image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Ευάγγελος Δ. Θεοδώρου
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο θεσμός των Διακονισσών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και η δυνατότης αναβιώσεως αυτού


Μέρος Δεύτερο

Ως ετονίσαμεν εις το εν Bari 1ον Διεκκλησιαστικόν Ιστορικόν Συνέδριον, υπό την επίδρασιν του παραδείγματος των ελληνικών κοινοτήτων της Ιταλίας ολίγον κατ’ ολίγον η Ρωμαϊκή Εκκλησία εισήγαγε τον θεσμόν των διακονισσών(23). Το «Liber Pontificalis» αναφέρει, ότι, τω 799 ο πάππας Λέων ο Γ’ και ο Κάρολος ο Μέγας εισήρχοντο θριαμβευτικώς εις την Ρώμην, εξήλθον προς υποδοχήν αυτών ο ρωμαϊκός λαός «μετά διακονισσών και ευγενών κυριών» («cum diaconissis et noblissimis matronis»)[24]. Τρεις πάπαι του ια’ αιώνος, ο Βενέδικτος ο 8ος (1012-1024), ο Ιωάννης ο 20ός (1024-1033) και ο Λέων ο 9ος (1049-1054), γράφοντες προς επαρχιακούς επισκόπους, - ήτοι ο πρώτος προς τον επίσκοπον του Porto(25), ο δεύτερος προς τον επίσκοπον της Sylva Candida(26) και ο τρίτος προς τον επίσκοπον πάλιν του Porto(27) -, αναγνωρίζουν εις αυτούς το δικαίωμα να χειροτονούν διακονίσσας.

Ο τίτλος «diaconissa» ή «diacona» ενεφανίσθη εκ νέου κατά τους νεωτέρους χρόνους δια της ιδρύσεως των προτεσταντικών αδελφοτήτων διακονισσών(28) και δια της αναβιώσεως της χειροτονίας των διακονισσών εν τη Αγγλικανική Εκκλησία(29) και από του παρελθόντος έτους εν τη Παλαιοκαθολική Εκκλησία(30).

2. Προϋποθέσεις και λειτουργική «τάξις» της χειροτονίας των διακονισσών.

Διακόνισσαι εξελέγοντο «μετ’ ακριβούς δοκιμασίας(31)» είτε εκ των τάξεων των αφιερωμένων εις τον Θεόν παρθένων(32), είτε εκ των χηρών, αι οποίαι ήσαν μονόγαμοι(33). Διακόνισσαι επίσης εγίνοντο και σύζυγοι επισκόπων. Ο 48ος κανών της Πενθέκτης εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου ορίζει, ότι η σύζυγος του επισκόπου, «ει και αξία φανείη, προς το της διακονίας αναβιβαζέσθω αξίωμα(34)». Διακόνισσαι εχειροτονούντο επίσης εκλεκταί μοναχαί, μεγαλοσχήμονες ή και ηγούμεναι γυναικείων μοναστηρίων(35).

