Νίκος Σβορώνος
Παρατηρήσεις για τη συμβολή του Βυζαντίου στην πνευματική εξέλιξη της Δυτικής Ευρώπης: Η περίπτωση του Ιωάννου Δαμασκηνού
Ἀπὸ «Βυζάντιο καὶ Εὐρώπη» Α' Διεθνὴς Βυζαντινολογικὴ Συνάντηση, Δελφοί, 20-24 Ἰουλίου 1985, ἐκδ. Εὐρωπαϊκὸ Πολιτιστικὸ Κέντρο Δελφῶν, Ἀθήνα 1987.
Κεφάλαιο 3
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ὑποχώρηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς στὴ Δύση κατὰ τὸν ταραχώδη καὶ σκληρὸ 10ο αἰώνα, ξαναρχίζει ἀπὸ τὸν 11oν αἰώνα, μαζὶ μὲ τὴν οἰκονομικὴ ἀναδιοργάνωση καὶ ἀνάπτυξη, ἡ νέα ἄνθηση τῶν γραμμάτων ποὺ θὰ ἐνταθεῖ κατὰ τὸν 12ο καὶ θὰ φθάσει σὲ ὑψηλὰ ἐπίπεδα κατὰ τὸν 13ο αἰώνα. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς σχολαστικῆς ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ συνδυάσει τὴ φιλοσοφικὴ θεώρηση καὶ τὴ χριστιανικὴ πίστη ἀντιπαραθέτοντας, μὲ κριτικὴ διάθεση, τὶς ἐκκλησιαστικὲς «αὐθεντίες», καθὼς καὶ —ὡς ἀντίδραση πρὸς τὴ Σχολαστικὴ— ἡ ἔνταση τῶν διαφόρων «μυστικῶν» καὶ ἐνορατικῶν τάσεων, ἢ ἀκόμα ὁ συγκερασμὸς τῶν δύο αὐτῶν πνευματικῶν ρευμάτων, δείχνουν τὴ ζωντάνια καὶ τὸν πλοῦτο τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν αἰώνων αὐτῶν(36). Ποιὰ ἦταν ἡ συμβολὴ τῶν Βυζαντινῶν στὴ νέα αὐτὴ πνευματικὴ ἄνθηση τῆς Δύσης;
Βέβαια, Ὁ Gerbert d' Aurillac, ποὺ μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Ὄθωνα Γ', τοῦ γιοῦ τῆς βυζαντινῆς πριγκίπισσας Θεοφανῶς, θ' ἀνέβει στὸν παπικὸ θρόνο ὡς Σιλβέστρος Β' (999-1003) καὶ ποὺ μὲ τὴ δράση του καὶ τὸ ἔργο του θεωρεῖται ὡς ὁ πρωτεργάτης στὴν προπαρασκευὴ τῆς νέας ἀναγεννητικῆς κίνησης στὴ Δύση, δὲν γνώριζε ἑλληνικά(37). Ἡ χρησιμοποίηση στὸ ἔργο του τοῦ Ἀριστοτέλη διὰ μέσου τοῦ Βοηθίου καὶ τῶν σχετικῶν μὲ τὸν Ἀριστοτέλη ὑπομνημάτων ἀποτελεῖ ἐξαίρεση γιὰ τὴν ἐποχή του(38). Ἡ προδρομικὴ ὅμως αὐτὴ προσωπικότητα ποὺ μὲ τὴν πραγματεία του De rationali et ratione uti, ὅπου ὑποστηρίζει ὅτι οἱ θεολογικὲς ἀλήθειες μποροῦν νὰ θεμελιωθοῦν μὲ τὴ λογικὴ (ἡ πυκνὴ διατύπωση τοῦ «rationale ratione rationale utitur» ἔγινε περίφημη) μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ὁ πρῶτος διαλεκτικὸς στὴ Δύση καὶ ἡ σκέψη του θὰ παίξει καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἀνάπτυξη τῆς φιλοσοφικῆς κίνησης κατὰ τὸν 11ον αἰώνα μὲ κέντρο τὴ Chartres(39).
Πράγματι, ἀπὸ τὸν 11ον αἰώνα, πρὶν ἀπὸ τὶς μεταφράσεις ἀπὸ τὰ ἀραβικὰ ἢ τὰ ἑβραϊκά, ἀρχίζει νὰ διευρύνεται ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἀριστοτελικὸ ἔργο, διὰ μέσου τῶν παλιῶν μεταφράσεων, καὶ σὲ μικρότερο βαθμὸ μὲ τὴν πλατωνικὴ σκέψη. Στὸ χειρόγραφο 100 τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Chartres, ποὺ τὸ περιεχόμενό του ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ἐγχειριδίου Φιλοσοφίας, ποὺ συντάχτηκε κατὰ τὸν 11ον αἰώνα γιὰ τοὺς σπουδαστές, περιέχονται ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Πορφυρίου, τὸ ὄργανον τοῦ Ἀριστοτέλη, διάφορα ἔργα τοῦ Βοηθίου καί, βέβαια, ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος. Κατὰ τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Fulbert, ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους δασκάλους τῆς σχολῆς τῆς Chartres, γνωρίζει τὸν Πλάτωνα ποὺ τὸν θεωρεῖ ὡς τὸν ἀνώτερο ἀπὸ ὅλους τους φιλοσόφους της ἀρχαιότητας(40). Ἡ κίνηση αὐτὴ θὰ ἐνταθεῖ κατὰ τὸν 12ο καὶ 13ο αἰώνα.
Δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιμείνουμε στὴν πολυτονισμένη γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐξέλιξη τῆς Δύσης ἐπίδραση τῶν Ἀράβων καὶ Ἑβραίων φιλοσόφων στοὺς ὁποίους ὀφείλεται κατὰ κύριο λόγο, κατὰ τὸν 12ο αἰώνα, ἡ πληρέστερη γνώση τοῦ ἀριστοτελικοῦ ἔργου, ἔστω καὶ ἐμποτισμένου μὲ πολλὰ πλατωνικὰ καὶ Νεοπλατωνικὰ στοιχεῖα, διὰ μέσου τῶν λατινικῶν μεταφράσεων ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὸν αἰώνα αὐτὸν στὴν Ἰσπανία. Στὴ μεταφραστικὴ αὐτὴ κίνηση ἡ συμβολὴ τοῦ Βυζαντίου εἶναι ἀνύπαρκτη. Εἶναι ἐπίσης γνωστὴ ἡ στάση τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὸν ἀριστοτελισμό, ποὺ περνάει διάφορα στάδια: ἀπαγόρευση τοῦ Ἀριστοτέλη στὴν ἀρχή, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λογικά του ἔργα, ἀνοχὴ ἔπειτα ἑνὸς Ἀριστοτέλη ἀποκαθαρμένου ὅμως ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν «ἀραβο-ἰουδαϊκὲς ἐπιδράσεις» ἢ ἀντίθετες πρὸς τὸ χριστιανικὸ δόγμα, ἐπιβολὴ τέλος τῆς ἀριστοτελίζουσας σκέψης στὰ πανεπιστήμια ἀπὸ τὸν 13ον αἰώνα(41).
Στὴν ἀποκάθαρση αὐτὴ τοῦ Ἀριστοτέλη ἀπὸ τὶς «ἀραβο-ἰουδαϊκὲς ἐπιδράσεις» κατὰ τὴν ἀντίληψη τῶν δυτικῶν θεολόγων, συνέβαλε ἡ νέα μεταφραστικὴ κίνηση ποὺ ξαναρχίζει τώρα κατ' εὐθείαν ἀπὸ τὰ ἑλληνικά, καὶ στὴ νέα αὐτὴ μεταφραστικὴ κίνηση, ὄχι μόνον τῶν ἔργων τοῦ Ἀριστοτέλη, τοῦ Πλάτωνα καὶ ἄλλων Ἑλλήνων φιλοσόφων, ἀλλὰ καὶ βυζαντινῶν θεολόγων, παλαιότερων καὶ συγχρόνων, οἱ σχέσεις ἀνάμεσα στὴ Δύση καὶ τὸ Βυζάντιο ποὺ πυκνώνουν ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα, ἔπαιξαν, χωρὶς ἀμφιβολία, σημαντικὸ ρόλο. Ἂς θυμίσουμε ἄλλωστε ὅτι ἀπὸ τὴν ἴδια αὐτὴ ἐποχὴ ἐντείνεται καὶ στὸ Βυζάντιο ἡ μελέτη τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ ἡ χρησιμοποίησή της στὴν ἐπεξεργασία τῶν θεολογικῶν προβλημάτων. Ὁ Ψελλὸς καὶ οἱ μαθητές του καὶ διάδοχοι στὸ «Πανεπιστήμιο» τῆς Κωνσταντινούπολης, Ἰωάννης Ἰταλός, κατὰ τὸν 11ον αἰώνα καὶ Θεόδωρος Σμυρναῖος (11ος/12ος αἰ.), ἔπειτα ὁ Μιχαὴλ Ἐφέσιος, ὁ Εὐστράτιος Νικαίας καὶ πολλοὶ ἄλλοι γνωρίζουν καλὰ τὸν Πλάτωνα, τοὺς Νεοπλατωνικοὺς καὶ τὸν Ἀριστοτέλη, καὶ πολλοὶ ἀπ' αὐτοὺς γράφουν σχόλια καὶ ὑπομνήματα στὰ ἔργα του(42).
Ἡ κίνηση αὐτὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Ἰταλία, ὅπου ἡ γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ ἡ πολιτισμικὴ παρουσία τοῦ Βυζαντίου καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἢ ἑλληνόφωνου πληθυσμοῦ ἐξακολουθεῖ καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴ Νορμανδικὴ κατάκτηση(43). Ἤδη κατὰ τὸν 11ον αἰώνα ὁ Alfanus, ἐπίσκοπος τοῦ Salerno (+l085) μεταφράζει τὸ ἔργο τοῦ Νεμέσιου Ἐμέσσης «Περὶ φύσεως ἀνθρώπου», μία ἀπὸ τὶς πηγὲς τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ποὺ ξαναμεταφρασμένο ἀπὸ τὸν Burgundio τὸ 1159 χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸ Θωμᾶ τὸν Ἀκυινάτη καὶ ἄλλους ἐκπροσώπους τῆς Σχολαστικῆς, ποὺ συγχέουν τὸ ἔργο τοῦ Νεμεσίου μὲ τὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου Νύσσης «Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου»(44).
Οἱ πνευματικὲς σχέσεις τῆς Δύσης μὲ τὸ Βυζάντιο ἐντείνονται κατὰ τὸν 12ον αἰώνα ἐπὶ Κομνηνῶν, συνέπεια τῆς δυτικῆς πολιτικῆς τῶν αὐτοκρατόρων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς πολιτικῆς τῆς παπικῆς Ἐκκλησίας. Συχνὲς ἀποστολὲς πρεσβειῶν στὸ Βυζάντιο ἀπὸ τοὺς Νορμανδοὺς βασιλεῖς ἤ τους Γερμανοὺς αὐτοκράτορες γιὰ τὸ πρόβλημα κυρίως τῆς Ἰταλίας, καὶ ἀπὸ τὴν παπικὴν Ἐκκλησία χαρακτηρίζουν τὴν ἐποχή. Ἔπειτα, ἡ οἰκονομικὴ διείσδυση τῶν Ἰταλικῶν πολιτειῶν ποὺ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ παίρνει ὅλο καὶ πιὸ ἔντονο χαρακτήρα, ἡ παρουσία στὴν Κωνσταντινούπολη ἰταλικῶν παροικιῶν καὶ οἱ σταυροφορίες, παρὰ τὶς ἐχθρικὲς ἀντιδράσεις ποὺ προκάλεσαν ἐκ μέρους τῶν Βυζαντινῶν, δὲν συνετέλεσαν λιγότερο στὴν πύκνωση τῶν πνευματικῶν βυζαντινο-δυτικῶν ἐπαφῶν.
Ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸ ζήτημα πού μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ ἔχουν οἱ ἐπανειλημμένες ἀποστολὲς στὸ Βυζάντιο καὶ οἱ συζητήσεις ἀνάμεσα στοὺς δυτικοὺς καὶ βυζαντινοὺς θεολόγους μὲ τὴν ἐλπίδα διευθέτησης τῶν διαφορῶν ἀνάμεσα στὴν Καθολικὴ ἐκκλησία καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἰδιαίτερα οἱ συζητήσεις γύρω ἀπὸ τὸ πρόβλημα τῆς ἐκπόρευσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθὼς καὶ ἄλλα δογματικὰ προβλήματα, στὶς ὁποῖες Βυζαντινοὶ καὶ Δυτικοὶ χρησιμοποιοῦν φιλοσοφικὰ ἐπιχειρήματα. Οἱ συζητήσεις αὐτὲς γίνονται γνωστὲς στὴ Δύση, συντελοῦν σὲ κάποια καλύτερη γνωριμία τῆς βυζαντινῆς σκέψης ἀπὸ τοὺς δυτικούς, τῆς δυτικῆς σκέψης ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς καὶ ἀναζωπυρώνουν τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Δύσης γιὰ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τοὺς Βυζαντινοὺς σχολιαστές της. Ἔχουν διασωθεῖ κείμενα ἑλληνικὰ καὶ λατινικὰ ἀπὸ τὶς συζητήσεις ποὺ ἔγιναν τὸ 1112 ἐνώπιον τοῦ Αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Κομνηνοῦ ἀνάμεσα στὴ λατινικὴ ἀποστολὴ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Μιλάνου Πέτρο Grossolano (Χρυσολάνο στὶς ἑλληνικὲς πηγές) καὶ στοὺς βυζαντινούς, στὶς ὁποῖες πῆραν μέρος βυζαντινοὶ θεολόγοι μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ Εὐστράτιος Νικαίας, Εὐθύμιος Ζυγαβηνός, Νικήτας Σίδης, Νικόλαος Μουζάλων, Θεόδωρος Πρόδρομος, Θεόδωρος Σμυρναῖος καὶ ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Γάνου Ἰωάννης Φουρνῆς, στὸν ὁποῖον ὁ Ἀλέξιος ἀνάθεσε τὴν σύνταξη τῶν ἑλληνικῶν θέσεων. Περισσότερο γνωστὲς ἔγιναν οἱ συζητήσεις τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Γερμανοῦ αὐτοκράτορα Λοθαρίου τοῦ Γ', Ἀνσέλμου τοῦ Havelberg (1124-1155) μὲ τὸν βυζαντινὸ θεολόγο Νικήτα Νικομηδείας τὸ 1136, κι ἔπειτα σὲ νέα ἀποστολὴ τὸ 1154-1155 μὲ τὸ μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Βασίλειο ἀπὸ τὴν Ἀχρίδα. Νέες ἀποστολὲς καὶ νέες συζητήσεις σημειώνονται τὸ 1165-1166 ἀνάμεσα στὸν ἴδιο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης καὶ τὸν Ἐρρῖκο τοῦ Benevento. Οἱ ἐπαφὲς αὐτὲς ἐξακολουθοῦν καθ' ὅλον τὸν 12ο αἰώνα, εἴτε μὲ ἀπεσταλμένους δυτικῶν ἡγεμόνων, εἴτε μὲ τοὺς δυτικοὺς ποὺ βρίσκονται ὡς διερμηνεῖς στὴν ὑπηρεσία τοῦ Βυζαντίου(45).
Ἀπὸ τὰ ἑλληνομαθῆ μέλη τῶν ἀποστολῶν αὐτῶν καθὼς καὶ ἀπὸ μέλη τῶν λατινικῶν παροικιῶν προέρχονται κυρίως οἱ συλλογεῖς ἑλληνικῶν χειρογράφων τὰ ὁποῖα μεταφέρονται στὴ Δύση, καθὼς καὶ οἱ μεταφραστὲς ἑλληνικῶν ἔργων. Ὁ Kenneth M. Setton(46) ἔχει συγκεντρώσει πολλὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ συλλεκτικὴ καὶ μεταφραστικὴ δραστηριότητα τοῦ καλαβροῦ, πιθανῶς ἑλληνικῆς καταγωγῆς, Ἐρρίκου Ἀριστήππου, συμβούλου τοῦ Γουλιέλμου Α' τῆς Σικελίας καὶ πρεσβευτῆ του στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1158, τοῦ Εὐγενίου ἐκ Παλέρμου, τοῦ Ἰακώβου ἀπὸ τὴ Βενετία καὶ τοῦ Μωυσῆ ἀπὸ τὸ Bergamo, ποὺ μετεῖχαν στὴν πρεσβεία τοῦ 1136, τῶν ἀδελφῶν Hugo Eterianus καὶ Leo Tuscus, διερμηνέα στὴν ὑπηρεσία τοῦ Μανουήλ Κομνηνοῦ, καὶ ἄλλων, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν γνωστὰ στὴ Δύση ἔργα τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη, τοῦ Πρόκλου, τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ Πτολεμαίου.
Ἐξάλλου, κατὰ τὸ β' μισό τοῦ 12ου αἰώνα στὸ παρισινὸ ἀβαεῖο τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἀναζωπυροῦται ἡ παλιὰ παράδοση τῶν ἑλληνικῶν σπουδῶν καὶ ὀργανώνονται ἀποστολὲς στὸ Βυζάντιο γιὰ τὴν ἀναζήτηση χειρογράφων, ἰδιαίτερα βέβαια τῶν ἔργων τοῦ Ψευδο-Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη. Μὲ τὸ ἀβαεῖον αὐτὸ συνδέεται ὁ Ἰωάννης Sarrazin, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπομνηματιστὲς καὶ μεταφραστὲς ἔργων τοῦ Ψευδο-Διονυσίου, ὁ ὁποῖος ταξίδεψε στὴν Ἀνατολή πρὶν ἀπὸ τὸ 1166 γιὰ ἀναζήτηση χειρογράφων. Στὴν ἐπιστροφὴ του ἔδωσε πληροφορίες καὶ ὁδηγίες γιὰ νέα ἀποστολή, τὸ 1167, στὶς βυζαντινὲς χῶρες στὸ μοναχό τοῦ Ἁγίου Διονυσίου γιατρὸ Γουλιέλμο Le Mire ποὺ μετέφερε στὸ μοναστῆρι διάφορα ἑλληνικὰ χειρόγραφα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν κώδικα Parisinus gr.933 (τοῦ 10ου αἰ.), ποὺ περιέχει ἔργα τοῦ Ψευδο-Διονυσίου καθὼς καὶ τὸ ἐγκώμιο τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη τοῦ Μιχαὴλ Συγγέλλου (βλ. παραπάνω). Ὁ Γουλιέλμος Le Mire, ποὺ ἀπὸ τὸ 1172 ἔγινε ἡγούμενος τοῦ μοναστηρίου, εἶναι κι αὐτὸς μεταφραστὴς στὰ λατινικὰ ἑλληνικῶν ἔργων καὶ δίδαξε στὸ μοναστήρι τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Φήμη καλοῦ ἑλληνιστῆ εἶχε κατὰ τὴν ἴδια αὐτὴ περίοδο ἕνας ἄλλος μοναχός του ἴδιου αὐτοῦ μοναστηριοῦ μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα, Γουλιέλμος κι αὐτός, ὁ ὁποῖος εἶχε μεταφράσει στὰ λατινικά, ἀνάμεσα στὰ 1169 καὶ 1172, τὸ παραπάνω μνημονευθὲν ἐγκώμιο τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Μιχαὴλ Συγγέλλου. Στὴν ἀφιέρωση τῆς μετάφρασης αὐτῆς στὸν ἡγούμενο Yves II (1169-1172) αὐτοονομάζεται «Homo semi-greculus et vix Latinus». Τὴ φήμη ὡς καλοῦ ἑλληνιστῆ μαρτυρεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰωάννης Sarrazin ζήτησε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ν' ἀνατεθεῖ στὸν Γουλιέλμο ἡ ἀναθεώρηση τῆς μετάφρασής του τοῦ ἔργου τοῦ Ψευδο-Διονυσίου De divinis nominibus. Ἀπὸ τὴν ἴδια αὐτὴ ἐποχὴ εἰσάγονται στὶς ἀκολουθίες τοῦ μοναστηριοῦ ἑλληνικὲς προσευχές.
Εἶναι ἀκόμα ἐνδιαφέρον νὰ σημειωθοῦν οἱ ἐπαφὲς τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου μὲ τοὺς ἀγγλικοὺς θεολογικοὺς κύκλους ποὺ ἐνδιαφέρονταν γιὰ μεταφράσεις ἑλληνικῶν θεολογικῶν ἔργων, ὅπως μὲ τὸν Ἰωάννην τοῦ Salisbury καὶ τὸν Herbert τοῦ Boseham, γραμματέα καὶ βιογράφο τοῦ περίφημου ἀρχιεπισκόπου τοῦ Canterbury Thomas Becket(47).
Σημειώσεις
36. Γιὰ μιὰ πρώτη ἰδέα τῆς περιόδου, βλ. A. Fliche, L' Europe occidentals de 888 á 1125 (Histoire du moyen-Age, tome II), Paris, 1941, σελ. 581-596. Η. Pirenne - G. Cohen-H. Focillon, La civilisation occidentals au moyen-âge du Xième au milieu du XVème siècle [Histoire du Moyen-Age t. VIII], Paris, 1941, σελ. 191 κἑξ. Ἀκόμα τὸ κλασσικὸ ἔργο τοῦ Etienne Gilson, La philosophie au Moyen-Age, des origines patristiques à la fin du XIVème siècle, deuxième édition, Paris, 1944, σελ. 233 κἑξ. καὶ τὸ προαναφερθὲν βασικὸ ἔργο τοῦ J. de Ghellinck, Le mouvement théologique du XIIème siècle, deuxième édition, Bruges, 1948 (ἀνατ. Bruxelles 1969).
37. P. Lemerle, Op. cit. σελ. 17 (ἑλλην. μτφρ. σελ. 24).
38. G. Jacquemet, ἐν Catholocisme Hier, aujourd'hui, demain, t.I, Paris 1948, col. 828. Γιὰ τὸν Gerbert βλ. Ε. Gilson, Op. cit. σελ. 227.
39. A. Fliche, Op. cit. σελ. 626-627.
40. Η. Pirenne - G. Cohen - Η. Focillon, Op. cit. σελ, 200. Γιὰ τὴ δυτικὴ φιλοσοφία στὸν 11ο αἰώνα βλ. Ε. Gilson, Op. cit. σελ. 233-258. Γιὰ τὴ Σχολὴ τῆς Chartres, Ibid. 259 κἑξ.
41. Γύρω στὰ 1130 ὁ Raymond, ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Τολέδο, φροντίζει γιὰ τὴ λατινικὴ μετάφραση τῶν ἔργων τοῦ Ἀριστοτέλη ἀπὸ τὰ ἀραβικά, μετάφραση ποὺ πραγματοποιήθηκε ἀπὸ ὁμάδα μεταφραστῶν κάτω ἀπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ Δομηνίκου Gondisalvi. Λίγο ἀργότερα ὁ Gerard de Cremonne (+1187) μεταφράζει στὸ Τολέδο, πάντα ἀπὸ τὰ ἀραβικά, τὰ Φυσικά, τὸ Περὶ οὐρανοῦ, τὸ Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς. Γιὰ τὴ συμβολὴ τῶν Ἀράβων στὴ γνώση τοῦ Αριστοτέλη βλ. F.E. Peters, Aristote and the Arabs, New York-London, 1968. Γιὰ τὴ συμβολὴ τῶν Ἀράβων καὶ τῶν Ἑβραίων φιλοσόφων στὴ δυτικὴ σκέψη, τὴ μεταφραστικὴ δραστηριότητα στὰ λατινικὰ τῶν ἔργων του καὶ τὴ στάση τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν ἀριστοτελικὴ σκέψη, βλ. Ε. Gilson, Op. cit. σελ. 344-390• πρβλ. Η. Pirenne-G. Cohen-Η. Focillon, Op. cit. σελ. 226, 253-261. G. Jacquemert ἐν Catholicisme, Hier, aujourd' hui, demain, τ. I, ἄρθρο Aristote, col. 822-834. Εἰδικὰ γιὰ τὶς ἀριστοτελικὲς μεταφράσεις στὰ λατινικὰ βλ. Μ. Grabmann, Mittelalterische lateinische Aristoteles Übersetzungen, Munich, 1928. G. Lacombe, Aristoteles Latinus. Ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους μεταφραστὲς τοῦ Ἀριστοτέλη στὴ Δύση κατὰ τὸν 13ον αἰώνα εἶναι ὁ Ροβέρτος Grossetesta καὶ ὁ Γουλιέλμος τοῦ Moerbeke (βλ. παρακάτω).
42. Γιὰ τὴ θεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ κίνηση στὸ Βυζάντιο κατὰ τὸν 11ο-12ο αἰώνα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀναφερθέντα ἔργα τοῦ H.-G. Beck (Kirche, σελ. 523-542, 609-629) καὶ Η. Hunger (Op. cit. σελ. 20, 32-35), ὅπου καὶ ἡ πιὸ πρόσφατη βιβλιογραφία βλ. ἀκόμα Β. Tatakis, Le philosophie Byzantine, 2η ἔκδ. Paris 1959 (ἑλλ. μτφρ. Εὔας Κ. Καλπουρτζῆ, Ἀθήνα 1977, σελ. 137-212). Καίριες παρατηρήσεις βρίσκονται ἀκόμα στὶς ἐργασίες τῶν Μ.Ἀνάστου (ἐν Ἱστορίᾳ τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, τόμ. H', Ἀθῆναι, 1979, σελ. 269-273, τόμ. Θ', Ἀθῆναι, 1979, σελ. 372-375) καὶ τοῦ Λίνου Μπενάκη (ἐν Ἱστορίᾳ τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, τόμ. Θ', σελ. 350-353). Γιὰ τὸν παραλληλισμὸ ἀνάμεσα στὸ Βυζάντιο καὶ τὴ Δύση κατὰ τὸν 11ov αἰώνα βλ. Robert Browning, Courants intellectuels et organisation scolaire ἀ Byzance au XΙème siècle, ἐν Travaux et Mémoires, τόμ. 6, Paris, 1976, σελ. 219-222 (περίληψη). Ὁλόκληρη ἡ μελέτη δημοσιεύεται στὸ Past and Present, No 68, Nov. 1975, σελ. 3 κἑξ.
43. Ἄφθονες πληροφορίες γιὰ τὸν ἑλληνισμὸ τῆς Ἰταλίας κατὰ τὸν 11ον καὶ 12ον αἰώνα, καθὼς καὶ πλούσια βιβλιογραφία ἔχουν συγκεντρωθεῖ στὴ μελέτη τοῦ Kenneth M. Setton, Op. cit. σελ. 9 κἑξ.
44. W. Christ-W. Schmid-O. Stähling, Op. cit. σελ. 1148-1150.
45. Γιὰ τὶς διάφορες αὐτὲς ἀποστολές, γιὰ τὰ γραφτὰ τους ἴχνη καὶ τὴν ἐπίδρασή τους στὴ Δύση βλ. Kenneth Μ. Setton, Op. cit. σελ. 11 κἑξ. H.G. Beck, Op. cit., σελ. 312 κἑξ., 581, 616 κἑξ., ὅπου καὶ ἡ παλαιότερη βιβλιογραφία. Τὸ λατινικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ Πέτρου Grossolano βρίσκεται στὴ: Bibliotheca Casinensis, σελ. 351-358. Τὸ κείμενο τῶν βυζαντινῶν θέσεων στὸ: Ἀ. Δημητρακοπούλου, Ἐκκλησιαστικὴ Βιβλιοθήκη Ι, Λειψία, 1866, σελ. 36-127. Ἡ ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ Πέτρου Grossolano, ποὺ σῴζεται στὰ ἴδια χειρόγραφα ποὺ περιέχουν καὶ τὴν ἔκθεση τοῦ Ἰωάννου Φουρνῆ, δημοσιεύεται στὴν PG, 127, col. 911-920. Βλ. H.G. Beck, Op. cit. σελ. 616. Οἱ συζητήσεις τοῦ Ἀνσέλμου τοῦ Havelberg τοῦ 1136 ἀποτέλεσαν τὸ ὑλικὸ γιὰ τὸ ἔργο του Dialogi (PL, 188, Col. 1139-1248) ποὺ γράφτηκε κατὰ παραγγελία τοῦ Πάπα Εὐγενίου τοῦ Γ'. Γιὰ τὴ δράση τοῦ Ἀνσέλμου τοῦ Havelberg βλ. Dictionnaire de Théologie catholique t.1, 2, Paris, 1909, col. 1360-1361. Dictionnaire d' Histoire et de Géographie ecclésiatiques, I. Ill, Paris 1934, col. 458-460. Μερικὰ ἀπὸ τὰ γραπτά τοῦ Εὐστρατίου Νικαίας γιὰ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχουν μεταφρασθεῖ λατινικά. H.G. Beck, Op. cit. σελ. 618. Τὸ ἔργο τοῦ Νικήτα Μαρωνείας (+1145) γιὰ τὸ ἴδιο ζήτημα εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὸ 1177 ἀπὸ τὸν Hugo Eteriano H.G. Beck, Op. cit. σελ. 621. Πρβλ. ἀκόμα J. de Ghellinck, Op. cit. σελ. 371 καὶ 376, κυρίως Fr. Petit, La spiritualité des Prémontés aux XIIe et XIIIe siècles ἐν Etudes de Théologie et d' Histoire Spirit, t. X, Paris 1947, σελ. 56-64.
46. The Byzantine Background, Op. cit. σελ. 19 κἑξ.
47. R. Weiss, Op.cit. σελ.429-435.
|