Ιωάννης Στεφανόπολι
Το σχολείον παράγων της Εθνικής αφυπνίσεως
Πρώτη δημοσίευση: L’ Hellenisme Contemporain, Δ/ση ύλης: Διονύσιος Ζακυθινός, Αθήναι 1953
Κεφάλαιο V
ΚΑΙ ΟΛΙΓΑ ονόματα σχολείων. Φημισμένα εις τον καιρό των μένουν αλησμόνητα διά τον κύκλον της επιρροής των ή τα ονόματα των ανδρών όπου έθρεψαν. Και πρώτη η «πότνια μήτηρ», η Μεγάλη του Γένους Σχολή, κληρονομία του Βυζαντίου. Μόλις ανεδείχθη Εθνάρχης από τον Μωάμεθ τον Κατακτητήν, αμέσως εις τα 1453, ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος εφρόντισε να αναδιοργανώση την βυζαντινήν σχολήν. Την Πατριαρχικήν Ακαδημίαν, όπως ωνομάσθη κατ’αρχάς. «Αν και δεν είχε αναγνωρισθή από την κυβέρνησιν, γρήγορα απέκτησε μεταξύ των Ελλήνων φήμην λαμπράν. Τα αρχαία ελληνικά, η φιλοσοφία και τα γράμματα εδιδάσκοντο με μεγάλην επιμέλειαν. Οι σοφώτεροι άνδρες εφιλοδοξούσαν να διδάξουν(32). Με το όνομα Μεγάλη του Γένους Σχολή, εξειλίχθη σύμφωνα με τας ανάγκας και τας προόδους των χρόνων, έγινε το φυτώριον διαπρεπών ιεραρχών και λαϊκών που ανέβησαν εις υψηλά αξιώματα της Αυτοκρατορίας ή διεκρίθησαν εις άλλους κλάδους της κοινωνικής δράσεως, έγινε η κυψέλη που εγέννησε όλα τα άλλα σχολεία της Πόλεως και των πέριξ. Μένει, ύστερα από πεντακόσια έτη, το ανώτερον λύκειον όπου εμόρφωσε και εξακολουθεί να μορφώνη γενεάς Ελλήνων εις την νέαν παιδείαν.
Η 'Αθωνιάς 'Ακαδημία η οποία ιδρύθη τον 18ον αιώνα με την σκέψιν να φέρη εις τα επίπεδα της βυζαντινής εποχής τα σχολεία που εφυτοζωούσαν εις τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, έλαμψε για μια στιγμή -όσον καιρόν την διηύθυνε ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο οποίος εδίδασκε θεολογίαν φιλοσοφίαν, φυσικήν και μαθηματικά. Όταν έφυγε, η σχολή κατέπεσε και δεν εσηκώθηκε πλέον.
Εις την πόλιν των Ιωαννίνων χρεωστεί η Ελλάς την αναγέννησιν της παιδείας της, λέγει ο Κούμας. Από τα σχολεία των Ιωαννίνων, λέγει ο Νεόφυτος Δούκας, έρρευσαν ρυάκια τα οποία επότισαν την διψασμένην Ελλάδα. Αρχαίον κέντρον παιδείας επί των Δεσποτών της Ηπείρου, τα Ιωάννινα χρεωστούν την ιδική των αναγέννησιν εις τους πλουσίους Γιαννιώτες της Βενετίας. Εις τον Επιφάνειον Ηγούμενον, την πρώτην σχολήν την οποίαν ήλθε και ίδρυσε ο ίδιος εις τα 1647, καθώς και μίαν άλλην κατόπιν εις τας Αθήνας. Εις τους Γκιόνμας την λεγομένην Μεγάλην. Εις τους αδελφούς Μαρούτση την «Μαρουτσαία» από το όνομά των. «Μαθηταί των Ιωαννίνων υπήρξαν διδάσκαλοι εις Μέτσοβον, Τρίκκην, Λάρισαν, Τύρναβον, Θεσσαλονίκην, Αδριανούπολιν, αι οποίαι πόλεις εσύστησαν σχολεία μετά το των Ιωαννίνων. Εις όλα τα σχολεία και εις την Κωνσταντινούπολιν μετεφέρθησαν αι επιστημονικαί γνώσεις από των Ιωαννίνων σχολείων» (Κούμας). Το νέον πνεύμα, τας νέας μεθόδους, τας έφερε ο Ευγένιος Βούλγαρις, όταν οι Μαρούτσηδες τον διώρισαν πρώτον διευθυντήν της σχολής των. Και όταν η κατάλυσις της Ενετικής Δημοκρατίας έφερε την καταστροφή των ελληνικών περιουσιών από τας οποίας ετροφοδοτείτο η εκπαίδευσις εις την Ήπειρον, άλλοι Ηπειρώται, από την Ρωσίαν αυτοί, εφρόντισαν να διατηρήσουν την φήμην και την δράσιν των Ιωαννίνων. Η Καπλάνειος σχολή, δωρεά του Ζώη Καπλάνη, επήρε την θέσι της Μαρουτσαίας και η Ζωσσιμαία ιδρύθη από τους Ζωσσιμάδας όταν όλα τα σχολεία κατεστράφησαν εις τα Ιωάννινα κατά τον πόλεμο του Αλή-πασα εναντίον του Σουλτάνου.
