Βασίλειος Τατάκης
Η Συμβολή της Καππαδοκίας στη Χριστιανική Σκέψη
Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο, εκδ. Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1989.
1. ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
Μιλώντας για προετοιμασία του εδάφους από το θρησκευτικό συγκρητισμό και τον αρχαίο γενικά πολιτισμό, είδαμε μερικές απόψεις του δρόμου που φέρνει από τον αρχαίο προς το χριστιανικό κόσμο. Η προετοιμασία όμως του εδάφους δεν εξαντλεί το θέμα των σχέσεων ελληνισμού και χριστιανισμού. Μένει μια άλλη πλευρά, η σπουδαιότερη: η στάση που ετήρησε ο χριστιανισμός απέναντι του εθνικού κόσμου, ιδιαίτερα απέναντι της ελληνικής παιδείας. Τούτη ακριβώς η πλευρά δείχνει πόσο σπουδαία στάθηκε η συμβολή της ελληνικής παιδείας στην εδραίωση και ανάπτυξη του χριστιανικού πνεύματος, που δίκαια χαρακτηρίζεται ως ελληνοχριστιανικό. Πολύ σπουδαία, όπως θα δούμε, υπήρξε η συμβολή στο σημείο αυτό και των τριών μεγάλων καππαδόκων Πατέρων (των δύο Γρηγορίων και του Βασιλείου)• παρουσιάζει λοιπόν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ειδικό θέμα της εργασίας μας η διαγραφή της γραμμής που κράτησε ο χριστιανισμός από τα πρώτα κιόλας χρόνια του. Θα πρέπει ακόμα να σημειώσουμε, για να έχουμε πληρέστερη την εικόνα, τις αντιδράσεις του εθνικού κόσμου, και τα σπουδαιότερα ρεύματα που αναφάνηκαν και στο εσωτερικό του χριστιανισμού και στους κόλπους της εθνικής κοινωνίας, — κατά προτίμηση όσα έχουν αμεσώτερη σχέση με την Καππαδοκία, — ρεύματα που έθεσαν σε μεγάλο κίνδυνο την ανάπτυξη του χριστιανισμού και σε μεγάλη δοκιμασία τὸ ὀρθὰ δοκεῖν, την ορθοδοξία.
Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης έχουν ιδιαίτερα τονισμένο τον πρακτικό χαρακτήρα• καθόλου όμως δεν λείπουν απ' αυτά θέσεις με θεωρητικό περιεχόμενο(1), όπου παρατηρούμε μια πρώτη κιόλας επαφή του χριστιανισμού και της ελληνικής φιλοσοφίας. Έτσι, στον πρόλογο του Ευαγγελίου του ο Ιωάννης θεμελιώνει τη θεία υπόσταση του Ιησού στην έννοια του Λόγου: Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Τούτο δεν μειώνει βέβαια σε τίποτα τη ριζική πρωτοτυπία της Καινής Διαθήκης, που αποτελεί μια νέα δράση. Ριζικά νέα είναι και η μορφή που διατυπώθηκε το πρακτικό και θεωρητικό περιεχόμενο των Γραφών αυτών. Ο απέριττος ευαγγελικός λόγος δεν είναι μόνο ξένος αλλά και εχθρός προς κάθε λογοτεχνική επιδίωξη• είναι εχθρός και αρνητής της λογοτεχνίας. Θέλει να είναι απόλυτα ομόλογος προς το πνεύμα που ντύνει. Αληθινός και πηγαίος. Με τους θησαυρούς όμως της απλότητάς του και με το πνεύμα που έντυσε, ο άντιλογοτεχνικός αυτός λόγος σημάδεψε βαθύτατα τη χριστιανική λογοτεχνία• και μένει πάντα πλούσια πηγή και μαζί ανέφικτη κορυφή. Είναι φυσικό να είναι ακόμα βαθύτερη η ανανέωση που έφερε το πνεύμα της Καινής Διαθήκης στην ανθρώπινη ψυχή στα μυχιαίτερά