image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα

Νίκος Σβορώνος

Παρατηρήσεις για τη συμβολή του Βυζαντίου στην πνευματική εξέλιξη της Δυτικής Ευρώπης: Η περίπτωση του Ιωάννου Δαμασκηνού

Ἀπὸ «Βυζάντιο καὶ Εὐρώπη» Α' Διεθνὴς Βυζαντινολογικὴ Συνάντηση, Δελφοί, 20-24 Ἰουλίου 1985, ἐκδ. Εὐρωπαϊκὸ Πολιτιστικὸ Κέντρο Δελφῶν, Ἀθήνα 1987.



Κεφάλαιο 1

Ἡ διοικητικὴ καὶ σὲ ὁρισμένο βαθμὸ πολιτισμικὴ ἑνότητα τῆς Εὐρώπης, ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴ ρωμαϊκὴ κατάκτηση, ὑπέρκειται —κι αὐτὸ βέβαια σὲ βαθμὸ διαφορετικό, ἀνάλογα μὲ τὶς περιοχὲς καὶ τὶς κοινωνικὲς τάξεις— σ' ἕνα σύνολο οἰκονομικά, πολιτικά, κοινωνικὰ καὶ πολιτισμικὰ διαφοροποιημένο. Ἔτσι, ἕνα ἀπὸ τὰ θεμελιώδη χαρακτηριστικὰ τῆς ἱστορίας τῆς Εὐρώπης, ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς γέννησής της, εἶναι τὸ παιχνίδι ἀνάμεσα σὲ δύο κύριους μὲ διαφορετικὴ κατεύθυνση παράγοντες: ἑνοποιητικοὺς ἀπὸ τὴ μιὰ, διαφοροποιητικοὺς ἀπὸ τὴν ἄλλη(1).

Εἶναι πράγματι κοινὴ ἐπιστημονικὴ διαπίστωση ὅτι ἡ Ρώμη, ἀκόμα καὶ σὲ περιόδους κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ συγκεντρωτικὴ διοικητικὴ πολιτική της βρίσκονταν στὴν πιὸ μεγάλη της ἀκμή, δὲν ἔκαμε τίποτε γιὰ νὰ καταπνίξει τὴν ἀνάπτυξη καὶ λειτουργία τῶν περιφερειακῶν ἐγχωρίων θεσμῶν καὶ ὀργάνων. Ἀντίθετα —γιὰ νὰ ἐπαναλάβω ἐδῶ τὴν πετυχημένη ἔκφραση τοῦ Robert Lopez— «γιὰ πάρα πολὺ χρονικὸ διάστημα ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ποὺ δὲν θέλησε ποτὲ νὰ ὀνομάζεται παρὰ Respublica, ἀφιέρωσε χωρὶς φειδὼ τὶς προσπάθειές της γιὰ νὰ ὑποστηρίξει σώματα, ὀργανώσεις καὶ ἰδιαίτερες κοινότητες ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν ἀλαφρώσουν ἀπὸ τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο κυβερνητικὸ λειτούργημα(2)».

Ἡ ἱστορικὴ συγκυρία μὲ κύριους παράγοντες τὴν οἰκονομικὴ κρίση τοῦ 3ου αἰώνα καὶ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων θὰ ἐνισχύσει τὶς διάφοροποιητικὲς αὐτὲς τάσεις. Βέβαια, ἡ Αὐτοκρατορία θὰ παραμείνει, στὴ θεωρία, γιὰ μερικοὺς αἰῶνες ἀκόμα μία καὶ ἀδιαίρετη, καὶ οἱ νομικοὶ μποροῦν νὰ σοφίζονται διάφορα ἑνοποιητικὰ νομικὰ πλάσματα, τὰ ὁποῖα, ὅμως, δὲν καταφέρνουν ν' ἀποκρύψουν μιὰν ἐντελῶς διαφορετικὴ πραγματικότητα: Δύο Εὐρῶπες ἀρχίζουν νὰ σχηματίζονται. Ἡ καθεμιά τους θὰ ἔχει διαφορετικὴ πορεία καὶ θὰ καταλήξει στὴ διαμόρφωση δύο πολιτισμικῶν κύκλων μὲ διαφορετικὰ ὁ καθένας κύρια χαρακτηριστικά, τὸν πολιτισμικὸ κύκλο τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης καὶ τὸν πολιτισμικὸ κύκλο τοῦ Βυζαντινοῦ κόσμου. Ὡστόσο, τὰ κοινά τους σημεῖα καὶ οἱ ἀλληλοεπιδράσεις τους τοὺς τοποθετοῦν στὴν ἴδια εὐρύτερη εὐρωπαϊκὴ πολιτισμικὴ κοινότητα.

