image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Ευάγγελος Δ. Θεοδώρου

Θέσις και Δράσις της Γυναικός εν τη Αρχαία Εκκλησία

Εισαγωγή από το βιβλίο Ηρωίδες της χριστιανικής αγάπης, Αθήναι 1949, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας


Εις τα Ευαγγέλια με πάσαν απλότητα εκτίθεται ο ρόλος των γυναικών πλησίον του Ιησού. Ο Ιησούς συναναστρέφεται μετ' αυτών και το ζωοποιόν Του κήρυγμα απευθύνεται εξ ίσου προς αυτάς, όσον και προς τους άνδρας. Συνωδεύετο υπό πολλών γυναικών; τόσον ευγενών, όσον και απλουστέρων (1). Το ότι ο Ιησούς συνωδεύετο υπό των 12 αποστόλων είναι μία παράστασις, ήτις έχει εντυπωθή ,εις την διάνοιάν μας από την παιδικήν μας ηλικίαν, οπότε ηκούομεν την βιβλικήν ιστορίαν. Πλείστοι ζωγράφοι και καλλιτέχναι έχουν ασχοληθή εις αναριθμήτους παραστάσεις με την απεικόνισιν του Ιησού και των 12 μαθηrών Του. Αλλ' εις ποίαν βιβλικήν ιστορίαν και εις ποίον καλλιτεχνικόν πίνακα βλέπει τις κατά τρόπον ανάγλυφον, ότι επίσης γυναίκες-ίσως τόσον πολλαί, όσον και οί άνδρες ή και περισσότεραι - ανήκον εις την συνοδείαν και ακολουθίαν του Ιησού (2); Μέσα εις τα Ευαγγέλια εκτίθεται, ότι γυναίκες τινες ήσαν τόσον αφωσιωμέναι εις Αυτόν, ώστε παρηκολούθουν την σταύρωσίν Του εκ του πλησίον, καθ' ον χρόνον οι μαθηταί Του είχον σκορπισθή (Μάρκ. ε'. 40 - 41 και Ματθ. κζ', 55 - 56 ). Αύται έσπευσαν πρώται εις το μνήμα Του και ηξιώθησαν να γίνουν οι πρώτοι κήρυκες της Αναστάσεως, πράγμα το οποίον συνετέλεσεν εις το να ονομασθούν « οι απόστολοι των αποστόλων »(3). Τα γεγονότα αυτά αποκτούν μεγαλυτέραν σημασίαν και γίνονται πλέον κατανοητά, όταν λάβη τις υπ' όψιν, ότι πάσαι αι εν λόγω :γυναίκες είχον γνωρίσει προ πολλού τον Ιησούν και τον είχον συνοδεύσει, όπως ακριβώς και οι απόστολοι, τουλάχιστον επί πολλούς μήνας (4). Χαρακτηριστικά και άξια πολλής προσοχής είναι τα χωρία Μάρκ. ιε', 40-41 και Λουκ. η', 1-3: Κατά το πρώτον αι γυναίκες, αι οποίαι παρηκολούθουν μακρόθεν την σταύρωσιν του Κυρίου, «και ότε ην εν τη Γαλιλαία ηκολούθουν αυτώ και διηκόνουν αυτώ και άλλαι πολλαί, αι συναναβάσαι αυτώ εις Ιεροσόλυμα » (Μάρκ. ιε', 40-41). Κατά το δεύτερον, ο Ιησούς «διώδευε κατά πόλιν και κώμην κηρύσσων και ευαγγελιζόμενος την βασιλείαν του Θεού, και οι δώδεκα συν αυτώ και γυναίκές τινες, αι ήσαν τεθεραπευμέναι από νόσων και μαστίγων και πνευμάτων πονηρών και ασθενειών, Μαρία η καλουμένη Μαγδαληνή, αφ' ης δαιμόνια επτά εξεληλύθει, και Ιωάννα γυνή Χουζά επιτρόπου Ηρώδου και Σουσάννα καί έτεραι πολλαί, αίτινες διηκόνουν αυτώ από των υπαρχόντων αυταίς » (Λουκ. η', 1-3 ). Εκ των χωρίων τούτων εξάγεται αβιάστως, ότι αι εν λόγω γυναίκες ανήκον εις την ακολουθίαν του Ιησού (5). Πολλαί από τας ως άνω γυναίκας, ως και πλείσται άλλαι, ώφειλον εις τον Χριστόν σωματικήν ή ψυχικήν και πνευματικήν θεραπείαν, την οποίαν έλαβον εξ Αυτού. Εξ αυτών άλλαι ήσαν θεραπευθείσαι ασθενείς (Λουκ. η', 2 ), άλλαι αμαρτωλαί λουσθείσαι εις τα δάκρυα της μετανοίας και γενικώς πάσαι ήσαν γυναίκες, αίτινες, ότι εκλεκτόν είχον, το ώφειλον εις την χάριν του Ιησού.