Ο Ζυγομαλάς εκατηγορούσε εις τον Κρούσιον τας Αθήνας και τους Αθηναίους διά την μεγάλη των αμάθεια, την «διάλεκτόν των» την χειρότερη από όλας τας «εβδομήντα διαλέκτους της Ελλάδος». Ίσως υπερβολικά. Βέβαια αι Αθήναι δεν είχαν πλέον σχολεία καθώς εκείνα όπου εσπούδασαν οι Χαλκοκονδύλαι κατά την εποχήν της Αλώσεως, δεν είχαν καν δημόσια σχολεία. Αλλ’εις τας αρχάς του l7ου αιώνος, υπήρχαν μαθηταί εις θέσιν να παρακολουθούν τα μαθήματα του Θεοφίλου Κορυδαλλέως, ο οποίος όταν επέστρεψε από την Ιταλίαν έφερε εις την Ελλάδα την συστηματικήν σπουδήν της φιλοσοφίας αρχίζοντας από τας Αθήνας, την γενέθλιόν του πόλιν(33). Ένα εις τον l7ον αιώνα και ένα εις τον 18ον, αι Αθήναι απέκτησαν δύο δημόσια σχολεία με χρήματα Ελλήνων της Βενετίας. Αλλ’εις τας Αθήνας εγεννήθη και κάτι περισσότερον το 1813. Η «Φιλόμουσος Εταιρεία» με τον σκοπόν «να ιδή να επανέλθουν αι επιστήμαι εις το Λύκειον καί την αρχαίαν Ακαδημίαν των», αλλά και με τον σκοπόν να καλλιεργήση κάτω από την επιφάνειαν της φιλολογίας την ιδέαν της πατρίδος. Το «Ελληνικόν Λύκειον της Παιδείας» την ηκολούθησε εις την Μολδοβλαχίαν και από τα πρώτα μέλη της Φιλομούσου υπήρξε ο λόρδος Γκύλφορντ(34).
Η σχολή της Δημητσάνας, ίδρυμα δύο σοφών και δραστηρίων καλογήρων έδωσε εις τον Ελληνισμόν εξ πατριάρχας, είκοσι μητροπολίτας και επισκόπους και πολλούς αξιωματούχους της Υψηλής Πύλης. Έδωσε τον Γερμανόν Παλαιών Πατρών τον επίσκοπον που ήγειρε το 1821 την σημαία της Επαναστάσεως και τον Γρηγόριον Ε', Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, τον αρχηγόν της Εκκλησίας που εκρεμάσθηκε από τους Τούρκους ως αρχηγός του επαναστατημένου Έθνους. Η σχολή εστέγαζε εις τα κτίριά της τριακοσίους μαθητάς από όλην την Ελλάδα, μαζί με τους διδασκάλους των. Και είχε πλουτισθή με την βιβλιοθήκην της γειτονικής μονής του Φιλοσόφου, ονομαστής άλλοτε διά το σχολείον της, αλλά τότε εις πλήρη παρακμήν.
