B. N. Τατάκη
Ο Βυζαντινός Μυστικισμός ( Κυριώτερα Ρεύματα )
Ιωάννης ο Κλίμαξ
Mιλώντας για την Ορθοδοξία σταματήσαμε αρκετά στη μυστική ρίζα της. Θα δούμε τώρα κάπως αναλυτικώτεοα το Βυζαντινό μυστικισμό στην πορεία που ακολούθησε μέσα στην ιστορία του Βυζαντίου, σταματώντας ιδιαίτερα στους σπουδαιότερους εκπροσώπους του και στα κυριώτερα ρεύματα που σημειώθηκαν.
Από πολύ νωρίς, από τον τρίτο κιόλας αιώνα άρχισεν η επίδοση και η μεγάλη διάδοση του πνεύματος του ασκητισμού. Είναι η εποχή του αγίου Αντωνίου και του Παχωμίου, των μεγάλων ασκητών της Αιγυπτιακής Ερήμου. Μέγα πλήθος Χριστιανών, που όλο και περισσότερο γίνεται, ασπάζονται τον μοναχικόν βίον, και καταφεύγουν στα μοναστήρια, τίς πόλεις των αγγέλων, όπως τα έλεγαν, ή διάγουν ζωή «ερημίτου», «αναχωρητού» σε απόμερα καταφύγια, σε σπηλιές, ή~πάνω σε στύλους αρχαίων οικοδομών. Ζητούν με την απόλυτη αυτή απόσπασή τους από τις μέριμνες της εγκόσμιας ζωής να εξασφαλίσουν την άνεση, την «σχολήν» και το πρόσφορο περιβάλλον που θα τους επιτρέψη να επιδοθούν στην τελείωσή των. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και ο μοναχισμός πήρε πολύ μεγάλη ανάπτυξη και απέκτησε μεγάλη ηθική επιβολή. Τόσο που οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες έπρεπε να έχουν υπ' όψη τους την άποψη των μοναχών στις μεγάλες εκκλησιαστικές και θρησκευτικές, ακόμη και στις πολιτικές υποθέσεις. Ήταν φυσικό για μια κοινωνία όπως η Βυζαντινή, που ζητούσε όχι απλώς να συλλάβη το ρυθμό της αιωνιότητος, αλλά και να τον πραγματώση εδώ στην επίγεια ζωή της. Αυτό ακριβώς πίστευαν οι Βυζαντινοί ότι κατόρθωναν σε μεγαλύτερο βαθμό οι μοναχοί με τη ζωή που διάλεγαν. Αυτοί ήταν οι μύστες, να πούμε, για την αιωνιότητα. Αίρονταν από τα επίγεια και τα εγκόσμια προς τα ουράνια.
Σε όλη τη Βυζαντινή εποχή ο ασκητισμός απετέλεσε έναν από τους κύριους, αρκετές φορές τον ,κυριώτερο τόνο της ζωής. Ήταν φυσικό στους .κύκλους των ασκητών να είναι πιό έκδήλη η μυστική, ουσία του Χριστιανισμού. Όλη των η ζωή, ως τις μικρότερες λεπτομέρειες, πήρε σιγά σιγά μυστικό και συμβολικό νόημα, τέτοιο που να θυμίζη ή να κατατείνη προς τον κύριο σκοπό. Το ένδυμα του μοναχού, λέγει ο Άγιος Δωρόθεος (6ος αιώνας), δεν έχει χειρίδες, για να φωνάζη με τη γλώσσα του αυτή στο μοναχό, ότι δεν έχει χέρια για να κανη το κακό.
