B. N. Τατάκη
Ο Βυζαντινός Μυστικισμός ( Κυριώτερα Ρεύματα )
Μάξιμος ο Ομολογητής
Υπάρχουν, δέχεται ο Μάξιμος, δυο είδη αληθείας, αφού για την απόκτησή των δυο όργανα χρησιμοποιούμε, το λόγο ή το νου. Το πρώτο είδος, αυτό που αποκτούμε με το λόγο, είναι η κοινή ανθρώπινη γνώση, αποτέλεσμα συλλογιστικό. Για να είναι όμως δυνατή η γνώση, παρατηρεί ο Μάξιμος, πρέπει να υπάρχη αντιστοιχία ανάμεσα στον αισθητό και το νοητό κόσμο. Υπάρχει πραγματικά αντιστοιχία; Το βασικό αυτό πρόβλημα που ο Πλάτων επιχείρησε να το λύση με τη θεωρία των ιδεών, ο Μάξιμος επιχειρεί να το λύση με την αλληγορία και το συμβολισμό. Καθένας από αυτούς τους δυο κόσμους είναι, λέγει, αλληγορία και σύμβολο του άλλου, για όσους,βέβαια έχουν μάτια για να βλέπουν.
Έτσι ο νοητός κόσμος βρίσκει τη συγκεκριμένη του μορφή; με μυστικό τρόπο, στα είδη του αισθητού κόσμου που είναι συμβολικά. Και ο αισθητός πάλι κόσμος μπαίνει, με τη γνώση, στο νοητό κόσμο, και εκεί οργανώνεται με τα λογικά επιχειρήματα. Ώστε ο αισθητός κόσμος εκφράζει με τους τύπους του (τα είδη) το νοητό κόσμο, και μέσα σε τούτον πάλι βρίσκεται ο πρώτος υπό μορφήν εννοιών και συλλογισμών. Μπορούμε λοιπόν με τα φαινόμενα να συλλάβουμε τα μη φαινόμενα, και το σπουδαιότερο, μπορούμε από τα μη φαινόμενα με μια πνευματική θεωρία να συλλάβουμε τα φαινόμενα. Ο συμβολισμός και η αλληγορία θεμελιώνουν και προϋποθέτουν, όπως βλέπομε, μια εντελώς ορθολογική θεωρία της γνώσης.
Αυτά για το πρώτο είδος αλήθειας. Το δεύτερο είδος είναι η ενόραση του νου που ενώνει. τον άνθρωπο με το Θεό. Αυτή δεν είναι αλήθεια με το συνηθισμένο νόημα του: όρου. Είναι η ζωή εν τω Θεώ. Γι' αυτό, για να φτάση κανείς εκεί, χρειάζεται μια ασκητική και μερικές αρετές: την αγάπη, τη σωφροσύνη και την προσευχή. Χωρίς αυτά είναι αδύνατο στην ψυχή να έλθη σε κοινωνία, κατά τρόπο τέλειο, μέ το Θεό. Η πρώτη αρετή καταπραΰνει το θυμικό, η~ δεύτερη κάμπτει την επιθυμία,όσο για την προσευχή, αυτή χωρίζει το νου από όλες τις σκέψεις, και τον παρουσιάζει εντελώς γυμνό στο Θεό. Οι σκέψεις είναι αντιλήψεις για όντα, είτε αισθητά, είτε νοητά. Όταν ο νους καταγίνεται με τα πράγματα, αυτό που κάνει στην πραγματικότητα είναι να στριφογυρίζη γύρω σε αντιλήψεις που απορρέουν απ' αυτά. Η χάρη της προσευχής τον αποσπά από τις αντιλήψεις και τον δένει με το Θεό. Τότε ο νους επειδή στρέφεται προς το Θεό, με τη θεϊκή ακτινοβολία θεούται κι' αυτός. Πρέπει όμως να σημειώσωμε καλά ότι καμμιά ασκητική στερημένη την αγάπη δε φέρνει στο Θεό. Η αγάπη κάνει να γινόμαστε Θεός, χάρη στο Χριστό που έγινεν άνθρωπος από αγάπη για τον άνθρωπο. Πότε όμως η προσευχή αποσπά τον άνθρωπο από τις αντιλήψεις και τις σκέψεις; Τον αποσπά όταν έχει συναισθανθή πως το είναι είναι ανώτερο από το γινώσκειν. Σπουδαίο και απαραίτητο βήμα. Τότε μόνο ο νους μπορεί να αποκτήση οικειότητα με Εκείνον που είναι ο Ων, η αιτία του παντός. Μόνο όσοι άνθρωποι ακολουθήσουν τέτοια άγια και θεϊκή αγωγή θα έχουν την αμοιβή της «θεώσεως κατά χάριν».
