On Line Library of the Church of Greece |
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΑ - TO READ POLYTONIC GREEK Ι
1. Τό θέμα τοῦ θανάτου τοῦ
ἀνθρώπου καί τῆς τύχης τῶν σωμάτων
τῶν νεκρῶν ἔχει ἀπασχολήσει ἤδη
πολλούς καί ἐπιφανεῖς ἐρευνητές,
Ἕλληνες καί ξένους, καί ἡ σχετική μέ
τό θέμα αὐτό βιβλιογραφία, ὅπου
μπορεῖ ὁ ἐνδιαφερόμενος νά δεῖ τίς
διάφορες ἀπόψεις πού ἔχουν
διατυπωθεῖ, εἶναι πλούσια. Ἀπό τήν
ἔρευνα πού ἤδη ἔχουν διεξαγάγει
ἄλλοι, κρίνω ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νά
ἀναφέρω ἐδῶ συντόμως μερικά
στοιχεῖα χρήσιμα γιά τήν περαιτέρω
ἀνάπτυξη τοῦ θέματός μου: α) Ἡ ταφή
τῶν νεκρῶν καί ὄχι ἡ καύση ἤ ἄλλοι
τρόποι μεταχειρίσεως τοῦ νεκροῦ
σώματος εἶναι φαινόμενο πανανθρώπινο.
Εἶναι ὁ κανόνας γιά τήν συντριπτική
πλειοψηφία τῶν ἐθνῶν, τῶν λαῶν, τῶν
θρησκειῶν, σέ τόσο μεγάλη ἔκταση,
ὥστε οἱ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις πού
ἔχουν ἤδη ἐπισημανθεῖ ἀπό ἄλλους,
δέν ἀνατρέπουν αὐτόν τόν κανόνα,
ἀλλά ἀντιθέτως τόν ἐπιβεβαιώνουν:
Αἰγύπτιοι, Ἀσσυροβαβυλώνιοι,
Χετταῖοι, Φιλισταῖοι, Πέρσες καί ὅλοι
οἱ λοιποί ἀρχαῖοι λαοί, ἀλλά καί
φυλές πρωτόγονες καί ἀπολίτιστες,
πού μελέτησε καί μελετᾶ ἡ Ἐθνογραφία,
στήν συντριπτική τους πλειοψηφία καί
κατά κανόνα θάπτουν τούς νεκρούς των.
β) Οἱ πρόγονοί μας, ἀρχαῖοι Ἕλληνες,
κατά κανόνα ἔθαπταν τούς νεκρούς των
μέ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις πού
ὀφείλονται σέ εἰδικές περιστάσεις
πολέμου ἤ ἄλλους περιστασιακούς
λόγους. γ) Ἀλλά καί οἱ Ἑβραῖοι
ἔθαπταν τούς νεκρούς των, ὅπως
ἀπέδειξε ὁ Herman
Schutz
μέ τήν Ὑφηγεσία του "Das
Todenrecht
im
Alten
Testament"
(= Τό Δίκαιο τῶν νεκρῶν στήν Παλαιά
Διαθήκη). Τό ἴδιο προκύπτει καί ἀπό
τίς σχετικές ἐργασίες τῶν Ἑλλήνων
Παλαιοδιαθηκικολόγων, Β. Βέλλα, ἀ.
Χαστούπη, Ἠ. Οἰκονόμου, Ν.
Παπαδόπουλου κ.ἄ. Εἶναι
χαρακτηριστικό ὅτι ὁ μή ἐνταφιασμός
στήν Π.Δ. ἀντιμετωπίζεται
ὡς τιμωρία. Ἡ κατάκαυση τῶν Σοδόμων
καί τῶν Γομόρων καί ἡ κατ' ἀκολουθία
καύση τῶν ἀνθρώπων καί μή ταφή
αὐτῶν, ὀφείλεται στήν ἁμαρτία των
καί ἐπιβάλλεται ἀπό τόν Θεό ὡς
τιμωρία. Ὁ κατακλυσμός τοῦ Νῶε, πού
εἶχε ὡς συνέπεια τόν θάνατο καί τόν
μή ἐνταφιασμό τῶν ἁμαρτωλῶν
ἀνθρώπων, ἐπιβάλλεται ἀπό τόν Θεό
σάν τιμωρία γιά τίς ἁμαρτίες των. Τό
ἴδιο ἰσχύει καί γιά ἐπί μέρους
ἐλάχιστες περιπτώσεις ἐγκλημάτων,
τῶν ὁποίων ὁ δράστης τιμωρεῖται,
ἐκτός τῶν ἄλλων ποινῶν, καί μέ τήν
ποινή τῆς μή ταφῆς τοῦ νεκροῦ
σώματός του. Ἔτσι στό Λευΐτ. κ´
14 ὁρίζεται: "ὅς ἐάν λάβῃ
γυναῖκα καί τήν μητέρα αὐτῆς,
ἀνόμημά ἐστιν· ἐν πυρί
κατακαύσουσιν αὐτόν καί αὐτάς, καί
οὐκ ἔσται ἀνομίαν ἐν ὑμῖν." Τό
νά λάβει λοιπόν κάποιος ὡς γυναῖκες
του μάνα καί κόρη θεωρεῖται τόσο
μεγάλο ἀνόμημα, ὥστε νά ἐπιβάλλεται
καί κατά τῶν τριῶν συμμετόχων σ' αὐτή
τήν συμπεριφορά ἡ ποινή τοῦ θανάτου
καί ἡ καύση τῶν σωμάτων των, γιά νά
μήν ὑπάρχει πλέον ἀνομία μεταξύ τῶν
ζώντων. Ἀλλά καί ὁ Ἰούδας, ὅταν
νόμισε ὅτι ἡ Θάμαρ, ἡ γυναίκα τοῦ
νεκροῦ υἱοῦ του, εἶχε πορνεύσει (στήν
πραγματικότητα δέν εἶχε γίνει αὐτό)
διέταξε νά τήν φέρουν μπροστά του γιά
νά κατακαυθεῖ (Γέν. λη´
24). Καί κατά τό Λευϊτ. κα´ 9: "θυγάτηρ
ἱερέως ἐάν βεβηλωθῇ τοῦ ἐκπορνεῦσαι...
ἐπί πυρός κατακαυθήσεται".
Ἀκόμη, ἡ περιγραφομένη στήν Π.Δ.
κατάκαυση βρεφῶν ἤ μικρῶν παιδιῶν
στήν πυρακτωμένη κοιλία τοῦ
μεταλλικοῦ ἀγάλματος τοῦ
εἰδωλολατρικοῦ Θεοῦ Μολώχ μόνο ὡς
ἀποκρουστέα καί ἀπόβλητη
εἰδωλολατρική πράξη μπορεῖ νά
θεωρηθεῖ. Τέλος, καί ἡ περίπτωση τῆς
παρ' ὀλίγον θυσίας τοῦ Ἰσαάκ, ὁ
ὁποῖος εἶχε τεθεῖ ἐπί βωμοῦ ἐπάνω
σέ ξύλα, γιά νά σφαγεῖ καί νά
προσφερθεῖ σάν θυσία ὁλοκαυτώματος
στό Θεό, πράγμα πού τελικῶς δέν ἔγινε
μέ ἐπέμβαση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ,
δηλώνει τήν κατάργηση ὄχι μόνο τῶν
ἀνθρωποθυσιῶν γενικῶς, ἀλλά καί τῆς
καύσεως τοῦ νεκροῦ σώματος. Ἔναντι
αὐτῶν τῶν περιπτώσεων, στίς ὁποῖες ἡ
καύση τῶν νεκρῶν ἐπιβάλλεται ὡς
τιμωρία γιά πολύ βαρέα ἁμαρτήματα
καί ἑπομένως ἐξ ἀντιδιαστολῆς δέν
ἐπιτρέπεται γιά μή ἁμαρτωλούς, ὡς
ἀποτελοῦσα ἐξαίρεση ἤ ἀνωμαλία,
ὑπάρχει πλῆθος μαρτυριῶν στήν Παλαιά
Διαθήκη, πού ἀποδεικνύουν πλήρως ὅτι
εἰς αὐτήν διδάσκεται καί
ἐφαρμόζεται ἡ ταφή τῶν νεκρῶν ὡς
μόνος κανονικός τρόπος
ἀντιμετωπίσεως τοῦ θέματος τῆς
μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων.
Τοῦτο ἄλλωστε δέν ἀμφισβητεῖται ἀπό
κανένα, γι' αὐτό δέν θά μᾶς
ἀπασχολήσει περαιτέρω.
2. Κρίνοντας τό κατά τά ἀνωτέρω
πανανθρώπινο φαινόμενο τῆς ταφῆς καί
ὄχι καύσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων, πού
παρατηρεῖται τόσο σέ ὀργανωμένες
κοινωνίες, ὅσο καί σέ κατά φύση καί
πρωτογόνως ζήσαντες ἤ ζῶντες
ἀνθρώπους, κοινότητες ἤ φυλές, δέν
θεωρῶ τολμηρό νά διατυπώσω
τήν ἄποψη ὅτι πρόκειται γιά
στοιχεῖο τοῦ φυσικοῦ δικαίου, ἐπί
τοῦ ὁποίου ἐφαρμόζεται τό περίφημο
χωρίο τοῦ Ἀπ. Παύλου: "Ὅταν γάρ
ἔθνη τά μή νόμον ἔχοντα φύσει τά τοῦ
νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μή ἔχοντες
ἑαυτοῖς εἰσίν νόμος, οἵτινες
ἐνδείκνυνται τό ἔργον τοῦ νόμου
γραπτόν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν,
συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως..."
(Ρωμ. β´ 14-15), μέ τό ὁποῖο καθώς καί μέ
ἄλλες χριστιανικές μαρτυρίες
ἐξαίρεται ἡ ἐφαρμογή τοῦ φυσικοῦ
δικαίου ὡς τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ
Θεοῦ, ἀκόμη καί ἐκεῖ πού δέν ὑπῆρχε
ὑπερφυσική ἀποκάλυψη. Ἡ
ἀντιμετώπιση ἐξάλλου τοῦ θέματος
τῆς ταφῆς καί ὄχι καύσεως τῶν νεκρῶν
στήν Π.Δ. ἔχει ἰδιαίτερη σημασία,
διότι ἡ Π.Δ. ἐξακολουθεῖ καί σήμερα,
ὀρθῶς ἑρμηνευομένη ὑπό τό φῶς τῆς Κ.Δ.
καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, νά
ἀποτελεῖ πηγή τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως
ὡς μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς. ΙΙ
Στήν Κ.Δ. ὁ μόνος γνωστός τρόπος
μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων
εἶναι ὁ ἐνταφιασμός. Ὁ ἴδιος ὁ
Ἰησοῦς Χριστός διά τῶν λόγων καί τῆς
πράξεώς Του ἐπιδοκιμάζει αὐτόν τόν
τρόπο. Ἔτσι, ἀπό τά Εὐαγγέλια
πληροφορούμεθα ὅτι, ἐνῶ ὁ Κύριος
ἦταν ἀκόμη ζωντανός, λίγο πρό τοῦ
πάθους Του, ἡ Μαριάμ ἄλειψε τούς
πόδες Του μέ πολύτιμο μύρο. Τότε ὁ
Ἰούδας, διαφωνώντας μέ αὐτήν τήν
πράξη, παρατήρησε ὅτι αὐτό τό
πολύτιμο μύρο θά ἦταν προτιμότερο νά
πωληθεῖ καί τά χρήματα νά δοθοῦν
στούς πτωχούς. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ
πρός αὐτόν, ὅπως τήν καταγράφει ὁ
Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, εἶναι
χαρακτηριστική. "Ἄφες αὐτήν ἵνα
εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου
ποιήσῃ τοῦτο. Τούς πτωχούς γάρ
πάντοτε ἔχετε μεθ' ἑαυτῶν, ἐμέ δέ οὐ
πάντοτε ἔχετε" (Ἰωάν. ιβ´
7). Συνεπῶς, ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός
γνωρίζει ὅτι μετά τό πάθος Του θά
ἐπακολουθήσει ὁ ἐνταφιασμός Του καί
σαφῶς τόν ἐγκρίνει, διδάσκοντας
μάλιστα ρητῶς ὅτι ἀξίζει ἡ δαπάνη
τοῦ πολυτίμου μύρου γιά τά νεκρά
σώματα, πράγμα πού προτιμᾶ ἀπό τό νά
δοθοῦν τά χρήματα τῆς δαπάνης αὐτῆς
στούς πτωχούς, γιά τούς ὁποίους ὡς
γνωστόν, τόση μεγάλη μέριμνα ἔλαβε.
Εἶναι ἐπίσης γνωστό ὅτι ὁ Κύριος
τελικά πράγματι ἐνταφιάστηκε μετά τό
πάθος Του καί ἡ διαδικασία τοῦ
ἐνταφιασμοῦ Του, ὅπως περιγράφεται
στήν Κ.Δ. καί ἰδιαίτερα στό Ματθ. κζ´
57-61, διδάσκει πολλά γιά τό θέμα μας.
Κατά τό ἀπόσπασμα αὐτό ὁ πλούσιος
Ἰωσήφ ἀπό Ἀριμαθαίας ζήτησε καί
ἔλαβε ἀπό τόν Πιλάτο τό σῶμα τοῦ
κατά τήν σάρκα θανατωθέντος Ἰησοῦ
Χριστοῦ, τό τύλιξε σέ καθαρή σινδόνα
καί τό τοποθέτησε στήν θύρα τοῦ
μνημείου. Μέ τούς ἀνωτέρω λόγους τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τό παράδειγμα τοῦ
ἐνταφιασμοῦ Του κρίνουμε ὄχι τολμηρό
νά ὑποστηρίξουμε ὅτι ἐξαγιάστηκε ἡ
ταφή τῶν νεκρῶν ὡς σωστή πράξη
ἀντιμετωπίσεως τῶν νεκρῶν χριστιανῶν,
πού εἶναι καί πρέπει νά εἶναι
μιμητές Χριστοῦ. Ὅπως δηλαδή
πιστεύουμε ὅτι ἀκόμη καί ἄψυχοι
τόποι, ὅπως εἶναι ὁ φρικτός Γολγοθᾶς,
ὁ Πανάγιος Τάφος, τό Σπήλαιον τῆς
Γεννήσεως κ.ἄ. ἐξαγιάστηκαν ἀπό τήν
παρουσία εἰς αὐτούς τοῦ Θεανθρώπου
Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί μέ τό
θάνατό Του ἐξαγιάζονται ἄμεσα ἤ
ἔμμεσα καί πολλά ἄλλα, ὅπως ὁ γάμος
πού ἔγινε μυστήριο, διότι τό
εὐλόγησε μέ τήν παρουσία Του στό
γάμο τῆς Κανᾶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τό
βάπτισμα, ἡ θεία Εὐχαριστία καί τά
λοιπά μυστήρια, τῶν ὁποίων ἡ σύσταση
ἄμεσα ἤ ἔμμεσα ἀνάγεται στήν θεία
βούληση. Τό ἴδιο καί ἐδῶ νά δεχθοῦμε
ὅτι ἔχουμε παράδοση ἀπό τόν ἴδιο τόν
Κύριο τῆς ταφῆς ὡς ὀρθοῦ τρόπου
ἀντιμετωπίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων.
Ἀφοῦ Ἐκεῖνος ἐπέλεξε γιά τόν
ἑαυτόν του τήν ταφήν καί ἔτσι τήν
ἐξαγίασε, δέν ὑπάρχει λόγος νά
ἐγκαταλείψουμε τό παράδειγμα πού μᾶς
ἀφῆκε, ἰδιαίτερα μάλιστα ἀφοῦ
συνδέεται μέ τήν ἀνάσταση ὄχι μόνο
τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά
καί τῶν δικῶν μας σωμάτων, κατά
τρόπον πού ἀποτελεῖ μυστήριο γιά τήν
Ἐκκλησία μας.
Στό σημεῖο αὐτό ἴσως προβληθεῖ ἡ
ἔνσταση ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός βρῆκε
μιά παράδοση ἰουδαϊκή, τήν ὁποία
ἁπλῶς δέν θέλησε νά καταργήσει γιά
τόν ἑαυτό Του. Μιά τέτοια ἔνσταση
ὅμως θά παραγνώριζε ὅτι ὁ Ἰησοῦς
κατάργησε πολλές συνήθειες καί
παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων, ἀκριβῶς
διότι ἦσαν ἐσφαλμένες ἤ ἀτελεῖς. Τίς
ἐσφαλμένες αὐτές παραδόσεις, πού οἱ
Φαρισαῖοι ἐνεφάνιζαν σάν διδασκαλίες
τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς τίς χαρακτηρίζει
ὡς "ἐντάλματα ἀνθρώπων" (Ματθ.
ιε´ 9) καί γι' αὐτές τίς παραδόσεις των
οἱ Φαρισαῖοι ἀκούουν τά ἀκόλουθα
ἐλεγκτικά καί ἐπικριτικά λόγια τοῦ
Ἰησοῦ: "Διατί καί ὑμεῖς
παραβαίνετε τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ διά
τήν παράδοσιν ὑμῶν;... καί ἠκυρώσατε
τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διά τήν παράδοσιν
ὑμῶν, ὑποκριταί..." (Ματθ. ιε´
6). Εἶναι σαφές, λοιπόν, ὅτι
παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων σωστές δέν
ἐφαρμόζονται, οὔτε ἐξαγιάζονται,
ἀλλά ἀπορρίπτονται καί καταργοῦνται
ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. Τήν τιμή ὅμως
τοῦ νεκροῦ σώματος, διά τῆς
περιποιήσεως καί τοῦ ἐνταφιασμοῦ, ὁ
Ἰησοῦς τήν θέτει τόσο ψηλά, ὥστε στό
προσῆκον μέτρο νά τήν προτάσσει
ἀκόμη καί ἀπό τήν βοήθεια πρός τούς
πτωχούς, γιά τούς ὁποίους τόση
μέριμνα ἔλαβε. Ἔτσι, ἡ τιμή τοῦ
νεκροῦ σώματος καί ὁ ἐνταφιασμός του
ἐπιλέγονται τελικά ἀπό τόν Ἰησοῦ
ἐνσυνείδητα, καθαγιάζονται καί
προβάλλονται ἀπό τόν ἴδιο ὡς
παράδειγμα πρός
μίμηση. Χαρακτηριστική εἶναι
ἀκόμα καί ἡ περιγραφή τοῦ Ματθ. κζ´
5253, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι, ἀμέσως
μόλις ὁ Ἰησοῦς ἀφῆκε τό πνεῦμα του
ἐπί τοῦ Σταυροῦ, σχίστηκε τό
καταπέτασμα τοῦ ναοῦ, ἔγινε σεισμός,
οἱ πέτρες σχίστηκαν "καί τά
μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καί πολλά σώματα
τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθησαν
καί ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων μετά
τήν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τήν
Ἁγίαν Πόλιν καί ἐνεφανίσθησαν
πολλοῖς". Καί τό χωρίο τοῦτο ἔχει,
φρονοῦμε, ἔντονο δογματικό χαρακτήρα
περί τῆς τύχης τῶν σωμάτων μετά
θάνατον καί τήν ἀνάσταση αὐτῶν. Τό
παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ ἀκολούθησε καί
ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα τῶν
Ἰεροσολύμων, ἡ ὁποία ἐνταφιάζει ὄχι
μόνον τόν Πρωτομάρτυρα τοῦ
χριστιανισμοῦ Στέφανο (Πράξ. η´ 2),
ἀλλά ἀκόμη καί τούς ἀποθανόντας σέ
ἁμαρτία Ἀνανία καί Σαπφείρα (Πράξ. ε´
6 καί 10). Τό παράδειγμα τῶν
τελευταίων ἀποδεικνύει ὅτι ὁ
χριστιανισμός παύει νά ἐφαρμόζει τό
ἀρχαῖο ἑβραϊκό δίκαιο τῆς καύσεως
τῶν σωμάτων τῶν ἁμαρτωλῶν νεκρῶν.
Ἀπό τόν Ἱππόλυτο πληροφορούμαστε
ἀκόμη περί τῆς ταφῆς πολλῶν
Ἀποστόλων (Migne
PG
10, 952 B).
Ὁ Ἱερώνυμος κάνει λόγο γιά τόν
ἐνταφιασμό τῶν ἀποστόλων Πέτρου,
Παύλου, τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, τῶν
εὐαγγελιστῶν Λουκᾶ καί Μάρκου, τῆς
μετακομιδῆς τῶν λειψάνων
τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου καί
ἄλλων (Migne
PL
23, 1337 D).
Ἐνδεικτικά εἶναι τά ὅσα λέγει
σχετικῶς μέ τήν ταφή καί ὁ Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος, κατά τόν ὁποῖο "κοινοί
γάρ εἰσίν τῆς φύσεως νόμοι παρά
πᾶσιν ἀνθρώποις, τόν ἀπελθόντα τῇ γῇ
κρύπτεσθαι καί ταφῇ παραδίδοσθαι καί
τοῖς κόλποις τῆς πάντων μητρός
περιστέλλεσθαι γῆς. Καί τούτου οὐχ
Ἕλλην, οὐ βάρβαρος, οὐ Σκύθης, οὐκ εἴ
τις ἐκείνων ἀγριώτερος ἐκίνησεν
νόμους ποτέ, ἀλλ' αἰδοῦνται καί
φυλάττειν ἅπαντες καί οὕτως
εἰσίν ἱεροί καί πᾶσι αἰδέσιμοι".
