image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα

Ευάγγελος Δ. Θεοδώρου
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Προσέγγισις μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών
(Συμβολὴ στὸν Οἰκουμενικὸν Διάλογον
ἐξ ἀφορμῆς τῆς 40ετοῦς ὑπάρξεως τοῦ Ἀνατολικοεκκλησιαστικοῦ Ἰνστιτούτου στὸ Ρέγκενσμπουργκ)

Από Θεολογία τ.77/2, Αθηναι 2006


Β’

21. Ὁ Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Καθολικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ροὺρ (Μπόχουμ-Γερμανία) Joseph Pottmeyer τονίζει ὅτι τὸ δόγμα τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα «διαμορφώθηκε ἀποφασιστικὰ στὶς θρησκευτικὲς καὶ πολιτικὲς καταστάσεις στὴν Εὐρώπη τὸν 18ον καὶ 19ον αἰῶνα. Αὐτὸς ὁ παράγων εἶναι στὴν συνέχειαν ἡ αἰτία γιὰ τὸ ὅτι ἀντιπαράθεσις περιβάλλει τὸ δόγμα ὄχι μόνον σὲ οἰκουμενικὴν συνάφειαν. Ἀκόμη καὶ ἐντὸς τῆς (Ρ)Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει συζήτησις... ποὺ ἀφορᾶ στὴν διατύπωσιν καὶ ἑρμηνείαν τοῦ δόγματος καὶ στὴν μορφήν, τὴν ὁποίαν λαμβάνει ἡ ἄσκησις τὸν Πρωτείου...». Μία πραγματικὴ πλημμυρὶς δημοσιευμάτων ἀποδεικνύει, ὅτι «σήμερα νέα ἀνάγνωσις ἢ νέος τρόπος ἀποδοχῆς τοῦ δόγματος τῆς Α' Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ (1870) ἀναζητεῖται ἐπιτακτικῶς ἐντὸς τῆς (Ρ)Καθολικῆς Ἐκκλησίας- μία νέα ἀνάγνωσις ἐντὸς τοῦ πλαισίου τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς communio...»(91). Χαρακτηριστικὴ εἶναι π.χ. ἡ γνώμη τοῦ Hans Küng, τὴν ὁποίαν αὐτὸς ἐξέφρασεν «ἀμέσως μετὰ τὴν Β' Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ»: «Προέβαλε τὴν ἀξίωσιν ὅτι μόνον ἡ κατάργησις τοῦ δόγματος θὰ ἠδύνατο νὰ καθαρίση τὸν δρόμον γιὰ ἕνα Πρωτεῖον τῆς communio. Ἡ Α' Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ εἶχεν ὁρίσει τὸ Πρωτεῖον ὡς ἀπόλυτη μοναρχίαν τοῦ Πάπα καὶ τὸ παπικὸν Ἀλάθητον ὡς ἕνα a priori Ἀλάθητον - ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖες δὲν δύνανται νὰ συμβιβασθοῦν μὲ τὴν Βίβλον ἢ μὲ τὴν ἱστορίαν καὶ τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας»(92).

Ὁ Καθηγητὴς Joseph Pottmeyer προβάλλει τὴν ἐγκύκλιον Ut unum sint (Ἵνα ὦσιν ἕν), στὴν ὁποίαν ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος Β' λέγει, ὅτι ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης «εἶναι ἕνα μέλος τοῦ "κολλεγίου" (τῶν ἐπισκόπων) καὶ αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀδελφοί του στὴν διακονὶαν (Ut unum sint, 95). Ἡ γλῶσσα αὐτὴ διαφέρει σημαντικῶς ἀπὸ τὴν μαξιμαλιστικὴν ἑρμηνείαν τοῦ δόγματος (τῆς Α' Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ)»(93). Πρόκειται ἑπομένως γιὰ μίαν «ἀληθῶς ἐπισκοπικὴν αὐθεντίαν»(94).

22. Ὁ Καθηγητὴς τῆς Συστηματικῆς Θεολογίας στὴν Καθολικήν-Θεολογικὴν Σχολὴν τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μονάχου Peter Neuner παρουσιάζει ἀκόμη μίαν φορὰν τὸ πρόβλημα τῆς Οὑνίας καὶ τονίζει ὑπὸ τὴν ὀπτικὴν γωνίαν τῶν Ὀρθοδόξων, ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ἀπόπειραν «νὰ ἀποκόψουν ὀρθόδοξες κοινότητες καὶ ὀρθοδόξους πιστοὺς ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τους καὶ νὰ τοὺς ὑποτάξουν στὴν ρωμαϊκὴν νομικὴν παράδοσιν. Παρ' ὅλες τὶς διαβεβαιώσεις τῆς Ρώμης, ὅτι δὲν θὰ συνέχιση τὴν χρῆσιν τοῦ μοντέλου τῆς Οὑνίας, ποὺ ἔχει ὁδηγήσει ὄχι στὴν ἑνότητα, ἀλλὰ στὴν διάσπασιν τῶν ἑκάστοτε τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ ὅτι δὲν θὰ ἐπιδιώκη τὴν ὑποταγὴν στὴν Ρώμην ὡς σκοπὸν ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, δὲν κατέστη δυνατὸν -πρὸ πάντων ἔναντι τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας- νὰ ἐκλείψη ἡ ὑποψία περὶ προσηλυτισμοῦ...»(95). Πραγματικῶς, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Καθηγητὴς Peter Neuner, «ἕως τώρα ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία δὲν ἔχει παρουσιάσει ἐπισήμως ἕνα μοντέλο ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, τὸ ὁποῖον δεσμευτικῶς θὰ προεφύλασσε τὶς Ἐκκλησίες, ὅταν ἔρχωνται εἰς κοινωνίαν μὲ τὴν Ρώμην, γιὰ νὰ μὴ καταντοῦν ὑπὸ τὸν ζυγὸν ἑνὸς Πάπα, ὁ ὁποῖος κυβερνᾶ ἀπολυταρχικῶς. Ἡ Α' Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἄνοιξε διάπλατα τὶς πόρτες γιὰ μίαν παπικὴν ἀπολυταρχίαν καὶ ἡ Β' Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ μὲ κανένα τρόπον δὲν τὶς ἔκλεισε. Ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία ἕως τώρα δὲν κατώρθωσε νὰ ἐξαλείψη τὴν ὑποψίαν, ὅτι εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν ἐπρόκειτο γιὰ ἐπέκτασιν τῆς δυνάμεώς της ἢ ἀπολύτως γιὰ μίαν ταπείνωσιν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Αὐτοὶ οἱ φόβοι μὲ διάφορετικὴν ὀξύτητα διατυπώνονται στὶς Ἐκκλησίες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ πάντως ἐκφράζονται μέσα σὲ ὅλες»(96).

Ὁ Καθηγητὴς Neuner τονίζει ἐπίσης, ὅτι τὸ Πρωτεῖον τοῦ Πάπα, ὅπως διατυπώθηκε στὶς ἐκφράσεις τῆς Α' Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ τὸ 1870, εἶναι «βεβαρυμένο μὲ μεγάλες (συμπαγεῖς) ἀδυναμίες» καὶ γιὰ ὅλες τὶς μὴ ρωμαιοκαθολικὲς ἐκκλησίες δὲν εἶναι παραδεκτόν(97). Ὁ ἴδιος Καθηγητὴς λέγει: «Παρ' ὅλην τὴν ἐπίσημη διαβεβαίωσιν περὶ τῆς (ἐκ μέρους τοῦ Πάπα) ἐκτιμήσεως τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ ΡΚαθολική Ἐκκλησία ἀναμφιβόλως οὐδέποτε ἕως τώρα κυβερνήθηκε μὲ τόσον συγκεντρωτικὸν τρόπον, ὅπως κατὰ τὴν περίοδον τῆς ἀσκήσεως τοῦ λειτουργήματος τοῦ Ποντίφηκος ἀπὸ τὸν Πάπαν Ἰωάννην-Παῦλον Β'». Γι' αὐτὸ ἡ κριτικὴ ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν «ἀναζωπυρώνεται ὄχι μόνον ἀπὸ ἱστορικὰ γεγονότα τοῦ παρελθόντος, ἀλλ' ἀναμφιβόλως καὶ ἀπὸ τὴν παροῦσαν πρᾶξιν τῶν ἀξιώσεων τοῦ Πρωτείου»(98).

Ἡ ἀνάπτυξις αὐτὴ δημιουργεῖ τόσον ἐνδορωμαιοκαθολικὴν κριτικὴν ἐναντίον τῆς ἀντιλήψεως περὶ συγκεντρωτικοῦ Πρωτείου, ὅσον μίαν νέαν ρωμαιοκαθολικὴν κατανόησιν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης μέσα στὸ κολλέγιον τῶν ἐπισκόπων εἶναι «ἀντιπρόσωπος ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος»(99). Ἔτσι ἐπισημαίνει ὁ Καθηγητὴς Neuner: «Οἱ ἐπίσκοποι εἶναι πρωταρχικῶς μάρτυρες τῆς πίστεως, ἐκπρόσωποι τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως. Οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν ἕνα λειτούργημα θείῳ δικαίῳ (de jure divino)• αὐτὸ δὲν διατίθεται (χορηγεῖται) ὑπὸ τοῦ Πάπα. Τὸ ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα εἶναι τὸ κεντρικὸν λειτούργημα μέσα στὴν Ἐκκλησίαν• ὁ ἐπίσκοπος δὲν εἶναι ἀπεσταλμένος τοῦ Πάπα, δὲν εἶναι κομισάριός του. Οἱ ἐπίσκοποι ὡς κολλέγιον (=ὡς συμβούλιον, ὡς σύνοδος) ἀποτελοῦν τὸ ὕψιστον συλλογικὸν ὄργανον πρὸς λῆψιν ἀποφάσεων, εἴτε αὐτὸ εἶναι ἑνωμένον στὴν σύνοδον, εἴτε εἶναι διασκορπισμένον μεριμνώντας γιὰ τὴν ἄσκησιν τοῦ ποιμαντικοῦ καθήκοντος. Ὁ Πάπας ἔχει τὴν αὐθεντίαν του ὄχι ἐκτὸς ἢ ὑπεράνω, ἀλλ' ἐντὸς τοῦ κολλεγίου τῶν ἐπισκόπων καὶ ἐντὸς τῆς συνόδου». Ἔτσι «ὁ Πάπας εἶναι «μέλος αὐτοῦ τοῦ κολλεγίου, δὲν εἶναι ἀποσυνδεδεμένος ἀπὸ τὴν σύνοδον. Ἔτσι ἐμφανίζεται ὄχι ὡς μοναδικὸς κυρίαρχος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μονάρχης, ἐκ τοῦ ὁποίου θὰ προήρχετο πᾶσα ἐξουσιοδότησις. Μᾶλλον ἔχει τὴν θέσιν του ἐντὸς ἑνὸς δικτύου Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες ἵστανται μεταξύ τους μέσα στὴν communio»(100).

Ὁ ἴδιος Καθηγητὴς μὲ μελαγχολίαν καὶ μὲ θάρρος βεβαιώνει, ὅτι αὐτό, ποὺ ἔχει τονίσει, «δὲν εἶναι μία περιγραφὴ τῆς πραγματικῆς καταστάσεως τῆς σημερινῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας». Ἀλλ' «αὐτὴ ἡ (ὑπ' αὐτοῦ προβληθεῖσα) εἰκὼν συμφωνεῖ μὲ τὴν καθολικὴν Ἐκκλησιολογίαν», κατὰ τὴν πεποίθησίν του, «περισσότερον παρὰ ἡ σημερινὴ πρᾶξις τῆς Ρώμης καὶ ἡ τωρινὴ (ρωμαιοκαθολική) ἐκκλησιαστικὴ δικαιϊκὴ (κανονική) τάξις»(101).