Όπως έχομε λοιπόν δυο γνώσεις, δυο αλήθειες, έχομε και, δυο βαθμούς τελειότητας του ανθρώπου, το γινώσκειν και το είναι. Το πρώτο είναι ίδιον του ανθρώπου, το δεύτερο είναι ίδιον του Θεού. Η χάρις του Θεού μπορεί να κάμη ώστε ο άνθρωπος να φτάση στο είναι. Θα πρέπει όμως γι' αυτό να σβύση από την ψυχή του κάθε συλλογισμό, κάθε αντίληψη, να καθαρθή. Τότε θα τον πλημμυρίση το είναι. Τούτη η ορμή προς το είναι, που υπερνικά το γινώσκειν δεν αποτελεί τόσο μέθοδο για την απόκτηση της αλήθειας, όσο μια ασκητική, μια τελειότητα ζωής, κανόνα ηθικής και φιλοσοφίας μαζί. Βλέπομε στο Μάξιμο, όπως είδαμε και στον Ψευδοδιονύσιο, τίς καταβολές, τις απόψεις που ήρθε αργότερα να συνεχίση ο Δαμασκηνός, τους δρόμους που ακολούθησαν όλοι οι μυστικοί του Χριστιανισμού. Και βλέπομε ακόμη πόσο τα εμπειρικά θέματα του απλού ασκητισμού της Θηβαΐδος ακόμη και του Κλίμακος γίνονται στα χέρια του Μαξίμου θεωρητικός λόγος, έρευνα εσωτερική, σύνθεση φιλοσοφική, η οποία αγκαλιάζει το σύμπαν και προσπαθεί να το ερμηνέψη και αναζητά όχι την πάλη κατά της σάρκας, αλλά το φωτισμό του νου με το νου. Όταν αυτός φωτιστή, όλα μετουσιώνονται.
Δε σημαίνει, προσθέτει ο Μάξιμος, επειδή το είναι είναι ανώτερο από το γινώσκειν, ότι το δεύτερο τούτο δε χρησιμεύει σε τίποτε, ότι θα το περιφρονήσωμε. Τό γινώσκειν είναι ο απαραίτητος πρώτος βαθμός, θα γυμνασθούμε στο σχολειό του εκεί ,θα ετοιμαστούμε πριν φτάσωμέ την ενόραση, και, μέσον της, τη θέωση. Το γινώσκειν θα μας αποκαλύψη τα μυστήρια που βρίσκονται στη ρίζα των πραγμάτων, δίνοντάς μας έτσι την ορμή να το ξεπεράσωμε και να βρεθούμε στερεά στην περιοχή του είναι. Η γνώση λοιπόν θα μας οδηγήση στην ανατροπή του εαυτού της, στο ξεπέρασμά της. Όταν έτσι γίνη το ξεπέρασμα δεν είναι σκοτεινή,
άλογη πράξη, αλλά δρόμος γεμάτος φώς.