της. Γιατί εμφανίζει νέα αντίληψη της ζωής, και πλημμυρίζει με νέα και έντονα αισθήματα την ψυχή του ανθρώπου: Πολύτιμη μαρτυρία γι' αυτά αποτελεί το Κατά Κέλσου απολογητικό έργο του Ωριγένη(2), γιατί μας δείχνει και τι ιδέα σχημάτιζαν για το χριστιανισμό διανοούμενοι εθνικοί, — από την ανασκευή του Ωριγένη γνωρίζουμε το περιεχόμενο του Αληθούς λόγου του Κέλσου, — και πώς τον υπερασπίζει ένα μεγάλο τέκνο του. Ο χριστιανισμός ξενίζει τους εθνικούς, γιατί δεν μπορούν να συλλάβουν και να αφομοιώσουν το νέο που προσφέρει• αυτό ακριβώς το νέο προβάλλει ο Ωριγένης για να τον υπερασπίσει. Ο Κέλσος κατηγορεί το χριστιανισμό ότι αποτείνεται στους αμόρφωτους και απαίδευτους ανθρώπους(3). Υποστηρίζει ότι η χριστιανική διδασκαλία για την ταπεινοφροσύνη, κατά την οποία ὁ ταπεινοφρονῶν ἀσχημόνως καὶ ἀπαισίως ταπεινοῦται, χαμαιπετὴς ἐπὶ τῶν γονάτων καὶ πρηνὴς ἐρριμμένος, εἶναι παράκουσμα τῶν Πλάτωνος λόγων(3α). Υποστηρίζει ακόμα ότι στον Κρίτωνα του Πλάτωνος διδάσκεται το χριστιανικό παράγγελμα για την ανεξικακία(4). Ο Ωριγένης απαντά: Ο χριστιανισμός δεν αποκλείει τους σοφούς• ίσα-ίσα τους δίνει την πληρέστερη ικανοποίηση. Δε θέλει όμως ν' αποκλείσει τους ταπεινούς• πιο φιλόδοξος και πιο αποτελεσματικός από τη φιλοσοφία, που αποτείνεται μόνο σε λίγους, θέλει να φέρει στο Θεό όλη την ανθρωπότητα, όλη την κτίση. Ο Κέλσος δεν κατάλαβε τι κρύβει η ταπεινοφροσύνη του Ιησού• γι' αυτό ούτε την ταπεινοφροσύνη εκείνων που ακολουθούν το παράδειγμα του Δασκάλου τους ( των χριστιανών) καταλαβαίνει. Δεν κατάλαβε ακόμα ούτε την ομορφιά που έχει το έλεος του Κυρίου, η συμπόνια γενικά, ο οίκτος. Ολότελα κλειστή η ψυχή του στην έννοια της μετάνοιας, βρίσκει παράλογη την άφεση της αμαρτίας. Παραξενεύεται γιατί ο Θεός των χριστιανών ευνοεί τους αμαρτωλούς• γιατί το κήρυγμα απευθύνεται στους αμαρτωλούς. Δε γνωρίζει ότι και θέλουμε αλλά και ξέρουμε να ανανεώνουμε τις ψυχές(4α).
Αυτή όμως η τόσο ριζικά νέα δράση θέτει τους χριστιανούς έξω από τον τότε πολιτισμό στο σύνολό του. Πώς μπορούσαν, αλήθεια, να πιάσουν στα χέρια τους εθνικά κείμενα ή να πλησιάσουν έργα τέχνης που μιλούσαν για θεούς και για τρόπο ζωής που εκείνοι αποκήρυσσαν; Η άρνησή τους να προσφέρουν θυσία στους εθνικούς θεούς της Ρώμης τους έθεσε αντιμέτωπους και με την κρατική εξουσία. Παρεξήγηση με πόσο τρομερά επακόλουθα! Οι εθνικοί, που σ' αυτή τη θυσία δεν έδιναν καμιά ηθική σημασία, έβλεπαν στην άρνηση των χριστιανών ένα ανεξήγητα τυφλό και παράλογο, ένα ύποπτο πείσμα. Οί χριστιανοί πάλι, στο σημείο αυτό, δεν μπορούσαν να κάμουν καμιά παραχώρηση. Πώς μπορούσαν να προσφέρουν θυσία σε θεότητες των εθνικών και να εξακολουθούν να είναι χριστιανοί; Τι θα γινόταν τότε η απόλυτη πίστη τους στην αλήθεια της αποκαλύψεως; Αν το έκαναν, ούτε η πίστη τους θα είχε ενότητα, ούτε η διαγωγή τους ηθική