Ευάγγελος Δ. Θεοδώρου
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο θεσμός των Διακονισσών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και η δυνατότης αναβιώσεως αυτού
Μέρος Έκτο
Άλλη ένδειξις περί της εν τω κλήρω κατατάξεως των διακονισσών τυγχάνει το γεγονός, ότι η τάξις της «χειροτονίας» αυτών εν ταις «Αποστολικαίς Διαταγαίς» τάσσεται μετά την τάξιν της χειροτονίας των διακόνων και προ της τάξεως της καθιερώσεως του υποδιακόνου. Το αυτό συμβαίνει και εις τα Βυζαντινά Ευχολόγια.
Κατά την «Διαθήκην του Κ. η Ι.Χ.» αι χήραι, αι οποίαι έχουν διακονικόν λειτούργημα, ανήκουν εις τον κλήρον και τάσσονται πάντοτε μετά τον επίσκοπον, πρεσβύτερον και διάκονον και προ του υποδιακόνου και του αναγνώστου. Κατά την ώραν της προσφοράς αι χήραι-διακόνισσαι έχουν, κατά την «Διαθήκην», θέσιν εντός του θυσιαστηρίου, ιστάμεναι μετά τους πρεσβυτέρους προς τα αριστερά και έχουσαι θέσιν ανάλογον προς την των διακόνων, οι οποίοι ίστανται προς τα δεξιά: «Primus in medio consistat episcopus, et post ipsum immediate sistant presbyteri hic et inde, et post presbyteros, qui sunt in parte sinistra, sequantur proxime viduae, post presbyteros, qui sunt in parte dextera, slent diaconi, et post hos lectores, et post lectores hypodiaconi…(86)». Κατά την ώραν της Θείας Κοινωνίας αι διάκονοι-χήραι κοινωνούν ευθύς μετά τους διακόνους και προ των αναγνωστών και των υποδιακόνων: «Suscipiat prius clerus sequenti ordine: episcopus, dein presbyteri, postea diaconi, hine viduae, tunc lectores, tunc hypodiaconi…(87)».
Ότι αι κεχειροτονημέναι διακόνισσαι ανήκουν εις τον κλήρον μαρτυρείται σαφέστατα και υπό της αυτοκρατορικής νομοθεσίας των βυζαντινών χρόνων. Ο Ιουστινιάνειος κώδιξ ποιείται περί αυτών λόγον εις νομοθετικάς διατάξεις, αι οποίαι έχουν τον τίτλον «Περί επισκόπων και κληρικών» (De episcopis et clericis)[88]. Η 6η Ιουστινιάνειος Νεαρά έχει τον χαρακτηριστικόν και λίαν αποκαλυπτικόν τίτλον: «Περί του πως δει χειροτονείσθαι τους επισκόπους και πρεσβυτέρους και διακόνους άρρενας και θηλείας(89)». Η 3η Ιουστινιάνειος Νεαρά, ήτις φέρει την επιγραφήν «Περί του ωρισμένον είναι τον αριθμόν των κληρικών της αγιωτάτης μεγάλης Εκκλησίας της πανευδαίμονος (πόλεως)[90]», ορίζει ότι εν τω ναώ της Αγ. Σοφίας πρέπει να υπηρετούν 60 ιερείς, 100 διακόνοι, 40 διακόνισσαι («διακόνους δε άρρενας εκατόν και τεσσαράκοντα θηλείας»), 90 υποδιάκονοι, 110 αναγνώσται, 25 ψάλται. Ο συνολικός αριθμός των κληρικών της αγίας Σοφίας ανέρχεται εις 425. Εκτός αυτών υπηρετούν εν τω ναώ τούτω 100 οστιάριοι(91).
Το Σύνταγμα κανόνων του ιερού Φωτίου αναφέρει ότι και Νεαρά τις του Ηρακλείου (610-614) τάσσει τας διακονίσσας εις τον κλήρον και επαναλαμβάνει, ότι εν τη αγία Σοφία πρέπει να υπηρετούν 40 διακόνισσαι(92).
