|
Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος
Οἰκουμενικότητα καί Βυζαντινή Τέχνη. Μιὰ Ἀνάγνωση
(Ἐξεφωνήθη ἀντίπερα τοῦ Πόρου τὴν 24 Ἀπριλίου 1827)
Ἀπό «Τό Βυζάντιο ὡς Οἰκουμένη», ἐκδ. Ἐθνικό Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, Διεθνῆ Συμπόσια 16, Ἀθήνα 2005.
Κεφάλαιο 1
Ἀναστασίῳ, Ἀρχιεπισκόπῳ Τιράνων καί Ἀλβανίας,
υἱϊκῶς
Ἡ τελευταία δεκαετία τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ἀνέτρεψε παγιωμένες ἀντιλήψεις περὶ ἱστορίας. Ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς θεωρήθηκε ὅτι τελειώνει στά σύνορα ἑνὸς εἰκονικοῦ ὀρθοδόξου τόξου, ὅτι ὀρθόδοξη χριστιανοσύνη καὶ Ἰσλάμ, μὲ ἐνδογενή τάχα τάση πρὸς ὁλοκληρωτισμὸ καὶ φονταμενταλισμό, εἶναι ‘βάρβαροι’ ἐχθροὶ γιὰ τὴ χριστιανικὴ (ρωμαιοκαθολικὴ καὶ προτεσταντική) 'πολιτισμένη' Εὐρώπη(1). Σὲ τέτοια περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τί σημαίνει τὸ παρὸν συνέδριο καὶ ἡ ὁμότιτλη ἒκθεση(2); Οἰκουμένη στὸ Βυζάντιο σήμαινε μόνο κυριαρχία σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο;
Ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ ὁρατοῦ σημείου ἑνότητας τῆς οἰκουμένης στὸ πρόσωπο τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα μέ τή στέψη τοῦ Καρλομάγνου (800 μ.Χ.) στή Δύση κατέληξε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σχίσμα τοῦ 867. Στὴν ἐπιστολὴ του πρὸς τὰ πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς ὁ πατριάρχης Φώτιος ἐπάγεται: [...]καὶ πληρωθήσεται τὸ εἰρημένον, ὅτι 'εἰδήσουσί με πάντες ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου αὐτῶν' καὶ ‘εἰς πᾱσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος’ τῶν ἀποστολικῶν διδαγμάτων, 'καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν'(3). Ἡ οἰκουμενικότητα συνδέεται μέ τόπο ἀλλὰ καὶ τρόπο, μὲ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὴν ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια(4). Ἔτσι ὁ ὅρος, παράλληλα μὲ τὴν ἔννοια τῆς παγκοσμιότητας(5), ἀποδίδεται ὄχι μόνο σὲ τοπικὴ Ἐκκλησία(6) ἀλλὰ καὶ σὲ ἄτομα ὡς φορεῖς τῆς ἀλήθειας(7). Αὐτὴ ἡ καθολικότητα δὲν ὁδηγεῖ σὲ ὁμοιομορφία (ὁμογενοποίηση τῆς παγκοσμιοποίησης), διότι διαφυλάσσει τὴν ποικιλία τῶν μορφῶν καὶ τῶν προσωπικῶν χαρισμάτων(8). Ἡ καθολικότης, τὸ πλήρωμα τῆς ἀλήθειας, εἶναι κριτήριο γιὰ τὴν ὀρθοδοξία, ὄχι ἀντιστρόφως(9).
Ὁ ὅρος οἰκουμενικὸς μαρτυρεῖται καταρχὴν γιὰ τὸν πάπα Ρώμης τὸ 518 (patriarcha universae orbis terrae)• τὸ ἴδιο διάστημα καὶ ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης Β' (518-520) ἀποκαλεῖται ἐπίσης οἰκουμενικὸς πατριάρχης χωρὶς προστριβές(10). Στὰ τέλη τοῦ 6ου αἰώνα ὁ πάπας ἀρχίζει νὰ συγχέει τὰ πρωτεῖα τιμῆς μὲ τὰ πρωτεῖα ἐξουσίας καὶ ἀρχίζουν οἱ διαμάχες. Στὴ Δύση θὰ καταλήξουν στὸν παποκαισαρισμὸ καὶ τὶς τάσεις θεοκρατίας(11)• στὴν Ἀνατολὴ διαμορφώνεται ἡ συναλληλία τῶν δύο ἐξουσιῶν, ποὺ διακονοῦν κατὰ μίμησιν τῆς θείας φιλανθρωπίας(12).
Ἡ ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητας ἀφορᾶ ἐπίσης ὁλόκληρη τὴ φύση καὶ τὴν κτίση, διαστελλόμενη ἕως τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἐμπεριέχουσα τὴν ἱστορία (πρβλ. Ἀποκάλυψη)• ἐκφράζει τέλος τὴν ἑνότητα στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἄρα σὲ ἱστορικὸ ἐπίπεδο τὴν ἑνότητα τοῦ πολιτισμικοῦ κοσμοειδώλου. Ἡ ἀπουσία φυλετισμοῦ ἢ ἐθνικισμοῦ στὸ Βυζάντιο ἔχει συνεπῶς καὶ θεολογικὲς καταβολές(13).
Ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατεξοχὴν πρόσωπο, ὅταν ἑνωθεῖ κατὰ χάριν μὲ τὸν Θεὸ μέσω τῶν ἄκτιστων ἐνεργειῶν του, δηλαδὴ διὰ τῆς θεώσεως. Ἡ μετοχὴ στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ συνεχή ἄσκηση καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ• ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ κατ' εἰκόνα, ὅπως ἐπλάσθη καὶ ποὺ δὲν χάνεται ποτέ, φθάνει στὸ καθ' ὁμοίωσιν, γιὰ τὸ ὁποῖο προορίστηκε(14). Καταλήγουμε στὸν ἅγιο, πρότυπο τοῦ βυζαντινοῦ ἀνθρώπου: κατορθώθηκε ἡ δημιουργία ἑνὸς νέου τύπου ἀνθρώπου, ἡ ἁγιοποίηση κάθε γωνίας τοῦ βυζαντινοῦ ἐδάφους(15). Ὁ ὀρθόδοξος πολιτισμὸς εἶναι συνεπῶς καὶ ἁγιοκεντρικός: τὸ Βυζάντιο παλεύει συνεχῶς μὲ τὸ δίλημμα «αὐτοκρατορία ἢ ἔρημος»(16); καὶ ἐπιλέγει σὲ κρίσιμες στιγμὲς (εἰκονομαχία, ἡσυχαστικὸ κίνημα) τὴν ἄσκηση ἀντὶ τῆς ἐξουσίας. Στὴ Δύση ὁ σχολαστικισμός, ἀπορρίπτοντας τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες -τὸ δείχνει ἀνάγλυφα ὁ ἀγώνας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐναντίον τοῦ Βαρλαάμ(17), θεωρητικὰ ἀπέκλειε τὴν κατὰ χάρη μετοχὴ στὸ θεῖο καὶ πρακτικὰ ὁδηγοῦσε σὲ μία ἁγιότητα ὡς κατόρθωμα ἀτομικῶν προσπαθειῶν(18).
Θεμελιακὲς διαφορὲς μὲ τὴ Δύση, μὲ προεκτάσεις στὴν τέχνη, σηματοδοτοῦν καὶ ἄλλες ἀντιλήψεις στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ πρακτική. Τὸ κακὸ λ.χ. δὲν ὑφίσταται ὡς ἀνεξάρτητη ὀντότητα ἀλλὰ ὡς μὴ ἀγαθόν(19)• ἡ ἁμαρτία ἀντιμετωπίζεται λιγότερο ὡς παράβαση θείου δικαίου καὶ περισσότερο ὡς ἀσθένεια χρήζουσα θεραπείας(20)• τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα δὲν συγκροτεῖ τὸ κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, δὲν κληρονομεῖται ὡς ἐνοχή, ἀλλὰ ἰσχύουν οἱ συνέπειές του, ὁ θάνατος(21). Κόλαση γιὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία δὲν εἶναι κτιστὸς τόπος μαρτυρίων (ἀντιπαράβαλε τὴν περιγραφὴ τῆς κόλασης σὲ Αὐγουστίνο, Δάντη, Milton κλπ.)• εἶναι τρόπος, ποθουμένου στέρησις, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς αὐτόβουλης ἄρνησης τοῦ ἀνθρώπου νὰ πραγματώσει τὸ καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ, αὐτοεγκάθειρξη στὴν ἀκοινωνησία. Ὁ σατανάς, ὂν δίχως αὐθυπαρξία, εἶναι ὁ ἀντι-κείμενος, ὁ πειραστής, αὐτοτραυματισμένο νοσοῦν πλάσμα ἄξιο οἴκτου. Στὴ Δύση μετατράπηκε σὲ τιμωρὸ ὄργανο τῆς θείας δικαιοσύνης, συνεργὸς τρόπον τινὰ στὸν κολασμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό(22) ἕναν Θεὸ ὄχι πηγὴ ἀέναου ἀγαθότητας καὶ ἔρωτα μανικοῦ γιὰ τὸ πλάσμα Του, ἀλλὰ σαδιστή, ἐκδικητικό, ἀκόρεστο στὴν ἀπονομὴ δικαιοσύνης, Θεὸ καθ' ὁμοίωση ἀνθρώπου, ποὺ τελικὰ ἀπορρίπτει ἕναν τέτοιο τύραννο.
Μὲ τὴν ἑκούσια κάθοδο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ πλάσμα Του, ὡς πλήρωμα τῆς αὐτοθυσιαστικῆς ἀγάπης Του, τοῦτο καλεῖται νὰ ἀνέλθει πρὸς ἐκεῖνον(23). Ὁ ἄνθρωπος ὁδεύει πρὸς τὸ καθ' ὁμοίωσιν, πρὸς τὸ ἄκτιστον φῶς καὶ τὸ ἀμήχανον, ἐράσμιον κάλλος τῆς Ἁγίας Τριάδος(24), συμμεταμορφώνοντας τὴν κτίση. Ἡ διάκριση ἀνάμεσα σὲ κτιστὸ (κτίση, ἄνθρωπος) καὶ ἄκτιστο (Θεός) εἶναι θεμελιακή, ὅπως καὶ ἡ ἄρνηση τῶν Πατέρων νὰ δεχθοῦν μανιχαϊστικὲς ἀπόψεις περὶ σώματος καὶ ψυχῆς, παρούσας καὶ μέλλουσας ζωῆς, ὅπως στὴ Δύση(25). Ἐντεῦθεν καὶ ἡ εὐλογία τῆς ὕλης ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία(26), ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος, μάλιστα μὲ τὴ νεοπαγανιστική μορφή του, ὡς ζητήματος κατεξοχὴν θεολογικοῦ, ποὺ ἀφορᾶ παρὸν καὶ ἔσχατα(27). Ἔτσι στὸ Βυζάντιο καὶ τὴν Τουρκοκρατία (καὶ μέχρι σήμερα στὸν μοναχισμὸ ἢ στὸν λαϊκὸ βίο) δὲν ὑπῆρξε διαφοροποίηση ἀνάμεσα σὲ 'πνευματικό πολιτισμό' (civilisation) καὶ στὸν τεχνικὸ (culture): ὁ πολιτισμὸς εἶναι ἑνιαῖος, ὅπως ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος(28).
Σημειώσεις
1. Θεωρία τοῦ S. Huntington, Ἡ σύγκρουση τῶν πολιτισμῶν καὶ ὁ ἀνασχηματισμὸς τῆς παγκόσμιας τάξης, μτφρ. Σ. Ριζοθανάση, Ἀθήνα 1998 (πρώτη ἔκδοση στὴν Ἀμερική: 1996), χάρτης σελ. 179. Δύο παρεμφερῆ ἄρθρα του στὸν Γ. Καραμπελιὰ (ἐπιμ.), Ἡ σύγκρουση Ἀνατολῆς - Δύσης καὶ ἡ πρόκληση Χάντινγκτον, Ἀθήνα 1998, 29 κ.ἑξ., 83 κ.ἑξ., ὅπου καὶ ἀναιρετικά ἄρθρα Ἑλλήνων διανοητῶν. Ἰσλὰμ καὶ Χριστιανισμός: Ἀν. Γιαννουλάτος, Ἰσλάμ, Ἀθήνα 1975- Ἀστ. Ἀργυρίου, Κοράνιο καὶ Ἱστορία, Ἀθήνα 1992.
2. Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ (ἐκδ.), Τὸ Βυζάντιο ὡς Οἰκουμένη, κατάλογος ἔκθεσης (Βυζαντινὸ καὶ Χριστιανικὸ Μουσεῖο, Ὀκτώβριος 2001 -Ἀπρίλιος 2002), Ἀθήνα 2001.
3. Τὸ κείμενο πρόχειρα στὸν Ἰ. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας, τόμ. Α', Ἀθῆναι 1952, 276 κ.ἑξ., ἐδῶ 283 (§ 36). Εὐχαριστῶ τὴν κ. Εἰρήνη Μπαλκογιαννοπούλου γιὰ ὁρισμένες πηγὲς σὲ ἠλεκτρονικὴ μορφή.
4. Πρβλ. τὰ βαπτισματικὰ σύμβολα καὶ ἀργότερα τὰ σύμβολα τῆς πίστεως: Καρμίρης, ὅ.π., 34 κ.ἑξ. (ὅπου καὶ τὰ κείμενα)• Βλ. Φειδάς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀθήνα 21994, τόμ. Α', 182 κ.ἐξ., 459 κ.ἐξ. καὶ σποραδικά.
5. Πρβλ. τῆς ἀπὸ περάτων γῆς ἕως περάτων καθολικῆς τοῦ θεοῦ ἐκκλησίας (Εὐσέβιος Καισαρείας, Κατὰ Μαρκέλλου, Ι.Ι = PG 24,708).
6. Λ.χ. τῆς ἐν Σμύρνῃ καθολικῆς ἐκκλησίας (Μαρτύριον Πολυκάρπου, 16.2 = PG 24,1001).
7. Εὐσέβιος Καισαρείας, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, 7.30.16: Ἄνδρα τὸ γοῦν φρόνημα καθολικὸν ἔχοντα.
8. Γιὰ τὴν οὐσιώδη διαφορὰ μεταξὺ ἐκκλησιαστικῆς παγκοσμιότητας (πνευματικὴ ἑνότητα καὶ διατήρηση τῆς ἑτερότητας) καὶ κρατικῆς παγκοσμιοποίησης (ἐξουσιαστικὴ ἑνοποίηση) πρβλ. Ἀναστάσιος (Ἀρχιεπ. Τιράνων καὶ πάσης Ἀλβανίας), Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία, Ἀθήνα 22001,54' Γ. Μαντζαρίδης, Παγκοσμιοποίηση καὶ παγκοσμιότητα, Θεσσαλονίκη 2001,29 κ.ἐξ.
9. Βλ. π. J. Meyendorff, Ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας: Μία εἰσαγωγή, Στ. Φωτίου (ἐπιμ.), Ἰησοῦς Χριστὸς ἡ τοῦ κόσμου ζωή, Λευκωσία 2000,243 κ.ἑξ.• V. Lossky, Ἡ συνείδηση τῆς καθολικότητας. Οἱ ἀνθρωπολογικὲς συνέπειες τοῦ περὶ Ἐκκλησίας δόγματος, αὐτόθι, 493 κ.ἑξ.
10. Σύνοψη στὸν Φειδά, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Ἀ', 845 κ.ἑξ., τόμ. Β', 189 κ.ἕξ.
11. Πρβλ. Κ. Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικὸς δυτικὸς πολιτισμὸς καὶ οἱ κόσμοι τοῦ Βυζαντίου καὶ τοῦ Ἰσλάμ, μτφρ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1993,60• Ν. Ματσούκας, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τόμ. Β', Θεσσαλονίκη 41996, 438 κ.ἕξ. Γιὰ τὸν ρόλο τοῦ Αὐγουστίνου γενικὰ πρβλ. Ἠ. Πάπαγιαννόπουλος, Ἔξοδος θεάτρου, Ἀθήνα 2000, σποραδικά.
12. 'Καισαροπαπισμός' στὸ Βυζάντιο: St. Runciman, Ἡ βυζαντινὴ θεοκρατία, μτφρ. Ἰωσ. Ροηλίδης, Ἀθήνα 1982• H.-G. Beck, Ἡ βυζαντινὴ χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, Ἀθήνα 1990, 119 κ.ἕξ,• G. Dagron, Empereur et prêtre. Εtude sur le "césaropapisme" byzantin, Paris 1996.
13. Γιὰ τὴ διάκριση ἔθνους, ἐθνισμοῦ), ἐθνικισμοῦ καὶ τὴ σχέση τους πρὸς τὴν οἰκουμενικότητα καὶ τὸν διεθνισμὸ πρβλ. Β. Κοροβίνης - Θ. Ζιάκας, Ἀναζητῶντας μία θεωρία γιὰ τὸ Ἔθνος, Ἀθήνα 1988• Θ. Ζιάκας, Ἐθνισμὸς καὶ Ἀριστερά, Θεσσαλονίκη 1988• τοῦ ἰδίου, Ἔθνος καὶ παράδοση, Λευκωσία 1993• Θ. Βερέμης (ἐπιμ.), Ἐθνικὴ ταυτότητα καὶ ἐθνικισμὸς στὴ Νεότερη Ἑλλάδα, Ἀθήνα 1997• ἀφιέρωμα περιοδ. Σύναξη 79, (2001), κ.ἄ.
14. Πρβλ. Ματσούκας, Δογματική, τόμ. Β', 195 κ.ἑξ., τόμ. Γ', Θεσσαλονίκη 1997,448 κ.ἕξ.
15. Ἑλ. Ἀρβελέρ, Μοντερνισμὸς καὶ Βυζάντιο, Ἀθήνα 1992,12, 27.
16. Βλ. π. G. Florovsky, Οἱ βυζαντινοὶ ἀσκητικοὶ καὶ πνευματικοὶ Πατέρες, μτφρ. Π. Πάλλης, Θεσσαλονίκη 1992, καὶ σὲ ἄλλα ἒργά του.
17. Γιὰ τὸν Ἡσυχασμὸ καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ βλ. Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ (Θεσσαλονίκη 1984), Θεσσαλονίκη 1986• Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου (ἐκδ.), Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν ἱστορία καὶ τὸ παρόν. Πρακτικὰ διεθνῶν ἐπιστημονικῶν συνεδρίων Ἀθηνῶν (13-15.11.1998) καὶ Λεμεσοὺ (5-7.11.1999), Ἅγιον Ὅρος 2000, ὅπου καὶ ἡ παλαιότερη βασικὴ βιβλιογραφία. Συνοπτικὸ πίνακα διαφορῶν Ἡσυχαστῶν καὶ Βαρλαὰμ βλ. στὸν Ν. Ματσούκα, Ὁ Σατανᾶς (= Δογματικὴ καίΣυμβολικὴ Θεολογία, Δ’), Θεσσαλονίκη 1999,21.
18. Τὴ συνάφεια τοῦ ἠθικισμοῦ μὲ τὸν καπιταλισμὸ καὶ τὸν πουριτανισμὸ κατέδειξε ὁ Μ. Weber, Ἡ προτεσταντικὴ ἠθικὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ, μτφρ. Μ. Κυπραῖος, Ἀθήνα 1984. Ἀντίκρουση τῆς δυτικῆς θεολογίας καὶ φιλοσοφίας βλ. καὶ στὸν Ph. Sherrard, The Greek East and the Latin West. A Study in the Christian Tradition, Limni/Evia 21992• τοῦ ἰδίου, Human Image: World Image. The Dealh and Resurrection of Sacred Cosmology, Ipswich 1992.
19. Ματσούκας, ὅπ.παρ., 61 κ.ἑξ. καὶ συχνάκις• τοῦ ἰδίου, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Φιλοσοφίας, Θεσσαλονίκη 1994, 240 κ.ἕξ.
20. Συγγνωστὸν γάρ, οὐ τιμωρητόν, ἡ ἀσθένεια (Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Μυσταγωγία, κέφ. κδ’ [PG91.716C]).
21. Ματσούκας, Σατανᾶς, π. Ἰ. Ρωμανίδης, Τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, Ἀθῆναι 21989.
22. Τὰ ἀνωτέρω διεξοδικὰ στὸν Ματσούκα, ὅπ.πάρ., πρβλ. Χρ. Γιανναρᾶς, Τὸ ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, Ἀθήνα 91994, 115 κ.ἑξ.
23. Πρβλ. Κανόνα Χριστουγέννων: Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε [...].
24. Πρβλ. τροπάριο Αἴνων τῆς Κυριακῆς της Τυρινῆς: Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου διώκεται [...] πρὸς τὴν ἄνω πορείαν μετίωμεν [...] καθορᾶν τὸ ἀμήχανον κάλλος καὶ δεσποτικὸν [...], ἢ χωρίο ἀπὸ τὸ Συνοδικὸν τῆς 'Ορθοδοξίας: Τῶν ὁμολογούντων τὸ ἐκλάμψαν ἀπορρήτως φῶς ἐπὶ τοῦ ὄρους τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως, φῶς ἀπρόσιτον εἶναι [...] καὶ κάλλος ἀληθινὸν καὶ ἐράσμιον περὶ τὴν θείαν καὶ μακαρὶαν φύσιν [...] (ἒκδ. J. Gouillard, TM 2 (1967), 91, στ. 735-739). ἡ λατρεία τῶν βυζαντινῶν στὴν ὀμορφιὰ ἦταν καὶ ἀποτέλεσμα τῆς πίστης ὅτι τὸ κάλλος εἶναι μέρος τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ (πρβλ. St. Runciman, Βυζαντινὸς πολιτισμός, μτφρ. Δέσπ. Δετζώρτζη, Ἀθήνα 1969, 248 κ.ἑξ., D. Obolensky, Ἡ βυζαντινὴ Κοινοπολιτεία. Ἡ Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, 500-1453, μτφρ. Γ. Τσεβρεμές, Θεσσαλονίκη 1991, τόμ. Β', 471 κ.ἑξ.• Ἀρχιμ. Βασίλειος Σταυρονικητιανός, Θεολογικὸ σχόλιο• Μ. Χατζηδάκης, Ὁ κρητικὸς ζωγράφος Θεοφάνης, Ἱ. Μονὴ Σταυρονικήτα 1986,13,15).
25. Ματσούκας, Βυζαντινὴ Φιλοσοφία, 195 καὶ σποραδικά, Σατανᾶς, σποραδικά.
26. Οὐ προσκυνῶ τῇ ὕλῃ, προσκυνῶ δὲ τὸν τῆς ὕλης δημιουργόν, τὸν ὕλην δι' ἐμὲ γενόμενον καὶ ἐν ὕλῃ τὴν κατοίκησιν θέμενον καὶ δι' ὕλης τὴν σωτηρίαν μου ἐργασάμενον: Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας, λόγος Β', 14 (ἒκδ. Ν. Ματσούκα, Θεσσαλονίκη 1988, 276).
27. Βιβλιογραφία σχετικὴ εἰς Θ. Νάντσου-Μ. Κουρουζίδης (ἐπιμ.), Οἰκολογία καὶ Ἐκκλησία. Κείμενα καὶ βιβλιογραφία, Ἀθήνα 1999,117 κ.ἑξ. Πρβλ. καὶ π. Γ. Μεταλληνός, Οἰκολογικὲς ἀντιστοιχίες καὶ ἀναντιστοιχίες Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ, Κοινωνία 18 (1985), 496 κ.ἑξ.• Ἀ. Νικολαΐδης, Ἡ κοσμολογία τῆς ἄσκησης καὶ τῆς παραίτησης, Κατερίνη 1990• Σ. Μπαλατσούκας, Οἱ ἅγιοι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον, Θεσσαλονίκη 1996• Κ. Ζορμπάς, Ἐκκλησία καὶ φυσικὸ περιβάλλον, Κατερίνη 1998• Σ. Τρωιάνος - Κ. Γ. Πιτσάκης, Φυσικὸ καὶ δομημένο περιβάλλον στὶς βυζαντινὲς νομικὲς πηγές, Ἀθήνα 1998• ἀφιέρωμα περιοδ. Σύναξη 69, (1999)• π. Ἰ. Χρυσαυγής, «Ὡραῖος κάλλει» (Ψάλμ. 44:2). Ἡ ὡραιότητα καὶ ἱερότητα τῆς κτίσεως, Ἐπισκοπὴ Κιτίου. Τόμος τιμητικὸς γιὰ τὰ εἴκοσι πέντε χρόνια ἀρχιερατικῆς διακονίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κιτίου κ.κ. Χρυσοστόμου, Λάρνακα 1998, 159 κ.ἑξ.• Δήμ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Ἄνθρωπος καὶ περιβάλλον στὴ βυζαντινὴ τέχνη, 'Ορθοδοξία καὶ Οἰκουμένη. Χαριστήριος τόμος εἰς τὴν Α. Θ. Παναγιότητα τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην ΒαρθολομαῖονΑ', Ἀθήνα 2000,641 κ.ἑξ., κ.ἄ.
28. Ἀναστάσιος, Παγκοσμιότητα, 112,129.
|
|
|