image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Νίκος Σβορώνος

Παρατηρήσεις για τη συμβολή του Βυζαντίου στην πνευματική εξέλιξη της Δυτικής Ευρώπης: Η περίπτωση του Ιωάννου Δαμασκηνού

Ἀπὸ «Βυζάντιο καὶ Εὐρώπη» Α' Διεθνὴς Βυζαντινολογικὴ Συνάντηση, Δελφοί, 20-24 Ἰουλίου 1985, ἐκδ. Εὐρωπαϊκὸ Πολιτιστικὸ Κέντρο Δελφῶν, Ἀθήνα 1987.



Κεφάλαιο 4

Ἡ ἀμεσότερη γνωριμία τῶν δυτικῶν θεολόγων μὲ τὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ(48), τὸ πρῶτο πλῆρες σύστημα τοῦ χριστιανικοῦ ὀρθόδοξου δόγματος καὶ τῆς χριστιανικῆς κοσμοθεωρίας, μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐπαφῶν τοῦ 12ου αἰώνα ἀνάμεσα στοὺς βυζαντινοὺς καὶ τοὺς δυτικοὺς θεολόγους.

Πράγματι, ἡ πρώτη γνωστὴ πλήρης μετάφραση τοῦ βασικοῦ ἔργου τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις (ἢ Ἔκθεσις) ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως» (χρησιμοποιοῦμε τὴ συντομογραφία Ὀρθ. Πίστ.) ἔγινε ἀπὸ τὸν σημαντικὸ νομικὸ Burgundius ἀπὸ τὴν Πίζα (1110-1193/4), κατ' ἐντολὴ τοῦ πάπα Εὐγενίου τοῦ Γ' (1145-1153), τοῦ ἴδιου ποὺ εἶχε παραγγείλει στὸν Ἄνσελμο τοῦ Havelberg, τὴ δημοσίευση τῶν συζητήσεων τοῦ 1136. Ὁ Burgundius, ἄλλωστε, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑλληνομαθεῖς δυτικοὺς ποὺ εἶχε πάρει μέρος στὶς συναντήσεις τοῦ 1136, καθὼς καὶ σὲ ἄλλες ἀποστολὲς στὴν Κωνσταντινούπολη. Σ' αὐτὸν ὀφείλονται ἀκόμα οἱ μεταφράσεις στὰ λατινικά τοῦ ἔργου τοῦ Νεμεσίου (τὸ 1159, ἀφιερωμένο στὸ Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα), τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Βασιλείου. Ἡ μετάφραση τῆς Ἔκθεσης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τοποθετεῖται γύρω στὰ 1148-1150(49).

Ἀπὸ τὴν ἴδια αὐτὴ ἐποχή, ἴσως μερικὰ χρόνια πρίν, χρονολογεῖται καὶ μιὰ ἄλλη ἀποσπασματικὴ μετάφραση τοῦ ἴδιου ἔργου ποὺ ἀποδίδεται στὸν Gerbanus, μοναχὸ στὸ μοναστήρι Saint-Martin στὸ Paszto τῆς Οὐγγαρίας, στὸν ἴδιο δηλαδὴ ποὺ εἶχε μεταφράσει τὸ De caritate τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ(50). Οἱ λατινικὲς αὐτὲς μεταφράσεις χρησιμοποιήθηκαν ἀμέσως ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς θεολόγους, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν Πέτρο Λομβαρδό, ἐπίσκοπο Παρισίων (1159-1164) στὸ ἔργο τοῦ «Quatuor libri Sententiarum» ποὺ γράφτηκε γύρω ἀπὸ τὸ 1150-1151 καὶ ποὺ ἀποτέλεσε σταθμὸ στὴν κίνηση τῆς συστηματοποίησης καὶ κωδικοποίησης τῶν θεολογικῶν ζητημάτων ποὺ ἄρχισε κυρίως ἀπὸ τὸν 11oν αἰώνα μὲ τὶς διάφορες συλλογὲς τῶν Sententiae, συνεχίστηκε μὲ τὶς διάφορες Summae Theologiae, καὶ κορυφώθηκε μὲ τὸ ἀξεπέραστο ἔργο τοῦ Θωμᾶ Ἀκυινάτη.

Τὸ ἔργο τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ δὲν ἔχει βέβαια οὔτε τὴν πρωτοτυπία, οὔτε τὸ βάθος, οὔτε τὸ ρηξικέλευθρο χαρακτῆρα τῶν ἀνάλογων ἔργων τοῦ Ἀνσέλμου τῆς Laon ἢ τοῦ Ἀβελάρδου ἢ τοῦ Hugue de Saint-Victor. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἐπιδέξιο συμπίλημα ἀπὸ κείμενα διαφόρων «αὐθεντιῶν» τῆς Ἐκκλησίας-Γραφῆς, Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ Διδασκάλων, ἰδιαίτερα τῆς Δύσης, ἀλλὰ καὶ σπανιότερα τῆς Ἀνατολῆς — ὀργανικὰ διαρθρωμένο σ' ἕνα ἀρκετὰ πλῆρες συστηματικὸ σύνολο προβλημάτων καὶ λύσεων τῆς χριστιανικῆς θεολογίας διατυπωμένο μὲ σαφήνεια, συντομία καὶ ἁπλότητα. Τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτά, στὰ ὁποῖα πρέπει νὰ προστεθεῖ ἡ συνεχὴς φροντίδα τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ νὰ ἀποφεύγει κάθε προσωπικὴ ἀκραία θέση καὶ νὰ παραμένει στὰ ὅρια τῆς ὀρθοδοξίας, ἐξασφάλισαν τὴ μεγάλη ἐπιτυχία τοῦ ἔργου αὐτοῦ, πού, ὕστερα ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀντιδράσεις ὁρισμένων συντηρητικῶν κύκλων, ποὺ ἔβλεπαν μὲ ὑποψία τὴν ἔστω καὶ μετριοπαθῆ χρήση τῆς διαλεκτικῆς μεθόδου καὶ κυρίως τὶς ἀναφορές του στοὺς ἀνατολικοὺς βυζαντινοὺς θεολόγους, κατέκτησε ὁλόκληρο τὸ δυτικὸ θεολογικὸ κόσμο καὶ ἔγινε τὸ κάτ’ ἐξοχὴν δογματικο-φιλοσοφικὸ ἐγχειρίδιο τοῦ Καθολικισμοῦ. Δὲν θὰ ἀντικατασταθεῖ παρὰ ἀπὸ τὴ Summa Theologica τοῦ Θωμᾶ Ἀκυινάτη(51).

Μὲ τὴ μεγάλη αὐτὴ ἐπιτυχία τοῦ ἔργου τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ συνδέεται ἡ διάδοση στὴ Δύση τοῦ ἔργου τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ. Ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ προέρχεται πρῶτα-πρῶτα ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἀναφορῶν στὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ ποὺ βρίσκεται στὶς Sententiae τοῦ Gandolfus, σημαντικοῦ ἐκπροσώπου τῆς Θεολογικῆς καὶ Νομικῆς σχολῆς τῆς Bologna κατὰ τὸν 12ο αἰώνα καὶ ποὺ τὸ κῦρος του ὑπῆρξε μεγάλο ὡς τὸν 16ον αἰώνα(52). Ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ προέρχονται ἐπίσης οἱ λιγοστὲς ἀναφορὲς στὸ Δαμασκηνὸ ποὺ βρίσκονται στὸ «Quinque libri Sententiarum» τοῦ μαθητῆ του Pierre de Poitiers, γραμμένο πρὶν ἀπὸ τὸ 1175/76(53) καθὼς καὶ ἄλλων δυτικῶν θεολόγων τοῦ 12ου αἰώνα(54).

Βέβαια οἱ ἀναφορὲς στὸ Δαμασκηνό τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ ἢ τοῦ Gandolfus, ἂν τὶς συγκρίνουμε μὲ τὶς ἀναφορὲς στοὺς δυτικοὺς θεολόγους, εἶναι λίγες (κάπου 27 ἢ 28) στὸν Πέτρο Λομβαρδό, καμιὰ δεκαριὰ στὸν Gandolfus(55). Ὁ ἀριθμὸς ὅμως αὐτὸς ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀναφορῶν ποὺ γίνεται σὲ ἄλλους θεολόγους τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς, ἔστω καὶ τοὺς πιὸ σημαντικούς: στὸν Ἀθανάσιο, τὸ Δίδυμο, τὸν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας. Ὁ Πέτρος Λομβαρδὸς δὲν ἀναφέρεται παρὰ μιὰ φορὰ στὸν καθένα. Μόνο στὸ Χρυσόστομο ἀναφέρεται κάπου εἴκοσι φορές(56). Τὰ χωρία ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Πέτρος Λομβαρδὸς ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ, τὰ ὁποῖα συμπίπτουν πλήρως μὲ τὰ ἀποσπάσματα ποὺ ἔχει μεταφράσει ὁ Cerbanus καὶ ποὺ προέρχονται ὅλα ἀπὸ τὸ τμῆμα τῆς Ὀρθ. Πίστ. ποῦ ἀναφέρεται στὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θείου (κεφ. 46-52 = Βιβλ. III, κέφ. 2-8 τῆς ἔκδοσης PG) θέτει τὸ πρόβλημα τοῦ ἂν ὁ Λομβαρδὸς εἶχε γνωρίσει τὴν πλήρη μετάφραση τοῦ Burgundius. Καθιστᾶ ἐπίσης προβληματικὴ τὴν ἄμεση ἐπίδραση τοῦ ἔργου τοῦ Δαμασκηνοῦ στὴ διάρθρωση τῆς ὕλης τῶν Quatuor libri sententiarum, ἡ ὁποία, ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ ἀπὸ παλαιότερα, παρουσιάζει ὀφθαλμοφανὴ ὁμοιότητα μὲ τὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ. Βέβαια, ἡ διαίρεση τοῦ ἔργου σὲ τέσσερα βιβλία δὲν ἔχει καμιὰ ἀξία ὡς ἐπιχείρημα, γιατί ἡ διαίρεση αὐτὴ τοῦ ἔργου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἔγινε ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς θεολόγους ποὺ ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 13ου αἰώνα ἀρχίζουν νὰ χρησιμοποιοῦν εὐρύτατα τὴ λατινικὴ μετάφραση τοῦ ἔργου τοῦ Δαμασκηνοῦ παράλληλα μὲ τὸ Quatuor libri sententiarum τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ. Τὸ τελευταῖο αὐτὸ ἔργο εἶχε ἐπιδράσει ὄχι μόνο στὴ διαίρεση τοῦ κειμένου τοῦ Δαμασκηνοῦ σὲ τέσσερα βιβλία, ἀλλὰ καὶ στὸν τίτλο ποὺ τοῦ προσδίδουν: Sententiae Damasceni, Libri Sententiarum Damasceni(57).

Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ αὐτὴ διαίρεση τοῦ κειμένου σὲ τέσσερα βιβλία, ἡ ὁμοιότητα στὴ διάρθρωση τῆς ὕλης στὸν Πέτρο Λομβαρδὸ καὶ στοὺς μεταγενέστερους δυτικοὺς θεολόγους ποὺ ἔχουν συνθέσει διάφορες θεολογικὲς Summae, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Θωμᾶ Ἀκυινάτη, ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ στὸ Δαμασκηνὸ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι ἀναμφισβήτητη. Χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ προβῶ ἐδῶ σὲ λεπτομερὴ σύγκριση τῶν θεολογικῶν ζητημάτων καὶ τῆς σειρᾶς μὲ τὴν ὁποία ἐκτίθενται στὶς δυτικὲς summae καὶ στὸ Δαμασκηνό, σημειώνω ἁπλῶς ὅτι ἡ γενικὴ διάταξη τῆς ὕλης στὸν Πέτρο Λομβαρδὸ ἀκολουθεῖ τὸ Δαμασκηνό(58). Ἡ ἀντιστοιχία αὐτὴ δύσκολα μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ, ἔστω καὶ ἐν μέρει, ἀπὸ τὴν ἄμεση γνωριμία τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ μὲ ἄλλα ἀνάλογα δυτικὰ ἔργα ποὺ τοῦ χρησίμευσαν ὡς ἄμεσα πρότυπα, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Ghellinck, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Ἀβελάρδου, ἀπὸ τὸ ἔργο De sacramentis τοῦ Hugues de Saint-Victor καὶ τῆς Summa Sentetiarum καὶ ἄλλων ἀνάλογων ἔργων ποὺ ὁ Λομβαρδὸς κατάφερε νὰ συνδυάσει τὸ περιεχόμενό τους καὶ τὴ διάταξη τῆς ὕλης τους(59). Μιὰ τέτοια ἐξήγηση, ποὺ ἀποκλείει τὴν ἄμεση ἢ ἔμμεση ἐπίδραση τοῦ Δαμασκηνοῦ, δὲν μοῦ φαίνεται πιθανή. Ἡ ἐξήγηση ἀκόμα τῆς ἔστω καὶ μερικῆς ἀντιστοιχίας στὴ διάρθρωση τοῦ ὑλικοῦ στὰ ἴδια αὐτὰ πρότυπα, καὶ στὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀντιστοιχία ποὺ διαφαίνεται ἀκόμα καθαρὰ καὶ στὴ Summa Theologica τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἄκυινάτη ἀπὸ τὴ «λογική» ἀλληλουχία ποὺ ἐπέβαλλε τὸ ὑλικό(60), δὲν φαίνεται ἐπίσης ἀπόλυτα ἱκανοποιητική. Καὶ μπορεῖ νὰ τεθεῖ τὸ ἐρώτημα μήπως τὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ ἦταν γνωστό, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα στὴ Δύση καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ μετάφραση τοῦ Burgundius ἀπὸ δρόμους ποὺ οἱ νεώτερες μελέτες —ἐλάχιστες ἄλλωστε καὶ ὄχι συστηματικές, γιὰ τὶς σχέσεις Βυζαντίου καὶ Δύσης ὡς τὸν 12ο αἰώνα— δὲν ἔχουν ἀκόμα διερευνήσει. Χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ πραγματευθῶ ἐδῶ τὸ πρόβλημα αὐτό, θὰ ἀναφέρω μόνον μερικὲς ἐνδείξεις ποὺ ἴσως ὁδηγοῦν πρὸς μιὰ τέτοια ὑπόθεση ἐργασίας γιὰ ἐπαλήθευση ἢ γιὰ διάψευση: Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀποσπασματικὴ μετάφραση τοῦ Cerbanus ποὺ σίγουρα προηγεῖται ἀπὸ τὴ μετάφραση τοῦ Burgundius, ὁ ἴδιος ὁ Ghellinck ἀναφέρει περιπτώσεις παραπομπῶν στὸ Δαμασκηνὸ σὲ χειρόγραφα πολὺ προγενέστερα ἀπὸ τὴ μετάφραση τοῦ Burgundius. Μιὰ μάλιστα ἀπ' αὐτὲς μπορεῖ νὰ ἀναχθεῖ ὡς τὸν 9ον ἢ τὸν 10ον αἰώνα. Ὁ Ghellinck προσπαθεῖ νὰ ἐξηγήσει τὶς παλιὲς αὐτὲς ἀναφορές, εἴτε θεωρώντας τες λάθη τῶν ἀντιγραφέων, εἴτε ὡς παρεμβολὲς ἐκ τῶν ὑστέρων(61).

Ὅπως καὶ ἂν ἔχει τὸ ζήτημα, ἡ συχνὴ χρήση τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς θεολόγους ἀρχίζει κατὰ τὸ δεύτερο μισό τοῦ 12ου αἰώνα καὶ ἐντείνεται στὸ 13ο. Οἱ ἀναφορὲς στὸ Δαμασκηνὸ στὰ διάφορα θεολογικὰ ἔργα τῆς Δύσης στὴν ἀρχὴ προέρχονταν ἀπὸ τὰ λίγα ἀποσπάσματα ποὺ περιέχονται στὸ ἔργο τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ. Ἀργότερα πολλαπλασιάζονται καὶ ἀντλοῦνται κατευθείαν ἀπὸ τὴ μετάφραση τοῦ Burgundius, τῆς ὁποίας τὰ χειρόγραφα μετριοῦνται κατὰ δεκάδες στὶς διάφορες βιβλιοθῆκες τῆς Εὐρώπης, ἤ, σπανιότερα, ἀπὸ τὴ νέα μετάφραση ἐπὶ τῆ βάσει περισσότερων ἑλληνικῶν χειρογράφων, τοῦ Robertus Grossetesta, ἐπισκόπου τοῦ Lincoln, μεταφραστῆ ἐπίσης τοῦ Ψευδο-Διονυσίου(62). Τὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ στὴ λατινικὴ μετάφραση τοῦ Burgundius ἀντιγράφεται στοὺς ἴδιους κώδικες στοὺς ὁποίους ἀντιγράφεται τὸ ἔργο τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ, τὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ οἱ προτάσεις του περιλαμβάνονται στὶς συλλογὲς τῶν «αὐθεντιῶν» (Tabulae originalium) μαζὶ μὲ τὶς γνῶμες τοῦ Αὐγουστίνου, μὲ τὸν ὁποῖον παραβάλλεται, καὶ τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ ὀρθοδοξία τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ γιὰ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία (ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τὶς θέσεις του γιὰ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)(63) , κυρίως ὁ Ἀριστοτελισμός του, ἀλλὰ καὶ ἡ μετριοπαθὴς χρήση ποὺ κάνει τῆς ἀριστοτελικῆς διαλεκτικῆς, τῆς ὁποίας τονίζει τὰ ὅρια στὰ ζητήματα τῆς πίστης, ἐπέβαλαν τὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ στοὺς ἐκπροσώπους τῆς δυτικῆς Σχολαστικῆς κατὰ τὸν 13ον αἰώνα. Στὸ Δαμασκηνὸ στηρίζονται πολλοὶ γιὰ νὰ καταπολεμήσουν τὶς ὑπερβολὲς τῶν διαλεκτικῶν(64). Ὁ P. Minges(65) ἔχει συγκεντρώσει ἀρκετὰ παραδείγματα χρησιμοποίησης τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους ἐκπροσώπους τῆς Σχολαστικῆς κατὰ τὸν 13ον αἰώνα: Ἀπὸ τὸν Γουλιέλμο ἀπὸ τὴν Auxerre (+ 1231/32)• ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο ἀπὸ τὴν Hales ποὺ παραπέμπει στὸ Δαμασκηνὸ (διὰ μέσου τῆς μετάφρασης τοῦ Burgundius) πολὺ συχνά• ἀπὸ τὸ μαθητὴ του Ἰωάννη ἀπὸ τὴν Rupela (+ 1245), ποὺ κι αὐτὸς χρησιμοποιεῖ τὴ μετάφραση τοῦ Burgundius καὶ δὲ διστάζει νὰ παραθέτει σχεδὸν κατὰ λέξη ὁλόκληρα κεφάλαια τοῦ Δαμασκηνοῦ• ἀπὸ τὸν Βαρθολομαῖο Anglicus, (πρῶτο μισό τοῦ 13ου αἰώνα), ἐκπρόσωπο τῆς Σχολῆς τῆς Ὀξφόρδης, ποὺ πιθανῶς χρησιμοποιεῖ καὶ τὴ μετάφραση τοῦ Grossetesta, καὶ ποὺ στὸ ἐγκυκλοπαιδικό του ἔργο De proprietatibus rerum, τοῦ ὁποίου τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀναφέρεται στὶς ἐπιστῆμες τῆς Φύσης, γιὰ τὰ λίγα θεολογικά του τμήματα, οἱ παραπομπὲς στὸ Δαμασκηνό, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, ἔχουν σημαντικὴ θέση• ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μποναβαντούρα (1221-1244), στὸ ἔργο τοῦ ὁποίου οἱ παραπομπὲς στὸ Δαμασκηνὸ (ἀπὸ τὴ μετάφραση τοῦ Burguntius, τὴν ὁποίαν ὅμως χρησιμοποιεῖ μὲ κάποιαν ἐλευθερία) ὑπερβαίνουν τὶς 200• ἀπὸ τὸν Ἀλβέρτο τὸ Μέγα (1193-1280), τὸ δάσκαλο τοῦ Θωμᾶ Ἀκυινάτη• τέλος ἀπὸ τὸν Vincent de Bauvais (+ ca 1264). Ἡ ἔρευνα στὰ χειρόγραφα ἢ στὶς ἐκδόσεις ἄλλων ἐκπροσώπων τῆς Σχολαστικῆς θὰ πολλαπλασιάσει τὰ παραδείγματα.

