Άγιος Συμεών Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Περί της Θείας Λειτουργίας
Από το «Η Θεία Ευχαριστία», εκδ. 'Ιερά Μητρόπολις Δράμας', Δράμα 2003.
Μετάφραση: Ιωάννης Μ. Φουντούλης
Kεφ. 41 έως 50
41. Γι’ αυτό και πρώτα προς τιμήν του Σωτήρος, θυμιώντας τον αστερίσκο τον θέτει επάνω από τον άρτο, λέγοντας• «Και να, αφού ήλθε το άστρο, στάθηκε επάνω από
τον τόπο όπου ήταν το παιδί» , δείχνοντας έτσι με σύμβολα όσα έγιναν κατά την γέννηση, επειδή η πρόθεση είπαμε ότι έχει τον τύπο του σπηλαίου και της φάτνης. Έπειτα αφού πάρει στα χέρια του το κάλυμμα του δίσκου, που μαζί με τα άλλα καλύμματα συμβολίζει τα σπάργανα, λέγει τον ψαλμικό στίχο, που αναφέρεται στην ενανθρώπηση του Λόγου• «Ο Κύριος εβασίλευσε και ενδύθηκε την ευπρέπεια»(122) και τα εξής. Και στο ένα ποτήριο ή και στα περισσότερα λέγει πάλι στίχους που ομοίως αναφέρονται στην σάρκωση του Κυρίου• «Κάλυψε τους ουρανούς η αρετή του και της συνέσεώς του είναι γεμάτη η γη»(123). Αυτός δε ο Ιησούς Χριστός είναι που με τις αρετές του καλύπτει τον ουρανό ως Θεός. Και της «συνέσεώς» του, δηλαδή της γνώσεώς του, έχει γίνει πλήρης η γη. Γιατί όταν σαρκώθηκε όλη η γη τον γνώρισε μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα. Λέγει δε το ψαλμικό αυτό χωρίο σ’ όλα μαζί τα ποτήρια, έστω κι αν είναι πολλά. Γιατί ένα είναι το προσφερόμενο και ένα το ποτήριο, έστω και αν το βλέπουμε σε πολλά, γιατί ενός είναι και το ένα σώμα και ενός το αίμα.
42. Κατόπιν θέτει τελευταίον τον αέρα ο ιερεύς, αφού πρώτα τον θυμιάσει. Σημαίνει δε ο αέρας τον ουρανό, επάνω στον οποίο είναι ο αστέρας, αλλά συγχρόνως πολλές φορές έχει ζωγραφισμένο τον νεκρό Ιησού, γι’ αυτό και λέγεται επιτάφιος και διδάσκει μέχρι τέλους με σαφήνεια το μυστήριο σαν σε ζωγραφικό πίνακα. Γιατί αυτός που προφητεύθηκε ως αμνός, που ήταν υπεράνω των ουρανών, ήλθε και γεννήθηκε κατά σάρκα στο σπήλαιο και στη φάτνη. Και προτυπώθηκαν σ’ αυτόν ευθύς μόλις γεννήθηκε όσα αφορούσαν στο πάθος του. Γιατί και ο μεν αστέρας στάθηκε από επάνω του, φανερώνοντας τον στους μάγους, ο δε Ηρώδης τον κατεδίωκε(124). Και ο Συμεών, όταν τον πήρε στα χέρια του, είπε ότι είναι προορισμένος να είναι σημείο αντιλεγόμενο και ότι ρομφαία θα διαπεράσει την ψυχή της Μητέρας του(125). Για τον λόγο αυτόν στην πρόθεση προεικονίζονται και όσα αφορούν στο πάθος του.
43. Αφού λοιπόν ο ιερεύς θυμιάσει τα δώρα που βρίσκονται στη θεία πρόθεση, επειδή είναι αφιερωμένα στον Θεό και επειδή έχουν προσφερθεί σ’ αυτόν και επειδή έχουν γίνει αντίτυπα του παναγίου σώματος και αίματος, επιλέγει την ευχή της προσκομιδής και επικαλείται τον Θεό Πατέρα, που έστειλε σ’ εμάς τον Υιό του, τον επουράνιο άρτο, να ευλογήσει τα προτεθέντα και να τα προσδεχθεί στο υπερουράνιό του θυσιαστήριο, να μνημονεύσει αυτούς που τα πρόσφεραν και εκείνους για τους οποίους τα προσέφεραν και να διαφυλάξει ακατακρίτους τους ιερουργούς κατά την επιτέλεση της ιερουργίας. Και έτσι, αφού κάνει απόλυση, θυμιά και την ίδια την προσκομιδή και την αγία τράπεζα σταυροειδώς, κατόπιν και όλο το άγιο βήμα, δείχνοντας έτσι την πρώτη μετάδοση στους αγίους των χαρισμάτων από τον θεό και μέσω των αγίων σ’ όλους τους άλλους. Και μάλιστα είδαμε μερικούς που θυμιούσαν ολόκληρο τον ναό και τον λαό. Αυτό ακριβώς λέγει και ο ιερός Διονύσιος, ότι προ της λειτουργίας από το θυσιαστήριο ξεκινά η θυμίαση όλου του οίκου και πάλι επανέρχεται στο θυσιαστήριο(126). Καί τούτο γιατί αρχή και τέλος όλων των καλών είναι ο Θεός, θρόνος του δε και τόπος του είναι το θυσιαστήριο. Γι’ αυτό έτσι γίνεται σε κάθε θυμίαση, αρχίζοντας δηλαδή ο θυμιών από το θυσιαστήριο, πάλι καταλήγει σ’ αυτό.