23. Στὸ Οἰκουμενικὸν Συμπόσιον τοῦ Ρέγκενσμπουργκ τὸ 1988 συνώψισεν ὁ Καθηγητὴς Heinrich Döring (Μόναχον) τὶς ἐπιθυμίες γιὰ μίαν νέαν διαμόρφωσιν τοῦ παπικοῦ θεσμοῦ. Ἰδιαιτέρως προβάλλει τὴν παλαιοεκκλησιαστικὴν Ἐκκλησιολογίαν τῆς κοινωνίας (communio), δηλ. τὴν Θεολογίαν τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ συλλογικὴ κατεύθυνσις καὶ μὲ αὐτὴν ἡ ἀποκέντρωσις στὴν ἡγεσίαν τῆς παγκόσμιας Ἐκκλησίας εἶναι ἐπιθυμητή(102). Ἔτσι «ἐν πάσῃ περιπτώσει δὲν θὰ ἦταν πλέον δυνατὸν ἔτσι ἁπλὰ καὶ εὔκολα νὰ θέλη κάποιος νὰ ὑποτάξη τὶς λοιπὲς τοπικὲς Ἐκκλησίες στὴν τοπικὴν Ἐκκλησίαν "Ρώμη"... Ἔτσι ἔχει ἤδη ἐπισημανθῆ, ὅτι ἡ Ρώμη, πρὸς χάριν μιᾶς διακονίας τῆς συμφωνίας καὶ συμπαρατάξεως, πρέπει νὰ παραιτηθῆ ἀπὸ ἕνα συγκεντρωτικὸν καὶ διευθυντικὸν στὺλ ἡγεσίας»(103). Ἑπομένως γιὰ τὴν μορφὴν τοῦ παπικοῦ ἀξιώματος πρέπει νὰ ὑπάρχη κάτι «ὡς μία προσαρμογή»(104). Ὁ Πάπας πρέπει ἐν πρώτοις νὰ ἐμφανίζεται ὡς Ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ νὰ ἀποδεικνύεται ὡς ποιμαντικὸν ὑπόδειγμα. «Μόνον ἔτσι θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ γίνη ὁρατόν, ὅτι δὲν κυβερνᾶ τὴν Ἐκκλησίαν ὡς ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικοῦ προέδρου ἐκ τῶν ἄνω»(105).

Ὁ Heinrich Döring ὑπενθυμίζει ἐπίσης τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπικουρικότητος, ἡ ὁποία ὅσον εἶναι δυνατὸν περισσότερον ἀφήνει τὴν λῆψιν ἀποφάσεων στοὺς ἁρμοδίους τοπικοὺς φορεῖς(106). Ἐπίσης κατὰ τὴν ἀνάδειξιν τῶν τοπικῶν ἐπισκόπων θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξετάζεται, «ἐὰν τὰ παλαιότερα δικαιώματα τῶν Μητροπολιτῶν καὶ τῶν Συνόδων των θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἀνανεωθοῦν κατὰ τὴν ἐκλογὴν τῶν ἐπισκόπων»(107).

Ὁ ἴδιος Καθηγητὴς τονίζει χαρακτηριστικῶς, ὅτι εἰς ἕνα διάλογον διὰ τὸν κύκλον αὐτὸν τῶν προβλημάτων εἶναι ἀσφαλὲς «νὰ ἀρχίζωμεν στηριζόμενοι στὴν πρὸ τοῦ χωρισμοῦ ἑνότητα μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἑπομένως εἰς μίαν ἐποχήν, κατὰ τὴν ὁποίαν καὶ αἱ Ἀνατολικαὶ Ἐκκλησίαι ἐπίσης ἔχουν ἀναγνωρίσει κάποιο ὡρισμένον Πρωτεῖον ἐντὸς τῆς συλλογικότητος καὶ τῆς συνυπευθυνότητος ὅλων τῶν ἐπισκόπων»(108).

24. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἐπίσης ἡ αὐτοκριτικὴ τῆς ἀμερικανικῆς ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας. Μὲ συγκίνησιν φέρω στὴν μνήμην μου τὸν ἀείμνηστον καθηγητὴν τῆς Δομινικανῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Ὀττάβας (Καναδᾶ J.-M.R. Tillard, ὁ ὁποῖος ἦταν φίλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὸν εἶχα γνωρίσει στὶς συνεδρίες τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπου ὡς ἐκπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν μας ἐπὶ πολλὰ ἔτη εἴχαμε ἀδελφικὴν συνεργασίαν. Μὲ τ’αὐτιά μου τὸν εἶχα ἀκούσει νὰ ὑπερασπίζη ὅ,τι στὸ βιβλίο του «Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης»(109) καὶ στὰ ἄλλα δημοσιεύματά του ἔχει γράψει ἐναντίον τοῦ μοναρχικοῦ Πρωτείου, τοῦ Ἀλαθήτου, τοῦ παπικοῦ συγκεντρωτισμοῦ, τῆς ρωμαϊκῆς μοναρχίας κ.ο.κ.(110).

Ὅσον ἀφορᾶ στὸ Πρωτεῖον ὁ Καθηγητὴς Tillard ἔχει ὑποστῆ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ ὀρθοδόξου ἔργου «Τὸ Πρωτεῖον τοῦ Πέτρου ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Τὸ ἔργον αὐτὸ ἔχει γραφῆ ἀπὸ τοὺς Ν. Afanasieff, N. Koulomzine, J. Meyendorf καὶ Α. Schmemann. Ὁ Καθηγητὴς Tillard ἐ.ἄ. λέγει: «Τὰ βιβλικὰ κείμενα, ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὸν εἰδικὸν ρόλον τοῦ Πέτρου ἐντὸς τῆς ἀποστολικῆς κοινότητος,
δὲν κάνουν λόγον γιὰ διαδοχὴν στὴν πραγμάτωσιν τοῦ λειτουργήματος... Ἡ Καινή Διαθήκη ἀναφέρεται στὸν Πέτρον καὶ ὄχι στοὺς διαδόχους του»
(111).

Τὸ Πρωτεῖον «εἶναι ἕνα ὁλοκληροῦν μέρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ σώματος καὶ ἀχώριστον ἐξ αὐτοῦ... Ὡς ἐξηγοῦσε ὁ ἱ. Αὐγουστῖνος: "ἐὰν ὁ Χριστὸς μίλησε σ' ἕνα μόνο πρόσωπο (=στὸν Πέτρον), αὐτὸ ἦταν γιὰ νὰ δοθῆ ἔμφασις στὴν ἑνότητα" (Λόγοι 295, 2-8• Ἐπιστολαὶ 53,2• Ὁμιλίες στὸ Εὐαγγέλιον του Ἰωάννου: 124,5). Τὸ Πρωτεῖον πρέπει νὰ κατανοηθῆ μέσα σ' αὐτὸ τὸ πλαίσιον... Τὸ Ρωμαϊκὸν Πρωτεῖον εἶναι αὐτὸ τῆς κεφαλῆς μέσα στὸ κολλέγιον... Αὐτὸς (ὁ Πάπας), μὲ ὁποιοδήποτε μέτρον, δὲν δύναται νὰ θεωρῆ τὸν ἑαυτόν του ὡς ἱστάμενον ὑπεράνω τοῦ κολλεγίου...»(112).

Τὸ ἀλάθητον τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐκφράσεων εἶναι δεκτὸν μόνον ὅταν ὁ Πάπας ἢ ἕνας ἐπίσκοπος ἢ πολὺ περισσότερον μία οἰκουμενικὴ σύνοδος στὴν ἐξωτερίκευσιν ἐκφράσεων «ἔχη ἐπίγνωσιν ὅτι εὑρίσκεται εἰς κοινωνίαν μὲ ὁλόκληρον τὸ σῶμα τῶν ἐπισκόπων καὶ ἑπομένως μὲ ὅλες τὶς τοπικὲς ἐκκλησίες»(113).

25. Ὁ Καθηγητὴς στὸ Μόντρεαλ (Καναδᾶ) Μ. Fahey, ὁ ὁποῖος ἦταν Πρόεδρος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἑταιρείας στὴν Ἀμερικὴν συνέστησε στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς τὴν ἀναθεώρησιν τῆς διδασκαλίας γιὰ τὸ Πρωτεῖον καὶ τὸ νὰ λαμβάνωνται ὑπ' ὄψιν οἱ ὀρθόδοξες ἀπόψεις περὶ τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων(114).

26. Ὁ τωρινὸς Πρόεδρος τοῦ Παπικοῦ Συμβουλίου γιὰ τὴν προώθησιν τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος Καρδινάλιος Walter Kasper, ὁ ὁποῖος μεθαύριον θὰ ὁμιλήση στὸ Συμπόσιόν μας, εἶχε στὸ παρελθὸν ὡς Καθηγητὴς Πανεπιστημίου τονίσει, ὅτὶ «ἡ ἑνότης στὴν πίστιν δὲν σημαίνει ἀνυπερθέτως τὴν ἑνότητα σὲ ὅλες τὶς διατυπώσεις τῆς πίστεως αὐτῆς. Τὰ δόγματα εἶναι σύμβολα, εἰσαγωγικὲς ἐκφράσεις καὶ κατατοπιστικὲς ὑποδείξεις στὸ μυστήριον τῆς πίστεως. Ἡ ἀνομοιότης ἑκάστης τῶν ἐκφράσεών της εἶναι ἑκάστοτε μεγαλυτέρα ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα μὲ τὸ νοούμενον ἀντικείμενον (τῆς πίστεως)»(115).

Ὅσον ἀφορᾶ στὸ λειτούργημα τοῦ Πέτρου, ὁ Καθηγητὴς Kasper ἔχει γράψει, ὅτι τὸ λειτούργημα αὐτὸ «εἶναι συνδεδεμένον μὲ τὸ μέτρον μετρήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δύναται νὰ ἀσκῆ καὶ προβάλη αὐθεντίαν στὴν μίμησιν (διαδοχήν) τοῦ Χριστοῦ μόνον κατὰ κενωτικὸν τρόπον, κατὰ τὸν τρόπον τῆς παραιτήσεως (ἀπὸ ἀξιώσεις), τῆς ἀλλοτριώσεως, τῆς ἐλλείψεως ἰσχύος»(116).

Ἄξιον μνείας εἶναι ἐπίσης τὸ ὑπὸ τοῦ Βάλτερ Κάσπερ παρουσιαζόμενον ἐλαχιστοποιημένον ἀλάθητον τοῦ Πάπα, τὸ ὁποῖον ἔχει νόημα μόνον, ὅταν αὐτὸ προϋποθέτη τὸ ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅταν ὁ Πάπας ὁμιλῆ «ὡς τὸ ὁμιλοῦν στόμα τῆς ἀλάθητης Ἐκκλησίας»(117). Ὁ ἴδιος Καθηγητὴς προσθέτει: «Ἡ λέξις "ἀλάθητος" εἶναι παρεξηγήσιμη, διότι δύναται νὰ δημιουργήση τὴν ἐντύπωσιν, ὅτι ὁ Πάπας εἶναι χωρὶς λάθη. Πρόκειται μᾶλλον γιὰ τὸ ζήτημα πῶς ἡ Ἐκκλησία ὁμιλεῖ μὲ τελεσίδικον κῦρος, ποὺ δεσμεύει (τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας)»(118). Γι' αὐτό, ὡς τονίζει, ἔχει προταθῆ «ἀντὶ περὶ ἀλαθήτου νὰ γίνεται λόγος περὶ ἀπολύτου δεσμεύσεως»(119).

Σ' αὐτὴν τὴν συνάφειαν ἀναφέρονται ὑπὸ τοῦ ἰδίου οἱ θεολογικὲς συμβολὲς στὸ ζήτημα τοῦ ἀλαθήτου τῶν γνωστῶν ἐπιφανῶν ρωμαιοκαθολικῶν θεολόγων Η. Fries, K. Rahner, H. Küng κ.ἄ(120). Ὁ Καθηγητὴς Κάσπερ ἰδιαιτέρως ὑπομνηματίζει κριτικῶς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Η. Küng τονίζοντας: «Ἡ ἀναμφισβήτητη προσφορὰ ὑπηρεσίας τοῦ Κὺνγκ εἶναι, ὅτι ἔχει ὁδηγήσει τὴν (περὶ ἀλαθήτου) συζήτησιν σ' αὐτὸ τὸ θεμελιῶδες ἐπίπεδον. Ὀφείλομεν νὰ τὸ ἀναγνωρίσωμεν, ἀκόμη καὶ ἐὰν κάποιος θεωρῆ ὡς μὴ ἱκανοποιητικὴν τὴν ἀπάντησιν, τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος ὁ Κὺνγκ προτείνει γιὰ τὸ (περὶ ἀλαθήτου) ἐρώτημά του. Εἰς ἐσχάτην ἀνάλυσιν ὁ Κὺνγκ ἀναφέρεται ὄχι μόνον στὸ ἀλάθητον τοῦ Πάπα, ἀλλ' ἐπίσης καὶ στὸ ἀλάθητον τῶν Συνόδων καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ θέσις του εἶναι: Οὐδεὶς ἀλάθητος ἐκτὸς τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ (Nemo infallibilis nisi Deus ipse)(121). Ἀνθρώπινες διατυπώσεις δύνανται νὰ εἶναι ἀληθεῖς ἤ ψευδεῖς ἀναλόγως πρὸς τὴν συγκεκριμένην συνάρτησίν τους. Βεβαίως σὲ ἄκρες καταστάσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες ἀπαιτεῖται ἕνα τελεσίδικον Ναὶ ἢ Ὄχι, ἡ Ἐκκλησία χρειάζεται δεσμευτικὲς διατυπώσεις τῆς πίστεως. Αὐτὲς ὅμως δύνανται νὰ εἶναι μόνον πραγματικὲς γλωσσικὲς διατυπώσεις, ποὺ ἰσχύουν σὲ (συγκεκριμένες) καταστάσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες προσδιορίζονται, περιορισμένες χρονικῶς ρυθμίσεις, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἐσφαλμένες. Ἡ Ἐκκλησία δὲν χρειάζεται δόγματα, ποὺ ἐκ τῶν προτέρων ἵστανται πάνω ἀπὸ κάθε πλάνην. Ἡ Ἐκκλησία θὰ διατηρῆται στὴν ἀλήθειαν παρ' ὅλα πάντοτε τὰ δυνατὰ σφάλματα»(122).