Περί τοῦ χωρίου τούτου καί ἄλλων
σημαντικῶν θέσεων τοῦ Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου βλ. Δ.
Πετρακάκου,
Die Toten im Recht nach den Lehre und den Normen des orthodoxen morgenländischen
Kirchenrecht und der Gesetzgebung Griechenlands, Leipzig 1950, σελ. 90
καί ἑξῆς. Καί
ὁ
Μ.
Βασίλειος
τονίζει
ὅτι
κατ'
ἀντίθεση
πρός
τήν
ἰουδαϊκή
ἀντίληψη ὅτι τά νεκρά σώματα εἶναι
βδελυκτά, τά λείψανα τῶν ὑπέρ
Χριστοῦ ἀποθανόντων εἶναι τίμια: "Καί
ὅτε μέν ἰουδαϊκῶς ἀπέθνησκον οἱ
ἄνθρωποι βδελυκτά ἦν τά θνησιμαῖα·
ὅτε δέ ὑπέρ Χριστοῦ ὁ θάνατος, τίμια
τά λείψανα τῶν ὁσίων αὐτοῦ" (Migne
PG 32, 1268 A). Ἀνάλογα
διδάσκουν καί οἱ Ἀποστολικές
Διαταγές. "Μή παρατηρεῖσθε οὖν τά
ἔννομα καί φυσικά νομίζοντες
μολύνεσθαι δι' αὐτῶν· μηδέ
ἐπιζητεῖτε ἰουδαϊκούς ἀφορισμούς ἤ
συνεχῆ βαπτίσματα ἤ καθαρισμούς ἐπί
θίξει νεκροῦ... ὅθεν καί ἡμεῖς,
ἐπίσκοποι, καί οἱ λοιποί,
ἀπαρατηρήτως ἁπτόμενοι τῶν
κεκοιμημένων μή νομίσητε μαίνεσθαι,
μηδέ βδελύσσεσθε τά τούτων λείψανα"
(Μigne
PG
1,988 B).
Περαιτέρω, ὁ ἱερός Χρυσόστομος
προβάλλει καί τήν σωστή δογματική
σημασία τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν πού
πρέπει νά γίνεται πρός δόξαν Θεοῦ
"...κηδεύσωμεν τούς ἀπελθόντας ὡς
καί ἡμῖν καί ἐκεῖνοις συμφέρει πρός
δόξαν Θεοῦ" (Migne
PG
59, 467). Ὁ Ὠριγένης χαρακτηρίζει τά
ἐνταφιαζόμενα σώματα ὡς ὄργανα ψυχῆς,
τά ὁποῖα ἐνταφιάζονται μέ τιμή κατά
τά "νενομισμένα", "ψυχήν γάρ
λογικήν τιμᾶν μόνην ἡμεῖς ἴσμεν καί
τά τοιαύτης ὄργανα μετά τιμῆς
παραδιδόναι κατά τά νενομισμένα ταφῇ"
(Ὠριγένης, Κατά Κέλσου 8,30). Ὁ Μέγας
Ἀθανάσιος ἐπικρίνει ὡς ἀθλιότητα
τήν συμπεριφορά κάποιου Γρηγορίου
πού δέν ἐπέτρεψε τήν ταφή νεκρῆς (Migne
PG
25, 708 B).
Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος παραδίδει ὅτι
διῶκτες τῶν χριστιανῶν ἦσαν "ἐπιμελῶς
παραφυλάσσοντες νύκτωρ καί μεθ'
ἡμέραν, μή κηδευθῇ τις ὑφ' ἡμῶν" (Ἐκκλησιαστική
Ἱστορία 3,2,59) καί γι' αὐτό "τά
δεδομένα καθ' ἡμᾶς ἐν μεγάλῳ
καθειστήκει πένθει διά τό μή
δύνασθαι τά σώματα κρῦψαι τῇ γῇ"
(Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 5,2,61), ἀλλά οἱ
νεκροί χριστιανοί "ἀντί γῆς καί
τάφων θαλαττείοις παραδίδονται
κύμασι" (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
8,7,6). Ὁ Ἱερώνυμος διηγεῖται ὅτι ὁ
Ἅγιος Ἱλαρίων παρακαλοῦσε
ἐξορκίζοντάς την, τήν ἁγία
Κωνσταντία, νά μή τόν ἀφήσει οὔτε
μία ὥρα ἄταφο, ἀλλά νά τόν θάψει
ἀμέσως μόλις πεθάνει καλύπτοντάς τον
μέ χῶμα, μέ τά ροῦχα πού φοροῦσε
ἀκόμη καί μέ τό χοντρό παλτό του (Migne
PL
23,52). Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐκφράζοντας
τήν πίστη τῶν χριστιανῶν στήν
ἀνάσταση τῶν σωμάτων ὁμιλεῖ γιά
σῶμα ἀνέπαφο μέχρι τῆς ἀναστάσεως
τῶν νεκρῶν (Migne
PG
95,465). ΙΙΙ
Σημαντικές εἶναι οἱ περί ταφῆς
μαρτυρίες πού σώζονται καί στά
Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ
δύναμη τῶν μετά τήν ταφή ἀπομενόντων
λειψάνων εἶναι μερικές φορές τόσο
μεγάλη, ὥστε "ἐκ λειψάνων
πολλάκις μαρτύρων καί εἰκόνων
ἐλαύνονται δαίμονες" (Ζ´
Οἰκουμενική Σύνοδος, Πράξη 4, Σπ.
Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ´, 282/782). Ἡ καύση
τῶν νεκρῶν θά στεροῦσε ἀπό τούς
χριστιανούς τή θαυματουργική
αὐτή ἐνέργεια τῶν ἁγίων
λειψάνων. Περί τοῦ ἐξαγιασμου τοῦ
Τάφου καί τῶν λοιπῶν σκηνωμάτων τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ διακηρύσσεται στήν Ζ´
Οἰκουμενική Σύνοδο: "Οὕτως
καί ἡμεῖς οἱ πιστοί ἅπαντες ὡς μέν
ράβδον Χριστοῦ τόν σταυρόν
προσκυνοῦμεν· ὡς δέ θρόνον καί
κοίτην αὐτοῦ τό Πανάγιον μνῆμα, ὡς
δέ οἶκον τήν φάτνην καί τή Βηθλεέμ
καί τά λοιπά ἅγια αὐτοῦ σκηνώματα"
(Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος, Πράξη Δ´, Σπ.
Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ´, 281/7812). Στά
Πρακτικά τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου γίνεται λόγος περί τῆς ταφῆς
τῆς ἁγίας Εὐφημίας, πού
ἐνταφιάστηκε μέ ἰδιαίτερες τιμές
πλησίον τοῦ ναοῦ καί καθιερώθηκε καί
ἑορτή πρός τιμήν της. Ἡ ὅλη ἐκτενής
περιγραφή ἀφήνει νά διαφανεῖ ὅτι ἡ
Οἰκουμενική Σύνοδος ἐξαίρει αὐτόν
τόν τρόπο τῆς ταφῆς καί τῆς τιμῆς
τῶν λειψάνων τῆς ἁγίας (Ζ´
Οἰκουμενική Σύνοδος, Πράξη Δ´, Σπ.
Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ´, 273/7732). Στήν
πράξη Δ´ τῆς Ζ´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπάρχει
ὁμολογία πίστεως τοῦ Θεοδοσίου
Ἀμορίου, πού ἔγινε δεκτή ἀπό τήν
Σύνοδο, στήν ὁποία ὁμολογία ἐκτός
τῶν ἄλλων ἀναφέρονται καί τά ἑξῆς:
"ὁμοίως καί τά λείψανα τῶν ἁγίων
προσκυνῶ καί τιμῶ καί ἀσπάζομαι, ὡς
ἀθλησάντων ὑπέρ Χριστοῦ καί
λαβόντων χάριν παρ' αὐτοῦ ἰάσεις
ἐπιτελεῖν, καθώς ἡ Ἐκκλησία τῶν
Χριστιανῶν παρέλαβεν ἐκ τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων καί Πατέρων τῶν ἕως ἡμῶν"
(Ζ´ Οἰκουμενική
Σύνοδος, Πράξη Α´. Σπ. Μήλια, Πρακτικά,
τόμ. Γ´, 231/7731). Ἀνάλογη εἶναι καί ἡ
Ὁμολογία πίστεως τοῦ Βασιλείου
Ἀγκύρας στήν Α´ Πράξη
τῆς αὐτῆς Συνόδου: "...καί πάντων
τῶν ἁγίων καί τά ἅγια καί τίμια
λείψανα αὐτῶν μετά πάσης τιμῆς
ἀποδεχόμενος ἀσπάζομαι καί
τιμητικῶς προσκυνῶ, πίστιν ἔχων
μετέχειν παρ' αὐτῷ ἁγιασμοῦ" (Ζ´
Οἰκουμ. Σύνοδος, Πράξη Α´. Σπ. Μήλια,
Πρακτικά, τόμ. Γ´,
229/7729).
Πολλές ἀκόμη μαρτυρίες ἐξαίρουν
τήν ταφήν, ὅπως τήν ἑκουσία ταφή τοῦ
Κυρίου (Μansi 2, 761 D) , τήν ταφή τῆς σαρκός
τοῦ Κυρίου (Mansi 3, 228 B), τήν τριήμερο
ταφή Του (Mansi 2, 76 C), τήν ἀξία τῆς ταφῆς
τοῦ Κυρίου (Mansi 9, 520 A) κ.ἄ. Ἀκόμη
ἀναφέρεται ὅτι οἱ τάφοι τῶν ἁγίων
βρύουν ἰάματα (Mansi 13, 495 D). IV
Ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες
προκύπτει ἐπίσης, ἔμμεσα ἤ ἄμεσα, ὅτι
ἡ ταφή εἶναι ὁ μόνος τρόπος
μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων
κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς
Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι, ὁ Κανόνας 13 τῆς Α´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαλαμβάνει:
"Περί δέ τῶν ἐξοδευόντων ὁ
παλαιός καί κανονικός Νόμος
φυλαχθήσεται καί νῦν, ὥστε, εἴ τις
ἐξοδεύοι, τοῦ τελευταίου καί
ἀναγκαιοτάτου ἐφοδίου μή
ἀποστερεῖσθαι. Εἰ δέ ἀπογνωσθείς,
καί κοινωνίας τυχών, πάλιν ἐν τοῖς
ζῶσιν ἐξετασθῇ, μετά τῶν
κοινωνούντων τῆς εὐχῆς μόνης ἔστω.