Ας ενθυμηθώμεν έπειτα την Σαμαρείτιδα, της οποίας τα χείλη εδροσίσθησαν εις τα ρείθρα της Χάριτος, εις το «ύδωρ το ζων» (Ιωαν. δ' , 1-42 ) και η οποία έπειτα εχρημάτισεν ευαγγελίστρια εν μέσω των συμπατριωτών της. Δεν υπάρχει διάλογος του Πλάτωνος είς το όνομα γυναικός, αλλ' η διαλεκτική διδασκαλία τού Θεανθρώπου προς την Σαμαρείτιδα είναι από τας βασικωτέρας, διότι εν αυτή υπάρχει η δεοντολογία της αληθούς «εν Πνεύματι λατρείας»(6). Φιλικοί επίσης δεσμοί συνέδεον τον Ιησούν προς τας αδελφάς του Λαζάρου Μαρίαν και Μάρθαν (Λουκ. ι', 38 και εξ.)(7).

Το παράδειγμα του Κυρίου επέδρασε και εις τους αποστόλους και τους διαδόχους αυτών. Δι' αυτό αι γυναίκες εις την αποστολικήν και μεταποστολικήν εποχήν έπαιξαν ένα σημαντικόν ρόλον εις το ιεραποστολικόν έργον του Χριστιανισμού(8) Η ισότης της γυναικός προς τον άνδρα (Γαλ. ,γ', 28: «ουκ ένι άρσεν και θήλυ») είχεν ως συνέπειαν μίαν θρησκευτικήν ελευθερίαν της γυναικός, ήτις ωφέλησε την ιεραποστολήν(9).

Είναι πολύ σημαντικόν, ότι εις τας συνάξεις των πιστών ελάμβανον μέρος και γυναίκες, αίτινες είχον δικαίωμα να προσεύχωνται και να προφητεύουν. Ως αναγινώσκομεν εν τη πρώτη πρός Κορινθίους επιστολή, «πάσα γυνή προσευχομένη ή προφητεύουσα ακατακαλύπτω τη κεφαλή καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής » (ια',(5). Προς τούτο φαίνεται, ότι αντιφάσκουν οι στίχοι ιδ', 34-35 της αυτής επιστολής « Ως εν πάσαις ταις εκκλησίαις των αγίων, αι γυναίκες υμών εν ταις εκκλησίαις σιγάτωσαν ου γαρ επιτρέπεται αυταίς λαλείν. . . αισχρόν γαρ εστιν γυναικί λαλείν εν εκκλησία ». Η αντίφασις, ως λέγει ο Harnack, αίρεται, όταν την μεν προσευχήν και προφητείαν νοήσωμεν ως γινομένην εν εκστατική καταστάσει (im ekstatischen Zustand), εις την οποίαν ουδεμία δύναμις δύναται να αντιταχθή, το δε απαγορευόμενον «λαλείν» νοηθή ως διδακτική και εποικοδομητική ομιλία (Lehrrede)(10) Εις την αυτήν επιστολήν στέλλουν ασπασμούς και ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα : «Ασπάζονται υμάς εν Κυρίω πολλά Ακύλας και Πρίσκιλλα συν τη κατ' οίκον αυτών εκκλησία » (Α' Κορ. ιστ', 19 ). Το ότι ή γυνή ενταύθα αναφέρεται πλησίον του ανδρός είναι κατά τον Harnack άξιον παρατηρήσεως, διότι εις παρομοίας περιπτώσεις κατά κανόνα ανεφέρετο μόνον ο ανήρ. Άρα η Πρίσκιλλα έπαιζε σπουδαίον ρόλον εν τη κατ' οίκον αυτής εκκλησία,(11) .

999 Αρκετά διαφωτιστικόν είναι το 16ον κεφάλαιον της προς Ρωμαίους(12) επιστολής.

Εν πρώτοις ο Παύλος συνιστά την Φοίβην: « Συνίστημι δε υμίν Φοίβην την αδελφήν ημών, ούσαν διάκονον ,της εκκλησίας της εν Κεγχρέαίς . . . και γαρ αυτή προστάτις πολλών εγενήθη και εμού αυτού » (ιστ', 1-2 ). Κατόπιν ακολουθεί η προτροπή : « Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν και Ακύλαν τους συνεργούς μου εν Χριστώ, οίτινες υπέρ της ψυχής μου τον εαυτών τράχηλον υπέθηκαν, οις ουκ εγω μόνος ευχαριστώ, αλλά και πάσαι αι εκκλησίαι των εθνών, και τήν κατ' οίκον αυτών εκκλησίαν » (στ. 3-5 ). Εδώ προηγείται το όνομα της Πρισκίλλης (Πρίσκιλλαν και Ακύλαν), ως και εν Β' Τιμ. δ', 19 (άσπασαι Πρίσκαν και Ακύλαν). Είναι φανερόν ότι το κύριον πρόσωπον είναι η Πρίσκιλλα. Δι' αυτό εις αυτήν πρωτίστως ανήκει ο έπαινος και η ευχαριστία.