Δὲν πρόκειται γιὰ ἁπλὲς «διακοσμητικές» ἀναφορές, ἀλλὰ γιὰ βαθύτερες ἐπιδράσεις τοῦ Δαμασκηνοῦ στὴν ὁρολογία καὶ στὴ διαμόρφωση καὶ διατύπωση τῶν χριστιανικῶν δογμάτων. Τὰ μέχρι τώρα συγκεντρωθέντα παραδείγματα παραπομπῶν στὸ Δαμασκηνὸ μποροῦν νὰ καταταχθοῦν στὰ παρακάτω κύρια σημεῖα: Ὕπάρξη, ὄνομα, ἰδιότητες τοῦ Θείου, Ἁγία Τριάς, Θεία πρόνοια, Θεία βούληση: διάκριση ἀνάμεσα στὴ voluntas antecedens (= «προηγούμενον θέλημα») καὶ voluntas consequens (= «ἑπόμενον θέλημα»), Χριστολογία, ἰδιαίτερα πάθη καὶ πόνοι τοῦ Χριστοῦ. Στὴν Ἀνθρωπολογία, στὰ προβλήματα τῆς Ψυχῆς καὶ ψυχολογίας: διάκριση ἀνάμεσα στὴ voluntas naturalis (= θέλησις) καὶ voluntas rationalis, libera, electiva (= βούλησις), στὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως. Στὴ Γνωσιοθεωρία. Στὸν ὁρισμὸ τῶν Ἀγγέλων, κλπ

Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἀντιμετωπίζεται ὁ Δαμασκηνὸς ἀπὸ τὸ Θωμᾶ Ἀκυινάτη εἶναι ἴσως τὸ καλύτερο παράδειγμα τῆς ἐπίδρασής του στὴ Δύση καὶ τοῦ μεγάλου του κύρους.

Δὲν πρόκειται νὰ ἐξετασθεῖ ἐδῶ ἡ ἐπίδραση τοῦ Δαμασκηνοῦ στὴ διαμόρφωση καὶ τὴ διατύπωση τῶν χριστιανικῶν δογμάτων, ὅπως ἀναπτύσσονται στὰ ἔργα τῶν δυτικῶν Σχολαστικῶν ἀπὸ τὸν 12ο αἰώνα καὶ ἑξῆς καὶ ἰδιαίτερα στὸ Θωμᾶ Ἀκυινάτη. Δὲν λείπουν ἄλλωστε οἱ σχετικὲς μελέτες ἢ παρατηρήσεις σὲ γενικὰ ἔργα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἱστορία τοῦ δόγματος ἢ στὴν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς σκέψης καὶ γραμματείας(66). Δὲν χρειάζεται ἐπίσης νὰ ἐπιμείνω στὴ γνωστὴ καὶ πολυμελετημένη τεχνικὴ καὶ μέθοδο τοῦ Ἀκυινάτη οὔτε στὸ ρόλο τοῦ Ἀριστοτέλη στὴ σκέψη τοῦ Θωμᾶ γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι ὁ κατ' ἐξοχὴν φιλόσοφος(67). Θὰ ἤθελα μόνον νὰ δείξω μὲ μερικὰ συγκεκριμένα παραδείγματα τὴ μεγάλη σημασία ποὺ δίνει ὁ Θωμᾶς στὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀπὸ τὶς ἀποφάνσεις τοῦ ὁποίου ἐμπνέεται, ἀναφερόμενος κατ' εὐθεῖαν στὸ κείμενό του (διὰ μέσου τῆς λατινικῆς μετάφρασης τοῦ Burgundius) ἔστω καὶ ἂν οἱ ἰδέες ποὺ ἀναφέρονται ἀπὸ τὸ Δαμασκηνὸ ἔχουν τὴν πηγή τους σὲ παλαιότερα ἔργα ὑπομνηματιστῶν τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων ἢ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας(68). Τὰ παραδείγματα προέρχονται μόνον ἀπὸ τὴ Summa Theologica(69).

Ἂς σημειωθεῖ κατὰ πρῶτο λόγο ἡ συχνότητα τῶν ἀναφορῶν τοῦ Ἀκυινάτη στὴν «Ἔκδοσιν τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως». Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ μικρὸ ἀριθμὸ τῶν ἀναφορῶν στὸ ἴδιο ἔργο ἀπὸ τὸν Πέτρο Λομβαρδὸ καὶ τὸν Gandolfus(70), ποὺ προέρχονται ὅλες ἀπὸ τὸ III βιβλίο τοῦ ἔργου τοῦ Δαμασκηνοῦ (κατὰ τὴν ἔκδοση Lequien ὅπως ἀναδημοσιεύεται στὴν PG, τομ. 94), οἱ ἀναφορὲς τοῦ Θωμᾶ ὑπερβαίνουν τὶς 200, ἀναφέρονται σὲ μεγάλο ἀριθμὸ χωρίων τοῦ ἔργου αὐτοῦ, καὶ προέρχονται ἀπὸ ὅλα τὰ κεφάλαιά του. Κάπου ὀκτὼ ἀναφορὲς παραπέμπουν στὴν ὁμιλία «Περὶ τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων», τὴν ὁποίαν ὁ Θωμᾶς ἀποδίδει στὸ Δαμασκηνό(71).

Ὁ Θωμᾶς Ἀκυινάτης δίδει στὶς ἀποφάνσεις τοῦ Δαμασκηνοῦ τὴν ἴδια βαρύτητα τὴν ὁποίαν δίδει στὴ Γραφή, στοὺς πρώτους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, στὸν Ἀριστοτέλη. Ἔτσι ἡ γνώμη τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀντιπαραβάλλεται μὲ τὴ γνώμη τοῦ Ἀριστοτέλη στὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ:
S. Th., Ια, II, 1: Utrum Deum sit per se notum (II, 14-15) ~ Ὀρθ. Πίστ. 1 (1,1): Ὅτι ἀκατάληπτον τὸ Θεῖον καὶ ὅτι οὐ δεῖ ζητεῖν καὶ περιεργάζεσθαι τὰ μὴ παραδεδομένα ἡμῖν ὑπὸ τῶν ἁγίων προφητῶν καὶ ἀποστόλων καὶ εὐαγγελιστῶν. — Ὄρθ. Πίστ. 3 (1,3): Ἀπόδειξις ὅτι ἔστι Θεὸς (PG, 94, 789, 793 = Β. Kotter, ΙΙ, 7-8, 10-12).

Ἴδια συμπεριφορὰ στὴ πραγμάτευση τοῦ ζητήματος τῆς δυνατότητας ἢ μὴ λογικῆς ἀπόδειξης γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ:
S. Th. la, II, 2 § 2: Utrum Deum esse sit demonstrabile (I, 15) ~ Ὀρθ. Πίστ. 4 (1,4): Περὶ τοῦ τί ἐστὶ Θεός; ὅτι ἀκατάληπτον (PG, 94, 797-800 = Β. Kotter, II, 12-13).

Ἀριστοτέλης καὶ Δαμασκηνὸς ἀντιπαραβάλλονται σὲ ἴση μοίρα σὲ πολλὲς περιπτώσεις προβλημάτων γνωσιοθεωρίας, ἀνθρωπολογίας, ψυχολογίας: S. Th. la, LXXIX, 9 § 4: Utrum ratio superior et inferior sint diversae potentiae, καὶ 1α, LXXIX, 10 § 3: Utrum intelligentia sit alia potentia ab intellectu (II, 67, 68, 69) ~ Ὀρθ. Πίστ. 36 (II, 22): Περὶ πάθους καὶ ἐνεργείας (P.G. 94, 941 κἑξ = Β. Kotter, II, 87-92). S. Th. la, 2ae, XLII, 1: Utrum objectum timoris sit bonum vel malum (III, 14) ~ Ὀρθ. Πίστ. 26 (II, 12): Περὶ ἀνθρώπου (PG 94, 929 = Β. Kotter, II, 80). S. Th. la, 2ae XLIV, 1 § 3: Utrum timor facial contractionem (III, 22) ~ Ὀρθ. Πίστ. 67 (III, 23): Περὶ δειλίας (PG 94, 1087 = Β. Kotter, II, 165). S. Th. la, 2ae, XLVIII, 2 § 3: De ira (III, 46) ~ Ὀρθ. Πίστ. 30 (11, 16): Περὶ θυμοῦ (PG 94, 932 = Β. Kotter, II, 81 κἑξ.).