Δὲν πρόκειται, βέβαια, νὰ ἐπιχειρήσω ἐδῶ μακρὲς ἀναλύσεις σχετικὰ μὲ τὶς ὁμοιότητες ἢ τὶς διαφορὲς τῶν δύο αὐτῶν πολιτισμικῶν ὁμάδων. Θὰ παρουσιάσω ὁρισμένες παρατηρήσεις σχετικὲς μὲ τὸ ρόλο τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ στὸ παιχνίδι ἀνάμεσα στὶς ἑνοποιητικὲς καὶ τὶς διαφοροποιητικὲς τάσεις, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ἱστορία τῆς Εὐρώπης. Θὰ δοθεῖ ἰδιαίτερη προσοχὴ στὴ συμβολὴ τοῦ Βυζαντίου στὴν ἀνάπτυξη τῆς Δυτικῆς Σχολαστικῆς, σ’ ἕνα δηλαδὴ ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ἐπιτεύγματα τῆς μεσαιωνικῆς σκέψης, καὶ σὲ ὁρισμένες ἀντιδράσεις τῆς βυζαντινῆς πνευματικῆς κοινότητας ἀπέναντι στὴ δυτικὴ αὐτὴ κίνηση.

Ἡ ὑπενθύμιση ὅμως μερικῶν γενικῶν χαρακτηριστικῶν θὰ ἦταν ἴσως ἀναγκαία: Ἀπὸ οἰκονομική, πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ἄποψη, ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὴν κεντρικὴ διοίκηση τῆς Ρώμης στὴ Δύση καταρρέει ἐξ αἰτίας τῆς κρίσης τοῦ 3ου αἰώνα καὶ ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων, ποὺ θὰ ἐπιβάλουν τὴ νέα μορφὴ τῆς δυτικῆς Εὐρώπης. Τὰ βαρβαρικὰ βασίλεια ποὺ ἀντικατέστησαν τὴ ρωμαϊκὴ διοίκηση προσαρμόστηκαν δύσκολα, καὶ ἄνισα τὸ καθένα, στὶς ἑλληνο-ρωμαϊκὲς θεσμικὲς καὶ πολιτισμικὲς ἀρχές. Στὶς περισσότερες περιπτώσεις οἱ «Βάρβαροι» καταργοῦσαν τὸ ρωμαϊκὸ διοικητικὸ σύστημα, τοῦ ὁποίου οἱ νόμοι καὶ οἱ δομὲς ἦταν πολὺ πολύπλοκοι γιὰ τὴ νοοτροπία τους καὶ ἐπέβαλλαν τὰ δικά τους ἔθιμα καὶ τὶς δικές τους δομές, πού, σύμφωνα μὲ κάποιαν, ὑπερβολικὴ ἴσως ἔκφραση, ἦταν «μόλις πιὸ ἐπεξεργασμένες ἀπὸ ἐκεῖνες μιᾶς ἔνοπλης συμμορίας». Καὶ ὅμως ἀπὸ τὶς δομὲς αὐτὲς γεννήθηκαν ἡ ὀργάνωση τῆς Μεροβιγγιανῆς Εὐρώπης καὶ ἔπειτα τῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Καρόλου καὶ κυρίως οἱ πρωτότυπες δομὲς τῆς Φεουδαρχίας μὲ τὶς ὁποῖες δημιουργεῖται μιὰ νέα κοινωνικὴ καὶ πολιτικὴ ἰσορροπία. Ἄλλωστε δὲν λείπουν οἱ περιπτώσεις ποὺ οἱ «Βάρβαροι», ἰδιαίτερα οἱ Ὀστρογότθοι καὶ οἱ Φράγκοι, προσπάθησαν ν' ἀφομοιώσουν τὴ νομοθεσία καὶ τοὺς θεσμοὺς τῶν Ρωμαίων καὶ μὲ τὴν εἴσοδό τους, ἔστω καὶ ἐν μέρει, στὸ ρωμαϊκὸ σύστημα καὶ στὴ χριστιανικὴ κοινότητα συνέβαλαν στὴ διεύρυνση τῆς πολιτισμικῆς Εὐρώπης.

Στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, ποὺ ἕνα μεγάλο τμῆμα της ἐντάσσεται στὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, ἡ Ἑλληνορωμαϊκὴ παράδοση μὲ τὶς ἑνοποιητικὲς συγκεντρωτικὲς τάσεις συνεχίζεται. Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, ποὺ βρίσκονταν ἀνάμεσα στὴν Ἀσιατικὴ Ἀνατολὴ καὶ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Δύση, παρέμεινε ἐπὶ αἰῶνες ὁ μόνος κρατικὸς συγκεντρωτικὸς σχηματισμὸς καὶ διεκδίκησε τὴν ἀποκλειστικὴ κληρονομιὰ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ οὐσιαστική της συμβολὴ συνίσταται, καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, στὴ διεύρυνση τῆς ἔννοιας τῆς πολιτισμικῆς Εὐρώπης μὲ τὴν εἰσαγωγὴ στὴν εὐρωπαϊκὴ κοινότητα, διὰ τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ, τῶν σλαβικῶν περιοχῶν τῶν Βαλκανίων καὶ τῆς Ρωσίας. Μὲ τὶς ποικίλες ἐπίσης ἐπαφές της, σὲ ἐποχὲς εἰρήνης ἢ πολέμου, προκάλεσε κάποιαν ὄσμωση ἀνάμεσα στὰ δύο τμήματα τῆς Εὐρώπης, δυτικὸ καὶ ἀνατολικό.

Ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὶς διαφορὲς στὸ πολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ σύστημα ἀνάμεσα στὴ δυτικὴ φεουδαρχία καὶ στὸ συγκεντρωτικὸ Κράτος τοῦ Βυζαντίου, μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε ὅτι τὸ ἀναμφισβήτητο κοινὸ σημεῖο ἀνάμεσα στὰ δύο τμήματα τῆς Εὐρώπης, ἀπὸ πολιτισμικὴ ἄποψη, εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Ἡ πολιτισμικὴ ἐξέλιξη καὶ τὰ πνευματικὰ ρεύματα ποὺ ἐλειτούργησαν στὴν Εὐρώπη ἐπὶ αἰῶνες ὑπερπροσδιορίστηκαν ἀπὸ τὶς σχέσεις τους μὲ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του. Μὲ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τους τὰ «βαρβαρικά» φύλλα εἰσέρχονται στὸν κύκλο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ χριστιανικὴ ἰδέα, πέρα ἀπὸ τὶς διάφορες, κατὰ περιοχὲς καὶ ἐποχές, ἀποχρώσεις, ἀποτέλεσε, δίπλα στὴ ρωμαϊκὴ ἰδέα γιὰ μιὰ περίοδο, ἢ ὑποκαθιστώντας την, σὲ ἄλλες περιόδους, τὴ συνεκτικὴ ἰδεολογία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Τοῦ γεγονότος αὐτοῦ ὁρισμένα καθαρὰ μυαλὰ ἔχουν πλήρη συνείδηση. Χτυπητὸ παράδειγμα, ἀνάμεσα σ' ἄλλα, ὁ Ἰσίδωρος Κιέβου(3). Στὸν πανηγυρικό του λόγο πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Σιγισμοῦνδο (15ος αἰ.)(4), ἀντιπαραθέτοντας τὴν Ἀσία μὲ τὴν Εὐρώπη, ὑπογραμμίζει ὡς κύριο χαρακτηριστικό τῆς τελευταίας τὴ χριστιανικὴ πίστη τῶν πληθυσμῶν της: «Καὶ μὴν τῶν τμημάτων ἀμφοῖν [sc. Εὐρώπης καὶ Ἀσίας] διχῶς διῃρημένων, ἡ μὲν Εὐρώπη πᾶσα τῷ εὐσεβεῖ τῶν Χριστιανῶν μέρει κατείληπτο, ὀλίγου μέρους ἐπιλαβόντος αὐτῆς τῶν ἀσεβῶν» σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ἀσία ποὺ «ὅ,τι πλεῖστα καὶ μέγιστα τῶν ἀθέων περιέχει γένη», ἔστω καὶ ἂν περιέχει ἐπίσης καὶ ἕνα πλῆθος χριστιανῶν ποὺ βρίσκονται ὅμως ὑποδουλωμένοι στοὺς ἀσεβεῖς: «ὑπὸ τὴν τῶν ἀσεβῶν τελοῦντες δουλείαν». Τὸ μεγάλο ἔργο ποὺ ἡ Χριστιανοσύνη περιμένει ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα εἶναι «τῶν βαρβάρων κατατρέχειν καὶ καταδουλοῦν αὐτούς»(5). Ἡ παλαιὰ ἀντίθεση «Ἕλληνες-Βάρβαροι» ἀντικαθίσταται τώρα μὲ τὸ Χριστιανοί-Βάρβαροι = ἀσεβεῖς = μὴ χριστιανοί(6).