Ήτο συνεργάτις του Παύλου, ιεραπόστολος και συγχρόνως διετήρει « κατ' οίκον έκκλησίαν »(13). Εις το ίδιον επίσης κεφάλαιον στέλλονται ασπασμοί εις μίαν «Μαριάμ, ήτις πολλά εκοπίασε » (στ. 6 ), προς την « Τρύφαιναν και Τρυφώσαν, τας κοπιώσας εν Κυρίω » ( στ. 12 ),- προς την « Περσίδα την αγαπητήν, ήτις πολλά εκοπίασεν εν Κυρίω » (στ. 12 ); προς την μητέρα του `Ρούφου, την οποίαν ο Παύλος θεωρεί και ως ιδικήν του μητέρα (στ. 13 ), πρός την Ιουλίαν (στ. 15 ) «πιθανώς σύζυγον του Φιλολόγου »(14) ή αδελφήν αυτού(15), προς την αδελφήν του Νηρέως (στ. 15). Πάσαι αύται αι γυναίκες ασφαλώς διά της εργασίας των θα είχον προσφέρει σημαντικάς υπηρεσίας τόσον εις τον Παύλον, όσον και εις την Εκκλησίαν (16).

Εις την πρός Φιλιππησίους επιστολήν (δ', 2 ) αναγινώσκομεν : « Εύοδίαν παρακαλώ και Συντύχην παρακαλώ το αυτό φρονείν εν Κυρίω ». Αι δύο αύται γυναίκες ήσαν πρωτεργάτιδες εις την ίδρυσιν της εκκλησίας των Φιλίππων και είχον κερδίσει τον σεβασμόν και την υπόληψιν των άλλων. Τώρα όμως διαφωνίαι είχον παρουσιασθή μεταξύ των. Ο Απόστολος επιμελώς αποφεύγει να λάβη το μέρος της μιας εκ των δύο μερίδων. Έπρεπε μόναι των να ομοφρονήσουν. Ο Παύλος ασφαλώς δεν θα ανεφέρε το επεισόδιον τούτο, αν δεν είχε σημασίαν δι' ολόκληρον την Εκκλησίαν των Φιλίπττων. Και εντεύθεν λοιπόν συμπεραίνει τις ,διά την σπουδαιότητα του γυναικείου στοιχείου εν τη αρχαία εκκλησία (17).

