Βασίλειος Τατάκης
Η Συμβολή της Καππαδοκίας στη Χριστιανική Σκέψη
Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο, εκδ. Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1989.
18. Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ
Στις αρχές κιόλας του 4ου αιώνα ο χριστιανισμός, από διωκόμενος, γίνεται επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους. Κοσμοϊστορική μεταβολή, που σημαδεύει στους αιώνες την πορεία της ανθρωπότητος, και την ίδια ώρα δείχνει πόση εσωτερική δύναμη, αλλά και τι επέκταση και διάδοση είχε πάρει ο ευαγγελικός λόγος, θεμελιωμένος κιόλας με τα λογικά όπλα της ελληνικής φιλοσοφίας και ζυμωμένος με την παράδοση της Εκκλησίας αλλά και την πίστη και την αρετή και το πνεύμα των μαρτύρων και των πιστών. Η ιστορία του ανθρώπου δεν έχει, νομίζω, να παρουσιάσει άλλη σελίδα με τόση σημασία και βάρος. Το όνειρο της ελληνικής παιδείας, το όνειρο του Αλέξανδρου και των Ρωμαίων, το πραγματώνει με τη σειρά του ο χριστιανισμός. Προβάλλει τον άνθρωπο στην παγκοσμιότητά του, μια παγκοσμιότητα όχι πολιτική, ούτε λογική, αλλά πνευματική. Έπαθλο του ορίζει να κερδίσει τη βασιλεία των ουρανών. Το έσχατο αυτό τέλος και το νόημα της επίγειας ζωής προσδιορίζει και ευρύτατο πλαίσιο αποτελεί, όπου ο άνθρωπος ολοκληρώνει τη φύση του ως πνεύμα, όχι μόνο ως λόγο• την ολοκληρώνει για να μπορέσει να την ξεπεράσει, γιατί του ανοίγεται τώρα ο δρόμος προς τη θέωση.
Η μεγάλη αυτή μεταβολή στη θέση του χριστιανισμού μέσα στην κοινωνία του Ρωμαϊκού κράτους συνοδεύεται και από ένα άλλο πολύ σημαντικό περιστατικό, τη μεταφορά της έδρας της Αυτοκρατορίας στην ελληνική Ανατολή. Εκτός από τους πολιτικούς ή στρατιωτικούς λόγους που την προκάλεσαν, η μεταφορά τούτη δείχνει ότι η ελληνική Ανατολή ήταν το κύριο κέντρο που διαμόρφωνε και κατεύθυνε το νέο πνεύμα που το Ρωμαϊκό κράτος αποφάσισε να αναγνωρίσει επίσημα και να υπηρετήσει.
Ήταν φυσικό οι σπουδαίες αυτές μεταβολές να επιφέρουν ανάλογες συνέπειες και να προσδιορίσουν προσανατολισμούς που προσδίνουν διαφορετικούς τώρα τόνους στη δραστηριότητα του χριστιανικού πνεύματος. Έτσι, η εξάπλωση και διάδοση του χριστιανισμού στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας παίρνει τώρα ταχύτερο ρυθμό. Γίνεται και κάτι άλλο. Ευθύς από την αρχή ασπάστηκαν το χριστιανισμό και άνθρωποι του πνεύματος, όπως ο Κλήμης, ο Ιουστίνος και άλλοι, λαϊκό όμως κατά το μέγιστο μέρος του ήταν το ποίμνιο της Εκκλησίας. Είναι τώρα η ώρα των καλλιεργημένων ανθρώπων να προσέλθουν στο χριστιανισμό, που έχει πια παρουσιάσει με μεθοδική, χάρη στη Σχολή της Αλεξανδρείας, συγκρότηση, τη διδασκαλία του, διδασκαλία που όλο και περισσότερο απλώνεται και επιχειρεί να καλύψει και να δώσει τον τόνο της σε όλους τους χώρους της ζωής αλλά και του πνεύματος, στη σκέψη, αλλά και στην τέχνη.
Η νίκη όμως του χριστιανισμού, όπως κάθε νίκη, ήταν, συγχρόνως, νίκη και μαζί η πιο κρίσιμη και αποφασιστική ώρα. Όταν νικάς, η δοκιμασία στην οποία μπαίνεις είναι πολύ δυσκολώτερη και ουσιαστικότερη από κείνη που αντιμετώπιζες την ώρα της πάλης. Τώρα κυρίως δοκιμάζεται και κρίνεται η ουσία του νικητή. Τώρα προβάλλει και για το χριστιανισμό άμεση η ανάγκη να οργανώσει σε ευρύτερη κλίμακα τη δράση του, να πραγματώσει αρτιότερα, ανεμπόδιστος από εξωτερικούς διωγμούς, την αποστολή του, να παρουσιάσει την πνευματική του οντότητα ολοκληρωμένη, να δείξει την εσωτερική του ενότητα.
Στη νέα τούτη ώρα ο χριστιανισμός ανταποκρίθηκε με καταπληκτική ενεργητικότητα. Εξακολουθεί, παρά τη νίκη, ο τόνος να είναι αγωνιστικός. Για τούτο, ρητορική χροιά χαρακτηρίζει την πλούσια χριστιανική συγγραφική παραγωγή αυτών των χρόνων. Η ρητορική δεσπόζει άλλωστε και στη σύγχρονη τελευταία άνθηση των εθνικών γραμμάτων (Λιβάνιος, Ίμέριος, Θεμίστιος, Ιουλιανός κ.ά. ).
Απέναντι όμως των εθνικών ο αγωνιστικός τόνος δεν έχει την παλιά οξύτητα. Στά ξίφη που διασταυρώνονται διαβλέπει κανείς τώρα, στο βάθος, έναν πόνο και έναν οίκτο και από τις δυο πλευρές. Πονούν οι εθνικοί, εκείνοι που έχουν συνείδηση της αξίας της ελληνικής παιδείας, όταν βλέπουν πλούσια προικισμένες φύσεις, όπως τον Βασίλειο και τον φίλο του Γρηγόριο, να παραστρατούν, να μη δίνονται ολόκληροι στην παιδεία τούτη, αλλά να μπαίνουν στην υπηρεσία μιας θρησκείας που τους είναι ακατανόητη. Βαθύτερος είναι ο πόνος και ο οίκτος που αισθάνονται χριστιανοί σαν τον Βασίλειο και τον Γρηγόριο για τους εθνικούς που, ενώ η χριστιανική αλήθεια έχει αποκαλυφθεί, εξακολουθούν να μένουν στο σκότος, δε θέλουν να σωθούν, ενώ θα μπορούσαν. Γι' αυτό, προσπαθούν να πείσουν τους εθνικούς να στραφούν προς το χριστιανικό φως, να το δεχτούν. Τέτοιο έργο δεν χρειάζεται οξύτητα, αλλά πειθώ. Πειθώ πρέπει να δημιουργήσουν οι ηγέτες της χριστιανικής διδασκαλίας και στο ακροατήριο των πιστών, προσπαθώντας να τους αποκαλύψουν βαθύτερα τις αλήθειες της θρησκείας, να ανεβάσουν την απλή ψυχή τους σε υψηλότερη μορφή θρησκευτικής ζωής. Όχι μόνο τούτο. Τώρα που έλειψαν οι εξωτερικοί διωγμοί, η ζωή του χριστιανού χάνει τη δραματική αίσθηση ότι ο πιστός είναι αθλητής της πίστεως, πίστεως που πρέπει να είναι κάθε στιγμή έτοιμος να την ομολογήσει, να τη βεβαιώσει, που μπορεί κάθε στιγμή να του δώσει την ευκαιρία να σταυρωθεί γι' αυτήν, να γίνει άξιος μιμητής του Χριστού, Ύπήρχε ο κίνδυνος να υποστεί χαλάρωση η ιδιαίτερη χριστιανική αρετή που θέλει κάθε πιστό της άγρυπνο στρατιώτη του Χριστού και, αν κρίνουμε από τις συχνές αναφορές. Ιδιαίτερα του Βασιλείου, στο θέμα τούτο, αναφορές γεμάτες πόνο και πικρία, φαίνεται πως δεν έλειψε η χαλάρωση. Έπρεπε λοιπόν άγρυπνη η διδασκαλία και το κήρυγμα να στρέψουν τώρα την προσοχή του πιστού ακόμα περισσότερο στο εσωτερικό νόημα της χριστιανικής αρετής• να του αποκαλύψουν τον ακατάπαυτο αγώνα με τον εαυτό μας ως άνθρωπο του κόσμου τούτου, με το άλογο ας πούμε μέρος της ψυχής, αγώνα που χρειάζεται όλες τις αγαθές μας δυνάμεις, και τη συμπαράσταση του Θεού, για να είναι καλλίνικος. Όλ’ αυτά στάθηκαν πολύτιμα κίνητρα που ώθησαν στην ανάπτυξη του χριστιανικού ρητορικού λόγου, με κύριο και υποδειγματικό του εκπρόσωπο στην εποχή τούτη τον Μέγα Βασίλειο.
Όλη όμως την οξύτητα και δριμύτητά του ο αγωνιστικός τόνος την παίρνει τώρα σ' έναν άλλο τομέα, στην ανάγκη να διατηρήσει η νέα θρησκεία την ενότητα της, που έρχονται να τη διασπάσουν οι μεγάλες αιρέσεις, όσες αναπτύσσονται κυρίως γύρω στο πρόσωπο του Ιησού και στο δόγμα της Αγίας Τριάδος. Δραματική ώρα. Αν επικρατούσε η κίνηση για τη διάσπαση, η νίκη θα έφευγε από τα χέρια που μόλις την έπιασαν. Επιτακτική προβάλλει λοιπόν η ανάγκη να δοθεί η ορθή ερμηνεία των βασικών χριστιανικών αληθειών, να διατυπωθούν με τρόπο σαφή και ουσιαστικό τα δόγματα του αληθινού χριστιανού. Το μέγα τούτο έργο, στο κυριότερο μέρος του, τότε, και εδώ, στην ελληνική Ανατολή, συντελέστηκε. Αυτή ολοκλήρωσε για το χριστιανισμό τὸ ὀρθὰ δοκεῖν, την ορθοδοξία, συνέλαβε και διατύπωσε το χαρακτηριστικά χριστιανικό πνεύμα. Ορθά παρατηρήθηκε ότι στο βάθος της διαμάχης ορθοδόξων και αιρετικών ανευρίσκουμε μια αντιδικία της θρησκείας και της φιλοσοφίας. Αντιπροσωπεύουν οι αιρετικοί, χωρίς πάντα να το έχουν συνειδητοποιήσει, μιαν επιθετική επιστροφή της φιλοσοφίας με μορφή χριστιανική, της φιλοσοφίας που διεκδικεί τα πρωτεία για την καθοδήγηση του ανθρώπου με τον ορθό λόγο. Συχνά στην πολεμική τους οι ορθόδοξοι πατέρες επισημαίνουν τη συγγένεια των αιρετικών θέσεων με την εθνική φιλοσοφία, συγγένεια όχι μόνο στα μεθοδικά όπλα, αλλά στις αρχές και τα έσχατα τέλη. Εκείνο που προβάλλουν οι αιρετικοί, και για το οποίο επιδιώκουν να πείσουν, είναι η λογική αναγκαιότητα που διέπει τη σκέψη τους και οδηγεί κατ' ανάγκην στις θέσεις που υποστηρίζουν. Η στάση τους αυτή κυρίως απέσπασε το χαρακτηρισμό ότι είναι φιλοσοφικότεροι των αντιπάλων τους. Τα αποσπάσματα των έργων τους αφήνουν, αλήθεια, να διαφαίνεται έντονη διάθεση για αντικειμενική λογική έρευνα των θεμάτων που τους απασχολούν• η φιλοσοφικότητα όμως πρέπει κυρίως να κριθεί από το περιεχόμενο του ορθολογισμού, όχι μόνο από τη μεθοδικά λογική πορεία. Εκτός από το στενό και μονοκόμματο ορθολογισμό, υπάρχει και ο άλλος, που έχει πλατιά βάση, είναι πολύπλευρος, πηγάζει ή τείνει σε πιο ολοκληρωμένη θεώρηση, δε φοβάται, όταν πρέπει, να ομολογήσει την αδυναμία του, να αναγνωρίσει ότι υπάρχει θέση και για αγνωστικισμό• αγνωστικισμό όμως που δεν είναι στείρα άρνηση, αλλά θέση για την υπέρτατη ανύψωση της ψυχής προς το θείον. Τη δεύτερη τούτη φιλοσοφικότητα πλούσια τη βρίσκουμε στους πατέρες που υποστηρίζουν την ορθοδοξία. Η στάση των αιρετικών απέναντι στα δόγματα της θρησκείας, εκτός από το μονοκόμματο ορθολογισμό της, ή καλύτερα εξαιτίας του, βλέπει τα δόγματα σα φιλοσοφικά κυρίως θέματα• η απόληξη θα ήταν η μετατροπή του χριστιανισμού σε μια φιλοσοφική θεωρία, μια μέσα στις άλλες. Θα έδιναν μιαν ενδιαφέρουσα για τις μεταφυσικές της απόψεις θεωρία του ὄντως ὄντος και των σχέσεών του με τη δημιουργία, θα αφαιρούσαν όμως από την ψυχή το στήριγμα που της δίνει η θρησκεία, το κάλεσμα για την τελείωση, την