image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα

Νίκος Σβορώνος

Παρατηρήσεις για τη συμβολή του Βυζαντίου στην πνευματική εξέλιξη της Δυτικής Ευρώπης: Η περίπτωση του Ιωάννου Δαμασκηνού

Ἀπὸ «Βυζάντιο καὶ Εὐρώπη» Α' Διεθνὴς Βυζαντινολογικὴ Συνάντηση, Δελφοί, 20-24 Ἰουλίου 1985, ἐκδ. Εὐρωπαϊκὸ Πολιτιστικὸ Κέντρο Δελφῶν, Ἀθήνα 1987.



Κεφάλαιο 2

Ἡ «Καρολιγγιανὴ Ἀναγέννηση», τῆς ὁποίας ἄλλωστε ἡ σημασία γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐξέλιξη τῆς Δύσης ἔχει ἴσως ὑπερβολικὰ τονισθεῖ, στηρίχτηκε κατὰ κύριο λόγο στὴν ἐπανασύνδεση τῆς παιδείας μὲ τὴν λατινικὴ γραμματεία. Ὁ ρόλος τοῦ ἑλληνικοῦ-βυζαντινοῦ παράγοντα, τουλάχιστον γιὰ τὴ γένεση τοῦ ἀνανεωτικοῦ αὐτοῦ κινήματος, ὑπῆρξε, γιὰ μερικοὺς ἐρευνητές, περιθωριακός, ἂν ὄχι ἀνύπαρκτος(17). Πρέπει, ὡστόσο, νὰ τονισθεῖ ὅτι μὲ τὸ κίνημα αὐτό, ποὺ εἶναι σύγχρονο μὲ τὴν ἀντίστοιχη βυζαντινὴ πνευματικὴ κίνηση μὲ τὴν ὁποία παρουσιάζει χτυπητὲς ἀναλογίες(18), συνδέεται ἡ γενίκευση τοῦ ἐνδιαφέροντος στὴ Δύση γιὰ τὶς ἑλληνικὲς σπουδὲς καὶ γιὰ τὰ γραφτὰ τῶν βυζαντινῶν Θεολόγων ἢ τῶν ἐκπροσώπων τῆς θύραθεν παιδείας καὶ τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων καὶ γιὰ τὴ μετάφρασή τους στὰ λατινικά, ποὺ εἶχε διακοπεῖ πρὶν μερικοὺς αἰῶνες.

Στὴν ἀναζωπύρωση αὐτὴ τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὶς ἑλληνικὲς σπουδὲς καὶ στὴ μεταφραστικὴ δραστηριότητα ποὺ ἀναπτύσσεται στὴ Δύση ἀπὸ τὸν 9ον αἰώνα οἱ Βυζαντινοὶ δὲν εἶναι ξένοι. Δὲν εἶναι βέβαια χωρὶς σημασία ὅτι ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 8ου αἰώνα ὁ πάπας Παῦλος ὁ Α' (758-763) γράφει στὸν πατέρα τοῦ Καρόλου τοῦ Μεγάλου, Πεπίνο τὸ Βραχὺ (715-764) ὅτι τοῦ στέλνει, προφανῶς, ὅπως σωστὰ παρατηρεῖ ὁ Loenertz, ὕστερα ἀπὸ αἴτησή του, ὅσα ἑλληνικὰ βιβλία κατάφερε νὰ βρεῖ. Τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποστολῆς εἶναι ἀρκετὰ διαφωτιστικό: διδακτικὰ βιβλία γιὰ τὴν ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (δύο ἑλληνικὲς γραμματικές, ἕνα ἐγχειρίδιο ὀρθογραφίας), ἄλλα διδακτικὰ βιβλία (Γεωμετρία), λειτουργικὰ βιβλία (Ἀντιφωνάριο καὶ Ὡρολόγιον), ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τοῦ Ψευδο-Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη. Εἶναι πολὺ πιθανὸν ὅτι τὰ χειρόγραφα αὐτὰ προορίζονταν γιὰ τὸ παρισινὸ ἀβαεῖον τοῦ Ἁγίου Διονυσίου(19).

