On Line Library of the Church of Greece |
Νίκος Β. Σφυρόερας Πώς Εκτίσθη η «Κοίμηση της Θεοτόκου» ( Στο χωριό Φιλώτι Νάξου) Ελληνική Δημιουργία, τ.37, 1949
Κάτω στο νησί μου, στη Ναξιά, είν’ ένα χωριό μεγάλο και πασίχαρο, το Φιλώτι, χτισμένο στο Ριζόβουνο του Ζα. Το Φιλώτι έχει δυο χιλιάδες κοντά ψυχομέτρι και μια παληά, όμορφη και μαρμαροπελέκητη εκκλησιά, την Κοίμηση της Θεοτόκου. Κάθε χρονιά που γιορτάζει η Χάρη της, μαζεύονται οι πανηγυριώτες απ΄όλα τα γύρω χωριά του λιόφυτου κάμπου της Δρυμαλιάς κι από τα κοντινά βουνοχώρια, έρχονται οι βοσκοί, οι Φιλωτίτες, από τους «όξω τόπους» και «τ’ακρωτήρια» και γίνεται μεγάλο πανηγύρι από τη μια νύχτα ως την άλλη στο χωριό. Την αγαπούνε, την παινούνε και τη σιγυρίζουνε οι Φιλωτίτες την εκκλησιά τους, μα πιο πολλοί οι βοσκοί, γιατί ετούτοι ξέρουνε και την ιστορία της και πώς έγινε να χτιστεί και να την έχει σήμερα καμάρι το Φιλώτι. Στά παληά χρόνια το χωριό δεν είχε εκκλησιά. Οι Φιλωτίτες λειτουργιόντουσαν στο μικρό μονοκκλήσι τ’ Άϊ-Νικόλα που δεν έβανε μηδέ τις γρηές στα ’σπερνά. Άλλη μια μικρή εκκλησίτσα που είχε το χωριό, χτισμένη εκεί πούναι σήμερα η Κοίμηση, τήνε γκρεμίσανε οι κουρσάροι, σαν ρημάξανε τ’ Αργιά και το Φιλώτι στα 1544. Ύστερα ήρθε ένας Φράγκος άρχοντας στο χωριό, ο Μπαρότσης, έχτισε ένα πύργο και τον τόπο της γκρεμισμένης εκκλησιάς τον πήρε και τον έκανε λαχανόκηπο κι’ έχτισε στη μέση μια φραγκοκκλησιά. Μα στον ίδιο τόπο, πούτανε δικός τους, πατρογονικός, θέλανε κι’ οι Φιλωτίτες να χτίσουνε την εκκλησιά τους. Ο Μπαρότσης με τη δύναμή του, με τα φλουριά, με τα γρόσια του και με τις «αβανιές» του στους Τούρκους, δεν τους άφινε. Είδανε κι’ αποείδανε οι χριστιανοί πως με το καλό δεν γίνεται δουλειά με τον σκυλόφραγκο αφέντη, μαζευτήκανε λοιπόν, μια μέρα οι προεστοί κι’ οι δημογέροντες του χωριού, ο Ψαρράς, ο Χατζη-Βλασερός, ο Γαληνός κι’ ο παπα-Αρώνης, χτυπήσανε την καμπάνα τ’ άϊ-Νικόλα, συναχτήκανε οι χωριανοί, μπήκανε στο λαχανόκηπο με το «έτσι θέλω» κι’ αρχίσανε ν’ ανοίγουνε θεμέλια και να χτίζουνε τη γκρεμισμένη εκκλησιά. Όπου, νάσου ο Μπαρότσης με τους μπράβους του κι’ αρχίζει μεγάλος σαματάς. Τσαπιά, φτιάρια, γιαταγάνια, σηκωθήκανε κατά πάνω στο Μπαρότση και τους ανθρώπους του και μη μπορώντας να τα βάλει με τους παλληκαράδες ετούτους του Χριστού και της Παναγίας, γέμισε τα πουγγιά του γρόσια και βενέτικα και τα δισάκκια του πεσκέσια, κατέβηκε στη Χώρα και κατάφερε τον Τούρκο βοεβόντα να σταματήσει τη δουλειά. Οι Φιλωτίτες, οι έρημοι, σκύψανε τα κεφάλια, μαζέψανε τα σύνεργά τους και γυρίσανε πίσω στα σπίτια και στις μάντρες τους, με το μεγάλο καημό στην ψυχή πως η εκκλη σιά τους δεν χτίζεται. Ο προεστώς, ο Ψαρράς.πούπαμε παραπάνω. ήτανε κι’ εκείνος βοσκός κι’ αφού άνοιξε ένα λάκκο κι’ έχωσε το γιαταγάνι του, πήρε το βοσκίστικο ραβδί του και τράβηξε για τη μάντρα του, στο Καλαντό, τρεις ώρες στράτα από το Φιλώτι, κατά τη Νοτιά του νησιού. Έβοσκε τα ζα του, τυροκομούσε, έλεγε κι’ άκουγε παληές ιστορίες με τους άλλους βοσκούς και σαν τον έπαιρνε το μεράκι, κάθιζε στο λίγο ίσκιο μιας αγριόφιδας και τραγουδούσε τον καημό του με το τραγούδι πούχε ακούσει κι’ εκείνος από τον πατέρα του: Φεύγετε Αργιώτες, φεύγετε, φεύγετε Φιλωτίτες κι’ εμένα Τούρκοι με κρατούν, Σαρακηνοί με σφάζουν, σφάζουν και τα μωρά παιδιά και τις γρηές γυναίκες κι’ η Παναγιά η Αργιώτισσα κουσεύεται κι’ εκείνη... Μερακωμένος έτσι πούτανε απ’ το τραγούδι και τη μοναξιά, ο Ψαρράς πετούσε ξαφνικά μιαν αγριοφωνάρα π’ αντιλαλούσε ο τόπος και σκορπίζανε τα ζα σαστισμένα απ’ την οργή του βοσκού τους: -Έϊ, μωρέ, μωρέ! Ωώϊ, ωά! Ακούτε μωρές ραγιάδες: Κάλιο μακελειό στον Τούρκο παρά κρέας στο Βενετσάνο! Ωώϊ, ωά! Τέτοιος ήτανε ο Ψαρράς, τα καμώματά του κι’ οι κουβέντες του, Μα ξέχασα να πω πως το μικρό του τόνομα το λέγανε Στέφανος κι’ οι χωριανοί του τούχανε κολλήσει και δυο παρατσούκλια: Λούμπας και Αναγνώστης. Το Λούμπας γιατί με την εξυπνάδα του έρριχνε πάντα στη «λούμπα» όποιους τον πειράζανε και τ’ Αναγνώστης γιατί ξεκινούσε κάθε Κυριακή από τη μάντρα και πήγαινε στην εκκλησιά και με τα λίγα κολλυβογράμματα πούξαιρε βοηθούσε τον παπά-Αρώνη στην λειτουργία. Περνούσε ο καιρός. Ο Ψαρράς έβοσκε τα ζα του στο Καλαντό και κάθε σαββατοκύριακο πηγαινοερχότανε από την μάντρα στο χωριό κι’ από το χωριό στην μάντρα. Ήτανε τότε το 1690. Ήρθε η άνοιξη , τ’ Άϊ Γιωργιού. Μα επειδή η γιορτή του έπεφτε Μεγαλοβδομάδα και θα γινότανε ανήμερα της Λαμπρής, ο Ψαρράς δεν πήγε για την λειτουργία στο χωριό παρά καθότανε στο μιτάτο του κι’ ετοίμαζε τα λαμπριάτικά του πεσκέσια. Η μέρα ήτανε συννεφιασμένη και θολή, μα κανένας δεν περίμενε το κακό που θα ξεσπούσε σε λίγο. Κι’ εκεί, κοντά στο μεσημέρι, σηκώθηκε ένας άγριος ανεμοσίφουνας που ξερρίζωνε τα δέντρα και ρήμαζε τα γεννήματα. Μα τούτο ήτανε το λιγώτερο, γιατί το πιο μεγάλο κακό άρχισε σαν ανοίξανε οι καταρράχτες τ’ ουρανού και ρίχνανε το χαλάζι χοντρό σαν ρεβύθι. Στεριά και θάλασσα βουΐζανε απ’ τον χαλασμό. Οι βοσκοί σταυροκοπιόντουσαν κλεισμένοι στα μιτάτα τους και τα ζα, τρομαγμένα, λουφάζανε στις απανεμιές. Μέσα σ’ εκείνο τ’ ανεμόβροχο και τη μάνητα τουρανού και του πελάου, ένα μεγάλο καράβι φάνηκε ν’ ανεβαίνει και να δέρνεται ξυλάρμενο ανάμεσα στ’ αφρομανιασμένο μπουγάζι Ναξιάς και Νιος. Τόδερνε η θάλασσα, τόσερνε ο αγέρας, το χτυπούσε το χαλάζι κι’ εκείνο, σα νάτανε ένα στοιχειωμένο καράβι, χωρίς ζωντανή ψυχή μέσα, μια ανέβαινε τ’ αγριεμένα θαλασσόβουνα, μια κατέβαινε και χανότανε στ’ αφρισμένα λαγούμια του πελάου. Κακιά ώρα τώχε βρει το έρημο.... Εκείνη την ώρα ο Ψαρράς καθότανε, όπως είπαμε, στο μιτάτο του και για μια στιγμή που βγήκε έξω, βλέπει ξαφνικά τ’ άγνωστο καράβι να θαλασσοδέρνεται και να το σπρώχνουνε τα μανιασμένα κύματα πάνω στην άγρια βραχιά του γιαλού. Δεν χάνει καιρό, ρίχνει στους ώμους του την κουκουλωτή καζακίνα του, βγαίνει στην «αμπασιά» της μάντρας και βάζει τις φωνές: -Βοηηήθεια! Καραάβι πνίγεταιαιαι! Μηδέ φωνή, μηδέ ακρόασια. Για καλή του τύχη βρέθηκε νάναι εκεί κοντά άλλη μια μάντρα, των Βλασεράδω. Φεύγει ο σκύλος του μπροστά, φεύγει ο Ψαρράς ξοπίσω, πάει, τους βρίσκει εκεί. -Το και το, βρε παιδιά, για το Θεό! Καράβι πνίγεται... Παίρνουνε οι Βλασεράδες δυο φορτωματάρικα σκοινιά και ξεκινάνε με τον Ψαρρά για τη θάλασσα. Μα προτού προφτάξουνε στο γιαλό, τ’ ακυβέρνητο, θαλασσοδαρμένο καράβι έπεσε μ’ άγρια χλαπαταγή πάνω στην αγριοβραχιά. Αλλού τα κατάρτια, αλλού τα καραβόξυλα, κομμάτια – κομμάτια το σκαρί. Να μην τα πολυλογούμε, δεν προφτάξανε να του κάνουνε τίποτα οι ανθρώποι μας και, πάει το καράβι, χάθηκε κι’ επάνω στην αφρομανούσα θάλασσα παλεύανε τώρα μοναχοί κάμποσοι άνθρωποι που χτυπιόντουσαν με τα καραβόξυλα, με τα βράχια και με τα κύματα και βγάνανε κάτι πνιγμένες, απελπισμένες, αλλόγλωσσες φωνές: -Ιμπτάτ, Αλλαχίμ! Ιμπτάτ, Αλλαχίμ! Τζαν Χουρταράν, ιοκ’μ! (Βοήθεια, Θεέ μου! Βοήθεια Θεέ μου! Δεν υπάρχει κανείς να σώσει τις ψυχές μας!) Αφουγκράζονται τις φωνές οι δυο βοσκοί, οι Βλασεράδες, σταματάνε και δεν κοτούνε να σιμώσουν το γιαλό. -Τούρκοι είναι, λένε του Ψαρρά! Αντίχριστοι είναι! Πάμε να φύγουμε... -Ελάτε ‘δω βρέ! μπήγει την αγριοφωνάρα του εκείνος. Και παίρνει τα σκοινιά, τα ρίχνει στο γιαλό κι’ αρχίζει να μαζεύει τους Τουρκαλάδες. Όλοι-όλοι τους ήτανε καμμιά τριανταριά και μόνο δέκα κι’ ένα τουρκάκι, ως δέκα χρονώ, μπόρεσε ο Ψαρράς κι’ οι Βλασεράδες και σώσανε κι’ οι άλλοι, πάνε, τους φάγανε τα κύματα και τα θαλασσίματα. Παίρνουνε τότες οι βοσκοί τους σωσμένους, τους πάνε στο μιτάτο του Ψαρρά, ανάβουνε φωτιά να ζεσταθούνε και να στεγνώσουνε τους δένουνε τις λαβωματιές τους κι’ αρμέγουνε και τα ζα και τους δίνουνε τό γάλα τους. Το βράδυ πάλι σφάζει ο Ψαρράς ένα ρίφι, σφάζουνε και οι Βλασεράδες δυό, τρώνε και κάνουνε όλοι το σταυρό τους που τους γλύτωσε ο Άϊ-Γιώργης. Μόνο το μικρό Τουρκάκι, πούτανε χτυπημένο στο κεφάλι κι’αρρωστημένο απ’ την τρομάρα και το θαλασσόδαρμα, δεν μπορούσε μηδέ να φάει, μηδέ να πιει, παρά ήτανε ξαπλωμένο και τυλιγμένο σ’ έναν ανάπλι, στη γωνιά του μιτάτου κι’ έτρεμε και παραμιλούσε, το καημένο, απ’ τον πυρετό. Οι Τούρκοι, λένε στον Ψαρρά, πως το παιδί είναι από μεγάλο σόϊ και πως το πήγαινε ο μπάρμπας του με το καράβι στην Πόλη και πνίγηκε. Το παιδί το λέγανε Χουσεΐν. Ο Ψαρράς το συμπάθησε. Τ’ άρχισε στα γιατροσόφια κι’ όλη νύχτα δεν τάφησε από το πλάϊ του. Την άλλη μέρα οι Τούρκοι, αφού φάγανε πάλι κι’ ήπιανε, κάμανε και κουμπάνια, ευχαριστήσανε τους βοσκούς με τεμενάδες και φύγανε για τη χώρα για να βρούνε καράβι να μπαρκάρουνε. Τον Χουσεΐν, που ήτανε ακόμη άρρωστος, τους είπε ο Ψαρράς να τον αφήσουνε, ωσπού να γίνει το παιδί καλά κι’ ύστερα θα το πάγαινε εκείνος στη χώρα, να το παραδώσει του βοεβόνδα. Κατεβήκανε οι Τούρκοι στη Χώρα. Είπανε τα καθέκαστα του βοεβόντα., Αμπτουλά Τσελεπή τονε λέγανε, κι’ εκείνος άνοιγε τα μάτια του και τους άκουγε που ο Ψαρράς, που δεν τον είχε αφήσει να χτίσει την εκκλησιά στο Φιλώτι, έκαμε στους Τούρκους τέτοιο καλό. Συφώνησε και για το παιδί κι’ έτσι ο Χουσεΐν απόμεινε του Ψαρρά. Ήρθε το Μεγάλο Σάββατο, Φόρτωσε ο Ψαρράς τα μουλάρια του με τα βοσκίστικα της Λαμπρής, φόρτωσε και τον Χουσεΐν και τα πήγε και τα ξεφόρτωσε, όλα μαζύ, στην αυλή του, στο Φιλώτι. Είδε η γυναίκα του, η Πλυτή, το Τουρκάκι, έβαλε τις φωνές. -Δε θέλω ν’ αναθρέψω Τούρκο! Δεν θέλω Τούρκο μες στο σπίτι μου! φώναζε η γυναίκα. Ο Χουσεΐν δεν καταλάβαινε τι έψελνε του άντρα της η Πλυτή, έννοιωθε όμως πως είναι οι φωνές για κείνο και ζάρωσε σε μια γωνιά αμίλητο και λυπημένο. -Βρε Πλυτή, απαντούσε ο Ψαρράς. Κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό. Το παιδί ο Θεός μας τώστειλε. Καλό είναι, όμορφο είναι, έξυπνο είναι. Εκεί πώχουμε τρία δικά μας, θα τώχουμε κι’ αυτό. Θα το βαφτίσουμε και θα το κάμουμε παιδί μας... -Κάμε ότι θες, άρχιζε πάλι τη σύχυση η Πλυτή: Εγώ μια φορά τούρκο δεν θέλω μες στο σπίτι μου... -Βρε αμάν, βρε ζαμαν, πάλι ο άντρας, τίποτα η γυναίκα, τίποτα... Τι να κάμει ο άνθρωπος; Λαμπρή δεν έκαμε από το γυναικοκαυγά. Ξημερώνει, λοιπόν, ο Θεός τη Δευτέρα, παίρνει ο Ψαρράς τον Χουσεΐν και ξανά πάλι για την μάντρα στον Καλαντό. Αρχίζει ο Χουσεΐν να βόσκει τα ζα και το βράδυ ο Ψαρράς να παίρνει το ραβδί του και να του μαθαίνει γράμματα πάνω στο χώμα. Σε κάμποσες βδομάδες πάει κι’ η Πλυτή στην μάντρα για το θέρος. Βλέπει το παιδί στη δουλειά κι’ αρχίζει να το συμπαθά. Τελειώνει το θέρος, το παίρνει στο χωριό, του κάνει καινούργια ρούχα κι’ αρχίζει να τ’ αγαπά σαν παιδί της. Αρχίζει κι’ ο Χουσεΐν να λέει την Πλυτή: -Μάννα! και τον Ψαρρά –Αφέντη! Ύστερα από ‘να χρόνο ξέρει το παιδί και τα ελληνικά, φωνάζει μοναχό του τους ψυχογονιούς του, και τους λέει: -Θέλω να γενώ χριστιανός! Φωνάζουνε τότε, ο Ψαρράς με τη γυναίκα του, τον παπά-Σταμάτη Τζανιά, βάνουνε το παιδί στην Κατήχηση κι’ ύστερα το βαφτίζουνε και το βγάνουνε Γιώργη, επειδή σώθηκε από το πνίξιμο την ημέρα τ’ Άϊ-Γιωργιού. Περάσανε έξη χρόνια κι’ο Χουσεΐν-Γιώργης είχε γίνει πια δεκαοχτώ χρονώ κοπέλλι, το δεξί χέρι του Ψαρρά και το καμάρι της Πλυτής. Εκεί νάσου μια μέρα ο Αμπτουλά-βοεβόντας στο χωριό μ’ ένα Τούρκο καραβοκύρη και ζητά το παιδί. Λένε οι Φιλωτίτες. -Πάει μας χάλασε ο Ψαρράς ο Λούμπας, που έκαμε το Τουρκάκι χριστιανό. Φεύγει η Πλυτή από το σπίτι, φεύγουνε τ’ άλλα παιδιά. Μένει ο Ψαρράς κι ο Χουσεΐν-Γιώργης. Βλέπουνε τους Τούρκους ήσυχους παίρνουνε θάρρος. –Το παιδί, λέει ο Αμπτουλά του Ψαρρά, είναι μεγάλου άρχοντα στην Ισταμπούλ. Ήρθαμε να σε πληρώσουμε τα έξοδά σου και να το πάρουμε. Ο Ψαρράς μένει αμίλητος. Ο Χουσεΐν-Γιώργης αρχίζει το κλάμμα. Ακούει τα χαμπέρια κι’ η Πλυτή και φανερώνεται. -Το παιδί, λέει, θέλω κι’ όχι γρόσια. Μα τί να κάνουμε; Έκλαιγε η Πλυτή, έκλαιγε ο Ψαρράς, έκλαιγε το παιδί. Το παίρνουνε οι Τούρκοι και φεύγουνε. *** Περάσοντα εικοσιπέντε χρόνια, ετούτηγ η ιστορία που σας διηγιέμαι , κατά πώς τη βρήκα σε κάτι παληά ελληνοτουρκικά χαρτιά του νησιού μου, είτανε πια ξεχασμένη και στο χωριό και στο νησί. Μόνο που οι Φιλωτίτες είχανε πιαστεί στον καυγά με τον άρχοντα τον Μπαρότση, να του πάρουνε το μπαξέ, και να χτίσουνε εκκλησιά. Κουβαλούσανε πέτρα οι Φιλωτίτες, μπαίνουνε στον μπαξέ, ξαναβάνουνε θεμέλια, φεύγει ο Μπαρότσης και πάει στη Χώρα να βρει τον βοεβόντα. Εκείνος, πούθελε να ξεπληρώσει τα καλά του Ψαρρά για τους Τούρκους που γλύτωσε και για το παιδί, έκανε τον μισοκακόμοιρο κι’ έλεγε πως δεν μπορούσε ν’ ανακατευτεί με δουλειές των χριστιανών. Παίρνουνε κουράγιο οι Φιλωτίτες, φέρνουνε μαρμαράδες από την Τήνο, χτίστες από τον Μωρηά, προχωρούνε στο χτίσιμο. Ο Μπαρότσης κι’ οι Φράγκοι το παίρνουνε κατάκαρδα, γράφουνε του Γάλλου αμπασαδώρου (πρεσβευτή) στην Πόλη, πάει εκείνος στα Βασιλικά σκαλιά και καταφέρνει και πάει φιρμάνι στον βοεβόντα Ναξίας και πάει εκείνος ο κακόμοιρος με πόνο του και σταματάει το χτίσιμο της εκκλησιάς. Πιάνει και τον Ψαρρά, τον στέλνει δεμένο στην Πόλη. -Πάει, του πήρανε το κεφάλι του, τόνε κλαίγανε και τόνε μοιρολογούσανε οι Φιλωτίτες. Παγαινάμενος ο Ψαρράς στην Πόλη, εξηνταπεντάρης γέρος πια, τον ρίχνουνε στο μπουντρούμι. Μα γερό ψημένο κόκκαλο ο γέρος, άντεχε. Περνάνε δυο μήνες. Έρχεται κι’ ο Μπαρότσης απ’ τη Ναξιά, φορτωμένος φλουριά και βενέτικα, βγάνανε τον Ψαρρά απ’ τη φυλακή, πάνε στον μεγάλο καδή κι’ αρχίζει η δίκη για την εκκλησιά. Βέβαιος ο Μπαρότσης πως θα την κερδίσει, βέβαιος κι’ ο Ψαρράς πως σε μια ώρα δεν θάχει μηδέ το κεφάλι του. Εκεί όμως που φωνάζει ο καδής τα ονόματά τους, ακούεται και λέει να λύσουνε τις αλυσίδες του Ψαρρά. Ξαφνιάζονται όλοι... Αρχίζει να μιλεί ο Μπαρότσης, μιλούνε κι’ οι ψευδομάρτυρές του, τι να πει κι’ ο Ψαρρας, τελειώνει η δίκη. Σηκώνεται επάνω ο καδής, λέει: -Εν ονόματι του Μεγαλοπρεπεστάτου, Δικαιοτάτου, Ευσπλαχνικωτάτου, Φιλανθρωποτάτου, Νικητού, Ήρωος και Τροπαιούχου, Πολυχρονεμένου Αυθέντου ημών, Σουλτάνου Αχμέτ του Γ’, κηρύττω αθώον τον κατηγορούμενον και εκδίδω τον παρόντα ημέτερον δικαστικόν και ηγεμονικόν ορισμόν ίνα τελειωθεί η εκκλησία του κατά την νήσον Ναξίαν χωρίου Φιλώτι χωρίς να δύναται τινάς να το εμποδίση ειδ’ άλλως θέλει πειραθή της ηγεμονικής ημών αγανακτήσεως, ως φιλόδικος και απειθής. Ούτω προστάττομεν ηγεμονικώς και ούτω γενέσθω εξ αποφάσεως. Ακούγανε όλοι την απόφαση, μένανε βουβοί. Παίρνει ο Μπαρότσης το γραμματέα της πρεσβείας και φεύγουνε σαν βρεγμένες γάτες. Στέκεται ασάλευτος και σαστισμένος ο Ψαρράς. Σηκώνεται τότε επάνω ο καδής, πάει κοντά του, τον βλέπει στα μάτια, χαμογελά και του λέει: -Ος γκελτίν! Κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό! Αφέντη μου, δεν με γνωρίζεις; Είμαι ο Χουσεΐν-Γιώργης, το ψυχοπαίδι σου. Και πέφτει στην αγκαλιά του κι αρχίζει να φιλεί το γέρο με δάκρυα, Κλαίει κι’ ο γέρο-Ψαρράς και φιλεί τον Χουσεΐν καδή, τον Χουσεΐν-Γιώργη, το παιδί του... Παίρνει ο Χουσεΐν τον γέρο-Ψαρρά στο σαράϊ του, τον καλοκαθίζει ένα μήνα κι’ ύστερα τον ετοιμάζει να φύγει για την Ναξιά και του δίνει δυο κασσέλες μπαξίσια, μια σακκούλα φλουριά, μια κουμπούρα κι’ ένα Σουλτανικό φιρμάνι. -Αφέντη μου! του λέει ο Χουσεΐν: Ετούτο το φιρμάνι του Σουλτάνου σου δίνει το δικαίωμα να πάρεις όσο τόπο θέλεις για την εκκλησιά, χωρίς να μπορεί κανείς να σ’ εμποδίσει, Η σακκούλα με τα φλουριά είναι από μένα. Τα μισά δικά σου, τ’ άλλα μισά να χτίσεις το καμπαναριό της εκκλησιάς. Την κουμπούρα στη δίνω για να χτυπήσεις όποιονα τολμήσει να σ’ εμποδίσει στο χτίσιμο της εκκλησιάς. Κι’ άμα βγεις στη Χώρα, βάρα δυο κουμπουριές για το γινάτι των Φράγκων, κι άμα σε πειράξει κανείς, βάρα του και δείχνε το φιρμάνι. Έτσι έφυγε ο γέρο-Ψαρράς από την Πόλη για τη Ναξιά, μ’ ένα μεγάλο καΐκι, που ναύλωσε ξεπίτηδες ο Χουσεΐν. Έφτασε στη Ναξιά. Μα γνωστικός και καλός άνθρωπος δεν έκαμε κανενός κακό μηδέ με την κουμπούρα, μηδέ με το φιρμάνι. Σαν βγήκε στο λιμάνι του νησιού με τόσα αμανάτια, καλοντυμένος και με την κουμπούρα στη ζώνη του, τον πλησιάζει ο βοεβόντας και δυο τούρκοι φορατζήδες να πληρώσει το φόρο και να του πάρουνε τη κουμπούρα. Τους δείχνει ο Ψαρράς φιρμάνι, τον αφήνουνε. Τον καμαρώνανε και χαίρονταν οι χωριάτες. Το μαθαίνουνε κι’ οι χωριανοί του, παίρνουνε τα ξεφτέρυγα, ντουμπάκια, τζαμπούνες, φεύγουνε παπάδες και λαϊκοί και πάνε και καλοσωρίζουνε τον Ψαρρά. Την άλλην ημέρα πάει εκείνος, κάνει ζάφτι όλο τον λαχανόκηπο του Μπαρότση, παίρνει και το διπλανό χωράφι για νεκροταφείο. Χαράζει μια μεγάλη αυλή για την εκκλησιά, μια πλατεία δίπλα, πιάνει κι όσο τόπο ήθελε για να χτιστούνε κελιά και σπίτια των χωριανών κι’ όλοι πια βαλθήκανε και τελειώνουνε την εκκλησιά τους. Το καμπαναριό το κάμανε μαρμαροπελέκητο με τα φλουριά του Χουσεΐν. Και στις 15 Αυγούστου του 1718 γίνανε τα εγκαίνιά της και της δώσανε και το παληό όνομα της γκρεμισμένης από τους κουρσάρους εκκλησιάς: «Κοίμησις της Θεοτόκου». Από τότε γίνεται στο Φιλώτι το πανηγύρι της. Κι’ οι βοσκοί, οι Φιλωτίτες, που πάνε στο χωριό να προσκυνήσουνε τη Χάρη της, γυρίζουνε και βλέπουνε το καμπαναριό της και το δείχνουνε και στους ξένους, πούναι επάνω, σε μια πλάκα του, σκαλισμένη η εικόνα του Ψαρρά. Εκείνος έχτισε την εκκλησιά τους. Έγραψα κ’εγώ, ο ταπεινός δούλος του Θεού, την ιστορία της, όπως την άκουσα από τα στόματα των βοσκών και τηνε διάβασα στα χαρτιά της και να μένει εις τον αιώνα, εις μνημόσυνον των κτιτόρων της και εις έλεος κ’ αμού του γράψαντος ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου. Αμήν.
|