ολοκλήρωση, τη σωτηρία της. Γιατί θα περιόριζαν σε επικίνδυνο βαθμό τη θέση του μυστηρίου. Και η θρησκεία στην ουσία της είναι εξόρμηση της ψυχής στον κόσμο του μυστηρίου, που και την εξανθρωπίζει και την αγιάζει. Αυτόν τον κίνδυνο διαβλέπουν οι ορθόδοξοι Πατέρες και γι' αυτό αγωνίζονται να διασώσουν τις χριστιανικές αλήθειες με όλη τη θρησκευτική τους ουσία• πάνω απ' όλα την ιστορικότητα του χριστιανισμού, που κύριο μάρτυρα και στήριγμά της έχει τον θεάνθρωπο Ιησού, αλλά και τη μυστική ουσία της θρησκείας. Με το να είναι στη βάση της και στην ουσία της τέτοιας μορφής, η στάση των ορθοδόξων δεν είναι καθόλου λιγότερο φιλοσοφική. Ο Θεός πού παρουσιάζουν και ο Άνθρωπος που οργανώνουν ανοίγουν άσωστους δρόμους τόσο στη δραστηριότητα του πνεύματος όσο και στο στίβο των πράξεων. Τον αγνωστικισμό τους τον περιορίζουν σε θέματα που βρίσκονται πέρα από τη νοητική ικανότητα του ανθρώπου, θέματα που ο άνθρωπος μπορεί να τα πλησιάσει μόνο όταν αφήσει να τον
φωτίσει η φωνή του Θεού. Με τη στάση αυτή ο χριστιανισμός διαγράφει μια νέα ακρότατη και γόνιμη πορεία της ψυχής, που έρχεται να συμπληρώσει τη νοητική της πορεία.
Αλλά η αναμέτρηση θρησκείας και φιλοσοφίας που προκάλεσε η εμφάνιση των μεγάλων αιρέσεων από τη μια, η νίκη του χριστιανισμού από την άλλη, έκαμε πάλι πολύ επίκαιρο κι ένα άλλο ζήτημα, το θέμα των σχέσεων ελληνικής παιδείας και χριστιανισμού. Στο θέμα τούτο έδωσαν τώρα οι ορθόδοξοι Πατέρες την πιο συγκροτημένη απάντηση, που επιτρέπει μέσα στο χριστιανικό πνεύμα τη συνοικείωση πολύτιμων στοιχείων της ελληνικής παιδείας και αποτελεί πρώτη γόνιμη μορφή χριστιανικού ανθρωπισμού. Όσο κι αν αναγνωρίζουν όμως οι χριστιανοί ότι η ελληνική παιδεία έχει πολλά μόνιμα και χρήσιμα στοιχεία, την ίδια ώρα αισθάνονται σαν επιταγή να ανυψώσουν το δικό τους πνευματικό οικοδόμημα με τρόπο τόσο άρτιο, ώστε να ικανοποιεί όλες τις εφέσεις της ψυχής, στα ελληνικά να αντιτάξουν τα χριστιανικά γράμματα, να δώσουν ολοκληρωμένη χριστιανική παιδεία.
Μέσα σε τούτα τα πλαίσια κινήθηκε το χριστιανικό πνεύμα τον 4ον αιώνα, τονωμένο από τη νίκη και οιστρηλατημένο από την πίστη. Αυτές οι τάσεις το κέντριζαν, και δημιούργησε, εδώ μάλιστα στην ελληνική Ανατολή, έργα που επιτρέπουν να ονομάζουμε τον αιώνα τούτο χρυσούν αιώνα των Χριστιανικών Γραμμάτων. Το σπουδαιότερο κέντρο στη θαυμαστή τούτη άνθηση ήταν η Καππαδοκία, γιατί οι τρεις Καππαδόκες, ο Βασίλειος και οι δυο Γρηγόριοι, αναδείχτηκαν, όπως θα δούμε, οι μεγάλοι διδάσκαλοι του χριστιανικού πνεύματος και του χριστιανικού λόγου. Υπήρξαν αληθινοί καταυγάζοντες φωστήρες και έδωσαν την αποφασιστική χριστιανική στροφή και λύση στα μεγάλα προβλήματα που ανέκυψαν από τη νίκη του χριστιανισμού. Μαζί με τους υπερασπιστές της ορθοδοξίας η Καππαδοκία έδωσε τότε και μερικούς από τους μεγάλους αιρετικούς, όπως ο Ευνόμιος. Μας παρέχει έτσι πλήρη την εικόνα της πνευματικής ζωής των χρόνων εκείνων.
|