Ἡ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ πνευματικὴ παραγωγὴ συνεχίζεται καὶ ἐντείνεται στὸν 9ο αἰώνα: Ἡ βυζαντινὴ πρεσβεία τοῦ 824 πρὸς τὸ Λουδοβίκο τὸν Εὐσεβὴ (814-840) στὴ Rouen σταλμένη ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Β' τὸν Τραυλὸ (820-829) γιὰ νὰ πείσει τὸν δυτικὸ αὐτοκράτορα νὰ ὑποστηρίξει τὸ εἰκονοκλαστικὸ κίνημα, ἂν δὲν ἔφερε μαζί της ὡς δῶρα ἑλληνικὰ χειρόγραφα(20), εἶχε ὅμως στοὺς διπλωματικούς της φακέλλους ἀποσπάσματα ἀπὸ Ἕλληνες συγγραφεῖς, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τοῦ Ψευδο-Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, ποὺ παρουσιάστηκαν μεταφρασμένα λατινικὰ στὴ Σύνοδο τοῦ Παρισιοῦ τοῦ 825 καὶ ποὺ ἔχουν διασωθεῖ στὰ Πρακτικά τῆς Συνόδου (στὸ σχέδιο τῆς ἐπιστολῆς ποὺ οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου ὑπέβαλαν στὸ Λουδοβίκο γιὰ νὰ σταλεῖ στὸν πάπα Εὐγένιο Β' (824-827). Ἡ μετάφραση αὐτὴ διαφέρει ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ ἔγινε πρὶν ἀπὸ τὴν πρώτη συνολικὴ μετάφραση τῶν ἔργων τοῦ Ψευδο-Διονυσίου μὲ τὴν φροντίδα τοῦ Hildouin, ἡγουμένου τοῦ ἀβαείου τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Παρισιοῦ(21).

Ἔχει ἐπανειλημμένα τονισθεῖ ἡ σημασία τῆς ἀποστολῆς, τὸ 827, ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ τὸν Β' τοῦ περίφημου χειρογράφου Parisinus gr. 437 μὲ τὰ ἔργα τοῦ Ψευδο-Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, ὡς δῶρο στὸ Λουδοβίκο τὸν Εὐσεβὴ στὴν Compiegne, ποὺ μὲ τὴ σειρὰ του τὸ δώρησε στὸ ἀβαεῖον τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στὸ Παρίσι(22).

Ἂν ἀφήσουμε κατὰ μέρος τοὺς θρύλους ποὺ συνδέονται μὲ τὰ παραπάνω περιστατικά, ἰδιαίτερα τοὺς σχετικοὺς μὲ τὴν ταύτιση τοῦ Διονυσίου, εὐαγγελιστῆ τῆς Γαλατίας καὶ πρώτου ἐπισκόπου Παρισίων, μὲ τὸ Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, ποὺ παρουσιάζεται ὡς ἱδρυτὴς τοῦ παρισινοῦ μοναστηρίου, παράδοση γιὰ τὴ γένεση τῆς ὁποίας οἱ μοναχοί τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἡγούμενος τοῦ Hildouin, δὲν εἶναι ξένοι, ἐκεῖνο ποὺ μὲ βεβαιότητα μπορεῖ νὰ συναχθεῖ ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ εἶναι ἡ σημαντικὴ θέση ποὺ εἶχε στὴ Φραγγικὴ Αὐτοκρατορία τὸ Ἀβαεῖον τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ὡς πνευματικὸ κέντρο ποὺ ἐνδιαφέρονταν ἐπίσης γιὰ τὶς ἑλληνικὲς σπουδές, ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 8ου αἰώνα.

