται νὰ διαφωνεῖ μὲ τὸ συμπέρασμα αὐτὸ καὶ νὰ συντάσσεται μὲ τὴν ἀσκητικὴ αὐστηρότητα τοῦ Βασίλειου ὅταν συμβουλεύει “κανεὶς ὅσο εἶναι νέος, ἂς μὴ παραδεχθεῖ τοὺς ἐχθρούς του δαίμονες, ποὺ τοῦ λέγουν: ‘μὴ λυώσεις τὸ σῶμα σου μὲ τὴν πολλὴ ἄσκηση, γιὰ νὰ μὴν ἀδυνατήσεις καὶ ἀρρωστήσεις’. Διότι, στὴν σημερινὴ μάλιστα ἐποχή, δύσκολα θὰ εὑρεθεῖ ἄνθρωπος ποὺ θὰ προτιμήσει νὰ θανατώσει τὴν σάρκα του· τὸ πολὺ ἴσως νὰ στερήσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ἡδονικὰ φαγητά. Ὁ σκοπὸς τοῦ δαίμονος εἶναι νὰ ἐπιτύχει, ὥστε ἡ ἀρχὴ τοῦ μοναχικοῦ μας σταδίου νὰ γίνει μὲ νωθρότητα καὶ πολλὴ ραθυμία, ὁπότε καὶ τὸ τέλος τοῦ ἀγῶνος θὰ εἶναι παρόμοιο καὶ ἀνάλογο πρὸς τὴν ἀρχή του”.[184]

Ἂς προσεχθεῖ ὅμως ὅτι ἡ συμβουλὴ ἀφορᾶ τοὺς νέους, προϋποθέτοντας ὅτι στὸ γῆρας ἀρκεῖ ἡ ἐξασθένηση καὶ ἡ ταλαιπωρία ποὺ τὸ συνοδεύουν, καὶ ὅτι ἀκόμα καὶ στοὺς νέους ζητούμενο δὲν εἶναι ἡ καταπόνηση ἀπὸ μόνη της ἀλλὰ ὁ ζῆλος, νὰ μὴν ἀρχίζει ἡ εὐσέβεια μὲ παραχωρήσεις, μετριότητα καὶ νωθρότητα. Ἔπειτα οἱ περισσότεροι οὕτως ἢ ἄλλως δὲν κινδυνεύουν νὰ βλάψουν τὸν ἑαυτό τους διότι σπανίως ἀντιστέκονται ἔστω μόνο στὴν ἀπόλαυση τοῦ (ὅποιου) φαγητοῦ καὶ τὴν ἱκανοποίηση τῆς λαιμαργίας, καὶ οὔτε λόγος νὰ γίνεται γιὰ πραγματικὴ πεῖνα καὶ καταπόνηση. Ἑπομένως προβάλλοντας μιὰ ἤπια ἄσκηση τοὺς ἐξωθοῦμε νὰ γίνονται ἀκόμα πιὸ ἀμελεῖς καὶ ράθυμοι. Πάντως εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐν γένει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τείνει νὰ συμβάλλει στὴν νοοτροπία τῆς αὐτομαστίγωσης, ὅπου ἡ ταπείνωση σημαίνει κλαυθμὸ καὶ αὐτοκατάκριση. Ὁ Συμεὼν ἢ ὁ Μάξιμος δὲν εἶναι πιὸ ἀγαθοί, ἁπλῶς ἔχουν συνειδητοποιήσει πὼς ἡ ἀποφασισμένη ‘ἐθιμοτυπικὴ’ ταλαιπωρία δὲν εἶναι ἀρκετὰ σκληρὴ οὔτε ἔγκαιρη, καὶ πὼς δὲν ἔχει νόημα ἡ ‘κανονικὴ’ ἐπανάληψή της, συχνὰ ὅμως χρειάζεται νὰ εἶναι ἀσυγκρίτως πιὸ ὀδυνηρὴ ἀπ’ ὅσο θὰ μποροῦσε νὰ θελήσει καὶ ὁ πιὸ αὐστηρὸς ἀσκητής. Ἑπομένως οἱ ἀποφασισμένες κακοπάθειες στὴν καλύτερη περίπτωση βοηθοῦν ὡς τύποι καὶ εἰκόνες ποὺ ὑπενθυμίζουν τὴν ἀξία ὅσων στέλνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Διαφορετικὰ ὄχι μόνο περιττεύουν ἀλλὰ καὶ ζημιώνουν ἐπειδὴ εὐνοοῦν αἰσθήματα αὐτοδικαίωσης. Δυστυχῶς πολὺ σπάνια οἱ ἀποφασισμένες ἀσκήσεις γίνονται μὲ τὶς προϋποθέσεις αὐτές, κι ἔτσι προκύπτει τὸ φαινομενικὸ αὐτὸ παράδοξο, ὅταν ὁ Θεὸς στέλνει δεινά — ἀρρώστιες, φτώχεια, ἀτιμώσεις, χωρισμούς — ἀντιμετωπίζονται ὡς ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ἄσκηση, δηλαδὴ μὲ ἄρνηση, φόβο, πανικό, ἀπελπισία, καὶ παρόμοιους ἄσχετους καὶ ἀνώφελους τρόπους. [...]

Ὡς πρὸς τὴν ὑπόδηση ὁ Κασσιανὸς πιστεύει πὼς ἰδανικὴ θὰ ἦταν ἡ ἀποφυγή της, τὸ ὁποῖο θεωρεῖ ἀδύνατο. Πάντως οἱ Αἰγυπτιῶτες ἀφαιροῦν τὰ ὑποδήματα[185] στὴν Θεία Λειτουργία[186] ἐπειδὴ πιστεύουν ὅτι πρέπει νὰ ἀκολουθοῦν καὶ κατὰ γράμμα ὅ,τι εἰπώθηκε στὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ (λῦσαι τὸ ὑπόδημα, κ.λπ.).[187] Γιὰ τὸν Βασίλειο τὸ ζήτημα δὲν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία καὶ ἀρκεῖται νὰ τὸ διευκρινίσει πολὺ σύντομα — ὥστε τὸ ἀπερίεργον καὶ εὐποριστότερον καὶ πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς χρείας ἀρκοῦν, τοῦτο αἱρετὸν εἶναι ἐν ἑκάστῳ καιρῷ[188] — τονίζοντας πὼς ὅσα εἶπε γιὰ τὴν ἐνδυμασία ἐν γένει, ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν ὑπόδηση. Ὁ Κασσιανὸς εἶναι φανερὸ ὅτι ἀγνοεῖ τὸν συμβολισμὸ ποὺ ἔχει ἡ ἀφαίρεση τῶν ὑποδημάτων ἢ ἀκόμη χειρότερα δὲν ἔχει προσέξει ποιὰ εἶναι ἡ δύναμη καὶ λειτουργία τῆς (ὅποιας) συμβόλισης, κι ἔτσι μὲ τὴν κατὰ γράμμα προσέγγιση τὴν ἀποδυναμώνει, ὅπως ἐπρόκειτο νὰ κάνει σὲ τόσο δραματικὴ κλίμακα τὸ Ἰσλάμ. Τὰ ὑποδήματα ὅπως μιὰ βάση καὶ ἕνα θεμέλιο, ἀφοροῦν συμβολίζοντας ὁλόκληρη τὴν ἐμπιστοσύνη στὶς ‘κοσμικὲς’ δυνάμεις ποὺ ἐλέγχει ὁ ἄνθρωπος, ἡ δὲ ἀφαίρεσή τους σημαίνει τὴν ὁρμὴ στὸ ἀόρατο καὶ ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὶς συνθῆκες τοῦ βίου, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐμπιστεύεται τὴν φροντίδα του στὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ἀναθέτει ὁλόψυχα στὸν Θεό. Κατὰ γράμμα οἰκειοποίηση τοῦ συμβολισμοῦ προϋποθέτει ἀφαίρεση ὅλων τῶν ἐνδυμάτων καὶ ἐπίσης ἐγκατάλειψη κάθε ‘κοσμικῆς’ ἰσχύος!