Εις Ιεροσολυμιτικά δίπτυχα της λειτουργίας του αγίου Ιακώβου, αναγόμενα εις τον 12ον αιώνα, μνημονεύονται δις διακόνισσαι μεταξύ διακόνων και υποδιακόνων:
«Έτι υπέρ πρεσβυτέρων, διακόνων, διακονισσών, υποδιακόνων, αναγνωστών, ερμηνευτών, επορκιστών, ψαλτών, μοναζόντων». (Επαναλαμβάνεται άλλην μίαν φοράν)[93].
Πάσα διακόνισσα, υπαγομένη αμέσως υπό τον επίσκοπον, εθεωρείτο ως εντεταλμένη αυτού και της Εκκλησίας.
Η ζωή των διακονισσών ήτο ανάλογος προς την των εκκλησιαστικών λειτουργών. Εκαλούντο «κανονικαί», διότι ακριβώς ανήκον εις τον εκκλησιαστικόν «κανόνα», δηλ. εις τον κατάλογον των υπό της Εκκλησίας διατρεφομένων κληρικών(94). Δια τούτο, ως μαρτυρούν αι «Αποστολικαί Διαταγαί», ελάμβανον και το ανάλογον μέρος εκ των «περισσευουσών ευλογιών», αι οποίαι προωρίζοντο δια τους εκκλησιαστικούς λειτουργούς(95).
Επειδή η διακόνισσα δια της χειροτονίας αυτής καθιερούται εις τον Θεόν, πρέπει να τηρή κατά την 6ην Ιουστινιάνειον Νεαράν «το οφειλόμενον τη ιερωσύνη(96)» και να μένη απολύτως αγνή. Εις περίπτωσιν γάμου αυτής ή άλλης ηθικής παρεκτροπής αι ποιναί, αι οποίαι υπό της Εκκλησίας και της Πολιτείας επεβάλλοντο εις τας διακονίσσας και τους συνενόχους αυτών, ήσαν αυστηρόταται. Κατά τον ιε’ κανόνα της Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμ. Συνόδου, η διακόνισσα, «ει δεξαμένη την χειροθεσίαν και χρόνον τινά παραμείνασα τη λειτουργία εαυτήν επιδώ γάμω, υβρίσασα την του Θεού χάριν, η τοιαύτη αναθεματιζέσθω μετά του αυτή συναφθέντος(97)». Ο 44ος κανών του Μ. Βασιλείου τονίζει, εκτός των άλλων, τα εξής: «Ημείς ουν της διακόνου το σώμα, ως καθιερωμένον, ουκ έτι επιτρέπομεν εν χρήσει είναι σαρκική(98)». Η Ιουστινιάνειος νομοθεσία υπήρξεν έτι αυστηροτέρα, διότι εμιμήθη την αρχαίαν ρωμαϊκήν νομοθεσίαν περί Εστιάδων, η οποία επέβαλλε την ποινήν του θανάτου εις τας εξ αυτών παραβαινούσας την υπόσχεσιν της αγνότητος(99). Αλλά συν τω χρόνω η αυστηρά πολιτική νομοθεσία εγκατελείφθη και ελησμονήθη. Αι παρεκτρεπόμεναι διακόνισσαι εκρίνοντο επιεικέστερον και επί το φιλανθρωπότερον. Η 32α Νεαρά Λέοντος του Σοφού ορίζει, ότι «οι… ταις διακονίσσαις ενασελγαίνοντες, ως την νύμφην Χριστού Εκκλησίαν ενυβρίζοντες, ρινοκοπείσθωσαν αυτοί τε και (εκείναι) αις ούτοι συνεφθάρησαν(100)».
Αι διακόνισσαι απέλαυον μεγάλης εκτιμήσεως και προσεφωνούντο κατά τας περιστάσεις ως «δέσποιναι», «αιδεσιμώταται», «θεοφιλέσταται», «τιμιώταται», «ευλαβέσταται». Ο σεβασμός και η αγάπη προς τας διακονίσσας αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος, ότι πλείσται επιτύμβιοι επιγραφαί και ενίοτε και ναοί αφιερούντο εις διακονίσσας. Η Ιστορία διέσωσε πολλά σχετικώς ονόματα διακονισσών(101).
4. Οι τομείς της εργασίας των διακονισσών(102).