Ἑνοποιητικὸς βέβαια παράγοντας ὁ Χριστιανισμός. Ἀλλὰ μὲ τὴ γρήγορη διαφοροποίησή του γίνεται συγχρόνως καὶ παράγοντας διαφοροποιητικὸς καὶ ἐκφράζει μέσα στὴν ὑπερκείμενη γενικὴ ἑνιαία ἰδεολογία τὴν πολλαπλότητα τῆς εὐρωπαϊκῆς πραγματικότητας. Ἡ οὐσία τῆς διαφορᾶς ἀνάμεσα στὴ χριστιανικὴ Ἀνατολή καὶ τὴ χριστιανικὴ Δύση δὲν βρίσκεται τόσο στὶς δογματικὲς διαφορὲς ἀνάμεσα στὴν ὀρθοδοξία καὶ στὸν καθολικισμὸ τῆς Δύσης —οἱ δογματικὲς διαφορὲς ἀνάμεσα στὴ Χαλκηδονικὴ ὀρθοδοξία καὶ τὶς ἄλλες μονοφυσιτικὲς ἐκκλησίες τῆς Άνατολής εἶναι πολὺ μεγαλύτερες— οὔτε στὶς ἔριδες γιὰ τὰ πρωτεῖα τοῦ Πάπα καὶ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία γενικότερα. Οἱ οὐσιαστικὲς διαφορὲς ἀνάμεσα στὶς δύο ὁμάδες τοῦ Χριστιανισμοῦ βρίσκονται στὸ γενικὸ πνεῦμα καὶ στὴ θρησκευτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ νοοτροπία τῶν πιστῶν. Οἱ διαφορὲς αὐτὲς ἐμφανίζονται μὲ πολλὲς ἐκδηλώσεις, ἰδιαίτερα στὸν πρακτικὸ χαρακτῆρα τῆς ὀρθόδοξης καὶ γενικότερα τῆς Ἀνατολικῆς Θεολογίας ποὺ δίνει μεγαλύτερο βάρος στὴν πνευματικότητα, στὴν ἄσκηση τῆς πίστης καὶ στὴν καθημερινὴ «κατὰ Χριστὸν ζωήν», παρὰ στὴ συστηματικὴ θεωρητικὴ ἀφηρημένη Θεολογία, τὴ φιλοσοφικὴ θεμελίωση καὶ τὴν «ἐπιστημονική» διάταξη, διάρθρωση καὶ διερεύνηση τῶν προβλημάτων τοῦ δόγματος, καὶ τὴ διατύπωση μιᾶς γενικῆς κωδικοποιημένης κοσμοθεωρίας, ὅπως ἐπικράτησε, ἀπὸ μιὰ στιγμὴ καὶ πέρα, στὴ Δύση(7). Ἔχει σωστὰ τονισθεῖ ὅτι ἦταν μικρὸς ὁ ἀριθμὸς τῶν συστηματικῶν δογματικῶν ἔργων τῶν Βυζαντινῶν θεολόγων σὲ σχέση μὲ τὸ σύνολο τῶν γραφτῶν τους(8). Ὀλιγάριθμοι βυζαντινοὶ θεολόγοι —καὶ τὸ σύνολό τους σχεδὸν ἀνήκει στοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ δὲν ξεπερνᾶ τὸν 8ο αἰώνα— ἐπιχείρησαν ν' ἀναπτύξουν κάποιαν αὐτόνομη μεθοδολογία καὶ νὰ παρουσιάσουν χριστιανικὸ φιλοσοφικὸ σύστημα ποὺ νὰ ἐνσωματώνει ὀργανικὰ καὶ συστηματικὰ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ ἀπαιτοῦσε μιὰ πλήρης θεολογικὴ σκέψη: Γραφή, Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀνθρώπινος Λόγος. Ὕστερα ἀπὸ τὸ Γρηγόριο Νύσσης, τὸν Ὠριγένη, τὸ Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, στὰ ἔργα τῶν θεολόγων τοῦ Βυζαντίου, ἡ Γραφή, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς μάρτυρες καὶ ἑρμηνευτὲς τῆς διδασκαλίας τῶν ἀποστόλων ἔχουν ἀπόλυτο κῦρος καὶ ἐπαναλαμβάνονται χωρὶς κριτικὴ ἀντιμετώπιση(9).

Ὅσο γιὰ τὴ γνώση καὶ τὴν ἀντιμετώπιση ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς στοχαστὲς τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ γενικότερα τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς πολιτισμικῆς παράδοσης, τὸ προτεινόμενο ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς ἐρευνητὲς γενικὸ σχῆμα δὲν φαίνεται ν' ἀπομακρύνεται πολὺ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα:

Σὲ μιὰ πρώτη περίοδο, ἀπὸ τὸν 3ον ὣς τὰ μέσα περίπου τοῦ 7ου αἰώνα, παρατηρεῖται καὶ στὰ δύο τμήματα τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτισμικῆς κοινότητας ἡ ἴδια πάνω-κάτω κίνηση, ἔστω καὶ μὲ διαφορετικοὺς ρυθμοὺς καὶ διαφορετικὴ ἔνταση: Ἡ παιδεία καὶ οἱ πολιτισμικὲς δραστηριότητες παρουσιάζουν μιὰ κάποια συνέχεια. Ἡ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἢ ἑλληνο-ρωμαϊκὴ παράδοση δὲν ἔχει ἐντελῶς διακοπεῖ. Καὶ στὸ σημεῖο ὅμως αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθοῦν ὁρισμένες οὐσιαστικὲς διαφορές. Στὴ Δύση ἡ διακοπὴ τῶν ἑλληνικῶν σπουδῶν καὶ ἡ παντελὴς ἄγνοια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἔχει συντελεσθεῖ ἤδη ἀπὸ τὸν 5ον αἰώνα. Ἐλάχιστος ἀριθμὸς ἀνθρώπων τῶν γραμμάτων μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ τὰ ἑλληνικὰ ἔργα στὸ πρωτότυπο καὶ οἱ μεταφράσεις στὰ λατινικὰ σπανίζουν. Πρόκειται, ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ, γιὰ ἕνα πραγματικὸ ναυάγιο τῶν ἑλληνικῶν σπουδῶν στὴ Δύση, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐπιπλέουν μόνον μερικὰ συντρίμια. Γιὰ μακρὸ χρονικὸ διάστημα δὲν εἶναι προσιτὰ στὴ Δύση παρὰ μερικὲς μεταφράσεις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Ὠριγένη καὶ τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων, δὲν εἶναι γνωστὰ παρὰ ἡ ἀποσπασματικὴ λατινικὴ μετάφραση τοῦ Πλατωνικοῦ Τιμαίου καὶ τὰ ὑπομνήματα τοῦ μεταφραστῆ του Χαλκιδίου γραμμένα στὸ τέλος τοῦ 3ου, ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα, ἡ εἰσαγωγὴ στὶς κατηγορίες τοῦ Ἀριστοτέλη τοῦ Πορφυρίου καὶ οἱ μεταφράσεις Ἀριστοτελικῶν ἔργων τοῦ Βοηθίου (480-524), οἱ ἀναφορὲς στοὺς Νεοπλατωνικοὺς ποὺ βρίσκονται στὰ ἔργα τοῦ Αὐγουστίνου, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴ λατινικὴ μετάφραση, χαμένη σήμερα, τοῦ Μάριου Βικτωρίνου (4ος αἰῶνας) καὶ ὅσα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ Γραμματεία περιέχονται στὸ ἔργο τοῦ Κασσιοδώρου (490-583). Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἰταλία, ὅπου ἡ πολιτικὴ παρουσία τοῦ Βυζαντίου καὶ τῶν Ἑλλήνων ἢ ἑλληνόφωνων ἀνατολικῶν συνεχίζεται, στὴν ὑπόλοιπη Δύση ἡ κάποια πολιτισμικὴ συνέχεια συντελεῖται διὰ μέσου τῆς λατινικῆς γραμματείας(10).

