Ἐπίλογος — μία καρδιά, μία ψυχή
Ἀποσπάσματα ἀπό: Γ. Βαλσάμης, Ἀσκητική, Ἀθήνα 2020, σ. 248-262. Ἀποσιωπητικὰ σὲ ἀγγύλες [...] δηλώνουν κείμενο ποὺ ὑπάρχει μόνο στὴν ἔντυπη ἔκδοση. Πίνακας Περιεχομένων
Δύσκολα θὰ ὑπερέβαλλε
κανεὶς ὅσο κι ἂν τόνιζε τὴν σπουδαιότητα ποὺ ἔχει ἡ Ἁγία Γραφὴ στὸν Βασίλειο, ὁ
ὁποῖος παρέκαμψε τὴν μοναστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου οὐδέποτε
παραπέμπει, καὶ θεμελίωσε τὴν ἀσκητική του ἀποκλειστικὰ στὴν δική του ἑρμηνεία
τῆς Βίβλου, ἀναδεικνύοντας ἔμπρακτα ὡς πρωταρχικὸ μέτρο τῆς
εὐσέβειας τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν ἐλευθερία. Ὅταν οἱ συνασκητές του ἤδη στὸν
Πόντο ζήτησαν νὰ τοὺς συμπαρασταθεῖ, δημιούργησε μιὰ ἀνθολογία τῆς Καινῆς
Διαθήκης μὲ θεματολογικὴ κατανομὴ καὶ μὲ δικά του σχόλια. Στὴν συνέχεια μὲ τοὺς
Ὅρους ἑστίασε ἀκόμη περισσότερο σὲ ἀσκητικὰ ζητήματα, φροντίζοντας πάντα νὰ ἀντλεῖ ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν Βίβλο, τὴν ὁποία
προέταξε ὡς μόνη αὐθεντία γιὰ κάθε πιστό, μοναχὸ ἢ μή,
στὴν οὐσία ἀναθέτοντας τὸ μέτρο στὴν προσωπικὴ ἑρμηνεία καὶ τὴν συζήτηση.
Ἡ διάκριση τοῦ Κασσιανοῦ ἀνάμεσα στὸ χλιαρὸ πλῆθος τῶν πιστῶν καὶ τὸν ‘ἀληθινὸ Ἰσραὴλ’ τοῦ
μοναχισμοῦ, στὸν Βασίλειο δὲν
μπορεῖ νὰ ἔχει παρὰ μόνο τὸ νόημα μιᾶς παρεξήγησης. Ὅταν οἱ συνασκητές του
ρώτησαν, ἄρα τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν μὴ φυλάσσοντα πάσας τὰς ἐντολὰς
ἀνόνητον ἕξει τήν τινων φυλακήν;[500] ὁ Βασίλειος ἀπάντησε καταφατικά,
θυμίζοντας τὴν περίπτωση τοῦ Πέτρου.
Πρὸς τοῦτο τοῦ μακαρίου Πέτρου μνημονεῦσαι
καλόν, τοῦ μετὰ τοσαῦτα μὲν κατορθώματα, τοιούτους δὲ μακαρισμούς, ἐφ’ ἑνὶ μόνῳ
ἀκούοντος, ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ.[501]
Μεγάλη ἀδυναμία τοῦ
ἐρημιτικοῦ τρόπου, ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν Κασσιανό, εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀθέτηση τῆς
εὐαγγελικῆς τελειότητας. Στὸ προοίμιο τῆς Ὑποτύπωσης ὁ Βασίλειος
χρησιμοποιεῖ πιὸ σκληρὴ γλῶσσα ὅταν ἀναφέρεται στὶς ἐκ
τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς ἀποδείξεις περὶ τοῦ πᾶσαν
παράβασιν ἐντολῆς Θεοῦ σφοδρῶς καὶ φοβερῶς ἐκδικεῖσθαι,
ὥστε εἰ καὶ τὰ πλεῖστά τις κατωρθωκέναι δοκεῖ, ὀλίγον δέ που ἢ καὶ μιᾶς ἡστινοσοῦν ἐντολῆς ἀμελήσει ἢ τῷ
πλημμελήσαντι ἀδιαφόρως ἐφησυχάσει καὶ μὴ ζῆλον ἀγαθὸν κατὰ τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ
ἐπιδείξεται, ἐπὶ ταύτῃ μόνῃ δίκας ὑπέχει. κἂν ἐξ ἀγνοίας πάθῃ τι τοιοῦτον
οὐδὲ οὕτως ἀτιμώρητος διαφεύγει.[502]
Οἱ ἀναφορὲς σὲ ἐντολή, παράβαση, δίκη,
τιμωρία, ἐκδίκηση..., ὅλο αὐτὸ τὸ νομικιστικὸ λεξιλόγιο εὐνοεῖ
παρερμηνεῖες. Σίγουρα δὲν εἶναι τυχαία ἡ χρήση τέτοιων ὅρων. Βρισκόμαστε στὶς
ἀρχὲς τῆς χριστιανοσύνης, δὲν ἀξιοποιήθηκε ἀκόμη ἀρκετὰ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη
καὶ εἶναι πιὸ ἔντονη ἡ ἑβραϊκὴ ἰδέα τοῦ Νόμου. Ὅμως ἡ νέα πνευματικότητα
διαφαίνεται ἤδη μὲ ἀρκετὴ δύναμη. Ἡ ἄγνοια τῶν ἐντολῶν δὲν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν
προσωπικὴ εὐθύνη! Πῶς δὲν θὰ ἦταν παράλογο; Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ τηρήσω τὶς
ἐντολὲς ἂν τὶς ἀγνοῶ; Ἡ προειδοποίηση τοῦ Βασίλειου εἶναι ἐξωφρενική, ἐκτὸς ἂν
τὰ κριτήρια δὲν ἀφοροῦν τυπικὲς συμμορφώσεις καὶ παραβάσεις. Ὅ,τι ζητοῦν οἱ
ἐντολὲς εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπὸ ἐντολές. Ὀνομάζονται ‘ἐντολὲς’ γιὰ νὰ ξεχωρίζει ἡ κρισιμότητά τους, ὅμως εἶναι
πράγματι δεῖκτες καὶ μέτρα.
