|
Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος
Οἰκουμενικότητα καί Βυζαντινή Τέχνη. Μιὰ Ἀνάγνωση
(Ἐξεφωνήθη ἀντίπερα τοῦ Πόρου τὴν 24 Ἀπριλίου 1827)
Ἀπό «Τό Βυζάντιο ὡς Οἰκουμένη», ἐκδ. Ἐθνικό Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, Διεθνῆ Συμπόσια 16, Ἀθήνα 2005.
Κεφάλαιο 2
Ὅ,τι εἰπώθηκε ἕως τώρα τί σχέση ἒχει μὲ τὴ βυζαντινὴ τέχνη; Ὁ λόγος ἐδῶ γιὰ μιὰ τέχνη λειτουργικὴ-ἐκκλησιαστική(29), δηλαδὴ 'στρατευμένη', ποὺ ἀναπόδραστα ἐφαρμόζει τὶς ἀρχὲς κάθε χρηστικῆς τέχνης(30). Ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (787) ἐπεφύλαξε στὴν Ἐκκλησία τὸν ρόλο τοῦ ὑπευθύνου γιὰ τὸ νόημα τῶν εἰκαστικῶν παραστάσεων (τὸ τί), ἐνῶ ἀναγνώρισε στὸν ζωγράφο τὴ σημασία τοῦ ταλέντου γιὰ τὸν τρόπο ἀναπαράστασης (τὸ πῶς): Οὐ ζωγράφων ἐφεύρεσις ἡ τῶν εἰκόνων ποίησις, ἀλλὰ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἔγκριτος θεσμοθεσία καὶ παράδοσις [...]. Μενοῦν γε τῶν πατέρων ἡ ἐπίνοια καὶ ἡ παράδοσις καὶ οὐ τοῦ ζωγράφου τοῦ γὰρ ζωγράφου ἡ τέχνη μόνον• ἡ δὲ διάταξις πρόδηλον τῶν δειμαμένων ἁγίων πατέρων(31).
Ὁ ἐν Χριστῷ μεταμορφωμένος ἅγιος εἶναι τὸ κοσμοείδωλο τοῦ μέσου βυζαντινοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀντίστοιχη τέχνη μιλάει γιὰ τὴ δυνατότητα μεταμόρφωσης κάθε ἀνθρώπου. Ἡ γλώσσα τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς εἰκονιστικῆς παράδοσης τῆς Ὄψιμης Ἀρχαιότητας, μὲ τὴν ἀφαίρεση, τὴν ἐπιπεδικότητα, τὸν ἐκγεωμετρισμό, τὴν ἐκφρασιοθηρία, τὴν ἐσωστρέφεια καὶ ἐσωτερίκευσή της, μεταβάλλεται βαθμιαῖα σὲ ἔκφραση τοῦ ὑψηλοῦ, τοῦ ὑπερβατικοῦ(32).
Τὸ νέο ποὺ εἰσκομίζει ὁ Χριστιανισμὸς στὴν παλαιὰ τέχνη εἶναι ὁ ρόλος τοῦ φωτός(33), ἡ καινούργια ἔκφραση τῶν προσώπων ὡς πνευματικὸ κάλλος καὶ ὁ ρόλος τοῦ σώματος(34), ἡ ἑνότητα φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ, ἡ γλώσσα τῶν νέων συμβόλων, κ.ἄ. Τὸ νέο κρασὶ χύνεται σὲ παλαιοὺς ἀσκούς• σὲ τί ὀφείλεται ὅμως ἡ διαφορετικὴ γεύση του σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση; Ἂς δοῦμε μερικὲς 'παραδειγματικές' περιπτώσεις.
Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, Θεὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν(35)• στὴ Δύση ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρος αἰτιολογήθηκε κυρίως ὡς τὸ ἀποτέλεσμα τῆς Πτώσης καὶ τῆς ἁμαρτίας ὑπὸ δικανικὴ ἔννοια καὶ συνδέθηκε ἀπὸ τὸν Ἄνσελμο Καντερβουρίας (1033-1109) μὲ τὴ θεωρία περὶ ἱκανοποιήσεως τοῦ Θεοῦ Πατρὸς (Cur Deus homo)(36). Στὴ βυζαντινὴ τέχνη ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ διατήρησε τὸν χαρακτήρα ἑνὸς μυστηρίου ξένου καὶ παραδόξου(37), στὴ Δύση βαθμιαῖα τὸ καθαυτὸ γεγονὸς ὑποχώρησε ἐπ' ὠφελείᾳ τῆς προσκύνησης τῶν μάγων ὡς αὐλικῆς ἐπίδειξης(38).
Στὴ Σταύρωση σημειώνεται ἄλλη βασικὴ διαφορὰ ἑρμηνείας. Στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία αὐτὴ ἒχει σταυραναστάσιμο χαρακτήρα, μὲ ἐπίκεντρο τὴν Ἀνάσταση ὡς ἐκνίκηση τοῦ θανάτου• ἡ εἰκαστικὴ ἀπόδοση τῆς Σταύρωσης ἀποφεύγει τὸν τονισμὸ τῆς φρίκης τοῦ θανάτου. Στὴ Δύση ἡ Σταύρωση, κέντρο τῆς θεολογίας της, ἐκφράζει μιὰ δικανικὴ ἀντίληψη, τὴν ὑπέρτατη ἐκδίκηση-ἐξιλέωση τοῦ Θεοῦ Πατρὸς στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ Του γιὰ τὴν ὕβρι τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τὴν παραβίαση τῆς τάξης τοῦ θείου δικαίου(39). Ἀπὸ ἐδῶ ἐκπηγάζει ὁ ἀνθρωποπαθὴς ρεαλισμὸς τῶν συναφῶν παραστάσεων, ποὺ προκάλεσε ἀντίδραση τῶν ὀρθοδόξων(40).
Δὲν θὰ ὑπεισέλθω στὰ πολλαπλὰ προβλήματα τῆς ἀναστάσιμης εἰκονογραφίας σὲ Βυζάντιο καὶ Δύση, ὅπου ὀρθὰ ἔχουν τονιστεῖ οἱ διαφορές, ἔχουν ὅμως παραβλεφθεῖ οἱ παραλληλίες καὶ οἱ αἰτίες τους(41). Ἀλλὰ ἡ Ἀνάσταση, συνδέοντας ἱστορία μὲ ἐσχατολογία, ὁδηγεῖ στὴ Δευτέρα Παρουσία.