Δε συνειδητοποίησαν όμως οι μοναχοί αμέσως το πρόβλημά τους σε όλο του το βάθος, ούτε το είδαν όλοι με τον ίδιο τρόπο, ούτε στα ίδια θέματα. Έργο μας ακριβώς θα είναι να συλλάβωμε το βηματισμό του βυζαντινού, μυστικισμού στις κυριώτερες γραμμές του. Η συγκομιδή του είναι πολύ πλούσια και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Μπορούμε, νομίζω, να ξεχωρίσωμε στο Βυζάντιο δυο μεγάλα ρεύματα ασκητισμού, που συνυπάρχουν πάντα.
Από τη μια έχομε τη λαϊκώτερη και εξωτερικώτερη μορφή του, αυτήν που επικρατούσε στους κύκλους των απλών μοναχών, αυτήν που διαμορφώθηκε κυρίως στην έρημο της Αιγύπτου. Κύριο θέμα του έχει ο μυστικισμός αυτός την πάλη «κατά της σαρκός». Παιδεύουν τη σάρκα και τη βασανίζουν, γιατί αυτή, σαν ύλη πού είναι, αποτελεί την ενσάρκωση του κακού. Ο ασκητισμός, αυτός στρέφεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις εξωτερικές πολλαπλές υποχρεώσεις του χριστιανικού βίου. Το προσφιλέστερο θέμα του είναι η πραγματεία περί των αρετών και των αντίστοιχών τους κακιών. Τα θέματά του μας θυμίζουν συχνά το αντίστοιχο ασκητικό πνεύμα του νεοπλατωνισμού (η ύλη το κακό), και τον ασκητισμό των κυνικών (η αρετή). Αυτόν τον λαϊκώτερο, τον εμπειρικό, τον συχνά εξωτερικό ασκητισμό του Βυζαντίου γνωρίζομε μόνο σχεδόν και απάνω στις εκτροπές του στηρίζονται συχνά άδικες κρίσεις για το Βυζάντιο. Όμως και ο ασκητισμός αυτός έδωκεν έξοχους τύπους εναρέτων ανθρώπων, οσίων, αγίων.
***
Στην κορυφή τους στέκεται ο Άγιος Ιωάννης ο Κλίμαξ, ή ο σχολαστικός (525-(605). Τον είπαν σχολαστικό για τη μεγάλη του μόρφωση. Κλίμακα τον είπαν από το ομώνυμο σύγγραμά του.
Ο Κλίμαξ μας παρουσιάζει τον υψηλότερο βαθμό πνευματικότητας στον οποίο μπορούσε να φτάση ο λαϊκώτερος μυστικισμός. Σ'αυτόν βρήκαν τον ανώτεοο ερμηνευτή των, η δίψα για την τελειότητα, ή βαθειά αγάπη για την αγγελική πολιτεία (την κοινότητα των μοναχών), με λίγα λόγια η μοναστική αρετή. Το όνομα του μοναδικού έργου του, η Κλίμαξ, υποδηλώνει την ουράνια κλίμακα που είδε στ' όνειρό του ο Ιακώβ. Τα 30 πάλι κεφάλαια, στα οποία χωρίζεται, ή 30 σκαλοπάτια, υποδηλωνουν αλληγορικά τα 30 χρόνια της κρυφής ζωής, του Χριστού.
Η Κλίμαξ ήταν το προσφιλέστερο ανάγνωσμα των Βυζαντινών μοναχών, αλλά και των λαϊκών. Λίγα βιβλία διαβάστηκαν περισσότερο από αυτό. Πλήθος είναι τα χειρόγραφα που μας σώζονται. Οι πολλές έπειτα μεταφράσεις του στη Συριακή, τη Λατινική, την Ισπανική, τη Γαλλική και τις Σλαβικές, γλώσσες μαρτυρούν την εξάπλωση και την ακτινοβολία του στο εξωτερικό.
Ας δούμε τώρα το περιεχόμενο της Κλίμακος. Ο συγγραφεύς ξεκινά από την ιδέα ότι το μοναστήρι είναι η προπαρασκευαστική σχολή για τη μέλλουσα ζωή. Όλη του τη ζωή ο μοναχός την περνά εκεί σα μαθητής, σε σκληρό αγώνα για να κερδίση την τελειότητα. Αγώνα εναντίον του εαυτού του και εναντίον των άλλων. Η κλίμαξ έρχεται ακριβώς να του είναι.οδηγός, να του δείξη τη μέθοδο με την οποία κερδίζεται η μάχη και στεφανώνεται ο νικητής. Η μέθοδος αυτή είναι στο βάθος μια παιδαγωγία, ή καλύτερα μια ψυχαγωγία, όπως ήθελεν ο Πλάτων τη φιλοσοφία, με διαφορετικό βέβαια περιεχόμενο. Η ουσία είναι πώς θα οδηγήσης την ψυχή του ατελούς, του αμαρτωλού ανθρώπου, αφού κατανοήση το βόρβορο της αμαρτίας μέσα στον οποίο κυλιέται, να βρη τον τρόπο να στραφή προς το ανέσπερο φώς, το Θεό.
Για το δύσκολο αυτό έργο δεν μπορεί ο μοναχός -και τούτο αποτελεί ουσιωδέστατο χριστιανικό τόνο- να ελπίζη ότι μόνος του θα κερδίση την τελειότητα· αυτό θα ήταν η χειρότερη μορφή εγωϊσμού. Ο μοναχός πρέπει να φτάση την υπέρτατη ταπεινοφροσύνη, που θα εξαλείψη μέσα του κάθε ίχνος εγωϊσμού, και θα του δώση τη δύναμη να προσκολληθή στον οδηγό του, τον ποιμένα του. Ποιός είναι όμως ο αληθινός ποιμένας; Είναι, λέγει ο Κλίμαξ, εκείνος που μπορεί με την αγαθότητά του, με την ενεργό δράση και την προσευχή του να αναζητά και να ανευρίσκη τους απολωλότας. Τέτοια δύναμη μόνο απ' το Θεό μπορεί να του έρχεται και από τους δικούς του αγώνες. Μέ τη δύναμή του αυτή μπορεί να σώζη το πλοίο όχι από τη θύελλα μόνο μπορεί να το ανασύρη ακόμη και από την άβυσσο. Ο αληθινός ποιμήν γνωρίζει το Θεό από εσωτερική έλλαμψη, που κάνει περιττά τα κείμενα. Δεν ταιριάζει στους δασκάλους να παιδαγωγούν με αντίγραφα, με γνώσεις δηλαδή που τους έρχονται απ' έξω. Οι αληθινοί ποιμένες προσφέρουν στα πρόβατά των την ίδια των την ψυχή. Την από το Θεό δοσμένη τούτη σοφία θα την αναγνωρίση ο ποιμένας, όταν μπορεί να οδηγή στην τελειότητα όχι τους επιμελείς, αλλά τους δυσήνιους και άξεστους. Και δε θα παύη ποτέ να παίζη τον αυλό του «λόγου» στα πρόβατά του, ακόμη και όταν βόσκουν, ακόμη και όταν πηγαίνουν για ύπνο. Τίποτε δε φοβάται ο λύκος, όσο τον ήχο του ποιμενικού αυλού. Βλέπομε καθαρά, ότι πρότυπο για τον ποιμένα χρησιμεύει στον Κλίμακα ο ίδιος ο Χριστός, ο θείος ποιμήν. Ας δούμε τώρα, αφού βρήκε τον ποιμένα, τι μέθοδο θα ακολουθήση ο μοναχός. Αυτήν διαγράφουν τα 30 σκαλοπάτια.
Αφετηρία για την ευαγγελική ζωή είναι η παραίτηση από τα εγκόσμια, τέρμα η απάθεια στην οποία φτάνει κανείς με διαδοχική πρόοδο. Ο μοναχός είναι κατά τον Κλίμακα «τάξη και κατάσταση των ασωμάτων» μέσα σε ένα υλικό και ακάθαρτο σώμα. Και πώς μπορεί να κάμη κανείς-τον εαυτό του «οίκον ασωμάτων δυνάμεων» ; Θα αρχίση, όπως είπαμε, με παραίτηση όσο γίνεται πλήρη από τα εγκόσμια την παραίτηση αυτή από τα εξωτερικά πράγματα θα ακολουθήση η εσωτερική απόσπαση από τα πράγματα του κόσμου. Θα έλθη έπειτα η αποχώρηση από τον κόσμο. Αποχωρώ θα πη αποχωρίζομαι από όλα και τότε αποχωρίζομαι, όταν μέ το στοχασμό δένομαι αδιάσπαστα με το Θεό. Με την αποχώρηση γλυτώνομε από το είδωλο του όντος, τη ματαιότητα, την ανυπαρξία, και κερδίζομε το ον που αληθινά υπάρχει. Μόνο έτσι φτάνει κανείς την απάθεια που είναι «θάνατος της ψυχής και θάνατος του νου, πριν από το θάνατο του σώματος». Μ' αυτό τον τρόπο ο ασκητής θα απομακρύνη τον εαυτό του από ό,τι γίνεται μέσα του και γύρω του στο ανθρώπινο μέτρο, και θα είναι έτοιμος να ντυθή ένα άλλο εγώ, να μπη σε άλλη ζωή, να δεχτή αυτόν που ξεπερνά τον άνθρωπο, το Θεό. Νεκρώνοντας μέσα του τον κόσμο ανασταίνεται στη θεωρητική ζωή. Η τόσο τέλεια τούτη αποχώρηση τον κάνει άξιο και της υπακοής, που είναι «νέκρωση των μελών μέσα σε ένα ζωντανό νου». Ο άνθρωπος που έφτασε την τέλεια υπακοή, τότε μόνο λυπάται όταν πιάνη τον εαυτό του να ακολουθή τη δική του θέληση.
Στην τέλεια απομόνωσή του θα έχη ο μοναχός πιστό σύντροφο τη μελέτη του θανάτου. Ο ιστορικός Προκόπιος είχε κιόλας ονομάσει τη ζωή του μοναχού «τέλεια μελέτη του θανάτου». Τι είναι όμως ο θάνατος; Θάνατος στην κυριολεξία του είναι ο χωρισμός από το Θεό. Ο αληθινός ασκητής θα θεωρήση χαμένη κάθε μέρα που θα την περάση χωρίς να πενθήση. Γιατί να πενθήση; Διότι η μελέτη του θανάτου είναι καθημερινός θάνατος, και η μελέτη της στιγμής που παραδίνει το πνεύμα είναι ένας ατέλειωτος στεναγμός. Φοβάται ο ασκητής το θάνατο γιατί μπορεί να έλθη σε ώρα που δεν θα είναι έτοιμος· φοβάται το θάνατο που είναι χωρισμός από το Θεό, το θάνατο της θεωρίας, πoυ είναι ανάσταση στον κόσμο τούτον. Μελετώντας λοιπόν το θάνατο και πενθώντας αγωνίζεται ,εναντίον του θανάτου, εργάζεται για την αθανασία. «Είναι αλήθεια, λέγει ο Κλίμαξ, «παράξενο, ότι και οι Έλληνες είπαν κάτι ανάλογο, γιατί ορίζουν τη φιλοσοφία ως μελέτη του θανάτου». Έχει υπόψη του τον Πλατωνικό Φαίδωνα αλλά εκεί έχομε καθαρά διαλεκτική στάση ενώ εδώ η στάση είναι καθαρά μυστική.
Αφού ο μοναχός νικήση όλες τις αδυναμίες και τις κακίες της σάρκας και της ψυχής; αφού αποχωριστή από τον κόσμο, υψωθή με τη σκέψη πάνω από τη δημιουργία, με ζωηρή αγάπη για την αρετή και για το Θεό, τότε πια φτάνει στην άγια ησυχία του σώματος και της ψυχής, που τέλος της είναι η απάθεια, η ειρήνη της ψυχής λυτρωμένης από το σάλο των παθών. Του μένει ακόμη να ενωθή με το Θεό. Σ' αυτό θα τον φέρη η προσευχή. Η προσευχή που είναι οικεία συνομιλία του ανθρώπου με το Θεό. Στην τέλειά της μορφή είναι η προσευχή αρπαγή προς τον Θεόν.
Η σκέψη των ασκητών περιέχει, όπως είπαμε και πριν, πλήθος στοιχεία από την κυνική διατριβή και την αρετολογία των Στωϊκών και το νεοπλατωνικό θέμα της αποστροφής της ύλης. Δεν αποτελεί όμως αναγέννηση του πρακτικού λόγου των αρχαίων. Είναι περιττό και να το σημειώσωμε, ότι όλα τα ελληνικά στοιχεία είναι τώρα βαφτισμένα στο χριστιανικό κλίμα. Κύριες αρετές τώρα είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Και η πιο μεγάλη, λέγει ο Κλίμαξ, είναι η αγάπη.
Γνώρισμα της αγνής ψυχής είναι η αδιάκοπη αγάπη για το Θεό. Ενωμένη με αγνότητα η ψυχή με το Θεό δε θάχη καθόλου ανάγκη το νου να τη διδάξη. Θα έχη μέσα της, η μακάρια, τον αιώνιο νου μυσταγωγό και οδηγητή και φως. Δε φτάνει λοιπόν ο άνθρωπος στο Θεό με νοητική και διαλεκτική πορεία, αλλά με ερωτική προσκόλληση της ψυχής. Ο Κλίμαξ είναι ένας εραστής του Θεού. Στις 30 Μαρτίου αναφέρει το Μηνολόγιο για τον Κλίμακα, ότι έζησε 40 χρόνια ως αναχωρητής με ένα φλογερό έρωτα, ότι την ψυχή του πυρπολούσε το πυρ του θείου έρωτος·ο δρόμος του ήταν ακατάπαυτη προσευχή, ανεξήγητη αγάπη για το Θεό. Δεν έχει φτάσει ακόμη την ολοκλήρωσή του αυτός ο έρως· τονίζεται περισσότερο η αγάπη του ανθρώπου προς το Θεό, λιγώτερο η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Βρίσκεται ακόμη κάτω από την επίδραση της πλατωνικής και νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, που τον έβλεπε ως έρωτα για την αλήθεια. Την ολοκλήρωσή του ,θα την φτάση αργότερα, όπως θα δούμε, με τον Συμεώνα κυρίως το νέο Θεολόγο. Όπως κι αν έχη, και έτσι που είναι αυτή η ερωτική προσκόλληση της ψυχής προς το Θεό αποτελεί ένα σπουδαίο γεγονός εισάγει στη συναισθηματικτή ζωή τον πλούσιο εκείνο τόνο από τον οποίο πηγάζει ο ιδανισμός των νεωτέρων χρόνων. Εδώ στο Βυζάντιο και στην περιοχή της ,θεολογίας παίρνει ο Έρως το προβάδισμα.Η χριστιανική αίσθηση της αμαρτίας από τη μια, και η εξιδανίκευση της γυναίκας από την άλλη στο πρόσωπο της Παναγίας -(από τον 7ο κιόλας αιώνα παρουσιάζεται σε έντονο βαθμό η Μαριολατρεία, όπως ωνόμασαν την ιδιαίτερη τιμή προς το πρόσωπο της Παναγίας. Αλλά και το περίφημο ανέκδοτο του Θεοφίλου και της Κασσιανής, -ο πρώτος αντιπροσωπεύει το πνεύμα της Π. Διαθήκης για τη γυναίκα, ενώ η Κασσιανή αντιπροβάλλει το πνεύμα της Καινής Διαθήκης, δείχνει αυτή την πορεία προς την εξιδανίκευση της γυναίκας)- δίνουν το κλίμα μέσα στο οποίο αναφάνηκε σε όλη την ιδανική του λαμπρότητα ο έρως προς τον Χριστόν, που είναι ο νυμφίος της Εκκλησίας, αναρριπίζουν την ψυχή προς τα ύψη του μυστικού γάμου με τον Θεόν.
Όταν αργότερα η έξαρση αυτή στράφηκε και προς τις ανθρώπινες σχέσεις, τους χάρισε ένα υψηλό ιδανισμό, πήρε τη μορφή του ιπποτικού έρωτα, που βλέπει στη γυναίκα ανώτερο πλάσμα, ενσάρκωση των πιό ακριβών ιδανικών αρετής και αγνότητος. Με άλλα λόγια ο έρως των μυστικών προς τον Θεό βρίσκεται στη βάση, αποτελεί την πηγή, από την οποία απέρρευσε ο ιδανισμός που πήρε στους νεώτερους χρόνους ο έρωτας, και που αποτελεί μια από τις ουσιωδέστερες διαφορές ανάμεσα στον αρχαίο και το νεώτερο κόσμο.
Δε διαμορφώθηκαν λοιπόν εδώ στην Ανατολή μόνο τα πλαίσια της Ορθοδοξίας. Η ίδια αυτή Ορθοδοξία με τον μυστικόν έρωτα προς το Θεό αποκαλύπτει τον συναισθηματικό εκείνο πλούτο που πλημμυρίζει τη ζωή με έντονο και υψηλό ιδανισμό. Από την ελληνική Ανατολή διαδόθηκαν για πρώτη φορά σε όλη τη Χριστιανωσύνη τα ασκητικά κείμενα, και κυρίως, η Κλίμαξ, η γεμάτη από παλμούς του θείου έρωτος που πυρπολούσε την ψυχή των ασκητών.
Είπαμε ότι ο Κλίμαξ μας θυμίζει συχνά τους στωϊκούς και τους κυνικούς. Άκρον αγαθόν, αλήθεια, των στωϊκών ιδίως ήταν η απάθεια, η αταραξία της ψυχής, αυτή που επιτρέπει στο ηγεμονικό, το νου, να είναι τέλεια απερίσπαστος, πραγματικά ηγεμονικός. Και κατά τον Κλίμακα η απάθεια είναι το τελευταίο, το υψηλότερο σκαλοπάτι. Μ' αυτήν ο άνθρωπος έχει νεκρώσει τα μέλη του, όχι όμως μόνο τα μέλη του έχει νεκρώσει και το νου του, τον ανθρώπινο, και το άτομό του και έχει φτάσει στον υψηλότερο βαθμό της υποταγής. Για τον Στωϊκό η απάθεια είναι σκοπός, ο έσχατος σκοπός, η τελειότητα του ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος δέχεται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα του, εντάσσεται εκούσια στό ρυθμό του κόσμου, στο ρόλο που του ώρισεν ο Λόγος (ο Ζεύς). Κι'αν δη, λέγουν οι Στωϊκοί, ότι ο Λόγος του ώρισε να είναι βασιλιας θα δεχτή το ρόλο του βασιλια, αν δη ότι του ώρισε ναι είναι σαλτιμπάγκος, πάλι θα το δεχτή. Αυτή η εκούσια αποδοχή και εγκαρτέρηση αποτελεί την άκρα σοφία κατά τους Στωϊκούς. Για τους ασκητές, για τον Κλίμακα η απάθεια δεν είναι τέρμα, ούτε σκοπός αλλά μέσον. Είναι η κατάσταση στην οποία φτάνει ο άνθρωπος, αφoύ έκαμε ό,τι μπορούσε, ό,τι ήταν στό χέρι του. Είναι η άκρα ετοιμασία του, όχι για εγκαρτέρηση, αλλά για να ξεπεράση τον εαυτό του, νά δεχτή το φως; του Θεού, να παρουσιαστή στο Θεό. Είναι η προβαθμίδα για τη θέωση, που αποζητά ο μυστικός. Θέωση «καθ'ομοίωσιν», βέβαια, «κατά θείαν χάριν», όχι «κατ' ουσίαν».
***
Δίπλα σ' αυτό το μυστικισμό, που τον ονομάσαμε πρακτικό, και εμπειρικό, που δεν μπόρεσε να αφομοιώση και να μετουσιώση εντελώς, τα έλληνικά θέματα (ο Θεός μάλλον αγαπώμενος) ή να τα υπερνικήση (αποστροφή tης ύλης), και πού γι' αυτό έμοιαζε πολλές φορές να κυνηγά εξωτερικά πράγματα, όσο κι αν ήθελε νά αποσπασθή από αυτά. -Καταντούσε, δηλαδή στείρος συχνά αγώνας κατά των εξωτερικών πειρασμών. -Δίπλα σ' αυτόν έχομε σε. όλo το Βυζάντιο μια υψηλότερη μυστική θεορητική πορεία. Αυτή υπερνικά τον συχνά εξωτερικό ασκητισμό της ερήμου, προσαρμόζει τέλεια τις φιλοσοφκές θέσεις, που χρησιμποιεί, στην ουσία του Χριστιανισμού, δίνει το χριστιανικό μυστικισμό στην ολοκληρωμένη μορφή του, και την ίδια ώοα είναι πιο γνήσια ελληνικός από τον πρώτο, που έχει και πολύ ανατολικό χρώμα.
Συνήθως βλέπομε στο Βυζάντιο τις πολλαπλές ανατολικές επιδράσεις, οι οποίες, λέμε, αλλοιώνουν το ελληνικό του βάθος. Δε βλέπομε όμως και τον έντονο αγώνα του Βυζαντίου εναντίον του κύματος των ανατολικών επιδράσεων, που, επειδή είναι αντίθετες στην ελληνική και την καθαρή χριστιανική του ουσία, αγωνίζεται να τις ανατρέψη και τις ανατρέπει, ή τις προσαρμόζει με. τρόπο που να μην αλλοιώνουν τη φύση του. Έτσι λόγου χάρη στην τέχνη, παρά τις αναμφισβήτητες ανατολικές επιδράσεις είναι εύκολο να ξεχωρίσωμε την ελληνική της ουσία στην αίσθηση της αρμονίας, στήν ευγένεια της γραμμής, στη σύνθεση. Το ίδιο και στη σκέψη. Είδαμε το Δαμασκηνό και το Φιλόπονο να απορρίπτουν τις λογής δεισιδαιμονίες, προλήψεις, μαγείες, αστρολογίες, εν ονόματι του λόγου και της χριστιανικής ευσεβείας. Το ίδιο παρατηρούμε και στον ασκητισμό.
Από πάλη κατά της σάρκας και κυριαρχικό ενδιαφέρον για τις εξωτερικές υποχρεώσεις του χριστιανικού βίου, μετατρέπεται σε μυστική πορεία προς την θέωση. Στρέφει δηλαδή το Βυζάντιο τον ασκητισμό σχεδόν αποκλειστικά στον εσωτερικό θρησκευτικό βίο, στην άμεση πνευματική .του σχέση προς τον Θεό. Στο δρόμο αυτό ήταν έτοιμος κιόλας να μπη ο Κλίμαξ. Το δρόμο αυτόν θα τον δούμε αμέσως πολύ καθαρά στον Μάξιμο και ολοκληρωμένο με την έξαρση του θείου έρωτος στον Συμεών τον νέο θεολόγο.
|