συνέπεια. Υπήρχε γι' αυτούς σοβαρότατο ζήτημα συνειδήσεως, ακατανόητο για τους εθνικούς. Οι χριστιανοί, λέει ο Κέλσος(5), είναι επαναστάτες• απομονώνονται εγωιστικά, κόβουν τις σχέσεις με όλους τους άλλους, διεκδικούν για το Θεό τους αποκλειστικό προνόμιο. Τούτη η αποκλειστικότητα που διεκδικούσαν οι χριστιανοί για το Θεό τους αλλά και για τον εαυτό τους, και η ακλόνητη πίστη τους σε δόγματα όπως η ανάσταση των νεκρών, έσκανδάλιζαν σε μεγάλο βαθμό τους μορφωμένους εθνικούς, που προσπαθούσαν με μόνο τον επιστημονικό ορθολογισμό τους να εισδύσουν στα θέματα της πίστης. «Πώς; ρωτάει ειρωνικά τον απολογητή Ιουστίνο ο Ρωμαίος Ρουστικός(6). Εσύ, άνθρωπος μορφωμένος, φαντάζεσαι πως αν διατάξω και σε αποκεφαλίσουν θα αναστηθείς και θ' ανέβεις στους ουρανούς; » Αδίστακτη η εσωτερική πίστη απαντάει με το στόμα του σοφού Ιουστίνου: «Δεν το φαντάζομαι• το ξέρω, και η γνώση μου είναι στερεή.»(7) Την ίδια έλλειψη από κατανόηση απέναντι του χριστιανισμού έδειχναν όλοι οι μορφωμένοι εθνικοί. Έπρεπε να βαθύνουν και να πλατύνουν πολύ τον ορθολογισμό τους για να μπορέσουν να έχουν ορθά κριτήρια για το χριστιανισμό• να ιδούν τους νέους ψυχικούς θησαυρούς που αποκάλυπτε• να αντιληφθούν ότι ο χριστιανισμός δεν ήταν μια από τις συνηθισμένες μορφές ασιατικής μυστικοπάθειας που είχαν κατακλύσει τον τότε κόσμο, αλλά ένα κάλεσμα στον άνθρωπο να αποκαθάρει, να ξεπεράσει τον εαυτό του για να ανακαλύψει το Θεό και να σωθεί. Οι εθνικοί γενικά δεν ήξεραν τι θα πει πίστη, και δεν μπορούσαν να υποπτευθούν τι θησαυρούς κρύβει το υπεύθυνο και πνευματικό νόημα που της είχαν κιόλας δώσει οί χριστιανοί.
Αλλά αν η ριζική πρωτοτυπία του χριστιανισμού έφερνε τους πρώτους χριστιανούς σε απομόνωση από τον τότε πολιτισμό, τους έφερνε μαζί του και σε αντίθεση. Η αντίθεση γέννησε την πάλη των δύο κόσμων, και τούτη άνοιξε το δρόμο για τη συμφιλίωση του χριστιανισμού με τα αγαθά της ελληνικής παιδείας.
Δε φτάσαμε εύκολα στο σπουδαίο τούτο αποτέλεσμα. Των χριστιανών δεν τους έλειψε η τάση να περιορίζονται στη διακήρυξη της μοναδικότητας της θρησκείας τους. Στους αποστολικούς χρόνους, όπου το ευαγγελικό μήνυμα απευθύνεται κυρίως στους Ιουδαίους της διασποράς και σε όσους εθνικούς είχε επηρεάσει η ιουδαϊκή προπαγάνδα, η απομόνωση δεν ήταν πολύ αισθητή. Ήρθε όμως γρήγορα η ώρα όπου ο χριστιανισμός αποσπάστηκε τελειωτικά από τους Ιουδαίους και βρέθηκε σε ανοιχτή πάλη με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Οπαδοί του πια δεν ήταν μόνο πρώην Ιουδαίοι, αλλά κυρίως πρώην εθνικοί, και μάλιστα Έλληνες, προπάντων στη Μικρά Ασία. Η πάλη με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό οδήγησε στην ορθή λύση του ιστορικού για τη μοίρα του χριστιανισμού προβλήματος. Έσπασε με τον καλύτερο τρόπο τον κλοιό της απομόνωσης όπου οι χριστιανοί είχαν περισφίξει τον εαυτό τους.