Ιάσσι, Βουκουρέστι. Δύο κέντρα, εις τα μεγάλα κέντρα παιδείας ελληνικής, την Μολδαβίαν και την Βλαχίαν υπό τους Έλληνας Φαναριώτας ηγεμόνας. Παλαιά υπόθεσις η ελληνική επιρροή εις τας Παραδουναβίους, από τον καιρόν των Ρουμάνων πριγκήπων. Παλαιά τα σχολεία, συχνά μικτά ελληνορουμανικά. Του Βουκουρεστίου και του Ιασσίον αι ακαδημίαι, όπως ελέγοντο, εχρονολογούντο από τον 17ον αιώνα. Παλαιοί οι πνευματικοί δεσμοί με την Κωνσταντινούπολιν. Εις την Μεγάλην του Γένους Σχολήν είχε σπουδάσει ο Δημήτριος Καντεμίρ, Ρουμάνος ηγεμών της Μολδαβίας κατά το 1711, συγγραφεύς διαφόρων ιστορικών έργων, αλλά και της Ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου έλεγε: «Κατά τον τελευταίον τούτον αιώνα η Ελλάς παρήγαγε πνεύματα εφάμιλλα με εκείνα των αρχαίων σοφών της». Σχολεία νέα, ελληνικά(35) βοηθήματα εις σχολεία υπάρχοντα, τυπογραφεία ελληνικά εις το Βουκουρέστι και το Ιάσσι, υποτροφίαι διά τα Πανεπιστήμια της Δύσεως και τας Ακαδημίας της Ρωσίας, συρροή λογίων και διδασκάλων σημειώνουν την διάβασιν των Φαναριωτών. Υπό την προστασίαν των εφάνησαν εις το Βουκουρέστι και το Ιάσσι τα πρώτα νεοελληνικά θέατρα όπου έλληνες ηθοποιοί έπαιζαν έργα γραμμένα ή μεταφρασμένα εις την νεωτέραν ελληνικήν γλώσσαν.
Η σχολή των Κυδωνιών υπήρξε κατά γράμμα ένας φωτεινός διάττων αστήρ. Από την λάμψι της, η πόλις μαζί με την οποίαν σχεδόν εγεννήθη(36), επωνομάσθη Νέα Μίλητος. Η βιβλιοθήκη, ο πλούτος των οργάνων φυσικής και χημείας, το τυπογραφείον, δώρον του Didοt, έδωσαν «τω κατά τας Κυδωνίας Ελληνομουσείω» μίαν θέσιν ξεχωριστή εις την εκπαίδευσιν. Μαθηταί έτρεχαν από όλα τα ελληνικά μέρη και ξένοι ακόμη(37). Έπειτα έπεσε επάνω εις την πόλιν και την σχολή της η ανεμοζάλη του 1821.
Με το 1733 χρονολογείται η ιδρυτική πράξις της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης. Υπογεγραμμένη από τρεις προκρίτους που υπόσχονται και ορκίζονται «να προφυλάττωμεν το ρηθέν σχολείον εις όλα τα αναλώματα όπου να ευρίσκεται εις αφιέρωμα Θεώ εις προκοπήν των παιδιών μας και εις προσερχομένους πάντας ξένους ενδεείς και απόρους ανεωγμένον». Συνέχιζε σχολείο παλαιότερο, έγινε και έμεινε το μεγαλύτερο εκπαιδευτικόν ίδρυμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού ως τα γεγονότα του 1922. Εκαυχάτο ότι είχε μαθητήν τον Αδαμάντιον Κοραή.
Αλλ’ εις την πατρίδα του Κοραή την Χίον εύρισκε έναν ισχυρότατον αντίπαλον.