Σὲ ἄλλες περιπτώσεις ὁ Δαμασκηνὸς ἀντιπαραβάλλεται μὲ τὸν Αὐγουστίνο: S. Th. la, LXXIX, 9 § 3 καὶ 4: Utrum ratio superior et inferior sint diversae potentiae (11, 67) ~ Ὀρθ. Πίστ. 36 (11, 22): Περὶ πάθους καὶ ἐνεργείας (PG, 94, 941 = Β. Kotter, II, 82). S. Th. la, 2ae, XLI, 1: De timore (III, 9-10) ~ Ὀρθ. Πίστ. 26 (II, 12): περὶ ἀνθρώπου (PG, 94, 929 = Β. Kotter, II, 80).

Τὰ παραπάνω παραδείγματα μποροῦν νὰ πολλαπλασιασθοῦν καὶ νὰ ἀναφερθοῦν περιπτώσεις ἀντιπαραβολῆς τῶν γνωμῶν τοῦ Δαμασκηνοῦ ἢ ὅσων ὁ Θωμᾶς ἀποδίδει στὸ Δαμασκηνό, στὸν ὁποῖο καὶ ρητὰ ἀναφέρεται, πρὸς τὶς γνῶμες ἄλλων μεγάλων θεολόγων.

Τὸ ἐνδιαφέρον ὅμως γιὰ τὴν περίπτωση τῆς σχέσης ἀνάμεσα στὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ στὴ Summa Theologica τοῦ Ἀκυινάτη βρίσκεται ἀλλοῦ:

α. Στὸ γεγονὸς ὅτι ἀρκετὲς φορὲς ὁ Θωμᾶς κάνει δική του τὴ σκέψη τοῦ Δαμασκηνοῦ ἢ ἐκείνη ποὺ γνωρίζει διὰ μέσου τοῦ ἔργου του, ἔστω καὶ ἂν ἡ πηγὴ της βρίσκεται ἀλλοῦ, προσπαθεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὴν σκέψη αὐτή, νὰ τὴν ἀναλύσει καὶ νὰ τὴν ἐνσωματώσει στὴ δική του συλλογιστικὴ καὶ ἐπιχειρηματολογία. Ἰδοὺ μερικὰ παραδείγματα:

Στὸ μέρος τῆς Summa Theologica ὅπου ὁ Θωμᾶς ἀναπτύσσει τὴν ἰδέα ὅτι τὸ κύριο ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι «qui est» «ὁ ὤν» (S.Th. 1α, XIII: De nominibus divinis (1, 93 κἑξ.) παρατίθενται ἀποσπάσματα ποὺ ἀναφέρονται ὄχι μόνον στὶς προτάσεις τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπιχειρηματολογία του: S. Th. la, XII, II: Utrum hoc nomen qui est, sit maxime nomen Dei proprium (I, —111): Unde et Damascenus dicit quod "principalius omnibus quae de Deo discuntur nominibus, est "qui est". Totum enim in se ipso comprehendens habet ipsum esse quodam pelagus substantiae infinitum et indeterminatum". Πρόκειται γιὰ παράφραση τοῦ Δαμασκηνοῦ: Ὀρθ. Πίστ. 9 (1,9): Περὶ τῶν ἐπὶ Θεοῦ λεγομένων (PG 94, 836 = Β. Kotter, ΙΙ, 31). Δοκεῖ μὲν οὖν κυριώτερον πάντων τῶν ἐπιθέτων λεγομένων ὀνομάτων εἶναι ὁ ὤν... ὅλον γὰρ ἐν ἑαυτῷ συλλαβὼν ἔχει τὸ εἶναι, οἷον τι πέλαγος οὐσίας ἄπειρον καὶ ἀόριστον.

Ἕνα δεύτερο παράδειγμα εἶναι ἀκόμα πιὸ χαρακτηριστικό: Στὴ Summa Theologica la, XXIII, 1: Utrum homines praedestinentur a Deo (I, 199 κἑξ.), ὅπου ὁ Θωμᾶς ἀναπτύσσει τὸ ζήτημα τοῦ προορισμοῦ (Praedestinatio), ἀφοῦ στὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἄρθρου ἀναφέρει τὶς γνῶμες διαφόρων θεολόγων (Γραφή, Αὐγουστίνος) γιὰ τὸν προορισμό, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τοῦ Δαμασκηνοῦ: Ὀρθ. Πίστ. 44 (II, 30): Περὶ προγνώσεως καὶ προορισμοῦ (PG, 94, 970-972 = Β. Kotter II, 103-106), ὅπου ὁ Δαμασκηνὸς ὑποστηρίζει ὅτι ἡ πρόγνωση τῶν μελλόντων ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν ἐξυπακούει καὶ τὸν προορισμό, ὁ Θωμᾶς ἐπανέρχεται στὸ συλλογιστικὸ μέρος τοῦ ἄρθρου (Ι, 200) ὅπου, χρησιμοποιώντας ἄλλο χωρίο τοῦ ἴδιου τοῦ Δαμασκηνοῦ: Ὀρθ. Πίστ. 44 (II, 30): οὐ γὰρ θέλει [ὁ Θεός] τὴν κακίαν γίγνεσθαι, οὐδὲ βιάζεται τὴν ἀρετὴν (PG, 94, 972 = Β. Kotter, II, 103), ἐπιχειρεῖ νὰ προσδιορίσει τὸ περιεχόμενο τῆς ἔννοιας τοῦ προορισμοῦ στὸ Δαμασκηνό, καί, ξεκινώντας ἀπὸ τὴ σκέψη του συνάγει τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὰ φυσικὰ φαινόμενα καὶ τὶς λειτουργίες τους ποὺ ὑπόκεινται στὸν προορισμό, δηλαδὴ στὴν ἀναγκαιότητα ποὺ βασιλεύει στὴ φύση, καὶ στὶς ἠθικὲς δυνάμεις καὶ πράξεις τῶν ἀνθρώπων ποὺ διέπονται ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη βούληση, καὶ κηρύσσει τὴν ἠθικὴ ἐλευθερία:

Ad primum ergo discendum quod Damascenus nominat praedestinationem impositionem necessitatis, sicut est in rebus naturalibus quae sunt praedestinatae ad unum. Quod patet ex eo quod subdit: "non enim
vult malitiam, neque compellit virtutem". Unde praedestinatio 'non excluditur.

Ἀποκαλυπτικὴ γιὰ τὴ χρήση ποὺ κάνει ὁ Θωμᾶς τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι ἡ σύγκριση τῶν προαναφερθέντων ἄρθρων 9 καὶ 10 τῆς Quaestio LXXIX τῆς Summa Theologica, pars Prima (II, 67-69) ποὺ ἀναφέρονται στὶς διανοητικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ σὲ ζητήματα γνωσιοθεωρίας καὶ ψυχολογίας, μὲ τὸ ἀντίστοιχο κεφάλαιο τοῦ Δαμασκηνοῦ [Ὀρθ. Πίστ. 36 (III, 22): PG, 94, 940 κἑξ. = Β. Kotter, II, 87 κἑξ.]. Στὰ κεφάλαια αὐτὰ τῆς Summa Theologica ὁ Θωμᾶς δὲν ἀντιπαραβάλλει μόνον στὸ πρῶτο μέρος τῶν σχετικῶν ἄρθρων τὶς γνῶμες τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τοῦ Δαμασκηνοῦ(72), ἀλλὰ τὶς συζητεῖ διὰ μακρῶν στὸ συλλογιστικὸ τμῆμα τῶν ἄρθρων. Τὸ κείμενο τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἄλλοτε παρουσιάζεται ἐδῶ περιληπτικά, ἄλλοτε σὲ πλήρη λατινικὴ μετάφραση ἢ παράφραση. Ἰδοὺ μερικὰ παραδείγματα:

S.Th. la, LXXIX, 9 § 4: Praeterea, Damascenus dicit quod "ex imaginatione fit opinio; deinde mens dijudicans opinionem, sive vera sit, sive falsa, dijudicat veritatem, unde et mens dicitur a metiendo. De quibus igitur judicatum est jam et determinatum vere dicitur intellectus" (II, 67).

Ὀρθ. Πίστ. 36 (II, 22): Διὰ τῆς αἰσθήσεως τοίνυν ἐν τῇ ψυχῇ καθίσταται πάθος• ὅ καλεῖται φαντασία• ἐκ δὲ τῆς φαντασίας γίνεται δόξα• εἴτα ἡ διάνοια ἀνακρίνασα τὴν δόξαν, εἴτε ἀληθὴς ἐστίν, εἴτε ψευδής, κρίνει τὸ ἀληθές• ὅθεν καὶ διάνοια λέγεται ἀπὸ τοῦ διανοεῖν καὶ διακρίνειν• τὸ οὖν κριθὲν καὶ ὁρισθὲν ἀληθές, νοῦς λέγεται (PG 94, 941 = Β. Kotter II, 89).

S. Th. la, LXXIX, 10 § 3: Dicit enim Damascenus quod "primus motus intelligentia dicitur; que vero circa aliquid est intelligentia, intentio vocatur, quae permanens et figurans animam ad id quod intelligitur, excogitatio dicitur; excogitatio vero in eodem manens et seipsam examinans et dijucans, φρόνησις dicitur, id est sapientia; φρόνησις autem dilata facit cognitionem, id est interius dispositum sermonem ex quo ait provenire sermonem per linguam enarratum". Ergo videtur quod intelligentia sit quaedam specialis potentia. (H, 69).