Αι «Πράξεις των Αποστόλων» συμπληρώνουν την εικόνα, την οποίαν προσφέρει ο Παύλος; περί της συμμετοχής των γυναικών εις τα έργα της χριστιανικής διακονίας. Εξ αρχής εις την Ιεροσολύμιτικήν Εκκλησίαν παρουσιάζεται το γυναικείον στοιχείον (Πράξ. α', 14:). Εις, την οικίαν της Μαρίας, της μητρός του Μάρκου, ετέλουν οι Χριστιανοί την κοινήν των σύναξιν και προσευχήν (Πράξ. ιβ', ,12) (18). Επισης αι « Πράξεις των Αποστόλων » ομιλούν διά την Ταβιθά εν Ιόππη, ητις ην πλήρης έργων αγαθών και .ελεημοσυνών, ων εποίει » (θ' 36), διά την Λυδίαν την πορφυροπώλιδα εις τους Φιλίππους (ιστ', 14) (19) ήτις είναι η πρώτη γνωστή Χριστιανή επί ευρωπαϊκού έδάφους (20) Εις το ίδιον βιβλίον γίνεται λόγος διά την Δάμαριν εν Αθήναις πλησίον του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου (ιζ', 34), δια τας τέσσαρας προφήτιδας θυγατέρας του Φιλίππου (κα', 9 ) και διά τον σπουδαίον ρόλον, τον οποίον έπαιξαν εν τη «διασπορά» αι γυναίκες, είτε αποκρούουσαι την νέαν θρησκείαν, είτε κηρύσσουσαι αυτήν(21). Επίσης γίνεται λόγος πάλιν διά την Πρίσκιλλαν, εντελώς σύμφωνος πρός όσα λέγει ο Παύλος (ιη', 2 ). Η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας ανέλαβον ιεραποστολικήν εργασίαν εις την Κόρινθον, Έφεσον καιί Ρώμην, ένθα μετέβησαν. Και ενταύθα πρώτον αναφέρεται η Πρίσκιλλα και έπειτα ο Ακύλας (ιη', 18 και ιη'; 26). Εκ του τελευταίου δε χωρίου (Πραξ: ιη'; 26) ο Χρυσόστομος δικαίως συμπεραίνει, ότι αυτή κυρίως υπήρξεν εκείνη, ήτις κατήχησε τον Απολλώ, πράγμα το οποίον προϋποθέτει, ότι κατείχε μεγάλην μόρφωσιν και ευστροφίαν πνεύματος, διότι και ο Απολλώς ήτο εμποτισμένος με τα νάματα της Ελληνικής σοφίας. Ούτως η Πρίσκιλλα δεν ήτο μόνον επί κεφαλής της « κατ' οίκον εκκλησίας » της, αλλ' ως μας πληροφορεί ο Παύλος, ιεραπόστολος και διδασκάλισσα (22). Κατά την γνωστήν θεωρίαν του Harnack η προς Εβραίους επιστολή ίσωc εγράφη υπό' αυτής ή υπό του ανδρός της(23). Εκ των ολίγων αυτών συμπεραίνομεν, ότι ό Χριστιανισμός ύψωσε , την γυναίκα εις υψηλόν θρόνον τιμής. Βεβαίως εντός της Κ. Δ. υπάρχουν ολίγα χωρία, άτινα εκ πρώτης όψεως φαίνεται, ότι έχουν αντιφεμινιστικόν πνεύμα. Αλλ' αν εξετάσωμεν τα χωρία αυτά εντός των πλαισίων της φιλολογικής των συναφείας και των ιστορικών των συναρτήσεων, ασφαλώς θα αποκτήσωμεν αντίθετον γνώμην. Βεβαίως ο Παύλος ατταγορεύει εις τας γυναίκας το δημόσιον κήρυγμα, αλλά τούτο γίνεται διά να προφυλάξη από τας καταχρήσεις εις τας οποίας ωδήγησεν ή ελευθερία, ήτις προηγουμένως φαίνεται, ότι υπήρχεν επί του ζητήματος αυτού. Δεν πρέπει να λησμονώμεν, ότι κατά τους χρόνους της εμφανίσεως του Χριστιανισμού η θέσις της γυναικός εντός της κοινωνιας ήτο αθλία. Κατά το ρωμαϊκον δίκαιον η γυνή, είτε ως κόρη είτε ως σύζυγος, διετέλει υπό την εξουσίαν του ανδρός (24). Τότε υπήρχε γενική περιφρόνησις προς την γυναίκα. Εις τους παπύρους της Οξυρίγχου εύρέθη και μία επιστολή, την οποίαν κατά το 1 π.Χ..έστειλεν εις την επίτοκον γυναίκα του Ιλαρίων τις. Λοιπόν της γράφει : « Εάν (το γεννηθέν ) η άρσεν, άφες εάν ή θήλυ, έκβαλε»(25). Αυτό είναι χαρακτηριστικόν του πνεύματος της τότε εποχής. Και εις τους Ιουδαίους επεκράτει τότε πνεύμα περιφρονήσεως προς τας γυναίκας. Οι ραββίνοι κατέκρινον τας συνδιαλέξεις με γυναίκας, πράγμα το οποίον απέβη έθιμον εις τους Ιουδαίους, τους συγχρόνους προς τον Κύριον(26). Εις μίαν τοιαύτην εποχήν και ατμόσφαιραν αντήχησε το λυτρωτικόν διά την γυναίκα κήρυγμα του Χριστιανισμού. Οι ολίγοι περιορισμοί, τους οποίους ο Παύλος έθεσεν εις την γυναικείαν δράσιν επεβάλλοντο από το συμφέρον της εκκλησίας καί όχι από τυχόν ύπαρξιν αντιφεμινιστικού πνεύματος.

Είναι αληθές ότι με την πάροδον του χρόνου έγιναν μεγαλύτεροι οι περιορισμοί εις τα δικαιώματα της χριστιανής γυναικός. Εις τούτο συνετέλεσε και το μοναχικόν και ασκητικόν πνεύμα, το οποίον ολίγον κατ' ολίγον ανεπτύχθη εν τη Εκκλησία, ως και η αντίδρασις προς τας αιρέσεις, εις τας οποίας η γυναικεία δραστηριότης έφθασεν εις υπερβολάς και καταχρήσεις(27). Παρ' όλα αυτά, και κατά τους επομένους αιώνας δεν παύει να είναι υψηλή η θέσις της γυναικός εντός της Εκκλησίας, ως προκύπτει από εν πρόχειρον αντίκρυσμα ολίγων εκ των υπαρχουσών μαρτυριών.

Εις τας παλαιάς αποκρύφους «Πράξεις του Παύλου» αι γυναίκες παίζουν μέγαν ή μάλλον τον πρώτον ρόλον. Το έργον αύτό διαπνέεται υπό μεγάλου φεμινιστικού πνεύματος. Βεβαίως εις τας λεπτομερείας εχει χαρακτήρα μυθιστορηματικόν, αλλά πάντως ειναι προσηρμοσμένον εις την ατμόσφαιραν της εποχής του. Πάντοτε το πλαστόν νόμισμα διά να κυκλοφορήση, απομιμείται την μορφήν του γνησίου. Λοιπόν αι «Πράξειςτου Παύλου» ομιλούν διά πολλάς γυναίκας και διά την Θέκλαν εις το Ικόνιον(28) ήτις ανέπτυξε μεγάλην ιεραποστολικήν δράσιν, «πολλούς φωτίσασα τω λόγω του Θεού ». Είναι τελείως απίθανος η εκδοχή, ότι ο συγγραφεύς εφεύρε την μορφήν της Θέκλης. Ασφαλώς υπάρχει ιστορικός πυρήν, ανταποκρινομενος εις συγκεκριμένην πραγματικότητα(29). Και η Εκκλησία εδέχθη την ιστορικότητα της περί Θέκλης παραδόσεως και εορτάζει την μνήμην αυτής την 24ην Σεπτεμβρίου, θεωρούσα αυτήν ώς «πρωτομάρτυρα και πρώταθλον ,εν γυναιξίν». Κατά το «συναξάριον » αυτής έδρασεν ιεραποστολικώς «εν διαφόροις πόλεσι, τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ευαγγελισαμένη και πολλούς πρός την εις Χριστόν πίστιν επισπασαμένη». Επισης και αι βραδύτεραι απόκρυφοι ιστορίαι των αποστόλων είναι πλήρεις ειδήσεων δια την ιεραποστολικήν δράσιν γυναικών εις την Ρώμην και τας επαρχίας(30) Οι Χριστιανοί έπειτα απολογηταί τονίζουν, ότι αι χριστιαναί γυναίκες, διά τας οποίας ο Χριστιανισμός υβρίζεται ως κατωτέρα θρησκεία, δύνανται να δώσουν καλυτέραν απάντησιν διά τα θεία πράγματα παρά οι φιλόσοφοι(31).

Πολλάκις αναφέρονται γυναίκες, αναγινώσκουσαι ιδιαιτέρως τήν Βίβλον(32).

Οιί άπολογηταί και οι χριστιανοί διδάσκαλοι είχον επίσης γυναίκας ως μαθητρίας.

Εις τον κύκλον των μαθητών του Ιουστίνου ευρίσκετο μία Χάρις(33). Ο Διονύσιος εκ Κορίνθου γράφει μίαν βαθυστόχαστον επιστολήν εις μίαν Χρυσοφόραν, «πιστοτάτην άδελφήν»(34).

Ιππόλυτος εις το επιστημονικόν υπόμνημα εις τον Δανιήλ, προϋποθέτει, ότι θα το αναγνώσουν και γυναίκες πεπαιδευμέναι(35) Περισσότεραι είναι αι γυναίκες, αίτινες ανήκον εις τον κύκλον του Ωριγένους. Πολλαί μαθήτριαί του έγιναν μάρτυρες(36). Αυτός δε αφιερώνει. μίαν πραγματείαν διά την προσευχήν μιας Τατιάνας, την οποίαν χαρακτηρίζει «κοσμιωτάτην και ανδρειοτάτην (37. Επίσης η σύζυγος του υψηλού του φίλου Αμβροσίου, η Μαρκέλλα, ελάμβανε μέρος εις τας μελέτας του(38). Εις την Καισάρειαν της Καππαδοκίας εφιλοξενήθη επί διετίαν εις την οικίαν μιας κυρίας, εχούσης χριστιανικά φιλολογικά ενδιαφέροντα(39). Οι Ίβηρες δε εις τον Καύκασον διηγούνται κατά τον ε' αιώνα, ότι την θεμελίωσιν του Χριστιανισμού εις την χώραν των την οφείλουν εις μίαν χριστιανήν γυναίκα και προφητιδα, την οποίαν απήγαγον ως αιχμάλωτον πολέμου(40). Χαρακτηριστικόν , είναι και το παράδειγμα των γυναικών, αι οποίαι ήσαν πέριξ του αγίου Ιερωνύμου, ο οποίος τακτικώς εφοιτα εις την οικίαν της χήρας Μαρκέλλης και εις τας συγκεντρώσεις ευσεβών ρωμαίων πατρικίων δεσποινών, ασχολουμένων περί τα θεία και την ερμηνείαν της Γραφής. Ονομαστή έμεινεν η Πάουλα, ήτις ηκολούθησεν αυτόν εις την Παλαιστίνην. Αύτη ίδρυσεν εκεί γυναικείαν μονήν, εις την οποίαν προέστη η ιδία, ως και ξενοδοχεία(41) . Άξιον προσοχής έπειτα είναι και το παράδειγμα της ευγενούς ρωμαίας Μελανίας, ως και της εγγονής αυτής Μελανίας της νεωτέρας, των οποίων η δράσις συνεδέθη με τον Ρουφίνον(42). Και γενικώς εις την Ιστορίαν του Χριστιανισμού απαντούν πλείσται γυναίκες, λαβούσαι ενεργόν συμμετοχήν εις την εκκλησιαστικήν ζωήν. Πλησίον δε όλων αυτών των γνωστών γυναικείων φυσιογνωμιών, πλησίον των γνωστών ονομάτων της Μακρίνης, αδελφής του Μ. Βασιλείου(43), της Ανθούσης, μητρός του Χρυσοστόμου(44), της Νόννης, μητρός Γρηγορίου του Ναζιανζηνού(45), της Μονίκης, μητρός του ιερού Αυγουστίνου(46) και τόσων άλλων γνωστών αγίων γυναικών(47), υπάρχει το ανώνυμον πλήθος των ηρωΐδων της Χριστιανικής αγάπης. «Εν γένει τόσην επίδρασιν έσχεν η γυνή και τόσον σπουδαίον πρόσωπον διεδραμάτισε κατά τους χρόνους της ιδρύσεως και εξαπλώσεως της Εκκλησίας, ώστε ο κατά τον β' αιώνα ακμάσας πολέμιος του Χριστιανισμού Κέλσος καλεί τον Χριστιανισμόν θρησκείαν των γυναικών, ο δε Αυτοκράτωρ Λικίνιος ενόμισεν ότι θα φέρη θανάσιμον κτύπημα κατά της Εκκλησίας, εκδίδων νόμον ... δι' ου απηγορεύετο εις τας γυναίκας η φοιτησις εις τους ναούς»(48).