44. Επειδή δε ο αρχιερεύς είναι τύπος του Χριστού και έχει την δύναμή του, αλλά ακόμη και κάθε οδηγός ψυχών τον Χριστό εικονίζει, και γι’ αυτούς έτσι γίνεται. Πρώτα δηλαδή ο αρχιερεύς ευλογεί σταυροειδώς το θυμίαμα ωσάν να το προσφέρει στον Θεό, και αφού θυμιάσουν την αγία τράπεζα και τις εικόνες, πρώτος θυμιάται ο αρχιερεύς και μετά οι υπόλοιποι και ύστερα όλοι, μετά δε πάλιν ο αρχιερεύς, επειδή ο αρχιερεύς είναι η αρχή και τέλος των ιερών πράξεων και μεταδοτικός των θείων χαρισμάτων. Κατά μίμηση δε αυτού η θυμίαση είναι έθος να γίνεται και στους καθηγουμένους που έχουν αρχιερατική χειροτονία. Το να θυμιούν δε εξ αρχής της λειτουργίας όχι μόνο μέσα στο άγιο βήμα, αλλά και έξω από αυτό μπορεί να το ιδεί κανείς να γίνεται και στην μεγίστη Εκκλησία των Θεσσαλονικέων κατά την πρώτη είσοδο της θείας λειτουργίας, όταν βγαίνει από το ιερό βήμα θυμιατός, με τον όποιο ο διάκονος θυμιά το Ευαγγέλιο και τον αρχιερέα και τους συλλειτουργούντες μ’ αυτόν ιερωμένους. Αυτό σημαίνει την χάρη και την δωρεά που εκχύθηκε στον κόσμο από τον ουρανό μέσω του Ιησού και την ευωδία του αγίου Πνεύματος, που και πάλι δια του Χριστού ανέβηκε στον ουρανό. Αυτό δε γίνεται πάντοτε σ’ εμάς δια του Ιησού Χριστού.
45. Έτσι λοιπόν έχουν όσα αφορούν στην προσκομιδή, κατά την οποία όλοι οι πρεσβύτεροι προσφέρουν για όσους έχουν ανάγκη και ιδιαιτέρως για εκείνους που τελούν την εορτή και του αρχιερέως και των λοιπών που βρίσκονται σε ανάγκες. Όλοι δε οι διάκονοι προσφέρουν μέσω των πρεσβυτέρων. Γιατί δεν είναι σωστό να προσφέρουν μόνοι τους οι διάκονοι, γιατί δεν έχουν το χάρισμα να προσκομίζουν στον Θεό. Γιατί είναι διάκονοι και έχουν μόνο λειτουργική αξία. Εάν λοιπόν δεν είναι δυνατόν αυτοί να ενδυθούν άμφιο ιερατικό χωρίς την ευλογία ιερέως ή αρχιερέως, ούτε να αρχίσουν κάποια τελετή χωρίς πρεσβύτερο ή χωρίς ευλογία πρεσβυτέρου, πώς επομένως είναι δυνατόν αυτός από μόνος του να προσκομίσει; Και αν ο κανών απαγορεύει σε διάκονο μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων να κοινωνήσει πριν από τον ιερέα, για να τηρεί καθένας την τάξη του(127), πως είναι δυνατόν να προσκομίσει τα δώρα ο διάκονος;
46. Για τον λόγο αυτό δεν είναι εύτακτο ούτε αρμόζον να προσφέρουν διάκονοι, όπως πριν γινόταν στην Θεσσαλονίκη και τώρα γίνεται στο Άγιον Όρος του Άθωνος. Και πρέπει να το προσέξουμε αυτό. Αν δε κάποιος από τους διακόνους θέλει να προσφέρει μερίδες από υποχρέωση, ας το κάνει μέσω του πρεσβυτέρου. Όταν δηλαδή κρατεί ο πρεσβύτερος την προσφορά και την λόγχη και βγάζει την μερίδα και λέγει• «Πρόσδεξαι, Κύριε, αυτή τη θυσία υπέρ του τάδε», τιμής μεν και μνήμης, αν πρόκειται για κάποιον από τους αγίους, ιλασμού δε και αφέσεως των αμαρτιών κάποιου από τους ζώντες ή τους τεθνεώτες, ο διάκονος σε κάθε μερίδα λέγει• «Πρόσδεξαι Κύριε, την θυσίαν ταύτην υπέρ τιμής και μνήμης» όποιου θέλει αγίου, ή υπέρ αφέσεως καθενός που έχει ανάγκη. Ή μάλλον είναι ακριβέστερο να λέγει• «Μνήσθητι, δέσποτα» για όποιον θέλει. Γιατί δεν είναι επιτρεπτό να αναφέρει στον Θεό προσευχές, ενώ είναι παρών ιερεύς.
47. Κατόπιν δίνεται καιρός αρχής της λειτουργίας από τον αρχιερέα στον πρώτο από τους διακόνους. Γιατί δεν είναι δυνατόν να πράττεται κάτι χωρίς την δική του έγκριση. Και ο Ιησούς, ο μέγας αρχιερεύς, αυτό ακριβώς λέγει• «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(128). Ο διάκονος, λοιπόν, προσκαλεί τον ιερέα να ευλογήσει, ο δε ιερεύς, αυτός που έκαμε στην πρόθεση την προσκομιδή, ευλογεί τον Θεό. Και έτσι γίνονται όσα έπονται στη θεία λειτουργία, όπως κατά την δύναμή μας τα ερμηνεύσαμε εκτενέστερον στην ερμηνεία της λειτουργίας(129).
48. Και εδώ συνοπτικότερα λέγομε, ότι οι εντός μεν του αγίου βήματος ιερείς σημαίνουν τις πρώτες επουράνιες τάξεις των αγγέλων, ο αρχιερεύς δε τον Κύριο και εκείνοι που είναι μαζί του τους αγγέλους που υπηρέτησαν κατά την θεία σάρκωση και τους θεοκήρυκες αποστόλους. Και το μεν άγιο βήμα εικονίζει τα άγια των αγίων, αυτά που είναι επάνω από τους ουρανούς και τον ουρανό, η ιερά τράπεζα τον θρόνο του Θεού, την ανάσταση του Χριστού και το σεβάσμιο μνήμα του Χριστού. Ο ναός τα επουράνια, συγχρόνως δε και τον παράδεισο. Το κάτω μέρος του ναού και οι νάρθηκες την δημιουργία, την γη και τα επάνω στη γη, που έχτισε ο Θεός για εμάς. Το να κατέβει ο αρχιερεύς, ντυμένος τα αρχιερατικά άμφια, προς τα δυτικά, σημαίνει ότι ο σαρκωθείς Κύριος ήλθε στην γη και έφθασε μέχρι το κατώτερο της μέρος, στον άδη, μαζί με τους αγίους αγγέλους και καθήρεσε τον άρχοντα του σκότους και ελευθέρωσε τις κατεχόμενες εκεί από αιώνων ψυχές. Γι’ αυτό και η πρώτη είσοδος σημαίνει ότι ο Χριστός κατέβηκε στην γη και πέθανε και αναστήθηκε και ανελήφθη και ότι όλα αυτά τα έκαμε αφού πρώτα κατέβηκε στην γη.
49. Ακριβώς δε για τον λόγο αυτόν πριν από την είσοδο ψάλλονται τα αντίφωνα, πού είναι τρία, προς τιμήν της αγίας Τριάδος. Και κατ’ αυτά (επικαλούμεθα) την Θεοτόκο και τις τάξεις των αγίων. Ύστερα δε ανυμνείται ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, γιατί αυτός, ο ένας της αγίας Τριάδος, όταν σαρκώθηκε, διάλεξε για χάρη μας την Μητέρα του και τους χορούς των αγίων. Και όλοι αυτοί είναι πρεσβευτές προς τον Θεό για εμάς. Ο ίδιος δε ο Λόγος, που σαρκώθηκε για χάρη μας, είναι παράκλητος προς τον Θεό Πατέρα. Αυτοί δε που ψάλλουν τα προφητικά λόγια σημαίνουν τους προφήτες, γιατί και οι προφήτες προεκήρυξαν τον Χριστό. Οι ιερείς δε που ευτάκτως εξέρχονται από το άγιο βήμα, συμβολίζουν τις πρώτες θείες αγγελικές τάξεις, ερχόμενοι δε προς τον αρχιερέα δηλώνουν την εν Χριστώ χαρά για την δια του σταυρού νίκη του, για την ανάσταση και ανάληψή του και την για όλα αυτά προϋπάντησή του. Τότε, όταν πρώτα κλίνουν τις κεφαλές ο αρχιερεύς και όλοι οι ιερείς και εύχονται, σαφώς σημαίνει ότι ο Κύριος κατέβηκε μέχρι σ’ εμάς και πέθανε και θάφτηκε και κατέβηκε στον άδη. Όταν δε μετά την ευχή σταθούν (χωρίς να κλίνουν τις κεφαλές), δηλώνουν την ανάσταση, την οποία επίσης παριστάνει και το ιερό Ευαγγέλιο, που υψώνεται (τότε από τον διάκονο). Αυτό σημαίνει και η φωνή του διακόνου, το «Σοφία• ορθοί». Γιατί ο αναστάς Κύριος μας ανόρθωσε και μας ανύψωσε. Ακριβώς γι’ αυτό δε από αυτό το σημείο γίνεται η προπομπή και η επευφημία της αναλήψεως του Χριστού, κατά την οποία, όταν εκείνος τότε ανέβαινε, έλεγαν οι άγγελοι• «Ποιος είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης;»(130). Και ο αρχιερεύς δε, που ανέρχεται στο ιερό βήμα, συμβολίζει τον ανερχόμενο στον ουρανό Ιησούν και επευφημείται. Οι υπηρέται δε λέγουν το «Εις πολλά έτη, δέσποτα», μαρτυρούντες έτσι ότι δεν ευφημείται από αυτούς άνθρωπος, αλλά ο Ιησούς Χριστός ο μέγας βασιλεύς και αρχιερεύς, που κατέστησε στην γη την ευσεβή βασιλεία και την αρχιερωσύνη. Γι’ αυτό δε, επειδή ο αρχιερεύς φέρει την χάρη του Χριστού, ευφημείται, σαν να είναι ο Χριστός. Μάλλον δε μέσω αυτού, όπως είπαμε, ευφημείται ο Χριστός. Προπέμπεται δε ο αρχιερεύς και παρακρατείται από τους διακόνους σαν από αγγέλους και ομοίως προϋπαντάται από τους ψάλτες και ευφημείται. Κλείνονται δε τα βημόθυρα, για το «Άρατε πύλας»(131), και ανοίγονται αφού τα ασπασθεί ο αρχιερεύς, και τούτο επειδή ο Χριστός είναι η θύρα των ουρανών και η θύρα της ζωής(132). Γιατί ο Χριστός είναι εκείνος που μας έδωσε την είσοδο στα άγια μέσω του καταπετάσματος, δηλαδή της σαρκός του(133). Ευλογεί δε ο αρχιερεύς αυτούς που ανοίγουν τις πύλες (του ιερού), γιατί «Κύριος των δυνάμεων»(134) είναι ο Χριστός.
50. Αμέσως δε ο αρχιερεύς θυμιά το θυσιαστήριο κυκλικώς, γιατί αυτό είναι θρόνος και ανάπαυση του Θεού. Συμβολίζει δε αυτόν τον Χριστό, εσφαγμένο και ζωντανό(135) και πνευματικώς εκεί θυσιαζόμενο και κείμενο, και άπαυστα ιερουργούμενο. Σημαίνει επίσης τον υψηλό θρόνο του Θεού, που βρίσκεται προς ανατολάς, και την καθέδρα του Χριστού στον ουρανό, που βρίσκεται εκ δεξιών του Πατρός(136). Όπου και οι βαθμίδες (του συνθρόνου) σημαίνουν τις αναβάσεις και τις τάξεις των αγγέλων και των υψηλοτέρων ιερών ανδρών, στις οποίες (για τον λόγο αυτόν) δεν κάθονται οι διάκονοι.
Σημειώσεις
121. Ματθ. 2,9
122. Ψαλμ. 92,1.
123. Αββακ.3,3.
124. Ματθ. κεφ. 2.
125. Λουκ. 2,25-35.
126. Διονυσίου Αρεοπαγίτου (Ψ.), Περί εκκλησιαστικής Ιεραρχίας Γ,2.Migne PG3,425B.
127. Πρώτης Οικουμ. Συνόδου, κανών ΙΗ'.
128. Ιωάν. 15,5.
129. Παραπέμπει και πάλι στο προγενέστερο έργο του «Ερμηνεία περί τε του θείου ναού... και περί της θείας μυσταγωγίας», Migne PG 155,697-749.
130. Ψαλμ.23,7-10
131. Ψαλμ.23,7-10.
132. Πρβλ. Ιωάν. 10,7.9.
133. Εβρ. 10,20.
134. Ψαλμ, 23,10.
135. Πρβλ. Αποκ. 5,6.12.13,8.
136. Μάρκ. 16,19. Πράξ. 7,55. Κολοσ. 3,1. Εβρ. 1,3.
|