Νὰ ἀκολουθεῖς τὸν συμβολισμὸ κατὰ γράμμα μὲ τὴν ἀφαίρεση μόνο τῶν ὑποδημάτων, εἶναι τρόπος νὰ γελοιοποιεῖς τὴν Βίβλο καὶ νὰ τὴν καταργεῖς. Πραγματικὴ οἰκειοποίηση θὰ ἦταν νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι τίποτα κτιστὸ καὶ νὰ ἔχεις τὴν στοιχειώδη σύνεση νὰ γνωρίζεις ὅτι ἀπὸ μόνος σου δὲν μπορεῖς νὰ κατορθώσεις τὸ παραμικρό, ὅτι ἡ δική σου ἱκανότητα εἶναι ἁπλὰ καὶ καθαρὰ μηδενική. Μάλιστα ἡ ἀφαίρεση τῶν ὑποδημάτων τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας, ἀπὸ μοναχούς, ποὺ ἤδη ἐφαρμόζουν τὴν αὐστηρότερη δυνατὴ ἀποφασισμένη ἀκτημοσύνη, καὶ μὲ δεδομένη τὴν χρήση ὑποδημάτων τὶς ὑπόλοιπες ὧρες, δὲν εἶναι μόνο μιὰ ἀπερισκεψία ἀλλὰ ἀκόμη χειρότερα, ὑποκρισία. Θὰ γινόταν ἴσως ἀποδεκτὸ νὰ μὴ χρησιμοποιοῦνται ποτὲ ὑποδήματα, ἀλλὰ τότε θὰ ἔπρεπε νὰ μὴ χρησιμοποιεῖται κανένα ἔνδυμα, κανένα ἐργαλεῖο, καμμιὰ τεχνική — οὔτε κἂν ἡ ἀνέγερση μιᾶς καλύβας ἀπὸ κλαδιά, ποὺ προφυλάσσει κάπως ἀπὸ τὴν βροχή. Σοφὰ λέει ἡ παροιμία, ἑνὸς κακοῦ μύρια ἕπονται. Γιὰ νὰ οἰκειοποιηθεῖς τὸ σύμβολο δὲν τὸ διπλασιάζεις σὲ μιὰ τυπικὴ ἀπομίμηση, τὸ ἑρμηνεύεις καὶ ἀφήνεις τὸ νόημά του νὰ μεταμορφώνει τὴν ἐσωτερικότητά σου, ἀπ’ ὅπου ὁ βίος ἀλλάζει συνολικά, φυσιολογικὰ καὶ μετρημένα.

Ἔχοντας ὁλοκληρώσει τὴν περιγραφὴ τοῦ ἐνδύματος ὁ Κασσιανὸς ἐξηγεῖ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ μποροῦσαν νὰ ἀξιοποιηθοῦν στὴν Δύση οἱ συγκεκριμένοι θεσμοί, συμβουλεύοντας συμμόρφωση μὲ τὶς κλιματολογικὲς καὶ αἰσθητικὲς συνθῆκες.[189] Ὑπολογίζοντας ὅμως τὴν αἰσθητικὴ ὅσο τὸ κλίμα[190] τὴν μετατρέπει σὲ ἀναγκαῖο ὅρο τῆς ἄσκησης. Ὁ μοναχὸς ὀφείλει νὰ συμμορφώνεται μὲ τὴν αἰσθητικὴ τῶν περιοχῶν τῆς διαμονῆς του γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν ἐμπαιγμό: et parvissimi cuculli velamen vel meotae gestatio derisum potius quam aedificationem ullam videntibus conparabit.[191] Δὲν ἐπιτρέπεται τὰ ἀσκητικὰ ἐνδύματα νὰ παρέχουν offendiculum hominibus saeculi huius.[192] Στὴν πατρίδα του οἱ ἀσκητές, ἂν μετέφεραν νερὸ ρακένδυτοι περπατῶντας τρία μίλια, ὅπως στὴν Αἴγυπτο, θὰ ντρόπιαζαν τὸν ἑαυτό τους καὶ τοὺς συμπατριῶτες τους.[193] Βέβαια ἡ συγκεκριμένη συνήθεια δὲν εἶναι ‘αἰσθητικὴ’ παρὰ μόνο μὲ τὴν εὐρύτερη σημασία τοῦ ἤθους καὶ τῆς κουλτούρας. Ὅμως γιατί ἐπαινεῖται ἡ κουκούλα ὅταν πρόκειται νὰ ἀπορριφθεῖ,[194] καὶ πόσο βάσιμη εἶναι ἡ ἀπόρριψη ὅταν ἡ κριτικὴ τῶν ἐθνικῶν στοὺς μοναχοὺς δὲν ἀφοροῦσε τὰ ἐνδύματα ἀλλὰ τὶς πεποιθήσεις; Ἀκόμη καὶ ὁ Εὐνάπιος, ποὺ ἀναφέρεται στὸ ἔνδυμα, σχολιάζει κοινωνικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἀπόψεις, χωρὶς αἰσθητικὲς κρίσεις καὶ χωρὶς εἰρωνία.[195] Ἡ περιφρόνηση κριτηρίων τοῦ μοναστικοῦ καὶ ἐν γένει τοῦ χριστιανικοῦ βίου ἀπὸ τὸν Κασσιανὸ μεγαλώνει δραματικὰ μὲ τὴν ἐξήγηση τῆς ὑποτιθέμενης ἀνωτερότητας τοῦ αἰγυπτιακοῦ ἀναχωρητισμοῦ ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς θεσμοὺς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν χαρακτῆρα τοῦ τόπου, ὡς ἐὰν τὸ κλίμα γεννοῦσε εὐσέβεια![196] Αὐτὸ ἀποκτᾶ καὶ νέο ἐνδιαφέρον, ἂν θυμηθεῖ κανεὶς ὅτι τὸ μοναστήρι ποὺ ὁ ἴδιος ἐγκατέλειψε ὡς ἀπρόσφορο γιὰ τὴν πνευματική του πρόοδο, βρισκόταν στὴν Βηθλεέμ, καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις τὸ ἀναφέρει τιμητικὰ γιὰ τὴν τοποθεσία του ἀκριβῶς![197] [...]

Καὶ πάλι μεριμνῶντας γιὰ τὸ σύνολο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Βασίλειος προϋποθέτει ὑπέρβαση τῆς ξεπεσμένης φύσης ὄχι ὅταν σχολιάζει τὸ ἀσκητικὸ ἔνδυμα ἀλλὰ ὅταν περιγράφει τὸν καινούριο ἄνθρωπο τῆς χριστιανοσύνης,[198] χωρὶς νὰ δίνει ἰδιαίτερη ἔμφαση στοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἐμποδίζει ἡ ἁμαρτία ὅσο στὴν δυνατότητα τῆς ἐλευθερίας καθενὸς νὰ ἀνοίγεται στὴν θεία χάρη. Ἡ ἴδια ἡ πρόοδος στὴν ἀσκητικὴ ὁδὸ νοεῖται καὶ ὡς σωματικὴ ἁγνότητα ὄχι ἐπειδὴ καταργοῦνται οἱ σεξουαλικὲς ὁρμὲς[199] ἀλλὰ ἐπειδὴ μέσω τῆς ψυχῆς τὸ σῶμα ἀποκτᾶ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὑπάρχει ἐνώπιόν Του. Κύριο περιεχόμενο τῆς παρθενίας στὸν Βασίλειο εἶναι ἡ ἀποφυγὴ τῶν περισπάσεων, νὰ μένεις ἀνέγγιχτος ἀπ’ ὅσα παρεμβάλλονται νοθεύοντας τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων.[200]

Σύμφωνα μὲ τὸν Gribomont, ὁ Βασίλειος στοὺς Ὅρους ὑποτίμησε τὴν σημασία τῆς σεξουαλικῆς ἁγνότητας γιὰ νὰ μὴν ἐνθαρρύνει ἐνθουσιαστικὲς τάσεις.[201] Ἡ ὑπόθεση θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι εὔλογη, ἂν ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης σὲ ἄλλα ἔργα του ἔκανε κάτι διαφορετικό. Ἡ ἐπιστολὴ 46, χαρακτηριστική, σύμφωνα μὲ τὸν Gribomont,[202] εἶναι ἀμφιβαλλόμενη![203] Οὕτως ἢ ἄλλως δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κριθεῖ τὸ ζήτημα ἀπὸ μιὰ ἐπιστολὴ ὅταν ὑπάρχουν σημαντικότερα ἔργα. Ὁ Gribomont τὴν ἀναφέρει ὡς παράδειγμα, γιατί ὅμως δὲν ἐπικαλέστηκε βεβαιότερο, καταλληλότερο καὶ σπουδαιότερο κείμενο;

Στὶς Ὁμιλίες Εἰς τὴν ἑξαήμερον, ἡ ἀναφορὰ στὴν παρθενία δὲν ἔχει καμμιὰ ἠθικολογικὴ πλευρά, ἐξηγεῖ μόνο γιὰ ποιὸ λόγο δὲν παραβιάζει τὴν ἀνθρώπινη φύση ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ Παρθένο.[204] Τὸ Περὶ ἁγίου Πνεύματος ἀναφέρεται στὴν ψυχὴ ὡς ἄμωμη, ἄσπιλη καὶ ἀρυτίδωτη, χωρὶς ἔμφαση στὴν ἀγαμία.[205] Στὶς ὁμιλίες στοὺς Ψαλμοὺς ἡ παρθενία ἀντιτίθεται στὴν πορνεία, ὄχι στὸν γάμο,[206] καὶ πάλι δὲν περιορίζεται στὴν σεξουαλικότητα ἀλλὰ θεωρεῖται ψυχοσωματικὴ κατάσταση γενικῆς ἀγαθότητας.[207] Ἡ ἀθέτηση τῆς παρθενίας ἀναφέρεται σὲ ἐκτὸς γάμου σεξουαλικὲς σχέσεις καὶ φωτίζεται ἀπὸ κοινωνικὴ περισσότερο παρὰ ἀπὸ θρησκευτικὴ ἄποψη, ἀφορῶντας ἰδίως τὴν γυναίκα.[208] Παρθενία εἶναι ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὶς ‘κοσμικὲς’ συνήθειες καὶ ἀξίες, ἡ ἀπουσία κενοδοξίας καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς νὰ ἔρθει στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.[209] Σὲ ἕνα σημεῖο τῶν Ὁμιλιῶν στοὺς Ψαλμούς, ὅπου ἡ παρθενία σχεδὸν ταυτίζεται μὲ τὴν ἀγαμία, θεωρεῖται ἄχρηστη ἂν δὲν δίνει στὴν ψυχὴ χαρὰ γιὰ τὴν σχέση μὲ τὸν Χριστό, ὥστε ὅ,τι σώζει τὴν ἀγαθὴ ἀκεραιότητα τῆς φύσης μας δὲν εἶναι ἡ σεξουαλικὴ ἀποχὴ ἀλλὰ ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἑνότητα μὲ τὸν Χριστό,[210] χάρη στὴν ὁποία καὶ σὰν μιὰ παρενέργεια ὑποχωρεῖ τὸ σεξουαλικὸ ἐνδιαφέρον.

Στὴν δεύτερη ἀσκητικὴ ἐπιστολὴ ὁ γάμος ὅσο καὶ ἡ ἀγαμία ἀντιμετωπίζονται ὡς ἀφορμὲς περισπάσεων καὶ προβάλλεται ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἐπιθυμία κρατάει τὸν νοῦ προσηλωμένο σὲ ‘κοσμικὰ’ ζητήματα, ἐνῶ μεγάλη ἔμφαση δίνεται στὴν σπουδὴ τῆς Βίβλου καὶ τὴν σωστὴ σκέψη καὶ ἔκφραση. Στὴν περίφημη ἀσκητικὴ ἐπιστολὴ 22 δὲν ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ ἀναφορὰ στὴν ἀγαμία! Ποῦ βρίσκεται ἡ τόση ἔμφαση στὴν ἀγαμία, τὴν ὁποία αἴφνης ὑποτίμησε ὁ Βασίλειος στοὺς Ὅρους;[211] Ὅμως ἂν ἔστω γινόταν ἀποδεκτὴ ἡ εἰσήγηση αὐτή, θὰ ἔπρεπε ἐπίσης νὰ ἀποδοθεῖ στὸν Βασίλειο μιὰ τακτικὴ ποὺ δὲν τὸν χαρακτηρίζει, ὅτι θυσίασε μείζονες ἀρχές του καιροσκοπικά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πουθενὰ δὲν ἀναγνωρίζει στὴν ἀγαμία κορυφαία ἀξία, ἂν καὶ δὲν ἀπουσιάζουν οὔτε ἀπὸ τοὺς Ὅρους ἀρκετὲς ἀναφορὲς στὴ σημασία της (ὁ ἴδιος ὁ Gribomont σημειώνει μερικές, ποὺ δὲν εἶναι κἂν οἱ σπουδαιότερες), καὶ δὲν θὰ ἐγκατέλειπε ‘κατ’ οἰκονομίαν’[212] τίποτα ποὺ θεωρεῖ κεντρικὸ καὶ σημαντικό. Δὲν τὸ ἔκανε ὅταν ἐπέτρεπε τὴν κριτικὴ στὸν Ἡγούμενο, ἂν καὶ ὁ μοναχισμὸς στὴν Μ. Ἀσία δὲν διακρινόταν γιὰ τὴν εὐταξία του,[213] ἢ ὅταν ἀρκέσθηκε στὴν χρήση βιβλικῶν ὑποδειγμάτων γιὰ τὴν θεμελίωση τῆς ἀσκητικῆς του, τὴν στιγμὴ ποὺ καὶ ὁ Εὐστάθιος προέβαλλε τὴν ἀπόλυτη αὐθεντία τῆς Βίβλου, ταυτόχρονα ἀπορρίπτοντας τὶς πατερικὲς ἑρμηνεῖες.[214] Ἄλλωστε ἰδίως ἂν ὁ Βασίλειος φοβόταν ἐνθουσιαστικὲς τάσεις, ὄφειλε νὰ ἀσχοληθεῖ ἐκτενέστερα μὲ τὴν σεξουαλικὴ ἀποχὴ ὥστε νὰ διευκρινίσει ὅσο γίνεται περισσότερο τὴν ἀληθινή της σημασία. Κάτι παρόμοιο κάνει ὅταν ἐξαίρει τὴν ἀγαθότητα τοῦ συνόλου τῶν θείων ἔργων καταδικάζοντας τὴν ἀπόρριψη ὁρισμένων τροφῶν, ἀναιρῶντας τὶς σχετικὲς δυαρχικές, γνωστικὲς καὶ μεσσαλιανικὲς τάσεις. Νομίζω εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Βασίλειος ἁπλῶς δὲν ἔδινε στὴν σεξουαλικὴ καθαρότητα τὶς διαστάσεις ποὺ ἀνέμενε ὁ Gribomont. Ὁ μοναχὸς δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν γάμο, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν ‘κόσμο’ μέσα στὸν ὁποῖο καὶ πρὸς τὸν ὁποῖο ὑπάρχει κατ’ ἀρχὴν ὁ γάμος καὶ ὄχι μόνον αὐτός.

Ἡ σεξουαλικὴ ἐπαφὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἀπόλαυση ἀνάμεσα στὶς ὑπόλοιπες, ἀλλὰ σὰν νὰ συρρικνώνει τὴν ἀνθρώπινη σχέση ἔτσι ποὺ ἄλλες καὶ πιὸ σημαντικὲς πλευρές της ἀφανίζονται, ἔστω προσωρινά. Ἔχει κορυφαία καὶ συνήθως ἀποκλειστικὴ σημασία γιὰ τὴν σεξουαλικὴ ἕλξη ἡ ἐξωτερικότητα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὰ ὑπόλοιπα δὲν σχετίζονται μαζί της,[215] τὸ ὁποῖο συχνὰ μιὰ ἐξιδανίκευση τῶν πραγμάτων προσπαθεῖ νὰ συγκαλύψει. Ἀνεξαρτήτως ποιὰ μορφὴ διεγείρει καθέναν, ἡ σεξουαλικὴ σχέση εἶναι κυρίως μιὰ σχέση τῆς ψυχῆς ὄχι μὲ μιὰ ἄλλη ψυχὴ ἀλλὰ μὲ ἕνα σῶμα. Ὅμως τὸ σῶμα ἀποτελεῖ ἐπίσης δεύτερη εἴσοδο πρὸς τὴν ψυχή. Ὁ Βασίλειος δὲν περιφρονεῖ τὸ ζήτημα τῶν σεξουαλικῶν σχέσεων ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἐφαρμόζει τὸν χρυσὸ κανόνα τῆς πνευματικῆς προόδου, ἀντιμετωπίζει τὴν νοσηρότητα λιγότερο ἀσχολούμενος μὲ τὴν ἴδια καὶ περισσότερο προσέχοντας τὴν ἀρετή. Ἂν οἱ σεξουαλικὲς σχέσεις εἶναι κατώτερος καὶ ἀκόμη προβληματικὸς τρόπος ἐπαφῆς, ἂν ἐντείνουν διαίρεση παρὰ ἐγγύτητα καὶ πλάνη παρὰ ἀλήθεια, δὲν ἀποφεύγω τὶς συνέπειες αὐτὲς ἀπέχοντας ἀλλὰ ἀκολουθῶντας τὸν ὑψηλότερο τρόπο, ποὺ εἶναι τὸ ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς στὴν φύση τῶν πραγμάτων. Τότε, καὶ ἂν ἀκόμα ὑπάρχει σεξουαλικὴ ἐπαφή, ὄχι μόνο δὲν ἐξαντλεῖ τὸ ἐνδιαφέρον ἀλλὰ βιώνεται ὡς ἔμπρακτη ὑποτίμηση τοῦ ἄλλου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ, προκαλεῖ αἰσθήματα ἀπώθησης, καὶ ἀποφεύγεται μέχρι πλήρους ἐγκαταλείψεως, φυσιολογικὰ καὶ αὐθόρμητα, πέρα ἀπὸ κάθε θρησκευτικὴ ἢ ἄλλη πειθαρχία.