Τηροῦνται ἢ ἀθετοῦνται καὶ ὅταν κάποιος ἀγνοεῖ ποιὲς εἶναι, ἐπειδὴ τήρηση καὶ
ἀθέτησή τους δὲν εἶναι παρὰ ἡ συμφωνία καθενὸς μὲ τὸν
ἑαυτό του, ἡ πραγματοποίηση τῆς προσωπικῆς βούλησης. Ἡ ‘ἐντολὴ’ ὅπως δείκτης βεβαιώνει ποῦ βρίσκεται ἡ ἀξία
καὶ συμβάλλει στὴν ἐπίγνωση ὅσων δὲν μπορῶ παρὰ νὰ εἶμαι ἀκόμη κι ἂν
ὑποκρίνομαι.[503] Γι’ αὐτὸ στὴν διδασκαλία βρίσκεται
ἡ σπουδαιότερη ἀρετὴ τοῦ προεστῶτος.[504] Συμφέρει
κανεὶς νὰ βεβαιώνεται, νὰ γνωρίζει καὶ νὰ ἀλλάζει μὲ δύναμη τὸν ἑαυτό του[505] ὥστε νὰ γίνεται χρήσιμος καὶ σὲ ἄλλους. Τὸ
κοινόβιο ὅπως συνολικὰ ἡ Ἐκκλησία, ὑπάρχει σωστὰ ὅσο καλλιεργεῖ ἐπίγνωση καὶ συμπαράσταση. Ἡ ἐπίγνωση δυναμώνει τὴν προσωπικότητα καὶ
τὴν στερεώνει, ὅμως ἡ καθαρὴ
ἐλευθερία ἐπιλέγει τὶς ποιότητες προτοῦ ἀκόμη γίνουν συνειδητές. Ἔτσι ἀργὰ ἢ
γρήγορα ἀπὸ μόνος του ὁ βίος καθενὸς ὁδηγεῖ στὴν ὑψηλότερη πραγματικότητα τὴν
ὁποία σημαίνουν καὶ οἱ ‘ἐντολές’, ἢ ἀπομακρύνει. Ἡ ἁμαρτία ὅπως ἀκριβῶς ἡ
ἁγιότητα δὲν εἶναι παρὰ ἀναγκαία ἐκδήλωση τῆς ἐλευθερίας καθενός. Ἑπομένως
τιμωρία δὲν νοεῖται, τιμωρία εἶναι ὁ ἑαυτὸς ποὺ δημιουργεῖ κανείς, καὶ τὸ ἴδιο
ἡ σωτηρία.
Ὁ Βασίλειος
ἀναγνωρίζει στὴν ἀσκητικὴ ἀναχώρηση ὅ,τι ἔχει νὰ κάνει ὁποιοσδήποτε πιστὸς
ἀνεξαιρέτως, μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν κοσμικότητα διευκολύνει —
καιρὸς ἐπιτήδειος ἡμῖν ὁ παρών, καὶ τόπος οὗτος ἡσυχίαν παρέχων καὶ σχολὴν
πᾶσαν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν θορύβων[506] — καὶ φροντίζει νὰ θυμίζει ὅτι, δεῖ
τέλειον εἶναι τὸν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπον. Στὴν Εἰκόνα καὶ
μόνο σώζονται ὅλοι, ὄχι ἰδίως οἱ ἀσκητές, ἑπομένως εἶναι γιὰ ὅλους ἀνάγκη πᾶσα διὰ πάσης ἐντολῆς καθαρισθῆναι ‘εἰς μέτρον ἡλικίας
τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ’.[507] Ὁ Βασίλειος δὲν προτείνει μιὰ δυσχερῆ συγκρότηση
τῆς προσωπικότητας μὲ τὶς πιὸ σπάνιες ἀρετὲς ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο, προειδοποιεῖ ὅτι
δὲν γίνεται νὰ εἶσαι ἀρκετὰ εὐχαριστημένος καὶ ἀρκετὰ σωστός, ἂν δὲν γίνεις τὸ
πιὸ ἁπλὸ γιὰ σένα, ποὺ εἶναι ὁ ἑαυτός σου.
Σύμφωνα μὲ τὸν
Κασσιανὸ ἡ συχνὴ σπουδὴ τῆς Βίβλου, παράλληλα μὲ τὶς νηστεῖες, τὶς ἀγρυπνίες
καὶ τὶς προσευχές, βοηθάει νὰ ἀπομακρύνεται ὁ νοῦς ἀπὸ ‘κοσμικὲς’ μέριμνες.[508] Ὡς πηγὴ πνευματικῶν σκέψεων, ἡ σπουδὴ
συμπορεύεται μὲ τὴ μνήμη ἀγαθῶν πράξεων καὶ τὴν ὅραση θείων μυστηρίων.[509] Δὲν εἶναι ἀνώφελη οὔτε κἂν ἡ ἀποστήθιση καὶ ἀκόμα
ἡ ἀπαγγελία τῶν Γραφῶν,[510] ὅμως ἡ προσήλωση στὴν
προσευχὴ ξεπερνάει τὶς τυχαῖες ἀναγνώσεις,[511] ποὺ
οὔτε κἂν χρειάζονται ὅταν ἡ ἐπανάληψη καὶ μόνο ἑνὸς στίχου ἀρκεῖ γιὰ νὰ
καθαρίσει ὁ νοῦς καὶ νὰ ὑψωθεῖ ἡ σκέψη στὸν Θεό.[512]
Καὶ αὐτὴ εἶναι μιὰ σωστὴ παρατήρηση, ὅμως μὲ τὴν κάθαρση τοῦ ἑνὸς στίχου δὲν
ἀπορρίπτονται μόνο οἱ ‘κοσμικὲς’ ἐξαρτήσεις ἀλλὰ περιφρονεῖται ἡ ἴδια ἡ λογικὴ
δύναμη καὶ ὁ χρόνος ὡς δημιουργία. Εἶναι ἀντίληψη ἐγγύτερη στὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ
ἀπ’ ὅσο στὸν Βασίλειο, καὶ ἂν εἶχε γίνει πλήρως ἀποδεκτή, θὰ εἶχε ἀποξενώσει
τὴν χριστιανοσύνη ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ γράμματα, τὴν ἔρευνα, τὶς ἐπιστῆμες
καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἱστορίας ὡς ‘κοσμικῆς’ ἢ ἐφήμερης γονιμότητας.