Όσον αφορά εις την ηλικίαν των εκλεγομένων διακονισσών, κατ’ αρχάς αύται, συμφώνως προς την αποστολικήν περί χηρών διάταξιν (Α’ Τιμ. 5, 9-10), έπρεπε να έχουν υπερβή το εξηκοστόν έτος(36). Βραδύτερον όμως, επειδή συχνάκις εγίνοντο εξαιρέσεις, όπως αποδεικνύει το παράδειγμα της αγίας Ολυμπιάδος, την οποίαν, αν και πολύ νέαν, «χήραν γενομένην..., διάκονον εχειροτόνησε Νεκτάριος(37)», και επειδή οι τομείς της διακονικής εργασίας απήτουν ακμαίας δυνάμεις και αρκετήν ευκινησίαν και ευρωστίαν, η Εκκλησία επισήμως περιώρισε το χρονικόν τούτο όριον, απαιτούσα ηλικίαν ουχί ελάσσονα της των τεσσαράκοντα ετών. Ούτως ο ιε’ κανών της Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου ορίζει «διάκονον μη χειροτονείσθαι γυναίκα προ ετών τεσσαράκοντα(38)», ο δε 15ος κανών της εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου παραγγέλλει: «Μήτε διάκονος προ των εικοσιπέντε χρόνων ή διακόνισσα προ των τεσσαράκοντα ετών χειρονείσθω(39)». Ότι η Πενθέκτη εν Τρούλλω Σύνοδος ήθελε να ενθαρρύνη τας ευσεβείς γυναίκας εις το να χειροτονώνται διακόνισσαι, είναι φανερόν εις τον 40όν κανόνα αυτής, ο οποίος δικαιολογεί το όριον του 40ού έτους της ηλικίας ως εξής: «Εν γαρ τω θείω Αποστόλω γέγραπται, εξήκοντα ετών την εν τη Εκκλησία καταλέγεσθαι χήραν• οι δε ιεροί κανόνες τεσσαράκοντα ετών την διακόνισσαν χειροτονείσθαι παραδεδώκασι, την εκκλησίαν χάριτι θεία κραταιοτέραν γινομένην και επί τα πρόσω βαίνουσαν εωρακότες, και το των πιστών προς την των θείων εντολών τήρησιν πάγιόν τε και ασφαλές• όπερ και ημείς άριστα κατανοήσαντες, αρτίως διωρισάμεθα, την ευλογίαν της χάριτος, τω μέλλοντι των κατά Θεόν αγώνων ενάρχεσθαι, ώσπερ τινά σφραγίδα ταχέως ενσημαινόμενοι, εντεύθεν αυτόν προς το μη επί πολύ οκνείν και αναδύεσθαι προβιβάζοντες, μάλλον μεν ουν προς την του αγαθού παρορμώντες εκλογήν και κατάστασιν(40)».

Καθ’ όλους τους μετέπειτα βυζαντινούς αιώνας αι απαιτήσεις της Εκκλησίας ως προς την ηλικίαν των διακονισσών ήσαν σταθεραί, διατηρηθείσης της σχετικής διατάξεως της Δ’ εν Χαλκηδόνι και της Πενθέκτης εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου.

Αι εκλεγόμεναι διακόνισσαι, εκτός της πίστεως, της αρετής, του ιεραποστολικού φρονήματος και της γνησίας διακονικής αποφάσεως προς μίμησιν του Χριστού, όστις «ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών(41)», έπρεπε να έχουν και την αναγκαίαν μόρφωσιν, δια να δύνανται να ανταποκρίνωνται εις το κατηχητικόν των έργον(42).

Αι εκλεγόμεναι εις το διακονικόν λειτούργημα καθιερούντο και εγκαθίσταντο εις αυτό υπό του επισκόπου, ο οποίος εχειροτόνει ταύτας δια λειτουργικής πράξεως αναλόγου προς την χειροτονίαν των διακονισσών. Δια την λειτουργικήν αυτήν πράξιν εις τα πηγάς χρησιμοποιούνται ποικίλαι λέξεις ή φράσεις (λ.χ. «χειροτονία», «χειροθεσία», «χειροτονείν», «καθιερούν», «επιτιθέναι χείρας», «προχειρίζεσθαι», «ordination», «ordinare», «chirotonia», «consecration», “manu superposita consecrare», «manum imposition», «manus imponene»)[43].

Η κατά τους τρεις πρώτους αιώνας έλλειψις εν ταις πηγαίς περιγραφής της λειτουργικής πράξεως της καθιερώσεως τω διακονισσών ή των διακονικόν λειτούργημα εχουσών χηρών δεν δύνανται να θεωρηθή ως argumentum e silentio δια την εκδοχήν ότι δεν υπήρχε τότε χειροτονία των διακονισσών.

Αλλ’ ευθύς ως εμφανίζεται εις τας «Αποστολικάς Διαταγάς» και εις την «Διαθήκην του Κ. η. Ι.Χ.» πλήρης σειρά τυπικών χειροτονίας των διαφόρων τάξεων του ιερού κλήρου, τότε η σειρά αύτη συμπεριλαμβάνει και τυπικόν της χειροτονίας των διακονισσών. Και όταν βραδύτερον εις τα Ευχολόγια των βυζαντινών χρόνων εμφανίζεται διαφοροποίησις της απλουστέρας μορφής της χειροθεσίας των κατωτέρων βαθμίδων του ιερού κλήρου από της πανηγυρικής μορφής της χειροτονίας των ανωτέρων βαθμίδων αυτού (επισκόπου, πρεσβυτέρου και διακόνου), τότε η Εκκλησία δια την καθιέρωσιν των διακονισσών χρησιμοποιεί τυπικόν «χειροτονίας διακονίσσης» ειδολογικώς όμοιον προς το τυπικόν της «χειροτονίας διακόνου».

Η «χειροτονία» των – επί τη βάσει των ανωτέρω εκτεθεισών προϋποθέσεων – εκλεγομένων διακονισσών, τελουμένη μόνον υπό του επισκόπου δια προσευχής και επιθέσεως των χειρών, πανταχού και πάντοτε μέχρι τέλους των βυζαντινών χρόνων περιελάμβανε λειτουργικήν πράξιν, ανάλογον προς την της χειροτονίας των διακόνων. Η λειτουργική αύτη πράξις, ούσα κατ’ αρχάς λίαν απλή, του χρόνου προϊόντος διεμορφώθη εις πανηγυρικήν τελετήν, ης η τάξις και το τυπικόν περιγράφονται εν τισι των ευχολογίων των βυζαντινών χρόνων.

1. Όσον αφορά εις την μέχρι του τέλους του ε’ αιώνος χρονικήν περίοδον, εν τω Χειροτονικώ μεν των «Αποστολικών Διαταγών» παρατίθεται χαρακτηριστική «διάταξις» και «επίκλησις επί χειροτονία διακονίσσης», εν τω Χειροτονικώ δε της «Διαθήκης του Κ. η. Ι.Χ.» (Testamentum Domini Nostri Jesu Christi) υπάρχει ωσαύτως η δια την «χειροτονίαν» («Ordinatio»)[44] της χήρας διακονίσσης «oratio», ήτις επιγράφεται ως «Oratio constituendarum viduarum». Αι δύο αύται διατάξεις έχουσιν ως εξής(45):

«Απ. Διαταγαί»

Επίκλησις επί χειροτονία διακονίσσης.
Ω, επίσκοπε, επιθήσεις αυτή τας χείρας, παρεστώτος του πρεσβυτερίου και των διακόνων και των διακονισσών και ερείς•
Ο Θεός ο αιώνιος, ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο ανδρός και γυναικός δημιουργός, ο πληρώσας Πνεύματος Μαριάμ και Δεβώρραν και Άνναν και Όλδαν, ο μη απαξιώσας τον μονογενή Σου Υιόν γεννηθήναι εκ γυναικός, ο και εν τη σκηνή του μαρτυρίου και εν τω ναώ προχειρισάμενος τας φρουρούς των αγίων Σου πυλών• Αυτός νυν έπιδε επί την δούλην Σου τήνδε, την προχειριζομένην εις διακονίαν, και δος αυτή Πνεύμα άγιον και καθάρισον αυτήν από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, προς το επαξίως επιτελείν αυτήν το εγχειρισθέν αυτή έργον, εις δόξαν σην και έπαινον του Χριστού Σου• μεθ’ ου Σου δόξα και προσκύνησις, και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας. Αμήν(46)»


«Διαθήκη του Κ. η. Ι.Χ.»
Ordinatio viduae fiat hoc modo, Ipsa orante in ingressu altaris et deorsum adspiciente, dicat episcopus submisse, ut sacerdotes tamen audire possint:

