Σπύρος Τρωιάνος
Ελευθερία Θρησκευτικής Συνείδησης και Επικρατούσα Θρησκεία
Για να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη του θέματος πρέπει να προηγηθεί ο καθορισμός του περιεχομένου των δύο εννοιών. Και επικρατούσα μεν θρησκεία, κατά την άποψή μου, διατυπωμένη εδώ και δύο περίπου δεκαετίες, που επαναλαμβάνεται και σε αρκετές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (όπως οι αποφάσεις με αριθμό 3533/86, 3356/95, 2176/98), είναι η θρησκεία της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού, ιδιότητα την οποία ο κοινός νομοθέτης έχει συνδέσει με ορισμένες έννομες συνέπειες.
Ο όρος “ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης” απαντά στο άρθρο 13 παρ.1 του ελληνικού Συντάγματος. Παρεμφερείς όροι κάνουν την εμφάνισή τους σε κείμενα διεθνών συμβάσεων που έχει υπογράψει και επικυρώσει και η χώρα μας. Έτσι για παράδειγμα στο άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών (10 Δεκεμβρίου 1948) και στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου γίνεται λόγος για “ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας” και για τις εν γένει πεποιθήσεις(1). Συναφές περιεχόμενο έχει και η “Τελική Πράξη της Διασκέψεως ασφαλείας και συνεργασίας στην Ευρώπη” που υπογράφηκε στο Ελσίνκι το 1975(2).
Αμέσως γίνεται αντιληπτό, ότι η προστασία την οποίαν παρέχουν τα διεθνή κείμενα είναι ευρύτερη από εκείνη που εγγυάται το Σύνταγμα. Ωστόσο το ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει στο άρθρο 13 την ελευθερία της θρησκευτικής μόνο συνείδησης δεν σημαίνει ότι αφήνει ακατοχύρωτη την ελευθερία της συνείδησης εν γένει. Αντιθέτως, όταν το Σύνταγμα διακηρύσσει στο άρθρο 2 παρ.1 ότι “ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχικήν υποχρέωσιν της πολιτείας”, περιλαμβάνει στην κατοχύρωση αυτή και την ελευθερία της συνείδησης που πρέπει να θεωρηθεί ως συστατικό στοιχείο της αξίας του ανθρώπου. Οι επιμέρους εκδηλώσεις της εν γένει συνείδησης προστατεύονται με άλλες διατάξεις που κατοχυρώνουν π.χ. το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικδτητας(3).
Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, όπως γενικώς γίνεται δεκτό, αναλύεται στα παρακάτω επιμέρους δικαιώματα: α) Το δικαίωμα να πρεσβεύει κανείς οποιαδήποτε θρησκεία και να τη μεταβάλλει οποτεδήποτε, β) το δικαίωμα να εκδηλώνει και να διακηρύσσει κανείς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις γραπτώς ή προφορικώς ή, αντιθέτως, να μην τις αποκαλύπτει, γ) το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι για θρησκευτικούς σκοπούς, δ) το δικαίωμα της θρησκευτικής ισότητας, ε) το δικαίωμα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, και ς) το δικαίωμα καθενός να αποκρούει οποιαδήποτε ενέργεια έρχεται σε αντίθεση με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
α) Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνει την ελευθερία επιλογής, διατήρησης, αλλαγής ή εγκατάλειψης μίας συγκεκριμένης θρησκείας, καθώς και της επιλογής ή εγκατάλειψης της θρησκείας εν γένει, της αθρησκείας ή της αθεΐας, χωρίς την επέλευση οποιωνδήποτε δυσμενών συνεπειών. Η θρησκευτική ελευθερία υπό τη μορφή αυτή είναι ανεπίδεκτη περιορισμών. Δεν έχει δε εν προκειμένω σημασία η διάκριση σε θρησκεία επικρατούσα και σε θρησκείες γνωστές ή μη γνωστές, γιατί η ελευθερία αυτή υπάρχει και για κάποιον που επιλέγει θρησκεία “μη γνωστή” κατά τη συνταγματική έννοια. Η αναφορά σε γνωστές θρησκείες στο άρθρο 13 παρ.2 του Συντάγματος γίνεται σε συσχετισμό με την άσκηση λατρείας. Στην παρ. 1, όπου κατοχυρώνεται το απαραβίαστο της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, δεν διαφαίνεται ούτε υποψία περιορισμού. Επομένως, κάλλιστα μπορεί να επιλέξει κάποιος θρησκεία, της οποίας η λατρεία προσκρούει στη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη και είναι, κατά συνέπεια, απαγορευμένη. Απλώς, η επιλογή μίας τέτοιας θρησκείας δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων προς το κράτος και συμμόρφωσης προς τους νόμους. Ας σημειωθεί ακόμη ότι στη γενικότητά της η ελευθερία αυτή καλύπτει και οποιαδήποτε αποκλίνουσα διδασκαλία, δογματικώς ή άλλως, μέσα στα πλαίσια της καθεμίας θρησκείας.