Το έργο αυτό ανήκει, κατά κύριο λόγο στους απολογητές του 2ου αιώνα. Οι πρώτοι αυτοί απολογητές, χτεσινοί εθνικοί κατά κανόνα, με ικανή ελληνική φιλοσοφική και λογοτεχνική μόρφωση, προσήλθαν στο χριστιανισμό γιατί η εθνική παιδεία δεν ικανοποίησε βαθύτερες ανησυχίες της ψυχής τους(8). Όταν πίστεψαν ότι ο χριστιανισμός τους έδωσε αυτό που ζητούσαν, αυτή τους η πίστη τους ανύψωσε σε απολογητές της νέας θρησκείας. Έπρεπε να νικήσουν την πολιτική και πνευματική αντίσταση• να πείσουν την κοσμική εξουσία για την αθωότητα του χριστιανισμού και να δείξουν στους μορφωμένους την αξία της διδασκαλίας του• πιο πέρα, να υποστηρίξουν ότι μόνοι οι χριστιανοί κατέχουν τη θρησκευτική αλήθεια. Για το έργο που ανέλαβαν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν όπλα και από τον πολιτισμό που χτυπούσαν πιο πέρα, το ίδιο αυτό έργο, η απολογία του χριστιανισμού, άνοιξε το δρόμο για την αναγνώριση των αγαθών του πολιτισμού εκείνου και την αφομοίωση τους. Έτσι, για ν' αποδείξουν, λ.χ., ότι οι θεοί των εθνικών ήταν ψεύτικοι, άφθονα επιχειρήματα μπορούσαν να αντλήσουν από την ίδια την εθνική (ελληνική) φιλοσοφία και λογοτεχνία γενικά. Να λοιπόν ότι γίνεται αναγκαία η μελέτη της εθνικής λογοτεχνίας. Αναγκαία όμως όχι μόνο για να αντληθούν επιχειρήματα εναντίον της θρησκείας των εθνικών, αλλά και γιατί η εθνική λογοτεχνία περικλείει πραγματικούς θησαυρούς σοφίας. Πώς έφτασαν στην αναγνώριση αυτή; Το φως της αποκάλυψης χάρισε στον άνθρωπο την Αλήθεια• υπάρχει όμως, λέει ο Ιουστίνος, και μια φυσική αποκάλυψη, και με τούτην έγιναν ικανοί οι εθνικοί φιλόσοφοι ἀμυδρῶς ὁρᾶν τὰ ὄντα, και εδίδαξαν σπέρματα αληθείας. Και μια που εμείς οι χριστιανοί κατέχουμε την αλήθεια στο σύνολό της, όσα ... παρὰ πᾶσι καλῶς εἴρηται ἡμῶν τῶν χριστιανῶν ἐστί(9). Γι' αυτό οὐκ ἀλλότρια τὰ Πλάτωνος διδάγματα τοῦ Χριστοῦ. Ή μόνη και μεγάλη διαφορά εἶναι, κατά τον Ιουστίνο πάντα, ότι κάθε φιλόσοφος είπε ό,τι είπε από μέρους του σπερματικού θείου Λόγου τὸ συγγενὲς ὁρῶν, ενώ η χριστιανική διδασκαλία αποκαλύπτει την αλήθεια στο σύνολό της. Με τις απόψεις αυτές, ταυτόχρονα με τον αγώνα κατά των εθνικών, αρχίζει και η συμφιλίωση με τους θησαυρούς της ελληνικής φιλοσοφίας. Μεγάλο πλήθος απόψεων, ιδιαίτερα θεολογικών και ηθικών, θ' αρχίσουν να διοχετεύονται και να εντάσσονται στη χριστιανική σκέψη. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι κατά το 2ον αιώνα, τον αιώνα των απολογητών, έχουμε έντονη στροφή πολλών φιλοσοφικών σχολών, ιδιαίτερα της πλατωνικής και της στωικής, προς τη θρησκεία, και σε μεγάλη τιμή ήταν τότε η φιλοσοφία με το νόημα τούτο. Οι ίδιοι οι απολογητές δεν διστάζουν να ονομάζουν τον εαυτό τους φιλόσοφο και ν' αντικρίζουν τη χριστιανική φιλοσοφία σαν ολοκληρωμένη αλήθεια, αποτελεσματική μέθοδο για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Η συμβολή όμως της ελληνικής φιλοσοφίας δεν περιορίζεται μόνο στην παροχή υλικού, σπερμάτων αληθείας. Οι απολογητές διείδαν —το φανερώνει το έργο τους— ότι η εθνική παιδεία, εκτός από το περιεχόμενο, έχει και στοιχεία αδιάφορα, καθαρά μορφικά δηλαδή, που η αξία τους είναι άσχετη από το περιεχόμενο που ντύνουν. Τα μορφικά αυτά στοιχεία αποτελούν κοινό αγαθό. Μορφικό αγαθό είναι η διαλεκτική (η αριστοτελική λογική), η κατ' εξοχήν φιλοσοφική μέθοδος των εθνικών. Μ' αυτή τη μέθοδο πρώτοι οι απολογητές προσπάθησαν να συμπληρώσουν την επιχειρηματολογία που τους υπέβαλε η φύση της νέας πίστης και η ιουδαϊκή απολογητική παράδοση. Άρχισαν να αναπτύσσουν το περιεχόμενο της Αποκάλυψης με τρόπο ανάλογο προς τον τρόπο που χρησιμοποιούσαν οι εθνικοί στη διερεύνηση και ανάπτυξη των δικών τους θεμάτων. Έτσι οι απολογητές άνοιξαν δρόμο για τη μεθοδική έρευνα και ανάπτυξη των αληθειών του χριστιανισμού• έγιναν οι πρώτοι του θεολόγοι.
Δε θεώρησαν όμως έργο τους οι χριστιανοί μόνο να αναπτύξουν και ν' αποδείξουν, αλλά και να πείσουν. Σ' αυτό το έργο είδαν ότι πολύτιμος συμπαραστάτης τους ήταν ένα άλλο μορφικό αγαθό των εθνικών, η ρητορική τους τέχνη, η τεχνική του λόγου ως εκφραστικού μέσου. Έτσι, η απλή ευγλωττία, που ενέπνεε η ζωηρή πίστη και ο θερμός ζήλος, άρχισε σιγά-σιγά να οπλίζεται με τις μεθόδους της ρητορικής τέχνης.
Πολύτιμα στάθηκαν τα δυο αυτά μορφικά αγαθά, η τεχνική του ενδιάθετου λόγου και η τεχνική του λόγου ως εκφραστικού οργάνου, στην τεράστια ανάπτυξη που σημείωσε από δω και πέρα η χριστιανική θεολογία και γραμματεία. Ριζική καταβολή για την ανάπτυξη αυτή στάθηκεν η πρώτη συμφιλίωση που πραγμάτωσαν οι απολογητές ανάμεσα στην ελληνική παιδεία και τη χριστιανική διδασκαλία. Η συμφιλίωση ανοίγει το δρόμο στην αφομοίωση των ζωτικών στοιχείων, υλικών και μορφικών, της ελληνικής παιδείας, στη μορφή που της είχε δώσει ο ελληνισμός της αλεξανδρινής και της ρωμαϊκής εποχής. Η αφομοίωση δεν θα σταματήσει πια, και θα χρειαστεί πολύν καιρό πριν φτάσει στην ολοκλήρωσή της. Εννοείται —αυτό άλλωστε υποδηλώνει και ο όρος αφομοίωση— πως ό,τι ελληνικό και γενικότερα εθνικό προσλαμβάνουν, μπολιάζεται στον κορμό του χριστιανικού πνεύματος. Αν αυτό δεν το έχει κανείς αδιάκοπα στο νου του, δε θα δει τη νέα μορφή, το νέο νόημα, που παίρνουν τα ελληνικά δάνεια, έστω και όταν λεκτικά είναι αυτούσια• υπηρετούν τώρα νέα ουσία(10).