α’) Εις των σπουδαιοτέρων τομέων της εργασίας των διακονισσών ήτο η άσκησις των έργων της αγάπης. Αύται ήσαι οι άγγελοι του ελέους και αι επισκέπτριαι αδελφαί των ασθενών, θλιβομένων και ενδεών γυναικών. Διενήργουν την φιλοξενίαν των γυναικών. Το φιλανθρωπικόν των έργον ησκείτο εν συνεργασία πάντοτε μετά του επισκόπου, τον οποίον αύται αντιπροσώπευον εις τας τάξεις του γυναικείου φύλου. Αι Αποστολικαί Διαταγαί παραγγέλλουν εις τους διακόνους και τας διακονίσσας τα εξής: «Χρη ουν υμάς επισκέπτεσθαι πάντας τους δεομένους επισκέψεως• και περί των θλιβομένων αναγγέλλετε τω επισκόπω υμών• ψυχή γαρ αυτού και αίσθησις είναι οφείλετε• εύσκυλτοι και ευήκοοι εις πάντα όντες αυτώ, ως επισκόπω υμών και πατρί και διδασκάλω(103)».
β’) Σπουδαίος τομεύς της εργασίας των διακονισσών ήτο η εν τω γυναικείω κόσμω ιεραποστολική, κατηχητική και διδακτική εργασία. Αύται αφ’ ενός προσείλκυον πολλάς εκ των εθνικών γυναικών εις την χριστιανικήν πίστιν, αφ’ ετέρου διενήργουν την κατήχησιν των θηλειών κατηχουμένων, διδάσκουσαι εις αυτάς τας αληθείας του συμβόλου της πίστεως, τον τρόπον της αποκρίσεως εις τας ερωτήσεις του εκκλησιαστικού λειτουργού κατά την ώραν του βαπτίσματος, ως και τους κανόνας της προ του βαπτίσματος και της μετ’ αυτό χριστιανικής συμπεριφοράς, και εκ τρίτου εδίδασκον και ενουθέτουν πολλάκις τας βεβαπτισμένας γυναίκας είτε καθ’ ομάδας είτε ατομικώς επί ζητημάτων, αναφερομένων οτέ μεν εις την ατομικήν ή οικογενειακήν ή κοινωνικήν ζωήν της γυναικός, οτέ δε εις τα καθήκοντα μιας αφιερωμένης εις τον Θεόν γυναικός. Ωσαύτως αι διακόνισσαι ανελάμβανον την εκπαίδευσιν των ορφανών και ενίοτε την διδασκαλίαν και κατήχησιν και αρρένων παιδίων και νέων(104).
γ’) Αι διακόνισσαι εις πάσας τας εκδηλώσεις της ζωής απετέλουν τον συνδετικόν κρίκον μεταξύ των κληρικών και των χριστιανών γυναικών, οδηγούσαι ταύτας προς εκείνους. «Άνευ της διακόνου, - ορίζουν αι Αποστ. Διαταγαί -, μηδεμία προσίτω γυνή τω διακόνω ή τω επισκόπω(105)». Αι διακόνισσαι μετέφερον τας παραγγελίας του επισκόπου προς τας χριστιανικάς γυναίκας, προς τας οποίας δεν ηδύνατο να σταλή ο διάκονος δια λόγους ευπρεπείας ή προς αποφυγήν του σκανδαλισμού των εθνικών. Αι «Αποστολικαί Διαταγαί», επαναλαμβάνουσαι σχετικήν διάταξιν της «Διδασκαλίας», παραγγέλλουν: «Ω επίσκοπε,… έστι γαρ, οπόταν εν τισιν οικίαις άνδρα διάκονον εν γυναιξίν ου δύνασαι πέμπειν δια τους απίστους, αποστελείς ουν γυναίκα διάκονον, δια τας των φαύλων διανοίας(106)».
δ’) Κύριον καθήκον των διακονισσών ήτο η γενική επίβλεψις των χριστιανών γυναικών, η οποία ησκείτο ου μόνον εν τω ναώ, αλλά και εκτός του ναού, οπότε συνεδυάζετο με την εφαρμογήν της εξατομικεύσεως του ποιμαντικού έργου δι’ επισκέψεων κατ’ οίκον. Ενίοτε αι διακόνισσαι εγίνοντο «ανάδοχοι» ή πνευματικαί «μητέρες» (matres spiritales) των βαπτιζομένων γυναικών. Αι διακόνισσαι είχον επίσης την επίβλεψιν των εκκλησιαστικών παρθένων και «εκκλησιαστικών χήρων». Εξέχουσαι διακόνισσαι διηύθυνον «οίκους παρθένων» ή «παρθενώνας», ως και τους «οίκους των διακονισσών», οι οποίοι υπήρχον πλησίον των μεγάλων ναών(107).
ε’) Πλείσται διακόνισσαι ήσκουν τα καθήκοντά των εις τα μοναστήρια. Συχνάκις μεγαλοσχήμονες μοναχαί ή ηγούμεναι εχειροτονούντο διακόνισσαι. Και αντιστρόφως διακόνισσαι εγίνοντο ηγούμεναι. Η αγία Ολυμπιάς λ.χ. ήτο ηγουμένη του εν Κωνσταντινουπόλει – παρά τον ναόν της αγίας Σοφίας – ιδρυθέντος υπ’ αυτής μοναστηρίου(108). Και εις την Δύσιν είναι συχνή η μνεία της διακονίσσης-ηγουμένης (diacona-abbatissa ή diaconissa-abbatissa)[109].
στ’) Κατά την ώραν της λατρείας αι διακόνισσαι επώπτευον τας εκκλησιαζομένας γυναίκας, έδιδον το σύνθημα της συμμετοχής των γυναικών εις το εν τη Εκκλησία «υποψάλλειν» του εκκλησιάσματος και εις το «φίλημα της ειρήνης(110)». Επίσης αναμφιβόλως εισήρχοντο εις το ιερόν βήμα. Κατά τον Γρηγόριον Νύσσης, η Μακρίνα «ταις μυστικαίς υπηρεσίαις τας χείρας εαυτής έχρισεν(111)». Η «Διαθήκη» μαρτυρεί, ότι κατά την προσκομιδήν αι διακονικόν αξίωμα έχουσαι χήραι ίσταντο εν τω ιερώ βήματι προς τα αριστερά του επισκόπου μετά τους πρεσβυτέρους(112). Κατά την 6ην Ιουστινιάνειον Νεαρά επετρέπετο εις τας διακονίσσας «τοις τε προσκυνητοίς υπηρετείσθαι βαπτίσμασι, τοις τε άλλοις παρείναι τοις απορρήτοις, άπερ εν τοις σεβασμιωτάτοις μυστηρίοις δι’ αυτών είωθε πράττεσθαι(113)». Κατά τον Ματθαίον Βλάσταριν, επετρέπετο εις τας διακονίσσας ου μόνον η είσοδος ει το ιερόν θυσιαστήριον, αλλά και το «τα των διακόνων ανδρών παραπλησίως μετιέναι(114)». Παρά ταύτα, αι μαρτυρίαι αύται δεικνύουσαι απλώς, ότι η τάξις των διακονισσών, είχε πολλά δικαιώματα, ουδόλως δύνανται να στηρίξουν ενδεχομένην υπόθεσιν, ότι αι διακόνισσαι, ως οι διάκονοι, διηκόνουν ενεργώς παρά τω ιερώ θυσιαστηρίω κατά την τελεσιουργίαν της αναιμάκτου θυσίας. Δια τούτο ο Ματθαίος Βλάσταρις λέγει πάλιν σχετικώς: «Γυναίκα δε της ιεράς και αναιμάκτου γίνεσθαι θυσίας διάκονον ου μοι δοκεί το πιθανόν έχειν(115)». Εις τα μοναστήρια φαίνεται ότι ήτο δυνατόν να αναγινώσκουν αποστολικάς και ευαγγελικάς περικοπάς, παρακλήσεις κ.τ.τ.