Ἡ παράσταση τῆς Ἔσχατης Κρίσης καταλαμβάνει ἐξέχουσα θέση ἀπὸ τὴ μεσοβυζαντινὴ ἐποχὴ στὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα τῶν ναῶν• κορυφώνεται στὴ μεταβυζαντινὴ μὲ πρόσθετες συνδηλώσεις(42). Ἡ περίοπτη θέση της στὸ νάρθηκα ἢ στὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν κυρίως ναὸ δηλώνει τὴ σημασία της ὡς φρονηματιστικῆς ἀπεικόνισης τῆς τελικῆς ἀποκατάστασης τῶν πάντων. Παρὰ ταῦτα ἡ Ἔσχατη Κρίση δὲν κατέληξε κύριο θέμα τοῦ ναοῦ, ὅπως συνέβη στὴ Δύση. Οἱ λόγοι ποὺ ὁδήγησαν ἐκεῖ στὴν ἔμφαση αὐτή, συνδεδεμένοι συχνὰ μὲ χιλιαστικὲς δοξασίες (L'an mil) καὶ συνεκδοχικὰ μὲ τὴν Ἀποκάλυψη, διαφέρουν οὐσιωδῶς ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη σύλληψη στὸ Βυζάντιο(43). Ὁ Χριστὸς στὴν ὀρθόδοξη τέχνη εἶναι περισσότερο ὁ Φιλάνθρωπος, ὁ πάντας θέλων σωθῆναι, καὶ λιγότερο ὁ ἀμείλικτος δικαστής-κριτής-ἐκδικητής, ὁ ὁποῖος, δείχνοντας ἡμίγυμνος τὶς πληγὲς καὶ τὰ ὄργανα τοῦ Πάθους Του στὴ δυτικὴ τέχνη ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα, ἀπαιτεῖ παραδειγματικὴ τιμωρία τῶν ἐνόχων, ποὺ συχνὰ βασανίζονται σαδιστικὰ ἀπὸ τὸ instrumentum Dei, τὸν ἀρχιτύραννο διάβολο(44).
Θεολογούμενο τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ (ἀπασχόλησε καὶ βυζαντινούς) ἦταν ἡ ἔριδα γιὰ τὴ φύση τῆς μεταβολῆς τῶν τιμίων δώρων κατὰ τὴ θεία εὐχαριστία, ποὺ κατέληξε στὸ δόγμα τῆς μετουσιώσεως (transsubstantiatio)(45). Tὸ Βυζάντιο περιορίστηκε νὰ τονίσει τὴ σημασία τῆς ἐπίκλησης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἡ Ρώμη τὴν εἶχε παραθεωρήσει(46). Στὴ δυτικὴ εἰκονογραφία καλλιεργήθηκε ἕνας μυστικισμὸς μὲ ἰσχυρὲς εὐσεβιστικὲς τάσεις (π.χ. σύνδεση Χριστοῦ καὶ Ἰωάννη στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο –Johannesminne(47)-, γονυκλισία, ἐμφαντικὲς χειρονομίες, ἀναθρώσκοντα σὲ ἔκσταση βλέμματα, ἀντικατάσταση τοῦ ἄρτου μὲ ὄστια, περιορισμὸς τῆς μετάληψης οἴνου στοὺς ἱερεῖς, ἀτομικὲς μεταλήψεις ὡς Andachtsbilder(48), ἄγνωστος στὴν Ἀνατολὴ παρὰ τὴ σποραδικὴ εἰσαγωγὴ δυτικῶν μοτίβων.
Στὸν μοναστικὸ βίο(49) ἡ θεοπτία συνιστᾶ βασικὸ γνώρισμα(50). Ἀπὸ τὸ ἀμέσως μεταϊουστινιάνειο Σινᾶ προέρχεται κείμενο ἀποφασιστικῆς σημασίας, ἡ Κλῖμαξ τοῦ Ἰωάννου (πρὸ τοῦ 579 - περ. 650), ποὺ ἀργότερα μεταφράστηκε στὴ Δύση(51). Ἡ εἰκαστικὴ ἀπόδοση τῆς Οὐρανοδρόμου Κλίμακος βρῆκε μικρὴ ἀπήχηση στὴ Δύση(52), ὅπου προτιμήθηκαν ἄλλοι συμβολισμοί(53). Ὡστόσο οἱ θεοφάνειες μποροῦσαν νὰ ἀπεικονισθοῦν μὲ ποικίλες ἄλλες μορφές: στὸ ἴδιο τὸ Σινᾶ τὴν ἁψίδα τοῦ κυρίως ναοῦ κοσμεῖ ἰουστινιάνειο ψηφιδωτό τῆς Μεταμορφώσεως, θέμα ἀσυνήθιστο γιὰ τὴ θέση αὐτή, ἀφοῦ μάλιστα τὸ καθολικὸ ἦταν ἀρχικὰ ἀφιερωμένο στὴ Θεοτόκο-Ἄφλεκτο Βάτο(54). Κατὰ τὴ γνώμη μου, ἡ Μεταμόρφωση ἐπελέγη ὄχι μόνο λόγω τῆς ἀντιτυπικῆς σχέσης Σινᾶ καὶ Θαβώρ(55), ἀλλὰ καὶ διότι ἐδῶ ἀσκοῦνται μοναχοὶ στὴν ἱερὰ ἡσυχία καὶ τὴ νοερὰ προσευχή, ὅπως μαρτυρεῖ τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ ἡγούμενός τους Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Παρουσιάζεται δηλονότι ὑπὸ ἡσυχαστικὸ πρίσμα ἕνα πρώιμο παράδειγμα τῆς Μεταμορφώσεως (ἀργότερα ἐτιμήθη ἐπ' ὀνόματί της τὸ καθολικό): ἀσφαλῶς ὄχι τυχαῖα, ἄμεσος πρόδρομος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης(56). Ἀπὸ τὰ ἐνδιαφέροντα δείγματα τῆς εἰκονογράφησης τῆς Μεταμορφώσεως στὸ Σινᾶ ἕνα ὄψιμο
(16ος αἰ.) εἶναι ἀρκούντως εὔγλωττο. Πρόκειται γιὰ εἰκόνα τοῦ μεγάλου κρητικοῦ ζωγράφου Γεωργίου Κλόντζα(57): μὲ τρόπο πρωτότυπο ἀποδίδεται ἕνα ἡσυχαστικὸ περιβάλλον, ὅπου οἱ μοναχοὶ μὲ τὴν ἄσκηση ἀξιώνονται νὰ γίνουν θεόπτες συμμετέχοντας στὴ Μεταμόρφωση, δηλαδὴ νὰ μεταμορφωθοῦν κατὰ χάριν αὐτοὶ καὶ ἡ φύση(58). Στὴ Δύση οἱ παραστάσεις θεοφανειῶν ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ ὕφος τῶν βυζαντινῶν, μετατρεπόμενες βαθμιαῖα σὲ ὁράματα ἔκστασης μὲ γονυκλισίες, δάκρυα, ἐπίταση ἐν γένει τῶν συναισθηματικῶν στοιχείων(59).
Τὴ μετοχὴ στὸ θεῖο κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τὴν προγεύεται ὁ μοναχὸς/ἅγιος στὴν ἐδῶ ζωή• πλήρως τὴ γεύεται μετὰ θάνατον, ἕνα ἀναγκαῖο στάδιο μετάβασης ὀδυνηρὸ καὶ τρομερό, ἀλλὰ ὄχι ἀποτρόπαιο. Ἡ Δύση τόνισε τὸν θάνατο κατεξοχὴν δικανικά, ὡς θεϊκὴ τιμωρία γιὰ τὴν παράβαση, ὅπως εἴδαμε• ἀναπτύσσει ἔτσι συστηματικά, ἰδιαίτερα μετὰ τὴν πανώλη τοῦ 1348-1349(60), μιὰν ἀνατριχιαστικὴ 'νεκρική εἰκονογραφία', συχνὰ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ vanitas(61). Tὸ Βυζάντιο θὰ τὴν ἀγνοήσει, ἂν καὶ ἐπλήγη ἐπίσης ἀπὸ τὸν 'μαῦρο θάνατο'• ἴσως κάτω ἀπὸ δυτικὴ ἐπίδραση θὰ συναντήσουμε κατ' ἐξαίρεση ἀνάλογες σκηνές, πάντως δίχως ἐμφανή terrorem mortis(62). Ἡ παραδείσια γαλήνη ποὺ ἀποπνέει ἡ παράσταση τῆς κοίμησης ἑνὸς βυζαντινοῦ ὁσίου εἶναι ἐπαρκὴς ἀπόδειξη(63): ἀντὶ τῆς ἐφιαλτικῆς ἀτμόσφαιρας τῶν δυτικῶν memento mori συναντᾶμε τὴ γαλήνη ἑνὸς καθαγιασμένου θανάτου/ὕπνου, κέντρου πραγματικοῦ καὶ μεταφορικοῦ τῆς σύνθεσης, ποὺ διαποτίζει ζωηφόρα ὅλο τὸν περίγυρο, δίνει τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν-ἀσκητῶν. Ἡ καταλλαγὴ δίνεται καὶ μὲ τὴ λεπτομέρεια τῆς συμφιλίωσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ θηρία, δηλαδὴ τῆς ἐπιστροφῆς στὴν προπτωτικὴ ἀθωότητα - στὴν τρέχουσα γλώσσα: τοῦ ἀνθρώπου ὡς χρήστη καὶ ὄχι ὡς καταχραστῆ καὶ διαφθορέα τῆς φύσης(64).
Θεός, ἄνθρωπος καὶ κτίση συνδέονται ὀργανικὰ μεταξὺ τους στὴ θεολογικὴ σκέψη καὶ στὴν καλλιτεχνικὴ ἔκφραση τοῦ Βυζαντίου. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο συνιστᾶ μιὰ διαρκὴ θεοφάνεια, αἰσθητὴ κατεξοχὴν στοὺς ἁγίους καὶ προσλήψιμη ὡς ἄπλετη, ἄκτιστη φωτοχυσία καὶ ἀνέκφραστη ψυχοσωματικὴ ἡδονή, ὡς πρόγευση Παραδείσου(65)• θεώνεται ἔτσι κατὰ χάριν ὁ ἄνθρωπος ψυχῇ τε καὶ σώματι, ἐφέλκοντας πρὸς καλὴν ἀλλοίωσιν καὶ τὴν κτίση. Ἡ Δύση ἀνέπτυξε κοσμοθεωρία διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη, ὅπως ἄλλη κατεύθυνση ἀκολούθησε καὶ ἡ τέχνη της(66). Τὴν ἀλλαγὴ πλεύσης τῆς δυτικῆς μεσαιωνικῆς τέχνης ἀπὸ τὴν ἀντισυμβατικὴ-ὑπερβατικὴ γλώσσα στὴ φυσιοκρατικὴ-ἐνδοκοσμικὴ ἔκφραση ἀπὸ τὸν 13ο αἰώνα, δηλαδὴ τὴ μεταβολὴ ἀπὸ λατρευτικὴ σὲ ἁπλὴ θρησκευτική, τὴ διαισθάνθηκαν οἱ Βυζαντινοὶ τὸν 15ο αἰώνα• στάθηκαν μπροστὰ της διχασμένοι, θαυμάζοντάς την σὲ κοσμικὰ ἔργα, ἀπορρίπτοντάς την ὅμως προκειμένου γιὰ ἐκκλησιαστικά(67).
Σημειώσεις
29. "Beliefs, theology, cult, piety [...] are in the heart of the problem. Without them the forms have no value" [G. Galavaris, βιβλιοκρισία, ΒΖ 91 (1998), 546],
30. Πρβλ. Ἰωάννης Χρυσόστομος, PG 51, 253: Οὕτω καὶ σκεῦος ἕκαστον λέγομεν καλὸν καὶ ζῶον καὶ φυτὸν οὐκ ἀπὸ τῆς διαπλάσεως, οὐδ' ἀπὸ τοῦ χρώματος, ἀλλ' ἀπὸ τῆς διανοίας.
31. Mansi 13,252 B-C. Γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ χωρίου βλ. Β. Γιαννόπουλος, Αἱ περὶ τέχνης ἰδέαι τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἐπιστ. Ἐπετ. Θεολ. Σχολ. Πανεπ. Ἀθηνῶν 24 (1979-1980), 609 κ.ἑξ.• J. J. Yiannias, A Reexamination of the "art statute" in the Acts of Nicaea II, BZ 80 (1987), 348 κ.ἑξ.