Δε χρειάστηκε μικρή δύναμη ο χριστιανισμός για να τηρήσει αυτή τη στάση• δεν ήταν μικρό πράγμα να αποφασίσουν να ξεχωρίσουν μέσα στην εθνική παιδεία στοιχεία ωφέλιμα, ψιχία αληθειών, την ώρα πού πίστευαν ότι η αποκάλυψη τους φανέρωνε ολόκληρη την αλήθεια. Αυτό σημαίνει ότι ο χριστιανισμός νίκησε μέσα του τον έντονο ριζοσπαστισμό που έσπρωχνε προς ασυμφιλίωτη αντίθεση και πλήρη απομονωτισμό από την εθνική κοινωνία. Αυτό σημαίνει μια πρώτη εκδήλωση ανθρωπιστικού πνεύματος μέσα στο χριστιανισμό.
Σε πόση υπεροχή θέτει αυτή η στάση το χριστιανισμό το κατανοούμε καλύτερα όταν αναλογιστούμε την επίμονη ακατανοησία που έδειξαν οι εθνικοί απέναντι της νέας θρησκείας. Στο τρίτο μέρος(11) του Αληθούς Λόγου του ο Κέλσος σύγκρινε το χριστιανισμό με την ελληνική φιλοσοφία και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η ελληνική φιλοσοφία είναι η πηγή όλων των αληθειών που περιέχει ο χριστιανισμός. Το μόνο που πρόσθεσαν οι χριστιανοί είναι, λέει, οι δεισιδαιμονίες τους. Και άλλοι πολύ ανώτεροι από τον Κέλσο, όπως ο Μάρκος Αυρήλιος, και αργότερα, τον 3ον αιώνα, ο Πλωτίνος, όταν η χριστιανική σκέψη είχε έναν Ωριγένη, δεν έδειξαν περισσότερη κατανόηση.
Notes
1. Βλ.: Τατάκης, Θέματα, σ. 6-7. Οι θέσεις αυτές δείχνουν τις αμοιβαίες σχέσεις που είχαν ευθύς από την αρχή η φιλοσοφική σκέψη και η χριστιανική πίστη, και επιτρέπουν να συλλάβουμε ορθά την έννοια χριστιανική φιλοσοφία.
2. Το έγραψε στα χρόνια του Φιλίππου του Άραβος (244-249 μ.Χ. ). Με το έργο του αυτό (Ε.Π. ΙΑ', 641-1632 ) αντικρούει το δριμύτατο λίβελλο κατά του χριστιανισμού που ο πλατωνικός Κέλσος —επικούρειο τον λέει ο Ωριγένης— δημοσίευσε το 178 μ.Χ. με τον τίτλο: Αληθής λόγος.
3. γ' 44, Ε.Π. ΙΑ', 976 d κέ.
3α. ς' 15, Ε.Π. ΙΑ', 1312 c.
4. ζ' 58, Ε.Π. ΙΑ', 1504 a κέ.
4α. Puech, τ. Β', σ. 426.
5. Κατά Κέλσου, α' 1, Ε.Π. ΙΑ', 652 a κ.ε. Βλέπε και την απάντηση του Ωριγένη στο τέλος του βιβλίου η', 72 κ.ε., Ε.Π. ΙΑ', 1624 c κ.ε.
6. Φίλος του Μάρκου Αυρηλίου.
7. Ε.Π. ς', 1569 c : Ρουστικὸς τῷ Ἰουστίνῳ: Ἄκουε ὁ λεγόμενος λόγιος καὶ νομίζων ἀληθινοὺς εἰδέναι λόγους• ἐὰν μαστιγωθεῖς ἀποκεφαλισθῆς, πέπεισαι ὅτι μέλλεις ἀναβαίνειν εἰς τὸν οὐρανὀν; ... Σὺ oὖν ὑπονοεῖς ὅτι ἀναβήσῃ εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἀμοιβάς τινας ἀποληψόμενος; Ἰουστῖνος: Οὐχ ὑπονοῶ, ἀλλ' ἐπίσταμαι καὶ πεπληροφόρημαι.
8. Βλ. περισσότερα : Τατάκης, Θέματα, σ. 18 κ.ε.
9. Δευτέρα Απολογία, ιγ', Ε.Π. ς', 465 b κ.ε.
10. Βλ. και: Τατάκης, Θέματα, σ. 25 και 4.
11. Κατά την έκδοση του Koetschau.
|