Καθόλου δέ, καί περί παντός
οὑτινοσοῦν ἐξοδεύοντος, αἰτοῦντος
μετασχεῖν εὐχαριστίας, ὁ Ἐπίσκοπος
μετά δοκιμασίας μεταδιδότω τῆς
προσφορᾶς". Ἀπό τόν κανόνα αὐτόν
προκύπτει ὅτι τόσον σεβασμό ἔχει ἡ
Ἐκκλησία μας πρός τόν ψυχοσωματικό
ἄνθρωπο, ὥστε δέν διστάζει νά δώσει
τή Θεία Κοινωνία ἀκόμη καί λίγες
στιγμές πρό τοῦ θανάτου, παρόλο πού
γνωρίζει ὅτι σέ λίγο θά ὑπάρχει μόνο
ἄψυχο σῶμα. Βέβαια, τούς ἤδη νεκρούς
δέν τούς κοινωνεῖ, διότι οἱ νεκροί
δέν μποροῦν πλέον νά ἐκφράσουν
βούληση κοινωνίας, οὔτε νά λάβουν καί
νά φάγουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου, οὔτε νά
πιοῦν τό αἷμα Του. Συναφῶς ὁ Κανόνας 83
τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου
ὁρίζει: "Μηδείς τοῖς σώμασι τῶν
τελευτησάντων τῆς εὐχαριστίας
μεταδιδότω. Γέραπται γάρ "Λάβετε
φάγετε"· τά δέ νεκρῶν σώματα οὐδέ
λαβεῖν δύναται οὐδέ φαγεῖν". Τά
ἴδια διδάσκει καί ὁ Κανόνας 18 τῆς
Συνόδου τῆς Καρθαγένης. Σημαντικός
γιά τό θέμα μας εἶναι καί ὁ κανών 7
τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, κατά τόν ὁποῖο: "Ἔφη
Παῦλος ὁ θεῖος Ἀπόστολος, τινῶν
ἀνθρώπων αἱ ἁμαρτίαι πρόδηλοί εἰσι·
τισί δέ καί ἐπακολουθοῦσιν. Ἁμαρτιῶν
οὖν
προκαταλαμβανουσῶν,
καί
ἕτεραι
ἁμαρτίαι
ἕπονται
ταύταις.
Τῇ οὖν ἀσεβεῖ αἱρέσει τῶν
χριστιανοκατηγόρων, καί ἄλλα
ἀσεβήματα συνηκολούθησαν. Ὥσπερ γάρ
τήν τῶν σεπτῶν εἰκόνων ἀφείλοντο
ὄψιν ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕτερά
τινα ἔθη παραλελοίπασιν, ἅ χρή
ἀνανεωθῆναι, καί κατά τήν ἔγγραφον
καί ἄγραφον θεσμοθεσίαν, οὕτω κρατεῖν.
Ὅσοι οὖν σεπτοί ναοί καθιερώθησαν
ἐκτός ἁγίων λειψάνων μαρτύρων,
ὁρίζομεν ἐν αὐτοῖς κατάθεσιν
γίνεσθαι λειψάνων μετά τῆς συνήθους
εὐχῆς. Ὁ δέ ἄνευ ἁγίων λειψάνων
καθιερῶν ναόν, καθαιρείσθω, ὡς
παραβεβηκώς τάς ἐκκλησιαστικάς
παραδόσεις". Εἶναι
σαφές καί ἀπό τόν κανόνα αὐτόν ὅτι
ἡ Ζ´ Οἰκουμενική
Σύνοδος διατάσσει τήν καθιέρωση τῶν
ἱερῶν ναῶν διά τῆς τοποθετήσεως εἰς
αὐτούς ἱερῶν λειψάνων. Γιά νά γίνει
ὅμως αὐτή ἡ καθιέρωση, πρωτίστως θά
πρέπει νά ὑπάρχουν ἅγια λείψανα, τήν
ὕπαρξη τῶν ὁποίων ἐγγυᾶται μόνο ἡ
ταφή τῶν σωμάτων καί ὄχι καί ἡ καύση
αὐτῶν, μέ τήν ὁποίαν μεταβάλλεται σέ
στάχτη ὁ νεκρός. Ἡ στάχτη αὐτή
βέβαια δέν εἶναι ἅγιο λείψανο, ἀλλά
κάτι διαφορετικό σέ σύσταση καί
ποιότητα ἀπό τά ἅγια λείψανα. Ἡ
στάχτη οὐδέποτε χρησιμοποιήθηκε πρός
καθιέρωση ναῶν.
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, καί μόνο
αὐτός ὁ κανόνας θά ἦταν ἀρκετός γιά
νά καταδειχθεῖ ὅτι ἡ ταφή τῶν νεκρῶν
εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία κατά τούς
Ἱερούς Κανόνες γιά νά μποροῦν νά
ὑπάρχουν ἅγια λείψανα, πού ἐκτός τῶν
λοιπῶν θαυματουργῶν των εἶναι
ἀπαραίτητα γιά τήν καθιέρωση τῶν
ἱερῶν ναῶν. Κατά τῆς καύσεως τῶν
σωμάτων στρέφεται ἔμμεσα ὁ Κανόνας 65
τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου,
ὁ ὁποῖος ἐπικρίνει τόν Μανασσῆ,
διότι "διήγαγε τά τέκνα αὐτοῦ ἐν
πυρί". Ὁ κανόνας αὐτός
συναριθμεῖ τήν ὑπό τοῦ Μανασσῆ καύση
τῶν παιδιῶν του μαζί μέ ἄλλες πράξεις
εἰδωλολατρείας πού ἔκανε καί γι'
αὐτό "ἐπλήθυνε τοῦ ποιῆσαι τό
πονηρόν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τοῦ
παροργίσαι αὐτόν". Ἐδῶ ἔχουμε
μιά αὐθεντική ἀξιολόγηση ἀπό
Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς εἰς τήν Π.Δ.
καύσεως τῶν παιδιῶν τοῦ Μανασσῆ ὡς
εἰδωλολατρικῆς καί ἄρα καταδικαστέας
συμπεριφορᾶς. Ὁ κανόνας 101 τῆς
Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου
διαλαμβάνει χρήσιμα γιά τό θέμα μας
στοιχεῖα, ὁρίζοντας τά ἀκόλουθα: "Σῶμα
Χριστοῦ καί ναόν, τόν κατ' εἰκόνα
Θεοῦ κτισθέντα ἄνθρωπον, ὁ θεῖος
ἀπόστολος μεγαλοφώνως ἀποκαλεῖ.
Πάσης οὖν αἰσθητῆς κτίσεως
ὑπερκείμενος ὁ τῷ σωτηρίῳ πάθει τοῦ
οὐρανίου τυχών ἀξιώματος ἐσθίων καί
πίνων Χριστόν, πρός ζωήν διά παντός
μεθαρμόζεται τήν ἀΐδιον, ψυχήν καί
σῶμα τῇ μεθέξει τῆς θείας
ἁγιαζόμενος χάριτος...". Ἐδῶ
ἔχουμε σαφῆ δογματική ἀξιολόγηση τοῦ
ἀνθρωπίνου σώματος, τό ὁποῖο κατά
τόν παρόντα ἱερό Κανόνα εἶναι "σῶμα"
καί "ναός" τοῦ Χριστοῦ.
Ἔχει γίνει "κατ' εἰκόνα Θεοῦ".
Εἶναι ὁ ὑπερκείμενος ὅλης τῆς
αἰσθητῆς φύσως καί ὁ μόνος πού τοῦ
ἔχει παραχωρηθεῖ τό οὐράνιο προνόμιο
καί μετέχει τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου
καί νά ἐσθίει τό τίμιο σῶμα Του καί
νά πίνει τό τίμιο αἷμα Του ἤ, ὅπως
ρητῶς τονίζει ὁ Κανόνας, νά ἐσθίει
καί νά πίνει Χριστό. Ἔτσι
προσοικειοῦται τήν αἰώνιο ζωή καί
τόσον ἡ ψυχή του ὅσο καί τό σῶμα του
ἁγιάζονται ἀπό τή Θεία Χάρη. Ρητῶς,
λοιπόν, προβάλλεται ἐδῶ ὁ ἐξαγιασμός
ὄχι μόνο τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τοῦ
σώματος τοῦ χριστιανοῦ. Ἡ ἀξιολόγηση
αὐτή δεικνύει μαζί μέ πλῆθος ἄλλες
μαρτυρίες, περί τῶν ὁποίων
διαλαμβάνει ἡ σχετική διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας μας, τήν μεγάλη ἀξία καί
σημασία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, πού
ὡς σῶμα Χριστοῦ καί ναός τοῦ Θεοῦ
δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει νά
παραδίδεται στήν ἐξαφάνιση καί
καταστροφή του διά πυρᾶς. Ἀπό τόν
Κανόνα 9 τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας
προκύπτει ὅτι ἀκριβῶς ἡ ἁγιότητα
τῶν σωμάτων τῶν ἁγίων ἐπιβάλλει τήν
ἐπίσκεψη τῶν πιστῶν στά κοιμητήρια
αὐτῶν καί ἡ ἀπόδοση σέ αὐτούς τῶν
καθιερωμένων τιμῶν ὄχι ὅμως καί στά
κοιμητήρια τῶν αἱρετικῶν. Τά ἴδια
περίπου διδάσκει καί ὁ Κανόνας 34 τῆς
ἴδιας Συνόδου περί τῆς τιμῆς τῶν
Μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ σέ ἀντιδιαστολή
πρός τούς ψευδομάρτυρες τῶν
αἱρετικῶν, πού δέν πρέπει νά
τιμῶνται. Τά θυσιαστήρια πρέπει νά
ἔχουν λείψανα ἤ σῶμα μαρτύρων κατά
τόν Κανόνα 83 (91) τῆς Συνόδου τῆς
Καρθαγένης, διαλαμβάνοντα: "Ὁμοίως
ἤρεσεν, ἵνα τά πανταχοῦ ἀνά τούς
ἀγρούς καί τούς ἀμπελῶνας
θυσιαστήρια, ὡσανεί εἰς μνήμην
μαρτύρων καθιστάμενα, ἐν οἷς οὐδέ ἕν
σῶμα ἤ λείψανον μαρτύρων, ἀποκείμενα
δείκνυνται, ἀπό τῶν ἐντοπίων
ἐπισκόπων, εἰ ἔστι δυνατόν,
καταστρέφωνται... καί παντελῶς μηδέ
μνήμη μαρτύρων ἐπιτελεσθῇ, εἰ μήπου
ἤ σῶμα, ἤ τινα λείψανα ὦσιν, ἤ
ἀρχαιογονία τινός οἰκήσεως ἤ
κτήσεως ἤ πάθους πιστῇ ἀρχαιότητι
παραδιδῶνται".
Τό ἀνθρώπινο σῶμα, ἄν δέν γινόταν
ἡ πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, δέν θά
ἀπέθνησκε. Οἱ ἀντίθετα φρονοῦντες
ἀναθεματίζονται ὡς αἱρετικοί ἀπό
τόν Κανόνα 101 (112) τῆς Συνόδου τῆς
Καρθαγένης, ὁ ὁποῖος ἐπάγεται: "Ἵνα
ὅστις λέγῃ τόν Ἀδάμ, τόν
πρωτόπλαστον ἄνθρωπον, θνητόν
γενόμενον οὕτως, ὡς εἴτε ἁμαρτήσοι,
εἴτε μή ἁμαρτήσοι τεθνηξόμενον ἐν τῷ
σώματι, τουτέστιν, ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ
σώματος μή τῇ ἀξίᾳ τῆς ἁμαρτίας,
ἀλλά τῇ ἀνάγκῃ τῆς φύσεως, ἀνάθεμα
ἔστω". Ἡ φύση λοιπόν τοῦ
πλασθέντος ἀπό τόν Θεό ἀνθρωπίνου
σώματος δέν ἦταν θνητή. Ἔγινε θνητό
τό ἀνθρώπινο σῶμα λόγῳ τῆς ἁμαρτίας.
Συνεπῶς, ὁ πιστός διά τῆς πίστεως καί
τῶν ἀγαθῶν του ἔργων μπορεῖ νά σωθεῖ
καί νά ἀποκατασταθεῖ ἔτσι τό σῶμα
του στό ἀρχαῖο κάλλος πού εἶχε πρό
τῆς πτώσεως. Ἡ ἀξία αὐτή τοῦ
ἀνθρωπίνου σώματος σέ συνδυασμό μέ
ὅσα λέχθηκαν περί τοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος
ἀποτελεῖ σῶμα Χριστοῦ, ναό Χριστοῦ
καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἐπιβάλλουν τήν
ἀπόδοση στό σῶμα τῆς ἀξίας τήν
ὁποία ἔχει καί τήν μή καταστροφή καί
ἐξαφάνισή του διά τῆς πυρᾶς, διότι
κάτι τέτοιο δέν θέλησε ὁ Δημιουργός
του. V
Ἡ ταφή ὡς συνήθεια
ἐκκλησιαστική: Λέγεται συχνά ἀπό
πολλούς ὅτι ἡ ταφή τῶν νεκρῶν εἶναι
μιά ἁπλή ἐκκλησιαστική συνήθεια
χωρίς δογματικό περιεχόμενο καί
χωρίς σχέση μέ τό δόγμα. Ἡ ἄποψη
αὐτή ταυτίζει τήν ἁπλή συνήθεια, ἡ
ὁποία ὅμως εἶναι κάτι τό διαφορετικό,
διότι συχνά ταυτίζεται μέ τήν Ἱερά
Παράδοση. Πράγματι, ἡ συνήθεια μέ τήν
ἔννοια τήν ἐκκλησιαστική, πού εἶναι
τμῆμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως
καί ἄρα Ἱερά Παράδοση ἤ ἐγγύς αὐτῆς,
προκύπτει ἀπό πλῆθος Ἱερῶν Κανόνων,
οἱ σπουδαιότεροι ἀπό τούς ὁποίους
εἶναι οἱ ἀναπτυσσόμενοι εὐθύς
κατωτέρω. Ὁ Κανόνας 1 τῆς Α´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ταυτίζει
τήν συνήθεια μέ τήν ἀρχαία
ἐκκλησιαστική παράδοση, διδάσκοντας
ὅτι ὑπάρχει συνήθεια καί παράδοση
ἀρχαία νά τιμᾶται ὁ ἐπίσκοπος τῆς
Αἰλίας, δηλαδή τῶν Ἰεροσολύμων, πού
ἀπό τό ὄνομα τοῦ Αἰλίου Ἀδριανοῦ
ὀνομάστηκαν τό 135 μ.Χ. Αἰλία
Καπιτωλίνα. Ἡ ἀρχαία αὐτή συνήθεια
καί Παράδοση νά τιμῶνται τά
Ἰεροσόλυμα ὀφείλεται στό ὅτι ἐκεῖ
ἔδρασε, ἐκεῖ θυσιάστηκε γιά μᾶς,
ἐκεῖ τάφηκε καί ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς
Χριστός. Οἱ τόποι αὐτοί εἶναι Ἅγιοι
Τόποι, ἄξιοι μεγάλης τιμῆς καί
σεβασμοῦ. Συνεπῶς, ἡ τονιζόμενη ἐδῶ
συνήθεια τιμῆς καί προσκυνήσεως
αὐτῶν τῶν τόπων δέν εἶναι ἁπλή
συνήθεια, ἀλλά παράδοση μέ δογματικό
περιεχόμενο, πού θέλει τά Ἰεροσόλυμα
νά εἶναι Ἁγία Πόλη καί τούς Ἁγίους
Τόπους, τόπους προσκυνήματος τῶν
χριστιανῶν. Τήν συμπεριφορά μερικῶν
διακόνων νά μεταδίδουν στούς
πρεσβύτερους τήν Θ. Εὐχαριστία καί νά
προκάθηνται αὐτῶν ἐπικρίνει ὁ
Κανόνας 18 τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ἐπειδή "οὔτε ὁ κανών,
οὔτε ἡ συνήθεια παρέδωκε" κάτι
τέτοιο. Ἡ συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας πού
συνιστᾶ παράδοση ἐκκλησιαστική,
λέγεται καί συνήθεια τῶν πατέρων. "Τάς
δέ ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς οἰκονομεῖσθαι
χρή κατά τήν κρατήσασαν συνήθειαν
τῶν πατέρων". Καθαρά δογματικό
περιεχόμενο ἔχει ἡ ἐκκλησιαστική
συνήθεια ὑποδοχῆς τῶν ἐπιστρεφόντων
εἰς αὐτήν αἱρετικῶν. Αὐτούς τούς
αἱρετικούς πρέπει κατά τόν Κανόνα 7
τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου νά τούς δεχόμεθα "κατά
τήν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν καί
συνήθειαν". Τήν ἴδια ἀκριβῶς
διατύπωση ἔχει καί ὁ Κανόνας 95 τῆς
Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού
ἀναφέρεται στό ἴδιο θέμα. Ἡ συνήθεια
ὅμως νά δεχόμεθα τούς ἐπιστρέφοντες
στήν Ὀρθοδοξία αἱρετικούς μέ
ἀναβαπτισμό αὐτῶν ἤ μέ χρίση ἁγίου
μύρου καί λίβελλο πίστεως εἶναι
καθαρά θέμα δογματικό, περί τοῦ
ὁποίου γράφονται τά δέοντα στά
ἐγχειρίδια τῆς Δογματικῆς καί τοῦ
Κανονικοῦ Δικαίου.
Σύμφωνα μέ τόν Κανόνα 8 τῆς Γ´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου σημαντική
ἔριδα μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Κύπρου καί τοῦ Πατριαρχείου
Ἀντιοχείας λύεται ὑπέρ τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου "κατά τήν
ἀρχαίαν συνήθειαν". Κατά τόν
Κανόνα 102 ἐξάλλου τῆς Πενθέκτης
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ ἀντιμετώπιση
τῶν ἁμαρτανόντων γίνεται σωστά, ὅταν
ὁ κρίνων γνωρίζει καί ἐφαρμόζει καί
"τά τῆς ἀκριβείας" καί "τά
τῆς συνηθείας", διότι μόνο τότε
μπορεῖ "κατάλληλον τήν θεραπείαν
προσάγειν τῷ ἀρρωστήματι". Τά
ἴδια ἀκριβῶς διδάσκει καί ὁ Κανόνας 3
τοῦ Μ. Βασιλείου. Ὁ Κανόνας 70 τῆς
Συνόδου τῆς Καρθαγένης κάνει λόγο
γιά "τήν ἑκάστης ἐκκλησίας
συνήθειαν", προκειμένου περί
θεμάτων ἐγκρατείας κληρικῶν καί
ἀποχῆς αὐτῶν ἀπό τίς συζυγικές
γενετήσιες σχέσεις. Κατά τόν Κανόνα 89
τοῦ Μ. Βασιλείου οἱ κληρικοί γίνονται
δεκτοί καί χειροτονοῦνται μετά ἀπό
ἐξέταση τοῦ βίου καί τῶν προσόντων
τους, ὅπως "ἡ πάλαι ταῖς τοῦ Θεοῦ
ἐκκλησίαις ἐμπεπολιτευμένη συνήθεια
μετά πάσης ἀκριβείας δοκιμάζουσα
ἀπεδέχετο". Πολύ χαρακτηριστικά
καί ὁ Κανόνας 92 τοῦ Μ. Βασιλείου
ὑπογραμμίζει ὅτι πολλά ἀπό τά
ἄγραφα, πού παραδόθηκαν στήν
Ἐκκλησία διά τῆς χρήσεως, "συμπροϊούσης
ἀεί τῷ χρόνῳ τῆς χρήσεως
ἐγκατερρίζωσαν". Συνεπῶς, ὅταν ἡ
συνήθεια ἤ ἡ ἐκκλησιαστική χρήση
εἶναι μακροχρόνια ἀποκτᾶ ρίζες
βαθειές, δηλαδή ριζώνει καί
σταθεροποιεῖται στήν Ἐκκλησία. Στό
ἴδιο πνεῦμα κινοῦνται καί πολλοί
ἄλλοι Ἱεροί Κανόνες, ἡ συνολική
ἀξιολόγηση τῶν ὁποίων ἀποδεικνύει
ὅτι ἡ ἐπί μακρό χρόνο ἐκκλησιαστική
συνήθεια σχετίζεται καί μέ τό δόγμα
καί μέ τήν Ἱερά Παράδοση καί ἔχει
βαθειές ρίζες στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας,
πράγμα πού δέν ἐπιτρέπει τήν
ἐκρίζωσή της χωρίς βλάβη τῶν
ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων.
Σέ ἀντίθεση μέ αὐτή τήν
ἐκκλησιαστική συνήθεια, πού κρίνεται
διατηρητέα αἰωνίως, ὑπῆρξαν καί
κακές συνήθειες, τῶν ὁποίων τήν
κατάργηση ζητοῦν οἱ Ἱεροί Κανόνες.
Στίς κακές αὐτές συνήθειες ἀνήκει ἡ
κατ' ἀντίθεση πρός τούς Ἀποστολικούς
κανόνες μετάβαση ἀπό ἐκκλησία σέ
ἐκκλησία τῶν κληρικῶν χωρίς τήν
ἄδεια τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου. Ἐπ'
αὐτοῦ ὁ Κανόνας 15 τῆς Α´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαλαμβάνει:
"...ἔδοξε περιαιρεθῆναι τήν
συνήθειαν, τήν παρά τόν ἀποστολικόν
κανόνα εὑρεθεῖσαν ἐν τισιν μέρεσιν,
ὥστε ἀπό πόλεως εἰς πόλιν μή
μεταβαίνειν μήτε ἐπίσκοπον, μήτε
πρεσβύτερον". Τό ἴδιο ἰσχύει καί
γιά τήν σιμωνία, τήν ὁποία ὁ Κανών 5
τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου χαρακτηρίζει ὡς "πονηρά
συνήθεια" καί τήν τιμωρεῖ. Καί ὁ
Κανόνας 90 τοῦ Μ. Βασιλείου καταδικάζει
τήν σιμωνιακή χειροτονία τονίζοντας
μεταξύ ἄλλων: "ἡμεῖς γάρ καί αἱ
Ἐκκλησίαι τοῦ Θεοῦ τοιαύτην
συνήθειαν οὐκ ἔχομεν". Κατά τόν
Κανόνα 15 τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ἡ κατάταξη ἑνός κληρικοῦ σέ
δύο ἐκκλησίες (διπλοθεσία)
χαρακτηρίζεται ὡς "ἐμπορίας καί
αἰσχροκερδείας ἴδιον καί ἀλλότριον
τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνηθείας".
Ὡς συνήθεια ὄχι ἐκκλησιαστική, ἀλλά
εἰδωλολατρική καί συνεπῶς
ἀποκρουστέα χαρακτηρίζεται ἀπό τόν
Κανόνα 24 τῆς Συνόδου τῆς Ἀγκύρας ἡ
προσέλευση τῶν ἀνθρώπων σέ μάντεις
καί μάγους. Τό ἴδιο ἀκριβῶς διδάσκει
καί ὁ Κανόνας 83 τοῦ Μ. Βασιλείου.
Ἡ ταφή ὡς παράδοση: Προβάλλεται
ἔντονα ὅτι ἡ ταφή τῶν νεκρῶν
χαρακτηρίζεται ἀπό μερικούς πατέρες
ὡς παράδοση καί συνεπῶς εἶναι μιά
ἁπλή παράδοση καί ὄχι Ἱερά Παράδοση.
Ἐδῶ πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι,
ὅταν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ
Ἱεροί Κανόνες, πού μᾶς ἀπασχολοῦν
ἐδῶ ἰδιαίτερα, κάνουν λόγο γιά
παράδοση δέν ἐννοοῦν μιά ἁπλή
παράδοση πού μπορεῖ νά ἀλλάξει, ἀλλά
τήν Ἱερά Παράδοση πού δέν μπορεῖ νά
ἀλλάξει. Πρός ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς
ἀληθείας ἀρκεῖ νά ἀναφερθοῦμε σέ
μερικούς Ἱερούς Κανόνες πού ὁμιλοῦν
περί "παραδόσεως".
Ἤδη ἀναφέραμε πιό πάνω ὅτι τήν
τιμή τοῦ ἐπισκόπου τῶν Ἰεροσολύμων
στηρίζει ὄχι μόνο ἀρχαία συνήθεια,
ἀλλά καί "παράδοσις ἀρχαία".
Κατά τόν Κανόνα 8 τῆς Δ´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου "Οἱ
κληρικοί τῶν πτωχείων, τῶν
μοναστηρίων, καί μαρτυρίων, ὑπό τήν
ἐξουσίαν τῶν ἐν ἑκάστῃ πόλει
ἐπισκόπων, κατά τήν τῶν Ἁγίων
Πατέρων παράδοσιν διαμενέτωσαν".
Ἡ παράδοση ἐδῶ χαρακτηρίζεται ὡς
παράδοση τῶν ἁγίων πατέρων,
χαρακτηρισμός πού ὑπονοεῖται καί σέ
ἄλλες περιπτώσεις πού ἀναφέρονται
ἁπλῶς ὡς παράδοση. Κατά τόν Κανόνα 19
τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου
οἱ ἐπίσκοποι πρέπει νά κηρύττουν τόν
λόγο τοῦ Θεοῦ χωρίς νά παρεκβαίνουν
ἀπό "τήν τῶν θεοφόρων πατέρων
παράδοσιν". Κατά τόν Κανόνα 29 τῆς
αὐτῆς Συνόδου οἱ ἀποτελοῦντες αὐτήν
πατέρες ὁρίζουν τά τῆς νηστείας "ἀποστολικαῖς
καί πατρικαῖς ἑπόμενοι παραδόσεσιν".
Κατά τόν Κανόνα 7 τῆς Ζ´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ Ἱεροί
Ναοί πρέπει νά καθιερώνονται, ὅπως
εἴδαμε πιό πάνω, μέ τήν τοποθέτηση σ'αὐτούς
ἁγίων λειψάνων. Γιά τόν παραβάτη
αὐτῆς τῆς ἐντολῆς ὁ ἴδιος Κανόνας
ὁρίζει: "Ὁ δέ ἄνευ ἁγίων
λειψάνων καθιερῶν ναόν, καθαιρείσθω
ὡς παραβεβηκώς τάς ἐκκλησιαστικάς
παραδόσεις". Τόσο μεγάλη, λοιπόν,
σημασία ἔχει αὐτή ἡ συγκεκριμένη
ἐκκλησιαστική παράδοση τῆς
καθιερώσεως τῶν ἱερῶν ναῶν διά
τοποθετήσεως σέ αὐτούς ἁγίων
λειψάνων, ὥστε ὁ παραβάτης αὐτῆς τῆς
ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως τιμωρεῖται
μέ καθαίρεση. Τά ἀνωτέρω ἀποτελοῦν
ἕνα ἀκόμη πολύ σημαντικό στοιχεῖο
ὑπέρ τῆς ὑποστηριζομένης ἐδῶ
ἀπόψεως ὅτι ἡ ταφή τῶν νεκρῶν, πού
εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ἔχουμε ἅγια
λείψανα, εἶναι θέμα πού ἔχει καί
δογματική σημασία, εἶναι στοιχεῖο
Ἱερᾶς Παραδόσεως, διότι ἔτσι
καθορίζεται ἀπό τήν Οἰκουμενική
Σύνοδο. Ὁ Κανόνας 15 τοῦ Πέτρου
Ἀλεξανδρείας κάνει λόγο γιά τίς
ἡμέρες τῆς Τετάρτης καί τῆς
Παρασκευῆς "ἐν αἷς καί νηστεύειν
ἡμῖν κατά παράδοσιν εὐλόγως
προστέτακται". Ὁ ἐκτενέστατος
Κανόνας 91 τοῦ Μ. Βασιλείου κάνει λόγο
περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί περί
παραδόσεων, ἐννοώντας ἐκκλησιαστικές
παραδόσεις πού ἀποτελοῦν μέρος τῆς
Ἱερᾶς Παραδόσεως.
Χαρακτηριστικότερος ὁ ἐπίσης
ἐκτεταμένος Κανόνας 92 τοῦ Μ.
Βασιλείου φέρει τήν ἐπιγραφή "περί
ἐγγράφων καί ἀγράφων παραδόσεων" καί
τονίζει ὅτι ἀκόμη καί δόγματα, ὅπως
ἡ δοξολογία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
ἦταν μέχρι τότε ἄγραφη παράδοση, ὅπως
καί πολλά ἄλλα, ἀφοῦ "τά πλεῖστα
τῶν μυστηρίων ἀγράφως ἡμῖν
ἐμπολιτεύεται μετά πολλῶν ἑτέρων".
Ἀκόμη τονίζει: "Ἀποστολικόν δέ
οἶμαι καί τό ταῖς ἀγράφοις
παραδόσεσι παραμένειν" καί
ἐπαναλαμβάνει τά γνωστά χωρία τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου: "Καθώς παρέδωκα
ὑμῖν τάς παραδόσεις κατέχετε"
καί "κρατεῖτε τάς παραδόσεις, ἅς
παρελάβετε εἴτε διά λόγου εἴτε δι'
ἐπιστολῆς ἡμῶν". Ρητῶς, λοιπόν,
χαρακτηρίζεται ὡς "ἀποστολικόν",
δηλαδή ὡς διδασκαλία τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων, "τό ταῖς ἀγράφοις
παραδόσεσι παραμένειν".
Ἀκόμη, λοιπόν, καί ἄν ἡ ταφή
θεωρηθεῖ ὡς ἄγραφη παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας, ἐπειδή εἶναι τόσο
μακροχρόνια, ὥστε νά φθάνει μέχρι τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων,
μπορεῖ χωρίς κανένα δισταγμό νά
χαρακτηριστεῖ μέ βάση τούς ἀνωτέρω
Ἱερούς Κανόνες ὡς ἀποστολική
παράδοση, καί ἀκόμη περισσότερο ὡς
παράδοση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,
ἔτσι κι ἀλλιῶς δηλαδή ὡς Ἱερά
Παράδοση καί συνεπῶς ὡς ἔχουσα
ὑποχρεωτικό χαρακτήρα γιά τούς
πιστούς χριστιανούς.
Μερικοί χαρακτηρίζουν τήν ταφή
τῶν σωμάτων ὡς ἐκκλησιαστικό ἔθος ἤ
ἔθιμο. Καί ὑπό τήν ἐκδοχή ὅμως
αὐτήν ἔχει ὑποχρεωτικό χαρακτήρα,
ὅπως ἔχουν ὅλα τά μακροχρόνια ἔθη ἤ
ἔθιμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὡς γνωστόν
ἐκκλησιαστικόν ἔθιμο εἶναι ἡ περί
δικαίου πεποίθηση τῆς Ἐκκλησίας γιά
μιά πράξη πού ἐπαναλαμβάνεται εἰς
αὐτήν μακροχρονίως καί ὁμοιομόρφως.
Αὐτά τά ἔθιμα ἰσχύουν ὡς κανόνας
στήν Ἐκκλησία. Συναφῶς, ὁ Κανόνας 6
τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου θέτει τήν ἀρχή τῆς ἰσχύος
τῶν ἀρχαίων ἐθῶν ἤ ἐθίμων
παραγγέλλοντας: "Τά ἀρχαῖα ἔθη
κρατείτω...". Στήν Γ´
Οἰκουμενική Σύνοδο δέν ἔγινε
δεκτή ἀξίωση τοῦ Πατριάρχη
Ἀντιοχείας νά ἔχει ὑπό τήν ἐξουσία
του τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἐπειδή
αὐτή ἡ ἀξίωση, ὅπως διαλαμβάνει ὁ
Κανόνας 8 τῆς αὐτῆς Συνόδου, δέν
στηριζόταν σέ "ἔθος ἀρχαῖον",
ἐνῶ ἀντίθετα θεσπίστηκε τό
αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου,
ἐπειδή στηριζόταν σέ "προσόντα
δίκαια ἐξ ἀρχῆς καί
ἄνωθεν κατά τό πάλαι κρατῆσαν
ἔθος". Μέ τό κριτήριο αὐτό
ἀσφαλῶς οὐδείς μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ
ὅτι ἡ ταφή ἀκόμη καί ἄν θεωρηθεῖ
ἔθος, πρέπει νά θεωρηθεῖ ἔθος ἀρχαῖο,
ἀφοῦ ἀνάγεται μέχρι τόν Ἰησοῦ
Χριστό, ὡς ἔθος "ἐξ ἀρχῆς καί
ἄνωθεν κατά τό πάλαι κρατῆσαν"
καί συνεπῶς ὡς ἔχον ὑποχρεωτική
ἰσχύ γιά τούς πιστούς. Τήν ἴδια ἤ
παραπλήσια ἔννοια ἔχει τό ἔθος καί
στούς λοιπούς Ἱερούς Κανόνες. Κατά
τόν Κανόνα 28 τῆς Δ´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρισμένες
χειροτονίες ἀνήκουν στόν
Κωνσταντινουπόλεως
κατόπιν ἀποφάσεων "κατά τό
ἔθος γινομένων". Στόν Κανόνα 30
τῆς αὐτῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ἀναγνωρίζεται τό "ἔθος"
τῶν Αἰγυπτίων ἐπισκόπων νά μήν
κάνουν τίποτε "παρά γνώμην καί
διατύπωσιν τοῦ ἀρχιεπισκόπου"
των. Ὁ Κανόνας 37 τῆς Πενθέκτης
Οἰκουμενικῆς Συνόδου διατάσσει νά
διαφυλάσσονται ὅλα τά δικαιώματα τῶν
χειροτονηθέντων ἐπισκόπων "κατά
τό κρατῆσαν ἔθος τῆς χειροτονίας".
Σημαντικότατη γενική ἀρχή περί
τηρήσεως τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐθίμων
διατυπώνει καί ὁ Κανόνας 39 τῆς αὐτῆς
Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ
ὁποῖος πολύ χαρακτηριστικά ὁρίζει:
"Τά γάρ ἐν ἑκάστῃ ἐκκλησίᾳ ἔθη
καί οἱ θεοφόροι ἡμῶν πατέρες
παραφυλάττεσθαι διεγνώκασι". Μέ
βάση αὐτόν τόν Κανόνα πρέπει νά
τηροῦνται ἀκόμη καί τά τοπικά ἔθιμα
τῶν ἐπί μέρους τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Συνεπῶς κατά μείζονα λόγο πρέπει νά
τηροῦνται τά ἔθιμα πού ἰσχύουν
καθολικά σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες.
Ἀκόμη, λοιπόν, καί ὅσοι θεωροῦν
τήν ταφή ὡς ἔθιμο, πρέπει νά δεχθοῦν
ὅτι εἶναι καθολικό γιά ὅλες τίς
ἐκκλησίες ἔθιμο, ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ μέχρι σήμερα καί
συνεπῶς μέ βάση καί τόν παρόντα
Κανόνα πρέπει νά τηρεῖται ἀπό ὅλους
τούς πιστούς ὑποχρεωτικά. Ὁ Κανόνας 90
τῆς αὐτῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ἀπαγορεύει "κατά τό
κρατοῦν ἔθος" τήν γονυκλισία
κατά τίς Κυριακές. Σημαντικός ἐπί
τοῦ θέματος εἶναι καί ὁ ἀναφερθείς
Κανόνας 7 τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἐκτός τῶν ἄλλων
ὁμιλεῖ περί τῶν εἰκονομάχων "τήν
τῶν σεπτῶν εἰκόνων ἀφειλόντων ὄψιν
ἐκ τῆς ἐκκλησίας καί ἕτερά τινα ἔθη
παραλελοίπασι, ἅ χρή ἀνανεωθῆναι καί
κατά τήν ἔγγραφον καί ἄγραφον
θεσμοθεσίαν οὕτω κρατεῖν". Ὁ
Κανόνας 14 τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ὁρίζει ὅτι "κατά τό
ἀρχαῖον ἔθος τούς χωρεπισκόπους κατ'
ἐπιτροπήν τοῦ ἐπισκόπου δεῖ
προχειρίζεσθαι ἀναγνώστας". Ὁ
Κανόνας 127 (136) τῆς Συνόδου τῆς
Καρθαγένης προβλέπει τόν ὁρισμό "κατά
τό ἔθος" τοποτηρητοῦ σέ
χηρεύοντα ἀρχιερατικό θρόνο. Ὁ
Κανόνας 1 τοῦ Μ. Βασιλείου ἐπιτάσσει
"πάλι τῷ ἔθει χρηστέον" ὡς
πρός τήν βάπτιση ἤ μή τῶν
ἐπιστρεφόντων στήν Ἐκκλησία
Ἐγκρατιτῶν καί ἄλλων. Πολύ
σημαντικός εἶναι καί ὁ κανόνας 87 τοῦ
Μ. Βασιλείου, πού κάνει λόγο γιά "τό
παρ' ἡμῖν ἔθος, ὅ ἔχομεν προβάλλειν
νόμου δύναμιν ἔχον, διά τό ὑφ' ἁγίων
ἀνδρῶν τούς θεσμούς ἡμῖν
παραδοθῆναι".
Ρητῶς λοιπόν ἐδῶ τό
ἐκκλησιαστικό ἔθιμο λέγεται ὅτι ἔχει
δύναμη νόμου, συνεπῶς ἀποτελεῖ πηγή
τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας
καί μάλιστα αὐξημένης τυπικῆς
ἰσχύος, ἐάν ἔχει παραδοθεῖ ἀπό
ἁγίους ἄνδρας. Τοῦτο ἰσχύει κατά
μείζονα λόγο καί γιά τήν ταφή, ἀφοῦ
ἀκόμη καί ἄν θεωρηθεῖ ἔθιμο ἔχει
παραδοθεῖ ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, τούς
Ἀποστόλους καί ὅλους τούς ἁγίους
ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Πολύ
ἐνδιαφέρων εἶναι γιά τό θέμα μας καί
ὁ Κανόνας 91 τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος
ὁρίζει: "Εἰ γάρ ἐπιχειρήσαμεν τά
ἄγραφα τῶν ἐθῶν ὡς μή μεγάλην ἔχοντα
τήν δύναμιν παραιτεῖσθαι λάβοιμεν ἄν
εἰς αὐτά τά καίρια ζημιοῦντες τό
Εὐαγγέλιον, μᾶλλον δέ εἰς ὄνομα
ψιλόν περιϊστῶτες τό κήρυγμα". Τό
κείμενο αὐτό ἀποτελεῖ ἀποστομωτική
ἀπάντηση σέ ἐκείνους πού λένε ὅτι ἡ
ταφή εἶναι ἕνα ἐκκλησιαστικό ἔθιμο
πού μπορεῖ νά παύσει νά ἰσχύει. Μιά
τέτοια θεώρηση θά ἔβλαπτε στά καίρια
σημεῖα τό Εὐαγγέλιο καί θά
καθιστοῦσε τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας
ψιλό ὄνομα, γιατί ἀκριβῶς
συμπληροῦται ἀπό τά ἐκκλησιαστικά
ἔθιμα. Κατά τόν Κανόνα 1 τοῦ Θεοφίλου
Ἀλεξανδρείας ἡ μέχρι τότε ἑορτή τῆς
Κυριακῆς γινόταν μέ βάση τό ὑπάρχον
ἔθος: "Καί τό ἔθος καί τό πρέπον
ἡμᾶς ἀπαιτεῖ πᾶσαν Κυριακήν τιμᾶν
καί πανηγυρίζειν". Ὁ Κανόνας 2 τοῦ
Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας ὁρίζει: "Περί
τῶν κοινωνησάντων τοῖς Ἀρειανοῖς,
καί μέχρι τοῦ νῦν τάς ἐκκλησίας
κατεχόντων, ὡς ἔχει τό ἔθος γινέσθω".
Τέλος, κατά τόν Κανόνα 4 τοῦ
Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καταδικάζονται
ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, χωρίς νά
δικαιοῦνται, "βούλονται
προσφέρειν, καί ὅσα κληρικοῖς ἔθος
πληροῦν".
Μέ αὐτά τά δεδομένα οὐδεμία
καταλείπεται ἀμφιβολία ὅτι οἱ Ἱεροί
Κανόνες θεωροῦν τό ἐκκλησιαστικό
ἔθος ὡς ἔχον δύναμη καί ἰσχύ νόμου,
ἐπιβάλλουν τήν τήρησή του στήν πράξη
τόσο γενικά ὅσο καί σέ συγκεκριμένες
περιπτώσεις καί διακηρύττουν ὅτι ἡ
μή τήρηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐθίμων
βλάπτει σοβαρά τό εὐαγγελικό κήρυγμα.