32. Γιὰ τὰ γνωρίσματα τῆς βυζαντινῆς τέχνης βλ. ἐγχειρίδια τῆς ἱστορίας της• ἐπίσης μελέτες αἰσθητικῆς, ὅπως: Π. Μιχελῆς, Αἰσθητικὴ θεώρηση τῆς βυζαντινῆς τέχνης, Ἀθήνα 51990• G. Mathew, Byzantine Aesthetics, London 1963• V. Bychkov, Βυζαντινὴ αἰσθητική, μτφρ. Κ. Χαραλαμπίδης, Ἀθήνα 1999, κλπ.
33. Στὰ ψηφιδωτὰ λ.χ. ὁ 'ἀόρατος' φωτισμὸς τους μοιάζει νὰ πηγάζει ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό τους: Ο. Demus, Byzantine Mosaic Decoration, London 1947• Δ. Πάλλας, Ψηφιδωτά, ΘΗΕ, IB', Ἀθῆναι 1968, στ. 1234 κ.ἑξ.• πρβλ. Βασίλειος (Ἀρχιμ. Σταυρονικήτα), Εἰσοδικόν, Ἀθῆναι 1974, 130 κ.ἑξ.• Ματσούκας, Δογματική, Β', 424• τοῦ ἰδίου Βυζαντινὴ Φιλοσοφία, 276 κ.ἑξ.• Στ. Ράμφος, Ἱλαρὸν φῶς τοῦ κόσμου, Ἀθῆναι 1990• Χρ. Σταμούλης, Περὶ φωτός, Θεσσαλονίκη 1999• Bychkov, Βυζαντινὴ αἰσθητική, 96 κ.ἑξ. Ὁ ρόλος τοῦ φωτὸς ἔχει ἐξεταστεῖ κυρίως σὲ σχέση μὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ ἡσύχαστικοῦ κινήματος τοῦ 14ου αἰώνα: βλ. ὑποσ. 17, κυρίως δὲ Κ. Καλοκύρης, Ἡ θεολογία τοῦ φωτὸς καὶ ἡ παλαιολόγεια ζωγραφική. Ὁ παλαμισμὸς στὴ βυζαντινὴ τέχνη, KB'Δημήτρια. Ἐπιστημονικὸ Συμπόσιο Χριστιανικῆς Θεσσαλονίκης - παλαιολόγειος ἐποχή, Θεσσαλονίκη 1989,343 κ.ἑξ.
34. Γιὰ τὸν ρόλο τοῦ κάλλους περιορίζομαι στοὺς Bychkov, ὅπ.πάρ., 67 κ.ἑξ.• A. Schmemann, Γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος, μτφρ. Ζ. Λορεντζάτος, Ἀθήνα 1970,46 κ.ἑξ.• P. Evdokimov, Ἡ τέχνη τῆς εἰκόνας, Θεολογία τῆς ὡραιότητας, μτφρ. Κ. Χαραλαμπίδης, Θεσσαλονίκη 1980• Στ. Ράμφος, Φιλόσοφος καὶ θεῖος ἔρως, Ἀθῆναι 1989• Ματσούκας, Σατανᾶς, 205 καὶ σποραδικά• Φιλοσοφία, ὅπ,παρ.• St. Runciman, A Western View of Byzantium, London 1984,14• Obolensky, Κοινοπολιτεία, τόμος Β',471 κ.ἑξ.• Γ. Γαλάβαρης, Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων. Εἰκονογραφημένα χειρόγραφα, Ἅγιον Ὅρος 2000,111 κ.ἑξ. Γιὰ τὴν κατάφαση τοῦ σώματος στὸ Βυζάντιο: Χρ. Γιανναρᾶς, Ἡ μεταφυσικὴ τοῦ σώματος, Ἀθήνα 1971• τοῦ ἰδίου, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, Ἀθήνα 31987• Ματσούκας, Φιλοσοφία, 272 κ.ἑξ.• π. Στ. Σκλήρης, Ἐν ἐσόπτρῳ. Εἰκονολογικὰ μελετήματα, Ἀθήνα 1991, 92 κ.ἑξ., 214 κ.ἑξ.• Ἀν. Κεσελόπουλος, Ἄνθρωπος καὶ φυσικὸ περιβάλλον, Ἀθήνα 1989• τοῦ ἰδίου, Ἡ σημασία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος στὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση, Ἐπισκοπὴ Κιτίου. Τόμος τιμητικός, 601 κ.ἑξ.• Γ. Πατρῶνος, Ἡ θέωοη τοῦ ἀνθρώπου, Ἀθήνα 1995. Ἔμφαση ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ: ἀναφορὲς στοὺς τόμους τῶν συναφῶν συνεδρίων (ὑποσ. 17)• J. Meyendorff, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ἡ ὀρθόδοξη μυστικὴ παράδοση, μτφρ. Ἐλ. Μάϊνας, Ἀθήνα 1983,133 κ.ἑξ.• Γ. Μαντζαρίδης, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 31998, σποραδικά• Ράμφος, Ἱλαρὸν φῶς, 346 κ.ἕξ. Ἐντεῦθεν ἀναπτύχθηκε ἡ ἄποψη ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ θεμελιώσει τὴ γένεση τοῦ 'στὺλ Πανσέληνου' (volume style) τοῦ τέλους τοῦ 13ου αἰώνα καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 14ου στὴν ἡσυχαστικὴ διδασκαλία• βλ. γιὰ τὸ πρόβλημα Δήμ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Τέχνη καὶ λατρεία, Ἀθήνα 2001,39 κ.ἑξ.• τοῦ ἰδίου, Ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφικὴ καὶ Ἡσυχασμός. Τὸ δίλημμα ἀνάμεσα στὴν ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση καὶ στὶς οὐμανιστικὲς "ἀναγεννήσεις" κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν ἱστορία καὶ τὸ παρόν, 167 κ.ἑξ. Γιὰ τὴν ἐν γένει ἐπίδραση τοῦ Ἡσυχασμοῦ στὴν τέχνη βλ. ἐπίσης R. Samardžiç? (ἐπιμ.), L'art de Thessalonique et des pays balkaniques et les courants spirituels au XlVe siècle. Recueil des rapports du IVe colloque serbo-grec (Belgrade 1985), Belgrade 1987. - Γιὰ τὴ μακραίωνη ἐχθρικὴ στάση τῆς Δύσης ἀπέναντι στὸ σῶμα πρβλ. Γιανναράς, Μεταφυσικὴ σώματος, σποραδικά• Μ. Μπέγζος, Ἐλευθερία ἤ θρησκεία; Ἀθήνα 1991,141 κ.ἑξ.