Δυστυχῶς στὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ἐκτιμήθηκε περισσότερο ἀπ’ ὅσο στὴν Δύση, ἀκόμα
καὶ ‘χάρη’ στὸν Παλαμᾶ, εὐνοῶντας στειρότητα, ποιμαντικὴ ἀσθένεια[513] καὶ σχετικὴ ἀποξένωση ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ ἑαυτό. Ὁ
ἀββᾶς Θεόδωρος ἦταν ἀγράμματος ἀλλὰ μποροῦσε νὰ ἐπιλύει ἑρμηνευτικὰ ζητήματα
προσευχόμενος,[514] ἐνῶ ἀπέτρεπε ἀπὸ τὴν σπουδὴ
ἑρμηνευτῶν διδάσκοντας πὼς ἡ ὀρθὴ κατανόηση ἀπαιτεῖ μόνο καθαρότητα ἀπὸ τὰ
πάθη.[515] Ἂν ὅμως καθένας ποὺ διαβάζει παρεξηγεῖ,
ποιά εἶναι ἡ ἀξία τῆς σπουδῆς καὶ τῆς ἴδιας τῆς καθαρότητας; Ἂν κάποιος
ἑρμηνεύει σωστά, γιατί θὰ τὸν ἀγνοήσω; Ἂν δὲν μπορῶ νὰ διακρίνω τὶς
παρερμηνεῖες, τί βεβαιώνει τὴν ἀξία τῆς δικῆς μου ἑρμηνείας, ἢ πῶς γίνεται νὰ σφάλλουν οἱ πάντες ἐκτὸς ἀπὸ μένα; Μία σκέψη ποὺ νομίζει πὼς ὅλα τὰ ζητήματα ἐπιλύονται διὰ
μαγείας–προσευχῆς, δὲν ἐγείρει τέτοιες ἀπορίες, ἡ λογικὴ ἐξανεμίζεται, καὶ ὁ
ἄνθρωπος προδίδει τὰ ἴδια τὰ χαρίσματά του, ἀποξενώνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἰρωνικά,
τὴν ὥρα ποὺ νομίζει ὅτι τὸν πλησιάζει.
Σύμφωνα μὲ τὸν
Βασίλειο, ὁ Ἡγούμενος χρειάζεται νὰ ἔχει πλήρη γνώση τῆς
Βίβλου ἐνῶ γιὰ τοὺς ἄλλους αὐτὸ θὰ
σήμαινε ἀπαράδεκτη περιέργεια,[516] γι’ αὐτοὺς ἀρκεῖ
νὰ μαθαίνουν τὰ σχετικὰ μὲ τὰ καθήκοντά τους, μηδὲν
πλέον περιεργαζόμενοι! Κάποια γνώση τῶν ἱερῶν κειμένων ἀπαιτεῖται ἀπ’ ὅλους εἴς τε πληροφορίαν τῆς
θεοσεβείας καὶ ὑπὲρ τοῦ μὴ προσεθισθῆναι ἀνθρωπίναις παραδόσεσιν,[517] ὅμως τί ὁρίζει ποῦ τελειώνει
ἡ πληροφορία τῆς θεοσέβειας καὶ ποῦ ἀρχίζει ἡ περιέργεια; Ἔπειτα, μὲ ποιό τρόπο ἐξασφαλίζεται ἡ σωστὴ
ἑρμηνεία καὶ τὸ μέτρο τῆς συζήτησης; Εἶναι πάντα δυνατὸς ὁ διορισμὸς
κατηρτισμένων, φωτισμένων καὶ εὐφυῶν Ἡγουμένων; Πόσοι μποροῦν νὰ βρεθοῦν γιὰ ὅλα τὰ μοναστήρια; Πέρα
ἀπὸ αὐτό, γιατί χρειάζεται νὰ ἀποτρέπονται οἱ μοναχοὶ ἀπὸ τὴν σπουδὴ τῆς
Βίβλου; Πῶς θὰ τὸ ἐξηγήσει αὐτὸ ὁ Ἡγούμενος σὲ συνασκητές του ἐξίσου ἢ
περισσότερο φιλομαθεῖς ἀπὸ τὸν ἴδιο; Γιατί τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ περισσότερη γνώση
εἶναι περιέργεια καὶ ὄχι φιλομάθεια; Δυστυχῶς αὐτὰ ὁ Βασίλειος δὲν φαίνεται νὰ
τὰ ὑπολογίζει, στὴν οὐσία συμβάλλοντας στὴν ἀνάπτυξη τῆς θλιβερῆς
νοοτροπίας τοῦ πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα. Ἔτσι ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου
Νύσσης ἔφθασε νὰ συγκρουστεῖ ἄθελά του μὲ τὴν ἴδια τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸ βιβλίο
ποὺ προσπάθησε νὰ σεβαστεῖ περισσότερο ἀπ’ ὁτιδήποτε.[518]
Σήμερα τὸ πολιτισμικὸ
περιβάλλον εἶναι ἀρκετὰ διαφορετικό, μὲ ἀγαθὲς συνέπειες. Ἡ χριστιανικὴ
γραμματεία, καὶ ὄχι μόνο, ἔχει ἔκταση ἀπὸ μόνη της ἱκανὴ νὰ ἐξωθεῖ στὴν σπουδὴ
καὶ νὰ τὴν ὑποστηρίζει, ὁπότε ὁ Ἡγούμενος ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν γίνεται νὰ
ἀποτελεῖ μοναδικὴ περίπτωση σκέψης καὶ συγκρότησης. Τὴν μέριμνα γιὰ σοβαρότητα