Οι Γενουήσιοι, κάτοχοι της Χίου από το 1346, παρέδωσαν την νήσον εις τον Πιαλή-πασά κατά το 1565 χωρίς αντίστασι. Χάρις εις αυτόν της εδόθη μία σχεδόν αυτονομία. Ελεύθεροι να μορφώνωνται κατά την γνώμην των, πλούσιοι από το εμπόριον και την ναυτιλίαν, οι Χιώται διατηρούσαν κατά τον 16ον αιώνα -τον αιώνα της μεγάλης αμαθείας της Turcοgraecia- σχολήν όπου εδιδάσκοντο εκτός από τα εγκύκλια μαθήματα, η φιλοσοφία και αι επιστήμαι, ιδίως η ιατρική. Εις τον 17ον υπήρχαν δύο σχολεία δημόσια εις την πόλιν της Χίου. Ενώθησαν και εσχημάτισαν το Γυμνάσιον, αμέσως διάσημον εις όλην την Ανατολήν διά τους διδασκάλους του(38), το χημείον του, την βιβλιοθήκην του με 12.000 τόμους, το τυπογραφείον του. Είχε 700 μαθητάς την εποχήν της μεγάλης σφαγής από τους Τούρκους.
Εις την Ζαγορά, το χωριό του Πηλίου, εμπρός εις τον ανοικτόν ορίζοντα του Αιγαίου, ένα πέτρινο σπιτάκι εκηρύχθη από την νέαν Ελλάδα μνημείον ιστορικόν. Ο Ρήγας Φεραίος εσπούδασε εκεί πριν φύγη διά τας Παραδουναβίους Ηγεμονίας, διά το εθνικό του κήρυγμα, με το μεγάλο όραμα εμπρός του: ένα ελεύθερο Ελληνικό Κράτος -είχε γράψει και το «Πολίτευμά» του(39)· μίαν ελεύθερη Βαλκανικήν Ομοσπονδίαν όπου εκαλούσε εις συναγερμόν όλους τους υποδούλους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους.
Περίπου εκείνον τον καιρόν ο Εμμανουήλ Ξάνθος είχε τελειώσει τας σπουδάς του εις την σχολήν της Πάτμου, την μεγάλην και ιεράν από την θέσι της πλησίον εις το Σπήλαιον της Αποκαλύψεως την φημισμένην από τους αξίους διδασκάλους της. Αλλ’όχι διά να πάρη τον δρόμο της Εκκλησίας ή των γραμμάτων. Έμπορος, μαζί με άλλους δύο εμπόρους, όχι μεγαλυτέρας ολκής από αυτόν, μαζί με τον Σκουφά και τον Τσακάλωφ, ίδρυσαν την Φιλικήν Εταιρείαν, την διεσκόρπισαν κρυφά παντού όπου εζούσαν Έλληνες διά να ετοιμάση την Επανάστασιν του Εικοσιένα.
Διότι η δραματική ιστορία της Ελληνικής παιδείας εις τον Τουρκοκρατούμενον Ελληνισμόν επλησίαζε εις την λύσιν. «Ω! πόση διαφορά -εξακολουθούσε ο Κωλέττης(40). -Μεγάλη, ω αδελφοί μου, μεγαλοτάτη και καθ’εκάστην προς το κρείττον φέρεται.... Εις τα σχολεία.... οι μαθηταί, αφού ανέγνωσαν τον ηδύτατον Ξενοφώντα, τον νουνεχή Πλούταρχον και τους λοιπούς ιστορικούς και φιλοσόφους των προγόνων μας, εγνώρισαν τον βόρβορον της τυραννίας και κλαίουσι πικρώς διά την δυστυχίαν της πατρίδος μας, δεν προφέρουσι πλέον το όνομα της ελευθερίας με τον φόβον μήπως και τους ακούσουν....».
Την μεγάλην λέξιν, το μακρυνό σημείον που είχε οδηγήσει το Έθνος, όλοι την επρόφεραν. Παντού. Υψηλόφωνα. Εις τα 1808, ο Νικηφόρος Μόρος, διδάσκαλος εις το σχολείον των Ψαρών, του τραγικού ύστερα απ’ολίγον νησιού, επροφήτευε: «Ημείς θα ελευθερωθώμεν· όσας ημέρας έχει το έτος, τόσους χρόνους θα κάμωμεν υπό τον ζυγόν· πλησιάζουν αυτά τα έτη να τελειώσουν, πλησιάζει και η ελευθερία του Έθνονς»(41)!