Ὅπως εἶναι γνωστό, καὶ γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ ὅπως σχεδὸν γιὰ ὅλα τὰ θεμελιώδη, ἡ συζήτηση ἀρχίζει μὲ τὸν Πλάτωνα.[216] Θὰ ἤθελα ὅμως ἐδῶ νὰ θυμήσω τὴν ἄποψη ἑνὸς θετικιστῆ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ, γιὰ νὰ δοῦμε πῶς ὑπονομεύεται ἀκόμη καὶ μιὰ σωστὴ ἀρχικὴ ἐκτίμηση ὅταν ἔχει κανεὶς ἀπομακρύνει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀκριβῶς δυνατότητες καὶ τὸν ἔχει καταδικάσει στὸ ἀσήμαντο. Γράφει ὁ Russell γιὰ τὶς σεξουαλικὲς σχέσεις μεταξὺ ἐρωτευμένων ὅτι “ὁ ἔρωτας εἶναι ἕνα βίωμα μὲ τὸ ὁποῖο ἀνανεώνεται καὶ φρεσκάρεται ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας, ὅπως ἀνανεώνονται καὶ φρεσκάρονται τὰ φυτὰ μὲ τὴ βροχὴ μετὰ τὴν ξηρασία. Στὴ δίχως ἔρωτα σεξουαλικὴ ἐπαφὴ δὲν ὑπάρχει τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά. Ὅταν τελειώσει ἡ στιγμιαία ἀπόλαυση, δὲν ἀπομένει παρὰ ἡ κούραση, ἡ ἀηδία καὶ ἡ αἴσθηση πὼς ἡ ζωὴ εἶναι ἄδεια”.[217] Ὁρισμένα πράγματα γίνονται συνειδητὰ μὲ τὴν παρατήρηση αὐτή, ὅπως ὅτι ἂν ὑπάρχει ὁ ἔρωτας διαρκεῖ περισσότερο, παραμένει ὅταν τελειώσει ἡ σεξουαλικὴ ἐπαφή, ὁπότε δὲν ἐμφανίζεται “ἡ κούραση, ἡ ἀηδία καὶ ἡ αἴσθηση πὼς ἡ ζωὴ εἶναι ἄδεια” ἀλλὰ ἀντίθετα, κάτι ἀνώτερο, ποὺ φανερώνει τὸ σὲξ σὰν ἕνα στιγμιαῖο ξεστράτισμα μᾶλλον παρὰ κέρδος. Ὅμως ἂν ὁ ἔρωτας ἐπαινεῖται γιὰ μιὰ ἰσχὺ ποὺ ἀνανεώνει τὴν ζωὴ καὶ τῆς δίνει τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενό της, ποιόν ἀνώτερο σκοπὸ θὰ εἶχε ἕνας φιλόσοφος, καὶ μᾶλλον ὁποιοσδήποτε ἐρωτευμένος, ἀπ’ τὸ νὰ σκεφτεῖ ποιὰ εἶναι ἡ φύση τοῦ ἔρωτα καὶ φυσικὰ νὰ βεβαιωθεῖ — ἂν πράγματι ἐνδιαφέρει ἡ διάρκεια καὶ ἀπωθεῖ ἡ ματαιότητα — τί γίνεται αὐτὴ ἡ πνοὴ μὲ τὸν θάνατο; Εἶναι πράγματι ὁ θάνατος πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τὴν ζωή, ἢ μήπως ἀνοίγονται ἄλλες διαστάσεις, καὶ ὁ ἔρωτας ἔχει μεγαλύτερη ἰσχὺ ἀπ’ ὅση φαίνεται νὰ τοῦ ἐπιτρέπει ἡ θνητότητα; Καταλαβαίνεις τώρα τί σημαίνει μικροψυχία καὶ ἀσημαντότητα; Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ τῆς παραδοθεῖ ἀκόμη κι ἕνας εὐφυὴς ἄθεος σὰν τὸν Ράσσελ, καὶ κάποιος ποὺ ἔχει μία γεύση ἀπὸ ἀνώτερες πραγματικότητες; Πόσο ἀγάπησες ἕναν ἄνθρωπο, ἂν συμβιβάστηκες μὲ τὸ ὑποτιθέμενο δεδομένο ὅτι θὰ περάσετε μαζὶ μερικὰ χρόνια μέχρι νὰ γυρίσετε στὸ μηδέν — ἀπὸ τὸ ὁποῖο πῶς προήλθατε καὶ γιατί; Εἶναι δυνατὸ νὰ θεωρεῖσαι φιλόσοφος ἢ μᾶλλον ἄνθρωπος, καὶ νὰ μὴν σκέφτηκες σοβαρὰ τὰ οὐσιώδη, καὶ νὰ μὴν ἀπελπιστεῖς ἂν φθάσεις νὰ νομίζεις βέβαιο τὸν χωρισμὸ καὶ τὸν ἀφανισμό, ἢ νὰ περνᾶς ὅλο τὸν βίο σου ἀσχολούμενος μὲ ὁτιδήποτε ἐνῶ ἀδιαφορεῖς γιὰ τὸ πιὸ σημαντικό;

 

___________

Σημειώσεις

Πρβλ. Συντμήσεις / Βιβλιογραφία

 

153 De institutis ac regulis monasteriorum: Inst. I.1. Ὁ Κασσιανὸς χρησιμοποιεῖ ἐναλλακτικὰ τοὺς ὅρους coenobium καὶ monasterium. Βλ. Guy, Jean Cassien..., σ. 24, σημ. 1. Στὶς Συζητήσεις οἱ δύο ὅροι διακρίνονται, τὸ μοναστήρι δηλώνει χῶρο διαμονῆς ἐρημιτῶν ἢ ἀκόμη καὶ χῶρο ὅπου κατοικοῦν ὁμάδες Σαραβαϊτῶν (βλ. C. XVIII.10). Ὁ ὅρος monasterium ἐμφανίζεται στὴν λατινικὴ γραμματεία περὶ τὸ 370, στὴν μετάφραση τοῦ Βίου τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου ἀπὸ τὸν Εὐάγριο Ἀντιοχέα. [...] Στὰ ἀσκητικὰ τοῦ Βασίλειου δὲν ἀπαντᾶ καθόλου ὁ ὅρος μοναστήριον. Ὁ Βασίλειος χρησιμοποιεῖ τὴν ἔκφραση οἶκος τῶν ἀσκητῶν ἢ ἁπλὰ οἶκος καὶ οἴκησις, ἀλλὰ συνήθως προτιμάει τὴν ἀδελφότητα. Δὲν χρησιμοποιεῖ οὔτε τὸν ὅρο κελλί.

154 Virginitas, castimonia, continentia. Πρβλ. τὴν τριάδα “παρθενία, ἀκτημοσύνη, ὑπακοή”, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν Chadwick (John Cassian, σ. 65) ἀποκρυσταλλώθηκε ὅταν δημιουργήθηκαν τὰ μοναστικὰ τάγματα. Εἶναι φανερὴ ἡ μετατόπιση σὲ ἀντικειμενικότερο προσδιορισμὸ τῆς ἀρετῆς εἰς βάρος τῆς ἐσωτερικότητας. Γιὰ τὸν Κασσιανὸ ἡ παρθενία ἔχει ξεχωριστὴ σημασία, καὶ χρησιμοποιεῖ τρεῖς ὅρους γιὰ νὰ τὴν περιγράψει ὅσο καλύτερα μπορεῖ χωρὶς νὰ ἀναφέρει ἄλλες ἀρετές. Τὴν ὑπακοὴ θὰ τονίσει, συνδέοντάς την ἐπίσης μὲ τὴν χρήση ζώνης, στὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τοῦ πρώτου βιβλίου, ὅπου ὅμως καὶ ἡ ἁγνότητα τονίζεται περισσότερο, καὶ ἰδίως στὴν καθαρὰ σεξουαλικὴ διάσταση.

155 Πρβλ. Σωζομενός, Ἐκκλ. ἱστορία 3, 14, 7–8 [...]

156 Βλ. Inst. I.2.

157 Πρόκειται γιὰ τὸ cilicium, ἡ χρήση τοῦ ὁποίου δὲν εἶχε πάντα χαρακτῆρα αὐτοβασανισμοῦ ἀλλὰ συχνὰ ὀφειλόταν μόνο στὴν εὐτέλεια τοῦ ὑφάσματος. Βλ. Lienhard, Paulinus of Nola..., σ. 74, καὶ C. VIII.3, ὅπου ὁ Κασσιανὸς πληροφορεῖ πὼς ὁρισμένοι ἀσκητές, ἑρμηνεύοντας κατὰ γράμμα τὸ ἐδάφιο Ματθ. 10, 38, ἔφτιαχναν ξύλινους σταυροὺς καὶ τοὺς περιέφεραν στοὺς ὤμους.

158 Βλ. Β΄ Βασ. 6, 30, καὶ Ἰων. 3, 8. Τὰ χωρία αὐτὰ δὲν χρησιμοποιοῦνται στοὺς Ὅρους τοῦ Βασίλειου.

159 Βλ. καὶ τὴν παραπομπή του εἰς Β΄ Βασ. 6, 30.

160 Βλ. καὶ τὴν παραπομπή του εἰς Ἰων. 3, 8.

161 Βλ. Inst. I.2.

162 Βλ. ΚΠ κβ΄ ὅπου ἐπίσης παραπομπὴ εἰς Γεν. 3, 21. Στὶς Συζητήσεις ὁ Κασσιανὸς ἀναφέρεται στὰ χωρία τῆς Γενέσεως 3, 17 καὶ 19, μόνο γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἀναγκαῖα ἡ ζωὴ ἔγινε δυσκολότερη γιὰ τὸν ἄνθρωπο μετὰ τὴν Πτώση (C. XXIII.11).

163 Βλ. KE ν΄.

164 Ὅτι ὁ Βασίλειος δὲν ὑπολογίζει ἀποκλειστικὰ τοὺς μοναχούς, φαίνεται ἤδη ἀπὸ τὴν χρήση τοῦ ἐπιθέτου χριστιανός: “καὶ οἱονεὶ χαρακτῆρά τινα ἰδιάζοντα καὶ ἐκ τοῦ ἐνδύματος τῷ χριστιανῷ ἐπικεῖσθαι”. Βλ. ΚΠ κβ΄, ἀλλὰ ἐπίσης τὶς τελευταῖες φράσεις τοῦ ἴδιου κεφαλαίου, ὅπου ἐπικαλεῖται τὶς συστάσεις τοῦ Ἀποστόλου στὸν ἐπίσκοπο καὶ τὶς γυναῖκες περὶ κοσμιότητος. Λαϊκοί, κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ δὲν ἀντιμετωπίζονται ὡς ‘τάξεις’, παραμένουν κυρίως χριστιανοὶ μέσα στὶς διαφορές τους.

165 Βλ. ΚΠ κβ΄ [...]

166 Βλ. Inst. IV.39.

167 Βλ. KE ρϞη΄.

168 Βλ. ΚΠ κβ΄. Ἡ ἐπιδίωξη τοῦ Βασίλειου νὰ στηρίζει τὸν ἀσκητικὸ βίο στὶς προσωπικὲς σχέσεις εἶναι κι ἐδῶ φανερή. Ὁ Κασσιανὸς σκέφτεται τὸν μοναχὸ ὁρίζοντας καθήκοντα πρὸς τὸν ἑαυτό του μᾶλλον παρὰ πρὸς τοὺς ἄλλους, τάση ποὺ ὀφείλεται στὴν γενικότερη ροπή του στὸν ἐρημιτισμό.

169 Ὅ.π.

170 Ὥστε ἀκόλουθον καὶ τὴν πρᾶξιν παρὰ τῶν συντυγχανόντων ἡμῖν ἀπαιτεῖσθαι [...] οἱονεὶ παιδαγωγία τίς ἐστι τοῖς ἀσθενεστέροις πρὸς τὸ καὶ ἄκοντας αὐτοὺς ἀπὸ τῶν φαύλων εἴργεσθαι ἡ διὰ τοῦ σχήματος ἐπαγγελία: ὅ.π.

171 Εἶναι χαρακτηριστικὸ πόσο ἀπωθεῖ τὴν ἐκκοσμικευμένη συνείδηση τὸ ράσο, μὲ τὸ πένθος ποὺ διαχέει.

172 Βλ. KE Ϟ΄.

173 “Τῆς δὲ τῶν δύο κτήσεως ἀπαγορευθείσης, εἰ δύναται ἡ χρῆσις παραληφθῆναι ἄνευ τῆς προειρημένης αἰτίας [δηλ. τῆς ταπεινοφροσύνης], ἕκαστος ἑαυτῷ λογιζέσθω” (ὅ.π.). Ἡ τελευταία φράση δὲν σημαίνει πὼς ὁ Βασίλειος ἀφήνει στὴν κρίση καθενὸς τὴν ἀπόφαση, ἀλλὰ θεωρῶντας προφανῆ τὴν ἀπάντηση στὸ ρητορικὸ ἐρώτημα, κατευθύνει στὴν κοινὴ λογική: καθένας μπορεῖ νὰ καταλάβει μόνος του ὅτι καταλύεται ἡ ἀρχὴ τῆς ἀκτημοσύνης.

174 PG 31, 165.

175 PG 31, 168.

176 PG 31, 172.

177 Μοιάζει παράδοξη ἡ θεώρηση αὐτή, ἂν δὲν ὑπολογίσει κανεὶς ὅτι ἡ λαχτάρα γιὰ τὶς ἀπολαύσεις εἶναι ὅ,τι προκαλεῖ τὴν ἀδικία (βλ. π.χ. τὸν Ἀθανάσιο, Κατὰ Ἑλλήνων, ἑν. 3: “ἔχοντας ἡ ψυχὴ συνηθίσει στὶς ἐπιθυμίες της, καὶ μὴ μπορῶντας νὰ τὶς ἱκανοποιήσει, ἔμαθε νὰ σκοτώνει καὶ νὰ ἀδικεῖ”). Γι’ αὐτὸ ἡ διόρθωση τῆς κακίας ἀκολουθεῖ ἀντίστροφη πορεία. Τὰ αἰτήματα γιὰ ἰσότητα καὶ δικαιοσύνη στὴν πραγματικότητα ἴσως ἐκφράζουν τὰ ‘δικαιώματα’ ἄλλων νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν ἴδια διαφθορά, χαρακτηριστικὰ στοὺς ἀριστεροὺς ‘κοινωνικοὺς ἀγῶνες’ ὅπου τὸ χρῆμα ἔχει ἀκόμα πιὸ ἰσχυρὴ καὶ πιὸ κεντρικὴ θέση ὡς ἀξία, γι’ αὐτὸ προϋποθέτει καὶ εὐνοεῖ ἀκόμα μεγαλύτερη ἀδικία. Ἡ διόρθωση τοῦ προβλήματος ἀπαιτεῖ ἀναίρεση τῆς αἰτίας του, ἑπομένως συνετὰ ὁ Βασίλειος ἑστιάζει στὴν λαχτάρα γιὰ ἀπόλαυση. Ἡ ἀπόλαυση ὡς αἰτία τῆς ἀδικίας σημαίνει ὅτι χρειάζεται νὰ βρεθεῖ, ἂν ὑπάρχει καὶ μὲ ποιοὺς ὅρους, κάποια ἄλλη ἀπόλαυση ποὺ ἴσως γίνεται αἰτία δικαιοσύνης. Στὴν νηστεία ὡς τέτοια κυριαρχεῖ ἡ ἀρνητικὴ διάσταση, ὅμως ἡ γενικότερη ἀνθρωπολογία, κοινωνιολογία καὶ θεολογία τοῦ Βασίλειου φανερώνει τὴν θετικὴ σημασία ὅσων λέγονται ἐδῶ.

178 PG 31, 177.

179 PG 31, 180.

180 PG 31, 181.

181 PG 31, 184.

182 Τί γίνεται ὅταν κάποιος ἀδυνατεῖ νὰ ἐξηγήσει σὲ τί τὸν βοήθησαν οἱ ‘συμφορὲς’ ποὺ τὸν βρῆκαν; Μία προφανὴς περίπτωση, εἶναι νὰ μὴν ἔχει κανεὶς κριτήρια αὐτογνωσίας, ὁπότε ἀδυνατεῖ νὰ διακρίνει πῶς ἐξελίχθηκε, κι ἔτσι μόνο στὸ μέλλον, ὅταν ἡ διαφορὰ θὰ ἔχει γίνει ἐκτυφλωτική, ἴσως τὴν συνειδητοποιήσει. Μιὰ ἄλλη περίπτωση εἶναι τόσο ἤπια, ποὺ μπορεῖ γι’ αὐτὸ νὰ μὴ τῆς δώσουμε μεγάλη σημασία, ὅπως ὅταν μιὰ προσωρινὴ ἀσθένεια φανερώσει πόσο σημαντικὸ δῶρο εἶναι ὅ,τι ὡς τότε περιφρονούσαμε σὰν μικρὸ καὶ αὐτονόητο, ὅπως ὅταν κοπεῖς στὸ χέρι καὶ διαπιστώσεις ὅτι κάτι τόσο ἁπλὸ ὅσο τὸ νὰ χρησιμοποιήσεις τὸ πληκτρολόγιο ξαφνικὰ ἔγινε ἀδύνατο. Καὶ φυσικὰ παραμένει πάντα τὸ ἐνδεχόμενο νὰ μὴν ὑπῆρξε ὠφέλεια, νὰ μὴν ἀξιοποίησα τὴν βοήθεια ποὺ δόθηκε, καὶ νὰ χρειαστοῦν νέες ταλαιπωρίες, ἴσως πολὺ μεγαλύτερες.

183 Βλ. ΚΕ σοϛ΄.

184 Κλῖμαξ Α΄ 45, σ. 59.

185 Δὲν ἀνέχονται νὰ τὰ φοροῦν: [...] Inst. I.9.

186  [...] ὅ.π.

187 Βλ. Inst. I.9. Ἀφαίρεση τῶν ὑποδημάτων κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία προβλέπει ἐπίσης ὁ κανόνας τοῦ Παχωμίου, παρατηρεῖ ὁ Guy, Jean Cassien..., σ. 51.

188 Βλ. ΚΠ κβ΄. Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνει σὲ ἐπιστολές (βλ. Μ. Βασίλειος, Ἐπιστ. 2, 6 καὶ 223, 3). Ἂς σημειωθεῖ ἀκόμη ὅτι δὲν χρησιμοποιεῖ στὰ ἀσκητικά του τὸ χωρίο τῆς Ἐξόδου 3, 5 οὔτε τὸ ἀντίστοιχο Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ 5, 15.

189 Βλ. Inst. I.10

190 Ἀσκητὲς τοῦ τύπου τῶν Στυλιτῶν ἔχουν ἀποδείξει πὼς ἀκόμα καὶ ὁ καιρὸς δὲν ἔχει ὁπωσδήποτε ἐξουσία στὸν ἄνθρωπο. Καὶ πέρα ἀπὸ τοὺς Στυλίτες, βλ. τὴν διήγηση τοῦ Παλλάδιου γιὰ τὸν Ἀδόλιο, ἀναχωρητὴ στὰ Ἱεροσόλυμα [...] Λαυσ. ἱστορία 43, 2.

191 Καὶ ἡ μικρὴ κουκούλα εἴτε ἡ μηλωτὴ θὰ φέρει μᾶλλον γέλιο παρὰ ὁποιοδήποτε ὄφελος: Inst. I.10.

192 Προσβολὴ στοὺς ἀνθρώπους τοῦ αἰῶνος τούτου.

193 C. XXIIII.10.

194 Κουκούλα χρησιμοποιοῦσαν ἀσκητὲς στὴν Δύση ἤδη τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔγραφε ὁ Κασσιανός. [...] Βλ. Lienhard, Paulinus of Nola..., σ. 74 καὶ παραπομπὲς τοῦ συγγραφέως εἰς Oppenheim, Das Mönchskleid im christlichen Altertum, Freiburg 1931. Σύμφωνα μὲ τὸν Oppenheim, εἶναι ἀναμφισβήτητο, ὅτι ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰῶνος a particular mode of dress characterized the monastic state.

195 Βλ. Εὐνάπιος, Βίοι φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν 6, 11, 6–7. Γιὰ τὴν ἐν γένει στάση τῆς Δύσης ἀπέναντι στὸν μοναχισμὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κασσιανοῦ, βλ. Chadwick, John Cassian, σ. 34 κ.ἑ. Ὣς τὸν θάνατο τοῦ Κασσιανοῦ (περὶ τὸ 433) ὁ μοναχισμὸς εἶχε καταστεῖ δημοφιλέστερος χάρη στὴν δράση σπουδαίων προσώπων ποὺ συνδύαζαν ἐπισκοπικὲς καὶ ἀσκητικὲς ἀρετές, ὅπως ἦταν ὁ Ὁνοράτος καὶ ὁ Ἱλάριος τῆς Ἄρλ, ὁ Εὐχέριος τῆς Λυών, κ.ἄ. Βλ. ὅσα γράφω στὴν πρώτη ἑνότητα τοῦ παρόντος ἔργου. [...]

196 C. XVII.7 [...]

197 Βλ. Inst. III.4, IV.31.

198 Βλ. π.χ. KE τθ΄ [...]. Βλ. ἐπίσης Vogüé, “The greater rules..., σ. 56 [...]

199 Βλ. ἐπίσης Gain, L’Église de Cappadoce..., σ. 147–148 [...]

200 Βλ. ΚΠ ιε΄.

201 Βλ. Gribomont, “Saint Basile..., σ. 132–3 [...]

202 Βλ. Gribomont, ὅ.π., σ. 133, σημ. 21.

203 Βλ. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σ. 54.

204 Βλ. Μ. Βασίλειος, Εἰς τὴν ἑξαήμερον 8, 6.

205 Βλ. Μ. Βασίλειος, Περὶ ἁγίου Πνεύματος 8, 18.

206 Βλ. Μ. Βασίλειος, Εἰς Ψαλμούς, PG 29, 224 καὶ 336. Βλ. ἐπίσης Μ. Βασίλειος, Ἐπιστ. 199, 18 ὅπου ἡ ἀθέτηση τῆς ὁμολογίας τῶν παρθένων καταδικάζεται ὡς μοιχεία.

207 Βλ. Μ. Βασίλειος, Εἰς Ψαλμούς, PG 29, 336. Βλ. ἐπίσης Μ. Βασίλειος, Ἐπιστ. 207, 2, ὅπου ἡ παρθενία συνδυάζεται μὲ γενικὴ ἀπουσία περισπάσεων ἀπὸ πάθη καὶ ἐπιθυμίες, καὶ μάλιστα μὲ τὴν ἀμεριμνησία “περὶ βρωμάτων καὶ ἐνδυμάτων”, σημαίνει ἑπομένως ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὰ πλάσματα, ἀπὸ ὁτιδήποτε κτιστό, μέχρι περιφρονήσεως τῆς ἴδιας τῆς ἐπιβίωσης.

208 Βλ. Μ. Βασίλειος, Εἰς Ψαλμούς, PG 29, 380.

209 Βλ. ὅ.π., PG 29, 412.

210 Βλ. ὅ.π., καὶ ἀκόμη Μ. Βασίλειος, Ἐπιστ. 199, 20 ὅπου καὶ ἡ ἀθέτηση τῆς ὁμολογίας παρθένων δὲν ἐπιφέρει τιμωρία, ἂν εἶχε δοθεῖ ὑπὸ τοὺς ὅρους κάποιας αἱρετικῆς ὁμάδας.

211 Ὅσα παρατηρεῖ ὁ Gribomont γιὰ σιγὴ τῶν Ὅρων στὰ ζητήματα τῆς ἀκτημοσύνης καὶ τῆς “ἐμπειρίας τῆς προσευχῆς”, εἶναι ἐπίσης ἀδικαιολόγητα. Ὁ Βασίλειος δὲν θεωρεῖ τὴν περιουσία ἁμαρτία ἀλλὰ συγκεκριμένους τρόπους χρήσης της. Ὅσο γιὰ τὴν προσευχή, ἡ εἰκόνα ποὺ παρέχει δὲν εἶναι ἐκείνη τῆς βύθισης στὴν contemplatio ἀλλὰ τῆς εὐχαριστιακῆς πρόσληψης τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀνθρώπινης δράσης μέσα στὸν κόσμο ὡς θείων δώρων. Σὲ παλαιότερο κείμενό του ὁ Gribomont (“Basilian Monasticism”, σ. 148) φαίνεται ἀρκετὰ συνεπέστερος [...]. Εἶναι ἄλλο ὅτι ὁ Βασίλειος διαχωριζόταν ριζικὰ ἀπὸ τὸν μεσσαλιανισμό, καὶ τελείως ἄλλο ὅτι διαμόρφωσε τὴν ἀσκητική του κατ’ ἀρνητικὴ ἐπίδραση τοῦ μεσσαλιανισμοῦ.

212 Ἡ ἄποψη τοῦ Βασίλειου γιὰ τὰ ὅρια τῆς συγκατάβασης καὶ τῆς οἰκονομίας φαίνεται χαρακτηριστικὰ σὲ διατυπώσεις ὅπως, “εἰ γὰρ πονηρὸν ἡ τρυφὴ καὶ φευκτόν, οὐδέποτε ἡμῖν αἱρετή. Οὐδὲν γὰρ τῶν κατεγνωσμένων δύναται εἶναι πρὸς καιρὸν ἐπιτήδειον” (ΚΠ κ΄) [...]

213 Βλ. ἐπίσης Elm, ‘Virgins of God’..., σ. 61 [...]

214 Βλ. ἀκόμη Mendieta, The ‘Unwritten’..., σ. 24. Ἂν ὅμως γίνει δεκτὸ ὅτι ὁ Βασίλειος δροῦσε ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Εὐστάθιου (κάτι ποὺ δὲν τεκμηριώνεται), ἡ ἑρμηνεία τοῦ Gribomont καταρρέει χωρὶς συζήτηση. Δὲν πρέπει πάντως νὰ ὑποτιμοῦμε ὅτι, ἀκόμη κι ἂν γίνει δεκτὴ μιὰ πρώιμη ἐξάρτηση τοῦ Βασίλειου ἀπὸ τὸν Εὐστάθιο, τὸ γεγονὸς ὅτι ἀναθεωροῦσε τοὺς Ὅρους σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου του, ἐπιβάλλει τὴν ὑπόθεση πὼς ὅταν ὁ Βασίλειος βεβαιώθηκε γιὰ τὶς ἀντιλήψεις τοῦ ἐπισκόπου Σεβαστείας καὶ συγκρούστηκε μαζί του, θὰ ἔκρινε μὲ νηφαλιότητα τὶς ἐπιρροὲς ποὺ εἶχε δεχθεῖ. Ἂν κάτι θεωροῦσε ἐσφαλμένο, εἶχε τὴν χρονικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχολογικὴ ἄνεση νὰ τὸ ἀπορρίψει.

215 Ἡ παροιμία λέει ἢ μικρὸς μικρὸς παντρέψου ἢ μικρὸς καλογερέψου, ὄχι ἐπειδὴ αὐτὲς εἶναι οἱ δύο μόνες δυνατότητες στὸν ἀνθρώπινο βίο, ἀλλὰ ἐπειδὴ συμβολίζουν τὶς δύο κύριες σχέσεις, μὲ τὸν κόσμο καὶ μὲ τὸν Θεό, καὶ χρειάζονται τὴν μικρὴ ἡλικία, ἡ μὲν πρώτη ἐπειδὴ τὸ σῶμα παραμένει ἑλκυστικό, κι αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο ὅταν οἱ σχέσεις ποὺ ὁδηγοῦν στὸν γάμο προϋποθέτουν πάνω ἀπ’ ὅλα σωματικὴ ἕλξη, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ γάμος σπανίζει σὲ μεγάλες ἡλικίες μολονότι στὶς ἡλικίες αὐτὲς εἶναι μεγαλύτερη ἡ ἑτοιμότητα γιὰ ἀγάπη καὶ γιὰ ἐπικοινωνία, ἐνῶ ἡ δυνατότητα τοῦ μοναχισμοῦ χρειάζεται τὴν μικρὴ ἡλικία ὡς πιὸ εὔπλαστη, ἐπειδὴ ὑπάρχει μεγαλύτερη προθυμία γιὰ μάθηση, μικρότερη γνώση καὶ αὐτοπεποίθηση, κι ἔτσι τὸ μοναστήρι ἔχει πιὸ πολλὲς δυνατότητες νὰ εἰσαγάγει ἀποτελεσματικὰ στὴν ἀσκητικὴ νοοτροπία τὸν προσερχόμενο. Ἔτσι ἡ παροιμία δείχνει σωστὰ καὶ σύντομα τὴν διαφορὰ τῶν δύο δρόμων ἀκόμα καὶ στὸν τρόπο ποὺ προσεγγίζουν τὶς ἡλικίες.

216 Βλ. ὅσα γράφω στοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες, στὸ κεφ. ‘Περιαγωγή’, σ. 302 κ.ἑ.

217 Ἡ κατάκτηση τῆς εὐτυχίας, σ. 49.

 

ΑΣΚΗΤΙΚΗ: Πίνακας Περιεχομένων