Καθ' όλους τους βυζαντινούς χρόνους εξηκολούθησεν η γυναικεία δράσις εν τη Εκκλησία. Βεβαίως το μοναχικόν πνεύμα την περιώρισεν, αλλά. πάντοτε αύτη εύρε γόνιμον έδαφος πρός δράσιν και καρποφορίαν εις την σφαίραν της Χριστιανικής αγάπης και διακονίας.

Τα γυναικεία βυζαντινά μοναστήρια - όπως και τα ανδρικά -- διεκρίθησαν διά την εξάσκησιν των έργων της αγάπης(49). Περιέθαλπον πτωχάς γυναίκας παρείχον εις απόρους γυναίκας υφαντικήν και πλεκτικήν εργασίαν, ίνα με τα κατασκευαζόμενα είδη επενδύωνται τα ορφανά των ορφανοτροφείων, τα οποία ευρίσκοντο πλησίον των μοναστηρίων. Εις πολλά μοναστήρια υπήρχεν εργοδότρια άδελφή. Πολλαί εκ των γυναικών μοναχών είχον ιατρικάς και φαρμακευτικάς γνώσεις καί περιέθαλπον ασθενείς γυναίκας. Εντός των αναφερθέντων ορφανοτροφείων αι μικραί τρόφιμοι εξεπαιδεύοντο συνήθως υπό γυναιςών μοναχών.

Αι αδελφαί επέβλεπον τα ανατρεφόμενα κοράσια, ίνα μανθάνουν υφαντικήν, κέντημα, μουσικήν και άλλα χρήσιμα πράγματα (50). Εντός των μοναστηρίων αυτών υπήρχον δύο κιβώτια, ό σκοπός των οποίων εφαίνετο εκ τών επιγραφών, αίτινες υπάρχουν επ' αυτών.Επι του ενός εγραφετο «εις αιχμαλώτων ανάρρυσιν», επί τού άλλου δε «εις πενήτων διατροφήν». Διά τών συλλεγομένων εν αύτοίς χρημάτων περιεθάλποντο οι πάσχοντες και εξηγοράζοντο αιχμάλωτοι από τους πειρατάς και τους βαρβάρους(51). Πολλάκις αι αδελφαί ανεκούφισαν τους αιχμαλώτους, έλυσαν τα δεσμά των, επότισαν με το δροσερόν ύδωρ του ξενείου των τους διψώντας, έπλυναν καλώς τας πληγάς των τραυματιών, παρέσχον εις τα πεινώντα παιδία άρτον και τυρόν, έδωσαν ολί-γον τονωτικόν οίνον εις τους γέροντας, των οποίων έτριψαν με προσοχήν τα αιμωδιώντα μέλη. Αδελφαί «λουτράρισσαι» προσέφερον τας υπηρεσίας των, σαπωνίζουσαι και σπογγίζουσαι με τα. σπαρτία (τζίβες) τας λουομένας απελευθερωθείσας αιχμαλώτους και οδηγούσαι αυτάς εις αναπαυτικάς κλίνας(52). Γενικώς, πλεισται εκ των γυναικών μοναχών προσέφερον ολόκληρον την ζωήν των μίαν διαρκή θυσίαν εις τον βωμόν της αγάπης.

Εκτός των γυναικείων μοναστηρίων και μάλιστα όχι μόνον παραλλήλως προς αυτά, αλλά και πολν προ της ιδρύσεως αυτών - πιθανώς από αυτής της αποστολικής εποχής εμφανίζεται εντος των κόλπων της Εκκλησίας ωργανωμένη γυναικεία δράσις, εκπροσωπουμένη κυρίως από την τάξιν των «διακονισσών ».