Οι διδάσκαλοι είχαν φέρει εις πέρας την αποστολήν των. Σκοπός ήτον η δράσις και όλα ήσαν τώρα έτοιμα διά την δράσιν. Ο Ρήγας Φεραίος είχε δώσει το νέον σύνθημα και η Φιλική Εταιρεία το ειχε μεταφέρει εις όλον τον Ελληνισμό.
Καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή
Παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.
Επειδή δεν έβλεπε μεγαλυτέραν τιμήν να προσφέρη εις τους μαχητάς του πνεύματος, το Έθνος απένειμε σ’αυτούς, μόνον σ’αυτούς, έναν τίτλον ευγενείας: Διδάσκαλοι του Γένους. Έναν τίτλον που δεν έχει όμοιον εκτός από εκείνον του ανωνύμου δασκάλου του κρυφού σχολειού. Αγνώστου Στρατιώτου που περιμένει το μνημείον του.
«Ενώ το πυρ και ο σίδηρος των αρματωλων-κλεφτών διετήρουν ακμαίον το πολιτικόν μένος της φυλής, υπό τας αμυδράς ακτίνας νυκτερινής λυχνίας ο πτωχός διδάσκαλος ενεστάλαξεν εις την καρδίαν της ελληνικής νεολαίας τα ζωογόνα ρείθρα της αρχαίας μαθήσεως. Τοιουτοτρόπως οι αφανείς μεν αλλ’ αείμνηστοι διδάσκαλοι των ελληνικών γραμμάτων παρεσκευασαν την ημέραν της εθνικής εξεγέρσεως όσον και οι λεοντόκαρδοι μαχηταί των ελληνικών ορέων». -Αυτά τα είπε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο μεγάλος ποιητής, ο μεγάλος Επτανήσιος πατριώτης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
32. Ιάκωβος Ρίζος ο Νερουλός, Litterαture grecque mοderne.
33. Ο Κορυδαλλεύς εδίδαξε κατόπιν εις την Ζάκυνθον, «άστρον ουκ αμυδρόν της φιλοσοφίας», όπως τον αποκαλεί ο Βούλγαρης. Η μέθοδός του διετηρήθη έως τον 18ον αιώνα.
34. Το όνομα του Λόρδου Φρειδερίκου Γκύλφορντ συνδέεται στενώτατα με την ανάπτνξιν της παιδείας εις τας Ιονίους Νήσους. Η Επτάνησος, μόνη από τας ελληνικάς χώρας δεν είχε πέσει ποτέ εις τον κύκλον της Τουρκοκρατίας. Είχε μείνει πεντακόσια έτη υπό το κράτος της Βενετίας, έως ότου κατά τα 1797 η συνθήκη του Campο-Fοrmiο την παρέδωσε εις την Γαλλίαν. Αλλ’εις τα επτά αυτά νησιά, τα καθαρότατα ελληνικά, η Δημοκρατία είχε διαρκώς αρνηθή τας εκπαιδευτικάς ελευθερίας που ανεγνώριζε εις την ελληνικήν κοινότητα της Βενετίας.
«Φοβουμένη (η ενετική κυβέρνησις της Επτανήσου) την υπεροχήν του ελληνικού πνεύματος, προσεπάθησε να κατισχύση διά της αμαθείας εφ’ω και ουδέποτε επέτρεψε την σύστασιν δημοσίων σχολείων», ήτον η εξήγησις όπου έδιδε ο Βιάρος Καποδίστριας εις ένα υπόμνημά του του 1815 προς τον λόρδον Castlereagh. Κανέν δημόσιον εκπαιδευτικόν σύστημα, ούτε λύκειον, ούτε γυμνάσιον, ούτε προκαταρκτικόν σχολείον, ούτε βιβλιοθήκη, ούτε τυπογραφείον, ούτε καν βιβλιοπώλης υπήρχε εις την Κέρκυραν, μαρτυρεί ο Μαρίνος Πιέρης εις την αυτοβιογραφίαν του, η οποία είναι του τέλους του 18ου αιώνος. Εις τας αρχάς του 19ου, τα βιβλία γραμματικής και τα λεξικά επωλούντο εις τα φαρμακεία και αυτά τα διατάγματα της κυβερνήσεως εδημοσιεύοντο εις χειρόγραφα. Το πρώτον τυπογραφείον εις την Κέρκυραν ιδρύθη το 1803.
Η εκπαίδευσις ήτον ιδιωτική υπόθεσις εις τας Ιονίους Νήσονς, καθώς και εις τους άλλους ελληνικούς τόπους όπου η Βενετία εκυριάρχησε διά πολύν ή ολίγο καιρό. Η μόνη παραχώρησις όπου επέτυχε από το Συμβούλιον των Δέκα μία πρεσβεία που εστάλη το 1546, υπήρξε ο διορισμός ενός έλληνος διδάσκαλον εις κάθε νησί -δύο ή τρεις εις την Κέρκυραν με μισθόν πληρωμένον από την τοπικήν κυβέρνησιν. Όσοι δεν ήθελαν να μείνουν με την ιδιωτική διδασκαλίαν επήγαιναν και εσυμπλήρωναν τας σπουδάς των εις τα Πανεπιστήμια της Ιταλίας, επέστρεφαν διδάκτορες της ιατρικής, των νομικών, της φιλοσοφίας. Aι προσπάθειαί των να ιδρύσουν κέντρα διανοουμένων δεν έφεραν σπουδαία αποτελέσματα. Πρώτη ιδρύθη κατά το 1656 η Ακαδημία των εξησφαλισμένων, l' Academia degli Assicurati μέ το ιταλικό όνομα που υπεχρεώθη να έχη. Κατόπιν η Ακαδημία dei Fertili και εις τα 1732 η Ακαδημία των Περιπλανωμένων, του «Quοs Phοebus errantes vοcat», αινιττομένη, κατά τον Θ. Βελλιανίτην, «την διασποράν των πρώτων ακαδημαϊκών τους οποίους διά της φωνής αυτού συνήθροιζε ο Θεός της ποιήσεως». Εις τα 1807, η Ιόνιος Εταιρεία, πραγματικό Ινστιτούτον, ιδρύθη από τους Γάλλους, οι οποίοι εισήγαγαν εις την Επτάνησον την ελευθερίαν της δημοσίας εκπαιδεύσεως.
Επί της Αγγλικής Προστασίας, με την βοήθειαν της γενναιοδωρίας του λόρδου Γκυλφορντ και της επιρροής του εις τους Άγγλονς πολιτικούς, άνοιξε εις την Κέρκυραν το 1824, το πρώτο ελληνικόν Πανεπιστήμιον, η Ιόνιος Ακαδημία, σύμφωνα με μίαν απόφασιν της νεοσυστημένης Ιονίου Πολιτείας.
35. Ένα χρυσόβουλλον του ηγεμόνος Αλεξάνδρου Υψηλάντου ευρίσκεται ολόκληρον εις τα Εκκλησιαστικά και Πολιτικά του ομωνύμου του Αθανασίου Υψηλάντου. Ο ηγεμών εκανόνιζε τον οργανισμόν και τα χρηματικά μέσα του ελληνικού σχολείου του Βουκουρεστίου, το οποίον είχε εύρει εις κακήν κατάστασιν. Το χρυσόβουλλον είναι χαρακτηριστικόν διά την λειτουργίαν ενός λυκείου την εποχήν εκείνην.
«Διδασκάλους δε καθιστάναι τον αριθμόν εννέα... δύο μεν των γραμματικών, δύο δε των μαθηματικών, ήτοι αριθμητικής, γεωμετρίας, αστρονομίας, προς δε και ιστορίας· ένα δε των φυσικών, ένα δε των θεολογικών και τρεις των διαλέκτων λατινικής, γαλλικής και ιταλικής... Πρόνοιαν δε άμα ποιούμενοι και των απόρων και ενδεών μαθητών ως αν απηλλαγμένοι ούτοι πάσης άλλης φροντίδος και ασχολίας των προς το ζην αναγκαίων ένεκεν εγκύπτειν έχωσιν ενδελεχώς τη των μαθημάτων σπουδή». Διά τούτο δέκα πέντε μαθηταί εις καθεμίαν των πέντε τάξεων, εβδομήντα πέντε το όλον, θα ελάμβαναν την τροφήν και τα αναγκαία ενδύματα. Προηγουμένως, διά να στεγάση το σχολείον ο Υψηλάντης «ανήγειρε εκ βάθρων τιτανόκτιστον οικοδόμημα πολυέξοδον.... πάντα δι’ ιδίας δαπάνης και εξόδων».
