Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός
Στοχασμοί του Δεκαπενταύγουστου
Από το έργο Ενσαρκώσεις του Δόγματος, Εκδόσεις Δόμος
Στοχασμοί του Δεκαπενταυγούστου
Για μας τους Ορθόδοξους, και ιδιαίτερα τους Έλληνες, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου είναι ένας λειτουργικός χρόνος με τελείως δικό του χρώμα και με μια ξεχωριστή πνευματικότητα: καθημερινή Παράκληση στην Παναγία. Νηστεία ήμερη και φιλάνθρωπη, αφού είναι μια εποχή με πλήθος φρούτα και λαχανικά. Και πάνω απ' όλα εξομολόγηση, περισυλλογή κι ετοιμασία για την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Όλο όμως αυτό το δεκαπενθήμερο του εκκλησιαστικού μας έτους δεν θα ήταν αυθεντικά ορθόδοξο, αν δεν είχε κι ένα ακόμη στοιχείο, που να το αγλαΐζει και να το καταξιώνει σε πραγματικά Θεομητορική λατρεία. Αυτό το νέο στοιχείο το δίνει μια Δεσποτική εορτή που παρεμβάλλεται, σχεδόν αθόρυβα θα λέγαμε, στο όλο ιερό σκηνικό του Δεκαπενταυγούστου. Πρόκειται για την εορτή της θείας Μεταμορφώσεως. Γιατί όπως στην εικονογραφία μας δεν θα δήτε πουθενά την Παναγία χωρίς τον Χριστό, έτσι και στη λατρεία και στη θεολογία μας δεν υπάρχει μαριολογία χωριστή κι ανεξάρτητη από τη χριστολογία. Γι' αυτό λοιπόν τον ουσιώδη λόγο, υψώνεται σχεδόν στη μέση του Δεκαπενταυγούστου η δεσποτική εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου.
Ποια όμως βαθύτερη σχέση θα μπορούσε να ενώνει αυτές τις δύο φωτεινές κορυφές, που προσανατολίζουν την πνευματική μας πορεία μέσα στο ιερό δεκαπενθήμερο; Τι σχέση έχει η Μεταμόρφωση με την Κοίμηση; Απαντώντας κατ' αρχήν συνοπτικά σ' αυτό το εύλογο ερώτημα έχομε να πούμε τούτο: Κοινός παρονομαστής καί στα δύο αυτά ιερά συμβάντα της θρησκευτικής μας ιστορίας είναι η έπιμαρτυρία του δυναμισμού της αγάπης, που δεν αφήνει τίποτε στατικό ή νεκρό. Και για να είμαστε ακριβέστεροι, πρόκειται όχι μονάχα για την αγάπη του Θεοό προς τον άνθρωπο, αλλά και του ανθρώπου προς τον Θεό. Μια αγάπη που επιβεβαιώνει με άπειρους τρόπους και με διαρκώς καινούργιες εκπλήξεις ότι ο Θεός είναι Θεός ζώντων και όχι νεκρών (Ματθ. 22,32).
Ας εξηγηθούμε όμως σαφέστερα και αναλυτικότερα: Τι νόημα έχει το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού πάνω στο Θαβώριο όρος; Δεν είναι Θεός ο Χριστός, και μάλιστα ο Υιόs του Θεού του ζώντοs (Ματθ. 16,16); Και δεν είναι ο Θεός άτρεπτος και αναλλοίωτος, χθές και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας (Εβρ.13,8); Αφού λοιπόν δεν μεταβάλλεται και δεν αυξομειώνεται η ουσία του Θεού -όπως συμβαίνει με τα κτιστά και φθαρτά δημιουργήματά Του- τότε τι σημαίνει Μεταμόρφωση στην περίπτωση του Χριστού; ΙΙριν δώσουμε απάντηση σ' αυτά όλα τα πολύ εύλογα ερωτήματα κάθε θρησκευόμενου και σκεπτόμενου ανθρώπου, πρέπει να βεβαιώσουμε ότι θα ήταν κυριολεκτικά βλάσφημο αν σκεπτόμασταν, έστω και για μια μονάχα στιγμή, ότι ο Χριστός έκανε «ταχυδακτυλουργικές» επιδείξεις στα μάτια των έκπληκτων Μαθητών Του. Και πρέπει ακόμη να πούμε ότι και η Γέννησή Του και η Σταύρωσή Του και όλα τα άλλα κεντρικά γεγονότα του επί γης βίου Του δεν ήταν λιγότερο θαυμαστά και υπερφυσικά από την Ανάσταση ή τη Μεταμόρφωσή Του.
Αλλά ας γυρίσουμε ξανά στο αρχικό μας ερώτημα: Τι μετεμορφώθη από τον Χριστό πάνω στο Θαβώρ; Μας το λέει σαφέστατα το κείμενο του ιερού Ευαγγελίου: Και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον Αυτού ωs ο ήλιος, τα δε ιμάτια Αυτού εγένετο λευκά ως το φως (Ματθ. 17,2-3).
Το «πρόσωπό» Του λοιπόν από τη μια μεριά, και τα «ιμάτια» Του από την άλλη ήσαν εκείνα που άλλαξαν, που έλαμψαν και μεταμορφώθηκαν, ώστε να κάμουν τους παρευρισκομένους Μαθητές να θαμβωθούν και να τρομάξουν από το εκτυφλωτικό και άκτιστο φως, που αποκάλυψε σε μια αστραπιαία στιγμή τη θεϊκή δόξα.
Δεν μετεμορφώθη λοιπόν η θεία ουσία του Χριστού, αλλά μονάχα φωτίσθηκε κι έγινε τελείως διαφανές ό,τι ανθρώπινο είχε η μορφή Του: Το πρόσωπο και τα ιμάτιά Του. Κι αν ρωτήσει κανείς: γιατί όλα αύτά; του απαντούμε: Για να υπενθυμίσει στον άνθρωπο το δυναμισμό της θείας αγάπης, που δεν επιτρέπει να ολιγοπιστήσουμε μήτε μπροστά στα πιο πικρά αδιέξοδα της ζωής. Άλλωστε το υπογραμμίζει ιδιαίτερα αυτό το στοιχείο ο υμνογράφος της θείας Μεταμορφώσεως, όταν λέγει: «ίνα θεωρήσαντες τα θαυμάσιά Σου, μη δειλιάσωσι τα παθήματά Σου».
Μεταμορφούμενος λοιπόν ο Θεάνθρωπος ήταν σαν να έλεγε τά εξής στον άνθρωπο: «όπως έγινα ορατός ο αόρατος, χωρητός o αχώρητος, περιγραπτός ο απερίγραπτος, άνθρωπος ο Θεός, για να σε πλησιάσω όσο γινόταν περισσότερο και να σε σώσω, έτσι δεν θα πάψω να αγρυπνώ συνεχώς από πάνω σου ως την τελική λύτρωσή σου, αρκεί να μην ξεχάσεις ποτέ ότι η αγάπη μου είναι πάντα έτοιμη να κάμει τα πάντα για σένα».
Ανάλογο είναι και το μήνυμα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Και η Μετάστασή Της από τα φθαρτά εις τα αιώνια ήταν κι αυτή μια άλλη μεταμόρφωση, που έδειξε ότι πέρα από τα ορια του φυσικώς δυνατού απλώνεται η παντοδυναμία της αγάπης που δένει τον Δημιουργό με το δημιούργημα.
Ο δυναμισμός λοιπόν της θείας αγάπης εν πλήρει δράσει κι εδώ, ώστε θαυμάζοντας ο υμνωδός να υπομνηματίζει επιγραμματικά και πάλι: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν Σοι, Παρθένε άχραντε...».
Αλλά μήπως και στη ζωή του καθενός από μας, δηλαδή του κάθε κοινού ανθρώπου, ο ίδιος δυναμισμός της αγάπης του Θεού δεν είναι πού προκαλεί πλήθος μεταμορφώσεων; Η μετάβασή μας από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, η εξέλιξή μας από έμβρυο σε νεογνό, η ανάπτυξή μας από νήπιο σε ολοκληρωμένο άνθρωπο που μιλά, σκέπτεται, αμαρτάνει, μετανοεί και αναγεννάται επιστρέφοντας στη μητρική γη από την οποία επλάσθη, όλα αυτά, τα καθημερινά και τα μεγάλα, δεν είναι άπειρες μεταμορφώσεις που τις καθιστά δυνατές μόνο του Θεού η αγάπη; Ποιος δίνει τη δύναμη στο ληστή, στον τελώνη, στον άσωτο και στον απελπισμένο να ξαναγυρίσει στους κόλπους του Θεού, αν όχι ο δυναμισμός της θείας αγάπης;
Κορυφαίο λοιπόν και απρόσιτο ορόσημο στη ζωή μας η Μεταμόρφωση του Χριστού. Επίσης ιερή και απλησίαστη για μας τους αναξίους η Μετάσταση της Θεοτόκου, που κι αυτή ήταν μια άλλη ιερή μεταμόρφωση. Όμως και τα δύο αυτά ιερά γεγονότα αποτελούν εγγύηση και παρηγορία ότι ο ίδιος Θεός της αγάπης θα μεταμορφώσει σε άφθαρτο και από τον καθένα μας ό,τι Του εμπιστευθεί με πίστη ακράδαντη και με ταπείνωση τελεία. Γιατί ασφαλώς δεν ξεχνούμε τη θεμελιώδη Του επαγγελία, που είναι συγχρόνως παράγγελμα και ευαγγελισμός: ιδού καινά ποιώ πάντα (Αποκ. 21,5).
|