διαφυλάσσουν ἑρμηνευτικὲς παραδόσεις δύο χιλιετιῶν πολλῶν σημαντικῶν ἔργων καὶ νέων
ποὺ δημιουργοῦνται συνεχῶς. Περαιτέρω, ἡ ἀνακάλυψη τῆς τυπογραφίας, στὶς ἡμέρες
μας ἐπίσης ψηφιακῆς, προσφέρει σὲ ὅποιον ἐνδιαφέρεται ὑλικὸ ἐντυπωσιακῆς
ἔκτασης καὶ ὅλων τῶν ποιοτήτων. Κι ἂν δὲν μπορῶ νὰ διακρίνω καὶ νὰ ἀξιολογήσω
τὶς ποιότητες, ποιά λογοκρισία θὰ μὲ προφύλασσε, ποιά προφύλαξη θὰ εἶχε νόημα;
Μὲ δεδομένη τὴν γενικὴ ἄνοδο τοῦ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, ὁ Βασίλειος δὲν
ἀποκλείεται σήμερα νὰ ἀντιμετώπιζε ὡς ἑρμηνευτικὴ τὴν οὐσία τῆς ἀσκητικῆς
κοινότητας, μὲ τὸν Ἡγούμενο νὰ συντονίζει τὴν συζήτηση καὶ νὰ ἐπιβλέπει τὶς
πρακτικὲς συνέπειές της. Συνοψίζοντας
τὴν μαρτυρία τοῦ Γρηγόριου Θεολόγου γιὰ τὸν Βασίλειο, ὁ Χρήστου σημειώνει πὼς “ἡ μοναχικὴ κοινότης τοῦ Πόντου ἀπεκαλεῖτο ὑπὸ τῶν μελῶν της φροντιστήριον καὶ σχολή. Τὴν ἰδίαν μορφὴν εἶχε καὶ ἡ κοινότης του εἰς τὴν Καισάρειαν, ὅπου ἐμορφώθησαν ὁ Ἀμφιλόχιος καὶ ὁ διάδοχος τοῦ Βασιλείου Ἑλλάδιος”.[519]
Πολλοὶ ὅροι ἀσχολοῦνται μὲ
τὴν ἐξήγηση τῆς Βίβλου, ἀπ’ ὅπου διαφαίνεται ἕνα σημαντικὸ στοιχεῖο γιὰ τὸν
τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο προσέγγιζε ὁ Βασίλειος τὸ ἱερὸ κείμενο. Ὁ δισταγμὸς ποὺ ὑπάρχει σὲ ἐκφράσεις ὅπως λογίζομαι,
οἶμαι, νομίζω, κ.λπ., ἴσως σημαίνει πὼς ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου
Νύσσης προτείνοντας τὴν προσωπική του ἑρμηνεία δίδασκε στὴν πράξη ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς σπουδῆς τὴν ἐπίγνωση τῆς αὐθεντίας τοῦ ἴδιου τοῦ κειμένου, ἑπομένως τὴν μεγάλη προσοχὴ ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἐξήγηση, τὴν διαρκῆ ἑτοιμότητα γιὰ ἀναγνώριση σφαλμάτων
καὶ τὴν ἀνοιχτότητα σὲ νέες ἑρμηνεῖες. Ἔτσι ὁ Βασίλειος ξεπερνάει μόνος του τὸν ἑαυτό του, εἴτε ἀπὸ διαίσθηση
εἴτε ἴσως συνειδητὰ διστάζοντας γιὰ κάποιες θέσεις του.
Ἡ παραίνεση νὰ μὴν
ἐξηγοῦν τὸ κείμενο οὔτε οἱ πιὸ σεβαστοὶ Γέροντες ἀλλὰ μόνο
ὁ προεστώς, ἢ ὅταν αὐτὸς ἀπουσιάζει, ὁ ἀναπληρωτής του, σημαίνει πὼς ὁ
Βασίλειος προσπάθησε νὰ ἀποφύγει κακοδοξίες καὶ πιὸ γενικὰ τὴν ἐπιπόλαιη ἀντιμετώπιση
τῆς θεολογίας, ἀκόμη πιὸ προβληματικὴ σὲ ἐποχὲς ποὺ διαμορφώνονταν οἱ ἴδιες οἱ
πρῶτες θεολογικὲς ἀρχές. Ἀναδεικνύοντας
ὡς οὐσία τῆς ἄσκησης τὴν συνειδητότητα, τὴν κριτικὴ καὶ τὴν αὐτογνωσία, ὁ
Βασίλειος δίνει ὅλες τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ ἐνταχθεῖ στὴν κοινοβιακὴ ἄσκηση
καὶ μᾶλλον στὸν συνολικὸ βίο τῆς Ἐκκλησίας ἡ συστηματικὴ καλλιέργεια τῶν
γραμμάτων. Ἡ θύραθεν γραμματεία, δηλαδὴ ἡ ἀρχαία ἑλληνική, ἀναγνωρίζεται
πολύτιμη, καὶ χρειάζεται ὁ Ἡγούμενος νὰ διακρίνει ποιοὶ εἶναι κατάλληλοι νὰ
ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν σπουδή της.[520] Ὅμως ἡ διάθεση αὐτή, ὑπαρκτὴ ἀλλὰ ἤδη ὑποτονικὴ καὶ στὸν ἴδιο, δὲν
ἀναπτύχθηκε οὔτε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἑπομένων αἰώνων.