Πράγματι, ἂν ἑξαιρέσουμε τὴν Ἰταλία, ὅπου ἡ γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας σὲ ὁρισμένα πνευματικὰ κέντρα τῆς Κάτω Ἰταλίας καὶ στὴ Ρώμη, στοὺς κύκλους τοῦ Βατικανοῦ, δὲν φαίνεται νὰ εἶχε διακοπεῖ(23), ἀπὸ τὸ παρισινὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου φαίνεται ὅτι ξανάρχισε στὴ Δύση ἡ μεταφραστικὴ δραστηριότητα ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στὰ λατινικὰ μὲ τὴν πρώτη πλήρη μετάφραση τοῦ Corpus Dionysiacum ποὺ ἔγινε μὲ τὴ φροντίδα τοῦ ἡγουμένου Hildouin, γύρω στὰ 832-835, ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ἀκριβῶς ποὺ εἶχε σταλεῖ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ στὴν ὁποία πῆραν μέρος Ἕλληνες ἢ ἑλληνόφωνοι μοναχοί. Ὑπάρχει λοιπὸν ἢ δημιουργεῖται μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ μιὰ ὁμάδα ἑλληνιστῶν στὸ μοναστῆρι ποὺ τὴν συγκροτοῦν μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν ἀπὸ τὴν Ἰταλία, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Hildouin, ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῶν Ἁγίων Στεφάνου καὶ Συλβέστρου τῆς Ρώμης, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸ 761 ἀπὸ τὸν πάπα Παῦλο τὸν Α' καὶ στὸ ὁποῖο ἡ λειτουργία γινόταν ἑλληνικά(24).

Ἂς σημειωθεῖ δὲ ὅτι καὶ οἱ Βυζαντινοὶ στὶς σχέσεις τους μὲ τὴ Δύση χρησιμοποιοῦν τοὺς ἰταλιῶτες κληρικοὺς ἢ ἀνωτάτους ἀξιωματούχους τῆς Βυζαντινῆς Ἰταλίας, ποὺ προφανῶς μποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ ἑλληνικὰ καὶ τὰ λατινικά. Στὶς πρεσβεῖες τοῦ 824 - 825 καὶ τοῦ 827 πρὸς τὸ Λουδοβίκο τὸν Εὐσεβὴ μετέχει ὁ διάκονος καὶ οἰκονόμος τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεόδωρος ποὺ ταυτίζεται μὲ πολὺ ἀληθοφάνεια μὲ τὸν Θεόδωρο Κρίθινο, ὁ ὁποῖος κατάγεται πιθανῶς ἀπ' τὴ Σικελία καὶ ἀνῆλθε ἀργότερα στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῶν Συρακουσῶν. Στὴν πρεσβεία τοῦ 824/825 μετέχει ὁ στρατηγὸς Θεόδοτος ποὺ δὲν ἀποκλείεται νὰ ταυτίζεται μὲ τὸ στρατηγὸ ποὺ ἔδρασε στὴ Σικελία ἐναντίον τῶν Ἀράβων κατὰ τὸ 829-830. Στὴν ἴδια πρεσβεία ἐμφανίζεται ἐπίσης ὁ πατριάρχης τοῦ Grado Φορτουνᾶτος(25). Κάποιος ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τῶν πρεσβειῶν αὐτῶν ὁ «καλὸς Ἰωάννης», μετάφρασε κατ' ἐντολήν τοῦ Θεοδώρου τὰ ἀποσπάσματα τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη ποὺ παρουσιάστηκαν στὴν παρισινὴ Σύνοδο τοῦ 825(26).

Ἄλλωστε, φαίνεται ὅτι δὲν ἔλλειψαν καὶ οἱ ἄμεσες σχέσεις τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συνεργασία τῶν Ἰταλιωτῶν (;) μοναχῶν στὴ μετάφραση τοῦ Corpus Dionysiacum καὶ στὴ «συνενοχή» τους στὴ χάλκευση τῆς παράδοσης γιὰ τὴν ταύτιση τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη μὲ τὸν ἐπίσκοπο Παρισίων, γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι ὁ Μιχαὴλ Σύγκελλος (760—846) στὸ Ἐγκώμιό του στὸ Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη (BHG, No 556: Ι, σελ. 167-168) γραμμένο στὴν Κωνσταντινούπολη ἀνάμεσα στὸ 821 καὶ 833, χρησιμοποιεῖ μιὰ ἀνώνυμη κακὴ μετάφραση στὰ ἑλληνικὰ (BHG, No 554: Ι, σελ. 166) τῆς λατινικῆς Passio «Post beatam et gloriosam» ποὺ γράφτηκε γύρω στὰ 824-825 καὶ στὴν ὁποίαν πρωτοεμφανίζεται ἡ παράδοση τῆς ταύτισης τοῦ ἐπισκόπου του Παρισιοῦ μὲ τὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, παράδοση ποὺ ὁ Μιχαὴλ Σύγκελλος παραλείπει(27).

Ἡ ἐπαφὴ τοῦ παρισινοῦ μοναστηριοῦ μὲ τὸ Βυζάντιο καὶ ἡ καλλιέργεια ἐκεῖ τῶν ἑλληνικῶν σπουδῶν συνεχίζεται. Στὸ μοναστήρι αὐτὸ φαίνεται ὅτι ἔμαθε τὰ ἑλληνικά, ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν «ἑλληνιστῶν» μοναχῶν, ὁ Ἰωάννης Σκῶτος Ἐριγένης, ποὺ ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Καρόλου τοῦ Φαλακροῦ στὴ Γαλλία πρὶν ἀπὸ τὸ 845, καὶ ὁ ὁποῖος ἀναθεώρησε, ἀνάμεσα στὰ 860 καὶ 866, τὴ μετάφραση τῶν ἔργων τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη ποὺ εἶχε γίνει ἀπὸ τὸν Hildouin. Ὁ ἴδιος φέρεται ὡς μεταφραστὴς ἔργων τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Νανζιανζηνοῦ, τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ καὶ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ στὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο τὸν Ἐπιφάνειο(28). Δὲν εἶναι χωρὶς σημασία ὅτι σὲ ὁρισμένα λειτουργικὰ βιβλία ἀπὸ τὸν 9ον αἰώνα ὥς τὸν 11ov ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου παρεμβάλλονται προσευχὲς καὶ ἄλλα σύντομα κείμενα στὰ ἑλληνικά. Ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη ἀκόμα τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ προέρχεται ὁ Paris, gr. 375 ποὺ περιέχει «ἀναγνωστικὸ» ἑλληνικό, ἀντιγραμμένο τὸ 1021(29) Ἡ μεταφραστικὴ δραστηριότητα ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στὰ λατινικά, ἔστω καὶ περιορισμένη, ἐξακολουθεῖ βέβαια στὴν Ἰταλία. Τὸ μεταφραστικὸ ἔργο τοῦ Ἀναστασίου (817-897), βιβλιοθηκαρίου τοῦ Βατικανοῦ ἀπὸ τὸ 867, εἶναι ἐντυπωσιακό. Ἡ δυνατὴ αὐτὴ προσωπικότητα, ποὺ ὑπῆρξε φίλος καὶ ὑποστηρικτὴς τοῦ Μεθοδίου καὶ Κυρίλλου, ποὺ εἶχε ἀναμιχθεῖ στὶς ἐσωτερικὲς ἔριδες τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ στὴ διαμάχη ἀνάμεσα στοὺς πάπες καὶ τοὺς Φράγγους αὐτοκράτορες καὶ εἶχε ἀναδειχθεῖ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικοὺς παράγοντες τοῦ αὐτοκρατορικοῦ κόμματος στὸ Βατικανὸ (τὸ 855-858 εἶχε ἐκλεγεῖ ἀντίπαπας). Ὁ Ἀναστάσιος εἶχε μάθει τὰ ἑλληνικὰ πιθανὸν σὲ κάποιο μοναστῆρι στὴ Ρώμη, ὅπου ὑπῆρχαν Ἕλληνες ἢ ἑλληνόφωνοι μοναχοὶ καὶ εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ τὰ τελειοποιήσει κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου εἶχε σταλεῖ, τὸ 869, πρεσβευτὴς ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Λουδοβίκο τὸ Β' καὶ τὸν Πάπα Ἀδριανὸ Β'. Εἶχε μάλιστα παραστεῖ στὴν τελευταία συνεδρίαση τῆς Συνόδου τοῦ 869-870 ποὺ ἀναθεμάτισε τὸ Φώτιο. Ἀνάμεσα στὰ πολυάριθμα ἔργα, κυρίως θρησκευτικοῦ περιεχομένου, ποὺ ἔχει μεταφράσει, τὰ περισσότερα ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Ρώμη, (Βίοι Ἁγίων, πρακτικὰ τῶν Συνόδων τοῦ 787 καὶ τοῦ 869-870, τμήματα ἀπὸ τὶς χρονογραφίες τοῦ Νικηφόρου, τοῦ Γεωργίου Συγκέλλου,τοῦ Θεοφάνη) περιλαμβάνοντας ἐπίσης ἔργα τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ καὶ τῶν ἀμέσων μαθητῶν του(30), καθὼς καὶ ἡ ἀναθεώρηση τῆς μετάφρασης τοῦ Ψευδο-Διονυσίου Ἀρεοπαγίτη ποὺ εἶχε γίνει ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Σκῶτο Ἐριγένη. Ἡ ἀναθεώρηση αὐτὴ ποὺ ἔγινε γύρω στὸ 875 κατὰ ἐπιθυμία τοῦ Καρόλου τοῦ Φαλακροῦ βασίζεται σὲ καλύτερα χειρόγραφα ἀπὸ τὸ Paris, gr. 437, ποὺ εἶχε ὑπόψη του ὁ Ἐριγένης. Περιέχει ἐπίσης σχόλια στὸ ἔργο τοῦ Ψευδο-Διονυσίου, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὰ σχόλια τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ(31).