Στὴν Ἀνατολή οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς ἐθνικῶν ἢ χριστιανῶν διατηρεῖ ἀκόμα τὶς τελευταῖες πνοὲς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης, ποὺ ἀρχίζει ὅμως νὰ κοντανασαίνει.

Ἂν καὶ μὲ διαφορετικὸ ρυθμό, στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση διαγράφεται ἡ ἴδια κίνηση: Ἐκεῖνο ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνορωμαϊκὴ πνευματικὴ δημιουργία παραμένει ἀκόμα ζωντανὸ καὶ προσελκύει τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴ μελέτη τῶν διανοουμένων τῆς ἐποχῆς εἶναι κυρίως ἡ τεχνικὴ τῆς ἔκφρασης καὶ τοῦ συλλογισμοῦ, ἡ ἀποδεικτικὴ Τέχνη(11) γιὰ νὰ τεθεῖ στὴν ὑπηρεσία τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἡ ἐλεύθερη ἀναζήτηση, ἀνεξάρτητη ἀπὸ ὁποιοδήποτε δόγμα, ἀρχίζει νὰ ὑποχωρεῖ γιὰ νὰ ἐξαφανισθεῖ σὲ λίγο. Ἄλλωστε καὶ ὅταν ἀκόμα οἱ σύγχρονοι διανοητές, θεολόγοι ἢ ἐκπρόσωποι τῆς θύραθεν παιδείας, ἀντλοῦν ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς πηγές, στὶς πηγὲς αὐτὲς ἔχουν ἤδη εἰσαχθεῖ μυστικὰ καὶ ὑπέρλογα στοιχεῖα ποὺ ἔχουν θολώσει τὴν καθαρότητά τους.

Ἀκολουθοῦν οἱ αἰῶνες 7ος-8ος, τόσο στὴν Ἀνατολή ὅσο καὶ τὴ Δύση, κατὰ τοὺς ὁποίους δύσκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ μιλήσει γιὰ σημαντικὲς πνευματικὲς δημιουργίες ἢ γιὰ μεγάλη ἀνάπτυξη καὶ διάδοση τοῦ πολιτισμοῦ. Πρέπει νὰ περιμένουμε τὸν 9ον αἰώνα γιὰ νὰ διαπιστώσουμε τὰ πρῶτα ἀναγεννητικὰ κινήματα ποὺ θὰ ἀναπτυχθοῦν στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες στηριζόμενα στὴν ὁλοένα οὐσιαστικότερη ἐπαφὴ μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς σκέψης(12).

Τὸ κοινὸ χαρακτηριστικὸ τῶν ἀναγεννητικῶν αὐτῶν κινημάτων, εἴτε στὴ Δύση μὲ τὴ λεγόμενη «Καρολιγγιανὴ Ἀναγέννηση», εἴτε στὸ Βυζάντιο μὲ τὸν «Πρῶτο Βυζαντινὸ Ἀνθρωπισμό», εἶναι, νομίζω, ἡ προσπάθεια, παρὰ τὶς κάποτε ἔντονες ἀντιδράσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν παραδοσιακῶν συντηρητικῶν στοιχείων(13), τῆς ἐπανεισαγωγῆς στὶς πνευματικὲς δραστηριότητες κάποιων στοιχείων λογοκρατίας μὲ τὴ γεφύρωση ἀνάμεσα στὴ χριστιανικὴ θεολογία καὶ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, καὶ τὴν διεκδίκηση κάποιας ἀνεξαρτησίας καὶ πρωτοτυπίας στὴ σκέψη(14).

