Ευάγγελος Δ. Θεοδώρου
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο θεσμός των Διακονισσών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και η δυνατότης αναβιώσεως αυτού
Μέρος Έβδομο
Η διακόνισσα εβοήθει προ πάντων εις την ένδυσιν και έκδυσιν των βαπτιζομένων γυναικών και διενήργει την δια του επορκιστού ελαίου και του αγίου μύρου επίχρισιν του σώματος της βαπτιζομένης, του λειτουργού χρίοντος μόνον το μέτωπον αυτής(119). Μετά την εν τω ύδατι τριττήν κατάδυσιν «τον μεν άνδρα υποδεχέσθω, ο διάκονος, όπως σεμνοπρεπώς η μετάδοσις της αθραύστου σφραγίδος γένηται(120)».
η’) Έτερος τομεύς της τελετουργικής εργασίας των διακονισσών ήτο η μεταφορά και μετάδοσις της θείας Κοινωνίας εις τας ασθενείς γυναίκας, αι οποίαι δεν ηδύναντο να μεταβούν εις τον ναόν(121).
θ’) Αι διακόνισσαι φαίνεται ότι ελάμβανον ενεργόν μέρος εις το «σαβάνωμα», την διακόσμησιν, την κηδείαν και τον ενταφιασμόν των νεκρών χριστιανών γυναικών(122).
ι’) Εκ των ανωτέρω καθίσταται προφανές, ότι η χειροτονία των διακονισσών καθίστα ταύτας ικανάς, όπως συμμετέχουν εις το παρά τω γυναικείω ιδίως κόσμω έργον της εξωτερικής και της εσωτερικής ιεραποστολής της Εκκλησίας. Αι διακόνισσαι, εκπροσωπούσαι εις την διακονικήν αυτών εργασίαν τον επίσκοπον, ήσαν σπουδαιότατα όργανα του ποιμαντικού έργου, υποβοηθούσαι τον συνδυασμόν της εξατομικεύσεως και της συγκεντρώσεως του καθ’ όλου ιεραποστολικού έργου. Η γυναικεία διακονία, αφορώσα προ πάντων εις τας γυναίκας, δεν απέκλειε και τας προς άρρενας υπηρεσίας, εφ’ όσον και ο Κύριος είχε διακονηθή υπό γυναικών.
Εκτός των μνημονευθεισών πτυχών και εκφάνσεων της γυναικείας διακονίας, αι οποίαι μόνον εν μέρει εταυτίζοντο προς τους τομείς της εργασίας του διακόνου, πιθανώτατα θα υπήρχον και άλλαι εκδηλώσεις αυτής, αι οποίαι είναι άγνωστοι εις ημάς. Η αγάπη προς τον Σωτήρα, η οποία πρέπει να είναι το ελατήριον της δράσεως των διακονισσών, ασφαλώς θα ωδήγει ταύτας εις την εξεύρεσιν νέων τρόπων εκφράσεως και ακτινοβολίας.
5. Συμπεράσματα – Δεοντολογικαί σκέψεις.
Τα εν τοις πρόσθεν λεχθέντα οδηγούν εις το συμπέρασμα, ότι η χειροτονία των διακονισσών ήτο μοναδικόν εις την Εκκλησίαν είδος χειροτονίας γυναικών, δια της οποίας εδημιουργείτο ο μοναδικός βαθμός του γυνακείου κλήρου και η μοναδική τάξις αυτού, δηλαδή ο βαθμός και η τάξις των διακονισσών. Η χειροτονία των διακονισσών, παρά τας λειτουργικάς αυτής ομοιότητας προς την χειροτονίαν του διακόνου, είχεν – εν συγκρίσει προς ταύτην – ιδιότυπόν πως (sui generis) χαρακτήρα, διότι δεν εσήμαινε προαγωγήν των χειροτονουμένων εκ τυχόν κατωτέρων βαθμών (λ.χ. υποδιακόνου), ούτε παρείχεν εις αυτάς δικαιώματα δι’ άνοδον εις τους βαθμούς του πρεσβυτέρου ή του επισκόπου. Αι διακόνισσαι δεν ηδύναντο να διεκδικήσουν πρεσβυτερικά ή επισκοπικά καθήκοντα.