Αύται, εγκαθιστάμεναι εις το «αξίωμά των» υπό της Εκκλησίας, αφιερούντο αποκλειστικώς εις τα έργα της εκκλησιαστικής διακονίας εν μέσω κυρίως των ομο-φύλων των.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Δ. Μπαλάνου,« Η θέσις τής γυναικός εν ταϊς θρησκείαις και ιδίως εν τω Χριστιανισμώ 1910, σελ. 41-42. Π. Μπρατσιώτου, Η γυνή εν τη Βίβλω (2) (1940), σελ. 52. Ε. Θεοδώρου, Αι γυναίκες εις την αρχαίαν Εκκλησίαν, περ. «Αναγέννησις», έτ. Α' (1945) , σελ. 9-10. Ed. F:v. d. Goltz, Der Dienst der Frau in der christlichen Kirche (2) (1914 ), Erster Teil, σελ. 7.

2. Dr. Julius Boehmer, Das Lukasevangelium in religiφsen Betrachtungen fόr das moderne Bedόrfnis, Gόtersloh 1909, σελ. 123.

3. Δ. Mπαλάνου, ένθ' ανωτ., σελ. 42. Πρβλ. L. Zscharnack, Der Dienst der Frau in den ersten Jahrhunderten der chr. Kirche (1902); σελ: 18.

4. Jul. Boehmer, ένθ' aνωτ.

5. Πρβλ. Ed. F. v. d. Goltz, ένθ' άνωτ., σελ. 7.

6. Π. Μπρατσιώτου,ένθ' άνωτ., σελ. 27.

7. Αξία προσοχής είναι η επιείκεια, την οποίαν δεκνύει ο Κύριος προς τας αμαρτωλάς γυναίκας (Λουκ. ζ', 37 κ ε.). Πρβλ. και το χωρίον Ιωαν. η' , 3-11, όπερ λείπει από των αρχαιοτέρων κωδίκων (Δ. Μπαλάνου, ένθ' ανωτ., σελ. 41).

8. Ad. v. Harnack, Die Mission und Ausbreitung des Christentums in ~den ersten drei Jahrhunderten,(4) τόμ. 2ος (1924), σελ. 589.

9. Ενθ' ανωτ.

10. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ. 590. Διά το νόημα των ως άνω στίχων, ιδέ Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επ. του ΙΙαύλου (1937 ), ως και άλλα ερμηνευτικά υπομνήματα.

11. Ένθ' ανωτ., σελ. 591..

12. Πρβλ., Ed. F. v. d. Goltz, ένθ' ανωτ., σελ: 9.

13. Κατά τον Harnack.η Πρίσκιλλα, ως διδάσκουσα και ιεραποστολικώς δρώσα, θα ηδύνατο να ονομασθή «η απόστολος» (ένθ' άνωτ.). Πρβλ. ed. F, v. d. Goltz, ένθ' ανωτ, σελ. 8.

14. Harnack; ένθ' ανωτ., σελ. 592.

15. Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επιστολάς του Παυλου (1937) , σελ: 134. 16.- Harnack, ένθ' ανωτ. Πρβλ. Δ. Μπαλάνου, ένθ' ανωτ., σελ. 43:

17. Harnack, ένθ' ανωτ. Πρβλ. Ed.. F. v. d. Goltz; ένθ' ανωτ., σελ. 9.

18. Ένθ' ανωτ. Πρβλ. Δ. Μπαλάνου, ένθ' ανωτ., σελ. 43. Π. Μπρατσιώτου, ένθ' ανωτ., σελ. 54.

19. Π. Μπρατσιώτου, ένθ' ανωτ., σελ. 54-55. Ed. F. v: d. Goltz, ένθ' ανωτ., σελ. 7. J. Holzner, Παύλος (Μετ. Ιερ. Κοτσώνη), 1948, σeλ. 181. 20.- Τρείς γυναίκες έλαβον μέρος εις την θεμελίωσιν της Εκκλησίας των Φιλιππησίων, η Λυδία, η Ευοδία και ή Συντύχη. Εάν το όνομα Λυδία ήτο επώνυμον, τότε πρέπει η Λυδία να ταυτίζεται προς την Ευοδίαν ή την , Συντύχην ( Harnack, ένθ' άνωτ.).

21. «Oι δε Ιουδαίοι παρώτρυναν τας σεβομένας γυναίκας τας ευσχήμονας.... και επήγειραν διωγμόν επί τον Παύλον και Βαρνάβαν» ( Πραξ. ιγ', 50) . Εν Θεσσαλονίκη «προσεκληρώθησαν των Παύλω και τω Σίλα; των τε σεβομένων Ελλήνων πλήθος πολύ, γυναικών τε των πρώτων ουκ ολίγαι» (ιζ', 4):.Εν Βερροία, «πολλοί επίστευσαν και των Ελληνίδων γυναικών των ευσχημόνων και ανδρών ουκ ολίγοι» ( ιζ', 12 ) κλπ. Harnack~ ένθ' ανωτ., σελ. 593.

22. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ: 594.

23. Ένθ' άνωτ. Πρβλ: Lydia Stocker, ένθ' ανωτ.; σελ. 14. Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις την προς Εβραίους και τας επτά καθολικάς, Αθήναι 1941;σελ. 19.

