Άγιος Συμεών Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Περί της Θείας Λειτουργίας
Από το «Η Θεία Ευχαριστία», εκδ. 'Ιερά Μητρόπολις Δράμας', Δράμα 2003.
Μετάφραση: Ιωάννης Μ. Φουντούλης
Kεφ. 31 έως 40
31. O ιερεύς κατόπιν από την σφραγίδα άλλης προσφοράς βγάζει σταυροειδώς με την λόγχη μερίδες και τις αναφέρει στην μνήμη όλων των αγίων και τις τοποθετεί στο αριστερό μέρος του άρτου. Και την πρώτη προσφέρει προς τιμήν και μνήμην των τιμίων επουρανίων δυνάμεων. Είναι δε ανάγκη να προσφέρουμε και γι’ αυτές, επειδή άγγελοι υπηρέτησαν στο μυστήριο της θείας οικονομίας και γιατί έχουν ενωθεί μαζί μας και είμαστε μία Εκκλησία. Επίσης γιατί επιθυμούν και αυτοί να εμβαθύνουν στα μυστήρια της Εκκλησίας(112), αποκομίζοντας και αυτοί ανάβαση. Αλλ’ ακόμα και γιατί βρίσκονται μαζί μας και είναι φύλακές μας και συμφιλιωταί με τον Θεό. Άλλη δε μερίδα προσφέρει εις τιμήν και μνήμην του τιμίου Προδρόμου και όλων των αγίων προφητών και των δικαίων που προκατήγγειλαν την ενανθρώπηση του Κυρίου. Άλλη δε εις τιμήν και μνήμην των αγίων και πανευφήμων αποστόλων ως υπηρετών του Χριστού, ως πρώτων ιερέων και διδασκάλων της πίστεως και όλων εκείνων που για την πίστη μας κοπίασαν, τους αγίους ιεράρχες, τους αγίους και καλλινίκους μάρτυρες και τους οσίους μαζί με όλους τους αγίους. Τελευταία δε προσφέρει μερίδα εις τιμήν και μνήμην του αγίου της ημέρας ή του εορταζομένου αγίου και του Χρυσοστόμου πατρός μας ή του Βασιλείου, όποιου από τους δύο είναι η λειτουργία, και πάλιν όλων μαζί των αγίων, επειδή όλοι εν Χριστώ είναι ενωμένοι. Είναι δε ανάγκη μαζί με την ανάμνηση του Κυρίου να γίνεται ανάμνηση και των δούλων του. Και πρώτα, όπως είπαμε, εκείνης που αλόχευτα τον γέννησε, μέσω της οποίας έχουν τελεσθεί τα μυστήρια της σωτηρίας μας. Μετά των άγιων αγγέλων που υπηρέτησαν στο μυστήριο και μέσω αυτού ενώθηκαν μαζί μας και μας περιφρουρούν. Έπειτα των προφητών και δικαίων που προκήρυξαν το μυστήριο, των οποίων εξαίρετος και τελευταίος υπήρξε ο Βαπτιστής. Έπειτα δε των θεοπτών και κηρύκων αποστόλων, που φώτισαν όλο τον κόσμο, και μαζί μ’ αυτούς των διαδόχων τους ιεραρχών και των μαρτύρων και των οσίων, που είναι οι καρποί του κηρύγματος. Και τέλος όλων μαζί, επειδή μ’ αυτή την ιερή θυσία ενώθηκαν με τον Χριστό όλοι ομού άγγελοι και άνθρωποι άγιοι και αγιάσθηκαν δια του Χριστού και μας ενώνουν με αυτόν.
