Οἱ ρητὲς ἀναφορὲς στὸν Βασίλειο
Ἀποσπάσματα ἀπό: Γ. Βαλσάμης, Ἀσκητική, Ἀθήνα 2020, σ. 49-60. Ἀποσιωπητικὰ σὲ ἀγγύλες [...] δηλώνουν κείμενο ποὺ ὑπάρχει μόνο στὴν ἔντυπη ἔκδοση. Πίνακας Περιεχομένων
Τὴν σύγκριση
ἐνδιαφέρουν κυρίως οἱ θεμέλιες ἰδέες, ὅμως δὲν περιττεύει νὰ γνωρίζουμε τὶς
λίγες ἄλλωστε ρητὲς ἀναφορὲς τοῦ Κασσιανοῦ στὸν Βασίλειο, ἐπειδὴ ἀπὸ μόνες τους
δίνουν μιὰ πρώτη εἰκόνα ἀρκετὰ ἔγκυρη. [...] Στὸν
πρόλογο τῶν Θεσμῶν ὁ Κασσιανὸς ἐξηγεῖ στὸν Κάστορα γιατί πιστεύει ὅτι τὸ ἔργο του παρουσιάζει ἀδυναμίες. Ἕνας λόγος εἶναι ὅτι ἔχουν προηγηθεῖ πιὸ σπουδαῖα ἔργα ὅπως ἐκεῖνα τοῦ Βασίλειου, στὸν ὁποῖο
ἀναγνωρίζει ἐκφραστικὴ ἀρτιότητα καὶ προσήλωση στὴν Βίβλο [...] Οἱ ἑπόμενες ρητὲς ἀναφορὲς γίνονται σὲ συγκεκριμένες ἀπόψεις, ποὺ ὅμως
δὲν ἐντοπίζονται στὰ ἔργα τοῦ Βασίλειου.[114] Ἡ δεύτερη (Inst. VII.19)
θὰ βρεθεῖ σὲ συλλογὲς Γεροντικῶν.[115]
[...]
Τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Αἴγυπτο κυκλοφοροῦσε ἀπόφθεγμα
ὅπως αὐτό, δείχνει πὼς ὄχι μόνο ὁ Βασίλειος ἀγνόησε τὴν Αἴγυπτο[116] ἀλλὰ καὶ ἡ Αἴγυπτος στὴν οὐσία τὸν ἀγνόησε.[117] Οὔτε ἡ ἀναφορὰ τοῦ Inst. VII.19 ταιριάζει στὴν δική του νοοτροπία. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ σκληρότητα ποὺ συχνὰ λανθάνει ἢ εἶναι φανερὴ σὲ ἀποφθέγματα Γερόντων[118] ἀλλὰ ὄχι στὰ δικά του κείμενα, καὶ ἀκόμη περιέχει τὸν ὅρο μοναχός,[119] τὸν ὁποῖο ἔχουμε δεῖ ὅτι ὁ Βασίλειος δὲν χρησιμοποιεῖ γιὰ τοὺς ἀσκητὲς σὲ κανένα ἔργο του, οὔτε κἂν στὰ ἀσκητικά. Συγγενεῖς ὅροι —
μόνωσις,[120]
μοναστικός,[121] μονήρης,[122] μονάζειν[123] — ἐμφανίζονται μόνο γιὰ νὰ ἐπικριθοῦν, ἐπειδὴ
ἀφοροῦν μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν ταιριάζει ὄχι μόνο σὲ χριστιανοὺς
ἀλλὰ σὲ κανέναν ἄνθρωπο.[124] [...]
Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης θέλησε τὴν
μεταρρύθμιση τῆς ‘κοσμικῆς’ χριστιανοσύνης πρὸς τὸ ἀσκητικότερο, ἀρχίζοντας,
ὅπως εἶναι φυσικό, ἀπὸ τὴν μεταρρύθμιση τοῦ μοναχισμοῦ πρὸς τὸ κοινωνικότερο.
Τὸν ‘μοναχισμὸ’ σκεφτόταν ὡς ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ‘κοσμικότητα’ μὲ σκοπὸ ὄχι τὴν
ἀπομόνωση ἀλλὰ τὴν ἀκόμα ἰσχυρότερη καὶ γνησιότερη σχέση καὶ συνύπαρξη, ὡς
δημιουργία μιᾶς κοινότητας ποὺ ἔχει τὶς ὑψηλότερες δυνατὲς ἀπαιτήσεις ἀπὸ τὸν
βίο της, ὁπότε ἀποφάσισε νὰ ἀποσυνδέσει τὸν ὅρο ‘μοναχὸς’ καὶ τοὺς συγγενεῖς ἀπὸ τὸ λεξιλόγιο τῆς ἄσκησης, ἀναγνωρίζοντάς
τον ἐγγύτερο σὲ ἐπιλογὲς ποὺ θὰ ἦταν σωστὸ νὰ ἀποφεύγονται. Τὸ κοινόβιο
τοῦ Βασίλειου δὲν εἶναι μιὰ ἐναλλακτικὴ μορφή, ἔστω ἀνώτερη, ἀλλὰ ἡ οὐσία κάθε
κοινωνίας ποὺ σέβεται τὸν ἄνθρωπο. Ὅσο ὁ ἀσκητικὸς βίος ἀναπτύσσει ἐρημιτικὰ
στοιχεῖα, οἱ μοναχοὶ ἀποκόβονται ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Ἐκκλησία καὶ ἀντὶ νὰ γίνονται
ὑπόδειγμα ξεπέφτουν, ἡ ὑποτιθέμενη ἀγάπη τους γιὰ τὸν Θεὸ δὲν παιδαγωγεῖ, ἡ
ἄσκηση καταντάει σὰν ἐξειδίκευση στὸ περιθώριο μιᾶς χριστιανοσύνης
ἀφομοιούμενης στὴν ἀσυνειδησία τῆς κοσμικότητας. Τὸ μοναστήρι δὲν εἶναι ἀρκετὰ
χρήσιμο ἂν δείχνει τὴν πραγματικότητα ἀπὸ μακριὰ καὶ ὡς μακρινή, προτιμότερο νὰ
γίνεται δάσκαλος, ποὺ γνωρίζει τὰ προβλήματα καὶ συμπαρίσταται ἄμεσα, ζωντανὰ
καὶ καθημερινά. Ὅμως ἔστω ἀποκλειστικὰ ὡς σύμβολο λειτουργῶντας, ἂν ἔστω ἤθελε
κάποιος νὰ περιορίσει ἐκεῖ τὴν σπουδαιότητα τοῦ μοναχισμοῦ γιὰ τὴν ὑπόλοιπη
Ἐκκλησία, θὰ ἔπρεπε νὰ προσλάβει στὴν δική του τάξη τὶς θεμελιώδεις πλευρὲς τοῦ
‘κοσμικοῦ’ βίου. Ποιά μεταμόρφωση θὰ συμβόλιζε ὁ μοναχισμὸς γιὰ τὸν κόσμο ἂν
εἶχε ἁπλῶς ἀρνηθεῖ τὶς συναναστροφές, τὶς φιλίες, τὸν γάμο;
Σύμφωνα μὲ τὸν Χρήστου “δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ
ἐντύπωσις ὅτι ἡ σημερινὴ συγκρότησις τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ εἶναι
βασιλειανή”.[125] Ἢ μήπως εἶναι ὀρθή, ἀλλὰ ὄχι στὸν
βαθμὸ ποὺ ἔχουμε ὑποθέσει; Τὸ μοναστήρι σήμερα δὲν ἔχει μεγάλη συμμετοχὴ στὴν
ἐκπαίδευση ἢ τὴν φιλανθρωπία, ὅμως ὁ Βασίλειος ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ Βυζαντίου
καὶ δὲν μποροῦσε νὰ γνωρίζει πόσο θὰ ἀναλάβει τὸ κράτος ἢ καὶ ἰδιῶτες αὐτὲς τὶς
λειτουργίες. Πέρα ἀπὸ αὐτό, ὁ ἐρημιτισμὸς ἀφανίστηκε, τρόποι ἄσκησης ὅπως
ἐκεῖνος τῶν Στυλιτῶν, ἀφανίστηκαν, ἐνῶ ἤδη στὴν βυζαντινὴ περίοδο ἡ ἀσκητικὴ
διαπότισε τὴν κοινωνία ἔτσι ποὺ δημοφιλέστερο ἀνάγνωσμα μεταξὺ τῶν λαϊκῶν ἔγινε
ἡ Κλίμακα! Τὸ κοινόβιο ἀκόμη σήμερα συνδυάζει τὴν συμβίωση μὲ τὴν προσευχή, τὴν
ἐργασία καὶ τὴν μελέτη, καὶ οἱ πιὸ σημαντικὲς προσωπικότητες τῆς ἐκκλησιαστικῆς
παιδείας προέρχονται ἀπὸ τὸ κοινόβιο. Πράγματι ἀρκετὰ ἐρημιτικὰ στοιχεῖα
ἐπιβιώνουν, μεταξὺ τῶν ὁποίων περισσότερο ζημιογόνο ἀλλὰ καὶ ἀσύμβατο μὲ τὴν
νοοτροπία ποὺ προσπάθησε νὰ καλλιεργήσει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι μιὰ ἔννοια γιὰ
τὴν ὑπακοὴ ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐλευθερία τῆς σκέψης, ὅταν ὁ μαθητὴς ὑποτίθεται
ὅτι ἀποβάλλει τὴν ὑπερηφάνειά του τραυματίζοντας τὴν νοημοσύνη του, κάνοντας
τυφλὴ ὑπακοὴ στὸν Γέροντά του, στὸν Πνευματικό, κ.λπ. Ἔτσι δημιουργεῖται ὁ
σκληρὸς ἄνθρωπος τῆς θρησκείας μὲ τὴν ἀτροφικὴ σκέψη, ποὺ ὄχι μόνο δὲν μπορεῖ
νὰ μοιράσει δυὸ γαϊδάρων ἄχυρα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ νόηση εἶναι ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς
ἀγάπης, δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ δημιουργήσει ἀνθρώπινες σχέσεις ποιότητας.
Ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος φαίνεται νὰ ἐγκρίνει
τὸν ἐρημιτισμό, τὸν ὁποῖο ἀποκαλεῖ ‘ἡρωϊκό’,[126] κι
ἔτσι δὲν ἀκολουθεῖ τὸν Βασίλειο στὴν μετωπικὴ σύγκρουση μὲ τὴν παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας, ὅμως περιέχει ἐπίσης μιὰ διαφορετικὴ καὶ πραγματικὰ ἐκπληκτικὴ ὄψη,
χαρακτηρίζοντας τὴν κοινοβιακὴ ἄσκηση ἐξίσου ἀκραία μὲ τὴν ἐρημιτικὴ καὶ
προκρίνοντας ὡς τελειότερη ὅλων τὴν συνάσκηση μὲ ἄλλον ἕνα ἢ δύο, δηλαδὴ ὅ,τι
ἔκανε ὁ Βασίλειος γιὰ τὸν ἑαυτό του, τὸ ὁποῖο εἶναι πιὸ οἰκεῖο σὲ ὅλους ὡς
ἐγγύτερο στὶς φιλικὲς καὶ ἐρωτικὲς σχέσεις. Μάλιστα δὲν διστάζει νὰ παρομοιάσει
τοὺς δύο κύριους ἀσκητικοὺς τρόπους, τὸ κοινόβιο καὶ τὴν ἔρημο, μὲ παρεκκλίσεις
ἀπὸ τὴν βασιλικὴ ὁδὸ τῆς συνάσκησης μιᾶς ‘παρέας’ δύο ἢ τὸ πολὺ τριῶν.[127] Ἔτσι ἡ Κλίμακα στὸ σημεῖο αὐτό, ποὺ εἶναι καὶ τὸ
πιὸ ἐνδιαφέρον σὲ ὅλο τὸ βιβλίο, υἱοθετεῖ οὐσιαστικὰ τὴν εἰσήγηση τοῦ Βασίλειου
φέροντάς την ὅμως στὴν ἰδανική της μορφή. Κύριος ἀσκητικὸς ἀριθμὸς εἶναι οἱ
δύο, μὲ πολλὲς προϋποθέσεις καὶ παραχωρήσεις οἱ τρεῖς. Ὁ Χριστὸς εἰδοποιεῖ καὶ
ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἐπαναλαμβάνει, ὅπου εὑρίσκονται δύο ἢ τρεῖς
συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν.[128]
Βέβαια ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ ἱδρυθοῦν τὰ μεγάλα μοναστήρια μὲ τὰ πλήθη τῶν
ἀσκητῶν καὶ ὁ ὀργανωμένος μοναχισμός, ὅμως ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι καὶ μέσα στὰ
μοναστήρια ὅπως ἔξω, πάλι ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς διαμορφώνει ἱερὴ συνείδηση.
Οἱ ὅροι τοῦ Βασίλειου, προ–εστώς, ἐφ–εστώς,
προ–ιστάμενος, προ–καθ–ιστῶν, προ–έχων καὶ διδάσκαλος, δηλώνουν
σταθερότητα, σύγκλιση, κοινότητα, ὑπεροχή, προσοχή, συγκέντρωση καὶ μάθηση.
Σήμερα κυριαρχεῖ ὁ Ἡγούμενος, ἑπομένως ἡ καθαρὴ ὑπακοή, ὅμως ἡ διεύρυνση τῆς παιδείας εἶναι τόσο μεγάλη στὶς ἡμέρες μας ὥστε
οὕτως ἢ ἄλλως δὲν θὰ γινόταν νὰ παραμείνει τὸ ἴδιο ἀπαραίτητος γιὰ τοὺς
μοναχοὺς ὁ Ἡγούμενος ὡς δάσκαλος. Μεγάλη ἀπόσταση ἀπὸ τὴν νοοτροπία τοῦ
Βασίλειου θὰ ἀπεδείκνυε πράγματι ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὴν σπουδή. Ὁμοίως, οἱ ἀσκητὲς
ἢ ἀδελφοί, σήμερα ὡς ἁπλῶς μοναχοὶ δέχονται τὴν ταυτότητά τους
ἀρνητικὰ καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν προσανατολισμό τους, ἀπ’ ὅπου ἡ ἴδια ἡ ἀσκητικὴ τείνει
νὰ γίνεται λιγότερο ἀντιληπτὴ ὡς συνάσκησις τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς ἢ ἄσκησις
τῆς κατὰ τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ πρὸς Θεὸν εὐαρεστήσεως, ἐπειδὴ
περισσότερο διακρίνεται ἡ πλευρὰ τῆς ἀναχώρησης.
Ἂν καὶ ἡ Ἐκκλησία προτίμησε νὰ
ἀναπτύξει τὸν μοναχισμὸ σὲ ἀπόσταση μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ θέλησε ὁ
Βασίλειος, δὲν ἀπέχει ὑπερβολικὰ ἀπὸ τὴν δική του νοοτροπία, ἐφόσον καὶ οἱ
ἐκτὸς κοινοβίου ἀσκητὲς ὑπάγονται στὸ κοινόβιο, συναναστρέφονται μὲ ἀσκητὲς καὶ
λαϊκούς, καὶ σέβονται τὴν ἐκκλησιαστικὴ Ἱεραρχία πραγματικὰ καὶ ὄχι τυπικά, ἐνῶ
ἡ μυστικὴ θεολογία δίνει ἔμφαση στὴ ζωντανὴ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ ὥστε ἡ ἀρνητικὴ
ὄψη, τοῦ μοναχισμοῦ, ἐπικρατεῖ στὸ ὄνομα ἐνῶ στὴν πράξη εἶναι ἀρκετὰ
μειωμένη, ἔστω ὄχι ὅσο θὰ ἤθελε ὁ Βασίλειος. Ὁ μοναχισμὸς ἀναδεικνύει
ἔντονα τὴν ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὶς ‘κοσμικὲς’ σχέσεις, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι στοιχεῖο μὲ
τὸ ὁποῖο δὲν θὰ διαφωνοῦσε ὁ Βασίλειος, στὸν βαθμὸ ποὺ ἄλλες ποιότητες τῆς
ἄσκησης βοηθοῦν ὥστε μέσα ἀπὸ τὴν ἀναχώρηση τὰ πλάσματα νὰ φανερώνονται στὸ
ἀληθινό τους νόημα. Παραμένει πάντως γεγονός, ὅτι ἀντίθετα μὲ ὅ,τι εἰσηγήθηκε
καὶ ἐπεδίωξε ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τὸ ἀγαθὸ τῆς ἡσυχίας προσεγγίζεται
μέχρι σήμερα μὲ μονομέρεια ὡς σχετιζόμενο κυρίως μὲ τὴν μόνωση καὶ ὄχι μὲ τὴν
συνάσκηση, τὴν συνάντηση καὶ τὴν φιλία, ἀπ’ ὅπου ἡ ‘κοσμικὴ’ χριστιανοσύνη
ἀναπτύσσεται σὲ σχετικὴ ἀποξένωση ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ πνευματικότητα.
Ἐντυπωσιάζει ὅτι
καμμία ἀπὸ τὶς δύο φορὲς ποὺ ὁ Κασσιανὸς ἀναφέρει τὸν Βασίλειο, δὲν ἀντλεῖ ἀπὸ
τὸ ἔργο του. Ἂν καὶ εἶχε δυνατότητα νὰ γνωρίζει ὄχι μόνο τὴν λατινικὴ μετάφραση
τοῦ Ρουφίνου[129] ἀλλὰ καὶ τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο,
ἀρκεῖται σὲ δύο ἀποφθέγματα τῆς αἰγυπτιακῆς παράδοσης. Τέτοια ἀξιοποίηση
προφανῶς δὲν συμφωνεῖ μὲ ὅσα ἐπαινετικὰ δηλώνει στὸν πρόλογο τῶν Θεσμῶν.
Θεωρῶ βέβαιο ὅτι ὁ Κασσιανὸς ἀγνοοῦσε τί πιστεύει ὁ Βασίλειος, ἴσως εἶχε
διαβάσει, καὶ πάλι ὄχι μὲ ἰδιαίτερη προσοχή, μόνο τὰ Ἠθικά, καὶ
πιθανότατα ‘παρασύρθηκε’ ἀπὸ τὴν τιμὴ μὲ τὴν ὁποία περιέβαλλε ἡ Ἐκκλησία τὸν
ἀδελφὸ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης γιὰ νὰ μὴν ἀποφύγει ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ στὸ ὄνομά
του. Ἀνεξαρτήτως κινήτρων, ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἀποδεικνύονται, ἡ ἀναφορά του
στὸν Βασίλειο στερεῖται οὐσίας [...]
___________
Σημειώσεις
Πρβλ. Συντμήσεις / Βιβλιογραφία
114 Αὐτὸ διαπιστώνει ὁ Gribomont (βλ. Guy, Jean Cassien..., σ. 285, σημ. 2).
115 Βλ. Guy, ὅ.π., σ. 321, σημ. 3.
116 Ἡ Ἐπιστ. 223 περιλαμβάνει συνοπτικὴ ἀναδρομὴ στὸ ταξίδι του σὲ
ἀσκητικοὺς τόπους. Δὲν ἀναφέρει μόνο οὔτε ἰδιαιτέρως τοὺς αἰγυπτιῶτες ἀσκητές,
μιλάει ὅμως ἐπαινετικά, ἐξαίροντας τὴν ἐγκράτεια ποὺ διαπίστωνε. Σκοπός του δὲν
εἶναι νὰ καταγράψει καὶ νὰ προτείνει ἰδεώδη, ἑπομένως ἡ διήγηση αὐτὴ δὲν μπορεῖ
νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς τεκμήριο ἐξάρτησης. Ἄλλωστε εἶναι γενικὲς παρατηρήσεις,
ποὺ ταιριάζουν μὲ ὁποιοδήποτε εἶδος ἄσκησης. Ἂν ἐπηρεάστηκε, αὐτὸ πρέπει νὰ
ἀποδειχθεῖ μέσα ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν ἀσκητικῶν κειμένων του, ὅπου εἶχε δυνατότητα
ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωση νὰ ἐκμεταλλευθεῖ, ἐφόσον τὴν ἐπιδοκίμαζε, κάθε γνώση καὶ
ἐμπειρία ποὺ ἀπεκόμισε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. [...]
117 Βλ. ἐπίσης Gribomont, Histoire du
texte..., σ. 264. [...]
118 Σύμφωνα μὲ τὸ ἀπόφθεγμα αὐτό, ὁ
Συγκλήτιος ἢ συγκλητικὸς φέρεται κατεστραμμένος,
ἐπειδὴ δὲν ἀνήκει οὔτε στὸν κοσμικὸ οὔτε στὸν ἀσκητικὸ χῶρο — μετέωρος, χλιαρός (βλ. Ἀποκ. 3, 16). Ποιός θὰ ἀναγνώριζε τὸν ἀδελφό του σὲ τόσο δεινὴ
‘θέση’ χωρὶς νὰ συμπάσχει; Ἡ ἁπλὴ διαπίστωση τοῦ γεγονότος, μὲ ἕνα ἀπόφθεγμα σὰν τελεσίγραφο, χωρὶς
προσπάθεια κατανόησης, δείχνει σκληρότητα. Ἡ γενικὴ στάση τοῦ Βασίλειου δὲν εἶναι καταδίκης καὶ τρομοκρατίας ἀλλὰ
ἐξήγησης, συνομιλίας, κατανόησης, συμπαράστασης, ἐπιείκειας καὶ νουθεσίας.
119 Ἡ ἀρχαιότερη σωζόμενη μαρτυρία γιὰ τὴν χρήση τοῦ ὅρου ‘μοναχὸς’ μὲ τὴν
σημερινὴ σημασία χρονολογεῖται τὸ 324 καὶ βρίσκεται σὲ κοσμικὸ ἔγγραφο, στὴν
αἴτηση τοῦ Αὐρήλιου Ἰσίδωρου (ἐκδόθηκε τὸ 1976 — βλ. Judge, “The earliest use of monachos..., σ. 72 κ.ἑ.) [...]
120 Βλ. ΚΠ ζ΄ ὅπου ἀπαντᾶ 3 φορές [...]
121 Βλ. ΚΠ γ΄ [...] καὶ ΚΠ ζ΄ [...]
122 Βλ. ΚΠ ζ΄ [...] καὶ ΚΠ οδ΄ [...]
123 Βλ. ΚΠ ζ΄ [...]
124 Βλ. ἐπίσης Μ. Βασίλειος, Εἰς τὴν ἑξαήμερον 2, 8 καὶ 4, 5, ἰδίως
9, 3 [...]. Βλ. τοῦ ἰδίου Εἰς Ψαλμούς, PG 29, 261 [...]
125 Βλ. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σ. 88.
126 Κλῖμαξ Α΄ 47, σ. 60.
127 “Μὴ ἐκκλίνεις — λέει ὁ Ἐκκλησιαστής — εἰς τὰ δεξιὰ ἢ εἰς τὰ ἀριστερά· ἀλλ’ ὁδῷ βασιλικῇ πορεύθητι”: Ὅ.π.
128 Ματθ. 18, 20 (Κλῖμαξ Α΄ 47, σ. 60).
129 Γιὰ τὸν Ρουφῖνο, βλ. Murphy, Rufinus.... Εἰδικότερα γιὰ τὴν μεταφραστική του τεχνική,
βλ. Brooks, “The translation techniques....