24. Δ. Μπαλάνου, ένθ' άνωτ., σελ. 29. Γ. Βερίτη, Η γυναίκα στο Βυζάντιο, «Ακτίνες», Ιανουάριος 1944, σελ. 27-28.

25. Adolf Deissmann, Licht vom Osten,(4) Tubingen 1943, σελ. 134.

26. Δι' αυτό και οι Απόστολοι θαυμάζουν διά την συνδιάλεξιν του Κυρίου με την Σαμαρείτιδα (Ιωάν. δ', 27 ). Π. Μπρατσιώτου, ένθ' ανωτ., σελ. 27..

27. «Εις πολλάς αιρέσεις η γυνή έλαβεν ιερατικά δικαιώματα εις την αίρεσιν του γνωστικού Μάρκου γυναίκες απήγγελλον τας ευχάς της θείας ευχαριστίας και μετέδιδον εις τους πιστούς τον oίνον' εις την αίρεσιν του Μαρκίωνος αι -γυναίκες εδίδασκον, εξώρκιζον και εβάπτιζον εις τον Μοντανισμόν ως συναρχηγοί της κινήσεως παρά τω Μοντανώ ίσταντο αι προφήτιδες Πρίσκιλλα και Μαξιμίλλα» (Δ. Μπαλάνου, ένθ' ανωτ., σελ. 45) . Πρβλ. Lydia Stocker, Die Frau in der alten Kirche, Tubingen 1907, σελ. 28.

28. Holzner, ένθ' ανωτ., σελ. 128-129. Πρβλ. Ed. F. v. d. Goltz, ένθ' ανωτ., σελ. 11.

29. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ. 598. Πρβλ. Holzner, ένθ' ανωτ.

30. Harnack, ένθ' ανωτ. 31.- Ένθ' ανωτ., σελ. 599. 32.- Ένθ' ανωτ.

33. Ένθ' ανωτ.

34. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. 4, 23. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ. 599.

35. Harnack, ένθ' ανωτ.

36. Γενικώς πλείσται γυναίκες κατά τους χρόνους των διωγμών έλαβον τον στέφανον του μαρτυρίου (Μπαλάνου, ένθ' ανωτ., σελ. 47 ) Πρβλ. Lydia Stocker, μν. έ., σελ. 10-11.

37. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ. 599-600.

38. Ένθ ανωτ., σελ. 600. Πρβλ. Ed. F. v. d. Goltz, μν. έ., σ. 36-37.

39. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία 4,17. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ. 600.

40. Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία 1,20. Σωζομ., 'Εκκλ. Ιστορlα 2,7. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ. 604.

41. Δ. Μπαλάνου, ΙΙατρολογία (1930 ), σελ. 450-454.

42. Δ. Μπαλάνου, ΙΙατρολογία, σελ. 460. Πρβλ. Ed. F. v. d. Goltz, ένθ' ανωτ., σελ. 40.

43. Δ. Μπαλάνου, ένθ' ανωτ. σελ. 289, 291, 328, 331. .

44. Αυτόθι, σελ. 344.

45. Ένθ' ανωτ., σελ. 305.

46. Αυτόθι, σελ. 463-467.

47. Περί των γυναικών τούτων έλεγεν ο ρήτωρ Λιβάνιος «Βαβαί, οίαι παρά Χριστιανοϊς γυναίκές εισιν» ( Δ. Μπαλάνου, Η θέσις της γυναικός....εν τω Χριστιανισμώ, σελ. 48 ).

48. Δ. Μπαλάνου, αυτόθι, σελ. 48. Εύσεβίου, Βίος Κωνσταντίνου Ι, 53 : Λικίνος «νόμον ετίθει.... μη επί τα σεμνά της αρετής διδασκαλεία φοιτάν το γυναικών γένος».

49. Φαίδωνος Κουκουλέ, Η μοναχή Θεοδούλη, Αθήναι 1928. Επίσης πρβλ. Γ. Σωτηρίου, Αι μοναί της Ελλάδος και η εθνική των δράσις κατά τούς βυζαντινούς χρόνους, Αθήναι 1936. Α. Κούζη, Αρχεία Ιατρικής και Βιολογίας 1920, σελ. 44 κ. ε. Κ. Αμάντου, Η ελληνική φιλανθρωπία κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, «Αθηνά», τ. 35 (1923 ), σελ. 131 κ. ε~. Του αυτού, Ιστορία του βυζ. κράτους, Αθήναι 1939, σελ. 23-39. Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτιτμός, τ. Β ( Ι ), Αθήναι 1948, σελ. 64-178. Uhlhorn, Die chr. Liebestatigkeit in der alten Kirche (1882 ). Dr. Wilh. Liese, Geschichte der Garitas, 2 τόμοι, Freiburg i. Br. 1922.

50. Φ. Κουκουλέ, Η μοναχή Θεοδούλη, σελ. 41, 42, 44-49, 57.

51. Αυτόθι, σελ. 58.

52. Ένθ' ανωτ., σελ. 63, 64, 65.

Προηγούμενη Σελίδα