Ἡ μεγάλη ὅμως διαφορὰ ἀνάμεσα στὰ δύο κινήματα ἔγκειται στὴ διαφορετικὴ τους κατεύθυνση καὶ κατάληξη. Στὸ Βυζάντιο, ὅπου ἡ ἐπαφὴ μὲ τὶς ἑλληνικὲς πηγές, ἔστω καὶ ἔμμεση διὰ μέσου τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὲ συχνὲς ἐπιβραδύνσεις καὶ ἀνακοπές, δὲν εἶχε ἐντελῶς ἐκλείψει ἀκόμα καὶ κατὰ τοὺς σκοτεινοὺς αἰῶνες (7ον-8ον)(15). Ὡστόσο κατὰ τὴ νέα, ὁλοένα καὶ πιὸ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὴν ἀρχαία σκέψη ἀπὸ τὸν 9ον αἰώνα καὶ πέρα βρίσκουμε βέβαια ἕνα πλῆθος σοφῶν ποὺ μελετοῦν καὶ ἐκδίδουν τὸν Ὅμηρο καὶ τὰ ἔργα τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη, τοὺς Νεοπλατωνικούς. Ἀκόμα καὶ ὁρισμένες ἀναζητήσεις σχετικὲς μὲ τὴν γνωσοθεωρία ἢ τὴ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία καὶ μεταφυσικὴ δὲν λείπουν ἀπὸ τὰ ἔργα τους. Ἡ γονιμοποίηση ὅμως αὐτὴ μὲ τὴ μελέτη τῶν ἑλληνικῶν πηγῶν δὲν κατέληξε παρὰ σὲ σοφὰ ὑπομνήματα εὐσυνείδητων καθηγητῶν φιλοσοφίας.

Ἡ συγκεντρωτικὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία εἶχε πλήρη συνείδηση τῶν κινδύνων ποὺ ἐνυπάρχουν στὶς ἰδεολογικές-θρησκευτικὲς ἀποκλίσεις γιὰ
τὴν ἑνότητά της καὶ τὴν ἴδια της τὴν ὕπαρξη. Ἡ βυζαντινὴ πολιτικὴ ἐξουσία εἶχε τὴν ἐμπειρία τῶν ἀποκεντρωτικῶν κινημάτων ποὺ προκαλοῦσαν οἱ διάφορες αἱρέσεις, σὲ μεγάλο βαθμὸ ἰδεολογικὲς ἐκφάνσεις πολιτικῶν ἀντιθέσεων τῶν διαφόρων ἐθνοτήτων ποὺ συγκροτοῦσαν τὴν Αὐτοκρατορία ἢ ἀκόμα καὶ κοινωνικῶν ἀγώνων. Ἔτσι, θὰ ἐμπεδώσει τὴν πολιτικὴ της ἑνότητα σὲ μιὰ ἑνιαία ἰδεολογία καὶ θὰ ὑποτάξει στὸ Κράτος τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ θὰ στηρίξει τὴν πολιτικὴ αὐτή. Κύριο μέλημά της θὰ εἶναι ἡ διαφύλαξη τῆς μονολιθικότητας τοῦ δόγματος, ὅπως εἶχε διατυπωθεῖ ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὕστερα ἀπὸ πνευματικοὺς ἀγῶνες ποὺ εἶχαν διαρκέσει κάμποσους αἰῶνες. Ἔτσι, οἱ βυζαντινοὶ θεολόγοι καὶ διανοητὲς δὲν θὰ κινηθοῦν -κι αὐτὸ ὄχι χωρὶς κίνδυνο νὰ θεωρηθοῦν αἱρετικοὶ- παρὰ σὲ πολὺ στενὰ πλαίσια πνευματικῆς ἐλευθερίας. Τὰ ἔργα τους δὲν ξανοίγονται σὲ τολμηρὲς συστηματικὲς πνευματικὲς συνθέσεις ποὺ νὰ προετοιμάζουν νέα φιλοσοφικὰ συστήματα. Τέτοια εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Λέοντα τοῦ Μαθηματικοῦ, τοῦ Φωτίου, τοῦ Ἄρέθα, τοῦ Ψελλοῦ, τῶν οὐμανιστῶν τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων.

Ἡ οὐσιαστικὴ πρωτοτυπία στὴ σκέψη στὸ Βυζάντιο βρίσκεται στὰ ἔργα τῶν μεγάλων του μυστικῶν, τοῦ Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητῆ, τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ, τοῦ Νικολάου Καβάσιλα, γιὰ ν' ἀναφέρω μόνον τοὺς κορυφαίους, πού, παρὰ τὴν κλασσικὴ τους παιδεία, στήριξαν τὴ σκέψη τους στὴν ἄμεση ἐνόραση τῆς θείας ἀνταύγειας, στὴ θεία χάρη, στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση.

Ἄγεται κανεὶς στὴ σκέψη ὅτὶ οἱ κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς συνθῆκες τοῦ Βυζαντίου ἐναρμονίζονταν περισσότερο μὲ τὴν πέραν τοῦ Λόγου παλιὰ πνευματικὴ παράδοση τῆς Ἀνατολῆς ποὺ ἐπενεργεῖ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Νεοπλατωνικῶν, βρίσκει στὴ βυζαντινὴ παραδοσιακὴ ἰδεολογία μικρότερη ἀντίσταση ἀπ' ὅση συνάντησε ἡ γενικὰ λογοκρατικὴ τάση τῶν κλασσικῶν καὶ φθάνει σὲ ὑψηλὰ πρωτότυπα ἐπιτεύγματα. Μολονότι καὶ οἱ τάσεις αὐτὲς δὲν ἀπέφυγαν τὸν κίνδυνο νὰ θεωρηθοῦν αἱρετικές, τελικὰ ἐπιβλήθηκαν.