Οἱ Βυζαντινοὶ δὲν
μπόρεσαν νὰ διδαχθοῦν οὔτε κἂν ἀπὸ τὸν ἔμπρακτο θαυμασμὸ τῆς Δύσης γιὰ τὰ
ἀρχαῖα ἑλληνικὰ γράμματα. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ
Στουδίου, μὲ τὴν σημαντικὴ θέση ποὺ εἶχε στὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν ἡ μελέτη, δὲν
ἐνδιέφερε παρὰ μόνο ἡ ἐξυπηρέτηση τῆς θρησκευτικότητας, γι’ αὐτὸ ὑπῆρξε
ἐντυπωσιακὴ ἀπουσία ‘κοσμικῶν’ συγγραμμάτων. Ὅπως σημειώνει ἡ J. Hussey, from
such inventories as have survived it would appear that few secular works were
to be found in a monastic library, and those perhaps only by chance.[521] Ὅμως δὲν χρειάζεται νὰ γνωρίζει
κανεὶς τὴν ἱστορία τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, ὅταν μπορεῖ νὰ κρίνει τὸ δέντρο
ἀπὸ τοὺς καρπούς. Εἶναι γεγονὸς ὅτι στὸ Βυζάντιο δὲν ἀναπτύχθηκε τίποτα ἀνάλογο
τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ, τὰ ἀρχαῖα κείμενα ἀντιγράφονταν ἀλλὰ σπανίως
μελετῶνταν ἀρκετὰ ἢ γόνιμα, καὶ συχνὰ ἢ συνήθως διαβάλλονταν ὡς προερχόμενα ἀπὸ
ἕνα παγανιστικὸ καὶ παρωχημένο πολιτισμό...
Ἡ ἀξιοθρήνητη αὐτὴ ‘κριτικὴ’ δὲν
σπανίζει ἀκόμη σήμερα σὲ ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους τῆς ἑλληνόφωνης τουλάχιστον
Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι ὑπονομεύθηκε ἀπόλυτα ἡ καθοριστικὴ σπουδαιότητα ποὺ ἔχει γιὰ
τὴν σκέψη καὶ τὴν μόρφωση ὁ ἀρχαῖος ἑλληνισμός — ὁ μοναδικὸς ἀνάμεσα στοὺς
μεγάλους ἀρχαίους πολιτισμοὺς ποὺ ἀποδέχθηκε τὰ Καλὰ Νέα καὶ βαπτίστηκε. Τὰ
ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα δὲν ἀφέθηκαν νὰ ἐμπνεύσουν καμμιὰ ἀνεξάρτητη διανοητικὴ
προσπάθεια, ποὺ θὰ ξέφευγε ἀπὸ τὶς στενὲς δογματικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἀνάγκες,
ἡ ἀρχικὴ ἀνοιχτότητα πνεύματος ποὺ ὑπῆρξε μὲ τὸν Βασίλειο, τὸν Γρηγόριο Νύσσης
καὶ ἰδίως τὸν Γρηγόριο Θεολόγο, περιεῖχε ἤδη προβληματικὰ στοιχεῖα καὶ δὲν
γνώρισε ὄχι αὔξηση ἀλλὰ οὔτε κἂν μία σχετικῶς ἱκανὴ συνέχεια, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ
πνευματικὴ ρώμη τῶν Βυζαντινῶν νὰ περιοριστεῖ δραματικά.[522]
Μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν
‘ἐθνικῶν’ γραμμάτων, ὁσοδήποτε διστακτικὴ ἢ περιορισμένη, ὅπως
μὲ τὴν ἀποδοχὴ τέκνων βιοτικῶν, ἀπ’ ὅπου τὰ μοναστήρια ἀποκτοῦν καὶ
σχολικὴ διάσταση,[523] ὁ Βασίλειος δημιουργεῖ ἄλλο
ἕνα στοιχεῖο ἐπαφῆς μὲ τὴν ‘κοσμικὴ’ Ἐκκλησία καὶ τὸν κοινωνικὸ βίο, στὸν
ὁρίζοντα τῆς ὑπόδειξης μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή, τῆς γενικῆς ἑνότητας ὡς
ἔνταξης συνολικὰ τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἀσκητικὴ προοπτική.[524]
Σπουδάζοντας τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ γράμματα τὸ κοινόβιο τοῦ Βασίλειου ἀποδέχεται
τὸν ‘ἐθνικὸ’ κόσμο στὴν ὑψηλότερη μορφή του, βεβαιώνει τὴν ἀξία τῆς λογικῆς,
τῆς συζήτησης, τῆς ἀμφισβήτησης καὶ τῆς τεκμηρίωσης, καὶ δημιουργεῖ
προϋποθέσεις εὐρύτερης ἀποδοχῆς τοῦ χριστιανισμοῦ.[525]
Περαιτέρω, ἀναγνωρίζοντας στὴν ὑλικὴ περιουσία ἀγαθὸ ἀποτρέπει ἀπὸ δυαρχικὲς
τάσεις, ἐνισχύει ἀκόμη ἕνα τρόπο ἐπαφῆς τῶν μοναχῶν μὲ τὸν ‘κόσμο’ καὶ
προστατεύει τὴν ἀξιόλογη δημιουργικότητα σὲ ὅλες τὶς δυνατὲς μορφές της.
Ἐπιτρέποντας στοὺς ἀσκητὲς νὰ συναναστρέφονται κατὰ σάρκα συγγενεῖς, ἐκτὸς ἂν
δὲν εἶναι εὐσεβεῖς,[526] καὶ ζητῶντας νὰ γίνονται
ἀποδεκτοὶ ὡς συγγενεῖς τῆς ἀδελφότητας, δείχνει στὴν πράξη ὅτι οὐσία τῆς
οἰκογένειας εἶναι ἡ ἴδια ἡ κατάργησή της στὴν εὐρύτερη, ἰσχυρότερη καὶ
γνησιότερη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Τὰ κοινόβια ποὺ δημιουργεῖ καὶ προτείνει ὁ
Βασίλειος εἶναι εὐκαιρίες συνομιλίας, ἀμοιβαίας νουθεσίας καὶ φιλίας πρὸς ὅλες
τὶς κατευθύνσεις, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ προεστῶτος καὶ τὴν ὑψηλότερη ὅλων αὐθεντία τῆς Βίβλου. Τὸ
περιεχόμενο τῆς εἰσήγησής του φανερώνει ἤδη ἡ ὁρολογία. Συνοπτικὰ θυμίζω, 1)
τὴν χρήση ὅρων ὅπως ἀδελφὸς ἢ ἀσκητὴς ἀντὶ τῶν μοναχὸς ἢ μονάζων,
2) τὴν χρήση τοῦ ἴδιου ὅρου γιὰ τὸν προεστῶτα τῆς μονῆς
καὶ τὸν προεστῶτα τῶν Ἐκκλησιῶν, δηλαδὴ
τὸν ἐπίσκοπο, 3) τὴν χρήση ὅρων ὅπως χριστιανὸς ἢ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ
γιὰ λαϊκοὺς καὶ μοναχοὺς ἀδιακρίτως. Οἱ πιὸ σημαντικὲς ἔννοιες τῆς ἀσκητικῆς
του ἀναδεικνύουν ὡς πρωταρχικὴ ἰδιότητα τῶν μοναχῶν τὴν
χριστιανική, τὸν μοναχισμὸ ὡς
οὐσιώδη ἔκφραση τῆς πίστης. Στὰ συμφραζόμενα αὐτὰ ἀνήκουν τρεῖς σπουδαῖοι
θεσμοί: ὁ μοναστικὸς ὅρκος, ἡ ἀποταγὴ τῆς περιουσίας καὶ ἡ ἐξομολόγηση. Ὁ ὅρκος
δίνεται ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου. Ἡ περιουσία νέων ἀσκητῶν παραδίδεται στὸν
ἐπίσκοπο νὰ τὴν διαχειριστεῖ σύμφωνα μὲ τὰ προγράμματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ
ἐξομολόγηση εἶναι διπλή, προσωπικὴ πνευματικὴ καθοδήγηση καὶ Μυστήριο ποὺ
συνδέεται στὴν οὐσία του μὲ τὸ Βάπτισμα.
Στὴν παράδοση ποὺ
υἱοθετεῖ καὶ δημιουργεῖ ὁ Κασσιανός, οἱ ἀσκητὲς ὀφείλουν νὰ ἀποφεύγουν τὸν
ἐπίσκοπο ὅπως τὶς γυναῖκες.[527] Στὴν 11η Συζήτηση,
συγκρίνοντας τὴν ἀσκητικὴ μὲ τὴν ἐπισκοπικὴ ἰδιότητα θεωρεῖ τὴν πρώτη πιὸ ὑψηλὴ
καὶ ἀπαιτητική. Ἡ συνεργασία του μὲ ἐπισκόπους δὲν φανερώνει πρόθεση νὰ
γεφυρωθεῖ τὸ χάσμα αὐτό. Γιὰ παράδειγμα, στὸν πρόλογο τῶν κοινοβιακῶν Θεσμῶν,
ποὺ ἀπευθύνεται προσωπικὰ στὸν Ὀπτάτης Κάστορα,[528]
τὰ μοναστήρια ἐπαινοῦνται ὡς ἀληθινὸς καὶ λογικὸς ναός, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴν
Σύναξη ἁγίων ἀνδρῶν, εἶναι αἰώνιος καὶ ἀνίκητος, κοσμεῖται ἀπὸ ἅγιες ψυχὲς καὶ
φωτεινὲς γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς ἀθωότητας, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἐγκράτειάς
τους, ναὸς ποὺ περιέχει καὶ παρουσιάζει τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ἡ ὕπαρξη τῶν
μοναστηριῶν ἀντιτίθεται στοὺς ναοὺς ποὺ οἰκοδομοῦνται μὲ ἀναίσθητες πέτρες,
εἶναι προσωρινοὶ καὶ φθαρτοὶ καὶ κοσμοῦνται ἀπὸ ἄφωνα μέταλλα, ταιριαστὰ μὲ τὴν
ἀπληστεία τῶν πριγκήπων καὶ τῶν παλλακίδων!
Περαιτέρω, ἡ θύραθεν παιδεία στὴν
ἀσκητικὴ τοῦ Κασσιανοῦ ὄχι μόνο ἀγνοεῖται ἀλλὰ γίνεται ἀντικείμενο
περιφρόνησης,[529] τέχνες καὶ ἐργασίες χρησιμεύουν ὡς μέθοδοι ἀποφυγῆς τοῦ μετεωρισμοῦ
παρὰ ὡς θεῖα δῶρα ποὺ καλλιεργοῦν τὴν ἐπαφὴ καὶ τὴν συνεργασία μὲ τὸν Θεὸ γιὰ
τὴν βελτίωση τοῦ ἀνθρώπινου βίου,[530] ἡ παρουσία
παιδιῶν στὰ μοναστήρια ἀντιμετωπίζεται μὲ καχυποψία καὶ ἀπαγορεύεται.[531] Ὁ μοναχισμὸς διαχωρίζεται ἀπὸ τὴν ὑποτιθέμενη
‘χλιαρὴ’ πίστη τῆς ‘κοσμικῆς’ Ἐκκλησίας, ἀπ’ ὅπου ἡ χριστιανοσύνη ὁδηγεῖται σὲ
ἀδιέξοδο. Σωστὰ ὁ Κασσιανὸς ἀναγνώριζε στὴν συμβολοτυπικὴ πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας
δυνατότητες γιὰ πνευματικὴ ἀδράνεια καὶ οὐσιαστικὴ ματαίωση τῆς πίστης, ὅμως
δὲν ἐκτίμησε σωστὰ τὴν οἰκουμενικὴ ἀξία τοῦ Εὐαγγελίου, πὼς ἡ ἀλήθεια ἀφορᾶ
τοὺς πάντες, κι ἂν εἶναι λίγοι ὅσοι ἐν τέλει θελήσουν νὰ μάθουν, πάντως δὲν
προέρχονται οὔτε χρειάζεται νὰ προέρχονται ὅλοι ἀπὸ σπηλιές, οὔτε κἂν οἱ
περισσότεροι. Ἀξίζει νὰ προσεχθεῖ, ἐπειδὴ εἶναι τόσο ἐντυπωσιακὰ
χαρακτηριστική, ἡ προέλευση τῶν ἴδιων τῶν Ἀποστόλων, ἡ διαβίωσή τους προτοῦ
ἐπιλεγοῦν καὶ μετὰ τὴν ἐκλογή τους, ἀπ’ ὅπου οἱ μαθητὲς τοῦ ἅγιου Ἰωάννη τοῦ
Πρόδρομου “ἔφθασαν νὰ
ρωτήσουν τὸν ἴδιο τὸν Χριστό,[532] σχεδὸν σὰν
ἀντίπαλοι: ‘γιατί ἐμεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύουμε πολύ, ἀλλὰ οἱ μαθητές σου
δὲν νηστεύουν;’”[533]
___________
Σημειώσεις
Πρβλ. Συντμήσεις / Βιβλιογραφία
500 Βλ. ΚΠ προοίμ. 3.
501 Ὅ.π. Ἡ συγκεκριμένη ἐντολὴ ἀφορᾶ τὴν οἰκειότητα καὶ τὴν καθαρότητα, ὁπότε εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν γίνεται νὰ ἀγνοηθεῖ. Ὅμως τὴν ἴδια οὐσία ἔχουν οἱ ὑπόλοιπες, γι’ αὐτὸ καμμία δὲν περιττεύει. Δὲν πρόκειται γιὰ σύνολο ἐπιμέρους
‘δεξιοτήτων’, ποὺ θὰ ἐπέτρεπε κενὰ ἐδῶ ἢ ἐκεῖ χωρὶς νὰ ζημιωθεῖ ἡ γενικὴ εἰκόνα.
Κάθε ἐντολὴ βρίσκεται στὰ θεμέλια ἑνωμένη μὲ τὶς ὑπόλοιπες,
ἡ ἀθέτηση μίας ἀποδεικνύει ὅτι δὲν τηρήθηκε καμμία,
καὶ ἀπομένει νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ἂν γίνονται σεβαστὲς τουλάχιστον οἱ πιὸ
σημαντικές, ἐπειδὴ ἔτσι ἀνοίγεται μιὰ δυνατότητα βελτίωσης καὶ τελειοποίησης. Ἡ
τήρηση τῆς ‘ἐντολῆς’ τῆς ἀγάπης καλύπτει πλῆθος ‘παραβάσεων’, ὄχι ἐπειδὴ οἱ
ὑπόλοιπες ἐντολὲς εἶναι ἀχρείαστες ἀλλὰ ἐπειδὴ περιέχει τὴν τήρησή τους. Γιὰ
παράδειγμα, ἡ μοιχεία — ὡς προσβολὴ μιᾶς ὑπαρκτῆς γνήσιας σχέσης, ὄχι ὡς
νομικοῦ τύπου παράβαση, ὁπότε οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἐνδιαφέρει — ἂν δὲν προκύψει
γιὰ ταπεινοὺς λόγους (σεξουαλικὴ ἕλξη, προικοθηρία, κ.λπ.) ἀλλὰ ἀπὸ ἀκόμα
μεγαλύτερη ἀγάπη, τότε στὴν νέα σχέση ποὺ δημιουργεῖ περιέχει τὴν
παλαιότερη ἡ ὁποία πράγματι δὲν ‘προδόθηκε’ παρὰ μόνο στὸν συμβατικὸ καὶ
προσωρινὸ λόγο της. Ἀργὰ ἢ γρήγορα αὐτὸ ἀναγνωρίζεται, ἡ νέα σχέση ἐπίσης
καταργεῖται ὡς ἀποκλειστική, τελειοποιεῖται καὶ ἑνώνεται μὲ ὅλες τὶς ζωντανὲς
προσωπικὲς σχέσεις, ἡ μοιχεία παύει νὰ εἶναι κἂν δυνατή.
502 Βλ. ΠΥ, ΒΕΠΕΣ, τ. 53, Ἀθῆναι 1976, σ. 12.
503 Ἡ ὑπέρβαση αὐτὴ τῆς τυπικῆς συμμόρφωσης ἀναγνωρίστηκε τόσο σημαντικὴ ὥστε βρῆκε θέση στὴν καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας,
ὅπως γιὰ παράδειγμα στὴν μυστικὴ εὐχὴ τῆς προσκομιδῆς, ὅπου ὁ ἱερέας “δὲν ζητάει δύναμη προσευχῆς καὶ θυσίας μόνο γιὰ τὰ ἁμαρτήματα, ποὺ εἶναι πιὸ συνειδητά, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γιὰ τὰ ἀγνοήματα — ζητάει
δύναμη μετάνοιας γιὰ τὴ διόρθωση τοῦ χαρακτῆρα, ὄχι γιὰ ἐκεῖνο ἢ τὸ ἄλλο λάθος” (Γ. Βαλσάμης, Ἡ Ἄλλη Ζωή, σ. 274).
504 ΚΠ λβ΄.
505 ΚΠ με΄.
506 ΚΠ προοίμ. 1.
507 ΚΠ προοίμ. 4, καὶ Ἐφ. 4, 13.
508 Βλ. C. I.17.
509 Βλ. C. VII.7.
510 Βλ. C. XIIII.10.
511 Βλ. C. X.10.
512 Βλ. C. X.14. Πρόκειται γιὰ τὸ ἐδάφιο Ψαλ. 69, 2
[...], ὅπου πιθανῶς ἔχει μιὰ ἀρχή της ἡ μεταγενέστερη προσευχή, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ, ἑλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν, ἡ ὁποία ὅπως εἶναι γνωστὸ ἐπικρατοῦσε στὸν ἡσυχασμὸ τοῦ 14ου αἰῶνος. Βλ. ἐπίσης Gribomont,
“Prayer in Eastern monasticism..., σ. 18. Ἤδη ὅμως ἡ Καινὴ Διαθήκη
(Α΄ Θεσ. 5, 16–18) προειδοποιεῖ γιὰ μιὰ προσευχὴ πολὺ ἀνώτερη καὶ μόνη ἀπαραίτητη, χωρὶς
λόγια. Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως
προσεύχεσθε, ἐν
παντὶ
εὐχαριστεῖτε. Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ εἶναι ἡ κορυφὴ στὴν ὁποία
καλεῖται νὰ ὑψωθεῖ ἡ προσευχὴ τοῦ Πάτερ Ἡμῶν, ἡ ‘ἡσυχαστικὴ’ προσευχὴ ‘Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ’, καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη προσευχή, Λειτουργία καὶ Ἀκολουθία. Ὅμως ἡ
ἀδιάλειπτη προσευχὴ δὲν ὀργανώνεται, δὲν μπορεῖς νὰ ἀκολουθήσεις μιὰ μέθοδο γιὰ
νὰ τὴν ἀποκτήσεις, καὶ δὲν ἐνδιαφέρει τί ἄλλο κάνεις ὅσο δὲν τὴν ἔχεις, ἐφόσον
ἡ ἴδια στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι παρὰ μιὰ συνωνυμία τῆς μετάνοιας καὶ
ἑνότητας μὲ τὸν Θεό.
513 Αὐτὸ μοιάζει ἴσως ὑπερβολικό, ὅμως τὴν ποιμαντικὴ ἰσχὺ δὲν μετράει τὸ
πλῆθος ὅσων ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν θρησκεία ἀλλὰ ἡ ποιότητα τῆς πίστης, ὅπως
τόσο χαρακτηριστικὰ δείχνει ἡ περίπτωση τῶν μουσουλμάνων. Ἔτσι λοιπὸν σὲ μία
χριστιανικὴ παράδοση ποὺ φροντίζει νὰ ἀπαλλάσσει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν
ὑποκρισία, ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν θρησκεία ἴσως εἶναι λιγότεροι καὶ ὅμως ἡ
Ἐκκλησία ὑγιέστερη, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐκτὸς αὐτῆς, ἔχοντας στραφεῖ στὰ πραγματικά
τους ἐνδιαφέροντα. Ἕνας ἄθεος ποὺ ἀσχολεῖται μὲ μιὰ τέχνη καὶ τὴν ὑπηρετεῖ μὲ
πάθος, ποιότητα καὶ δημιουργικότητα εἶναι πολὺ πιὸ κοντὰ στὸν Θεὸ ἀπὸ κάποιον
ποὺ δῆθεν πιστεύει μέσα ἀπὸ τὴν ἄγονη, ὑποκριτικὴ καὶ καταθλιπτικὴ προσκόλληση
σὲ μιὰ ἰδεολογία καὶ στὴν ἐξωτερικότητα ὁρισμένων τύπων καὶ ἐθίμων.
514 Βλ. Inst. V.33.
515 Βλ. Inst. V.34.
516 Βλ. KE σλε΄. [...] Ὁ Βασίλειος δὲν προσδιορίζει συγκεκριμένες ὧρες μελέτης ὅπως κάνει π.χ. ὁ Αὐγουστῖνος, ὁ ὁποῖος στὴν Ordo monasterii, ἀπηχῶντας αἰγυπτιακὲς συνήθειες, ἀφιερώνει στὴν μελέτη τὸ χρονικὸ διάστημα μεταξὺ ἕκτης καὶ ἔνατης ὥρας. Βλ. Vogüé, “The Horarium..., σ. 65 κ.ἑ.
517 Βλ. KE Ϟε΄. Στὴν Βίβλο στηρίζεται ἐπίσης ἡ ἐκπαίδευση παιδιῶν σὲ μοναστήρια (ΚΠ ιε΄).
518 Βλ. Ἰω. 5, 39: ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν, καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ.
519 Βλ. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σ. 28. Βλ. ἐπίσης τὴν Ἐπιστ.
4 Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
520 Βλ. KE ϞϚ΄.
521 Hussey, The Orthodox Church..., σ. 340.
522 Περισσότερα γράφω στὸν Χρόνο καὶ Δημιουργία, σ. 67 κ.ἑ.
523 Βλ. ΚΠ ιε΄.
524 Βλ. Mendieta, “Le système cénobitique..., σ. 68.
525 [...] Ἡ καλλιέργεια τῶν τεχνῶν δὲν ἀναιρεῖ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό, ἐπειδὴ ὅλες
οἱ ἱκανότητές μας προέρχονται ἀπὸ τὸν Ἴδιο, ἐξηγεῖ ὁ Βασίλειος — ἀπὸ μόνοι μας
δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τὸ παραμικρό, “οὔτε δοξάσαι ἀφ’ ἑαυτῶν ἱκανοί ἐσμεν ἀλλ’ ἡ ἱκανότης ἡμῶν
ἐν τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἐν ᾧ δυναμωθέντες τὴν ὑπὲρ ὧν εὐεργετήθημεν τῷ Θεῷ ἡμῶν
εὐχαριστίαν ἀποπληροῦμεν” (Περὶ τοῦ ἁγ. Πνεύματος,
κεφ. 26, ἑν. 63). Γιατί ὁ Θεὸς μᾶς δίνει τὶς τέχνες ἀντὶ νὰ μᾶς
ὑπηρετεῖ ὁ Ἴδιος; Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ μᾶς δίνει ζωὴ ἀντὶ νὰ ζεῖ ὁ Ἴδιος στὴ
θέση μας. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἔκκαρτ, “τόσο ἰδιαίτερα ἐργάζομαι
μαζί Του ὅσο ἰδιαίτερα ἐργάζεται ἡ ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα μου. Αὐτὴ εἶναι μιὰ τέλεια
παρηγοριὰ γιὰ μᾶς, ὥστε κι ἂν δὲν εἴχαμε τίποτε ἄλλο, θὰ ἀρκοῦσε αὐτὸ νὰ μᾶς
ὑψώσει νὰ τὸν ἀγαπήσουμε”. Βλ. Γ. Βαλσάμης, Μάιστερ
Ἔκκαρτ, σ. 179.
526 Βλ. ΚΠ η΄ καὶ λβ΄.
527 Βλ. Inst. XI.18, καὶ Chadwick, John Cassian, σ. 68.
528 Βλ. Inst. praef. 2.
529 Βλ. π.χ. Inst. V.33.
530 Βλ. π.χ. Inst. X.24.
531 Βλ. Inst. IV.27.
532 Βλ. Ματθ. 9, 14.
533 Γ. Βαλσάμης, Ἡ Ἄλλη
Ζωή, σ. 101.