32. Και λέγει ο ιερεύς• «Με τις ικεσίες αυτών επίβλεψε σ’ εμάς, ω Θεέ, και δώρησέ μας όλα τα αιτήματα που αφορούν στην σωτηρία μας και την αιώνια ζωή». Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι οι μερίδες είναι αντί των αγίων και για την μνήμη τους και προς τιμήν τους και μέσω αυτών προσφέρονται για την δική μας σωτηρία; Γιατί μετέχουν και αυτοί στο φρικτό τούτο μυστήριο, επειδή συναγωνίσθηκαν με τον Χριστό και απολαμβάνουν δόξα και μεγαλύτερη ανάβαση με την συμμετοχή στην σωτηριώδη θυσία και μας συμφιλιώνουν και μας ενώνουν με τον Χριστό, όσο μάλιστα περισσότερο τους ενθυμούμαστε. Αλλ’ όμως οι μερίδες δεν μεταβάλλονται ή εις σώμα δεσποτικό ή στα σώματα των αγίων. Αλλά είναι μόνο δώρα και προσφορές και θυσίες με άρτο κατά μίμηση του Χρίστου και στο όνομα των αγίων προσφέρονται στον Χριστό και με την ιερουργία των μυστηρίων και την ένωση και μετοχή σ’ αυτά αγιάζονται και παραπέμπουν τον αγιασμό στους αγίους για τους οποίους προσφέρονται και μέσω αυτών σ’ εμάς. Έτσι ακριβώς γίνεται και με τις προσευχές, όταν δηλαδή τους ενθυμούμεθα ή όταν κάτι προσφέρουμε στους ναούς ή στα λείψανα ή στις εικόνες τους.
33. Αυτοί μεν αμέσως αγιάζονται από τον Θεό, όταν δε δέχονται αυτά που τους προσφέρουμε μας αγιάζουν δια μέσου αυτών. Αν λοιπόν σε άλλες περιπτώσεις είναι δεκτό από αυτούς το να προσφέρουμε κάτι εις τιμήν και μνήμην τους, πολύ περισσότερο θα το αποδεχθούν κατά την ιερωτάτη θυσία. Γιατί αν και αΰλως και νοερώς με τις ψυχές τους μετέχουν της κοινωνίας του Χριστού, αλλά και μέσω της ιερουργίας του, που παρέδωσε να γίνεται για χάρη του κόσμου, μετέχουν πολύ μεγάλης δόξης ως συγκοπιάσαντες και συνδοξαζόμενοι. Αλλά και οι θειότατοι άγγελοι, επειδή και αυτοί ενώθηκαν μαζί μας και υπηρέτησαν στο μυστήριο, κοινωνούν στη χάρη. Εξαιρετικά δε η Μητέρα του θεού Λόγου, που υπηρέτησε στη μεγάλη οικονομία, το εργαστήριο της ενώσεως του Θεού μαζί μ’ εμάς, που είναι η ρίζα και η γεννήτρια του μεγάλου τούτου θύματος, που φάνηκε αιτία γεννήσεως στον δημιουργό, δέχεται περισσότερο από όλους και κατά πρώτο λόγο την δόξα και την έλλαμψη από εκείνον που υπέρ λόγο παρθενικώς και αγίως σαρκώθηκε από αυτήν και ενώθηκε από άκρα αγαθότητα μαζί μας. Γι’ αυτό και παρίσταται εκ δεξιών του και συγχρόνως θέτουμε την μερίδα της από τα δεξιά του ιερού άρτου, δηλώνοντας με αυτό τούτο• ότι αυτή είναι ανωτέρα όλων και πιο κοντά στον Θεό. Από τα αριστερά δε τίθενται οι μερίδες των αγγέλων και όλων των αγίων, γιατί όλοι αυτοί έχουν δευτέρα τάξη, μάλλον δε δεν παραβάλλονται καθόλου προς την υπεροχή εκείνης. Γιατί μέσω αυτής καταλάμπονται οι άγιοι, και από πρώτη αυτή μέσω των αγίων ημείς σωζόμεθα. Γιατί μέσω αυτής ενωθήκαμε με τον Θεό.