Αὐτὲς οἱ θέσεις τοῦ Küng προκάλεσαν ἐκτεταμένες συζητήσεις μέσα στοὺς ρωμαικαθολικοὺς θεολογικοὺς κύκλους. Π.χ. ἀπὸ τὸν Κ. Ράανερ κρίθηκαν ὡς μὴ ἱκανοποιητικές. Ὁ Καθηγητὴς Κάσπερ εἰς μίαν ἀντιπαράθεσιν μὲ τὸν Κὺνγκ ἐρωτᾶ, «ἐὰν ἡ ἀπαίτησις γιὰ μίαν ἀπόλυτη δεσμευτικότητα δύναται νὰ θεμελιωθῆ κατὰ τρόπον διαφορετικὸν ἀπὸ τὴν θεμελίωσιν στὴν ἀπόλυτη βεβαιότητα τῆς ἀληθείας». «Ἀπόλυτη δέσμευσις, ποὺ δὲν θεμελιώνεται στὴν ἴδια τὴν ἀπόλυτη βεβαιότητα τῆς ἀληθείας, εἶναι φρικώδης δεσποτισμὸς καὶ τυραννία. Μόνον ἡ ἀπόλυτη ἀλήθεια ἐγείρει τὴν ἀξίωσιν τῆς ἀπολύτου δεσμεύσεως»(123).

Οἱ διάλογοι αὐτοὶ καὶ οἱ ἀντιπαραθέσεις αὐτὲς μέσα στὴν Ρωμαιοκαθολικὴν Θεολογίαν, ποὺ κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον δεικνύουν μίαν προσπάθειαν καὶ τάσιν πρὸς «μείωσιν τοῦ ἀλαθήτου» τοῦ Πάπα, θὰ ἠδύναντο νὰ μᾶς προσανατολίσουν, γιὰ νὰ προσδιορίσωμεν τὶς κατευθυντήριες γραμμὲς τοῦ διαλόγου μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ. Πρέπει στὸν διάλογον αὐτὸν νὰ λαμβάνωνται ὑπ' ὄψιν οἱ διδασκαλίες περὶ θεοπνευστίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ περὶ τῶν γνησίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες μόνον θεωροῦνται ὡς ἡ ὑψίστη αὐθεντία καὶ ἀπόλυτη δέσμευσις μέσα στὴν Ἐκκλησίαν. Ὑπενθυμίζομεν ἐπίσης ὅτι πολλοὶ ἐκπρόσωποι τῆς σημερινῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Θεολογίας συζητοῦν γιὰ ἀλάθητες ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες λαμβάνονται καὶ ἐπιβάλλονται «μὲ τὴν ὁμόφωνη γνώμην τοῦ Κολλεγίου τῶν Ἐπισκόπων»(124).

27. Ὁ Καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς Θεολογίας στὸ Πανεπιστήμιον τῆς Τυβίνγκης Peter Hünermann τονίζει, ὅτι «ἕνα ἀπὸ τὰ ἀκανθωδέστατα προβλήματα μέσα στὸν οἰκουμενικὸν καὶ στὸν ἐνδορωμαιοκαθολικὸν διάλογον εἶναι ὁ ὁρισμὸς τῆς Α' Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ γιὰ τὸ ἀλάθητον Magisterium τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης»(125).

Ὁ ἴδιος Καθηγητὴς ὁμιλεῖ γιὰ μίαν ἀποδυνάμωσιν τοῦ ὁρισμοῦ αὐτοῦ διὰ τῆς Β' Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ, ἡ ὁποία στὸ Σύνταγμα «Lumen Gentium» ἔχει ἐντάξει τὴν «διδακτικὴν ἁρμοδιότητα τοῦ Πάπα» στὴν περιοχὴν τῆς διδακτικῆς ἁρμοδιότητος τῶν ἐπισκόπων καὶ ἔχει συνδέσει τὶς δύο αὐτὲς ἁρμοδιότητες «μὲ τὸ ἀλάθητον αἴσθημα τῶν πιστῶν» (sensus fidelium) τῆς Ἐκκλησίας»(126). Αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῶν πιστῶν ὡς ἡ συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψιν, τὸ κριτήριον, ἡ λυδία λίθος τοῦ γνησίου οἰκουμενικοῦ χαρακτῆρος μιᾶς συνόδου. Ἔτσι μέσα στὸ πλαίσιον τῆς διδασκαλίας γιὰ τὴν ἀλάθητη διδακτικὴν ἁρμοδιότητα (Magisterium) τῆς Ἐκκλησίας ἔχομεν ἐπίσης μίαν προσέγγισιν μεταξὺ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς καὶ τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας.


E) Χαρακτηριστικὲς παπικὲς ἐκφράσεις

Τὰ ἀνωτέρω -ὄχι αὐστηρῶς κατὰ χρονολογικὴν σειρὰν ἢ συστηματικῶς- χρησιμοποιηθέντα παραδείγματα μαρτυριῶν καὶ πολλὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα ἀκόμη θὰ ἠδύναντο νὰ προστεθοῦν, ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ θεολογικὴ - ἐκκλησιολογικὴ σκέψις ἐπιφανῶν ἐκπροσώπων τῆς ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ Θεολογίας, ἐν σχέσει πρὸς τὶς γνωστὲς ἀντιπαραθέσεις μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, ἔχει μίαν πραγματικὴν προσέγγισιν πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαν, Θεολογίαν καὶ πνευματικότητα. Εἶναι ἐπίσης ἐλπιδοφόρον, ὅτι ἡ σκέψις αὐτὴ καὶ οἱ μορφοποιήσεις της σὲ διατυπώσεις βρίσκονται κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον σὲ συμφωνίαν, -ἐὰν ὄχι πρὸς τὴν ὁλότητα τῆς πράξεως τῆς «ἀνατολικῆς πολιτικῆς» τοῦ Βατικανοῦ-, τουλάχιστον πρὸς μερικὲς διακηρύξεις τῶν Παπῶν Παύλου ΣΤ', Ἰωάννου-Παύλου Β' καὶ Βενεδίκτου ΙΣΤ'.

1. Ὁ Πάπας Παῦλος ΣΤ' εἰς προσφώνησίν του στὸ Παπικὸν Συμβούλιον γιὰ τὴν προώθησιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν ἔχει πῆ προκαλώντας ἔκπληξιν: «Εἶναι σ' ἐμᾶς τελείως συνειδητόν, ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀναμφιβόλως τὸ μέγιστον ἐμπόδιον στὴν ὁδὸν πρὸς τὸν Οἰκουμενισμὸν (δήλ. πρὸς τὴν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν)»(121).

Ὁ ἴδιος Πάπας τὴν 25ην Ἰουλίου 1967 κατὰ τὴν προσφώνησίν του στὸ Φανάρι ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἐπισκέψεώς του πρὸς τὸν Πατριάρχη ν Ἀθηναγόραν εἶπε (στὴν γαλλικὴ ν γλῶσσαν): «Ἡ ἀγάπη ἐπιτρέπει νὰ συνειδητοποιήσωμεν καλύτερα τὸ βάθος τῆς ἑνότητός μας, ἀλλὰ συγχρόνως ἀφήνει νὰ αἰσθανθοῦμε μὲ μεγαλύτερη ὀδύνην, ὅτι ἀκόμη σήμερα εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναπτύξωμεν τὴν ἑνότητα αὐτὴν εἰς μίαν κοινὴν ἱερουργίαν (σ' ἕνα συλλείτουργον), καὶ μᾶς κεντρίζει νὰ ἀναλάβωμεν πᾶσαν προσπάθειαν, γιὰ νὰ ἐπιταχύνωμεν τὸ γλυκοχάραγμα τῆς ἡμέρας αὐτῆς τοῦ Κυρίου. Βλέπομεν ἔτσι σαφέστερον, ὅτι οἱ κεφαλὲς τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἱεραρχίας της ἔχουν τὸ καθῆκον νὰ ὁδηγήσουν τὶς Ἐκκλησίες στὸν δρόμον, ὁ ὁποῖος ἐπανοδηγεῖ στὴν πλήρη κοινωνίαν. Πρέπει νὰ πράξουν αὐτό, ἀναγνωρίζοντας καὶ σεβόμενοι ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡς ποιμένες ἐκείνου τοῦ τμήματος τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει ἐμπιστευθῆ σ' αὐτούς, φροντίζοντας γιὰ τὴν συνοχὴν καὶ αὔξησιν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποφεύγοντας κάθε τι, ποὺ θὰ ἠμποροῦσε νὰ διασκορπίση ἤ νὰ δημιουργήση σύγχυσιν στὶς τάξεις του»(128).

Ὁ ἴδιος τὴν 11ην Δεκεμβρίου 1975 ἔγραψε εἰς ἐπιστολήν του πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Δημήτριον: «Σήμερα "ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει (Β' Κορ. 5,14)" ἡμᾶς ἀκόμη περισσότερον δίδουσα ὤθησιν νὰ ἀναζητήσωμεν ὅλους τοὺς δρόμους καὶ νὰ ἀκούωμεν πάντοτε μὲ μεγαλύτερη προσοχὴν τὶς προτρεπτικὲς ὑποδείξεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ νὰ συνεχίσωμεν προωθοῦντες τὸν διάλογον τῆς ἀληθείας ἐν τῇ ἀγάπῃ: "ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ (Ἐφ. 4,15)". Πρέπει νὰ ἀφήσωμεν αὐτὸν τὸν διάλογον νὰ προχωρήση στὴν ὁδὸν πρὸς τὴν τελείαν ἑνότητα, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς προσευχήθηκε, ἀπέθανε καὶ ἀνέστη»(129).

Ὁ Πάπας Παῦλος ΣΤ' τὴν 14ην Ὀκτωβρίου 1975 κατὰ τὴν ἱέρουργίαν μέσα στὴν Καπέλλα Σιξτίνα ἐξ ἀφορμῆς τοῦ 10ετοῦς Ἰωβηλαίου τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως εἶχε πῆ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, τὰ ἑξῆς: «Μὲ τὶς καρδιές μας "ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι (Ἐφ. 3, 16-17)"• μὲ τὴν ὁμολογίαν τῶν "θεμελιωδῶν δογμάτων τῆς χριστιανικῆς πίστεως", ἔτσι ὅπως αὐτὰ "ἔχουν διατυπωθῆ στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ποὺ συγκροτήθηκαν στὴν Ἀνατολήν" (πρβλ. τὸ Διάταγμα "Unitatis Redintegratio", Nr. 14)• ζῶντες ἐκ τῶν κοινῶν σ' ἐμᾶς μυστηρίων καὶ ἐν τῷ πνεύματι τῆς κοινωνίας τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης...• ὡπλισμένοι μὲ δύναμιν διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καὶ κραταιούμενοι εἰς τὸν ἔσω ἄνθρωπον (πρβλ. Ἐφ. 3,16), θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμεθα ἱκανοί, κατὰ τὴν διερεύνησιν τῶν διχογνωμιῶν καὶ δυσκολιῶν, ποὺ ἀκόμη χωρίζουν τὶς Ἐκκλησίες μας, νὰ προχωροῦμε μαζὶ πρὸς τὰ ἐμπρός» πρὸς ὑπερνίκησίν τους εἰς ἀτμόσφαιραν «θεωρητικοῦ στοχασμοῦ ἐν πίστει»(130).

2. Ὁ ἀείμνηστος Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος Β' παραθέτει στὴν Ἐγκύκλιόν του "Ἵνα ἐν ὧσιν" τὴν προσφώνησίν του ἐνώπιον του ἀειμνήστου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Δημητρίου (6 Δεκεμβρίου 1987), στὴν ὁποίαν λέγει: Εἴθε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα «νὰ χαρίση σ' ἐμᾶς τὸ φῶς Του καὶ νὰ φωτίση ὅλους τοὺς ἐπισκόπους καὶ θεολόγους τῶν Ἐκκλησιῶν μας, γιὰ νὰ δυνηθοῦμε νὰ βροῦμε ὁ ἕνας μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον τὶς μορφές, στὶς ὁποῖες αὐτὴ ἡ διακονία (τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης) δύναται νὰ πραγματοποιῆ μίαν διακονίαν τῆς ἀγάπης, ποὺ θὰ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τοὺς μὲν καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους»(131).

Ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος Β' βεβαιώνει χαρακτηριστικῶς: «Ὅταν ἀπευθύνθηκα στὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Δημήτριον Α', εἶχα συνειδητὸν μέσα μου, ὅτι "ἀπὸ τελείως διαφορετικὲς αἰτίες καὶ ἐναντίον τῆς θελήσεως τῶν μὲν καὶ τῶν δέ, αὐτό, ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι διακονία, θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ παρουσιασθῆ ὑπὸ ὅλως διαφορετικὸν φῶς"»(132). Ὁ ἀείμνηστος Πάπας ἐξέφραζε νοσταλγίαν γιὰ τὸ ἐλαττωμένον πρωτεῖον τιμῆς τῆς κοινῆς παραδόσεως τῶν Χριστιανῶν τῆς πρώτης χιλιετίας καὶ γι' αὐτὸ προσέθετε: «Κατὰ τὴν διάρκειαν μιᾶς χιλιετίας οἱ Χριστιανοὶ ἦσαν συνδεδεμένοι ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον μέσα σὲ ἀδελφικὴν κοινωνίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς μυστηριακῆς ζωῆς, ὅπου μὲ γενικὴν συμφωνίαν προσετίθετο στὴν ρωμαϊκὴν ἕδραν ἕνας ἡγετικὸς ρόλος, ὅταν ἀνάμεσά τους ἐδημιουργοῦντο ἔριδες γιὰ τὴν πίστιν καὶ τὴν πειθαρχίαν»(133).

Ἡ παπικὴ πρόσκλησις πρὸς ἀνανέωσιν τῆς διαμορφώσεως καὶ διατυπώσεως τοῦ Πρωτείου «παρουσιάζει πράγματι ἀπὸ (ρωμαιο)καθολικὴν πλευρὰν τὸ μέγιστον -εἰς μῆκος- βῆμα μέσα στὴν περιοχὴν τῆς Οἰκουμένης μετὰ τὴν Β' Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ»(134).

Ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος Β' χαρακτηρίζει τὸν περὶ τοῦ Παπισμοῦ διάλογον ὡς μίαν πρόκλησιν, ὡς «μίαν τεραστίων διαστάσεων ὑποχρέωσιν, τὴν ὁποίαν δὲν δυνάμεθα νὰ ἀρνηθοῦμε»(135). Προσθέτει χαρακτηριστικῶς: Αὐτὴν τὴν ὑποχρέωσιν «δὲν δύναμαι μόνος μου νὰ τὴν φέρω εἰς πέρας»(136).

Ὁ Καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς Θεολογίας στὸ Πανεπιστήμιον τοῦ Μονάχου Peter Hünermann παρατηρεῖ ὅτι ἡ πρόσκλησις αὐτὴ πρὸς τοὺς ἐπισκόπους καὶ θεολόγους στὸν διάλογον γιὰ τὸ Πρωτεῖον «δὲν εἶναι αὐτονοήτως πρόσκλησις εἰς μίαν σύνοδον. Ἀλλὰ εἶναι πράγματι πρόσκλησις εἰς μίαν "συνοδικὴν διαδικασίαν"»(137).

Ὁ ἴδιος Καθηγητὴς τονίζει χαρακτηριστικῶς: « Ἡ παρακίνησις νὰ προτείνωμεν σκέψεις σχετικὲς πρὸς τὴν μορφὴν τῆς διακονίας τοῦ Πέτρου δεικνύει ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἱστορικὴ μορφὴ εἶναι ἕνα "ἀνθρώπινον ἔργον"»(138).

Οἱ ἤδη μνημονευθεῖσες ἐκφράσεις τοῦ Πάπα Ἰωάννου-Παύλου Β' θὰ ἠδύναντο ἀπὸ ὀρθόδοξη ἄποψιν νὰ εἶναι κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον δεκτές. Ἀλλὰ μία περικοπὴ τοῦ ἐγγράφου τῆς Παπικῆς Ἐπιτροπῆς Πίστεως «πρὸς τοὺς ἐπισκόπους τῆς (Ρωμαιο)Καθολικῆς Ἐκκλησίας γιὰ μερικὲς ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας» δὲν δύναται νὰ γίνη δεκτή. Συμφώνως πρὸς τὴν περικοπὴν αὐτὴν «ἡ ἑνότης τῆς Εὐχαριστίας καὶ ἡ ἑνότης τοῦ συνόλου τῶν Ἐπισκόπων μαζὶ μὲ τὸν Πέτρον καὶ ὑπὸ τὸν Πέτρον, ὄχι ἀνεξάρτητες ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλην, εἶναι ρίζα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας»(139). Ὁ Καθηγητὴς Γρηγόριος Λαρεντζάκης τονίζει: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποκρούει μίαν Οἰκουμένην ὑποταγῆς», στὴν ὁποίαν κεῖται ὅλη ἡ προβληματικότης, ποὺ σχετίζεται πρὸς τὸν Παπισμόν(140).

Καθ' ὅμοιον τρόπον οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποκρούουν μερικὰ ἄρθρα τῆς Ἐγκυκλίου Ut unum sint, τοῦ δογματικοῦ συντάγματος Lumen Gentium καὶ τοῦ Διατάγματος περὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ Unitatis redintegratio. Ἡ Ἐγκύκλιος Ut unum sint τονίζει: «Τὸ Σύνταγμα Lumen Gentium γράφει εἰς μίαν θεμελιώδη ἔκφρασιν, τὴν ὁποίαν χρησιμοποιεῖ τὸ Διάταγμα Unitatis redintegratio(141), ὅτι "ἡ μοναδικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ συνεχίζει νὰ ὑπάρχη στὴν Ρωμαιοκαθολικὴν Ἐκκλησίαν"(142). Τὸ Σύνταγμα περὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑπογραμμίζει τὴν παρουσίαν τῆς πληρότητος τῶν μέσων τῆς σωτηρίας ἐντὸς αὐτῆς(143). Ἑπομένως ἡ πλήρης ἑνότης θὰ γίνη πραγματικότης, ὅταν ὅλοι θὰ ἔχουν συμμετοχὴν στὴν πληρότητα τῶν μέσων τῆς σωτηρίας, τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἐμπιστεύθηκε στὴν Ἐκκλησίαν του»(144).

Εἶναι περιττὸν νὰ ποῦμε, ὅτι τέτοιοι ἰσχυρισμοί, οἱ ὁποῖοι ἐπαναλαμβάνονται ἕως σήμερα, ὅπως καὶ οἱ προσπάθειες πρὸς προώθησιν τῆς Οὑνίας εἶναι ἀντίθετες καὶ ὄχι συμβατὲς μὲ τὶς ἀνωτέρω παρατεθεῖσες ἐλπιδοφόρες ἐκ πρώτης ὄψεως παπικὲς διακηρύξεις περὶ τοῦ Πρωτείου καὶ μὲ τὴν ὅλην Ἐκκλησιολογίαν τῆς κοινωνίας.

Ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος Β', μαζὶ μὲ τὸν σύρον ἰακωβίτην Πατριάρχην Ἀντιοχείας Μὰρ Ἰγνάτιον Zakka Ι Ἴνας εἰς μίαν κοινήν τους διακήρυξιν, ἔχει ἐπίσης τονίσει, ὅτι οἱ ἀναστατώσεις καὶ τὰ σχίσματα, ποὺ ἔγιναν μεταξὺ Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ Ἀνατολικῶν Χριστιανῶν «μὲ κανένα τρόπον δὲν ζημιώνουν ἢ ἐγγίζουν τὴν οὐσίαν τῆς πίστεώς των, ἐπειδὴ αὐτὰ δημιουργήθηκαν μόνον ἀπὸ διαφορὲς στὴν ὁρολογίαν, στὸν πολιτισμὸν καὶ σὲ μερικὲς διατυπώσεις, οἱ ὁποῖες ἐχρησιμοποιοῦντο σὲ διάφορες θεολογικὲς σχολές»(145).

Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἤδη μνημονευθεὶς Φέρντιναντ Gahbauer, θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἐξαχθῆ, ὅτι «οἱ διαφορετικὲς διατυπώσεις τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως δὲν ἐγγίζουν τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεως»(146). Ὁ Καθηγητὴς Λούντγκερ Μπέρνχαρτ (Ζάλσμπουγκ-Μαρία Λάαχ) συμπεραίνει ἐκ τῆς ἰδίας παπικῆς γνώμης, ὅτι «διατυπώσεις, οἱ ὁποῖες βεβαίως ἀπὸ πολὺν χρόνον ἐπιβαρύνουν τὴν σχέσιν μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου καὶ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ' ὅμως βρίσκονται σὲ θεολόγους τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, δὲν ἔπρεπε νὰ χωρίζουν τὶς Ἐκκλησίες(147). Ὁ L. Bernhard ὑπέδειξε στὴν συνάφειαν αὐτὴν πολλὰ δημοσιεύματα τοῦ Β. Schultze γιὰ τὸ Filioque»(148). Ἀπὸ ὀρθόδοξη ἄποψιν τὰ δημοσιεύματα αὐτὰ καὶ οἱ γνῶμες αὐτὲς δὲν εἶναι σὲ μερικὲς περιπτώσεις πειστικά.

3. Ἕνεκα τῆς ἐπικαιρότητος τῆς παρουσίας τοῦ τωρινοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ' στὸ Ρέγκενσμπουργκ, πρέπει ἰδιαιτέρως νὰ ὑπομνήσωμεν μερικὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας του, τὰ ὁποῖα ἀμέσως ἢ ἐμμέσως ἀφοροῦν στὸν διάλογον μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ ἔχουν οἰκουμενικὴ ν σημασίαν.

Ἔχω γνωρίσει τὴν Ἁγιότητά του ὡς Καθηγητὴν Ἰωσὴφ Ratzinger στὰ Οἰκουμενικὰ Συμπόσια τοῦ Ρέγκενσμπουργκ, ἐπίσης σ' ἕνα ἀπὸ αὐτὰ στὴν Ἀθήνα (1976). Ἔπειτα ἤμεθα μαζὶ ὡς συνεισηγητὲς στὴν «Οἰκουμενικὴν Ἀκαδημίαν», ἡ ὁποία τὸ ἔτος 1986 μὲ θέμα «Καθ' ὁδὸν πρὸς τὴν πλήρη ἑνότητα» ὀργανώθηκε στὴν Αἴθουσαν Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου τῆς αὐστριακῆς πόλεως Graz ὑπὸ τοῦ «Οἰκουμενικοῦ Ἰνστιτούτου» τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς αὐτοῦ, ὑπὸ τοῦ Ἱδρύματος «Pro Oriente» (Βιέννη) καὶ ὑπὸ τοῦ «Διομολογιακοῦ Οἰκουμενικοῦ Κύκλου στὴν (περιοχήν) Στάϊερμαρκ», ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς δεκάτης ἐπετείου τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως. Ὀλίγον προηγουμένως ἐντὸς τοῦ ἰδίου ἔτους τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶχε τιμηθῆ μὲ ἰδιαιτέρους ἑορτασμοὺς στὸ Βατικανὸν καὶ στὴν Κωνσταντινούπολιν. Εἰς αὐτὴν τὴν «Οἰκουμενικην Ἀκαδημίαν» τοῦ Γκράτς, μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν μηνυμάτων τοῦ ἀειμνήστου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Δημητρίου Α' καὶ τοῦ τότε Προέδρου τῆς Γραμματείας Ἑνότητος στὴν Ρώμην ἀειμνήστου Καρδιναλίου J. Willebrands καὶ μετά τους ἐπισήμους χαιρετισμούς, μιλήσαμε ἐμεῖς οἱ δύο, ὁ καθένας ἀπὸ τὴν σκοπιὰν τῆς Ἐκκλησίας του, πάνω στὸ ἴδιον θέμα: «Προγνωστικὰ γιὰ τὸ μέλλον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ». Ἔπειτα στὸ Μόναχον εἶχα μίαν ὅλως ἐγκάρδιαν ἐπαφὴν μὲ τὸν Ἰωσὴφ Ράτσινγκερ, ὅταν ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος. Ἀργότερα στὸ ἐπίσημον περιοδικὸν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Ἐκκλησία» μὲ κριτικὴν ἀγάπην εἶχα παρουσιάσει μερικὲς ἐκδηλώσεις τῆς δραστηριότητός του στὴν Προεδρίαν τῆς Ἐπιτροπῆς Πίστεως τοῦ Βατικανοῦ. Οἱ γνώσεις μου γιὰ τὴν προσωπικότητα καὶ θεολογίαν του ἔγιναν αὐτονοήτως πλουσιώτερες καὶ καλύτερες ἀπὸ πολλὰ ἐκ τῶν ἀναριθμήτων δημοσιευμάτων του, τὰ ὁποῖα ἐπίσης σήμερα ὑπ' αὐτοῦ ὡς Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ' συνεχίζονται ἀδιακόπως καὶ ἐντατικῶς.