Αι διακόνισσαι, υπερέχουσαι του κατωτέρου κλήρου, οσάκις συναριθμούνται μετά των ανδρών κληρικών, κατά κανόνα κατατάσσονται αορίστως μεταξύ διακόνων και υποδιακόνων, ιστάμεναι υπό τους διακόνους ή μετά των διακόνων.
Αναβίωσις του θεσμού των διακονισσών, ως ελέχθη ανωτέρω, υπάρχει σήμερον υπό νέαν μορφήν εις προτεσταντικάς εκκλησίας, εις τους Αγγλικανούς, εις τους Παλαιοκαθολικούς και εις Ανατολικάς εκκλησίας.
Η αναζωπύρησις και αναδιοργάνωσις του θεσμού των διακονισσών εν τη καθ’ όλου Ορθοδόξω Εκκλησία ουδόλως δύναται να προσκόψη εις κανονικάς δυσχερείας, διότι ο θεσμός ούτος υφίσταται δυνάμει μέχρι σήμερον, αναγνωριζόμενος υπό τριών Οικουμενικών Συνόδων και μη καταργηθείς υπό μεταγενεστέρας αυθεντικής εκκλησιαστικής αποφάσεως. Δείγματα χειροτονίας διακονισσών υπάρχουν άλλως τε μέχρι της σήμερον εις ελληνικά μοναστήρια. Το παράδειγμα του αγίου Νεκταρίου, ο οποίος εχειροτόνησε διακονίσσας, ηκολούθησαν και σημερινοί Ιεράρχαι. Εις τον αιώνά μας γενικώς διαπιστούται ολονέν και περισσότερον η νοσταλγία προς αναζωπύρησιν του θεσμού των διακονισσών. Τοιαύτη νοσταλγία εξεδηλώθη λ.χ. τω 1906 εις προσυνοδικάς επιτροπάς της πανρωσικής συνόδου και εν Ελλάδι δια της ιδρύσεως – υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος – της «Σχολής διακονισσών», η οποία, ως μη ώφελε, περιήλθεν εις το Κράτος και εξειλίχθη εις απλήν Σχολήν κοινωνικών λειτουργών. Ως προπαρασκευαστική δια την «Σχολήν διακονισσών» ήτο η κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1951-1952 και 1952-1953 γενομένη εν τω εν Αθήναις Ι. Ναώ Χρυσοσπηλαιωτίσσης σειρά μαθημάτων γυναικείας διακονίας, την οποίαν διωργάνωσεν η «Αποστολική Διακονία» δια τας φοιτητρίας της Θεολογικής Σχολής και δι’ άλλας νεάνιδας, εχούσας ιεραποστολικά ιδεώδη. Εις την Σχολήν ταύτην, ήτις ελειτούργει υπό την εποπτείαν του αειμνήστου τότε αρχιμ. και μετέπειτα Μητροπολίτου Κίτρους Βαρνάβα, πρώτοι διδάξαντες υπήρξαν οι θεολόγοι Χαρίκλεια και Ευάγγελος Θεοδώρου.
Την 21ην Μαΐου 1952 αι σπουδάστριαι της Σχολής, κατά την διάρκειαν ημερησίας εκδρομής των εις την Ι. Μονήν Φανερωμένης Σαλαμίνος, ομοφώνως απεφάσισαν την σύστασιν «Συνδέσμου φίλων του θεσμού των διακονισσών». Η «Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος», προς προώθησιν της ιδέας της αναζωπυρήσεως του θεσμού αυτού, ήδη το 1949 είχεν εκδώσει το βιβλίον: Ευαγγ. Θεοδώρου, Ηρωίδες της χριστιανικής αγάπης – Αι διακόνισσαι δια των αιώνων, Αθήναι, 1949. Ωσαύτως δια τον αυτόν σκοπόν η «Αποστολική Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος» τω 1961 εις την υπό τον τίτλον «Οικοδόμοι πολιτισμού» Τρίτην Σειράν Μαθημάτων του Ανωτέρου Κατηχητικού Σχολείου περιέλαβε δια τα Ανώτερα Κατηχητικά Σχολεία Θηλέων ειδικά μαθήματα, αναφερόμενα αφ’ ενός εις την τάξιν των διακονισσών της Αρχαίας Εκκλησίας και των βυζαντινών χρόνων και αφ’ ετέρου εις τον θεσμόν των διακονισσών εν ταις προτεσταντικαίς εκκλησίαις των νεωτέρων χρόνων (σσ. 385-399 και 400-413). Εις την προώθησιν της ιδέας ταύτης συνεβάλετο και το μάθημα της «Ιστορίας και Θεωρίας της εκκλησιαστικής κοινωνικής διακονίας», το οποίον εδιδάσκετο παλαιότερον εν τω Τμήματι Κοινωνικής Διακονίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κατά τα τελευταία έτη εν τω Ποιμαντικώ Τμήματι της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρέπει ωσαύτως να μνημονευθή η σχετική συμβολή πανορθοδόξων διασκέψεων (λ.χ. εν Etchmiadzin-Erevan της Σοβιετικής Αρμενίας, εν τη ι. Μονή Agapia Ρουμανίας).
Δια την αναζωογόνησιν του δυνάμει υφισταμένου θεσμού των διακονισσών πρέπει να ληφθή υπ’ όψιν και προβληθή προ πάντων το ιδεώδες της γυναικείας διακονίας της Βυζαντινής Εκκλησίας, αλλά ποτέ δεν πρέπει να παραθεωρηθούν και τα εκλεκτά στοιχεία του ετεροδόξου γυναικείου διακονικού έργου, τα οποία θα ήτο δυνατόν να προσαρμοσθούν εις την ορθόδοξον ατμόσφαιραν και εις τας συγκεκριμένας σημερινάς συνθήκας των ορθοδόξων ενοριών. Εις την προσπάθειαν αυτήν δεν πρέπει να αγνοηθούν η σύγχρονος κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότης και αι σημεριναί ανάγκαι και προοπτικαί του γυναικείου φύλου. Προς το τελευταίον αυτό σημείον συναρτάται και το ζήτημα, εάν αι διακόνισσαι θα είναι μόνον άγαμοι ή χήραι, ή εάν θα ήτο δυνατόν να είναι και έγγαμοι, ζώσαι εν τη οικογενεία των. Επίσης θα ήτο δυνατόν να μελετηθή το ζήτημα της ιδρύσεως τάξεως δοκίμων ή λαϊκών διακονισσών. Η είσοδος εις την τάξιν ταύτην θα ηδύνατο ίσως να γίνεται και δια καθιερωτικής ευχής προ του ιερού Βήματος, ισοδυνάμου προς τας ευχάς των κατωτέρων χειροθεσιών. Η ευχή αύτη θα απηγγέλλετο υπό του επισκόπου ενώπιον λατρευτικής συνάξεως. Βεβαίως εν τοις Ορθοδόξοις Βυζαντινοίς Ευχολογίοις δεν υπάρχει ευχή κατωτέρας χειροθεσίας διακονίσσης. Αλλ’ εάν υπάρχη το μείζον της ανωτέρας χειροτονίας, τι εμποδίζει να χρησιμοποιηθή και το έλασσον της κατωτέρας χειροθεσίας; Εξ άλλου θα έπρεπε να εξασφαλισθή η άμεσος εξάρτησις των δοκίμων ή λαϊκών αυτών διακονισσών εκ του επισκόπου, ως και συνεργασία αυτών μετά των ιερέων.
Η οδός προς την αναβίωσιν της ανωτέρας χειροτονίας των διακονισσών θα διηνοίγετο ευκολώτερον, εάν απεφασίζετο να χειροτονηθούν κατ’ αρχάς ως διακόνισσαι πολλαί εκλεκταί μοναχαί, αφού προηγουμένως αύται δεχθούν ειδικήν σεμιναριακήν καθοδήγησιν.
6. Επίλογος
Ως επίλογον της εισηγήσεώς μου παραθέτω τα εξής, τα οποία ετόνισα το 1986 εν εισηγήσει μου εις το συνέδριον της Katholischen Akademie Freiburg, το οποίον είχεν ως θέμα του το ερώτημα: «Warum Keine Ordination der Frau?(123)». Εκτός των άλλων είπα: «Die Geschichte des Diakonissenamtes und der Diakonissenordination in der byzantinischen Kirche und in allen Ostkirchen kann uns helfen, die richtige Einstellung zu der Frage der Ordination von Frauen zu finden. Diese Kirchen, genauso wie die Alte Kirche, hatten als erstes Kriterium eine ekklesiologische Auffassung, die immer unter Berücksichtigung der jeweiligen Situation mit der personalen Fürsorge verbunden war. Infolge dessen ist die Frage nach der Ordination der Frau in erster Linie eine Frage der Ekklesiologie, die auf die Erbauung der Kirche hinzielt, und erst in zweiter und dritter Linie eine Frage der Biologie, der Psychologie, der Soziologie, der Ethik, der Frauenbewegung, des Feminismus(124)».
Ωσαύτως προσέθεσα τα εξής: «Die eventuelle Wiederbelebung der griechisch – orthodoxen Ordination der Diakonissen in der Orthodoxie und in den anderen Kirchen könnte Erfahrung und neue pastorale Aspekte schaffen, damit auch die in der christlichen Ökumene vermittelnde Stellungnahme der gesamten orthodoxen Kirche gegenüber der Frage der Ordination und des Priestertums der Frau eine allseitige Begründung und Formulierung finden kann(125)».
Περί του ζητήματος τούτου πρέπει να εκφέρουν γνώμην ου μόνον οι λειτουργιολόγοι, αλλά και οι εκπρόσωποι πάντων των κλάδων της Θεολογίας(126).
Υποσημειώσεις
119. Κατά τας Αποστολικάς Διαταγάς «εν τω φωτίζεσθαι γυναίκας, ο διάκονος χρίσει μόνον το μέτωπον αυτών τω αγίω ελαίω και μετ’ αυτόν η διάκονος αλείψει αυτάς• ου γαρ ανάγκη τας γυναίκας υπ’ ανδρός κατοπτεύεσθαι» (βιβλ. Γ’, κεφ. ιε’, εν Migne Ε.Π. 1, 716-797).
120. Αυτόθι, κεφ. ιστ’, εν Migne Ε.Π.1, 797.
121. Λεπτομερείας ιδέ εν Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ένθ’ανωτ., σσ. 91-92.
122. Αυτόθι, σ. 92.
123. Evangelos D. Theodorou, Die Tradition der Orthodoxen Kirche in Bezug auf die Frauenordination, εν τω υπό της Katholischen Akademie Freiburg εκδοθέντι τόμω: Warum keine Ordination der Frau? Untersciedliche Einstellungen in den christlichen Kirchen (επιμελεία των Elisabeth Gössmann και Dietmar Bader), München – Zürich 1987, σσ. 26-49.
124. Ένθ’ ανωτ., σ. 40. Εν νεοελληνική μεταφράσει η περικοπή θα είχεν ως εξής: «Η Ιστορία του λειτουργήματος των διακονισσών και της χειροτονίας των διακονισσών εν τη Βυζαντινή Εκκλησία και εν πάσαις ταις Ανατολικαίς Εκκλησίαις δύναται να βοηθήση ημάς να εύρωμεν την ορθήν στάσιν έναντι του ζητήματος της χειροτονίας των γυναικών. Αι Εκκλησίαι αύται, ακριβώς ως η Αρχαία Εκκλησία, είχον ως πρώτον κριτήριον εκκλησιολογικήν αντίληψιν, η οποία, λαμβάνουσα υπ’ όψιν την εκάστοτε κατάστασιν, συνεδυάζετο μετά της προσωπικής (ποιμαντικής) φροντίδος. Επομένως το ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών είναι πρωτίστως ζήτημα της Εκκλησιολογίας, ήτις αποσκοπεί εις την οικοδομήν της Εκκλησίας, και μόνον κατά δεύτερον και τρίτον λόγον είναι ζήτημα της Βιολογίας, της Ψυχολογίας, της Κοινωνιολογίας, της Ηθικής, της κινήσεως των γυναικών, του Φεμινισμού».
125. Αυτόθι, σσ. 43-43. Εν νεοελληνική μεταφράσει η περικοπή ια είχεν ως εξής: «Η ενδεχομένη αναζωογόνησις της Χειροτονίας των Διακονισσών εις τας Ορθοδόξους, ως και εις τας λοιπάς Εκκλησίας, θα ηδύνατο να δημιουργήση εμπειρίαν και νέας ποιμαντικάς απόψεις, αι οποίαι θα εβοήθουν, ώστε η (μεσιτεύουσα) γεφυροποιός στάσις της συνόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του ζητήματος της χειροτονίας και της ιερωσύνης της γυναικός να δύναται να εύρη ολόπλευρον θεμελίωσιν και διατύπωσιν».
126. Προσπαθείας προς την κατεύθυνσιν ταύτην, αίτινες δεν εξαντλούν το σχετικόν πηγαίον υλικόν και επομένως δεν είναι ανεπίδεκτοι περαιτέρω συζητήσεως, ευρίσκει τις εις σχετικές μελέτας του Ομοτίμου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού κ. Ιωάννου Ν. Καρμίρη. Πρβλ. τας μελέτας αυτού: «Η θέσις και η διακονία των λαϊκών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία (Αθήναι, 1976). «Η θέσις και η διακονία των γυναικών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία (Αθήναι, 1978). «Το πρόβλημα της ιερωσύνης των γυναικών εμπόδιον του διεκκλησιαστικού διαλόγου», εν: Ι. Ν. Καρμίρη, Θεολογικά Θέματα, Αθήναι 1979, σσ. 43-51. Τα αυτά ισχύουν δια σχετικάς παραγράφους των μελετών του Ομοτίμου Καθηγητού κ. Μάρκου Σιώτου, «Η φροντίς της πρώτης Εκκλησίας περί της ισότητος των δύο φύλων» (Αθήναι, 1964) και «Η Καινή Διαθήκη περί ισότητος των δύο φύλων» (Αθήναι 1982). Νεωτάτη συμβολή εις την ερμηνείαν του σχετικού πηγαίου υλικού είναι η σχετική ειδική μελέτη του Καθηγητού κ. Βλασίου Φειδά, «Το ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών», της οποίας μελέτης το περιεχόμενον παρουσιάσθη ως εισήγησις εις το ανωτέρω μνμονευθέν «Διορθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον της Ρόδου». Η μελέτη αύτη εδημοσιεύθη εσχάτως εν τω συλλογικώ έργω: « Αξίες και Πολιτισμός – Αφιέρωμα στον Καθηγητή Ευάγγελο Θεοδώρου» (εκδ. Υπό των Η. Βουλγαράκη, Ε. Κωνσταντινίδου, Μ. Μακράκη, Μ. Μπέγζου, Σ. Πάνου, Ι. Παπαζαχαρίου, Μ. Περσελή, Γρ. Στάθη, Βλ. Φειδά, Ι. Φουντούλη, Αθήνα 1991, σσ. 171-205). Εις το ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών αναφέρονται και τα κατωτέρω μνημονευόμενα υπ’ αριθ. 15, 23 και 25 δημοσιεύματα του γράφοντος.
|