Πρόλογος
Ἀποσπάσματα ἀπό: Γ. Βαλσάμης, Ἀσκητική, Ἀθήνα 2020, σ. 10-18. Ἀποσιωπητικὰ σὲ ἀγγύλες [...] δηλώνουν κείμενο ποὺ ὑπάρχει μόνο στὴν ἔντυπη ἔκδοση. Πίνακας Περιεχομένων
___________
Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ δὲν διδάσκεται. Ὅπως δὲν μᾶς ἔμαθε κανεὶς νὰ χαιρόμαστε μὲ τὸ φῶς ἢ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴ ζωὴ ἢ νὰ ἀγαπᾶμε ἐκείνους ποὺ μᾶς γέννησαν ἢ μᾶς ἀνάθρεψαν, τὸ ἴδιο ἢ πολὺ περισσότερο ἡ μάθηση τοῦ θείου πόθου δὲν ἔρχεται ἀπὸ ἔξω. — Μ. Bασίλειος
_________________
Μοιάζει εὔλογη
ἐπίκριση ὅτι ὁ μοναχισμὸς δὲν ‘προβλέπεται’ στὴν Καινὴ Διαθήκη,
ὅτι εἶναι μιὰ ἐπινόηση μεταγενέστερων περιόδων, ὅμως ἡ χριστιανοσύνη δὲν
προέρχεται ἀπὸ ἕνα βιβλίο — ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ ἐμπνέει τὰ κείμενα, τὰ
σύμβολα καὶ τοὺς θεσμούς.[1] Ἂν σήμερα ὑπάρχει
χριστιανισμός, δὲν εἶναι ἐπειδὴ γιὰ αἰῶνες πιστεύουμε σὲ
ὁρισμένες διηγήσεις ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχουμε ἐδῶ καὶ τώρα ζωντανὴ σχέση μαζί Του.
Ἡ ζωὴ τῆς ἀνθρωπότητας
ἢ ἑνὸς χωριοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ πραγματοποιεῖ ἀποκλειστικὰ ὅσα προβλέπονται σὲ
κάποιο βιβλίο, καὶ νὰ ἐκτυλίσσεται πανομοιότυπα γιὰ αἰῶνες καὶ
χιλιετίες, ἢ ἔστω μόνο γιὰ μία ἡμέρα. Νέες ἰδέες καὶ νόμοι χρειάζονται,
συνήθειες ἀναπτύσσονται καὶ ἐγκαταλείπονται, ἐπιθυμίες
ἀναδύονται, ἐπιμένουν, ἀλλάζουν, χάνονται, καὶ στὴν ἑνότητα δὲν χρειάζεται παρὰ
μόνο ὅ,τι δημιουργεῖται νὰ συμφωνεῖ μὲ τὶς ἀρχὲς καὶ νὰ μὴν εἰσάγει
ἀσυναρτησία. Σωστὸ θὰ ἦταν τὸ ἐρώτημα, ἂν ὁ μοναχισμὸς προσβάλλει τὸ
χριστιανικὸ πνεῦμα, ἂν παραβαίνει ἀρχὲς ποὺ διατυπώνονται ἤδη στὴν Βίβλο.
Σημαντικὸ ἐπίσης θὰ ἦταν τὸ ἐρώτημα ἂν ὁ μοναχισμὸς ἢ καὶ συνολικὰ ὁ
χριστιανισμὸς ἀντιτίθεται σὲ πιὸ ἀληθινὰ κριτήρια, θρησκευτικὰ ἢ μή.