34. Αφού λοιπόν τελέσει αυτά ο ιερεύς, ύστερα προσφέρει και άλλες μερίδες. Πρώτα-πρώτα υπέρ του αρχιερέως, γιατί αυτός είναι η πηγή της ιερωσύνης. Μετά για κάθε ιερατικό τάγμα, που υπηρετεί στην τέλεση του μυστηρίου, γιατί λέγει ο Παύλος ότι πρέπει να ανταμείβεται πρώτος αυτός που κοπιάζει(113) . Ύστερα υπέρ των πιστών βασιλέων, που προασπίζονται την πίστη, και για την σωτηρία αυτών και του φιλοχρίστου λαού. Μετά από αυτούς του καθηγουμένου, αν η λειτουργία γίνεται σε μοναστήρι, και της υπόλοιπης αδελφότητας. Αν δε σε κάποιο ναό, υπέρ εκείνου που τον ανήγειρε ή εκείνου που επιτελεί την μνήμη και όσων συνάγονται εκεί. Ακόμη και υπέρ εκείνου που πρόσφερε τα δώρα και για χάρη εκείνων που τα πρόσφερε. Τελευταία δε υπέρ των εν Χριστώ κοιμηθέντων και υπέρ παντός ιερατικού και μοναχικού τάγματος. Ακόμη και υπέρ όλων των τελειωθέντων ορθοδόξως πιστών, αλλά και για όσους ακόμα θέλει ο ιερεύς ή έχει υποχρέωση να μνημονεύσει. Τελευταία προσφέρει μερίδα κοινή για κάθε ψυχή ορθοδόξων χριστιανών και λέγει σαν σε επίλογο, αναφέροντας τους λόγους στον Θεό, την ευχή που λέγομε στην λιτανεία των αγρυπνιών «Πρόσδεξαι, Κύριε, αυτή τη θυσία για κάθε ψυχή χριστιανών που θλίβεται και ταλαιπωρείται, που έχει ανάγκη από το έλεος και βοήθειά σου» και τα υπόλοιπα ως το τέλος. Τοποθετεί δε αυτές τις υπέρ των ζώντων και τεθνεώτων μερίδες από κάτω από τον ιερό άρτο, επειδή προσφέρθηκαν από εμάς τους ταπεινούς που έχουμε ανάγκη ιλασμό και μεσιτεία και περιμένουμε το μέγα έλεος του Θεού.
35. Πρέπει δε να ξεύρουμε ότι κατά την κοινωνία των φρικτότατων μυστηρίων πρέπει να προσέχει ο ιερεύς και να παίρνει όχι από τις μερίδες, αλλά από την δεσποτική σάρκα και να κοινωνεί τους προσερχόμενους. Γιατί έστω και αν με την ένωση με το πανάγιο αίμα όλα γίνονται ένα και γίνεται κοινωνία από το δεσποτικό αίμα αν κανείς κοινωνήσει μέσω κάποιας μερίδος. Αλλ’ όμως επειδή είναι ανάγκη να κοινωνήσει κάθε πιστός από το σώμα και το αίμα, ο ιερεύς πρέπει να κοινωνεί τον προσερχόμενο παίρνοντας με την λαβίδα μαζί με το αίμα και σώμα δεσποτικό. Και είναι μεν αληθές ότι όλες οι μερίδες μετέχουν του σώματος και του αίματος του Χριστού όταν εισαχθούν στο ποτήριο και μαζί με τις μερίδες ο μετέχων κοινωνεί και του σώματος και αίματος. Αλλ’ όπως νομίζω είναι καλλίτερο να προσέχει ο ιερεύς και να παίρνει με την λαβίδα και από το θείο σώμα.
36. Και τούτο γίνεται κατά αρχαιότατη παράδοση όπως παραλάβαμε από αγίους Πατέρες, για να τελούμε και τη θεία κοινωνία σύμφωνα με την παράδοση του Θεού και Σωτήρος μας. Γιατί μετέδωσε στους αποστόλους του και το σώμα του και το αίμα του. Γι’ αυτό και όλοι οι ιερωμένοι που είναι στο άγιο βήμα, μετά την πλήρωση του αγίου ποτηρίου, μεταλαμβάνουν και τον ζωοποιό άρτο του σώματος του Κυρίου, και δεν μεταλαμβάνουν μόνον από αυτό, αλλά ιδιαιτέρως μεν μετέχουν του άρτου, ιδιαιτέρως δε πάλιν του ποτηρίου, αν και είναι ενωμένο με τον άρτο. Και τούτο για να τηρείται η από την αρχή δοθείσα από τον Κύριο παράδοση της κοινωνίας. Όπως και στους λαϊκούς υπήρχε πριν έθιμο έτσι να κοινωνούν και να παίρνουν στα χέρια τον άρτο, όπως και η έκτη οικουμενική σύνοδος αυτό λέγει ακριβώς(114). Ύστερα δε φάνηκε καλό στους Πατέρες, για κάποια που συνέβαιναν, να κοινωνούν τους λαϊκούς με λαβίδα. Κατά συνέπεια ενώνονται οι μερίδες και ένα γίνονται με το ζωοποιό αίμα και το θείο σώμα, επειδή αυτό κόπτεται σε λεπτά κομμάτια. Και αυτός που κοινωνεί μαζί με τις μερίδες γίνεται κοινωνός και του Χριστού, εφ' όσον αυτές είναι εξ ολοκλήρου ηνωμένες. Πρέπει όμως να τηρούμε την θεία παράδοση και με την λαβίδα να λαμβάνουμε το ίδιο το σώμα μαζί με το αίμα και να μεταδίδουμε στους κοινωνούντες. Λέγομεν δε ότι δεν μεταβάλλονται οι μερίδες που έχουν προσφερθεί εις μνήμην των αγίων και των πιστών, συμπεραίνοντας αυτό από την αρχική παράδοση. Γιατί προσφέροντας ο ιερεύς τον άρτο στην πρόθεση, αυτόν μόνον εξάγει εις ανάμνηση του Κυρίου, που είναι η μεγάλη αυτοθυσία, και εις ιλασμόν του τάδε ζώντος και τεθνεώτος. Επίσης και ότι πριν από τις μερίδες, μόλις προσφέρει τον άρτο, κάνει την ένωση του ποτηριού και κατόπιν προσφέρει τις μερίδες. Αν δε έχει ανάγκη να προσφέρει περισσότερους άρτους για την τέλεση προηγιασμένης, όλους πρώτους τους προσφέρει, λέγοντας• «Εις ανάμνησιν του Κυρίου» και ύστερα ενώνει το ποτήριο και μετά από αυτό προσφέρει τις μερίδες. Ώστε μόνον οι άρτοι προσφέρονται εις άνάμνησιν του Κυρίου.
37. Αλλά και η προσφορά από την οποία βγήκε ο άρτος εις ανάμνηση του Κυρίου, ονομάζεται πρώτον αντίδωρον και το βάζει ο ιερεύς σε ιδιαίτερο δίσκο και το διανέμει στους πιστούς. Δεύτερον δε αντίδωρον λέγεται ο άρτος από τον οποίο βγήκε η μερίδα της Θεοτόκου, για την τιμή πού της αρμόζει. Οι λοιπές δε προσφορές, από τις οποίες βγήκαν οι μερίδες των αγίων, δεν λέγονται αντίδωρο. Και κατά την ώρα του καθαγιασμού ο ιερεύς, αν μεν είναι ένας άρτος λέγει• «Και ποίησον τον μεν άρτον τούτον» και δεν λέγει για το ότι υπάρχουν οι μερίδες «τους άρτους τούτους». Αν όμως είναι περισσότεροι άρτοι, προκειμένου να τελεσθούν προηγιασμένες, τότε λέγει• «Και ποίησον τους μεν άρτους τούτους». Και κατά την ύψωση υψώνει τον άρτο, ή τους άρτους, αν είναι περισσότεροι, και όχι τις μερίδες. Μελίζοντας δε τον άρτο, εμβάλλει το άνω τμήμα του άρτου στο ποτήριο, και όχι από τις μερίδες. Μελίζοντας δε και τα υπόλοιπα τρία τμήματα του θείου και ζωοποιού άρτου, από αυτά προσφέρει προς κοινωνία στους ιερείς και διακόνους και όχι από τις μερίδες. Και για την τέλεση προηγιασμένης δεν φυλάττει μερίδες, ούτε κατά την αγία Πέμπτη δεν κρατεί για την παρακαταθήκη από τις μερίδες, αλλά τέλειο άρτο. Και όταν χειροτονεί πρεσβύτερο ο αρχιερεύς, δεν δίδει στο χέρι του μερίδα, αλλά τέλειο προσφερόμενο άρτο, λέγοντας• «Λάβε ταύτην την παρακαταθήκην». Και στην προσκομιδή ο ιερεύς μεν προσφέρει τους τελείους άρτους, μερίδες δε είδαμε να προσφέρουν και οι διάκονοι, αν και απαγορεύσαμε να γίνεται αυτό.
38. Από όλες αυτές τις εξ αρχής παραδόσεις μπορεί να συναχθεί, ότι μόνον ο άρτος ή οι άρτοι προσφέρονται εις ανάμνησιν του Κυρίου. Και αυτοί γίνονται άγιο σώμα του, αυτό που έλαβε από την Παρθένο και όχι άλλο, και το ποτήριο είναι αυτό το αίμα του που πήγασε από την πλευρά του και όχι άλλο, όπως αυτός είπε ο απόστολος Παύλος(115) και οι μαθητές και οι διάδοχοι αυτών και ιδιαιτέρως οι μέγιστοι από τους ιεράρχες ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος. Οι μερίδες δε είναι εις μνήμην εκείνων για τους οποίους προσφέρονται... ο άρτος που έχει προσφερθεί εις ανάμνησιν του Χριστού και πολλοί άρτοι, όσοι σ’ όλο τον κόσμο ιερουργούνται από όλους τους λειτουργούς. Γιατί δι’ όλων αυτών αυτός ο ίδιος ιερουργεί τον εαυτό του, ο μέγας αρχιερεύς, που είναι συγχρόνως θύμα και θύτης. Και αυτό το κάνει μέσω ημών (των ιερέων) για να προφθάνει όλους, αφού είναι ο ίδιος πανταχού παρών. Και τους αγίους υψώνει και τους λοιπούς δούλους του καθαρίζει και λαμπρύνει, αναλόγως καθέναν, και τους αγίους και τους πιστούς. Και περισσότερο από όλους την αγία Μητέρα του Κυρίου, που είναι μόνη αγία περισσότερο από όλους τους αγίους, και υπερέχει ασυγκρίτως και αυτών των πρώτων αγγέλων. Μετά δε τους αγγέλους και τους αγίους, ομοίως δε και τους πιστούς. Καλώς δε πράττει η Εκκλησία και προσφέρει τις μερίδες, δείχνουσα έτσι το μεγάλο μυστήριο της θείας οικονομίας, και αυτή ως πέτρα λογική(116) αγιάζει και θεώνει τους πάντες. Αλλ’ όμως δεν τους κάνει φύσει θεούς, όπως και την ίδια την Παρθένο, αν και συνέλαβε στην γαστέρα της ενυποστάτως τον Λόγο και του δάνεισε σάρκα από τα αίματα της. Είναι δε κεχαριτωμένη περισσότερο από όλους και εξαιρέτως αγία και κατά χάριν θεός και κυρίως Θεοτόκος, αλλά όχι όμως κατά φύσιν Θεός. Ένας δε μόνον είναι κατά φύσιν Θεός, ο Λόγος, που σαρκώθηκε από εκείνη και πήρε το μόνο ομόθεο και αχώριστο από αυτόν σώμα, το όποιο αυτός προσέλαβε και άρα είναι θεοϋπόστατο. Επομένως οι άγιοι κοινωνούντες του Χριστού θεούνται κατά χάρη, δεν γίνονται όμως φύσει θεοί. Και οι μερίδες που προσφέρονται γι’ αυτούς, κοινωνούν μεν του σώματος και του αίματος και με την ανάμιξη ένα γίνονται μαζί με αυτά. Αν ξεχωρίσεις όμως κάθε μια χωριστά, δεν είναι αυτό το ίδιο το σώμα ή το αίμα, αλλά είναι ενωμένες με το σώμα και το αίμα. Γι’ αυτό αυτός που κοινωνεί από αυτές, επειδή είναι γεμάτες από το σώμα και το αίμα, κοινωνεί αυτό το ίδιο το σώμα και το αίμα (του Χριστού). Κοινωνεί όμως δια μέσου των μερίδων, όπως είναι φανερό, έστω και αν δεν είναι αυτά θέματα απολύτου δογματικής ακριβείας. Ακολουθώ όμως πάντοτε τους θεσμούς της Εκκλησίας, όπως ακριβώς κηρύττονται από αυτήν.
39. Ας ιδούμε τώρα πως με τον θεοπρεπή αυτόν τύπο και την πράξη της ιεράς προσκομιδής βλέπουμε ολόκληρη την μία Εκκλησία του, που έχει στη μέση της αυτόν τον ίδιο τον Ιησούν, το αληθινό φως και την αιώνια ζωή, και φωτίζεται από αυτόν και ενώνεται. Αυτός ο Χριστός είναι στη μέση με τον άρτο, η Μητέρα του δε εκ δεξιών με την μερίδα της και εξ αριστερών οι άγγελοι και οι άγιοι. Απο κάτω δε όλο το ευσεβές σύνολο εκείνων που πίστευσαν στον Χριστό. Αυτό δε ακριβώς είναι το μέγα μυστήριο• ο Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους και Θεός ανάμεσα σε θεούς, που θεώνονται από τον αληθινό κατά φύσιν Θεό, που σαρκώθηκε για χάρη τους. Αυτό δε είναι η μέλλουσα βασιλεία και το πολίτευμα της αιωνίου ζωής: Θεός μαζί μας βλεπόμενος και μεταλαμβανόμενος. Και καθόλου δεν υπάρχει χώρος για απίστους, αλλ’ ούτε και για αλλοδόξους. Γιατί ποια επικοινωνία μπορεί να έχει το φως με το σκοτάδι(117); Γιατί και θα βγάλουν, λέγει το Ευαγγέλιο, οι άγγελοι τους πονηρούς από μέσα από τους δικαίους(118). Γι’ αυτό δεν πρέπει ο ιερεύς να προσφέρει καθόλου για κάποιον ετερόδοξο ή να τελεί την μνήμη του. Αλλ’ ακόμη δεν πρέπει να προσφέρει υπέρ των φανερώς αμαρτανόντων που μένουν αμετανόητοι. Και τούτο γιατί η προσφορά υπέρ αυτών αποβαίνει σε κατάκριμά τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και με εκείνους που κοινωνούν των φρικτών μυστηρίων αμετανόητοι, όπως ακριβώς λέγει ο απόστολος Παύλος(119).
40. Αφού λοιπόν έτσι τελέσει ο ιερεύς την προσκομιδή, προσφέρει στο Θεό θυμίαμα ως ευχαριστία για το έργο και ως σημείο επελεύσεως του αγίου Πνεύματος. Γιατί αυτού τον τύπο έχει το θυμίαμα, όπως μαρτυρεί η ευχή, που λέγει• «Θυμίαμα σου προσφέρουμε, Χριστέ ο Θεός, ως ευώδη οσμή, το οποίο αφού δεχθείς στο ουράνιό σου θυσιαστήριο, αντικατάπεμψε σ’ εμάς την χάρη του παναγίου σου Πνεύματος». Έτσι ο ιερεύς δείχνει ότι τιμά τον Θεό με την προσφορά και την ευωδία του θυμιάματος και ότι με το Πνεύμα το άγιο ενεργεί και ότι από το μυστήριο τούτο (την θεία λειτουργία) εκχύνεται η χάρη του αγίου Πνεύματος στον κόσμο(120).
Σημειώσεις
112. Α'Πέτρ.1,12.
113. Α'Τιμ.2,6.
114. Έκτης Οικουμ. Συνόδου, κανών ΡΑ'.
115. Α'Κορ. 10,16.
116. Α'Κορ. 10,4.
117. Β'Κορ.6,14.
118. Ματθ. 13,24-30.38-43.
119. Α'Κορ. 11,29.
120. Πρβλ. Πράξ. 2,17-18. 33
|