ζ’) Σημαντική ήτο η υπηρεσία των διακονισσών κατά την τελεσιουργίαν του βαπτίσματος. Κατά τας «Αποστολ. Διαταγάς», η διακόνισσα βοηθεί «τοις πρεσβυτέροις εν τω βαπτίζεσθαι τας γυναίκας δια το ευπρεπές(116)». Επειδή αφ’ ενός εν τη αρχαία Εκκλησία δεν είχεν επικρατήσει ο νηπιοβαπτισμός και επειδή κατά την βάπτισιν των ενηλίκων το σώμα κατεδύετο ει το ύδωρ εις κατάστασιν γυμνότητος, δια τούτο η παρουσία των διακονισσών κατά το βάπτισμα των γυναικών ήτο αναγκαία, ίνα τελεσιουργήται το ιερό μυστήριον μετά πάσης ευπρεπείας και κοσμιότητος και ίνα αποφεύγεται ο σκανδαλισμός των συνειδήσεων ου μόνον των εθνικών, αλλά και αυτών των τελούντων το βάπτισμα κληρικών. Κατά τον Επιφάνειον, το τάγμα των διακονισσών είναι απαραίτητον «ένεκεν σεμνότητος του γυναικείου γένους και ότε γυμνωθείη σώμα γυναίου, ίνα μη υπό ανδρών ιερουργούντων θεαθείη, αλλά υπό της διακονίσσης...(117)». Ως έλεγεν ο Ματθαίος Βλάσταρις, αι διακόνισσαι «ταις βαπτιζομέναις των γυναικών υπηρέτουν, ανδρών οφθαλμών ου θεμιτόν ον, γυμνουμένας ταύτας οράσθαι, υπεράκμους ήδη βαπτιζομένας(118)».
Υποσημειώσεις
86. Ign. Ephr. Rahmani, ένθ’ ανωτ., Ι, 23, σσ. 35-37.
87. Αυτόθι, σ. 47.
88. Corpus juris civilis, τόμ 2: Codex Justinianus, επιμελεία P. Krueger, Βερολίνον 1892, Liber primus, III
89. Νεαρά 6ην εν R. Schoell – G. Kroll, μν. έ., σ. 35.
90. Νεαρά 3ην, ένθ’ ανωτ., σ. 18.
91. Ένθ’ ανωτ., σ. 21.
92. Φωτίου, Σύνταγμα κανόνων Ι, 30 εν Migne Ε.ΙΙ. 104, 556.
93. P. E. Brightman, Liturgies Eastern and Western, τόμ. Ι: Eastern Liturgies, Oxford 1896, σσ. 501 και 502.
94. Νεαρά 3η (προοίμιον) εν R. Schoell – G. Kroll, μν. έ., σσ. 18 εξ.
95. Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Η’, κεφ. λα’, εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 1128.
96. Νεαρά 6ην, κεφ. ιστ’ εν R. Schoell – G. Kroll, ένθ’ ανωτ., σσ. 44-45.
97. Αμ. Αλιβιζάτου, ένθ’ ανωτ., σ. 54.
98. Μ. Βασιλείου, Επ. 199η Αμφιλοχίω περί κανόνων, καν. Μδ’, Migne Ε.Π. 32, 729, Αμ. Αλιβιζάτου, ένθ’ ανωτ., σ. 373.
99. Βλ. υποσημ. 96.
100. Ματθαίου Βλαστάρεως, ένθ’ ανωτ., Migne Ε.Π. 144, 1172.
101. Λεπτομερείας ιδέ σχετικώς εν: Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ένθ’ανωτ., σσ. 76-77.
102. Πρβλ. αυτόθι, σσ. 78 εξ.
103. Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Γ’, κεφ. ιθ’, εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 804.
104. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ένθ’ανωτ., σσ. 79-80.
105. Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Β’, κεφ. κστ’, εν Migne Ε.Π. 1, 665-669.
106. Διαταγαί, βιβλ. Γ’, κεφ. ιε’, εν Migne Ε.Π. 1, 796-797.
107. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ένθ’ανωτ., σσ. 81-82.
108. Βίος ήτοι πολιτεία και πράξεις της ... Ολυμπιάδος, διακόνου ..., Analecta Bollandiana, τόμ. 15, Bruxelles 1896, σσ. 400-423.
109. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, αυτόθι, σσ. 82-83.
110. Αυτόθι, σ. 84-85.
111. Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης, Migne Ε.Π. 46, 992.
112. Ign. Ephr. Rahmani, μν. έ., Ι, 23, σσ. 35-37.
113. Νεαρά 6η, κεφ. ιδ’, εν R. Schoell – G. Kroll, μν. έ., σ. 44.
114. Ματθαίου Βλαστάρεως, Σύνταγμα..., Migne Ε.Π. 104, 1173.
115. Αυτόθι.
116. Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Η’, κεφ. κη’, Migne Ε.Π. 1, 1125.
117. Επιφανείου, Κατά αιρέσεων, Migne Ε.Π. 42, 744-745.
118. Ματθαίου Βλαστάρεως, ένθ’ανωτ.
|