Εἶναι βέβαιον καὶ δι' ἡμᾶς χαροποιόν, ὅτι μερικὰ ἐκ τῶν δημοσιευμάτων του ἀποδεικνύουν τὰ οἰκουμενικά του ἐνδιαφέροντα καὶ τὸν φιλικὸν γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαν προσανατολισμόν του. Εἶναι πολὺ θετικὸς γιὰ τὸν διάλογον μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολήν. Χαρακτηριστικὸν εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ὁ εὐαγγελικὸς τοπικὸς ἐπίσκοπος στὴν Βαυαρίαν Johannes Friedrich πρὶν ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες σὲ συνέντευξίν του (στὴν Mittelbayerische Zeitung, 9-9-2006)
εἶπεν: «Ὁ τωρινὸς Πάπας ἐνδιαφέρεται πολὺ γιὰ τὴν Οἰκουμένην... Στὴν παροῦσαν στιγμὴν ἔχει στὸ βλέμμα του περισσότερον τὴν Ὀρθοδοξίαν». Αὐτὸ εἶναι ἀληθές. Ἔχει τονίσει, ὅτι ἡ Δύσις «πρέπει νὰ παραδεχθῆ ὅτι στὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀνατολῆς εἶναι ζωντανὰ καὶ ἄρρηκτα τὸ περιεχόμενον καὶ ἡ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατέρων»(149). Ἐξαίρει ἐπίσης μὲ ἰσχυρότερον τονισμόν, «ὅτι ὁ χωρισμὸς μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως περικλείει μέσα του ἕνα τρομερὸν κίνδυνον νὰ διευρυνθῆ σ' ἕνα ρῆγμα, ποὺ στὴν ἑκάστοτε ἄλλην πλευρὰν θὰ ὁδηγῆ εἰς ἀμφιβολίαν γιὰ τὴν παρουσίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀλλ' ὅμως γι' αὐτὸ τὸ ἀπειλητικὸν νέφος ὑπάρχουν ὑφιστάμενοι οἱ παράγοντες τῆς θεραπείας»(150).

Βεβαίως, ἐπειδὴ ἡ Ρώμη μέσα στοὺς αἰῶνες ἕως τώρα «κατὰ τρόπον διαφορετικὸν ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς Ἀνατολῆς ἔχει δώσει μεγάλο βάρος στοὺς περὶ Πέτρου λόγους τῆς Καινῆς Διαθήκης»(151), δυνάμεθα νὰ ἀξιολογήσωμεν αὐτό, ποὺ ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' ἔχει πῆ στὴν μνημονευθεῖσαν «Οἰκουμενικὴν Ἀκαδημίαν» (Γκράτς, 1976): «Βεβαίως ὀφείλομεν νὰ ποῦμε, ὅτι δὲν δύναται σήμερον νὰ εἶναι χριστιανικῶς ἀδύνατον ὅ,τι ἦταν δυνατὸν ἐπὶ μίαν χιλιετίαν. Ἡ Ρώμη, ἐν σχέσει πρὸς τὴν διδασκαλίαν περὶ πρωτείου, δὲν πρέπει νὰ ζητῆ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι διατυπώθηκε καὶ βιώθηκε κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν. Ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἄθηναγόρας τὴν 25ην Ἰουλίου 1967, κατὰ τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Πάπα στὸ Φανάρι, χαρακτήριζε αὐτὸν ὡς διάδοχον τοῦ Πέτρου, ὡς πρῶτον στὴν τιμὴν ἀνάμεσά μας, ὡς τὸν Προκαθήμενον τῆς ἀγάπης, βρισκόταν στὸ στόμα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου τὸ οὐσιῶδες περιεχόμενον τῶν περὶ πρωτείου ἐκφράσεων τῆς πρώτης χιλιετίας καὶ περισσότερα δὲν πρέπει νὰ ἀπαιτῆ ἡ Ρώμη»(152).

Ἤδη προηγουμένως ὁ τότε Καθηγητὴς Ἰωσὴφ Ράτσινγκερ μὲ τὸ ἴδιον οἰκουμενικὸν πνεῦμα ἑρμήνευσε τοὺς λόγους, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ ἀείμνηστος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας τὸ ἔτος 1967 χαιρέτισε τὸν ἀείμνηστον Πάπαν Παῦλον ΣΤ'. Εἶπε τότε ὁ Πατριάρχης: «Ἰδού, ἐναντίον πάσης ἀνθρωπίνης προσδοκίας, ἔχομεν ἀνάμεσά μας τὸν πρῶτον ἐξ ἠμῶν κατὰ τὴν τιμήν, τὸν Προκαθήμενον στὴν ἀγάπην (Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Ἐπιστολὴ πρὸς Ρωμαίους, Πρόλογος, Migne Ἑ.Π. 5,801)»(153) Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ὁ Καθηγητὴς Ἰωσὴφ Ράτσινγκερ ἔκαμε τὸ ἑξῆς σχόλιον: «Εἶναι φανερόν, ὅτι ὁ Πατριάρχης ἔτσι δὲν ἐγκαταλείπει τὸ ἀνατολικοεκκλησιαστικὸν ἔδαφος καὶ δὲν ἀναγνωρίζει ἕνα δυτικὸν Πρωτεῖον δικαιοδοσίας. Ἀλλὰ ἐκφράζει σαφῶς ὅ,τι ἔχει νὰ πῆ ἡ Ἀνατολὴ γιὰ τὴν ἱεραρχικὴν (διαδοχικὴν) σειρὰν τῶν ἴσων σὲ βαθμὸν καὶ δικαιώματα ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ ἄξιζε τὸν κόπον νὰ ἐξετάσωμεν, ἐὰν αὐτὴ ἡ ἀρχαϊκὴ ὁμολογία -ἡ ὁποία τίποτε δὲν γνωρίζει περὶ "Πρωτείου δικαιοδοσίας", ἀλλὰ ἀναγνωρίζει μίαν διακονίαν προσφορᾶς μὲ τιμὴν καὶ ἀγάπην-, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ ἀξιολογηθῆ ὡς μία κατὰ τὸν πυρῆνα ἐπαρκὴς ἄποψις περὶ τῆς θέσεως τῆς Ρώμης μέσα στὴν Ἐκκλησίαν»(154).

Στὸν ἴδιον λόγον του στὸ Graz ὁ τότε Καθηγητὴς Ἰωσὴφ Ratzinger ἐξέφρασε τὴν ἑξῆς ἐπισήμανσιν: «Ὅποιος ἵσταται πάνω στὸ ἔδαφος τῆς (Ρωμαιο)Καθολικῆς Θεολογίας, δὲν δύναται βεβαίως νὰ ἐξηγήση τὴν περὶ Πρωτείου διδασκαλίαν ὡς ἄκυρη (ὡς μηδὲν καὶ τιποτένια)... Ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατον ἐξ ἄλλου νὰ θεωρῆ τὴν περὶ Πρωτείου μορφὴν τοῦ 19ου καὶ 20οῦ αἰῶνος ὡς τὴν μόνην δυνατὴν καὶ ἀναγκαίαν γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανούς»(155).

Ὁ συμμετέχων στὸ Συμπόσιόν μας ἀγαπητὸς συνάδελφος Καθηγητὴς Γρηγόριος Λαρεντζάκης (Γκράτς) σημειώνει εἰς μίαν ἐξαίρετη μελέτην του, ὅτι ὁ τωρινὸς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος, ὅταν τὴν 18ην Ἰουνίου 2004 στὴν Αἴθουσαν τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Γκρὰτς ἀνεκηρύχθη Ἐπίτιμος Διδάκτωρ τῆς Καθολικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, παρέθεσε στὴν πανηγυρικὴν ὁμιλίαν του τὰ ἀνωτέρω μνημονευθέντα σχόλια τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ' στοὺς περὶ τοῦ παπικοῦ Πρωτείου λόγους τοῦ Πατριάρχου Ἄθηναγόρου καὶ ἐπὶ πλέον μεταξὺ ἄλλων τόνισε: «Οἱ ἐκφράσεις τοῦ μεγάλoυ προκατόχου μας, τοῦ ἀειμνήστου Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ὅπως καὶ πρὶν ἔτσι ἐπίσης καὶ σήμερα, ἰσχύουν γιὰ ἐμᾶς προσωπικῶς. Ἔχομεν λοιπὸν ἐνώπιόν μας νέα ξεκινήματα γιὰ νὰ κάμωμε διευκρινίσεις στὸν οἰκουμενικὸν διάλογον γι' αὐτὸ τὸ δύσκολον πρόβλημα»(156).

Ἀλλὰ τί σκέπτεται ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' γιὰ τὸ οὐσιῶδες περιεχόμενον τοῦ παπικοῦ Πρωτείου; Αὐτὸ θὰ ἠδυνάμεθα νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε στὸ ὑπ' αὐτοῦ ὡς Καρδιναλίου ἐκδοθὲν τὸ ἔτος 1978 βιβλίον μὲ τὸν τίτλον «Ὑπηρεσία (διακονία) στὴν ἑνότητα»(157). Τὸ βιβλίον αὐτὸ περιέχει τὶς εἰσηγήσεις ἑνὸς ὀργανωθέντος ὑπ' αὐτοῦ Διομολογιακοῦ Ρωμαϊκοῦ Συμποσίου γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ Παπισμοῦ. Μερικὲς ἀπὸ τὶς εἰσηγήσεις αὐτὲς εἶναι πολὺ κριτικὲς ἐναντίον τῆς συγκεντρωτικῆς ὑπερκυριαρχίας τοῦ Πάπα. Παρὰ ταῦτα ὁ Καρδινάλιος Ἰωσὴφ Ράτσινγκερ εἶχε τὴν πρωτοβουλίαν νὰ τὶς δημοσιεύση, ἐπειδὴ εἶχε τὴν γνώμην, ὅτι «γιὰ τὸν Παπισμὸν καὶ τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν παραμένει πάντοτε ἡ περὶ τοῦ Παπισμοῦ κριτικὴ τῆς μὴ (ρωμαιο)καθολικῆς Χριστιανοσύνης μία παρόρμησις, γιὰ νὰ ἀναζητήσωμεν μίαν πάντοτε περισσότερον σύμφωνη πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ πραγμάτωσιν τοῦ λειτουργήματος τοῦ Πέτρου»(158). Ὁ καρδινάλιος Ἰωσὴφ Ράτσινγκερ ἀποφεύγει νὰ πῆ κάτι ἐναντίον αὐτῆς τῆς περὶ Παπισμοῦ κριτικῆς. Ἀντιθέτως λέγει στὸν Πρόλογόν του: Αὐτὲς οἱ συμβολές, στὶς ὁποῖες εἶναι ὁρατὰ «ἡ προσωπικὴ ἐλπὶς καὶ ὁ πόνος γιὰ τὸ λειτούργημα τῆς ἑνότητος», ἐπιτρέπουν, ὥστε ἡ «πνευματικὴ ἀπαίτησις τοῦ θέματος νὰ γίνη βίωμα κατὰ συγκινητικὸν (παροτρυντικὸν) τρόπον»(159).

Στὴν ἰδικήν του εἰσήγησιν ὁ Καρδινάλιος Ἰωσὴφ Ράτσινγκερ προβάλλει ἕνα Πρωτεῖον μὲ «μαρτυρολογικὴν δομήν» καὶ χρησιμοποιεῖ τὸ ὑπὸ τοῦ ἄγγλου καρδιναλίου Reginald Pole προβληθὲν περὶ Παπισμοῦ ἰδεῶδες, τὸ ὁποῖον ὡς ὑπόδειγμα θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μᾶς βοηθήση νὰ ἀναζητήσωμεν μίαν ἀπάντησιν «στὸ ἐρώτημα πῶς σήμερα καὶ πῶς γενικῶς θὰ ἔπρεπε νὰ φαίνεται στὰ μάτια μας ἕνας Πάπας»(160). Συμφώνως πρὸς τὸ χριστολογικὸν αὐτὸ ἰδεῶδες, ὀφείλει ὁ Πάπας νὰ βιώνη τὴν ἐντολὴν τῆς «μιμήσεως» τοῦ Χριστοῦ καὶ «στὸ λειτούργημα τοῦ Ποιμένος νὰ αὐτοθεωρῆται καὶ συμπεριφέρεται ὡς ὁ ὅλως μικρός»(161). Ἰσχύς του εἶναι ὄχι ἡ ἰσχὺς τῆς κυριαρχίας, ἀλλὰ ἡ δύναμις τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ «τῆς ἑτοίμης γιὰ τὸ μαρτύριον ἀγάπης»(162). Γι' αὐτὸν ταυτίζονται «θρόνος» καὶ «σταυρός». «Τὸ παπικὸν λειτούργημα σημαίνει σταυρὸν καὶ μάλιστα τὸν κατὰ τὸ δυνατὸν μέγιστον»(163). Αὐτονοήτως τέτοιες ἰδιότητες θὰ ἦσαν ἐξ ὁλοκλήρου συμβατὲς μὲ τὸ Πρωτεῖον τιμῆς, τὸ ὁποῖον οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναγνωρίζουν μέσα εἰς μίαν ἑνωμένην Ἐκκλησίαν.