Oratio constituendarum viduarum.
Deus sanete excelse, qui humilia respicis, qui elegisti infirmos et virtute pollentes, honorande qui etiam contemptibilia creasti, immite, Domine, spiritum virtutis super hanc famulam tuam et tua veritable robora eam, ut, praeceptum tuum adimplens, et laborans in sanctuario tuo, sit tibi vas honorabile, et glorificet in die, quo paupers tuos, Domine, spiritum glorificabis. Da ei virtutem hilariter perficiendi disciplinas a te praescriptas in regulam famulae tuae. Da, Domine, ei spiritum humilitatis, virtutis, patientiae et benignitatis, ut, laetitia ineffabili tollens jugum tuum, labores sustineat. Sane, Domine Deus, qui nostram infirmitatem noscis, perfice famulam tuam in gloriam domus tuae, ia aedificationem et in typum praeclarum ; robora eam, Deus, sanctifica, edoce et conforta, quoniam benedictum gloriosumque est regnum tuum. Deus Pater, tibique gloria, Unigenito Filio tuo Domino nostro Jesu Christo et Spiritui sancto benefico, adorando, vivificatori, tibique consubstantiali, nunc ante omnia saecula et per generationes generationum et in saecula saeculorum. Amen.
Populus : Amen (47)


Η ανωτέρω εκ του Χειροτονικού των «Απ. Διαταγών» παρατεθείσα «επίκλησις επί χειροτονία διακονίσσης», ούσα ομοία και ανάλογος προς την εν τω αυτώ Χειροτονικώ υπάρχουσαν διάταξιν περί της χειροτονίας των διακόνων, διαφέρει ταύτης κατά το ότι, ενώ εν εκείνη ο επίσκοπος απλώς εύχεται όπως η διακόνισσα επαξίως επιτελή το εγχειρισθέν αυτή έργον, εν ταύτη ο επίσκοπος εύχεται, όπως ο διάκονος, ευαρέστως λειτουργήσας την εγχειρισθείσαν αυτώ διακονίαν, αξιωθή μείζονος βαθμού. Η εν τη «Διαθήκη…» «Oratio constituendarum viduarum» έχει κατά το μάλλον και ήττον ειδολογικάς και ουσιαστικάς ομοιότητας τόσον προς την εν τη «Διαθήκη» προηγουμένην τάξιν της χειροτονίας του διακόνου, όσον και προς τας εν τω Χειροτονικώ των «Αποστολ. Διαταγών» υπαρχούσας «τάξεις» της χειροτονίας του διακόνου και της διακονίσσης, αλλά καθ’ ύλην είναι κατά τι εκτενεστέρα της εν τω Χειροτονικώ τούτω «επικλήσεως επί χειροτονία διακονίσσης», διότι μνημονεύει αορίστως πως και πτυχάς τινας της ζωής και του έργου της χήρας-διακονίσσης. Έπειτα ενώ εν τη κατά τας «Αποστολικάς Διαταγάς» «χειροτονία» της διακονίσσης και εν τη κατά την «Διαθήκην» χειροτονία του διακόνου μνημονεύεται επίθεσις των χειρών του επισκόπου («επιθήσεις αυτή τας χείρας» - «episcopus solus ei manum imponit» - «oratio impositionis manus super diaconum»), αντιθέτως εν τη κατά την αυτήν «Διαθήκην» τάξει της καθιερώσεως της χήρας-διακονίσσης ουδείς γίνεται λόγος περί επιθέσεως των χειρών. Ωσαύτως σημειωτέον, ότι ενώ εν ταις «Απ. Διαταγαίς» απλώς ορίζεται, όπως η ευχή της «χειροτονίας» της διακονίσσης λέγηται «παρεστώτος του πρεσβυτερίου και των διακόνων και των διακονισσών», εν τη «Διαθήκη» προ της ευχής της καθιερώσεως της χήρας-διακονίσσης σημειούται, ότι «ipsa orante in ingressu altaris et deorsum adspiciente, dieat episcopus submisse, ut sacerdotes tamen audire possint» Επίσης εν τη «Διαθήκη» σημειούται, ότι ο λαός λέγει «Αμήν» μετά το πέρας της αναγνώσεως της ευχής ταύτης.





Υποσημειώσεις

23. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ελληνοϊταλικαί σχέσεις και επαφαί επί λειτουργικών ζητημάτων περί τον θ’ αιώνα, Ανάτυπον εκ του τόμου: La chiesa greca in Italia dall’VIII al XVI secolo, Padova 1973, σσ. 265-266.

24. Liber pontificalis, έκδ. L. Duchesne, τόμ. 2, σ. 6.

25. Migne P.L. 139, 1621.

26. Migne P.L. 132, 1056.

27. Migne P.L. 143, 598.

28. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ηρωίδες της χριστιανικής αγάπης – Αι διακόνισσαι δια των αιώνων, σσ. 93-200.

29. Ένθ’ ανωτ., σσ. 201-213.

30. Christian Oeyen, Priestertum der Frau? Die altkatholische Theologie als Beispiel einer Denkentwicklung, εν: Ökumenische Rundschau, 35, Jahrgang, Heft 3, Juli 1986, Frankfurt, σσ. 255-258.

31. Δ’ Οικουμενική Σύνοδος, κανών ιε’, εν Αμίλκα Αλιβιζάτου, Οι ιεροί κανόνες και οι εκκλησιαστικοί νόμοι, εν Αθήναις 1949, σ. 54.

32. Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. ΣΤ’, κεφ. ιζ’, εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 957. 6η Ιουστινιάνειος Νεαρά, κεφ. ιδ’ εν R. Schoell – G. Kroll (εκδ.), Corpus juris civilis, τόμ. 3: Novellae, Βερολίνον 1895, σ. 43.

33. Αποστολικαί Διαταγαί, ένθ’ ανωτ. 6η Ιουστινιάνειος Νεαρά, ένθ’ ανωτ.

34. Αμ. Αλιβιζάτου, ένθ’ ανωτ., σ. 98.

35. Θεοδ. Βαλσαμώνος, Ερμηνεία εις τον μη’ κανόνα της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου, Migne E.II. 137, 658. Βίος ήτοι πολιτεία και πράξεις της ... Ολυμπιάδος διακόνου, Analecta Bollandiana, τόμ. 15, Bruxelles 1896, σ. 415. Α. Δμητριέβσκη, Περιγραφή λειτουργικών χειρογράφων, τόμ. Β’, Ευχολόγια, Κίεβον 1901, σ. 996. Ματθαίου Βλαστάρεως, Σύνταγμα κατά στοιχείον των εμπεριειλημμένων απασών υποθέσεων τοις ιεροίς και θείοις κανόσιν, Γ’ στοιχείον, κεφ. ια’, Migne Ε.ΙΙ. 144, 1173.

36. Codex Theodosianus, XVI, II: de episcopis et clericis, νόμ. 27, έκδ. Mommsen – Mayer 1905, σ. 843

37. Σωζομένου, Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλ. Η’, κεφ. θ’, Migne Ε.ΙΙ. 67, 1537.

38. Αμ. Αλιβιζάτου, ένθ’ ανωτ., σ. 54.

39. Ένθ’ ανωτ., σ. 83.

40. Αυτόθι, σ. 95.

41. Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Γ’, κεφ. ιθ’, εν Migne Ε.ΙΙ. τόμ. 1, στ. 801-804.

42. Πρβλ. 6ην Ιουστινιάνειον Νεαράν, κεφ. ια’ και ιδ’, εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 1037-1040. Η Νεαρά αύτη απαιτεί, ίνα αι διακόνισσαι, ως και οι λοιποί κληρικοί, είναι των στοιχειωδών τουλάχιστον «γραμμάτων επιστήμονες». Περισσότερα ιδέ εν Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Η «χειροτονία» … των διακονισσών, σσ. 48-50.

43. Βλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ένθ’ ανωτ., σσ. 50 εξ.

44. Ign. Ephr. Rahmani, Testamentum Domini nostril Jesu Christi, Moguntiae 1899, I, 41, σ. 99.

45. Πρβλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Η «χειροτονία» … των διακονισσών, σσ. 51 εξ.

46. Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Η’, κεφ. ιθ’-κ’, εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 1116-1117. F.X. Funk, Didascalia et Constitutiones Apostolorum, τόμ. 1, Paderborn 1905, σ. 524, 9 εξ.

47. Ign. Ephr. Rahmani, ένθ’ ανωτ.

Προηγούμενη Σελίδα