Ὀρθ. Πίστ. 36 (II, 22): Χρὴ γιγνώσκειν, ὅτι ἡ μὲν πρώτη τοῦ νοῦ κίνησις νόησις λέγεται, ἥτις ἐπιμείνασα καὶ τυπώσασα τὴν ψυχὴν πρὸς τὸ νοούμενον ἐνθύμησις προσαγορεύεται. Ἡ δὲ ἐνθύμησις ἐν ταυτῷ μείνασα καὶ ἑαυτὴν βασανίσασα καὶ ἀνακρίνασα φρόνησις ὀνομάζεται. Ἡ δὲ φρόνησις πλατυνθεῖσα ποιεῖ τὸν διαλογισμόν, ἐνδιάθετον λόγον ὀνομαζόμενον, ὅν ὁριζόμενοί φασι κίνημα ψυχῆς πληρέστατον ἐν τῷ διαλογιστικῷ γινόμενον ἄνευ τινὸς ἐκφωνήσεως, ἐξ οὗ τὸν προφορικὸν λόγον φασὶ κίνημα προέρχεσθαι διὰ γλώσσης λαλούμενον (PG 94, 941-944 = Β. Kotter II, 88 = Μάξιμος, Opuscula Theologica, PG 91,9).

Εἶναι ἀκόμα ἐνδιαφέρον νὰ προστεθεῖ δτὶ ὁ Ἀκυινάτης ἐπιμένει περισσότερο στὴν ἀνάλυση καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν χωρίων τοῦ Δαμασκηνοῦ παρὰ στὴν ἀνάλυση τῶν χωρίων τοῦ Ἀριστοτέλη (De anima II, 22 καὶ III, 21) στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται μὲ κριτικὴ διάθεση (S. Th. la, LXXIX, 10 § 3 (II, 68-69).

β. Μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον ἔχει ἀκόμα ἡ λεπτομερὴς ἀνάλυση τῶν Quaestiones καὶ ἄρθρων τῆς Summa Theologica, ὅπου ὁ Θωμᾶς προσπαθεῖ νὰ συμβιβάσει τὶς ἀντιθέσεις, φαινομενικὲς κατ' αὐτόν, ἢ καὶ πραγματικές, ἀνάμεσα στὸν Ἀριστοτέλη ἢ τὸν Αὐγουστίνο ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὸν Δαμασκηνὸ ἀπὸ τὴν ἄλλη, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὴ δική του σύνθεση. Δὲν εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ σκέψη τοῦ Δαμασκηνοῦ ἢ ἡ διατύπωση ἢ ἡ λογική του ἀνάλυση ἔχει τὴν προτίμηση τοῦ Θωμᾶ. Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα βρίσκονται, ἀνάμεσα σὲ πολλὰ ἄλλα, στὶς Quaestiones XLVI, XLVII καὶ XLVIII τῆς Summa Theologica 1α 2ae: De ira (CΙΙI, 30—48), ὅπου πολλὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸ Δαμασκηνό: Ὀρθ. Πίστ. 30 (II, 16): Περὶ θυμοῦ (PG 94, 932-933 = Β. Kotter, II, 81-82). Ἤ ἀκόμα: S. Th. 2a 2ae: De actu fidei, ἄρθ. 1: Utrum credere sit cum assensione cogitate (IV, 17-19), 2a, 2ae, X: De infidelidate in communi, ἄρθ. 1: utrum infidelitas sit peccatum (IV, 70-71), ὅπου συμφωνία μὲ Ὀρθ. Πίστ. 84 (IV 11, 12 τῶν παλαιοτέρων ἐκδόσεων τοῦ Θωμᾶ): Περὶ Σταυροῦ, ἐν ὧ ἔτι καὶ περὶ πίστεως (PG 94, 1128-1133 = Β. Kotter, II, 186-187) καὶ Ὀρθ. Πίστ. 18 (II, 4): Περὶ διαβόλου καὶ δαιμόνων (PG 94, 873-877 = Β. Kotter, II, 48-50) καὶ 44 (II, 30): Περὶ προγνώσεως καὶ προορισμοῦ (PG 94, 969-980, ἰδιαίτερα col. 976 = Β. Kotter, II, 103).

Ἀνάλογη εἶναι ἡ χρήση ποὺ κάνει ὁ Θωμᾶς Ἀκυινάτης τοῦ λόγου «Περὶ τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων», ποὺ ἀποδίδει στὸ Δαμασκηνό, στὰ ἄρθρα τῆς Quaestio LXXI τοῦ Supplementum τῆς S. Th. 3α, ὅπου ὁ Θωμᾶς πραγματεύεται τὸ ζήτημα τοῦ καθαρτηρίου. Τὰ χωρία τοῦ λόγου αὐτοῦ, ποὺ παρατίθενται, ἀλλὰ σὲ πλήρη κατὰ λέξη μετάφραση, ἀλλὰ σὲ περίληψη, παρέχουν στὸ Θωμᾶ ἐπιχειρήματα ἢ ἀφορμὲς ἔμπνευσης γιὰ τὶς δικές του θέσεις.

Ὅσο γιὰ τὴν ἐπίδραση τοῦ ἔργου τοῦ Δαμασκηνοῦ στὴν οἰκονομία καὶ στὸ γενικὸ σχέδιο τῆς Summa Theologica, ποὺ ἔχει προταθεῖ ἀπὸ παλαιότερους ἐρευνητές(73), ὕστερα ἀπ' ὅσα ἀναφέρθηκαν παραπάνω(74) σχετικὰ μὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ Δαμασκηνοῦ στὸ ἔργο τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ, ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Θωμᾶς Ἀκυινάτης, μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ παρακάτω: Στὴ γενικὴ διάρθρωση τῆς ὕλης ὁ Θωμᾶς εἶχε σίγουρα πρὸ ὀφθαλμῶν τὰ Quatuor Libri sententiarum τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ, καθὼς καὶ τὶς προηγούμενες Summae. Εἶχε ὅμως ὑπόψη του καὶ τὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ μὲ τὸ ὁποῖον ἡ Summa Theologica παρουσιάζει ὁμοιότητες ὄχι μόνον στὸ γενικὸ σχέδιο, ἀλλὰ καὶ σὲ χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες. Βέβαια μόνον ὕστερα ἀπὸ λεπτομερῆ σύγκριση τῶν διαφόρων Ἐκθέσεων χριστιανικῆς θεολογίας μὲ τὸ ἔργο τοῦ Ἀκυινάτη μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ ἀσφάλεια τὸ τί ὀφείλει ὁ Θωμᾶς σὲ κάθε μία ἀπ' αὐτές. Ἀλλὰ καὶ μιὰ πρώτη συνοπτικὴ σύγκριση τοῦ περιεχομένου καὶ τῆς σειρᾶς τῆς ἔκθεσης τῶν προβλημάτων στὸ ἔργο τοῦ Ἀκυινάτη καὶ στὸ ἀντίστοιχο ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ θὰ δείξει ὅτι, παρὰ τὸν πλοῦτο τῆς θεματικῆς τοῦ ἔργου τοῦ Θωμᾶ ποὺ σὲ σύγκριση μαζί του τὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ φαίνεται ἁπλὸ περιληπτικὸ προσχέδιο, ὁρισμένες ἀντιστοιχίες στὶς λεπτομέρειες ἀνάμεσα στὰ δύο ἔργα δὲν ἀποκλείουν τὴν ἐπίδραση τῆς Ἔκθεσης τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως στὸ μεγάλο ἔργο τοῦ Ἀκυινάτη.

Πράγματι δὲν φαίνεται τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι, ἰδιαίτερα στὸ πρῶτο μέρος τῆς Summa Theologica παρουσιάζονται τὰ ἴδια προβλήματα μὲ τὴν ἴδια σειρὰ καὶ συχνὰ μὲ τοὺς ἴδιους τίτλους ποὺ ἐμφανίζονται καὶ στὴν «Πηγὴν Γνώσεως» τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἔτσι, στὰ πρῶτα κεφάλαια τῆς Διαλεκτικῆς (φιλοσοφικὰ Κεφάλαια) τοῦ Δαμασκηνοῦ: Περὶ γνώσεως, τὶς ὁ σκοπός, περὶ φιλοσοφίας (PG 94, 529 κἑξ = Β. Kotter, I, 53-57), ὅπου ὁ Δαμασκηνὸς ἐκθέτει τὴ φιλοσοφική του προθεωρία, ἀντιστοιχεῖ ἢ Quaestio Prima τοῦ πρώτου μέρους τῆς Summa Theologica: De ipsa causa doctrinae, qualis sit, et ad quae se extendat (ἄρθρα 1-10), ὅπου ἀναπτύσσονται οἱ σχέσεις ἀνάμεσα στὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θεολογία(75).

Ἀκόμα oἱ Quaestiones II-XLIII τῆς Summa Theologica, pars prima ἔχουν τὴν ἴδια θεματολογία (De divinitate) μὲ τὰ κεφάλαια 1-14 (Ι, 1-14) τῆς Ὀρθ. Πίστ. τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁρισμένες Quaestiones τῆς Summa ἔχουν ὄχι μόνο τὸ ἴδιο περιεχόμενο ἀλλὰ καὶ τοὺς ἴδιους τίτλους. Γιὰ παράδειγμα:

Ὀρθ. Πίστ. 4 (Ι, 4): Περὶ τοῦ τί ἔστι Θεόςὅτι ἀκατάληπτον (PG 94, 797-800 = Β. Kotter, II, 12-13), καθὼς καὶ τὸ κεφάλαιο 9 (Ι,9): Περὶ τῶν ἐπὶ Θεοῦ λεγομένων (PG 94, 833-837 = Β. Kotter, II, 31 κἑξ). Τὰ κεφάλαια αὐτὰ στὰ ὁποῖα ὁ Δαμασκηνὸς ἀπαριθμεῖ τοὺς ἀρνητικοὺς προσδιορισμοὺς τοῦ θείου καὶ τὴν ἁπλότητα τοῦ θείου, μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς πηγὴ ἔμπνευσης τοῦ Θωμᾶ, ὅσον ἀφορᾶ στὴ θεματολογία στὶς Quaestiones II καὶ III τῆς Pars Prima: De Deo an Deus sit καὶ De Dei simplicitate.

Ἡ Quaestio XIII τοῦ ἴδιου μέρους τῆς Summa Theologica: De nominibus Dei ἔχει τὸν ἴδιο τίτλο μὲ τὰ κεφ. 11, 12 καὶ 12α (Ι, 11—12) τῆς Ὄρθ. Πίστ.: Περὶ τῶν σωματικῶς ἐπὶ Θεοῦ λεγομένων, ἔτι περὶ τῶν αὐτῶν, ἔτι περὶ θείων ὀνομάτων ἀκριβέστερον (PG 94, 841-849 = Β. Kotter, II, 33-36), γιὰ τὰ ὁποῖα κύρια πηγὴ τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι ὁ Ψευδο-Διονύσιος ὁ Αρεοπαγίτης.

Στὰ κεφ. 15-44 (II, 1, 30) τῆς Ὀρθ. Πίστ. τοῦ Δαμασκηνοῦ, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀνθρωπολογία γενικότερα, τὴν ψυχολογία καὶ τὴν ἠθικὴ (πάθη, ἀρετές, κακίες κ.λπ.), καθὼς καὶ τὶς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεῖον, ἀντιστοιχοῦν οἱ Quaestiones XLIV κἑξ τῆς Pars Prima τῆς Summa. Κι ἐδῶ ὁρισμένοι τίτλοι εἶναι κοινοί: Ὀρθ. Πίστ. 17 (III, 3): Περὶ ἀγγέλων (PG 94, 865-873 = Β. Kotter, II, 45-48) — S.Th. 1α, L-LXII. Ὀρθ. Πίστ. 18 (II, 4): Περὶ διαβόλων καὶ δαιμόνωνS.Th. 1α, LXIII-LXIV: De angelorum malitia quoad culpam. De poena daemonum. Ὀρθ. Πίστ. κεφ. 19 κἑξ (II, 5 κἑξ): Περὶ κτίσεως ὁρατῆς κλπ. (PG 94, 860 κἑξ. = Kotter, II, 50 κἑξ) – S.Th. 1α, XLV κἑξ: De opere creationis κλπ.

Στὰ κεφ. 45-81 (III, 1-29 — IV, 1-8) τῆς Ὀρθ. Πίστ. ὅπου ἀναπτύσσεται τὸ πρόβλημα τῆς ἐνσάρκωσης καὶ ἡ Χριστολογία ἀντιστοιχεῖ ἡ Pars tertia, Quaestiones I-LIX τῆς Summa. Καὶ στὰ δύο ἔργα τὸ μέρος αὐτὸ ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὰ ζητήματα τὰ σχετικὰ μὲ τὰ μυστήρια: Ὀρθ. Πίστ. κεφ. 82 κἑξ (IV, 9 κἑξ) — S. Th. 3α, LX κἑξ.

Ἂς σημειωθεῖ, τέλος, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θωμᾶς Ἀκυινάτης ἀναφέρεται στὸ Δαμασκηνὸ σχετικὰ μὲ τὴ λογική τῆς διάρθρωσης τῆς Summa Theologica, τουλάχιστον ὁρισμένων τμημάτων της, καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτελεῖ μιὰ σοβαρὴ ἔνδειξη ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ δὲν εἶναι ξένο στὴ διάταξη τῆς ὕλης τοῦ ἔργου του καὶ ἴσως καὶ τῶν ἀνάλογων ἔργων ποὺ ὁ Θωμᾶς εἶχε χρησιμοποιήσει. Πράγματι, στὸν πρόλογο τῆς Summa Theologica, Prima Secundae διαβάζουμε:

Quia, sicut Damascenus dicit [Ὀρθ. Πίστ. 26 (II, 12)], homo factus ad imaginem Dei [κατ' εἰκόνα τε καὶ ὁμοίωσιν] dicitur, secundum quod per imaginem significatur intellectuale, et arbitrium liberum, et per se potestativum [τὸ μὲν κατ' εἰκόνα τὸ νοερὸν δηλοῖ καὶ αὐτεξούσιον]; postquam praedictum est de exemplari scilicet et Deo et de his quae processerunt ex divina potestate secundum ejus voluntatem, restat ut consideremus de ejus imagine, id est de homine, secundum quod et ipse est suorum operum principium, quasi liberum arbitrium habens, et suorum operum potestatem.

Στὰ σημεῖα αὐτὰ περιορίζονται οἱ ἀναλογίες ἢ οἱ ὁμοιότητες τοῦ Θωμᾶ μὲ τὸν Δαμασκηνό. Ἂν ὅμως ἐξετάσουμε τὸ περιεχόμενο τῶν δύο ἔργων ἀπὸ πιὸ κοντά, εὔκολα διαπιστώνεται ἡ τεράστια διαφορὰ ποὺ χωρίζει τοὺς δύο διανοητές.

Μολονότι δὲν λείπει ἀπὸ τὸ Δαμασκηνό, ἂν ὄχι ἡ πρωτοτυπία (στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἴδιος ὁ Δαμασκηνὸς ὑπερβάλλει ὅταν γράφει: ἐρῶ ἐμὸν μὲν οὐδέν), τουλάχιστον ἡ συνθετικὴ δύναμη, ἡ σκέψη του δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν κριτικὴ δύναμη καὶ τὴ φιλοσοφικὴ εὐρύτητα καὶ βαθύτητα τοῦ Θωμᾶ καὶ τὴν ἱκανότητά του ν' ἀναπτύσσει σὲ βάθος καὶ πλάτος κάθε πρόβλημα, ἔστω καὶ ἄν, σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις, ξεκινᾶ γιὰ τὴ θέση τοῦ προβλήματος, ἀπὸ τὸ Δαμασκηνό. Μιὰ πλήρης ἀνάλυση τοῦ ζητήματος αὐτοῦ θὰ μᾶς πήγαινε μακρυά. Γιὰ παράδειγμα μόνο θὰ συνιστοῦσα τὴ σύγκριση ἀνάμεσα στὸ κεφ. τοῦ Δαμασκηνοῦ Ὀρθ. Πίστ. 43 (II, 29): Περὶ προνοίας (PG 94, 964-969 = Β. Kotter, II, 100-103) καὶ τὸ ἀντίστοιχο τοῦ Θωμᾶ S.Th. 1α, XXII: De prudentia Dei, ὅπου διαφαίνεται ὁ περισσότερο ἠθικὸς καὶ πρακτικὸς χαρακτῆρας τῆς σκέψης τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ὁ φιλοσοφικότερος καὶ διαλεκτικότερος τῆς σκέψης τοῦ Θωμᾶ.




Σημειώσεις

48. Γιὰ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ καὶ τὸ ἔργο του βλ. H.G. Beck, Op. cit. σελ. 300 κἑξ., 476 κἑξ. Η. Hunger, Op. cit. I, σελ. 15 κἑξ., 48 κἑξ. Νεώτερες μελέτες: Β. Studer, Die theologische Arbeitweise des Johannes von Damaskos (Studia patristica et byzantina 2) Ettal, 1956. K. Rozemond, La christologie de Saint Jean Damascène (Studia patristica et byzantina 10), Ettal, 1964. D.J. Sahas, John of Damascus on Islam, Leiden, 1972. Συνολικὴ ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ Δαμασκηνοῦ ὑπὸ Le Quien ἀναδημοσιευόμενη ἐν PG, 94, 95. Νεώτερη ἔκδοση: Bonifatius Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos Ι-ΙII (Patristische Texte und Studien, τόμ. 7, 12, 17), Berlin-New York, 1969-1975.

49. Γιὰ τὸν Burgundius καὶ τὸ μεταφραστικό του ἔργο, βλ. R. Mols, ἐν Dictionnaire d' Histoire et Géographie ecclésiatiques, τόμ. X, Paris, 1938, col. 1363-1369. Kenneth M. Setton, Op. cit. σελ. 24. Ἰδιαίτερα γιὰ τὴ μετάφραση τοῦ ἔργου τοῦ Ἰω. Δαμασκηνοῦ «Ἔκδοσις τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» καὶ τὰ προβλήματά της βλ. J. de Ghellinck, Op. cit., σελ. 374 κἑξ. Ἡ μετάφραση τοῦ Burgundius ἐξεδόθη μόλις τὸ 1955: John Damascene, De fide orthodoxa Versions of Burgundio and Cerbanus, ed. by E.M. Buytaert (Franciscan Institute Publications, Texte ser. 8), St. Bonaventure, N.Y. Paterborn, 1955.

50. Ἡ ἀποσπασματικὴ μετάφραση τοῦ Cerbanus (κεφ. 1-8 τοῦ III βιβλίου κατὰ τὴν ἔκδ. PG, 94. 981-1016 = κεφ. 45-52 τῆς ἔκδ. Β. Kotter, II, 106-128) ἐξεδόθη ἀπὸ τὸν L. Spigeti, Translatio latina Ιoannis Damasceni (Ι. Ill, c. 1-8) saeculo XII in Hungaria confecta, Budapest, 1940. Νεώτερη ἔκδοση ἀπὸ τὸν Buytaert (βλ. σημ. 49). Ἡ μετάφραση τοῦ Νεμεσίου ἀπὸ τὸν Cerbanus ἐξεδόθη ἀπὸ τὸν Β. Tesebessy, Translatio latina S. Maximi Confessoris, De Caritate, saec. XII in Hungaria confecta, Budapest, 1944. Γιὰ τὶς μεταφράσεις τοῦ Cerbanus βλ. J. de Ghellinck, Op. cit. σελ. 399-404. Γιὰ τὶς μεταφράσεις τοῦ ἔργου τοῦ Δαμασκηνοῦ γενικὰ βλ. τὶς σχετικὲς εἰσαγωγὲς στὴν ἔκδοση τοῦ Bonifatius Kotter.

51. Γιὰ τὴν κίνηση τῆς συστηματικοποίησης καὶ κωδικοποίησης τῆς Θεολογικῆς σκέψης στὸ Μεσαίωνα κατὰ τὸν 12ον αἰώνα, βλ. J. de Ghellinck, Op. cit. Γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ βλ. Ibid. σελ. 213-373.

52. Γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Gandulfus καὶ τὴ σχέση του μὲ τὸν Πέτρο Λομβαρδό, βλ. Ibid. 297 κἑξ.

53. P. Minges, Zum Gebrauch der Schrift "de fide Orthodoxa" des Joh. Damascenus in der Scholastik ἐν Theologische Quartalschrift, 96, 1914, σελ. 227-228.

54. J. de Ghellinck, Op. cit. σελ. 408-409.

55. Tὸ σύνολο τῶν ἀναφορῶν στὸ Δαμασκηνὸ ἀπὸ τὸν Πέτρο Λομβαρδὸ δίδεται ἀπὸ τὸν Ghellinck, Op. cit. σελ. 368-371, ἀπὸ τὸν Gandulfus, ibidem, σελ. 335-338.

56. Ibidem, σελ. 242• πρβλ. σελ. 379-383.

57. Ibidem, σελ. 410-412, 414-415.

58. Πέτρος Λομβαρδὸς Βιβλ. Ι: Περὶ τοῦ Θείου καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος ~ Δαμασκηνός,Ὀρθ. Πίστ. κεφ. 1-14 (Kolter) = ΙΙ,1-14 (PG, 94, 790-862): Περὶ Θείου καὶ Ἁγίας Τριάδος.
Πέτρος Λομβαρδὸς Βιβλ. II: Περὶ κτίσεως (Ἄγγελοι, ἑξαήμερον, πτῶσις καὶ χάρις) ~ Δαμασκηνός,Ὀρθ. Πίστ. 15-44 (Kotter) = II, 1-30 (PG, 94, 862-980): Περὶ αἰῶνος, περὶ Δημιουργίας, περὶ ἀγγέλων, δαιμόνων, περὶ κτίσεως οὐρανοῦ, οὐρανίων καὶ λοιπῶν φυσικῶν φαινομένων, περὶ ἀνθρώπου, ψυχολογία ἀνθρώπου, σχέσεις ἀνθρώπου καὶ Θείου.
Πέτρος Λομβαρδὸς Βιβλ. III: Ἐνανθρώπισις Λόγου, ἀρετὲς καὶ ἁμαρτήματα, παραγγέλματα - Δαμασκηνός,Ὀρθ. Πίστ. κεφ. 45-73 (Kotter) = III, 1-20 (PG, 94, 981-1102): Θεία οἰκονομία, ἐνανθρώπισις Λόγου, φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἀνθρώπινα πάθη, ἀρετές, κακίες, ἁμαρτήματα.
Πέτρος Λομβαρδός, Βιβλ. IV: Μυστήρια - Δαμασκηνός,Ὀρθ. Πίστ. κέφ. 74-100 (Kotter) = IV, 1-27 (PG, 94, 1101-1228): Μυστήρια, ζητήματα λατρείας κλπ. Γιὰ τὶς ὁμοιότητες καὶ διαφορὲς μεταξὺ Λομβαρδοῦ καὶ Δαμασκηνοῦ βλ. P. Minges, Op. cit. σελ. 229-230.

59. J. de Gellinck, Op. cit. σελ. 383-385.

60. Ibidem, σελ. 235-236.

61. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω ἐδῶ μερικὲς ἀναφορὲς στὸ Δαμασκηνὸ σὲ ἔργα ποὺ γράφτηκαν πρὶν ἀπὸ τὴ μετάφραση τοῦ Burgundius: Στὸ Δαμασκηνὸ ἀναφέρεται ὁ Reban Maur, ὁ ὀργανωτὴς καὶ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Fulda στὸ ἔργο του De institutione clericorum, ποὺ ἡ σύνθεσή του εἶχε τελειώσει τὸ 819. Ἡ ἀναφορὰ βρίσκεται σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα χειρόγραφα τοῦ ἔργου (10ος αἰώνας). Ὁ Ghellinck (Op. cit. σελ. 385, σημ. 4) διερωτᾶται ἂν μπορεῖ ν' ἀποτελέσει ἀπόδειξη ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς ἦταν γνωστὸς στὸν ἡγούμενο τῆς Fulda κατὰ τὸν 9ον αἰώνα, ἢ ἔστω καὶ στὸν ἀντιγραφέα τοῦ 10ου αἰώνα, ἤ, ἀκόμα, ἂν πρόκειται γιὰ κακὴ μεταγραφὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Damasus, ποὺ ἔχουν τὰ περισσότερα χειρόγραφα, καὶ ἐπιλέγει: κάθε μία ἀπὸ τὶς δύο ὑποθέσεις εἶναι πιθανή. Τὸ ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι γνωστὸ στὸν Ἄνσελμο τοῦ Havelberg, ποὺ εἶχε πάρει μέρος μαζὶ μὲ τὸν Burgundius στὴν ἀποστολὴ τοῦ 1136 κι ἔπειτα σὲ ἄλλες ἀποστολές, ἂν σωστὰ ἀποδίδεται σ'αὐτὸν τὸ ἀνέκδοτο ἔργο «Dediversitate naturae» τοῦ ὁποίου ὁ Kenneth M. Setton (Op. cit. σελ. 25, σημ. 44) δίδει τὸ κάτωθι ἀπόσπασμα:
Gratias ergo quantas potero pietati divine agere non cesabo que longis suspiriis et sollicitudini meae finem hunc facere digmata est, ut jam cum Cyrillo Alexandrino et lohane Damasceno non idem esse personam et naturam cumque magno Basilio et Gregorio theologo non idem esse personales proprietates, personas et essentiam.
Ἀναφορὰ ἀκόμα στὸ Δαμασκηνὸ βρίσκεται στὸ Ὑπόμνημα τοῦ ἴδιου τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ στὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου πρὸς Ρωμαίους, γνωστὸ ἀπὸ τὸν Gerhock ἀπὸ τὸ 1142. Ό Ghellinck (Op. cit. σελ. 215, σημ. 5) ὑποθέτει ὅτι πρόκειται γιὰ μεταγενέστερη παρεμβολή.
Μὲ τὴ μέθοδο τῶν μεταγενεστέρων παρεμβολῶν ἐξηγεῖ ἐπίσης ὁ Ghellinck (Op. cit. σελ. 104-112, 381, σημ. 4) τὶς συχνὲς ἀναφορὲς στὸ Δαμασκηνὸ ποὺ βρίσκονται στὰ διάφορα χειρόγραφα ποὺ περιέχουν συλλογὲς ἀποσπασμάτων ἀπὸ τὰ ἔργα Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἢ διάφορα ὑπομνήματα καὶ σχόλια ποὺ ἡ χρονολόγησή τους δὲν εἶναι σίγουρη.

62. Γιὰ τὸ πλῆθος τῶν χειρογράφων τῆς λατ. μετάφρασης τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀπὸ τὸν Burgundius βλ. J. de Ghellinck, Op. cit. σελ. 406-412, πρβλ. Ρ. Minges, Op. cit. σελ. 228-229. Γιὰ τὴ μετάφραση τοῦ Robertus Grossetesta, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Duns Scot καὶ τὴ γνώριζε καὶ ὁ Roger Bacon βλ. J. de Ghellinck, Op. cit. σελ. 386-393. Γιὰ τὸ μεταφραστικὸ ἔργο τοῦ Grossetesta καὶ τὴ δραστηριότητά του γιὰ τὴ διάδοση τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων βλ. Kenneth Μ. Setton, Op. cit. σελ. 60 κἑξ. ὅπου πλούσια βιβλιογραφία. Γιὰ τὶς ἐκδόσεις τῶν μεταφράσεων ἔργων τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀπὸ τὸν Grossetesta βλ. Β. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, I, Berlin, 1969, σελ. 9-10.

63. Ἡ σημείωση τοῦ Θωμᾶ Ἀκυινάτη ἡ σχετικὴ μὲ τὴ θέση τοῦ Δαμασκηνοῦ στὸ ζήτημα τῆς ἐκπόρευσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι χαρακτηριστική: Ὁ Θωμᾶς (S. Th. 1α, XXXVI, 2) στὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἄρθρου ὅπου ἀντιπαραβάλλει τὶς διάφορες γνῶμες τῶν «αὐθεντιῶν» παραθέτει καὶ τὴ γνώμη τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀπ' ὅπου ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ υἱοῦ: Praeterea Damascenus dicit "Spiritum Sanctum ex patre dicimus, et Spiritum Patris moninanus; ex Filio autem Spiritum Sanctum non dicimus; Spiritum vero Filii nominamus "Ergo spiritus Sanctus non procedit a Filio. —Ὀρθ. Πίστ. 8 (I, 8): PG, 94, 832 = B. Kotter, II, 30: Tὸ δὲ πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ ἐκ τοῦ πατρὸς λέγομεν καὶ πνεῦμα πατρὸς ὀνομάζομεν, ἐκ τοῦ υἱοῦ δὲ τὸ πνεῦμα οὐ λέγομεν, πνεῦμα δὲ υἱοῦ ὀνομάζομεν». Πρβλ. ἐπίσης S.Th. Ια, XXXVI, 2 ad secundum. Στὸ συλλογιστικὸ ὅμως τμῆμα τοῦ ἴδιου ἄρθρου ὅπου ὁ Θωμᾶς προτείνει τὶς δικές του ἀναλύσεις γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Filioque, στὸ τρίτο σημεῖο, ἐπανέρχεται στὴ γνώμη τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ γράφει:
"Ad tertium dicendum, quod Spiritum Sanctum non procederet a Filio, primo fuit a nestorianis introductum; ut patet in quodam symbolo nestorianorum demnato in Ephesina Synodo. Et hunc errorem secutus fuit Theodoretus nestorianus et plures post ipsum, iter quos fuit etiam Damascenus. Unde in hoc, ejus sententiae non est standum. Quamvis a quibusdam dicatur quod Damascenus sicut non confitetur Spiritum Sanctum esse a Filio, ita etiam non negat ex vi illorum verborum". Εἶναι προφανὴς ἡ προσπάθεια τοῦ Θωμᾶ νὰ διαχωρίσει τὴ θέση του ἀπὸ τὸ ἐνδεχόμενο συμπέρασμα τοῦ κειμένου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης φανερὴ ἡ μεγάλη σημασία ποὺ δίνει στὸ κῦρος τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ δείξει ὅτι ἡ σκέψη τοῦ Δαμασκηνοῦ ἐπιδέχεται καὶ ἄλλην ἑρμηνεία ποὺ δὲν ἀντίκειται διαρρήδην στὸ δόγμα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

64. J. de Ghellinck, Op. cit. σέλ. 404-412. Πρβλ. Ρ. Minges, Op.cit. σελ. 228-229.

65. Op. cit. σελ. 231-247.

66. Γιὰ τὴν ἐπίδραση τοῦ Δαμασκηνοῦ στὴ δυτικὴ Σχολαστικὴ γενικά, στὸν Θωμᾶ Ἀκυινάτη ἰδιαίτερα, βλ. J. de Ghellinck, Op. cit. σελ. 411. Η. G. Beck, Op. cit. σελ. 480, σημ. 6 (πλούσια βιβλιογραφία). Σημειώνω ἐπιλεκτικά: Grabmann, Geschichte der scholastischen Methode, Friburg, 1909, Ι, σελ. 111-113. Lottin, Psychologie et morale aux XIIème et XIIIème siècles, I, Louvain, 1942, σελ. 70-74, 397-399, 405-408, 420-424. P. Minges, Op. cit. σελ. 225-247.

67. Ἂς σημειωθεῖ ἐπ' εὐκαιρία, ὅτι ὁ Θωμᾶς Ἀκυινάτης, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς μεταφράσεις τοῦ Ἀριστοτέλη ποὺ ἔγιναν κατευθείαν ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸν δομηνικανὸ Γουλιέλμο τοῦ Μοerbeke, ποὺ ἀπὸ τὸ 1265, ὅταν ἦταν ἀκόμα στὸ Βατικανό, εἶχε στενὲς καὶ συνεχεῖς σχέσεις μὲ τὸ Θωμᾶ καὶ ἐργάζονταν γι' αὐτόν, φαίνεται νὰ γνώριζε, ἔμμεσα, καὶ τὶς μεταφράσεις τοῦ Ἀριστοτέλη ποὺ εἶχαν γίνει ἀπὸ τὰ ἀραβικὰ καὶ ἐνίοτε κάνει διάκριση ἀνάμεσα στὶς δύο κατηγορίες μεταφράσεων. Βλ. ἐνδεικτικά: S. Th. Ια, LXXIX, 10 § 3 (II, 69): in quibusdam tamen libris de arabico translatis substantiae separatae quas nos angelos dicimus, intelligentiae vocantur... In libris tamen de Graeco translatis dicuntur intellecuts seu mentes.
Γιὰ τὸ Φλαμανδὸ δομηνικανὸ Γουλιέλμο τοῦ Moerbeke ποὺ ἀπὸ τὸ 1259 εἶχε στραφεῖ πρὸς τὶς ἑλληνικὲς σπουδὲς καὶ ἔγινε ἀργότερα (1278) ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου (ὁ θάνατός του τοποθετεῖται πρὶν ἀπὸ τὸ 1286) καὶ τὸ μεταφραστικό του ἔργο βλ. Kenneth M. Setton, Op. cit. σελ. 62-63. Πρβλ. Dictionnaire de Théologie catholique, Tables générates, Paris, 1951, col. 1999, ὅπου καὶ ἡ παλαιότερη βιβλιογραφία.

68. Γιὰ τὶς πηγὲς τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ βλ. κυρίως τὶς εἰσαγωγὲς καὶ τὶς λεπτομερεῖς παραπομπὲς στὶς πηγὲς αὐτὲς ποὺ σημειώνει προσεκτικὰ στὴν ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ Δαμασκηνοῦ ὁ Β. Kotter, Die Schriften der lohannes von Damaskos, I-III, τὴν ὁποίαν καὶ χρησιμοποιῶ ἐδῶ παράλληλα μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ Lequien (P.G., 94).

69. Χρησιμοποιῶ τὴν ἔκδοση: S. Thomae Aquinatis, Summa Theologica, diligenter emendata, Nicolai, Sylvii, Billuart, et C. J. Drioux notis ornata, I-VII τόμοι, Parisis, 1880 (σὲ παρένθεση σημειώνονται οἱ τόμοι καὶ σελ. στὴν ἔκδοση αὐτή). Δὲν μοῦ ἦταν προσιτὲς οἱ τελευταῖες ἐκδόσεις: R.J. Batten, S. Thomas Aquinas, Summa Theologiae, Latin Text and English Translation, Introduction, Notes, Appendices and Glossaries, Blackfiars, London; (Xρ.) καὶ Thomas von Aquin, Summa Theologica, übersetst und Kommentiert von Dominikanern und Benediktinern Deutschland und Österreichs. Herausgegeben vor der Albertus-Magnus Akademie Walberger bei Köln. Hauptschriftleiter P. Heinrich M. Christmann, F.H. Kerle-Verlag Styria, τομ. 1-36, Heidelberg, Graz, Wien-Köln.

70. Βλ. παραπάνω σελ. 137.

71. Ἡ πατρότητα τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ γιὰ τὴν ὁμιλία αὐτὴ (PG, 95, 246-278): Μακαρίου Ἰωάννου, Περὶ τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων, ὅπως ἂν αἱ ὑπὲρ αὐτῶν γινόμεναι λειτουργίαι καὶ εὐποιίαι τούτους ὀνίνησιν, τὴν ὁποίαν πολλὰ χειρόγραφα, ἀλλὰ καὶ βυζαντινοὶ συγγραφεῖς, προσγράφουν στὸ Δαμασκηνό, ἀμφισβητήθηκε ἤδη ἀπὸ τὸν Λέοντα Ἀλλάτιο (PG, 94, 35-38, 139-146). Ἀπὸ τοὺς νεώτερους μελετητὲς μερικοί, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Κ. Δυοβουνιώτης (Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος 13, 1914, σελ. 153 κἑξ. καὶ id. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἀθῆναι, 1903), τὴν θεωροῦν γνήσιο ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ. Εἶναι πιθανὸν ὅτι ἡ ὁμιλία αὐτὴ γράφτηκε ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Σύγκελλο: H.G. Beck, Op. cit. σελ. 484. Ὅπως καὶ ὁ Lequien (PG, 95, 246) δὲν κατάφερα νὰ βρῶ τὴ μεσαιωνικὴ λατινικὴ μετάφραση ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Θωμᾶς.

72. Στὰ κέφ. 26-43 (II, 12-29) ὁ Δαμασκηνὸς στηρίζεται κυρίως στὸ ἔργο τοῦ Νεμεσίου «Περὶ φύσεως ἀνθρώπου», στὸ Γρηγόριο Νύσσης καὶ στὸ Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. Ἀπὸ τὰ ἔργα αὐτὰ ἀντιγράφει ἐνίοτε ὁλόκληρα χωρία. Βλ. τὴν ἔκδοση Β. Kotter, II, 75 κἑξ.

73. Ἡ ἄμεση ἐπίδραση τοῦ Δαμασκηνοῦ στὸ σχέδιο τῆς Summa Theologica ὑποστηρίχτηκε ἀπὸ τὸν Ehrhard ἐν Κ. Krumbacher, Geschichte der Byzantinischen Litteratur, München 1897, σελ. 70. Ὁ Douflo ἀφιέρωσε διδακτορικὴ διατριβὴ γιὰ τὴν ἐπίδραση τοῦ Δαμασκηνοῦ στὸ Θωμᾶ Ἀκυινάτη, ποὺ δὲν γνωρίζω τὸ περιεχόμενό της παρὰ ἀπὸ τὸ δημοσίευμα: Saint Jean Damascene, source de Saint Thomas ἐν Bulletin de Littérature ecclésiastique, 1906, σελ. 126 κἑξ. Βλ. ὅμως J. de Ghellinck, Op.cit. 235 κἑξ., 383 κἑξ.

74. Βλ. σελ. 137-139.

75. Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι ἡ μόνη παραπομπὴ τοῦ Θωμᾶ στὸ Δαμασκηνὸ (S.ΤΗ. Ια, Ι, 7: dicit enim Damascenus "In Deo quid est dicere impossibile est") ἀναφέρεται στὴνὈρθ. Πίστ. 4 (I, 4) καὶ ὄχι στὸ III, 24 (ὅπως σημειώνουν μερικὲς ἐκδόσεις): ὅμως ἐπὶ Θεοῦ, τί ἐστιν, εἰπεῖν ἀδύνατον κατ' οὐσίαν (PG, 94, 797 = Β. Kotter II, 13).
Διδακτικὴ εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ κεφ. 3 τῆς Διαλεκτικῆς τοῦ Δαμασκηνοῦ (PG, 94, 533-536 = Β. Kotter, Ι, 56-59) μὲ τὰ ἄρθρα 3, 4 καὶ 5 τῆς Quaestio 1 τῆς Summa Theologica, Pars la, ὅπου ὁ Θωμᾶς ἀναπτύσσει ἀνάλογα μὲ κεῖνα ποὺ ἀναπτύσσει ὁ Δαμασκηνός, τὸν ὁποῖον ὅμως ὁ Θωμᾶς δὲν ἀναφέρει.

Προηγούμενη Σελίδα