Ἄν αὐτό ἰσχύει γιά τά ἐκκλησιαστικά
ἔθιμα γενικῶς, πολύ περισσότερο
πρέπει νά ἰσχύει γιά τήν ταφή, γιατί
ὅπως ἀποδείξαμε πιό πάνω ἀκόμη καί
ἄν ἡ ταφή θεωρηθεῖ ἔθιμο, εἶναι ἔθιμο
μέ αὐξημένη τυπική ἰσχύ ἀφοῦ
παραδίδεται ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστόν,
τούς Ἀποστόλους καί ὅλους τούς
ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Σέ ἀντίθεση μέ τό ἐκκλησιαστικό
ἔθιμο, πού ἡ τήρησή του εἶναι
ὑποχρεωτική κατά τά ἀνωτέρω, οἱ Ἱεροί
Κανόνες ἀναφέρουν καί ἔθη, πού ἡ
τήρησή τους δέν εἶναι ὑποχρεωτική,
ἀλλά ἀντιθέτως δέν πρέπει νά
τηροῦνται. Ἔτσι, ἐνδεικτικά
ἀναφέρουμε τόν Κανόνα 28 τῆς
Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ
ὁποῖος ρητῶς καταδικάζει τό σέ
μερικά μέρη "κατά
τι κρατῆσαν ἔθος"
τῆς συναφείας σταφυλῆς μετά τῆς
Θείας Εὐχαριστίας, διότι τό ἔθος
αὐτό εἶναι ἀντίθετο μέ τό γνήσιο
ἐκκλησιαστικό ἔθος πού θέλει τήν
τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας μέ χρήση
ἄρτου καί οἴνου καί ὄχι σταφυλῆς. Ὁ
Κανόνας 62 τῆς αὐτῆς Πενθέκτης
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπιβάλλει
στούς χριστιανούς νά μή τηροῦν "τά
ἐθνικά ἔθη",
δηλαδή τά εἰδωλολατρικά. Ὁ Κανόνας 65
τῆς ἴδιας Συνόδου καταργεῖ τό
εἰδωλολατρικό ἔθος περί πυρκαϊῶν καί
νουμηνιῶν καί ἐπικρίνει τόν Μανασσῆ
πού παρέδωσε τά τέκνα του "ἐν
πυρί" ὡς
εἰδωλολατρείαν ποιήσαντα. Καί ὁ
Κανόνας 71 τῆς αὐτῆς Συνόδου ρητῶς
καταργεῖ μή χριστιανικά ἔθη σχετικά
μέ τά θέατρα, τίς κυλίστρες, τήν
ἔνδυση μέ στολές παρά τήν κοινήν
χρήση κ.λπ. Ἔθη Ἑβραίων καταπολεμᾶ ὁ
Κανόνας 8 τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου. Κατά τόν Κανόνα 84 τῆς
Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ
ἁμαρτήσαντες, ἐάν "δυσαποσπάστως
ἔχωσι τῶν ἰδίων ἐθῶν καί ταῖς
ἡδοναῖς τῆς σαρκός",
δέν γίνονται δεκτοί στή Θεία
Κοινωνία. VI
Τό
σύνολο
τῶν
ἀνωτέρω
μαρτυριῶν,
πού
ἐπεξεργαστήκαμε, ἡ προέλευση αὐτῶν,
σέ συνδυασμό καί μέ τήν διδασκαλία
τῆς Π.Δ., τῆς Κ.Δ. καί τῶν πατέρων, ἀλλά
καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί
βεβαίως τῶν Ἱερῶν Κανόνων, σέ
συνδυασμό καί μέ τήν παγία καί
μακραίωνη πράξη τῆς Ἐκκλησίας μας,
ἐπιτρέπουν, φρονῶ, νά θεωρήσουμε ὡς
ἀποδεδειγμένη τή θέση μας ὅτι ἡ ταφή
τῶν νεκρῶν, ὡς μόνος τρόπος ὑπό
ὁμαλές συνθῆκες μεταχειρίσεως τῶν
νεκρῶν σωμάτων τῶν πιστῶν, δέν εἶναι
ἕνα ἁπλό ἔθιμο πού θά μποροῦσε
ἐλευθέρως νά ἀλλάξει μέ ἀπόφαση τῆς
Ἐκκλησίας μας, οὔτε εἶναι μιά ἁπλή
συνήθεια, οὔτε ἁπλή παράδοση, ἀλλά
εἶναι κάτι πολύ σημαντικότερο καί
σπουδαιότερο, εἶναι στοιχεῖο τῆς
Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ἡ
ταφή
διδάσκεται
στήν
πράξη
ἀπό
τήν Ἐκκλησία μας, ἀπό τόν ἴδιο τόν
Ἰησοῦ Χριστό, τούς Ἀποστόλους καί
ὅλους τούς ἁγίους Πατέρες, καί
ἐφαρμόζεται ἀπό ὅλους τούς πιστούς. Εἶναι
ἀπό
τά
λίγα
θέματα
στήν
Ἐκκλησία μας πού ἰσχύει τό τοῦ
Βικεντίου ἐκ Λερίνης ὅτι μέρος τῆς
Ἱερᾶς Παραδόσεως εἶναι "ὅ,τι
παντοῦ, πάντοτε καί ὑπό πάντων
ἐπιστεύθη ὡς ὀρθόν εἰς τήν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ":
"Quod ubique, quod semperque, quod ab omnibus creditum est".
Αὐτή ἡ Ἱερά Παράδοση, ὡς γνωστόν,
μαζί μέ τήν Ἁγία Γραφή ἀποτελοῦν
τίς δύο ἰσόκυρες πηγές τῆς πίστεώς
μας. Εἶναι
δέ
Ἱερά
ἡ Παράδοση αὐτή, γιατί εἶναι σέ
τελική ἀνάλυση παράδοση πού
παραδόθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ
Χριστό, ἀπό τόν ὁποῖο ἀντλεῖ καί
τήν ἱερότητά της. Ἀπό
αὐτή
τήν
Ἱερά
Παράδοση
τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ οἱ Ἀπόστολοι
κατέγραψαν στήν Κ.Δ. μόνο ἕνα μέρος
ἀπό ὅσα ὁ Ἰησοῦς δίδαξε καί ἔπραξε.
Τά ὑπόλοιπα ἔμειναν στήν Ἐκκλησία
ὡς Ἱερά Παράδοση, ἡ ὁποία μερικῶς
καταγράφηκε καί σέ κείμενα
Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Πέραν τούτων
γιά νά διακριθεῖ ἡ Ἱερά Παράδοση
ἀπό τίς λοιπές παραδόσεις γίνεται
δεκτόν στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ὅτι
ὅταν ὑπάρχει γιά ἕνα θέμα
consensus patrum (συμφωνία Πατέρων) τότε
ἔχουμε Ἱερά Παράδοση καί ἀλάθητη
διδασκαλία. Πολύ
δέ
περισσότερο
ἰσχύει
τοῦτο
γιά
ὅ,τι
πάντοτε,
παντοῦ
καί
ὑπό πάντων ἐπιστεύθη ὡς δίκαιον, ὡς
ὀρθόν. Μέσα
σ'
αὐτή
τήν
ἔννοια
τῆς
Ἱερᾶς
Παραδόσεως
ἐντάσσεται
ἀσφαλῶς καί ἡ ταφή τῶν νεκρῶν, πού
ἐπί δύο χιλιάδες χρόνια ἀποτελεῖ
τήν μοναδική πρακτική τῆς Ἐκκλησίας
μας, ἐξαγιασθεῖσα ἀπό τούς λόγους
καί τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου καί τῶν
Ἀποστόλων, καί τῶν μαρτύρων τῆς
πίστεως καί τῶν πρώτων χριστιανῶν,
πού πολλές φορές μέ κίνδυνο ζωῆς
ἐπιδίωκαν τόν ἐνταφιασμό τῶν
σωμάτων. Ἄν,
ὅπως
εἴδαμε,
συνήθειες
καί
ἔθη
καί
παραδόσεις
κ.λπ.,
ὄχι
τόσο
μακραίωνα
καί
καθολικά,
ἔγιναν
τελικῶς
δόγμα
τῆς
Ἐκκλησίας
μας, ὅταν ἐκινήθη σχετικό ζήτημα
ἀμφισβητήσεως, ἡ Ἐκκλησία τῆς
Ἑλλάδος δέν δικαιοῦται νά παρακάμψει
μονομερῶς τήν ὑποχρεωτική ταφή τῶν
νεκρῶν της, σάν νά ἦταν ἕνα ἁπλό
ἔθιμο ἤ μιά ἁπλή συνήθεια, διότι τό
ὅλο θέμα καί πρόβλημα εἶναι ἀσφαλῶς
πανορθόδοξο, μέ ἔντονο κατά τά
ἀνωτέρω δογματικό χρῶμα, ὡς στοιχεῖο
τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως.
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, προτείνω
στήν Ἐκκλησία μας νά μήν ἀλλάξει τήν
μέχρι σήμερα τοποθέτησή της, ἐκτός
ἄν κρίνει ὅτι ἡ ταφή τῶν νεκρῶν
εἶναι ἕνα ἁπλό ἔθιμο, χωρίς
καθολικότητα καί χωρίς στηρίγματα
στήν Ἁγία Γραφή, τήν Ἱερά Παράδοση
καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
πράγμα πού κατά τήν ἄποψή μας δέν
συμβαίνει, ὡς ἀποδείξαμε στήν
παρούσα εἰσήγηση. Καί
ἀφοῦ
γιά
μᾶς
πρόκειται
γιά
ἐκκλησιαστική
παράδοση
μεγίστης
σημασίας,
γιά τμῆμα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, μόνο
μία θά μποροῦσε καί στό θέμα αὐτό ἡ
κατάληξη τῆς παρούσης εἰσηγήσεώς μου,
ὡς προτροπή πρός ὅλους μας: Τό τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου: "Στήκετε
καί κρατεῖτε τάς Παραδόσεις, ἅτινας
ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου, εἴτε δι'
ἐπιστολῆς ἡμῶν",
δηλαδή νά τηροῦμε τίς Παραδόσεις πού
ἀνάγονται στούς Ἀποστόλους καί τόν
ἴδιο τόν Κύριο, ἀνεξάρτητα ἄν αὐτές
ὑπάρχουν καταγεγραμμένες στήν Ἁγία
Γραφή ἤ ἀποθησαυρισμένες στήν
Ἐκκλησία πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ μακραίων αὐτή
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας περί τῆς
ταφῆς τῶν νεκρῶν ἔχει, φρονῶ, σαφῶς
δογματικό χαρακτήρα, δοθέντος ὅτι
ἐκτός τῶν ὅσων ἀναφέρθηκαν πιό πάνω
ἡ Ἐκκλησία ἐξακολουθεῖ νά
ἐνδιαφέρεται διά τόν ἄνθρωπον καί
πέραν του θανάτου αὐτοῦ, γι' αὐτό καί
τόν ἐνταφιάζει τελώντας καί τήν
νεκρώσιμη ἀκολουθία (ἡ στέρηση τῆς
ἐκκλησιαστικῆς κηδεύσεως μόνο ὡς
ποινή ἐπιβάλλεται), τελεῖ μνημόσυνα
ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων, χρησιμο-ποιεῖ
τά λείψανα τῶν ἁγίων, τά ὁποῖα
πολλές φορές εἶναι θαυματουργά,
συνεπῶς ἐντάσσονται στή σφαίρα τοῦ
δόγματος καί τῆς πίστεως γενικότερα.
Ὅλα αὐτά ἀποδεικνύουν ὅτι τό ζήτημα
τῆς ταφῆς ἔχει πράγματι ἔντονο
δογματικό χρῶμα, εἶναι δόγμα πίστεως.
Σελίδα περιεχομένων της ημερίδας |