Εξυπακούεται βέβαια, αλλά αυτό δεν αφορά τη θεωρία περί ατομικών δικαιωμάτων, ότι για την εισδοχή σε ένα θρήσκευμα και την εγκατάλειψή του με την αποδοχή ενός άλλου ή και κανενός πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, καθοριζόμενες από το εσωτερικό δίκαιο του οικείου θρησκεύματος. Εκείνο πάντως είναι βέβαιο, ότι το κύρος των ενεργειών αυτών δεν μπορεί να συνδεθεί από την πλευρά της πολιτείας με την τήρηση ορισμένων τύπων.
β) Η θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει επίσης το δικαίωμα του ατόμου να εκδηλώνει και να διακηρύσσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις γραπτώς ή προφορικώς, ατομικώς ή ομαδικώς, δικαίωμα που συνταγματικώς ερείδεται στο άρθρο 13 παρ. 1, και όχι στη γενική διάταξη του άρθρου 14 παρ.1. Δεν θα υπεισέλθω στην προβληματική του θέματος αυτού, γιατί ακολουθεί ειδική εισήγηση με θέμα την ελευθερία διάδοσης θρησκευμάτων σε σχέση με την επικρατούσα θρησκεία. Για τον ίδιο λόγο δεν θα ασχοληθώ και με τα θέματα της ελευθερίας της εκπαίδευσης. Περιορίζομαι μόνο να επισημάνω, ότι το δικαίωμα της ελεύθερης εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων προστατεύεται και με αρνητική μορφή, δηλαδή ως δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, εκτός αν από αυτές εξαρτώνται δικαιώματα ή υποχρεώσεις ή αν πρόκειται για ερωτήσεις που απευθύνονται για στατιστικούς σκοπούς. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρέπει να γίνεται η δήλωση υπό συνθήκες που εγγυώνται την εμπιστευτική τους μεταχείριση. Έτσι δημιουργεί προβλήματα η υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα. Σχετικό είναι το ζήτημα που έχει ανακύψει, ως προς την αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας. Έχοντας υπόψη τα επιχειρήματα που από όλες τις πλευρές έχουν υποστηριχθεί, θα συνταχθώ με εκείνους που προτείνουν την προαιρετική αναγραφή, σύμφωνα με τη ρητώς δηλούμενη βούληση του πολίτη, γιατί η μη καταχώριση του στοιχείου αυτού εξίσου προσβάλλει το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα, αν υπάρχει η βούληση, όπως και η παρά τη θέληση του ενδιαφερομένου αναγραφή του.
γ) Το δικαίωμα της θρησκευτικής ισότητας έχει ως περιεχόμενο την απαγόρευση διακρίσεων λόγω θρησκείας, δηλαδή της άνισης μεταχείρισης μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων ατόμων με θρησκευτικά κριτήρια. Το δικαίωμα αυτό ρητώς κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 παρ.1 εδ. 2 του Συντάγματος, αλλά απορρέει και απο το γενικό για την ισότητα άρθρο 4, καθώς και από τις αντίστοιχες διατάξεις διεθνών διακηρύξεων (άρθρα 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, 25 Διεθνούς Συμφώνου περί ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων της 19 Δεκεμβρίου 1966). Σύμφωνα με αυτό δεν αποτελεί η θρησκεία θεμιτό κριτήριο διαφοροποίησης κατά την αναγνώριση, παραχώρηση, στέρηση ή περιορισμό δικαιωμάτων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται μόνο στο μέτρο που επιβάλλονται από το περιεχόμενο του δικαιώματος. Πρωταρχική σημασία έχει το δικαίωμα αυτό στον τρόπο κατάληψης δημόσιων θέσεων και αξιωμάτων, με την έννοια ότι αυτά πρέπει να είναι προσιτά στον οποιονδήποτε, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, εκτός αν κάποιες συγκεκριμένες θέσεις ή αξιώματα συνδέονται στενά με ορισμένο θρήσκευμα, και ειδικότερα με την επικρατούσα θρησκεία.
Παλαιότερα είχε δεχθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας, ότι τέτοιες θέσεις είναι οι των λειτουργών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, επειδή διδάσκουν όλα τα μαθήματα, άρα και τα θρησκευτικά. Την άποψη αυτή έχω στο παρελθόν επικρίνει, υποστηρίζοντας ότι η Διοίκηση πρέπει να κάνει χρήση των εξαιρέσεων με πολλή φειδώ και ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση όφειλε να τοποθετήσει τον αλλόθρησκο ή ετερόδοξο δάσκαλο σε πολυθέσιο σχολείο, ώστε να διδάξει τα θρησκευτικά κάποιος ορθόδοξος συνάδελφός του(4). Η πρότασή μου αυτή υιοθετήθηκε από το νομοθέτη που με το άρθρο 16 του ν. 1771/ 1988 “Τροποποίηση και συμπλήρωση του συστήματος εισαγωγής σπουδαστών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και άλλες διατάξεις” (Φ.Ε.Κ. Α'71) προέβλεψε το διορισμό ετεροδόξων ή αλλοθρήσκων δασκάλων ή νηπιαγωγών σε πολυθέσια δημοτικά σχολεία ή διθέσια νηπιαγωγεία. Εκεί περιορίζονται στη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών σε ομόδοξους ή ομόθρησκους με αυτούς μαθητές, εφόσον προβλέπεται το μάθημα αυτό.
Με την εφαρμογή της αρχής της θρησκευτικής ισότητας συνδέονται οι προϋποθέσεις για την ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το Σύνταγμα του 1975, αντίθετα από τα προϊσχύσαντα(5), δεν αναφέρει στο άρθρο 31 ανάμεσα στα άλλα προσόντα του Ανώτατου Άρχοντα και την ιδιότητα του οπαδού της επικρατούσας θρησκείας. Υποστηρίχθηκε ότι η ιδιότητα αυτή συνάγεται εμμέσως από τη διατύπωση του κειμένου του όρκου που ο Πρόεδρος δίδει πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του: “Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να φυλάσσω το Σύνταγμα και τους νόμους κλπ.” (άρθρο 33 παρ. 2).
Κατ' άλλη άποψη, Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να γίνει μόνο χριστιανός, όχι όμως αναγκαστικώς ορθόδοξος(6). Πέρα από όλες τις άλλες μου επιφυλάξεις, φρονώ ότι η άποψη αυτή -που βέβαια δεν αφίσταται από το γράμμα του Συντάγματος- μπορεί σε δεδομένη στιγμή να παρασύρει σε ατελεύτητες συζητήσεις (με απρόβλεπτες συνέπειες) ως προς το κατά πόσον το συγκεκριμένο δόγμα που πρεσβεύει ένας υποψήφιος (ή, ενδεχομένως, ήδη εκλεγμένος) Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανήκει στα χριστιανικά. Και ποιος θα το κρίνει σε τελική ανάλυση;
Κατά την άποψή μου, που εδώ και χρόνια έχω διατυπώσει(7), δεν μπορεί να στηριχθεί σε ένα τέτοιο έμμεσο στοιχείο, όπως είναι το κείμενο του όρκου, μία βάναυση προσβολή του δικαιώματος της θρησκευτικής ισότητας. Συμπληρώνοντας την επιχειρηματολογία μου, είχα γράψει: “Αλλά κι αν ακόμα υποτεθεί, ότι ο συντακτικός νομοθέτης πραγματικά θέλησε με τη διατύπωση του άρθρου 33 να καθιερώσει την υποχρεωτική προέλευση του Ανώτατου Άρχοντα από τους οπαδούς της επικρατούσας θρησκείας, η διάταξη αυτή θα ερχόταν σε σύγκρουση με τα άρθρα 4 και 13 παρ. 1 και επομένως θα υποχωρούσε μπροστά τους”. Επ' αυτού παρατηρήθηκε, ότι όλες οι διατάξεις του Συντάγματος έχουν την ίδια τυπική ισχύ και ότι δεν είναι, επομένως νοητό να “υποχωρήσει” η μία μπροστά σε μιαν άλλη(8). Επειδή δε κατ' ουσίαν πρόκειται για επίκληση της θεωρίας των “αντισυνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος”, παρατηρείται ακόμα ότι η θεωρία αυτή γίνεται γενικότερα δεκτή μόνο στην περίπτωση αντισυνταγματικής αναθεώρησης του Συντάγματος(9). Δεν αρνούμαι, ότι η τελευταία αυτή άποψη είναι η κρατούσα στη θεωρία. Παρ' όλα αυτά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι εδώ εμφανίζεται μία σημαντική αντινομία μεταξύ διατάξεων του Συντάγματος και τίθεται το ερώτημα, πώς αυτή μπορεί να αρθεί. Εν προκειμένω υποστηρίζεται, πως “το βασικό ζήτημα για τη μεθοδολογία είναι ότι και στο επίπεδο των συνταγματικών κανόνων εφαρμόζονται οι ίδιες αρχές για την επίλυση των αντινομιών, οι οποίες εφαρμόζονται και στο κοινό δίκαιο. Η μεθοδολογία διατυπώνέι, μεταξύ άλλων, αρχές άρσης των αντινομιών των κανόνων δικαίου. Μεταξύ αυτών και την αρχή lex superior derogat legi inferiori. Το ερώτημα αν δύο ή περισσότεροι συνταγματικοί κανόνες τελούν σε σχέση ανώτερου-κατώτερου ή όχι δεν αφορά τη μεθοδολογία αλλά το ουσιαστικό δίκαιο”(10). Διαπιστώνουμε δε, ότι κερδίζει έδαφος η άποψη πως η τυπική ισοδυναμία των συνταγματικών κανόνων δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου και την επιχειρηματολογική ισοσθένειά τους που εξαρτάται από την ηθικοπολιτική βαρύτητά τους(11). Εφόσον γίνει δεκτή η (κατ' εμέ ορθή) άποψη, ότι Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί και αλλόθρησκος (ή, ακόμα, άθρησκος ή άθεος), τότε πρέπει επίσης να γίνει δεκτό, ότι κατά την ανάληψη των καθηκόντων του θα δώσει όρκο (ή διαβεβαίωση) αλλου τύπου(12), κάτι που ασφαλώς αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα contra legem (ακριβέστερα: contra constituionem) ερμηνείας(13).
Γενικώς είναι δυνατό να διατυπωθεί το συμπέρασμα, ότι θρησκευτική ισότητα σημαίνει πως κανενός οι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν μπορεί να αποτελέσουν κώλυμα για την απόλαυση οποιουδήποτε ατομικού (λ.χ. περιορισμός στην ελεύθερη διακίνηση), πολιτικού (λ.χ. στέρηση εκλογικού δικαιώματος), αστικού (λ.χ. περιορισμός κληρονομικού δικαιώματος), δικονομικού, φορολογικού κλπ. δικαιώματος. Σημαίνει ακόμα ότι η Πολιτεία οφείλει να απέχει από οποιασδήποτε μορφής άνιση, είτε ευνοϊκή, είτε δυσμενή, μεταχείριση ατόμων ή ομάδων σε θέματα θρησκευτικά, με μόνη εξαίρεση ορισμένα μέτρα αρωγής της επικρατούσας θρησκείας.
δ) Στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αντίκειται κατ' αρχήν κάθε είδος εξαναγκασμού σε πράξη ή παράλειψη που δεν συμπορεύεται με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόμου. Απαγορεύεται λοιπόν ο εξαναγκασμός σε θρησκευτική πράξη ή αποχή, ή η αναγκαστική παρακώλυση συμπεριφοράς που επιβάλλεται από τη θρησκεία ενός ατόμου. Έτσι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι μαθητές, στρατιώτες ή τρόφιμοι ιδρυμάτων δεν επιτρέπεται να υποχρεωθούν να λάβουν μέρος σε πρωινή προσευχή ή σε εκκλησιασμό κατά το τυπικό της επικρατούσας θρησκείας, να καταναλώσουν τροφή απαγορευμένη από το θρήσκευμά τους κ.ο.κ.
Το δικαίωμα αυτό, του οποίου η γενική διατύπωση αποβλέπει ακριβώς στο να περιλάβει όλες τις ειδικότερες περιπτώσεις που τυχόν δεν καλύπτονται από τα άλλα επιμέρους δικαιώματα, υποχωρεί όταν η ενέργεια εμπίπτει στους περιορισμούς της θρησκευτικής ελευθερίας που προβλέπει το Σύνταγμα.