Για να καταλάβουμε όμως καλά σε όλο το βάθος.της την ανθρωπολογία που κρύβεται, κάτω από την ενόραση και τη θέωση πρέπει να πάμε στην Π. Διαθήκη. Μεγάλη εντύπωση έκαμε ιδιαίτερα στο Mάξιμο η απόφαση του Θεού κατά τη δημιουργία του ανθρώπου: «Και είπεν ο Θεός ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν». Την απόφαση αυτή ο Μάξιμος την έκαμε κέντρο των στοχασμών του, σ' αυτήν αναζήτησε την ουσία του ανθρώπου και ιδιαίτερα του Χριστιανού. Το «κατ' εικόνα» σημαίνει κυρίως, λέγει ο Μάξιμος, τον νουν και την ελεύθερη βούληση, το αυτεξούσιο· τα υπερφυσικά ακόμη δώρα με τα οποία είναι προικισμένος ο άνθρωπος, όπως η αθανασία και η απάθεια. Όσο για το «καθ' ομοίωσιν» αυτό αναφέρεται στην ηθική τάξη, στην άσκηση της αρετής. Ο όρος ομοίωσις δηλώνει μια ενέργεια, την ικανότητα του ανθρώπου να ομοιωθή, να γίνη όμοιος με το Θεό. Αυτό μπορεί να το επιτύχη μόνο όποιος είναι αγαθός και σοφός. Η ίδια απόφαση του Θεού μας υποχρεώνει να εννοήσωμε ως ανθρώπινη φύση, την ακέρια φύση με την οποία βγήκεν ο άνθρωπος από τα χέρια του Πλάστη, και να ενεργούμε σύμφωνα με αυτή τη φύση, σύμφωνα δηλαδή με το λόγο, το νου, (κατ' εικόνα) και το Νόμο, την αρετή, (καθ' ομοίωσιν).
Η έτσι ιδωμένη ανθρώπινη φύση θέτει σε κάθε χριστιανό το επιτακτικό καθήκον να γυρίση πίσω, να βρη την αρχική κατάσταση του ανθρώπου, ή καλύτερα να πραγματώση μέσα του τη φύση που του χάρισεν ο Θεός.
Αυτή η επιστροφή στην αρχική κατάσταση συνιστά το αντικείμενο της ασκητικής του Μαξίμου. Αποτελεί το καθαρώτερα χριστιανικό κάλεσμα προς αυτογνωσία. Ο Μάξιμος παρέχει και το μέσο για τήν επιτυχία του σκοπού, ελληνικώτατο, αλήθεια, μέσο: να ελαττώνης κάθε μέρα και περισσότεοο το άλογο μέρος της ψυχής σου.
Ο ασκητισμός του Μαξίμου αποπνέει μεγάλη αισιοδοξία· αισιοδοξία που έρχεται από την εμπιστοσύνη του προς την αναγεννημένη ανθρώπινη φύση και προς τη δράση των ανώτερων ψυχών, των παρθένων και καθαρών, που συλλαμβάνουν το πνεύμα του Χριστιανισμού. Να γίνης δίκαιος και άγιος, να ενωθής με το θεό μέσα στη λάμψη του πνεύματος, να που τείνει ο ασκητισμός του Μαξίμου. Ανακαλεί στή σκέψη μας
τον πλατωνικό Φαίδωνα, όπου η θέωση της ψυχής επιδιώκεται με την κάθαρση από τα πάθη. Η έτσι καθαρμένη ψυχή ενώνεται και εκεί με το Θεό μέσον της θεωρίας.
Δεν είναι λοιπόν η ασκητική για το Μάξιμο το μαρτύριο της σάρκας, που την νομίζουν ακάθαρτη, αλλά η κάθαρση του πνεύματος και της ψυχής, απαραίτητη για να ενωθούμε με το Θεό, που είναι όλος πνεύμα και αλήθεια. Δίπλα όμως στα στοιχεία αυτά που έχουν ελληνική την καταγωγή έχομε και τα βιβλικά στοιχεία.
Η αδαμική εικόνα του ανθρώπου ξεχειλά την πνευματική φύση της ψυχής και απλώνεται και στο ίδιο το σώμα, αποζητά και του σώματος την αθανασία. Έπειτα η πλήρης πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης απαιτεί και το άλλο υπερφυσικό δώρο, την απάθεια, μια απάθεια που να οδηγή στο πραγματικό αναμάρτητο. Υπάρχει το μέσο και για τούτη την επίτευξη. Για να επιτύχη στο δύσκολο τούτο έργο, πρέπει ο άνθρωπος να αφήση ελεύθερη δράση στην επιθυμία, που ο Δημιουργός άναψε στην ψυχή του για Εκείνον, για τον οποίο του έδωσε μια θολή γνώση. Η άγια αυτή επιθυμία επιτρέπει στον άνθρωπο να πραγματώση τη μακαριότητα, να ξαναβρή την αδαμική φύση. Ο νους του Μαξίμου συχνά πηγαίνει στην αρχική μακαριότητα, στον άνθρωπο του Παραδείσου, έχει τη νοσταλγία του χαμένου παραδείσου που τήν εκφράζει ως και με ύμνο. Οι μυστικοί είναι στο βάθος ποιητές.
Μετά την πτώση του ο Αδάμ έγινεν ο τύπος της φύσης που ξέπεσε. Γιατί; Διότι απομάκρυνε τις ικανότητές του από τη φυσική τους κίνηση προς το Θεό, υπόταξε το πνεύμα του στην αίσθηση και αναζήτησε την ευτυχία του στα αισθητά όντα. Με το αρχικό, το προπατορικό αυτό αμάρτημα έχασεν ο άνθρωτος την εσωτερική αρμονία εκείνη που του χάρισε η ενότητα ανάμεσα στο υποκείμενο (τον άνθρωπο) καί το αντικείμενο (το Θεό). Τη θέση της αρμονίας την πήρε η αταξία, τη θέση του Θεού η αίσθηση, και μαζί της όλοι οι κίνδύνοι και όλες οι πλάνες που απορρέουν απ' αυτήν. Αντί δηλαδή ο άνθρωπος να ακολουθήση την οδόν άνω, πήρε την οδόν κάτω. Ήρθε όμως ο Χριστός και έκαμε την αποκατάσταση του ανθρώπου. Έγινε άνθρωπος, έξω από την αμαρτία, για να μας κάμη Θεούς έξω από την ταυτότητα. Στην ομοίωση του Θεού προς την ανθρώπινη φύση, πρέπει να ανταποκριθή η ιδική μας ομοίωση προς τη θεία φύση. Έτσι ο άνθρωπος που δημιουργήθηκε «κατά πλήρη εικόνα» του Θεού και «καθ' ομοίωσιν», στην αρχή της μόνο, μπορεί να υψώση την ομοίωση αυτή σε τέλεια ομοίωση. Δε θα ανακαλύψη λοιπόν ο άνθρωπος μέσα του το Θεό. Μέσα του θα ανακαλύψη μόνο τη δική του φύση στην αρχική της ακεραιότητα και τα πνευματικά ένστικτα που οδηγούν στη. θέωση. Η θέωση αυτή γίνεται με τρόπο άρρητο και μυστικό. Όσο λοιπόν κι αν δέχεται τη γνώση ο Μάξιμος μας δείχνει καθαρά ότι η λογική πορεία είναι ανεπαρκής για να φτάσωμε στο Θεό. Εκεί μας οδηγεί η έφεση να ενωθούμε με το Θεό. Η έφεση να ενωθούμε με το Θεό και ή θέωση, αυτά τα δυο αποτελούν τη βάση του μυστικισμού του Μαξίμου, του υψηλού Βυζαντινού μυστικισμού.
|