Ἐκτὸς καὶ πέραν αὐτῶν πρέπει νὰ δώσωμεν ἔμφασιν στὸ γεγονός, ὅτι ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ θέλει τὴν πραγμάτωσιν τοῦ διαλόγου τῆς ἀληθείας μέσα στὴν ἀτμόσφαιραν τῆς ἀγάπης. Οἱ διάλογοί μας πρέπει νὰ γίνωνται ὁρατοὶ ὡς «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. 4,15). Αὐτὸ ὑπενθυμίζει ἐπίσης ἡ ὀρθόδοξη λειτουργικὴ προτροπή: «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον».

Αὐτὴν τὴν ἀγάπην ἐπαινεῖ ὁ Πάπας σ' ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα ἔργα του, ἐξυμνώντας καὶ ἐπαναλαμβάνοντας τοὺς λόγους τοῦ ἀειμνήστου Πατριάρχου Ἀθηναγόρου: «Πιστεύομεν ὅτι δὲν δυνάμεθα νὰ φέρωμεν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον κάτι καλύτερον ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία "πάντα συγχωρεῖ, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει" (Α' Κόρ. 13,7)(164). Ὁ Πάπας προσθέτει, ὅτι "ἡ ἀδελφικὴ ἀγάπη πρέπει νὰ αὐξάνεται(165), διότι αὐτὴ ἔχει ὄχι μόνον "ἀνθρωπιστικήν", ἀλλ' ἐπίσης "ἐκκλησιολογικὴν καὶ γι' αὐτὸ θεολογικὴν" βαθμίδα»(166). Ἡ ἀποκατάστασις τῆς οἰκουμενικῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία πρέπει «ἐπιμελῶς νὰ προετοιμάζη τὸν διάλογον τῆς ἀληθείας»(167), σχετίζεται, ὅπως ἐπίσης τόνιζε ὁ ὑπὸ τοῦ Πάπα μνημονευόμενος ἀείμνηστος Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, «πρὸς τὴν Ἱστορίαν τῆς σωτηρίας». Εἶναι «ὄχι κάτι ἐξωτερικόν», ἀλλὰ ἐμπιστοσύνη «στὸ μυστήριον τῆς ἀγάπης καὶ τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ»(168). Ἔτσι «πρόκειται γιὰ καλλιεργουμένην μέσα στὴν Ἐκκλησίαν, ὄχι γιὰ ἰδιωτικήν, ἀλλὰ γιὰ θεολογικήν, ὄχι ἁπλῶς γιὰ ἀνθρωπιστικὴν ἀγάπην, ἀλλὰ γιὰ κοινωνίαν ἀγάπης ἀπὸ ἐπισκοπικὴν ἕδραν πρὸς ἐπισκοπικὴν ἕδραν, ἀπὸ Ἐκκλησίαν πρὸς Ἐκκλησίαν. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη μὲ τὸν ἐκκλησιαστικὸν χαρακτῆρα δὲν εἶναι ἀκόμη κοινωνία πλήρους ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ φέρει μέσα της τὴν δυναμικὴν τάσιν πρὸς αὐτήν• πρέπει νὰ τὴν βλέπωμεν ὡς μίαν πραγματικὴν ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρος σύνδεσιν, ἡ ὁποία συνδέει τὶς Ἐκκλησίες ὡς Ἐκκλησίες»(169) Ἡ κοινωνία πλήρους ἐπικοινωνίας βεβαίως δὲν ἔχει ἀποκατασταθῆ. Ἀλλ' ἀφοῦ «ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης» ἔχει πετύχει τὴν πραγμάτωσιν ἑνὸς πρώτου σκοποῦ), ἐπιδιώκεται στὴν συνέχειαν ὁ «θεολογικὸς διάλογος» (τῆς ἀληθείας) καὶ μάλιστα ὄχι ὡς μία καθησυχασμένη θεολογικὴ ἀψιμαχία, ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ φθάση σὲ κάποιον σκοπὸν καὶ ποὺ ἔχει κατ’ οὐσίαν τὴν αὐτάρκειαν τοῦ αὐτοσκοποῦ, ἀλλὰ ὑπὸ τὸ συμβολικὸν σημεῖον τῆς «ἀνυπόμονης προσδοκίας», ἡ ὁποία γνωρίζει, ὅτι «ἔχει ἔλθει ἡ ὥρα». «Ἀγάπη καὶ ἀδελφικὸς ἀσπασμὸς εἶναι καθ' ἑαυτὰ ὅρος (terminus) καὶ λειτουργικὸς τύπος τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητος. Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη καὶ πραγματικότης ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρος, πρέπει αὐτὴ νὰ γίνη εὐχαριστιακὴ ἀγάπη»(170).

Πιστεύω, ὅτι οἱ ἀπόψεις τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ' περὶ τοῦ Πρωτείου καὶ τῆς οἰκουμενικῆς ἀγάπης, δημιουργοῦν μεγάλες ἐλπίδες γιὰ τὸν οἰκουμενικὸν διάλογον, ὅταν αὐτὸς ὁ διάλογος, ὅπως πάλιν θὰ ἠδύνατο νὰ εἴπη ὁ Πάπας, εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὴν «πρᾶξιν τῆς αὐτουπερνίκησης, τῆς αὐτοπαραίτησης καὶ ἔτσι πράγματι ἀκριβῶς τῆς αὐτοεύρεσης. Αὐτὴ ἡ πρᾶξις δὲν δύναται νὰ εἶναι διαθέσιμη διπλωματικῶς, ἀλλὰ πρέπει σὲ Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν νὰ δημιουργῆται πνευματικῶς ὑπὸ τῆς ὁλότητος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ θεολογικῶς δυνατόν, γιὰ νὰ γίνη καὶ ἐκκλησιαστικῶς στὴν πρᾶξιν δυνατόν, πρέπει τὸ θεολογικὸν στοιχεῖον νὰ προετοιμάζεται πνευματικῶς μέσα στὴν Ἐκκλησίαν καὶ νὰ γίνεται δεκτὸν πνευματικῶς»(171). Γι' αὐτὸ «ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότης μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως εἶναι κατ' ἀρχὴν θεολογικῶς δυνατή, ἀλλὰ πνευματικῶς δὲν εἶναι ἀρκετὰ προετοιμασμένη» καὶ γι' αὐτὸ πρακτικῶς ὄχι ἀκόμη ὥριμη(172).

Στὸ πλαίσιον μιᾶς πνευματικῆς ἀνανεώσεως (τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως) ἀνήκει μία προσωπικὴ σκέψις, τὴν ὁποίαν τὸ ἔτος 1974 εἶχα ἐκφράσει στὸ Πανορθόδοξον Θεολογικὸν Συμπόσιον τῆς Θεσσαλονίκης. Εἶπα τότε στὴν εἰσήγησίν μου, ὅτι «ἐὰν διδασκαλίες ἢ θεσμοὶ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἐγκαταλείψουν καὶ ἀπορρίψουν τὴν ἀξίωσιν γενικῆς ἰσχύος καὶ ἐπιδράσεως καὶ διὰ συμβολικῆς ἑρμηνείας, ἡ ὁποία θὰ ἰσχύη μόνον στὴν Ἐκκλησίαν αὐτήν, ἀποδυναμωθοῦν, τότε θὰ ἦταν δυνατὸν αὐτὴ ἡ συμβολικὴ ἑρμηνεία -κατὰ τὴν γνώμην μου- πρὸς χάριν τῆς ἑνότητος νὰ θεωρῆται ὡς ἀνεκτή. Ὅπως εἶναι γνωστόν, ἡ Θεολογία μας ἀνέχεται ἐπίσης διηγήσεις τῶν Ἀποκρύφων πρὸς χάριν τοῦ βαθέος συμβολισμοῦ των... Χαίρομεν ἰδιαιτέρως γιὰ τὸ ὅτι οἱ (ρωμαιο)καθολικὲς προτάσεις γιὰ τὴν ἀνανέωσιν τοῦ Παπισμοῦ σχετίζονται πρὸ πάντων μὲ τὶς συνθηματικὲς λέξεις "συναδελφικότης", "ἐπικουρικότης", "τοπικὲς Ἐκκλησίες", "ἀδελφὲς Ἐκκλησίες", Ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας"»(173).

Τὰ προηγουμένως λεχθέντα δικαιολογοῦν τὴν ἐλπιδοφόρον πρoαίσθησιν, ὅτι ἡ πρὸς χάριν τῆς ἑνότητος ἐνδεχομένη συμβολικὴ ἑρμηνεία καὶ ἀποδυνάμωσις τοῦ περιεχομένου μερικῶν -ἐξ ὀρθοδόξου ἐπόψεως ἀντιλεγομένων-ρωμαιοκαθολικῶν διδασκαλιῶν, οἱ ὁποῖες ἀποκλίνουν ἐκ τῆς παραδόσεως τῆς πρώτης χιλιετίας, ἀνήκει στὶς προοπτικὲς καὶ στοὺς σκοποὺς τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ , ὁ ὁποῖος αὐτονοήτως ἐπίσης ὀφείλει νὰ λάβη ὑπ' ὄψιν τὶς ἰσχυρὲς ἀντιδράσεις τῶν συντηρητικῶν ρωμαιοκαθολικῶν κύκλων.


ΣΤ) Οἰκουμενικὴ μελαγχολία (Αἰτίες καὶ θεραπεία)

Τὸ πρὸ ὀλίγου λεχθὲν ἐπιτρέπει νὰ παρατηρήσωμεν, ὅτι παρ’ ὅλες τὶς οἰκουμενικὲς ἐλπίδες, οἱ ὁποῖες ἤδη πρὸ τριάντα πέντε ἐτῶν ἔχουν ἐκφρασθῆ στὸν «Τόμον ἀγάπης», τὸν ὁποῖον δημοσίευσαν τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ ἡ Γραμματεία ἑνότητος του Βατικανοῦ, δυνάμεθα στὸ τέλος, ὅπως ἔχει τονίσει ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ', «δυσκόλως νὰ ξεφύγωμεν ἀπὸ μίαν βεβαίαν μελαγχολίαν»(174) ἕνεκα τῆς καταστάσεως τῶν πραγμάτων, μέσα στὴν ὁποίαν διὰ τῶν ἕως σήμερα οἰκουμενικῶν ἐπαφῶν μὲ ἐπιφυλάξεις «δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπερβοῦμε ἕνα ὡρισμένο κατῶφλι»(175). Χαρακτηριστικὴ εἶναι μία οἰκουμενικὴ στασιμότης.

Ἀλλὰ θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἐρωτήσωμεν: Ποὶα εἶναι ἡ αἰτία γι' αὐτό; Εἶναι ἀναντίρρητον, ὅτι ἡ οἰκουμενικὴ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρος ἀγάπη, ἡ ὁποία ἐξυμνεῖται ἀπὸ τὸν Πάπαν Βενέδικτον ΙΣΤ', δὲν βιώνεται ἢ δὲν ἐκφράζεται πάντοτε καὶ ἐξ ὁλοκλήρου, συνειδητῶς ἢ ἀσυνειδήτως κατ’ ὀρθὸν τρόπον μὲ εἰλικρίνειαν ἀπὸ ὅλους, ποὺ συμμετέχουν στοὺς οἰκουμενικοὺς διαλόγους ἢ ἀπὸ ὅλους, ποὺ ἔχουν τὴν εὐθύνην γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἀνατολικοδυτικὴν πολιτικήν.

Ὅλοι πρέπει νὰ συνοδεύουν τὴν ἐξωτερίκευσιν γνησίας ἀγάπης μὲ γνησίαν συναδελφικότητα• μὲ ἀνόθευτη χριστιανικὴν πίστιν μέσα σ' ἕνα ὀρθὸν ἐκκλησιαστικὸν συνοδικὸν σύστημα• μὲ ἀπελευθέρωσιν ἀπὸ παρωπίδες καὶ ἀπὸ κατεστημένους μέσα στοὺς αἰῶνες ἐκκλησιαστικοὺς μηχανισμοὺς (λ.χ. τῆς πολιτικῆς τοῦ Βατικανοῦ γιὰ τὴν Ἀνατολὴν(175α)• μὲ καταπολέμησιν πάσης τάσεως πρὸς προσωπικὴν ἐπίδειξιν καὶ δοξομανίαν, πρὸς ἡγετικὴν κυριαρχίαν στοὺς κύκλους τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ δυτικοῦ μισαλλοδόξου φο(υ)νταμενταλισμοῦ• μὲ ἀποφασιστικὴν ἀπόκρουσιν τῶν προσωπικῶν ἐνδιαφερόντων γιὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα ἢ ἰδιοκτησίες• μὲ προσωπικὲς θυσίες• μὲ ἀπομάκρυνσιν λαοψυχολογικῶν ἐμποδίων• μὲ πλήρη συμφωνίαν λόγων καὶ πράξεων μὲ ἐκμηδένισιν τοῦ πατερναλιστικοῦ πνεύματος καὶ τοῦ προσηλυτισμοῦ• μὲ συνένωσιν τῆς διπλωματικῆς εὐγενείας πρὸς τὰ ἔξω μὲ τὸν ἔντιμον προσδιορισμὸν τῆς βουλήσεως πρὸς τὰ ἔσω ἄνευ ἐπιφυλάξεως, δολιότητος καὶ ὀπισθοβουλίας• μὲ ταπεινοφροσύνην, προσευχήν, μετάνοιαν καὶ συγχώρησιν• μὲ κάθαρσιν τῆς μνήμης• μὲ ἐπιστροφὴν στὸ ἐκκλησιολογικὸν πνεῦμα τῆς παραδόσεως τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων• μὲ φαντασίαν, θάρρος καὶ τόλμην καὶ μὲ τὴν δημιουργίαν νέου παρόντος καὶ μέλλοντος. Ἑπομένως ἔχομεν ἀνάγκην εἰλικρινοῦς ἐκκλησιαστικῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία εἶναι καρπὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Εἶναι ἀναγκαῖος δι' ἡμᾶς ὁ πνευματικὸς Οἰκουμενισμός, τὸν ὁποῖον -ἐπίσης αὐτὲς τὶς ἡμέρες- βιώνομεν ὡς τὸ καρδιακὸν κέντρον τοῦ Ἀνατολικοεκκλησιαστικοῦ Ἰνστιτούτου καὶ διὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἐπίσης συνδεόμενος μὲ τὰ Οἰκουμενικὰ Συμπόσια τοῦ Ρέγκενσμπουργκ Ἐπίσκοπος (πρώην Βύρτσμπουργκ) Δρ Παῦλος-Βέρνερ Σσέελε -συμφώνως πρὸς τὸ πρόγραμμα τοῦ Συμποσίου- θὰ ὁμιλήση σ' ἐμᾶς μὲ τὸν γνωστὸν γνήσιον οἰκουμενικὸν προσανατολισμόν του. Πρόκειται γιὰ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς ὡς τὴν ψυχὴν τῆς οἰκουμενικῆς πνευματικότητος καὶ ποιμαντικῆς δραστηριότητος, ἡ ὁποία φροντίζει γιὰ τὴν ἐξάπλωσιν τοῦ ἀπολύτως ἀναγκαίου «Οἰκουμενισμοῦ τῆς βάσεως», ὁ ὁποῖος εἶναι τόσον ἀπαραίτητος κοντὰ στὸν -μὲ ἀγάπην- θεολογικὸν διάλογον τῆς ἀληθείας.


Ζ) Αἰσιόδοξος καὶ ἐλπιδοφόρος ὁραματισμὸς

Ἡ ἀνωτέρω μνημονευθεῖσα παπικὴ μελαγχολία ἕνεκα τῆς χελωνοειδοῦς πορείας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία μελαγχολία εἶναι ἐπίσης καὶ ἰδική μας, θὰ ἠδύνατο τώρα νὰ ἀντικατασταθῆ ἀπὸ μίαν αἰσιοδοξίαν στηριζομένην στὴν προσωπικὴν ἀγάπην τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ' πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν. Οἱ ρηξικέλευθες θέσεις τῆς συνετῆς οἰκουμενικῆς θεολογίας του δημιουργοῦν τὴν ἐλπίδα, ὅτι ὁ ἐν ἀγάπῃ διάλογος τῆς ἀληθείας μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν θὰ ἀνοίξη τὸν δρόμον πρὸς τὴν ἑνότητα. Θέλομεν νὰ πιστεύωμεν, ὅτὶ ἡ ἐλπὶς αὐτὴ δὲν εἶναι μάταια.

Ἐλπίζομεν, ὅτι μερικὰ ἀπὸ τὰ συνεχιζόμενα ἕως σήμερα λάθη, ποὺ εἶναι πέτρες τοῦ σκανδάλου, -ὅπως λ.χ. ἡ καλοπροαίρετη ἀλλ' ἐσφαλμένη κριτικὴ ἐναντίον παντὸς Οἰκουμενισμοῦ ἐκ μέρους μερικῶν ὀρθοδόξων κύκλων, ἡ συχνὰ συγκεκαλυμμένη ἀλλὰ ἔμπρακτη προβολὴ τοῦ παπικοῦ μοναρχικοῦ Πρωτείου δικαιοδοσίας, ἡ προώθησις τοῦ Οὑνιτισμοῦ, ἡ προσπάθεια πρὸς ἐξοβελισμὸν τῶν ἐννοιῶν τοῦ «Πατριάρχου τῆς Δύσεως» καὶ τῆς «Πενταρχίας»- θὰ ἠδύναντο νὰ ἀπομακρυνθοῦν μὲ τὴν εἰλικρίνειαν τοῦ διαλόγου.

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔλεγαν, ὅτι «σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν» (ἢ «πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ»)(176). Πολὺ περισσότερον τὰ προβληθέντα εἰς αὐτὴν τὴν μελέτην ρεύματα μιᾶς πραγματικῆς πλημμυρίδος ρωμαιοκαθολικῆς αὐτοκριτικῆς θὰ κάμουν κοῖλες καὶ θὰ διαβρώσουν μὲ τὶς δυναμικὲς σταγόνες τους τοὺς βράχους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χωρισμοῦ. Ἐνωρίτερα ἢ ἀργότερα θὰ ἔλθη ὁ χρόνος τῆς καταρρεύσεως αὐτῶν τῶν βράχων.

Ἔχομεν τὸ δικαίωμα νὰ ἐλπίζωμεν ἐπίσης, ὅτι ἡ Αὐτοῦ Ἁγιότης ὁ σημερινὸς πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ', ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκλέξει ὡς ἰδικόν του ὄνομα τὸ ὄνομα ἑνὸς ρηξικέλευθου γιὰ τὴν Εὐρώπην κοινοῦ ἁγίου τῆς Δύσεως καὶ τῆς Ἀνατολῆς (τοῦ ἁγίου Βενεδίκτου), θὰ ἠδύνατο νὰ ἀναδειχθῆ στὸν χαρισματικὸν «ἀγγελικὸν Πάπαν» ἢ «πνευματικὸν Πάπαν» (Papa angelicus, Papa spiritualis), τὸν ὁποῖον ὁ χριστιανικὸς κόσμος ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα μέχρι σήμερα περιμένει μὲ ἐλπίδα(177). Συχνὰ ἔρχονται στὴν σκέψιν μου τὰ ἀκόλουθα ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα θὰ ἠδύναντο νὰ εἶναι ἕνα δίλημμα γιὰ τὴν αὐτοῦ Ἁγιότητα: Ἀπὸ τὴν ἄποψιν τῆς ἱκανοποιήσεως μιᾶς θεμιτῆς (ἐπιτρεπτῆς) ἀνθρωπίνης ἐπιδιώξεως τιμῆς καὶ φιλοδοξίας τί θὰ ἦταν προτιμότερον γιὰ τὸν ἐπίσκοπον Ρώμης; Μήπως ὁ -ἕνεκα τοῦ μοναρχικοῦ Πρωτείου δικαιοδοσίας- περιορισμὸς τῶν διὰ τὸν Πάπαν τιμητικῶν ἐκδηλώσεων μόνον ἐντὸς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα μὲ τὶς ἐπιφυλάξεις καὶ μὲ τὴν -ἕνεκα τῆς ἀχρησίας τοῦ Imprimatur- μνημονευθεῖσαν κριτικὴν τοῦ Παπισμοῦ ἐκ μέρους πολλῶν ἐπιφανῶν ρωμαιοκαθολικῶν θεολόγων; Ἢ μήπως οἱ ἴδιες τιμητικὲς ἐκδηλώσεις ἐντὸς ὁλοκλήρου τῆς Χριστιανικῆς Οἰκουμένης (ἑπομένως καὶ ἐντὸς τῆς Ὀρθοδοξίας) μέσα στὸ πλαίσιον τοῦ Πρωτείου τιμῆς τῆς ἀρχαιοεκκλησιαστικῆς παραδόσεως χωρὶς θεολογικὲς ἐπιφυλάξεις;

Σὲ συνάρτησιν πρὸς τὸ τελευταῖον ἐρώτημα ἐπιτρέψατέ μου στὸ τέλος νὰ πῶ, ὅτι ὅταν χθὲς στοὺς φιλοξένους χώρους τοῦ Ἀνατολικοεκκλησιαστικοῦ Ἰνστιτούτου παρηκολούθησα διὰ τῆς τηλεοράσεως τὴν ὑποδοχήν τοῦ Πάπα στὸ Μόναχον καὶ ὅταν εἶδα μπροστὰ στὸν καθεδρικὸν ναὸν τοῦ Ρέγκενσμπουργκ τὶς σημαῖες καὶ στὰ καταστήματα τῆς πόλεως τὸ πλῆθος τῶν ἐνθυμίων γιὰ τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Πάπα, μορφοποιήθηκε μέσα στὴν φαντασίαν μου μὲ μίαν «ποθογέννητη σκέψιν» ἕνα ἐλπιδοφόρον ὅραμα. Σκέφθηκα ὅτι ὁ λαὸς τῶν Ἀθηνῶν «θᾶττον ἢ βράδιον», μετὰ τὴν τελεσίδικη καὶ σύμφωνη μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ὑπερνίκησιν τοῦ χωρισμοῦ, εἰς μίαν νέαν ἐπίσκεψίν τοῦ Πάπα στὸν Ἄρειον Πάγον, θὰ τὸν ὑποδεχθῆ ὄχι μὲ ἐχθρικὲς διαδηλώσεις καὶ διαμαρτυρίες, ἀλλὰ μὲ χαρμόσυνη συγκίνησιν, ἐνθουσιασμόν, πανηγυρικὴν ἀγαλλίασιν καὶ ἀγάπην, μὲ σημαῖες καὶ λουλούδια, καταθέτοντας τὴν ὁμολογίαν γιὰ τὸ ρωμαϊκὸν Πρωτεῖον τιμῆς μὲ παλαιοχριστιανικὴν ἔννοιαν: «Ἡ Ρώμη εἶναι κατὰ την τάξιν ἡ πρώτη καθέδρα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ «προκαθημένη τῆς ἀγάπης»(178), ἡ ὁποία δηλαδὴ ἔχει τὴν πρώτην θέσιν στὴν διακονίαν τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ἔχει ἁγιασθῆ μὲ τὸ αἷμα τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου καὶ ἀναριθμήτων μαρτύρων, τοὺς ὁποίους ὁ Πάπας Λέων ὠνόμασε τὸ στέμμα της, ποὺ κοσμεῖται μὲ πολυτίμους λίθους»(179).

Ὡς ἐλπίζομεν, αὐτὸ τὸ ὅραμα δὲν εἶναι ψευδαίσθησις, δὲν εἶναι ἐξιδανικευμένη καὶ ψευδὴς παράστασις τῆς πραγματικότητος, ὄχι μία αὐταπάτη, ὄχι ἕνα οὐτοπικὸν ὄνειρον, ἀλλὰ μία ρεαλιστικὴ προαίσθησις μιᾶς βραδέως ἀλλὰ σταθερῶς, βαθμηδὸν καὶ προοδευτικῶς ἐρχομένης ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως, στὴν ὁποίαν οἱ συντελοῦντες στὸν χωρισμὸν δογματικοί, ἠθικοί, λαοψυχολογικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοπολιτικοὶ φραγμοὶ ἔχουν πέσει καὶ τὰ μέλη ἀμφοτέρων τῶν Ἐκκλησιῶν ἔχουν τὸ δικαίωμα στὸ οἰκογενειακὸν τραπέζι τῆς Κοινωνίας νὰ ἀπολαμβάνουν μαζὶ τὸν ἄρτον καὶ τὸ ποτήριον τῆς Εὐχαριστίας μὲ ἀμοιβαίαν ἀγάπην. Ἂς δώση ὁ Θεὸς ὥστε ἡ καθεμία καὶ ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἔχη τὸ δικαίωμα χωρὶς ἐπιφύλαξιν νὰ συμμετέχη στὸ τραπέζι αὐτό.






Σημειώσεις

91. Hermann Joseph Pottmeyer, Recent discussions on Primacy in relation to Vatican Ι, in: Walter Kasper, Il ministero petrino, Roma 2004, S. 229.

92. A.a.O., S. 232-233. H. Küng, Infallible?An Inquiry», New York 1971.

93. Hermann Joseph Pottmeyer, ebd., S. 214.

94. A.a.O., S. 245.

95. Peter Neuner, Konzepte und Prognosen für die Kircheneinheit: Welche kirchlich-theologische Einheit streben die Kirchen an? Eine römisch-katholische Position, in: Orthodoxes Forum-Zeitschrift für Orthodoxe Theologie der Universität München, Heft 1-2, St. Ottilien 2005, S. 212.

96. A.a.O.

97. Ebd., S. 214.

98. A.a.O.

99. Ebd.

100. A.a.O., S. 216.

101. Ebd.

102. Heinz Dorig, Das Dienstamt der Einheit des Bischofs von Rom in der neueren ökumenischen Literatur, in: A. Rauch-P. Imhof, Das Dienstamt der Einheit in der Kirche, St. Ottilien, S. 449-505. Ferdinand Gahbauer, Welche kirchliche und theologische Einheit streben die Kirchen an? Eine römisch-katholische Position, in: Orthodoxes Forum, 1-2, 2005, S. 222.

103. Heinrich Döring, a.a.O., S. 488. W. Beinert, Das Petrusamt und die Ortskirche, in: Petrus und Papst, Evangelium -Einheit der Kirche- Papstdienst. Beiträge und Notizen, Bd. I, hg. v. A. Brandenburg und H.J. Urban, Münster 1977, S. 107.

104. Heinrich Döring, a.a.O.

105. Vgl. Walter Kasper, Ist der Papst kein Bischof? in: Tübinger Theologische Quartelschrift 158 (1978) S. 72. Heinrich Döring, a.a.O., S. 490.

106. Ferdinand Gahbauer, a.a.O., S. 223.

107. Ebd.

108. Heinrich Döring, a.a.O., S. 496.

109. J.-M. R. Tillard, L'évêque de Rome, Paris 1982: - engl. Übersetzung: The bishop of Rome, Wilmington, DE, Glaziel, 1983.

110. Vgl. Alex. A. Philippou, Σημάδια ἀλλαγῆς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, Zeitung Ἑστία, 8. Febr. 2007, S. 4.

111. J.-M. R. Tillard, Primacy, in: Dictionary of the Ecumenical Movement, WCC Publications, Geneva 1991, S. 822-823.

112. A.a.O., S. 823-824.

113. J.-M. R. Tillard, Infallibility / Indefectibility, in: Dictionary of the Ecumenical Movement, S. 513.

114. Alex. A. Philippou, a.a.O., S. 4.

115. Walter Kasper, Dienst an der Einheit und Freiheit der Kirche - Zur gegenwärtigen Diskussion um das Petrusamt in der Kirche, in: Joseph Ratzinger, Dienst an der Einheit, Düsseldorf 1978, S. 102.

116. A.a.O., S. 104.

117. Ebd., S. 98.

118. A.a.O., S. 100.

119. Ebd.

120. Κ. Rahner (Hg), Zum Problem der Unfehlbarkeit. Antworten auf die Anfrage von Hans Küng (Quaestiones disputatae, 54), Freiburg-Basel-Wien 1971. H. Küng, Unfehlbarkeit? Eine Anfrage, Zürich-Einsiedeln-Köln 1970. Desselben (Hg), Fehlbar? Eine Bilanz, Zürich-Einsiedeln-Köln 1983 (mit umfassendem Überblick über die Diskussion). H. Fries, Das missverständliche Wort, in: K. Rahner (Hg), a.a.O., S. 227-231f. Walter Kasper, a.a.O., S. 100.

121. K. Küng, Unfehlbar?..., S. 149.

122. Ebd., S. 143, 148f.

123. Walter Kasper, a.a.O., S. 100-101.

124. Albert Lang, Unfehlbarkeit der Kirche, in: Lexikon für Theologie und Kirche, Band 100, Freiburg2 1965, S. 486.

125. Peter Hünermann, «Una cum» -Zu den Funktionen des Petrusdienstes aus katholischer Sicht, in: Petrusamt und Ökumene - Zum Petrusdienst an der Einheit aller Christen, herausgegeben von Peter Hünermann, Regensburg 1997, S. 94.

126. A.a.O. Vgl. Peter Scharr, Consensus fidelium. Zu Unfehlbarkeit der Kirche aus der Perspektive einer Konsenstheorie der Wahrheit, Würzburg 1992. Dietrich Wiederkehr (Hg), Der Glaubenssinn des Gottesvolkes - Konkurrent oder Partner des Lehramtes?, Freiburg u.a. 1994.

127. Osservatore Romano 30-4-1967. Wilhelm de Vries, Das Mühen des Papstums um die Einheit der Kirche, in: Joseph Ratzinger, Dienst an der Einheit, S. 66. Giuseppe Alberigo, Römische Kirche und Papstum im Dienst der Einheit der Kirche, in: Joseph Ratzinger, a.a.O., S. 55. The Secretariat for Promoting Christian Unity, Vatican City, Information Service 2 (1967), S. 4.

128. Τόμος Ἀγάπης, (Vatican - Phanar 1958-1970), Rome - Istanbul 1951. S. 373-377. Tomos Agapis (deutsche Übersetzung, hrsg. von PRO ORIENTE (Wien), Innsbruck - Wien - München 1978, S. 114.

129. A.a.O., S. 194. Gregorios Larentzakis, Eine historische Wende, in Cath. Press, Beilage, 19-10-1988, S. 8. Evangelos Theodorou, Σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν -Τὸ ζήτημα τῆς Οὑνίας, S. 191-192.

130. Τόμος Ἀγάπης, S. 198.

131. Predigt bei Eucharistiefeier in der Peterskirche in Anwesenheit von Dimitrios Ι., Erzbischof von Konstantinopel und Ökumenischen Patriarch, in AAS (= Acta Apostolicae Sedis) 80 (1988), S. 714. Enzyklika Ut unum sint von Papst Johannes Paul II. über den Einsatz für die Ökumene, Art. 95. Deutsche Übersetzung zitiert nach Pressemitteilungen der Deutschen Bischofskonferenz, Dokumentation, Bonn 29.05.1995.

132. Enzyklika Ut unum sint, Art. 95.

133. A.a.O., Art. 95. Michele Maccarone, Il Primato del Vescovo di Roma nel primo Millenio, Citta del Vaticano 1991. Peter Hünermann, «Una cum» - Zu den Funktionen des Petrusdienstes aus katholischer Sicht, S. 81.

134. Peter Hünermann, a.a.O., S. 80.

135. Enzyklika Ut unum sint, Art. 96.

136. A.a.O. Peter Hünermann, a.a.O., S. 82.

137. Peter Hünermann, a.a.O.

138. Ebd., S. 84.

139. L' Osservatore Romano, 19 Juni 1992, S. 8.

140. Grigorios Larentzakis, Welche kirchlich-theologische Einheit strebt die Orthodoxe Kirche an?, S. 183. Vgl. desselben, Das Papstamt aus orthodoxer Sicht, in: Silvia Hell, Lothar Lies (Hgg.), Papstamt. Hoffnung, Chance, Ärgernis. Ökumenische Diskussion in einer globalisierten Welt, Innsbruck-Wien 2000, S. 115f.

141. Vgl. II.Vatik. Konzil, Dekret über den Ökumenismus «Unitatis Redintegratio», Art. 4.

142. Vgl. II. Vatik. Konzil, Dogmatische Konstitution «Lumen Gentium», Art. 8.

143. Dekret... Unitatis Redintegratio, Art. 3.

144. Enzyklika Ut unum sint, Art. 86.

145. Ferdinand R. Gahbauer, Die Regensbuger Ökumenischen Symposien und der nach-konziliäre ost-westliche Dialog, S. 326. L. Bernhard, Oberste einheitliche Kirchenleitung und Einheit der Kirche, in: A. Rauch-P. Imhof (Hg.), Das Dienstamt der Einheit der Kirche, S. 356.

146. Ferdinand R. Gahbauer, a.a.O.

147. Ebd.

148. A.a.O. B. Schultze, Das Filioque in der Patristik nach V. Rodzianko, in: Ostkirchliche Studien 34, 1985, S. 300-315; desselben, Das Filioque bei Epiphanius von Cypern (in Ancoratus), in Ostkirchliche Studien 34, 1985, S. 300-315; 35, 1986, S. 105-134 und 36,1987, S. 281-300.

149. Benedikt XVI-Joseph Ratzinger, Theologische Prinzipienlehre-Bausteine zur Fundamentaltheologie, Donauwörth2 2005, S. 206.

150. A.a.O., S. 205-206.

151. Ebd., S. 206.

152. Joseph Ratzinger, Prognosen für die Zukunft des Ökumenismus, in: Ökumene - Konzil - Unfehlbarkeit, hrsg. von PRO ORIENTE (Wien), Innsbruck-Wien-München 1979, S. 212. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν -Τὸ ζήτημα τῆς Οὐνίας, Ἀθήνα, 1992-1994, S. 103.

153. Tomos Agapis, S. 115. Joseph Ratzinger, Schisme anathématique. Les conséquences ecclésiologiques de la levée des anathèmes, in: Koinonia - Premier Colloque Ecclésiologique entre théologiens orthodoxes et catholiques (1-7 Avril 1974), Paris 1975, S. 98: «Lors de l’accueil du Pape au Phanar, le Patriarche Athénagoras ajouta encore une nuance: "Contre toute attente humaine se trouve parmi nous l’êveque de Rome, le premier en honneur d' entre nous, celui qui préside dans la charité" (Ignace d' Antioche, Ep. aux Rom, prol., P.G. 5,801)"».

154. Joseph Ratzinger, a.a.O., S. 98-99. Vgl. Pierre Dyprey, Brèves réflexions sur l’ adage: primus inter pares, in: Unité des chrétiens, Oct. 1972, S. 39.

155. Joseph Ratzinger, Prognosen für die Zukumft des Ökumenismus, in: Ökumenisches Forum - Grazer Hefte für konkrete Ökumene, Nr. l, Graz 1977, S. 36.

156. Grigorios Larentzakis, Welche kirchliche Einheit strebt die Orthodoxe Kirche an? in: Orthodoxes Forum - Zeitschrift des Instituts für Orthodoxe Theologie der Universität München, St. Ottilien, 2005, Hefte 1-2, S. 185.

157. Joseph Ratzinger (Hg), Dienst an der Einheit, Düsseldorf 1978.

158. Joseph Ratzinger, Der Primat des Papstes und die Einheit des Gottesvolkes, in: Desselben (Hg), Dienst an der Einheit, S. 179.

159. Ebd., S. 8.

160. A.a.O., S. 175.

161. Ebd., S. 175-176.

162. A.a.O.

163. Ebd., S. 177.

164. Benedikt XVI. - Joseph Ratzinger, Theologische Prinzipienlehre, S. 216.

165. A.a.O., S. 220.

166. Ebd.

167. A.a.O.

168. Ebd., S. 221. Der Papst erwähnt eine Rede von Metropolit Meliton von Juni 1968, zitiert bei: Pierrre Duprey, La théologie et le rapprochement entre les Eglises catholiques et orthodoxes, in: Mélange. Gongar (1974), S. 37-50 (Zitat S. 39).

169. Benedikt XVI. - Joseph Ratzinger, a.a.O, S. 222.

170. A.a.O., S. 229-230.

171. Joseph Ratzinger, Prognosen für die Zukunft des Ökumenismus, in: Ökumenisches Forum (Graz 1977), S. 37 und in: Ökumene - Konzil - Unfehlbarkeit, hrsg. vom Stiftungsfond PRO ORIENTE, Innsbruck - Wien - München 1979, S. 212.

172. Ebd.

173. Evangelos Theodorou, Ökumenische Bewegung und Orthodoxe Theologie, Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Thessaloniki 1974, S. 309.

174. Benedikt XVI-Joseph Ratzinger, Theologische Prinzipienlehre, S. 214.

175. Ebd.

175a. Vgl. Evangelos Theodorou, Σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, σσ. 138-141.

176. «Σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνονσιν» oder «πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἔνδελεχειη» (Α. Dimitrakou, Μέγα Λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, Band 5, Athen 1956, S. 3970).

177. Vgl. F. Baethgen, Der Engelpapst, Halle 1933. Herbert Grundmann, Die Papstprophetien des Mittelalters, Archiv für Kirchengeschichte 19 (1928), S. 77-138. Konstantinos Mouratidis, Διαφοροποίησις, Ἐκκοσμίκευσις καὶ νεώτεραι ἐξελίξεις ἐν τῷ Δικαίῳ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, Athen 1961, S. 112. Desselben, Τὸ Δίκαιον τῆς Χάριτος καὶ αἱ σπουδαιότεραι διαφοροποιήσεις ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ διοργανώσει, Athen 1967, S. 20.

178. Ignatios von Antiochien, Brief an die Römer, Vorwort, Migne PG 5,801.

179. Evangelos D. Theodorou, Σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν..., S. 211.

Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα