Βασίλης Μουστάκης
Κοίμηση
Ελληνική Δημιουργία τ.
37, 1949
Αίρεται πλέον από της γης
το ρόδον το αμάραντον οπού
θαμπώνει
τα μάτια των αγίων.
Ανοίγουν διψασμένοι οι ουρανοί
τη ματωμένη άσπιλη λάμψη του να
πιουν.
Αγγέλων σμήνη το κυκλώνουν,
μες τ’ αυγινό φιλί μιας
υπερούσιας μέρας,
όπου ανατέλλει.
Της τρυφερής σιωπής οπού το
τύλιγε
πέφτουν τα πέπλα στις ψυχές μας
μ’ ένα απαλό γαλήνιο θρόϊσμα
σαν προσφιλής ανάμνηση,σαν ανεκλάλητη μια λύπη.
Ό,τι είχαμε, μ’ Εκείνη του Θεού
τόχουμε δώσει,
φόβος πια μάταιος την καρδιά
μας ας μη σκιάζει.
Αυτή η γυναίκα ήταν που φώτισε
το πρόσωπό του
με το χαμόγελό της πριν απ’ το
θαμπό μας ήλιο.
Αυτή η γυναίκα την καρδιά της
έδωσε για χώμα
ο αβάσταχτος Σταυρός του να
στηθεί.
Ειν’ η ομορφιά μας, όλος μας ο
πόνος,
η αγάπη είναι που στην Αγάπη
έχουμε δώσει.