35. Μ. Ἀθανασίου, Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 54 (PG 25,192Β).
36. Ρωμανίδης, Προπατορικὸν ἁμάρτημα• Δ. Τσελεγγίδης, Ἡ ἱκανοποίηση τῆς Θείας Δικαιοσύνης κατὰ τὸν Ἄνσελμο Καντερβουρίας, Θεσσαλονίκη 1995.
37. Κανόνας Ὄρθρου Χριστουγέννων.
38. Δημ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Εἰκόνα καὶ λόγος στὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία τοῦ 16ου αἰώνα. Θέματα εἰκονογραφίας, Πρακτικὰ 4ου Διεθνοῦς Συνεδρίου "Neograeca Medii Aevi" (Λευκωσία 1997), Ἠράκλειον 2002,617 κ.ἑξ.
39. Πρβλ. τὴ θεωρία τοῦ Ἀνσελμου (ὑποσ. 36).
40. Εἶναι γνωστὸ τὸ χωρίο τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης (+1429)• βλ. Τριανταφυλλόπουλος, ὅπ.π., 625 κ.ἑξ.
41. Ὅπ.παρ., 629 κ.ἑξ., καὶ ὑπὸ ἐπεξεργασία αὐτοτελὴς μελέτη.
42. Βυζαντινὴ εἰκονογραφία: Κ. Papadopoulos, Die Wandmalereien des 11. Jahrhunderts in der Kirche Panagia ton Chalkeon in Thessaloniki, Graz - Koln -Wien 1966, 57 κ.ἑξ.• Β. Brenk, Tradition und Neuerung in der christlichen Kunst des ersten Jahrtausends, Wien 1966• G. Games, Byzance et la peinture romane de Germanie, Paris 1966, συχνάκις• Υ. Christe, La vision du Matthieu (Matth. XXIV-XXV), Paris 1973• τοῦ ἰδίου, Das Jüngste Gericht, übrs. von M. Lauble, Darmstadt 2001. Μεταβυζαντινή: Μ. Garidis, Études sur le Jugement dernier post-byzantin du XVe à la fin du XIXe siècle, Thessalonique 1985• Dem. D. Triantaphyllopοulos, Die nachbyzantinische Wandmalerei auf Kerkyra und den anderen Ionischen Inseln, τόμ. I, München 1985,214 κ.ἑξ.• τοῦ ἰδίου, Μελέτες γιὰ τὴ μεταβυζαντινὴ ζωγραφική, Ἀθῆναι 2002,36,105 ὑποσ. 15, 204.
43. Γιὰ τὶς διαφορές: Brenk, ὅπ.παρ.• Games, ὅπ.παρ.• Christe, Das Jüngste Gericht. Γιὰ τὴν Ἀποκάλυψη στὸ Βυζάντιο καὶ τὶς διαφορὲς πρὸς τὴ Δύση πρβλ. Δήμ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος,Ἀπoκαλύψεως ὁράματα στὴν Κύπρο. Ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ ἐσχατολογικὴ προοπτική, Κυπρολογία, Ἀφιέρωμα στὸν Θεόδωρο Παπαδόπουλο (Κυπρ. Σπουδ. 64/65 [2000-2001], 385 κ.ἑξ.).
44. Ἡ Δύση, στοιχώντας στὸ ρωμαϊκὸ πνεῦμα, ἔδωσε πρωτεῖα στὴ δικαιοσύνη, ἡ Ἀνατολὴ στὴν ἀγάπη• πρβλ. Brenk, 103. Γιὰ τὸν Χριστό-Κριτὴ στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση πρβλ. Τριανταφυλλόπουλος, Μελέτες, 203 κ.ἑξ.• τοῦ ἰδίου, Ἀποκαλύψεως ὁράματα (μὲ τὴν παλαιότερη βιβλιογραφία). Ἡ δαιμονολογία ἀποτελεῖ βασικὸ στοιχεῖο τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως φανερώνει καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ντοστογιέφσκυ• βλ. καὶ Ματσούκας, Σατανάς• π. Β. Καλλιακμάνης, Ἀπὸ τὸ φόβο στὴν ἀγάπη, Θεσσαλονίκη 1993,22 κ.ἑξ.• γιὰ τὴν τέχνη Η. Sedlmayr, Der Tod des Lichtes, Salzburg 1964,18 κ.ἕξ.
45. Ν. Τζιράκης, Ἡ περὶ μετουσιώσεως (Transsubstantiatio) εὐχαριστιακὴ ἔρις, Ἀθῆναι 1977• G.Podskalsky, Griechische Theologie in der Zeit der Türkenherrschaft, 1453-1821, München 1988, συχνάκις, ἰδιαίτερα 392 κ.ἑξ.• γιὰ τὴ μεταβυζαντινὴ εἰκαστική της ἀπόδοση Τριανταφυλλόπουλος, Μελέτες, 245 κ.ἑξ.
46. Πρβλ. H.-G. Beck, Kirche und theologische Literatur in Byzanz, München 1959,320 κ.ἑξ. Π. Τρεμπέλας, Αἱ τρεῖς λειτουργίαι κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις κώδικας, Ἀθῆναι 21982, 111 κ.ἑξ.• π. Γ. Μεταλληνός, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, Ἀθήνα 1995, 225 κ.ἑξ.• Ἰ. Φουντούλης, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, τόμ. Γ', Ἀθῆναι 21991, 64 κ.ἑξ., τόμ. Δ', Ἀθῆναι 1994, 253 κ.ἑξ. Συνολικὲς μελέτες γιὰ τὴ βυζαντινὴ καὶ τὰ νέα θέματα τῆς μεταβυζαντινῆς εὐχαριστιακῆς εἰκονογραφίας ἀπουσιάζουν, πρβλ. Τριανταφυλλόπουλος, Μελέτες, 157 κ.ἑξ., 218 κ.ἑξ., 220 κ.ἑξ, 245 κ.ἑξ., 267 κ.ἑξ.
47. Δυτικὰ καὶ μερικὰ μεταβυζαντινὰ παραδείγματα: G. Schiller, Ikonographie der christlichen Kunst, 4/1: Die Kirche, Gütersloh 21988,98• Triantaphyllopοulos, Wandmalerei, 1,225.
48. Βλ. περὶ αὐτῶν κατωτέρω, ὑποσ. 72.
49. Beck, Kirche, 120 κ.ἑξ. καὶ συχνάκις• τοῦ ἰδίου, Βυζαντινὴ χιλιετία, 285 κ.ἑξ.• Florovsky) Ἀσκητικοὶ πατέρες• Δ. Παπαχρυσάνθου, Ἀθωνικὸς μοναχισμός, Ἀθήνα 1992• Pl. Deseille (Ἄρχιμ.) Ὁ παχωμιακός μοναχισμός, Ἀθήνα 1992, τοῦ ἰδίου, Τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ἔρημο, μτφρ. Ἱερομ. Νικ. Μπαρούσης, Ἀθήνα ἄ.ἔ.• τοῦ ἰδίου, Φιλοκαλία. Ἡ νηπτικὴ παράδοση τῆς 'Ορθοδοξίας, μτφρ. Ἄ. Κωστάκου-Μαρίνη, Ἀθήνα 1999,19 κ.ἑξ.• Φειδᾶς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Α', 935 κ.ἑξ., Β', 717 κ.ἑξ.. Ἐθνικὸ Ἵδρυμα Ἔρευνῶν/Ἰνστιτοῦτο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν (ἐκδ.), Τάσεις τοῦ Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ (Πρακτικὰ Διεθνοῦς Συμποσίου), Ἀθήνα 1996• Σ. Ἀγουρίδης, Μοναχισμός, Ἀθήνα 1997.
50. Ὅπ.παρ. Γιὰ τὴν ἔμφαση τῆς ἡσυχαστικῆς κίνησης τοῦ 14ου αἰώνα στὸ θέμα τῆς θεοπτίας πρβλ. ὑποσ. 17• μία ἄλλη ἐνδιαφέρουσα πλευρὰ ἐξετάζει ὁ Β. Ψευτόγκας, Θεοφάνια καὶ θεοπτία στὰ ἀρχαῖα καὶ τὰ νέα μαρτυρολόγια, Κληρονομία 24 (1992), 291 κ.ἑξ. Γιὰ τὴ σύγχρονη ὀρθόδοξη ἐμπειρία πρβλ. Κ. Ware (Ἐπίσκοπος Διοκλείας), Ἡ δύναμις τοῦ ὀνόματος, μτφρ. Δ. Χουλιάρας, Ἀθήνα 1980• τοῦ ἰδίου, Ἡ ἐντὸς ἡμῶν Βασιλεία, μτφρ. Ἰωσ. Ροηλίδης, Ἀθήνα 1994• Lev Gillet, The Jesus Prayer, New York 21995• Th. Nikolaou, Askese, Möchtum und Mystik in der Orthodoxen Kirche, Erzabtei St. Ottilien 1995• Στ. Φωτίου (ἐπιμ.), Ὀρθόδοξος μοναχισμός, Ἀθήνα 1997, τὰ ἒργὰ τοῦ Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, κ.ἅ.
51. Τὸ κείμενο: PG 88,632-1209. Γιὰ τὸν συγγραφέα βλ. Florovsky, Ἀσκητικοὶ πατέρες, 395 κ.ἑξ: Π. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Γ ', Θεσσαλονίκη 1988, 180 κ.ἑξ.• Γιανναρᾶς, Μεταφυσικὴ σώματος• γιὰ τὴν ἐπίδραση στὴ Δύση πρβλ. W. Berschin, Ἑλληνικὰ γράμματα καὶ λατινικὸς Μεσαίωνας, μτφρ. Δ. Νικήτας, Θεσσαλονίκη 1998,394.
52. Βυζάντιο: J.R. Martin, The Illustration of the Heavenly Ladder of John Climacus, Princeton N.J. 1954• L. Kretzenbacher, Die "Himmelsleiter" zur Sozialismus-Sonne, Südost Forschungen 40 (1981), 224 κ.ἑξ. Δύση: λῆμμα Himmelsleiter, LCI 2,283 κ.ἑξ.• Chr. Helck, L'échelle céleste dans l'art du Moyen Age, Paris 1997 (δὲν τὸ εἶδα).
53. Παράδειγμα ἡ τοιχογραφία τοῦ Andrea Bonaiuti (Andrea da Firenze στὴ Santa Maria Novella Φλωρεντίας (1365-67) γιὰ τοὺς Δομηνικανοὺς μοναχοὺς (ἀπεικόνιση: R. Toman [ἐκδ.], The Art of Gothic, Cologne 1998,451). Ἡ εἰκόνα-ἅπαξ στὴν Κέρκυρα (περὶ τὸ 1500), ποὺ ἔχει ἑρμηνευθεῖ ὡς ἀλληγορία τῆς Ἄνω Ἱερουσαλὴμ (Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες τῆς Κέρκυρας, Ἀθήνα 1990, ἀρ. 9), πιθανὸν ἔχει συντεθεῖ μὲ βάση τὴ σύνθεση στὴ Φλωρεντία ἢ κάτι παρεμφερὲς (πρβλ. Τριανταφυλλόπουλος, Μελέτες, 158,236 ὑποσ. 20, ἐπίσης τοῦ ἰδίου, Ἀποκαλύψεως ὁράματα στὴν Κύπρο, ὅπ.πάρ.).
54. Περὶ Μονῆς Σινᾶ γενικὰ βλ. Πανηγυρικὸς τόμος ἐπὶ τὴ 1400ῇ ἀμφιετηρίδι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σινᾶ, Ἀθῆναι 1971• G. Forsyth - Κ. Weitzmann, The Monastery of St. Catherine at Mt. Sinai, Ann Arbor, Mich. 1973• Σινᾶ Ἐκδοτικὴ 'Αθηνών (ἐκδ.), Οἱ θησαυροὶ τῆς Μονῆς, Ἀθήνα 1990. Γιὰ τὸ ψηφιδωτὸ βλ. καὶ Πάλλας, Ψηφιδωτά, 1158 κ.ἑξ.• Ν. Χατζηδάκη, Βυζαντινὰ ψηφιδωτά, Ἀθῆναι 1994, 5 κ.ἑξ.• J. Elsner, The Viewer and the Vision: The case of the Sinai Apse, Art History 17/1 (1994), 81 κ.ἑξ.
55. Γιὰ τὰ δύο ὄρη ὡς τόπους θεοφανείας βλ. τὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως (6 Αὐγούστου) καὶ τὴ συναφὴ πατερικὴ φιλολογία• πρβλ. G. Habra, La Transfiguration selon les pères grecs, Paris 1974• Ἱ Μονὴ Κουτλουμουσίου (ἐκδ.), Πανηγυρικόν. Ὁ πατερικὸς λόγος στὴν Μεταμόρφωση, Ἅγ.Ὄρος 1995.
56. Ἐνδιαφέρουσες εἶναι οἱ πτυχὲς γιὰ τὸ ἡσυχαστικὸ πνεῦμα στὸ Σινᾶ καὶ τὴ σχέση του μὲ τὸ ἀντίστοιχο στὸν Ἄθω κατὰ τὴν παλαιολόγεια ἐποχή• ἐνδεικτικά: Gillet, The Jesus Prayer, 35 κ.ἑξ, 53 κ.ἑξ.• Φειδᾶς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Β', 484 κ.ἑξ.• Deseille, Φιλοκαλία, 41 κ.ἑξ., 60 κ.ἑξ.
57. Γιὰ τὴν εἰκόνα: Μ. Χατζηδάκης - Ε. Δρακοπούλου, Ἕλληνες ζωγράφοι μετὰ τὴν Ἅλωση (1450-1830), τόμ. 2, Ἀθήνα 1997, 88.
58. Τριανταφυλλόπουλος, Ἄνθρωπος καὶ περιβάλλον, 647 κ.ἑξ. Τὸ περιφανέστερο κυπριακὸ παράδειγμα ἀπεικόνισης τέτοιας Μεταμόρφωσης, ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου Νεοφύτου (1134-1219) στὴν Ἐγκλείστρα του, ἔχει προκαλέσει σωρεία παρανοήσεων πρβλ. συνοπτικὰ Dem. D. Triantaphyllopoulos, On Saint Neophytos Enkleistos and his alleged "self-sanctification", XXe Congrès International des Études Byzantines (Paris 2001), Préactes, III. Communications libres, Paris 2001,148.
59. Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ γοτθικὴ τέχνη, φθάνουν στὸ ἔπακρο κατὰ τὸ Μπαρόκ• βλ. π.χ. εἰκονογραφία ἁγίου Φραγκίσκου, φλαμανδικὰ ἔργα τοῦ 15ου αἰώνα, ἔργα τῶν Θεοτοκόπουλου, Rubens, Rembrandt, Bernini κλπ. Διάκριση μεταξὺ θεοφανειῶν (Βυζάντιον) καὶ ἐκστάσεων (Δύση): Γιανναράς, Μεταφυσικὴ σώματος, 211.
60. Μ. Dols, The Black Death in the Middle Ages, Princeton 1977.
61. Γιὰ τὸν θάνατο στὴ Δύση: Ph. Ariès, Ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ θανάτου, 2 τόμοι, μτφρ. Θ. Νικολαΐδης, Ἀθήνα 1997-1999• Μ. Vovelle, Ὁ θάνατος καὶ ἡ Δύση. Ἀπὸ τὸ 1300 ὥς τὶς μέρες μας, 2 τόμοι, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, Ἀθήνα 2000. Ἐνδεικτικὰ γιὰ τὴν εἰκονογραφία: P. Vigo, Le danze macabre in Italia, Bergamo 21978• H. Braet - W. Verbeke (ἐκδ.), Death in the Middle Ages, Leuven 1983• Memento mori. Der Tod als Thema der Kunst vom Mittelalter bis zur Gegenwart, κατάλογος ἔκθεσης, Darmstadt 1984• F. W. Kasten (ἐκδ.), Totentanz, κατάλογος ἔκθεσης, Mannheim 1986• Immagini della danza macabra nella cultura occidentale dal Medioevo al Novecento, κατάλογος ἔκθεσης, Firenze 1995, Como 1995.
62. Γιὰ τὴ διαφορὰ ἀντίληψης τοῦ θανάτου ἀνάμεσα σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση πρβλ. Ματσούκας, Σατανάς, 128 κ.ἑξ., 159 κ.ἑξ. Γιὰ συναφεῖς παραστάσεις στὸ Βυζάντιο πρβλ. R. Stichel, Studien zum Verhältnis von Text und Bild spät.- und nachbyzantinischer Vergänglichkeitsdarstellungen, Wien 1971• C.Walter, Death in Byzantine Iconography, ECR 8 (1976), 113 κ.ἑξ. Ἀπουσιάζει συνολικὴ ἐξέταση τῆς νεκρικῆς εἰκονογραφίας στὴ μεταβυζαντινὴ ἐποχή.
63. Θεολογία τοῦ θανάτου καὶ τῆς κοιμήσεως τῶν ὁσίων: Μητροπ. Ναυπακτίας καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱερόθεος, Τὸ πρόσωπο στὴν ὀρθόδοξη παράδοση, Ἱ. Μονὴ Γενεσίου Θεοτόκου (Πελαγίας) 31997,304 κ.ἑξ.• Εἰκονογραφία κοιμήσεως ὁσίων: Λῆμμα Koimesis, RbK 4,177 κ.ἑξ., Εὐ. Ἰωαννιδάκη-Ντόστογλου, Παραστάσεις κοιμήσεως ὁσίων καὶ ἀσκητῶν τοῦ 14ου-15ου αἰ., ΑΔ 42 (1987): Μελέτες, 99 κ.ἕξ.• Τ. Τανούλας, «Θηβαΐς»: Αὐτὴ ἡ πλευρὰ τοῦ Παραδείσου, ΔΧΑΕ, περίοδ. Δ', 20 (1997-1998), 317 κ.ἑξ.
64. Πρβλ. Ἀναστάσιος, Παγκοσμιότητα, 51. Ἡ ἀσκητικὴ φιλολογία βρίθει παραδειγμάτων ἐξημέρωσης ἄγριων ζώων καὶ ἑρπετῶν πρβλ. καὶ τὴν παράσταση τοῦ ἁγίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου ποὺ δαμάζει λιοντάρι (λ.χ. Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Δύο παλαιολόγειες εἰκόνες στὰ Ἱεροσόλυμα, ΔΧΑΕ, περίοδ. Δ', 20 [1998-1999] 291 κ.ἑξ.): εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὸ ἐκκοσμικευμένο οὑμανιστικὸ πνεῦμα τοῦ ἁγίου Ἱερωνύμου στὸν πίνακα τοῦ Albrecht Dürer (1513/14).
65. Βλ. ἀνωτέρω, ὑποσ. 24. Ὁ Παράδεισος (παραστάσεις Δημιουργίας τοῦ κόσμου, Κρίσεως ἢ Ἁγίων Πάντων) ἀποδίδεται συχνὰ ὡς λευκὸ χρῶμα, ἐπιγραφόμενο ἐνίοτε ὡς ἀνέσπερον φῶς (πρβλ. Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς στὸν Ὄρθρο τῆς Ἀναστάσεως• ἐν τῆ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου στὸν ἀναστάσιμο Κανόνα, ὠδὴ θ', τροπάριο β').
66. Ὁ ἄνθρωπος στὴ Δύση μετὰ τὴν Ἀναγέννηση ἐπιθυμεῖ ὄχι νὰ μεταμορφώσει, ἀλλὰ νὰ τροποποιήσει τὴ φύση μέσῳ τῆς τέχνης (Eco, Τέχνη καὶ κάλλος στὴν αἰσθητική του Μεσαίωνα, μτφρ. Ἐ. Καλλιφατίδη, Ἀθήνα 1992,221 κ.ἑξ.). Τοῦτο φέρεται νὰ ἀρχίζει σχεδὸν ταυτόχρονα μὲ τὸν ἐξορθολογισμὸ τοῦ δόγματος ἀπὸ τὸν Σχολαστικισμὸ (11ος αἰώνας καὶ ἑξῆς), μὲ συνέπεια μία διαφορετικὴ ἀνάπτυξη τῆς τεχνικῆς καὶ κοινωνικὴ διάρθρωση- πρβλ. G. Duby, Μεσαιωνικὴ Δύση: Κοινωνία καὶ Ἰδεολογία, μτφρ. Ο. Βαρὠν - Ρ. Μπενβενίστε, Ἀθήνα 1988, 33 κ.ἑξ.• τοῦ ἰδίου, Τέχνη καὶ κοινωνία του Μεσαίωνα, μτφρ. Ἐ. Ζέη, Ἀθήνα 2000, 35 κ.ἑξ• τοῦ ἰδίου, Die Zeit der Kathedralen. Kunst und Gesellschaft 980-1420, μτφρ. G. Osterwald, Frankfurt a.M. 1997,13 κ.ἑξ.• Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικὸς πολιτισμός, 218 κ.ἑξ.•J.le Goff, Ὁ πολιτισμὸς τῆς μεσαιωνικῆς Δύσης, μτφρ. Ρ. Μπενβενίστε, Θεσσαλονίκη 1993, 87 κ.ἑξ.• D. Nicholas, Ἡ ἐξέλιξη τοῦ μεσαιωνικοῦ κόσμου (312-1500), μτφρ. Μ. Τζιαντζῆ, Ἀθήνα 1999,415 κ.ἑξ.• F. Braudel, Γραμματικὴ τῶν πολιτισμῶν, μτφρ. Ά. Ἄλεξακης, Ἀθήνα 2001, 436 κ.ἑξ. Ὑπενθυμίζεται καὶ ἡ θεωρία γιὰ τὴν παραλληλία ἤ καὶ σύνδεση τοῦ ἀναλυτικοῦ πνεύματος –σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ συνθετικό, 'κρυπτικό' τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ- τῆς γοτθικῆς ἀρχιτεκτονικῆς (μέσα 12ου αἰώνα καὶ ἑξης) ἀφενὸς καὶ Σχολαστικισμοῦ ἀφετέρου• βλ. κυρίως Ε. Panofsky, Gothic Architecture and Scholasticism, Latrobe 1951• ἐπιφυλάξεις διατυπώθηκαν ἀρκετές, λ.χ. Η. Sedlmayr, Die Entstehung der Kathedrale, Freiburg - Basel - Wien 21996,321 κ.ἑξ., 613' Ο.v. Simson, Die gotische Kathedrale, Darmstadt 51992,5 ὑποσ. 3, κ.ἅ.
67. Δ. Πάλλας, Αἱ αἰσθητικαὶ ἰδέαι τῶν Βυζαντινῶν πρὸ τῆς Ἁλώσεως (1453), ΕΕΒΣ34 (1965), 313 κ.ἑξ. (ἀνατύπωση: τοῦ ἰδίου, Συναγωγὴ Μελετῶν Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας, Ἀθήνα 1987-1988, Τόμ. Β', 464 κ.ἑξ.). Πρβλ. καὶ Triantaphylopοulos, Wandmalerei, Ι, 387 κ.ἑξ.• τοῦ ἰδίου, Τὸ Βυζάντιο συναντάει τὴ Δύση: Ἡ ζωγραφική της Ὁδηγήτριας στὴν Ἀπόλπενα Λευκάδας στὰ μέσα του 15ου αἰώνα, Βυζαντινὸ καὶ Χριστιανικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν (ἐκδ.), Ζωγραφικῆς ἐγκώμιον. Τοιχογραφίες ἀπὸ τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς Ὁδηγήτριας στήν Ἀπόλπενα Λευκάδας. Κατάλογος ἔκθεσης «Τὸ ἔκθεμα τοῦ μηνὸς» (20.12.2000 - 28.2.2001), Ἀθήνα 2000,42 κ.ἑξ. Γιὰ τὴ διαφορὰ στὸν τρόπο ὅρασης βυζαντινοῦ καὶ ἀναγεννησιακοῦ καλλιτέχνη πρβλ. καὶ Ch. Delvoye, Βυζαντινὴ τέχνη, μτφρ. Μ. Παπαδάκη, Ἀθήνα 51994,519 κ.ἑξ.
|
|
|