Άμεση σχέση έχει το δικαίωμα, για το οποίο γίνεται τώρα λόγος, με το θέμα του όρκου. Τον καθορισμό των περιπτώσεων, στις οποίες είναι η ορκοδοσία υποχρεωτική, καθώς και τον προσδιορισμό του τύπου του όρκου αφήνει ο συντακτικός στον κοινό νομοθέτη (άρθρο 13 παρ.5). Έτσι σύμφωνα με τα άρθρα 385, 408 και 423 Κ.Πολ.Δικ και 194, 218, 220 και 236 Κ.Ποιν. Δικ. οι αλλόθρησκοι και οι ετερόδοξοι ορκίζονται κατά τον τύπο της θρησκείας τους, αν αναγνωρίζει τον όρκο. Σε περίπτωση, κατά την οποία ο ορκιζόμενος είτε είναι άθρησκος ή άθεος, είτε η θρησκεία του ή το δόγμα του απαγορεύουν ή δεν αναγνωρίζουν τον όρκο, στη θέση του δίδεται διαβεβαίωση με επίκληση της τιμής και της συνείδησης του υποχρέου σε ορκοδοσία. Για τους ορθόδοξους χριστιανούς, η θρησκευτική συνείδηση των οποίων αποκρούει τον όρκο, παρά τις αντιδράσεις που σημειώθηκαν, ακόμη και από εκκλησιαστικής πλευράς, η νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων ενέμεινε στην άποψη, ότι κάτω από το ισχύον νομοθετικό καθεστώς δεν είναι δυνατή η απαλλαγή τους από την αντίστοιχη υποχρέωση. Πρόσφατα όμως το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε (απόφαση με αριθμό 2601/98)(14), ότι η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 5 του Συντάγματος αφορά εκείνους που δέχονται να ορκισθούν. Η απόφαση αυτή βεβαίως ανοίγει νέες προοπτικές στην αντιμετώπιση τον θέματος. Δεν πρέπει να παροραθεί, ότι οι Έλληνες συνταγματολόγοι θεωρούν αντισυνταγματική την ανεξαίρετη επιβολή θρησκευτικού όρκου(15) και δεν αποκλείεται στο μέλλον να ανακύψουν σοβαρότερα προβλήματα από αυτό που προκάλεσε ο απόφοιτος της θεολογικής Σχολής που δεν δεχόταν να ορκισθεί για να ανακηρυχθεί πτυχιούχος.
Πέρα από το θέμα του όρκου, δεσπόζουσα θέση μέσα στα πλαίσια του ίδιου δικαιώματος κατέχει το πρόβλημα της στράτευσης των ατόμων, που για λόγους θρησκευτικής ή άλλης συνείδησης αποκρούουν είτε τη στράτευση γενικώς, είτε ειδικώς την ένοπλη υπηρεσία στο στράτευμα (αντιρρησίες συνείδησης). Έχοντας ως πρότυπο ορισμένες ξένες νομοθεσίες ο Έλληνας νομοθέτης δεν αδιαφόρησε μπροστά στο πρόβλημα αυτό, και το αντιμετώπισε αρχικώς με το άρθρο 5 του ν. 731/77 και κατά πολύ καλύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο (σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που είχα διατυπώσει ήδη από το 1982)(16) με τα άρθρα 18-24 του ν. 2510/97 “Ρύθμιση στρατιωτικών υποχρεώσεων ορισμένων κατηγοριών στρατευσίμων, ανυποτάκτων και οπλιτών, τροποποίηση διατάξεων της στρατολογικής νομοθεσίας, καθιέρωση εναλλακτικής υπηρεσίας και άλλες διατάξεις” (Φ.Ε.Κ. Α'136). Ήδη όμως και πριν από την τελευταία αυτή ρύθμιση που προβλέπει ορισμένη διαδικασία για τη διαπίστωση της σοβαρότητας των προβαλλόμενων λόγων, είχε υπάρξει αντίδραση, γιατί η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους είχε θεωρήσει την “εναλλακτική θητεία” ως αντισυνταγματική, επειδή με αυτήν παραβιάζονται θεμελιώδεις αρχές του πολιτειακού μας συστήματος και ανατρέπονται βασικές υποχρεώσεις των Ελλήνων πολιτών (Γνωμοδότηση με αριθμό 699/91)(17).
ε) Τα δικαιώματα του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι για θρησκευτικούς σκοπούς, είτε θετικώς είτε αρνητικώς, κατά μία άποψη δεν είναι απόρροια της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά της ελευθερίας άσκησης της θρησκείας(18). Επειδή όμως εγώ διακρίνω αφενός μεν ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και αφετέρου ελευθερία της λατρείας, επιμένω στην υπαγωγή αυτών των δικαιωμάτων στην πρώτη. Γίνεται γενικώς δεκτό από όλους, ότι τα δικαιώματα αυτά κατοχυρώνονται από το άρθρο 13, και όχι τα άρθρα 11 και 12, επειδή αφορούν και τους αλλοδαπούς, και όχι μόνο τους Έλληνες υπηκόους.
Το πρόβλημα της εναρμόνισης της θρησκευτικής ελευθερίας με την ύπαρξη επικρατούσας θρησκείας στην Ελλάδα αποτελεί μέρος του γενικότερου θέματος της εξάλειψης κάθε μορφής διακρίσεων οποιουδήποτε τύπου. Ειδικότερα στις διακρίσεις με κριτήριο τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις αναφέρεται η “Διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών της 25ης Νοεμβρίου 1981 για την απάλειψη κάθε μορφής μισαλλοδοξίας και διακρίσεων προερχομένων από τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις”(19). Την εξάλειψη αυτή επιδιώκει να εξασφαλίσει η Ελληνική Πολιτεία και με την εισαγωγή σχετικών ποινικών διατάξεων. Έτσι με το ν. 927/1979 “Περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις” (Φ.Ε.Κ. Α' 139) τιμωρείται με διάφορες ποινές φυλάκισης (κατά περίπτωση) όποιος δημοσίως με οποιοδήποτε τρόπο εκ προθέσεως προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορεί να προκαλέσουν διακρίσεις κατά ατόμων ή ομάδων λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, ή διαδίδει ανάλογες ιδέες. Πέντε χρόνια αργότερα, με το άρθρο 24 του ν.1419/1984 “Τροποποιήσεις διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις” (Φ.Ε.Κ. Α' 28), ορίσθηκε ότι: “Όπου στο Ν. 927/1979 (...) αναφέρεται η φυλετική ή εθνική καταγωγή, προστίθεται και η περίπτωση "του θρησκεύματος"”.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ.τα κείμενα αυτά στου Σπ. Τρωιάνου, Οργάνωση των Εκκλησιών και διεθνείς σχέσεις, β' έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη, από την Βασιλική Λεονταρίτου, Αθήνα-Κομοτηνή 1997, σ.180-181.
2. Ό.π. σ.182 επ.
3. Π. Δaγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά δικαιώματα, τ. Α', Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σ.367.
4. Σπ.Τρωιάνου, Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου, α' έκδοση, τεύχ. α', Αθήνα-Κομοτηνή 1982, σ. 55· β' έκδοση (1984) σ.79.
5. Πρβλ. το άρθρο 47 του Συντάγματος του 1952: “Πας διάδοχος του Ελληνικού Θρόνου απαιτείται να πρεσβεύη την θρησκείαν της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας”.
6. Δαγτόγλου, ό.π. σ. 374.
7. Βλ. Τρωιάνου, Παραδόσεις κλπ., α' έκδ. τεύχ. α' σ.55 επ., β' έκδ. σ. 80.
8. Δαγτόγλου. ό.π. σ. 374.
9. Ό.π. σ. 374 σημ. 8.
10. Φ. Σπυρόπουλος, Η Ερμηνεία του Συντάγματος. Εφαρμογή ή υπέρβαση της παραδοσιακής μεθοδολογίας του δικαίου; Αθήνα-Κομοτηνή 1999, σ.142.
11. Έτσι Φ. Βασιλόγιαννης, Περί αντισυνταγματικών κανόνων του Συντάγματος, στο “Χαρμόσυνο Αριστόβουλου Μάνεση. Μελέτες συνταγματικού δικαίου και Φιλοσοφίας του Δικαίου”, τ.Β' (Αθήνα-Κομοτηνή 1998) 3-21 (17).
12. Α. Marinos, La libertι religieuse dans la nouvelle Constitution Grecque, “Conscience et Libertι” 11 (1976) 17 επ. (20).
13. Σπυρόπουλος, ό.π. σ. 85 και 142.
14. Βλ. ΝοΒ 47 (1999) 349-352 (με σχόλιο του Χρ.Σ. Γαρνάβου)
15. Δαγτόγλου, ό.π. σ. 372 επ.
16. Βλ. Τρωιάνου, Παραδόσεις κλπ., α' έκδ., τεύχ. α' σ. 64.
17. Βλ. “Χριστιανός” 32 (1993) 32-38.
18. Δαγτόγλου, ό.π. σ. 383.
19. Βλ. το κείμενο στους Τρωιάνο-Λεονταρίτου, ό.π., σ. 182-187.
|