Διαφορετικὸ χαρακτήρα ἔχουν τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἀναγεννητικῆς κίνησης στὴ Δύση. Ἡ ἀπουσία ἐδῶ ἑνὸς ἑνιαίου συγκεντρωτικοῦ Κράτους, ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Καρόλου, καὶ ἡ ὕπαρξη πολλῶν πνευματικῶν κέντρων ποὺ μποροῦσαν νὰ ὑπολογίζουν στὴν ὑποστήριξη τῶν πολλαπλῶν πολιτικῶν κέντρων ποὺ βρίσκονταν συνήθως σὲ ἀνταγωνισμὸ μεταξύ τους καὶ ὄχι σπάνια μὲ τὸ μεγάλο κέντρο τοῦ καθολικισμοῦ, τὸ Βατικανό, ἐξασφάλιζαν μεγαλύτερα περιθώρια πνευματικῆς ἐλευθερίας στοὺς δυτικοὺς στοχαστές. Τὴν ἐλευθερία αὐτὴ ἐνισχύουν ἴσως καὶ οἱ διαφορετικοὶ δρόμοι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους γνώρισαν τὴν ἑλληνικὴ σκέψη: λατινικὲς μεταφράσεις ἀπὸ τὰ ἑλληνικά, τὰ ἀραβικὰ ἢ τὰ ἑβραϊκά, ἢ ἀργότερα ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ πρωτότυπα, καὶ οἱ πολλαπλὲς ἐπιδράσεις ποὺ συνακολουθοῦν. Σημαντικὸ ρόλο στὴν περισσότερο ἐλεύθερη καὶ ἀμεσότερη ἀνάγνωση τῶν ἑλληνικῶν ἔργων θὰ ἔπαιξε ἐπίσης ἡ ἀπουσία κάποιας παγιωμένης παράδοσης ὑπομνηματιστῶν. Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, στοὺς ὁποίους πρέπει νὰ προστεθεῖ ὁ δυναμισμὸς στὴν ἐξέλιξη τῆς δυτικῆς κοινωνίας ἀπὸ τὸν 11ον αἰώνα καὶ πέρα, ἡ ἐπαφὴ τῶν δυτικῶν διανοητῶν μὲ τὴν ἑλληνικὴ σκέψη κατέληξε σὲ νέες πνευματικὲς συνθέσεις ποὺ προοιωνίζουν τὴ μεγάλη Ἀναγέννηση τοῦ 15ου καὶ 16ου αἰώνα, ποὺ ἔθεσε μὲ τόλμη τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀνθρώπινο Λόγο στὸ κέντρο κάθε πνευματικῆς δράστηριότητας.

Στὴν ὅλη ὅμως κίνηση τῆς Δύσης τὸ Βυζάντιο δὲν φαίνεται ξένο καὶ ὁ ρόλος του δὲν φαίνεται νὰ εἶναι ἀσήμαντος. Σ' αὐτὸ τὸ πρόβλημα θὰ ἤθελα νὰ παρουσιάσω μερικὲς παρατηρήσεις(16).





Σημειώσεις

1. Γιὰ τὸ πολύπλοκο πρόβλημα τοῦ σχηματισμοῦ τῆς πολιτισμικῆς Εὐρώπης καὶ τῆς ἐξέλιξης τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ἀπὸ τὴν ἀπέραντη εἰδικὴ βιβλιογραφία δὲν σημειώνω ἐδῶ παρὰ μερικὰ σχετικὰ πρόσφατα συνθετικὰ ἔργα: Christ Dawson, The Making of Europe, An Introduction to the History of European Unity, London, 1932 (7η ἔκδοση 1946). Γαλλικὴ μετάφραση ὑπὸ τὴν διεύθυνση τοῦ L. Halphen, Les οrigines de l’Europe et de la civilisation européenne, Paris, 1934. J. Calmette, L' effondrement d' un empire et la naissance d' une Europe, Paris 1941. Robert Lopez, Naissance de l’Europe, [Paris], 1962.

2. Ν. Lopez, Op.cit., σελ. 19.

3. Γιὰ τὸν Ἰσίδωρο Κιέβου βλ. H.G. Beck, Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich, München, 1959, σελ. 765-767.

4. Ἀνέκδοτος πανηγυρικός τοῦ αὐτοκράτορας τῆς Γερμανίας Σιγισμούνδου, Νέος Ἑλληνομνήμων, τ. 15, 1921, σελ. 113-126.

5. Ibid. σελ. 123.

6. Ibid. σελ. 124, στ. 8-10: Οἶμαι μὲν οὐδὲν ἄλλο σου τὴν θειοτάτην τρέφειν τύχην ἢ τοῦθ' ὅπως ἁπάσης ἐξαιρήσῃς τοὺς ὀλέθρους καὶ ἐχθίστους χριστιανοῖς ἐκείνοις βαρβάρους τῆς οἰκουμένης.

7. Βλ. Ν. Σβορῶνος, Θρησκεῖες καὶ πολιτισμικὲς ὀντότητες στὴν κεντρικὴ καὶ ἀνατολικὴ Εὐρώπη: Ἡ περίπτωση τῆς ὀρθοδοξίας ἐν Ἀνάλεκτα Νεοελληνικῆς Ἱστορίας καὶ Ἱστοριογραφίας, Ἀθήνα, 1983, σελ. 163-171.

8. H.G. Beck, Op. cit., σελ. 173 κἑξ.

9. Γιὰ τὸ σημαντικὸ αὐτὸ πρόβλημα βλ. Gerhard Podskalsky, Theologie und Philosophie in Byzanz, München, 1977, ἰδιαίτερα σελ. 283 κἑξ. καὶ τὶς σημαντικὲς ἀποχρώσεις ποὺ ἀναπτύσσει ὁ Herbert Hunger, Die Hochsprachliche profane Literatur der Byzantiner, Erste Band, München, 1978, σελ. 42-62 (Philosophie und Theologie), ὅπου καὶ ἡ προηγούμενη βιβλιογραφία.

10. Ἡ σχετικὴ τεκμηρίωση καὶ ἡ πρόσφατη βιβλιογραφία ἔχουν συγκεντρωθεῖ στὸ ἔργο τοῦ Paul Lemerle, Le premier humanisme byzantin, Paris, 1971, σελ. 9-21 (interruption de la culture hellenique en Occident): Ἑλλ. μετάφρ. Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Ὁ πρῶτος βυζαντινὸς οὐμανισμός. Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 1985, σελ. 19-28.

11. Δὲν μπορεῖ βέβαια νὰ θεωρηθεῖ τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ μεγαλύτερος ἀριθμὸς τῶν χειρογράφων τοῦ Ἀριστοτέλη ἀναφέρεται στὴ Λογική του (Ὄργανον). Η. Hunger, Op. cit., σελ. 15 (ὅπου στὴ σημ. 16 ἡ σχετικὴ βιβλιογραφία).

12. Ἀπὸ τὴν πλούσια βιβλιογραφία δὲν ἀναφέρονται ἐδῶ παρὰ οἱ σχετικὰ πρόσφατες μελέτες. Γιὰ τὴ Δύση: Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γενικὲς συνθέσεις ποὺ σημειώνονται στὴ σημείωση 1, ἀναφέρω ἀκόμα τὰ κάτωθι: P. Courcelle, Les lettres grecques en Occident de Macrobe á Cassiodore, Paris, 1943. Ch. Ν. Cochrane, Christianity and classical Culture. A study of Thought and Action from Augustus to Augustine, Oxford University Press, 1944. H. I. Marrou, Histoire de l’education dans l’antiquité, Paris, 1948. H. Steinacker, Die römische Kirche und die griechischen Sprachen Kentnisse des Frühmittelalters. Ἐν Mitteilungen des Inst. für Osterreichischen Geschichtsforschung, τ. 62, 1954, σελ. 28-66. W. Krause, Die Stellung der frühchristlichen Auctoren zur heidnischen Literatur, Wien, 1958. W. Jaeger, Early Christian and Greek Paideia, Cambridge Mass., 1961. P. Riche, Education et culture dans l’Occident barbare (Vle-VIIIe siècle). Πρβλ. καὶ τὶς παρατηρήσεις τοῦ Paul Lemerle, Op. cit., σελ. 9-21: ἑλλ. μετάφρ. σελ. 19-28. Γιὰ τὸ Βυζάντιο: W. Christ-W. Schmid - Ο. Stählin, Geschishte der griechischen Literatur, zweiter Teil, die Nachklassische Periode der griechischen Literatur, Zweite Häfte, von 100 bis 530 nach Christen, München, 1924. Ἀκόμα τὰ προαναφερθέντα ἔργα τοῦ H.G. Beck, Kirche und theologische Literatur, H. Hunger, Die hochsprachliche profane Literatur. Κυρίως, Paul Lemerle, Le premier humanisme byzantin καὶ τοῦ G. Podskalsky, Theologie und Philosophie in Byzanz.

13. P. Lemerle, Op. cit. σελ. 172-176 (ἑλλην. μετάφρ. σελ. 150-152): περίπτωση ἐπίθεσης ἐναντίον τοῦ Λέοντα τοῦ Μαθηματικοῦ ἀπὸ τὸ μαθητή του Κωνσταντῖνο Σικελό. Πρβλ. Η. Hunger, Op. cit. σελ. 43.

14. Γιὰ τὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὶς ἑλληνικὲς σπουδὲς καὶ τὶς προσπάθειες ἀνανέωσης βλ. Η. Hunger, Op. cit. σελ. 42 κἑξ.

15. P. Lemerle, Op. cit. σελ. 74-108 (Ἑλλην. μετάφρ. σέλ. 71-101), 109 (ἑλλ. μετάφρ. 102 κἑξ.), 301-307 (ἑλλ. μτφρ. σέλ. 277-286). Βλ. ἀκόμα τὴ βιβλιογραφία τῆς σημ. 12.

16. Μιὰ γενικὴ ἐπισκόπηση τῆς ἐπίδρασης τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ στὴ Δύση ἀπὸ τὸν 4ον αἰώνα ὣς τὸ τέλος τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας παρουσιάζεται στὸ ἔργο τοῦ Deno John Geanakoplos, Interaction of the "sibling" Byzantine and Western Cultures in the Middle Ages and Italian Renaissance, London, 1976.

Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα