Ἀσκητικὴ θεμελίωση
Ἀποσπάσματα ἀπό: Γ. Βαλσάμης, Ἀσκητική, Ἀθήνα 2020, σ. 61-72. Ἀποσιωπητικὰ σὲ ἀγγύλες [...] δηλώνουν κείμενο ποὺ ὑπάρχει μόνο στὴν ἔντυπη ἔκδοση. Πίνακας Περιεχομένων
Α΄) Μ. Βασίλειος
1. Ἐχθρὸς εἶναι ὁ μικρὸς ἑαυτός — Προοίμια τῶν Ὅρων
Σύμφωνα μὲ τὸν
Βασίλειο, ὁ ἡσύχιος καὶ ἀπράγμων βίος δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα ἀλλὰ
θεῖο δῶρο (Θεοῦ χάριτι) γιὰ νὰ ἔρχεται ὅποιος θέλει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν
πραγματικότητα καὶ νὰ ἀπολαμβάνει ἑνότητα μὲ τὸν Θεὸ (ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ). Προκύπτει ἀπὸ τὴν συνεργασία τῶν ἀσκητῶν μεταξύ τους
καὶ μὲ τὸν ποιμένα τους, ὑπὸ ἕνα σκοπὸ μόνο (συνεληλύθαμεν εἰς ταὐτόν),
τὴν γνήσια σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν διαμόρφωση τῆς συνείδησης καὶ τοῦ βίου μέσα
στὴ σχέση αὐτὴ (οἱ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν σκοπὸν τοῦ βίου τοῦ κατ’ εὐσέβειαν
ἐνστησάμενοι). Εἶναι χάρισμα, ἀλλὰ ἔχει προϋποθέσεις στὴν ἀτομικὴ
ἐλευθερία. Τὴν ἀρχὴ τῆς ἄσκησης ὁρίζει ὁ πόθος γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἑπομένως καὶ
γιὰ τὴν μάθηση,[130] γι’ αὐτὸ ὁ ποιμένας ἀναλαμβάνει
κυρίως διδασκαλικὸ ἔργο. Μὲ τὸ κριτήριο αὐτὸ προσεγγίζει ὁ Βασίλειος τὸ δικό του καθῆκον: ἐμοὶ δὲ ἀνάγκη ἀναγγέλλειν τὰ δικαιώματα τοῦ
Θεοῦ.[131] Ἡ τιμὴ στὴν παιδεία προέχει, ὅπως δείχνει καὶ ἡ
θέση της στὸ πρῶτο τμῆμα τοῦ προλόγου, ὡς προσευχῆς δασκάλου καὶ μαθητῶν ὑπὲρ
ἀλλήλων. Ἡ παιδεία εἶναι βελτίωση τῆς σκέψης καὶ ὑγεία τῆς ψυχῆς, ὁλοκλήρωση
καὶ προοπτική της ἔχοντας τὴν οἰκειότητα μὲ τὸν Θεό.[132]
Δάσκαλος καὶ μαθητὲς ὑπηρετοῦν τὴν ἀγωγὴ αὐτὴ μὲ ἀμοιβαία ὑποταγὴ ὡς σύνδουλοι.
Ἂν ἡ μεταξύ τους σχέση δὲν πραγματοποιεῖται σὰν μιὰ εὐλογία, ἡ ἄσκηση
ματαιώνεται. Κανονικὰ ὁ δάσκαλος διακρίνει ποιὸς εἶναι κατάλληλος καιρὸς
διδαχῆς καὶ οἱ μαθητὲς ὑποδέχονται τὸν λόγο μὲ θέρμη, συνειδητοποιοῦν τὴν ἀξία
του καὶ τὸν γονιμοποιοῦν στὸν ἑαυτό τους.
[...] Τὰ ἱερὰ κείμενα ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸ ἀσήμαντο καὶ τὸ
περιττό, οἱ ἐντολὲς εἶναι δεῖκτες μιᾶς ἀκεραιότητας καὶ συνεργάζονται, πᾶσαι
γὰρ ἀλλήλων ἔχονται κατὰ τὸν ὑγιῆ τοῦ λόγου σκοπόν.[133]
Ἡ περιφρόνηση ἔστω μίας ὑπονομεύει τὸ σύνολο καὶ τραυματίζει τὴν ψυχή,[134] καὶ αὐτὸ ἀφορᾶ ὅλους — δὲν εὐσταθεῖ ἡ διάκριση
μεταξὺ ‘χλιαρῶν’ χριστιανῶν καὶ ‘ἀληθινοῦ Ἰσραὴλ’ τῶν μοναχῶν.[135] Ὁ
χλιαρὸς δὲν εἶναι κἂν χριστιανός, καὶ ὁ ἀληθινὸς Ἰσραὴλ δὲν εἶναι πάντα
μοναχός. [...] Ὁ Βασίλειος ἐπικρίνει τὴν δική του ἐποχὴ εἰδοποιῶντας πὼς ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν πολλῶν καὶ τῶν ἐκλεκτῶν, ὁσοδήποτε ἔντονα κι ἂν ἔχει ἀναγγελθεῖ καὶ
ὁσοδήποτε ἔγκυρη ἂν ἀποδειχθεῖ, ποτὲ γιὰ καμμιὰ ‘κατηγορία’ πιστῶν δὲν ὑπῆρξε
φυσιολογικὴ ἢ ἀντικειμενικὰ ἀναγκαία καὶ αὐτονόητη. Ὁ ἀσκητικὸς βίος ἴσως γιὰ μερικοὺς δημιουργεῖ συνθῆκες ποὺ εὐνοοῦν τὴν παραμονὴ στὴν ‘ἀκρίβεια τοῦ Εὐαγγελίου’,[136] ὅμως τὴν ἴδια ἀκρίβεια χρειάζονται ὅλοι, καὶ εἶναι σὲ ὅλους προσιτή.[137] Δεῖ τέλειον εἶναι τὸν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπον: σὲ ὅλους δόθηκαν
οἱ δυνάμεις γιὰ νὰ φθάσουν σὲ ὅ,τι δὲν εἶναι παρὰ ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου,
ἑπομένως ὅ,τι πιὸ εὔκολο καὶ χαρούμενο, ἡ γνήσια φύση τους.[138] Ἄλλοτε ὁ Βασίλειος τονίζει τὴν διαφορὰ τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ κοινόβιο (τὴν τοῦ Θεοῦ ἐπίγνωσιν τὸν κόσμον ἀδύνατον εἶναι δέξασθαι),[139]
ἀλλὰ δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς ‘κοσμικοὺς’ ἢ ‘λαϊκοὺς’ χριστιανούς. Μὲ τὴν
διάκριση αὐτὴ δείχνει τὴν σημασία καὶ ἀναγκαιότητα τῆς ἐγκατάλειψης τοῦ κατὰ συνήθειαν βίου, δηλαδὴ τῆς
ἀσυνειδησίας, τῆς ἀπορρόφησης ἀπὸ τὸ ἀσήμαντο. Δὲν προϋποθέτει ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξὺ κοσμικῶν καὶ μοναχῶν, ὅπως φαίνεται ἐπίσης ἀπὸ τὰ καθήκοντα
ποὺ ἀναθέτει στὸ κοινόβιο, τῆς φιλοξενίας καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν ἐπισκεπτῶν. Ἡ διάσταση ἀνάμεσα στὸν κοινὸ βίο καὶ τὸν βίο τῆς πρὸς Θεὸν εὐαρεστήσεως δημιουργεῖται σὲ πεῖσμα τῆς δυνατότητας τῶν ‘πολλῶν’ νὰ κατορθώσουν τὴν
ἴδια ἀκριβῶς εὐσέβεια. [...]
Ἡ δῆθεν εὔλογη
ἀπόρριψη τῶν ‘πολλῶν’ ἀπὸ τὸν Κασσιανό, εἶναι ἁπλὸς παραλογισμός. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ γνωρίζει οὔτε τὴν ‘θεσμικὴ’ ἢ ‘κοινωνικὴ’ ταυτότητά τους οὔτε
τὴν τελικὴ ἀπόφαση καθενὸς προσωπικά. ‘Ἐκλεκτοὶ’ καὶ ‘πολλοὶ’ ἢ ‘χλιαροὶ’
ὑπάρχουν σὲ ὁποιαδήποτε ‘τάξη’, μοναχῶν, κληρικῶν, λαϊκῶν... Συνετὰ ὁ Βασίλειος ἀπευθύνεται σὲ ὅλους. “Ἤδη ἡ
Καινὴ Διαθήκη προειδοποιεῖ πὼς οἱ περισσότεροι δὲν θὰ πιστέψουν, καὶ οὔτε κἂν
αὐτὸ μόνο: ὅσοι πιστεύουν πραγματικά, εἶναι πάντα ἕνα μικρὸ ποσοστὸ ἀνάμεσα
στοὺς ἴδιους τοὺς χριστιανούς. Ὅπως κι ἂν τὸ ἀξιολογεῖ κανείς, παραμένει
γεγονὸς ὅτι ἡ διπλὴ ‘ἐντολὴ’ τῆς ἀγάπης ἀνακοινώθηκε σὲ
ὅλους γιὰ νὰ ἀκούσουν λίγοι”.[140] Ὁ Βασίλειος οὐσιαστικὰ ἀναλαμβάνει αὐτὸ ἀκριβῶς
τὸ καθῆκον, ἀνακοινώνει τὰ Καλὰ Νέα σὲ ὅλους, καὶ περιγράφει τὴν οὐσία τοῦ
μοναχισμοῦ ὡς οὐσία τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἀνάγκη πᾶσα διὰ πάσης ἐντολῆς
καθαρισθῆναι εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ,[141] ὅμως μιὰ διαφορετικὴ ἀνάγκη δημιουργεῖ γιὰ τὸν
ἑαυτό της ἡ ἀμετανόητη προαίρεση, ἐκείνη ποὺ δὲν ὑποδέχεται μηδὲ τὴν
τυχοῦσαν θλίψιν μετ’ εὐχαριστίας.[142]
Ὁλοκληρώνοντας τὴν
εἰσαγωγὴ αὐτὴ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ὑπενθυμίζει τὴν οὐσία τῆς ἄσκησης.
Ὁ σεβασμὸς τῶν ἐντολῶν δὲν σημαίνει τυπικὴ συμμόρφωση ἀλλὰ τὴν αὐτογνωσία, καὶ
χρειάζεται κανεὶς νὰ γνωρίζει τὸν ἑαυτό του ἐπειδὴ ἔτσι μεγαλώνει τὶς δυνάμεις
τῆς ἐλευθερίας του. Τὴν αὐτογνωσία ὑπηρετεῖ καλύτερα ἡ γενικὴ συζήτηση, ὅταν τὰ
ἐλαττώματα ἐκτίθενται εἰς κοινὴν διάσκεψιν.[143]
Ὁ τρόπος αὐτὸς δὲν ἐπικράτησε ἀλλὰ προτιμήθηκε γιὰ μοναχοὺς καὶ ‘κοσμικοὺς’ ἡ
προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Πνευματικό. Ἡ κοινὴ διάσκεψη τοῦ Βασίλειου θυμίζει κάπως τὴν νεώτερη
συνήθεια τῆς ‘ὁμαδικῆς θεραπείας’, ἡ ὁποία ὅμως δὲν προχωράει πολὺ πέρα ἀπὸ τὴν
ἐπιφάνεια, κι ἂν ἡ μεγαλύτερη σπουδαιότητα ἀπαιτεῖ πιὸ ἐξειδικευμένη καὶ
διακριτικὴ ἀντιμετώπιση, φαίνεται ἀναπόφευκτη στὴν μία περίπτωση ἡ μετάβαση
στὸν ψυχαναλυτή, καὶ στὴν περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας ἡ συνεννόηση μὲ τὸν
Πνευματικό.
Γνωρίζοντας ὅτι δὲν
εἶναι πολλοὶ ὅσοι θὰ μποροῦσαν νὰ ὑπηρετήσουν τὸν λόγο σωστά, ὁ Βασίλειος
ἀναθέτει τὸ λειτούργημα αὐτὸ στὸν Ἡγούμενο, τὸν ὁποῖο χρειάζεται νὰ διακρίνει
κυρίως τὸ διδασκαλικὸ χάρισμα. Θὰ περίμενε κανεὶς ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ἁρμόδιος νὰ
διορθώνει καὶ τὰ σφάλματα στὴν ἄσκηση, ὅμως στὴν ‘κοινὴ διάσκεψη’ οἱ πολλοὶ
ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν ἱκανότητες γιὰ λεπτομερέστερη διερεύνηση. Πιθανῶς ὁ
Βασίλειος ὑπολόγιζε ὅτι μοιράζονται ὅλοι τὰ ἴδια ἐλαττώματα, ἑπομένως τὰ
γνωρίζουν ἀρκετὰ καλὰ ἀπὸ πρῶτο χέρι, ἐνῶ ἡ κατανόηση θεολογικῶν ζητημάτων ἔχει
πιὸ σπάνιες προϋποθέσεις. Πάντως ἡ διαδικασία τοῦ δημόσιου ἐλέγχου σὲ ἕνα
μοναστήρι ἴσως κινδυνεύει νὰ γίνεται ἀνάκριση ἀντὶ γιὰ συμπαράσταση. Πέρα ἀπὸ
ἐπιμέρους προβλήματα καὶ ἀρετές, τὸ μοναστήρι ὅπως τὸ ὁραματίζεται ὁ Βασίλειος
εἶναι προσανατολισμένο στὸν λόγο, καὶ ἀκόμη περισσότερο στὸν λόγο τοῦ ἑαυτοῦ,
στὴν αὐτογνωσία. Οἱ μοναχοὶ προσπαθοῦν νὰ παρατηροῦν τὸν βίο τους, νὰ
συνειδητοποιοῦν τὶς ἀδυναμίες τους, νὰ προσεγγίζουν τὴν τελειότητα τοῦ
θρησκευτικοῦ προτύπου ὅλων κι ἔτσι νὰ ἐπιστρέφουν στὸν γνήσιο ἑαυτό τους. Θὰ μποροῦσε
νὰ ἀποκληθεῖ ψυχανάλυση καὶ ψυχοθεραπεία ποὺ ἀναλαμβάνει ἡ ἴδια ἡ σχέση μὲ τὸν
Θεό, μεσολαβημένη ἀρχικῶς ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα στὸ σύνολό της, καὶ ἐπίσης ἀπὸ τὴν
Βίβλο ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε σημαντικὸ κείμενο.[144] [...]
Ἐπειδὴ ἡ μετάφραση τοῦ
Ρουφίνου διασώζει πρώιμη μορφή,[145] μποροῦμε νὰ
γνωρίζουμε ὅτι τὸ προοίμιο στοὺς ὅρους κατ’ ἐπιτομὴν ἀποτελεῖ τὸν πυρῆνα βάσει
τοῦ ὁποίου ὁ Βασίλειος ἐπεξεργάστηκε τὸ ἐκτενέστερο προοίμιο τῶν Ὅρων
κατὰ πλάτος.[146] Καὶ στὸ ἀρχικὸ προοίμιο
περιγράφονται οἱ θέσεις δασκάλου καὶ μαθητῶν, ὅμως τὸ χρέος τῆς διδαχῆς
θεωρεῖται διπλό, εἶναι κήρυγμα στὶς συνάξεις, ὁπότε ἐκτίθενται οἱ ἀλήθειες τῆς
πίστης, καὶ εἶναι προσωπικὴ καθοδήγηση, ὁπότε ἀντιμετωπίζονται προσωπικὲς
ἀπορίες καὶ σφάλματα. Ἡ ἔμφαση βρίσκεται διαρκῶς στὸν λόγο, στὴν σκέψη, τὴν
γνώση, τὴν κρίση καὶ τὴν ἐπίγνωση. Οἱ ποιμένες βοηθοῦν νὰ διευκρινίζονται καὶ
νὰ ἐπιλύονται ἠθικὰ καὶ δογματικὰ θέματα, οἱ δὲ μαθητὲς μεριμνοῦν συνεχῶς νὰ
μὴν ἀφήνουν τίποτε ἄκαρπο.
Στὸ προοίμιο αὐτὸ δὲν
προβάλλεται ἡ ἑνότητα τῶν ἐντολῶν, ἀκολουθεῖ ὅμως στὸν πρῶτο ὅρο. Ἡ
ἐπιμονὴ στὸ ζήτημα τῆς ἑνότητας προϋποθέτει ἴσως ὅτι ὑπῆρχαν ἰσχυρὲς τάσεις νὰ
περιφρονοῦνται ὁρισμένες ἐντολὲς ἢ νὰ ἀντιμετωπίζονται ὡς χρήσιμες γιὰ λίγους
καὶ ὑπερβολικὰ ἀπαιτητικές. Ἡ νοοτροπία τῶν προτιμήσεων καταλήγει νὰ ἀναιρεῖ
στὴν οὐσία τὸ σύνολο. Ἂν ἐκεῖνες οἱ ἐντολὲς εἶναι ἄχρηστες ἢ ὑπερβολικὲς γιὰ
τὸν ἕνα, ἐκεῖνες γιὰ τὸν ἄλλο, ἐν τέλει καμμία δὲν ἔχει ἀπόλυτη ἀξία, ὥστε
καθένας καλεῖται νὰ διαμορφώσει τὴν δική του θρησκεία καὶ στὴν πράξη ἡ ἑνότητα
ἀνακηρύσσεται οὐτοπική.
Ἡ ἑνότητα τῶν ἐντολῶν
δὲν σημαίνει πὼς ὁ Θεὸς δὲν βιώνεται προσωπικά. Ἀρκεῖ νὰ προσέξει κανεὶς τὶς
πολλὲς καὶ σημαντικὲς διαφορὲς ποὺ ὑπάρχουν στοὺς ἴδιους τοὺς Πατέρες, μεγάλες
διαφορὲς ἀκόμη καὶ στοὺς συγγραφεῖς τῆς Βίβλου, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ πὼς ἡ σχέση
μαζί Του δὲν προκύπτει σὰν μιὰ πανομοιότυπη ἀπόλυτη ἐπανάληψη. Εἶναι ἄλλο νὰ
παρουσιάζονται λιγότερο ἢ περισσότερο ἔντονες ὁρισμένες ὄψεις τοῦ ἴδιου
προσώπου, καὶ τελείως ἄλλο νὰ ἔχουν ἀφαιρεθεῖ ὄψεις ἢ νὰ ἔχουν διαστραφεῖ ἢ
ἀντικατασταθεῖ μὲ ὄψεις κάποιου ἄλλου προσώπου. Αἰτία τῆς ἰδιοπροσωπείας δὲν
μπορεῖ νὰ γίνει ἡ ἀσυναρτησία καὶ ἡ σύγχυση [...]
2. Προοίμιο
τῆς Ὑποτύπωσης
Σύμφωνα μὲ τὶς
προϋποθέσεις τῆς ἐργασίας τοῦ ἴδιου τοῦ Βασίλειου, ὁ Ἡγούμενος οὐσιαστικὰ
ἀναδεικνύεται μέσα στὸ αἴτημα τῆς κοινότητας, δὲν εἶναι κάποιος ποὺ ἐπιβάλλεται
ἢ ποὺ ἁπλῶς ‘διορίζεται’. Ἐπειδὴ κατὰ πρόσωπον διαμαρτύρασθαι πᾶσι περὶ τῶν
τοῦ Κυρίου προσταγμάτων οὐχ οἷός τε εἰμί, ἀναγκαῖον ἐνόμισα γράψαι γοῦν πρὸς
τὴν πάντων ὑμῶν ἀγάπην ἐν Χριστῷ.[147]
Ἀποκρινόμενος στὸ αἴτημα τῆς κοινότητας καὶ ἐξηγῶντας τὰ ‘προστάγματα’,
εἰδοποιεῖ πάλι ὅτι στὰ ἱερὰ κείμενα δὲν ὑπάρχει τίποτα περιττό, καὶ στὴν
συνέχεια παρουσιάζει τὰ ἔργα ποὺ περιέχει ἡ Ὑποτύπωσις ἀσκήσεως,
κάνοντας ἔμμεσα μιὰ συνολικὴ εἰσαγωγή.
Πρῶτο ἔργο τῆς
Ὑποτύπωσης εἶναι τὸ Περὶ κρίματος Θεοῦ, μὲ θέμα του δύο κεντρικὲς μέριμνες, τὴν ἐξωτερικὴ καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ἑνότητα, θεσμικὴ
καὶ προσωπική, τὴν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὴν ἀναγκαιότητα νὰ τηροῦνται ὅλες
οἱ ἐντολές.
Δεύτερο εἶναι τὸ Περὶ
πίστεως, τὸ ὁποῖο περιέχει τὴν εὐσεβῆ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ τοῦ
Μονογενοῦς Υἱοῦ αὐτοῦ καὶ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁμολογίαν, δηλαδὴ
τὴν καρδιὰ τῆς ἑνότητας.
Τρίτο εἶναι τὰ Ἠθικά,
σύμβολο τῆς χριστιανικῆς συνείδησης, ποὺ σχηματίζει οἱονεὶ χαρακτῆρα
χριστιανοῦ κεφαλαιώδη καὶ σύντομον, μὲ ἀπόλυτο κριτήριο τὴν διδασκαλία τῶν
Γραφῶν. Ὁ Βασίλειος ἑστιάζει στὸ κύριο ἰδίωμα τῶν Ἡγουμένων ὡς ἑρμηνευτῶν, τῶν
προεστώτων τοῦ λόγου τῆς τοῦ Κυρίου διδασκαλίας.
Τὸ τέταρτο ἔργο, οἱ Ὅροι
κατὰ πλάτος καὶ κατ’ ἐπιτομήν, ἀφορᾶ ζητήματα ποὺ ἀπασχολοῦν
περισσότερο τοὺς μοναχούς, ὅσα πρὸς τὴν συνάσκησιν τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς
ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν ἐπερωτηθεὶς ἀπεκρινάμην,[148] τὸ
ἔργο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Βασίλειος δείχνει στὴν πράξη μὲ ἀκόμη περισσότερες
λεπτομέρειες τὸν ρόλο καὶ τὸ ἦθος τοῦ Ἡγουμένου. Μπορεῖ νὰ διαβαστεῖ ὡς δεύτερο
μέρος τῶν Ἠθικῶν, μὲ τὴν ἔμφαση τώρα νὰ βρίσκεται στὴν σημασία ποὺ ἔχει
ἡ Βίβλος ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἄσκηση.
Τὸ Περὶ κρίματος
Θεοῦ ἀναφέρεται στὴν διχόνοια ὡς ἀρχὴ καὶ τῆς πιὸ ἀκραίας διαίρεσης, τόσο
εἰρωνικὰ ἐν μόνῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, ὑπὲρ ἧς ὁ Χριστὸς ἀπέθανε καὶ τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπ’ αὐτὴν πλουσίως ἐξέχεε. Τὸ ἴδιο πρόβλημα ἐμφανίζεται στὰ
κυρίως ἀσκητικὰ κείμενα. Ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ μικρόψυχες
ἐπιθυμίες καὶ ‘κοσμικὲς’ παραδόσεις ποὺ δὲν ἔχουν τίποτα οὐσιῶδες,[149] τελειοποιεῖ τὴν θεία γνώση καὶ καταργεῖ τὶς διαιρέσεις.
Μὲ βάση τὸ ‘πρόγραμμα’ αὐτὸ ὁ Βασίλειος τονίζει τὴν σπουδαιότητα τῆς
προσοχῆς στὸ σύνολο τῶν ἐντολῶν καὶ συντάσσει τὰ Ἠθικὰ σὰν μιὰ πρώτη
ἀπόπειρα νὰ ἐξηγηθεῖ μὲ ποιὸ τρόπο ὅσα λέγονται στὴν Βίβλο συμβάλλουν νὰ
ἐπιστρέφει κανεὶς στὴν ἀγαθὴ ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης.[150]
Β΄) Ἰωάννης Κασσιανός
Ὁ πλέον θεμελιώδης
κανόνας τοῦ Βασίλειου, ἡ ἀναγκαιότητα νὰ μὴν περιφρονεῖται καμμιὰ πλευρὰ τῶν
βιβλικῶν ὑποδείξεων, ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν Κασσιανό, ὁ ὁποῖος δὲν φαίνεται νὰ εἶχε
συνειδητοποιήσει τὴν συνοχὴ τῆς Βίβλου.[151] Ἡ
ἄγνοια αὐτὴ ἴσως προέρχεται καὶ πάντως ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὴν ἐρημιτικὴ
νοοτροπία τῆς περιφρόνησης τῆς προσωπικῆς σκέψης καὶ ἀνάθεσης τῆς ἄσκησης στὴν
τυφλὴ ὑπακοή. Φυσικὰ ἡ κρισιμότητα τῆς Βίβλου ἐξυπακούεται σὲ ὅλους τοὺς
χριστιανοὺς συγγραφεῖς, δὲν γίνεται ὅμως πράξη στὸν ἴδιο βαθμό. Στὸν Κασσιανὸ
δὲν τονίζεται οὔτε κἂν ρητορικά, παρὰ μόνο ὅταν ἀναφέρει τὴν σημασία ποὺ εἶχε γιὰ τὸν Βασίλειο ἡ Βίβλος.
Παρὰ τὸ φιλολογικὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὸ ἱερὸ κείμενο, ὁ Κασσιανὸς ἑστιάζει
στὴν ὑποτιθέμενη τελειότητα τοῦ αἰγυπτιακοῦ παραδείγματος, καὶ διαιρεῖ τοὺς ἀσκητὲς ἀπὸ
τὴν ὑπόλοιπη Ἐκκλησία, στὸν μοναχισμὸ ἀποκλειστικὰ ἀναγνωρίζοντας τὸν γνήσιο χριστιανισμό — χωρὶς αὐτὸς νὰ εἶναι ἔστω
ἕνας ἔμμεσος ἢ ἀδέξιος τρόπος νὰ εἰπωθεῖ πὼς ἡ οὐσία τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι
ἀσκητική. Κάθε ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ αἰγυπτιακὸ παράδειγμα ἐπιτρέπεται
καταχρηστικά, ἡ τελειότητα πάντως βρίσκεται στὴν Αἴγυπτο. [...] Ἀναδεικνύοντας τὴν αὐθεντία
τῆς Βίβλου μὲ λουθηρανικὴ ἔνταση ὁ Βασίλειος ὑπονομεύει δυνατότητες ἐμμονῆς
στὴν αὐθαιρεσία καὶ ‘νομιμοποιεῖ’ ἐκ τῶν προτέρων ὅλες τὶς δυνατὲς ἑρμηνευτικὲς
ἀπόπειρες ὡς ἀπόπειρες, πράγματι ἀναθέτοντας τὸ μέτρο τῆς εὐσέβειας σὲ μιὰ
οἰκειοποίηση τοῦ κειμένου ποὺ ἔχει νὰ κάνει γιὰ τὸν ἑαυτό της κάθε ἐποχή, περιοχή,
κοινότητα, πρόσωπο καὶ Ἐκκλησία. Ὅταν τὸ ἀντικειμενικὸ μέτρο βρίσκεται στὸ
κείμενο, προέχει ὅλων ἡ ἑρμηνεία, ἑπομένως ἡ ἐμπειρία, ἡ προσωπικότητα, ἡ
συζήτηση καὶ ἡ ἐλευθερία.
Στὸν πρόλογο τοῦ
πρώτου βιβλίου Περὶ τῆς θεραπείας τῶν κυρίων ἁμαρτημάτων, ἐμφανίζονται
τὰ ἴδια στοιχεῖα. Ἀναδεικνύεται ἡ πειθαρχία, ἡ γνώση καὶ ἡ ἀφοσίωση μὲ σκοπὸ νὰ
ὑπερνικηθοῦν οἱ ἀδυναμίες ποὺ τραυματίζουν τὴν ψυχή.[152]
Ἡ σημασία τῆς Βίβλου παραμένει ὑποτονικὴ καὶ ἐπισκιάζεται ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ
τὸ ἐρημιτικὸ παράδειγμα. Ἰδανικὸ ἔτσι δὲν γίνεται ἡ ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὴν
ἀσυνειδησία, ποὺ ἀφορᾶ ἐξίσου κοσμικοὺς καὶ μοναχούς, ἀλλὰ ἡ οὐτοπία, ἡ
κατάργηση τῆς κοινωνίας.
___________
Σημειώσεις
Πρβλ. Συντμήσεις / Βιβλιογραφία
130 Βλ. ΚΠ προοίμ. [...]
131 Ὅ.π.
132 Βλ. ἐπίσης Πράξ. 20, 31.
133 Ὅ.π.
134 Ἂν καὶ ὁ Βασίλειος ἐπικρίνει τὴν ἐπιλεκτικὴ τήρηση, δὲν παύει νὰ ἀναγνωρίζει ὅτι ὑπάρχουν ἐντολὲς κεφαλαιωδέστερες.
Βλ. π.χ. ΚΠ δ΄.
135 Βλ. C. XXI.28, καὶ ἐπίσης τὴν ἐξήγηση τῆς γένεσης τοῦ μοναχισμοῦ εἰς Inst. II.5 καὶ
C. XVIII.5.
136 Βλ. ΚΠ Ϛ΄.
137 Βλ. ΚΠ προοίμιο.
138 Βλ. ΚΠ β΄.
139 Βλ. ΚΠ ε΄.
140 Βλ. Γ. Βαλσάμης, Ἡ Ἄλλη Ζωή, σ. 89.
141 Βλ. ΚΠ λβ΄.
142 Βλ. ΚΠ προοίμ.
143 Ὅ.π. Βλ. ἐπίσης Ἀριστοτέλης,
Πολιτικὰ 1281a–b.
144 Κάθε σημαντικὸ ἔργο τέχνης μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ, ὁτιδήποτε βοηθάει
νὰ συνειδητοποιεῖ κανεὶς δυνατότητες. Ἔτσι γίνεται προσιτὴ ἡ συγκεντρωμένη
ἐμπειρία καὶ διευκολύνεται ἡ κατανόηση, ὅμως ἡ πιὸ κοινὴ καθημερινὴ
πραγματικότητα, ἡμισυνειδητὴ καὶ ἀδιαύγαστη, παραμένει ἀκόμα πιὸ πρωταρχική. [...]
145 Βλ. Gribomont, Histoire du texte..., σ.
237 κ.ἑ.
146 Τὸ Προοίμιο τῆς μετάφρασης Ρουφίνου διασώζει ὅ,τι σήμερα γνωρίζουμε ὡς Προοίμιο τῶν Ὅρων κατ’ ἐπιτομήν.
147 Βλ. ΒΕΠΕΣ 53, σ.
11.
148 Βλ. ὅ.π.,
σ. 12.
149 Βλ. Η ιβ΄.
150 Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος πράγματι κανόνας του, ἔχει εὔστοχα παρατηρήσει ὁ Gribomont. Βλ. Π 1,
ΒΕΠΕΣ 53, σ. 24: ὥστε κἀγώ, ἅπερ ἔμαθον ἐκ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς, ταῦτα ὑμῖν παραθέσθαι κατὰ
τὸ ἀρέσκον Θεῷ, πρὸς τὸ κοινῇ
συμφέρον ὀφειλέτης εἰμί.
151 Ὁ Κασσιανὸς δὲν μιλάει μὲ αὐθεντία. Πρωταρχικὴ μέριμνά του στὸν πρόλογο
τοῦ πρώτου βιβλίου τῶν Θεσμῶν εἶναι νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὶς ἱκανότητες καὶ
τὴν μέθοδο ποὺ χρησιμοποιεῖ. Τὴν μειονεξία του ἀποδίδει στὴν καταγωγή του, τὴν
σχετικῶς νεαρὴ ἡλικία του καὶ τὴν σύγκριση μὲ τοὺς ἐπιφανεῖς δασκάλους τῆς
Ἐκκλησίας. Ὅμως ὅ,τι θὰ πεῖ τὸ γνωρίζει ἀρκετὰ καλὰ ἐπειδὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν
προσωπική του ἐμπειρία στὰ ἀσκητήρια τῆς Αἰγύπτου. Συστήνεται ὡς ἐπιμελὴς
μαθητής, στὴν πράξη ἀφήνοντας στοὺς ἀναγνῶστες τὴν εὐθύνη νὰ ἐκτιμήσουν τὴν
ἀξία ὅσων προτείνει. Δὲν δίνει — ὑπονοεῖ ὅτι δὲν εἶναι κἂν σὲ θέση νὰ δώσει —
καμμιὰ προσωπικὴ ἐγγύηση γιὰ τὴν ἀλήθεια ὅσων προτείνει.
152 “Ὥστε πρῶτα νὰ ἐρευνήσουμε σωστὰ τὶς φύσεις (τῶν ἁμαρτημάτων), ὅσο
λεπτές, κρυφὲς καὶ σκοτεινὲς ἂν εἶναι, ἔπειτα νὰ ἐκθέσουμε ἐπαρκῶς τὶς αἰτίες
ποὺ τὰ προκαλοῦν, καὶ τέλος νὰ μπορέσουμε νὰ ἐπιφέρουμε τὶς κατάλληλες
θεραπεῖες καὶ ἀγωγές” [...]