Βέβαια, ἡ ἐπίδραση τῶν μεταφράσεων αὐτῶν τῶν ἑλληνικῶν ἔργων στὴ γένεση καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς Καρολιγγιανῆς ἀναγέννησης μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ περιορισμένη(32). Ἡ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ σκέψη περιορίζεται σὲ πολὺ μικρὸ κύκλο διανοητῶν, τῶν ὁποίων μάλιστα ἡ ἑλληνομάθεια ἀπέχει ἀκόμα ἀρκετὰ ἀπὸ τὴν τελειότητα. Οἱ μεταφράσεις γίνονται μὲ τὴ βοήθεια γλωσσαρίων ἑλληνο-λατινικῶν καὶ περιέχουν λάθη καὶ παρανοήσεις(33).

Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ χωρὶς ἰδιαίτερη σημασία τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ἀναγεννητικὴ αὐτὴ πνευματικὴ κίνηση τῆς Δύσης, ὅπου ἐμφανίζεται ἡ πρώτη, ἔστω καὶ περιορισμένη καὶ ἀδέξια ἐπαφὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ σκέψη, ἔστω καὶ διὰ μέσου μεταφράσεων θρησκευτικῶν ἔργων, ἀνιχνεύονται τὰ πρῶτα δείγματα κάποιου κριτικοῦ πνεύματος στὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἱερᾶς παράδοσης, ἰδιαίτερα τῶν ἔργων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ κάποιας ἐλευθερίας στὴ θεολογικὴ σκέψη μὲ τὴ χρησιμοποίηση στὴ διερεύνηση τῶν θεολογικῶν προβλημάτων τοῦ ἀνθρώπινου Λόγου, χαρακτηριστικὰ ποὺ ἐμφανίζονται μὲ σαφήνεια καὶ δύναμη στὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννου Σκώτου Ἐριγένη, τῆς μεγαλύτερης μορφῆς τῆς Καρολιγγιανῆς Ἀναγέννησης καὶ ἀπὸ τοὺς παλαιότερους μεταφραστὲς ἑλληνικῶν ἔργων τοῦ μεσαίωνα. Πράγματι, στὸ ἔργο τοῦ De divisione naturae ποὺ γράφτηκε ἀνάμεσα στὸ 862 καὶ 866, κατὰ τὴν ἴδια δηλαδὴ περίοδο ποὺ ὁ Ἰωάννης Σκῶτος μεταφράζει τὸν Ψευδο-Διονύσιο, ὅπως ἔχει ἤδη τονισθεῖ «γιὰ πρώτη φορὰ ἕνας φιλόσοφος [τοῦ δυτικοῦ Μεσαίωνα] διεκδικεῖ μὲ δύναμη τὰ δικαιώματα τοῦ Λόγου. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Καρολλίγγια Ἀναγέννηση βρίσκουμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ σκέφτεται ἀπὸ μόνος του»(34). Ὡστόσο, ἡ ἐπίδραση τοῦ Πλατωνισμοῦ διὰ μέσου τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου, τοῦ Ψευδο-Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ στὸ θεμελιακὸ αὐτὸ ἔργο, γιὰ τὴν παραπέρα ἐξέλιξη τῆς μεσαιωνικῆς δυτικῆς σκέψης, εἶναι ὡστόσο προφανής. Ὅταν οἱ δυτικοὶ θὰ ἔχουν ἐπίσης στὴ διάθεσή τους τὰ σχόλια τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ στὸν Ψευδο-Διονύσιο μεταφρασμένα στὰ λατινικὰ ἀπὸ τὸν Ἀναστάσιο τὸ Βιβλιοθηκάριο κατὰ τὸ 875, θὰ ἔχουν «ἕνα σύνολο ἑλληνικῶν ἔργων ποὺ θὰ ἐπηρεάσει σίγουρα καὶ θὰ πλουτίσει τὴ σκέψη τοὺς»(35).