36. Αι Κυδωνίαι, το Αϊβαλί των Τούρκων, εκτίσθηκαν εις την ασιατικήν παραλίαν απέναντι της Μυτιλήνης κατά τα μέσα του 18ου αιώνος. Με ταχύτητα θαυμαστήν, χάρις εις την φυσική των θέσι, ανεδείχθησαν εις σπουδαίον εμπορικόν λιμένα.
37. Ο Didot, o οποίος ήκουσε ελληνικά μαθήματα εις τας Κυδωνίας, έδωσε είς το Vοyage dans le Levant το κείμενον ενός «Ψηφίσματος» των μαθητών της σχολής με σκοπόν να ομιλούν την αρχαίαν ελληνικήν γλώσσα. «Επιμελείσθαι έκαστον ημών ελληνιστί όσον οίον τε συνδιαλέγεσθαι· ος δ’αν μη εθέλη τούτο σελίδα Ομηρικήν ενώπιον ημών ιστάμενος απαγγέλλων αποτισάτω τίμημα». Οι «ταύτα ψηφισάμενοι» είχαν πάρει ένα αρχαίον όνομα ο καθένας. Ο Γάλλος συμμαθητής υπέγραψε Ανάχαρσις....
38. Τα γαλλικά γράμματα εδίδαξε από το 1816 έως το 1818 ο Jules David, υιός του μεγάλου ζωγράφου David, πρώην υποπρόξενος και έπαρχος επί Αυτοκρατορίας. Εις την Χίον ενυμφεύθη μίαν ελληνίδα. Επέστρεψε εις το Παρίσι το 1820 και εδημοσίευσε τον Συνοπτικόν παραλληλισμόν της Ελληνικής αρχαίας και νέας (το χειρόγραφον ευρίσκεται εις την Εθνικήν Βιβλιοθήκην Αθηνών) και κατόπιν μίαν μέθοδον διά τηv σπουδήν της νεωτέρας ελληνικής, η οποία μετεφράσθη εις τα αγγλικά και γερμανικά.
39. Το άρθρον 22 του Πολιτεύματος έγραφε: «Όλοι χωρίς εξαίρεσιν έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα. Η πατρίς έχει να καταστήση σχολεία εις όλα τα χωρία διά τα αρσενικά και τα θηλυκά παιδιά. Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή, με την οποίαν λάμπουν τα ελεύθερα έθνη. Να εξηγούνται οι παλαιοί ιστορικοί συγγραφείς, εις τας μεγάλας πόλεις να παραδίδεται η Γαλλική και η Ιταλική γλώσσα η δε Ελληνική να είναι απαραίτητος». Πρώτην φοράν, μέσα εις τόσους αιώνας και τόσα σχολεία γίνεται λόγος διά γυναικείαν εκπαίδευσιν. Εις την περιγραφήν του του σχολείου ο Pοuqueville προσθέτει: «Όσον διά τα κορίτσια δεν λαμβάνουν καμμίαν μόρφωσιν, εκτός από να μαθαίνουν μερικά οικιακά έργα». Τω όντι η αγραμματοσύνη ήτον μεγάλη εξόν από το Φανάρι. Εκεί αι γυναίκες ελάμβανον ανωτέραν μόρφωσιν. Οι σύγχρονοι λέγουν διά την μητέρα του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, ότι έγινε ονομαστή, τόσον ώστε ήρχοντο περιηγηταί από την Ευρώπην και συνομιλούσαν μαζί της και εθαύμαζαν την σοφίαν της.
40. Συνέχεια του αποσπάσματος της Νομαρχίας. Ίδε σελ. 248.
41. Ζησίου, Οι Διδάσκαλοι του Γένους.
|