Ὁ μοναχισμὸς
ἀπομακρύνει ἀπ’ ὅ,τι συνήθως θεωρεῖται εὐτυχία: οἰκογένεια, καριέρα, φήμη,
ἐξουσία, περιουσία, καταξίωση, γιὰ τὸν μοναχὸ δὲν εἶναι ἰδανικὰ καὶ μποροῦν
νὰ γίνουν μεγάλες πνευματικὲς παγίδες. Ἡ νοοτροπία αὐτὴ χαρακτηρίζει τὸν
χριστιανὸ ἐν γένει, δὲν προσιδιάζει στοὺς μοναχούς, ὅμως συχνὰ ὁ χριστιανισμὸς
γίνεται ἀποδεκτὸς μόνο ἂν κατάντησε ‘ἀνώδυνος’, ζωὴ ἁγίων ποὺ θαυμάζουμε ἀπὸ
μακριὰ καὶ μὲ τὸ ἀζημίωτο, θρησκευτικὴ διακόσμηση ποὺ σπάει τὴν μονοτονία τῆς
καθημερινότητας μὲ τὰ γραφικὰ καὶ νόστιμα ἔθιμά της, μεταφυσικὴ πηγὴ μιᾶς
ἠθικῆς ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἀπελπισία καὶ διευκολύνει τὴ λαχτάρα γιὰ δύναμη, κ.λπ.
Οὐσία τοῦ μοναχισμοῦ
εἶναι ὁ προσανατολισμὸς στὸν Θεὸ μόνο, ὅπου ἀνανεώνονται χωρὶς νὰ ἔχουν ζητηθεῖ
ὅλες οἱ ὑπόλοιπες σχέσεις, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ κάθε σκοπὸς ποὺ
μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς στὸν βίο του. Ἡ οὐσία τοῦ
μοναχισμοῦ ἀνακοινώνεται στὴν
Καινὴ Διαθήκη καὶ ἀποτελεῖ τὴν καρδιά της:
Ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶν ἡ μεγάλη καὶ
πρώτη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.[2]
Ὁμοιότητα τῆς
δεύτερης ‘ἐντολῆς’ εἶναι ὅτι ἀφορᾶ ἐξίσου τὸ πιὸ σημαντικό, ὅμως ἐξαρτᾶται ἀπὸ
τὴν πρώτη χωρὶς τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὁποίας ματαιώνεται. Πῶς πρέπει νὰ νοηθεῖ ἡ
σχέση τῶν δύο; Ποιό εἶναι τὸ περιεχόμενο καὶ ἡ ἀξία τῆς ἀγάπης τοῦ πλησίον;
Εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα
καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι τε καὶ τὴν ψυχὴν ἑαυτοῦ, οὐ
δύναται εἶναί μου μαθητής.[3]
Πῶς γίνεται ἡ μία
ἐντολὴ νὰ ἐξαίρει τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον καὶ ἡ ἄλλη νὰ τὴν ἀναιρεῖ μέχρι μίσους;
Ποιός εἶναι πλησιέστερος ἀπὸ τοὺς γονεῖς, τὸν σύζυγο, τὰ παιδιά, τὰ ἐγγόνια, τὰ
ἀδέλφια; Τὸ κλειδὶ τῆς ἐξήγησης κρατάει ἡ κτητικὴ ἀντωνυμία ‘ἑαυτοῦ’: δὲν
μισεῖς τὸ ἐγγόνι σου ἐπειδὴ βρίσκεται στὴν ἑξῆς ἡλικία ἢ ἐπειδὴ εἶναι παιδὶ
παιδιοῦ, τὸ μισεῖς ὡς δικό σου. Πατέρας ἢ μητέρα,
παιδὶ ἢ ἐγγόνι, ὅταν ὁ συγγενὴς εἶναι δικός σου δὲν εἶναι πλησίον, κι ἂς
εἴσαστε μαζὶ κάθε μέρα, κι ἂς τὸν γνωρίζεις δεκαετίες, κι ἂς σὲ ἔχει φροντίσει κι ἂς τὸν ἔχεις
φροντίσει.
Ὅπως εἶναι φανερό, ἡ
εἰδοποίηση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ τινάζει στὸν ἀέρα τὴν οἰκογένεια. Ὅμως δὲν γίνεται
νὰ γλυτώσω ἀπὸ τέτοια παγίδα χωρὶς νὰ γλυτώσω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου: μισῶ τὴν
οἰκογένεια ὡς δική μου, σημαίνει ἔχω τὴν ἴδια διάθεση πρὸς ὅλους, στὸν βαθμὸ ποὺ καὶ οἱ
ἴδιοι ἀνταποκρίνονται. Σκοπὸς τοῦ Εὐαγγελίου δὲν εἶναι νὰ ἀποκτήσω ἐχθρότητα γιὰ τοὺς δικούς μου ἀλλὰ νὰ πάψουν νὰ εἶναι δικοί μου, νὰ ἀγαπήσω ὅλους ὅσο ἐκείνους, οὔτε λιγότερο οὔτε
περισσότερο, νὰ ἀποκτήσω μῖσος γιὰ τὴν μεροληψία.
Ὁ μέσος πιστὸς ἔχει
τὸν Θεὸ σὰν κάποιον ποὺ προστατεύει τὶς ἐπιθυμίες του. Ἐκεῖ ἀρχίζει καὶ τελειώνει
ἡ ἀξία τῆς θεότητας, ἐκεῖ ἀποβλέπουν λειτουργίες, τάματα, προσευχές, ὅλο τὸ
‘θρησκευτικὸ καθῆκον’ ποὺ ἐπιτρέπει στὸν ‘εὐσεβῆ’ νὰ αἰσθάνεται πὼς ἔχει
δικαίωμα νὰ ζητάει τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Ὅσο ὑποχωρεῖ ὁ Θεὸς ἐργαλεῖο τόσο
ἀναδύεται ἡ πραγματικότητα, καὶ τότε μπορεῖς νὰ γνωρίζεις
τοὺς πραγματικοὺς δικούς σου, ἀκόμη κι ἂν δὲν τοὺς συνάντησες οὔτε μία φορά,
ἐπειδὴ μοιράζονται μαζί σου τὴν ἴδια συναίσθηση τοῦ Ἱεροῦ. Ἔτσι ἀγαπᾶς καὶ τοὺς
συγγενεῖς μὲ ἕνα διαφορετικὸ τρόπο, ὄχι μόνο ἐπειδὴ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ τὸν Θεὸ
ὅπως ἕνα σκυλάκι ἢ ἕνα δέντρο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχουν, ἂν ἔχουν, ἐπίγνωση τῆς θείας
παρουσίας καὶ ἑνότητα μὲ τὴν θεία βούληση.
Ὅπως σὲ ὅλα τὰ ἄλλα ἔτσι καὶ σ’ αὐτὸ ἔχουμε
διδάσκαλο τὸν Κύριο. Διότι καὶ ὁ ἴδιος πολλὲς φορὲς ἐγκατέλειψε τοὺς κατὰ σάρκα
οἰκείους Του. Καὶ ὅταν ἄκουσε ἀπὸ μερικοὺς τὴν εἰδοποίηση, ἡ μήτηρ σου καὶ
οἱ ἀδελφοί σου ζητοῦσί σε, ἀμέσως ὁ καλός μας
Διδάσκαλος μᾶς ὑπέδειξε τὸ ‘ἀπαθὲς μῖσος’, ἀπαντῶντας,[4]
μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου εἰσὶν οἱ ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν
τοῖς οὐρανοῖς.[5]
Tὸ εὐαγγελικὸ μῖσος γιὰ τοὺς συγγενεῖς
σημαίνει τὸ ὕψος ἀπ’ ὅπου φαίνεται ὁ Λόγος τῆς σχέσης μαζί τους. Γνωρίζοντας
τὸν Λόγο βεβαιώνομαι ποιὸς μὲ ἀγαπάει καὶ ποιὸν ἀγαπάω μέσα ἀπὸ τοὺς ἴδιους καὶ
μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, ὁπότε ὅλη ἡ προσοχὴ στρέφεται στὸν Λόγο. Διαφορετικὰ ἡ αὐτογνωσία γίνεται ἀδύνατο νὰ
ὁλοκληρωθεῖ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἑαυτὸ διαστρέφεται, ὁ ἄλλος ὡς δεύτερος
ἑαυτὸς κρίνεται μὲ νοσηρὰ μέτρα, γοητεύει ἢ ἀπογοητεύει γιὰ κατώτερους λόγους,
καὶ ποτὲ δὲν ἀρκεῖ.
Ἡ οὐσία τοῦ μοναχισμοῦ
δὲν ἀφορᾶ τοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καθέναν στὸν βαθμὸ ποὺ θέλει νὰ μεγαλώσει τὴν
ἐπαφή του μὲ τὰ πράγματα. Ὑπὸ τὴν προϋπόθεση αὐτή, ὁ μοναχὸς μοιάζει νὰ
ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν ‘κοσμικὸ’ βίο ἀδίκως. Ἂν ὅλα συμφέρει νὰ ἀναπτύσσονται
στὴ ζωντανὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό, τί ἐξυπηρετεῖ ἡ φυγὴ στὸ μοναστήρι; Τὸ ἐρώτημα
αὐτὸ συνοψίζει ὅ,τι πιὸ εὔλογο μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ ‘ἐναντίον’ τοῦ μοναχισμοῦ, καὶ
τὸ ἐγείρουν ἤδη οἱ μεγάλοι Ἕλληνες Πατέρες, χωρὶς νὰ ἀπορρίπτουν ἀλλὰ καὶ
ἐνθαρρύνοντας τὴν ἀναχώρηση, εἰδοποιῶντας τοὺς μοναχοὺς νὰ μὴ λησμονοῦν ὅτι τὸ
‘ἐπάγγελμά’ τους δὲν εἶναι ἀναγκαῖο καὶ δὲν ὁδηγεῖ σὲ καμμιὰ ἰδιαίτερη
τελειότητα. Ἴσως στενοχωρήσει ὅσους ἐπικριτὲς τοῦ μοναχισμοῦ νοιάζονται γιὰ τὴν
χριστιανικὴ οὐσία ἢ τὴν κοινωνικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὅμως ὁ μοναχισμὸς πραγματοποιεῖ
ἀκριβῶς μιὰ συμμόρφωση μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ μιὰ οἰκειοποίηση τῆς
χριστιανικῆς οὐσίας, καλλιεργῶντας πιστότητα στὶς χριστιανικὲς ἀρχές — στὶς
ἴδιες ἀκριβῶς
ἀρχές, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες ὁμολογεῖται ὅτι τὸ μοναστήρι δὲν φέρει τὸν ἄνθρωπο ἐγγύτερα στὸν Θεὸ ἀπ’ ὅσο ὁ
‘κοσμικὸς’ βίος.
Στὴν χριστιανοσύνη δὲν ὑπάρχει ἀξία ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ ἐλευθερία — οὔτε κἂν ἡ
πίστη. Μὲ τὴν ἐλευθερία του καὶ κρίνοντας τὶς ἐπιθυμίες του καὶ τοὺς τρόπους μὲ
τοὺς ὁποίους τὶς ἱκανοποιεῖ, μπορεῖ καθένας νὰ ζημιώσει τὸν ἑαυτό του ἢ νὰ τὸν
ὠφελήσει. Ἀπὸ σεβασμὸ στὴν ἀτομικὴ ἐλευθερία ἡ Ἐκκλησία, ἔστω μὲ καθυστέρηση
καὶ ἀπρόθυμα, ἀποφάσισε νὰ ἀναμιχθεῖ στὸ ζήτημα τοῦ γάμου εὐλογῶντας τον μὲ μιὰ
Ἀκολουθία καὶ ἀποδίδοντάς του τὴν ἀξία Μυστηρίου, μολονότι ἐπὶ αἰῶνες τὸν
θεωροῦσε ‘κοσμικὴ’ ὑπόθεση ποὺ δὲν τὴν ἀφοροῦσε ἰδιαίτερα. Κάτι παρόμοιο ἔγινε
μὲ τὸν μοναχισμό. Ἀναχωρητισμὸς ὑπάρχει στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα,[6] στὸ ἀρχαῖο Ἰσραὴλ ἐπίσης, καὶ ἐμφανίζεται ἤδη στὶς
πρῶτες χριστιανικὲς κοινότητες, γρήγορα φθάνοντας στὴν ἵδρυση ὀργανωμένων
κοινοβίων. Ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχθηκε τὸν μοναχισμὸ ἀπὸ σεβασμὸ στὴν ἀτομικὴ
ἐλευθερία, χωρὶς νὰ τὸν θεωρεῖ οὔτε ἀναγκαῖο οὔτε ἄχρηστο. Ὅποιος ἀκολουθεῖ τὴν
μοναχικὴ ὁδὸ δὲν κατευθύνεται σὲ μιὰ ἀνώτερη τελειότητα ἀπρόσιτη γιὰ τοὺς
ὑπόλοιπους, ἁπλῶς προσφέρει στὸν ἑαυτό του τὸν τρόπο ποὺ πιστεύει ὅτι τὸν
βοηθάει νὰ ξεπεράσει τὶς ἀδυναμίες του καὶ νὰ φθάσει στὸν κοινὸ προορισμὸ ὅλων
ὅσοι θέλουν νὰ μεγαλώσουν τὴν ἐπαφή τους μὲ τὴν πραγματικότητα, νὰ ἔρθουν σὲ
ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποκτήσουν οἰκειότητα μαζί Του.
*
Μὲ τὸν Βασίλειο καὶ
τὸν Κασσιανὸ προσεγγίζει κανεὶς τὶς ἀρχὲς τῆς ὀργανωμένης ἄσκησης σὲ ἀνατολικὴ
καὶ δυτικὴ χριστιανοσύνη, ὅταν ὁ ‘ἀγγελικὸς βίος’ ἀποκτοῦσε συστηματικὴ μορφή.
Ἐφόσον οἱ πρῶτες Ἐκκλησίες ἦταν ἑλληνικὲς καὶ οἱ πρῶτοι αἰῶνες τῆς
χριστιανοσύνης ἀνήκουν οὐσιαστικὰ στὴν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ,[7] εἶναι φυσικὸ γιὰ τὸν μοναχισμὸ ἐπίσης νὰ προκύπτει
ὡς στοιχεῖο τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἀπ’ ὅπου υἱοθετεῖται στὴν λατινικὴ Δύση
καὶ ἔπειτα σὲ ἄλλες παραδόσεις, κάθε φορὰ προσαρμοζόμενος στὴν φύση
ἐποχῶν καὶ περιοχῶν, ἀποκτῶντας λιγότερο ἢ περισσότερο διαφορετικὲς μορφές. Μὲ
τὸν Βασίλειο καὶ τὸν Κασσιανὸ ἀναγνωρίζονται δυνατότητες τῆς ἄσκησης καὶ
μάλιστα πρωταρχικές, ποὺ ἐνδιαφέρουν ὄχι μόνο γιὰ μιὰ ἐγκυκλοπαιδικὴ ἀποτίμηση
ἀλλὰ γιὰ τὴν διαμόρφωση προσωπικῶν κριτηρίων ζωῆς. Ποιά εἶναι ἡ πιθανὴ
παιδαγωγική τους δύναμη σήμερα, σὲ ποιό βαθμὸ οἱ εἰσηγήσεις αὐτὲς ἀφοροῦν καὶ
αὐτοτελῶς τὶς Ἐκκλησίες καὶ καθένα προσωπικά, πέρα ἀπὸ τὴν ἱστορική τους
σπουδαιότητα καὶ τὴν μεγαλύτερη ἢ μικρότερη ‘ἐνσωμάτωσή’ τους σὲ σημερινοὺς
ἀσκητικοὺς τρόπους, ἀπ’ ὅπου ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν ἐνεργὸ παρουσία; Ἤδη ἡ ἁπλὴ
σύγκριση τῶν ποιοτήτων καὶ ἡ διαπίστωση σχέσεων ἢ ἀποστάσεων, θὰ μποροῦσε νὰ
βοηθήσει καὶ ἀλλιῶς τὴν κατανόηση, ὑποδεικνύοντας διαφορὲς σὲ ὁλόκληρες
νοοτροπίες, ἀπ’ ὅπου δυνατότητες περίσκεψης καὶ ἀναθεωρήσεων. Αὐτὸ ἀκούγεται
τώρα ἀφηρημένο ἀλλὰ θὰ γίνει στὴν πορεία κατανοητὸ μὲ λεπτομέρειες καὶ θὰ φανεῖ
ἡ σπουδαιότητά του.
Ὁμολογεῖται πὼς “ἡ
ἐπίδραση τοῦ Μ. Βασιλείου στὴν ἀσκητικὴ γραμματεία τῆς Δύσης εἶναι συχνὰ
δύσκολο νὰ προσδιοριστεῖ μὲ βεβαιότητα”.[8] Στὴν
περίπτωση ἐπίσης τῆς ἐπίδρασης στὸν Κασσιανό, ἂν ὑπάρχουν σχέσεις, κάτι ποὺ θὰ
δοῦμε ἀρκετὰ ἀναλυτικά, ποτὲ δὲν ἀποκλείουν τὸ ἐνδεχόμενο ἁπλῶν συμπτώσεων ἢ
ἐξαρτήσεων ἀπὸ κοινὴ πηγή.[9] Ὁ Βασίλειος ἐν τέλει
μοιάζει μὲ φάντασμα ποὺ περιφέρεται στὸ ἔργο τοῦ Κασσιανοῦ χωρὶς νὰ τὸ ἔχει δεῖ
κανεὶς πραγματικά.[10] Ὅμως ἤδη κάτι τόσο σημαντικὸ
ὅσο ἡ ὁρολογία ἐπιτρέπει μιὰ πρώτη ἔγκυρη εἰκόνα.
Στὰ ἔργα ἐκεῖνα τοῦ
Βασίλειου ποὺ ἀπευθύνονται κυρίως σὲ μοναχούς, δὲν θὰ βρεθεῖ πουθενὰ ὁ ὅρος μοναχός!
Οἱ σχετικοὶ ὅροι μονάζειν καὶ μοναστικὸς χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ
ἐπικριθοῦν καὶ ἀπορριφθοῦν. Καὶ ἂν πράγματι ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης
οὐσιαστικὰ ἀπηύθυνε τοὺς ἀσκητικοὺς Ὅρους του στὸ σύνολο τῆς Ἐκκλησίας, θὰ φαινόταν ἴσως εὔλογη ἡ ἀποσιώπηση τοῦ μονάζειν καὶ τῶν σχετικῶν, θὰ ἀπαιτοῦσε ὅμως
πολὺ προσεκτικὴ ἐξήγηση ἡ ρητὴ ἀπόρριψή τους. Πῶς γίνεται
σὲ ἀσκητικὰ ἔργα τέτοιας ἔκτασης ὅπως εἶναι οἱ Ὅροι κατὰ πλάτος καὶ κατ’
ἐπιτομήν, τὸ μονάζειν καὶ τὰ παράγωγά του νὰ χρησιμοποιοῦνται
ἀποκλειστικῶς γιὰ νὰ ἐπικριθοῦν;
Τίς οὖν οὐκ οἶδεν, ὅτι ἥμερον καὶ κοινωνικὸν
ζῷον ὁ ἄνθρωπος καὶ οὐχὶ μοναστικὸν οὐδὲ ἄγριον; Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἴδιον τῆς
φύσεως ἡμῶν, ὡς τὸ κοινωνεῖν ἀλλήλοις καὶ χρῄζειν ἀλλήλων καὶ ἀγαπᾶν τὸ ὁμόφυλον.[11]
Εἶναι φανερό, καὶ θὰ ἀναδειχθεῖ μὲ ἱκανὰ
στοιχεῖα, ὅτι προηγεῖται συνειδητὴ ἀπόφαση τοῦ Βασίλειου νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ
μιὰ συγκεκριμένη νοοτροπία τῆς Ἐκκλησίας, συμβουλεύοντας τὴν χριστιανοσύνη νὰ
καταργήσει τὶς ἐρημιτικὲς μορφὲς τῆς ἄσκησης, παρὰ τὸ ὑψηλὸ προηγούμενο τοῦ Μ.
Ἀντωνίου, μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ ὁποίου εἶχε συνταχθεῖ ἐμπνέοντας τὴν ἀνάπτυξη
τοῦ μοναχισμοῦ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση μιὰ μορφὴ οἰκουμενικοῦ κύρους ὅπως ἦταν ὁ Μ.
Ἀθανάσιος. Ὁ Βασίλειος ὑπῆρξε ὁ κύριος ὀργανωτὴς τοῦ ἄναρχου καὶ ταλαιπωρούμενου
ἀπὸ γνωστικὲς καὶ μεσσαλιανικὲς τάσεις μοναχισμοῦ στὴν Μικρὰ Ἀσία, καὶ σὲ
μεγάλο βαθμὸ ἱδρυτὴς “τοῦ ὁλοκληρωμένου καὶ αὐθεντικοῦ κοινοβιακοῦ συστήματος
στὴν ἀνατολικὴ Ἐκκλησία”,[12] ἀναιρῶντας τὸ
ἐρημιτικὸ πρότυπο καὶ ἐξηγῶντας πὼς ἡ ἀσκητικὴ ἐπιλογὴ δὲν εἶναι μιὰ εἰδίκευση
ἀλλὰ ἀφορᾶ τὴν Ἐκκλησία στὸ σύνολό της.
___________
Σημειώσεις
Πρβλ. Συντμήσεις / Βιβλιογραφία
1 Βλ. ὅσα γράφω στὸ κεφ. “Σπουδαιότητα τῆς Βίβλου”, Ἡ Ἄλλη Ζωή, σ. 25 κ.ἑ.
2 Ματθ. 22, 37–39. Βλ. ἐπίσης Ματθ. 16,
24: εἴ τις θέλει
ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν
σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι. Μᾶρκ. 10, 21: ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ ἕξεις
θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.
3 Λουκ. 14, 26. Βλ. ἀκόμη ὅσα γράφω στὸ κεφάλαιο
“Ἂς σκεφτοῦμε τὴν γαμήλια Ἀκολουθία”, Στοιχεῖα, σ. 103 κ.ἑ., καὶ στὸ κεφάλαιο “Ἀξίες τοῦ γάμου”, Κιβωτός, σ. 81 κ.ἑ.
4 Βλ. Ματθ. 12, 47–50.
5 Κλῖμαξ Γ΄ 19.
6 Βλ. ὅσα γράφω στοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες, σ. 225 καὶ 230 κ.ἑ.
7 Βλ. ὅσα γράφω στὸ κεφ. “Οἱ πρῶτοι χριστιανοί”, Οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες, σ. 17 κ.ἑ.
8 Βλ. Ledoyen, “Saint Basile dans la tradition..., σ.
30.
9 Τὸ ἴδιο ἀλλοῦ. Ὁ Lorenz, γιὰ παράδειγμα, συγκρίνοντας τὰ Instituta monachorum μὲ τὴν ἀσκητικὴ τοῦ Αὐγουστίνου βρῆκε ὁμοιότητες, χωρὶς νὰ ἀποδείξει ἄμεση ἐξάρτηση, καὶ ἐν τέλει τὶς ἀπέδοσε σὲ κοινὲς πηγές, στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ὅλη παράδοση τῆς
χριστιανοσύνης. Βλ. R. Lorenz, “Die Anfänge des
abendlädischen Mönchtums im 4. Jahrhundert”: Zeitschrift für Kierchengeschichte 77
(1966), σ. 1–61, ὅπου παραπέμπει ὁ Ledoyen, ὅ.π., σ. 38.
10 Συνοπτικὴ καταγραφὴ τῆς σχετικῆς ἔρευνας βλ. εἰς Ledoyen, ὅ.π., σ. 38–39.
11 ΚΠ γ΄.
12 Βλ. Mendieta, “Le système cénobitique..., σ.
69, καὶ ἐπίσης Gain, L’Église de Cappadoce..., σ. 138 κ.ἑ.