Σημειώσεις

17. P. Lemerle, Op. cit. σελ. 12 κἑξ (ἑλλ. μτφρ. σελ. 22), ὅπου μὲ κάποιαν ἴσως ὑπερβολὴ σημειώνεται «ἡ ἑλληνικὴ παιδεία δὲν εἶχε βέβαια καμιὰ συμμετοχὴ [στὴν καρολιγγιανὴ ἀναγέννηση] καὶ δὲν ἔπαιξε κανένα ρόλο στὴ μεταρρύθμιση αὐτή».

18. Ὀργάνωση τῆς παιδείας καὶ ἵδρυση σχολείων μὲ στοιχειῶδες πρόγραμμα πρακτικοῦ χαρακτήρα γιὰ τὴ μόρφωση κληρικῶν καὶ ὑπαλλήλων• ἵδρυση ἀνωτέρων καὶ ἀνωτάτων Σχολῶν ποὺ θὰ γίνουν ἔπειτα, καθὼς καὶ τὰ μεγάλα μοναστήρια, σημαντικὰ πνευματικὰ κέντρα δημιουργίας καὶ διάδοσης τοῦ πολιτισμοῦ• διεύρυνση ἐπίσης τοῦ περιεχομένου τῆς παιδείας καὶ ἐπανασύνδεσή της μὲ τὴν ἑλληνορρωμαϊκὴ παράδοση. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἐπίσης ἡ παράλληλη, πρόοδος στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση τῶν τεχνικῶν τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς διάδοσης τοῦ βιβλίου μὲ τὴ χρήση τοῦ χαρτιοῦ καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς μικρογράμματης γραφῆς. Βλ. Ferdinand Lot - Fr. L. Ganschof, Histoire du moyen Age, tome premier, Les destinées de l’ Empire de l’Occident de 395 à 888, Paris, 1941, σελ. 634-653. Jean de Ghellinck, Le mouvement théologique au XIIIème siècle, deuxième edition, Bruges, 1948 (Ἀνατύπωσις Bruxelles, 1967), σελ. 9-37. P. Lemerle, Op. cit. 12 κἑξ. (Ἑλλην. μετάφρ. σελ. 21 κἑξ).

19. R. Loenertz, La légende parisienne de Saint Denis l’Aréopagite, sa genèse et son premier témoin, ἐν Byzantina et francograeca (Storia e letteratura, Raccolta di Studi e Testi, no 118), Roma, 1970, σελ. 181, ὅπου καὶ τὸ ἀπόσπασμα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Πάπα γιὰ τὸν Πεπίνο (MGH. Epist. IΙΙ, 529): "Direximus itaque excellentiae vostrae et libros, quantos reperire potuimus; id est Antiphonale et Responsale, insimul Artem Grammaticam, Aristo [te] lis, Dionysii Areopagitis [libros], Geometricam, Orthographiam, Grammaticam, omnes graeco aloquio scriptas, mec non et Horo[lo]gium nocturnum".
Ὁ Loenertz παρατηρεῖ ὅτι θὰ ὑπῆρχε στὴν αὐλὴ τοῦ Πεκίνου κάποιος λόγιος ποὺ θὰ ἐπιθυμοῦσε καὶ θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσει τὰ παραπάνω κείμενα ἢ ἀκόμα κάποιος ἀνατολίτης ποὺ θὰ ὀνειρευόταν ν' ἀνοίξει σχολεῖο γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ὁ P. Lemerle (Op. cit. σελ. 13, σημ. 13, ἑλλ. μετάφρ. σελ. 292, σημ. 13) ἀμφιβάλλει ἂν τὰ ἑλληνικὰ αὐτὰ χειρόγραφα βρῆκαν ἀναγνῶστες. Ἄλλοι ἑρευνητὲς συνδέουν τὴν ἐπιστολὴ μὲ τὴ στέψη τοῦ Πεπίνου, τὸ 754, ἀπὸ τὸν Πάπα Στέφανο τὸν Β' στὸ ἀβαεῖον τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στὸ Παρίσι, γιὰ τὸ ὁποῖον προορίζονταν τὰ χειρόγραφα: F. Lot-L. Ganschof, Op. cit. σελ. 651-652. P. Riche, Op. cit. σελ. 495. Ἄλλοι, τέλος, (Ohnsorge ἐν ΒΖ, 53, 1960, σελ. 309, σημ. 67) ὑποθέτουν ὅτι ἡ αἴτηση τοῦ Πεπίνου καὶ Ἡ ἀποστολὴ ἀπὸ τὸν Πάπα Παῦλο Α’ συνδέεται μὲ τὸ σχέδιο γάμου ἀνάμεσα στὴν κόρη τοῦ Πεπίνου Gisela ποὺ γεννήθηκε τὸ 757, μὲ τὸ γιὸ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Ε' Λέοντα τὸν Δ' καὶ ὅτι τὰ βιβλία προορίζονταν γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῆς πριγκίπισσας στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ἡ σύνδεση τῆς ἀποστολῆς τῶν χειρογράφων αὐτῶν μὲ τὸ ἀβαεῖον τοῦ Ἁγίου Διονυσίου μοῦ φαίνεται ἡ πιὸ πιθανὴ ὑπόθεση.

20. Ἡ πληροφορία ποὺ βρίσκεται στὴν περίληψη τοῦ Fr. Dölger (Regesten, No 408) ὅτι μεταξὺ τῶν δώρων ποὺ ἔφερε ἡ βυζαντινὴ πρεσβεία τοῦ 824 στὸ Λουδοβῖκο τὸν Εὐσεβὴ ὑπῆρχε καὶ μετάφραση τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη εἶναι ἀνακριβής. Βλ. R. Loenertz, La légende, parisienne, op, cit. σελ. 178.

21. R. Loenertz, La légende Parisienne, op. cit. σελ. Ι78-180.

22. P. Lemerle, Op. cit. σελ. 13 κἑξ. (ἑλλ. μετάφρ. σελ. 22 κἑξ.), ὅπου καὶ ἡ παλαιότερη βιβλιογραφία. Γιὰ τὶς πρεσβεῖες τοῦ 824 καὶ 827 βλ. T.C. Lounguis, Les ambassades byzantines en Occident depuis la fondation des états barbares jusqu' aux croisades (407-1096), Athènes, 1980, σελ. 164-165.

23. Βλ. σημ. 10. Γιὰ τὴ συνέχιση τῶν ἑλληνικῶν σπουδῶν στὴν Ἰταλία βλ. κυρίως: Kenneth Μ. Setton, The byzantine Background to the Italian Renaissance ἐν Proceedings of the American Philosophical Society, τ. 100, Philadelphia, 1956, σελ. 1-76.

24. G. Théry, Etudes dionysiennes, I, 1932, σελ. 134; II, 1937, σελ. 399-417. F. Lot-Fr. L. Ganschof, Op. cit., σελ. 652. J. de Ghellinck, Op. cit. σελ. 97-102. R. Loenertz, Un prédendu sanctuaire romain de Saint Denys de Paris, ἐν Byzantina et francograeca, Op. cit. σελ. 133-147. Γιὰ τὸ παρισινὸ μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ὡς κέντρου ἑλληνικῶν σπουδῶν βλ. Robert Weiss, Lo studio del greco all abbazia di San Dionigi durante il Medioevo, ἐν Rivista di storia della chiesa in Italia, τ. 6, 1952, σελ. 426-438.

25. J. Gouillard, Deux figures mal connues du second iconoclasme, ἐν Byzantion, τ. XXXI, 1961, σελ. 387 κἑξ., ἰδιαίτερα σελ. 398-401.

26. R. Loenertz, La légende parisienne, Op. cit. σελ. 177-180.

27. R. Loenertz, Le panégyrique de Saint Denys l’aréopagite par Michel le Syncelle, σελ. 149-162. Τοῦ ἴδιου, La légende parisienne, Op. cit. σελ. 163-183.

28. Ἡ βασικὴ βιβλιογραφία γιὰ τὸν Ἰωάννη Σκῶτο Ἐριγένη καὶ τὸ μεταφραστικό του ἔργο δίδεται ἀπὸ τὸν P. Lemerle, Op. cit. σελ. 15-16 (Ἑλλην. μετάφραση σελ. 23 κἑξ, σημ. σελ. 294 κἑξ): Σημειώνονται: Μ. Cappuys, Jean Scot Erigène, sa vie, son oeuvre, sa pensée (Universitas catholica lovaniensis, Dissertationes, ser. I, τ. 26), Louvain, 1933. H.F. Dondaine, Le corpus dionysien de l’Université de Paris au XΙIIe siècle, Rome, 1953. I.P. Sheldon-Williams, A Bibliography of the works of Iohanes Scotus Erigena, ἐν Journal of ecclesiastical History, τ. 10, 1959, σελ. 198-224. Πρβλ. ἐπίσης Fr. Lot - Fr. L. Ganschof, Op. cit. σελ. 648 καὶ 652. Ἐπίσης J. de Ghellinck, Op. cit. σελ. 26, 27, 97-102 καὶ τὴν ἐκεῖ βιβλιογραφία.

29. R. Weiss, Op. cit. σελ. 428-429.

30. H.G. Beck, Op. cit. σελ. 440, 442.

31. Γιὰ τὸν Ἀναστάσιο βιβλιοθηκάριο καὶ τὸ μεταφραστικό του ἔργο βλ. J. Hergenroeter, Photius, Patriarch von Konstantinopel, sein Leben, seine Schriften und das griechische Schisms, II, Regensburg, 1868, σελ.228-241. A. Laporte, De Anastasio bibliothecario sedis apostolicae, Paris, 1885. E. Perels, Papst Nicolaus I und Anastasius bibliothecarius, Berlin, 1920. A. Noyon, ἐν Dictionnaire d' Histoire et de Geographic ecclésiastiques, II, Paris, 1914, col. 1477-1479. G. Hocquard, ἐν Catholicisme, hier, aujourd' hui et demain, I, Paris, 1948, col. 512-514.

32. Βλ. παραπάνω σελ. 123 καὶ σημ. 17.

33. Γιὰ τὸν τρόπο μετάφρασης ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στὰ λατινικὰ καὶ τὰ λάθη καὶ παρανοήσεις σ' αὐτὲς τὶς μεταφράσεις τοῦ Hildouin καὶ τοῦ Σκώτου Ἔριγένη, βλ. P. Lemerle, Op. cit. σελ. 14-15 (ἑλλ. μτφρ. σελ. 23) καὶ τὴν ἐκεῖ βιβλιογραφία. Γιὰ τὰ λάθη στὴ μετάφραση τοῦ Θεοφάνη ἀπὸ τὸν Ἀναστάσιο βλ. De Boor, Theophanis Chronographia, II, Lipsiae, 1885, σελ. 415 κἑξ. Ἡ συγκέντρωση καὶ ἡ συστηματικὴ μελέτη τῶν ἑλληνο-λατινικῶν γλωσσαρίων πού μᾶς λείπει ἀκόμα, θὰ ἦταν εὐπρόσδεκτη. Μερικὲς σχετικὲς πληροφορίες ἔχουν συγκεντρωθεῖ ἀπὸ τὸν Β. Bischoff, ἐν ΒΖ, 44, 1951, σελ. 41 κἑξ.

34. F. Lot-Fr. L. Ganschof, Op. cit. σελ. 648-649.

35. F. Lot - Fr. L. Ganschof, Op. cit. σελ. 648, 651-653. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι γιὰ μερικοὺς ἐρευνητὲς τὰ πρῶτα δείγματα κριτικῆς σκέψης στὴ Δύση ἐμφανίζονται ἤδη στὴν περίφημη ἐπιστολὴ τοῦ Καρόλου τοῦ Μεγάλου πρὸς τὸν ἀββᾶ τῆς Fulda, Baugulf (780-800) "De litteris collendis": L. Wollach, Alcuin and Charlemagne, Ithaka N.Y., 1959, σέλ. 198-226. Πρβλ. Gerhard Podskalsky, Op. cit. σελ. 248 σημ. 980.

Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα