Πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε
Εἰσαγωγὴ* στὴ «Μυσταγωγία» τοῦ Ἁγ.Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικά Ἰγνάτιος Σακαλῆς
Ἀθῆναι, Ἀποστολικὴ Διακονία, 1997 [Γ’ἔκδ. ]
Ὁ ἀγῶνας κατὰ τοῦ μονοθελητισμοῦ
Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ 634, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐνδιαφέρεται ὅλο καὶ πιὸ πολὺ γιὰ τὴ μονοθελητικὴ ἔριδα ποὺ φάνηκε στὸν ὁρίζοντα.
Ἄν, μὲ τὴν ἀνασκευὴ τοῦ ὠριγενισμοῦ, ἔσωσε τὴ χριστιανικὴ πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ μιὰ θεωρητικὴ βάση ποὺ στεροῦσε τόσο τὸ Θεό, ὅσο καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ τὴν ἐλευθερία καὶ ἀπογύμνωνε τὴ γήινη ὕπαρξη ἀπὸ τὴ θετική της ἀξία, καταδικάζοντάς τὴν σ' ὅλο τὸ βάρος μιᾶς μοιραίας κυκλικῆς κίνησης, μὲ τὴν ἀνασκευὴ τοῦ μονοενεργητισμοῦ καὶ τοῦ μονοθελητισμοῦ θὰ σώση τὴν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπινων ὄντων ἀπὸ ἕνα θεῖο ντετερμινισμό, ποὺ θὰ στεροῦσε ἐξίσου αὐτὰ τὰ ὄντα ἀπὸ τὴν ἀξία τους καὶ θὰ ὑποδήλωνε τὴν ἀνικανότητα τοῦ Θεοῦ νὰ δημιουργήση ὄντα ἐλεύθερα καὶ νὰ διατηρήση μ' αὐτὰ μιὰ σχέση πραγματικῆς ἀγάπης. Ἀνάμεσα στοὺς δύο ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Μαξίμου ὑπάρχει ἕνας βαθὺς ἐσωτερικὸς σύνδεσμος.
Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔμεινε ὥς τὸ 646 στὴν Καρχηδόνα, διατηρῶντας ἀγαθὲς σχέσεις μὲ τοὺς κυβερνῆτες Πέτρο τὸν Ἐπιφανῆ καὶ Γεώργιο, ποὺ διατηροῦσαν κάποια ἀνεξαρτησία ἀπέναντι στὸν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου.(50) Ὥς τὸ 638 οἱ δύο ἀντιμαχόμενες μερίδες κρατοῦσαν κάποια ἀνακωχή, ἀποφεύγοντας νὰ κηρύξη ἡ μιὰ τὴν ἄλλη ἀντίπαλό της καὶ νὰ ἐπιμείνουν στὴ μιὰ ἢ στὶς δύο ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ. Ἡ φιλονικία ἀνάβει στὶς ἀρχὲς τοῦ 638, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος δημοσιεύη τὸ διάταγμα «Ἔκθεσις», μὲ τὸ ὁποῖο, ἐπιτάσσοντας ἐκ νέου σιωπὴ πάνω στὸ ζήτημα ἂν ὑπάρχουν μία ἢ δύο ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ, ἐπιβάλλει νὰ ὁμολογοῦν ὅλοι μιὰ μόνο θέληση, σ' Αὐτόν.(51) Στὸ τέλος τοῦ 638 ὁ Πύρρος γίνεται Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως σὰν διάδοχος τοῦ Σεργίου καὶ ἀπειλεῖ μὲ ἀνάθεμα ὅλους, ὅσοι δὲ θὰ δέχονταν τὴν ‘Ἔκθεση’. Ὁ ἅγιος Μάξιμος γίνεται ὁ ὑπερασπιστὴς ὁ πιὸ κατηγορηματικὸς καὶ ὁ πιὸ συνεπής τῆς θεωρίας τῶν δύο θελήσεων τοῦ Χριστοῦ, κυρίως ἐπειδὴ ὁ Σωφρόνιος, ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, πέθανε τὸ 637. Ἀνάμεσα στὰ 642 – 645 «εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ κινήματος ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀφρική, γιὰ νὰ ὑπερασπίση τὴν καθαρὴ πίστη».(52)
Οἱ πρῶτες γραπτὲς ἐκδηλώσεις ἐνάντια στὴν καινούργια αἴρεση εἶναι τοῦ 633-634, ἢ λίγο ἀργότερα, καὶ περιέχονται στὸ πρῶτο μέρος τοῦ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» (δεύτερο χρονολογικά) καὶ στὴν ἐπιστολή, ποὺ ἀπευθύνεται στὸν πρεσβύτερο καὶ ἡγούμενο Πύρρο (προφανῶς τὸ μελλοντικὸ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως). Καὶ στὰ δύο ἔργα χρησιμοποιεῖ συγγενικὲς ἐκφράσεις. Ἴσως ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔγραψε αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ προτοῦ συνθέση τὸ ἐν λόγῳ κεφάλαιο τοῦ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν».(53)
Σ' αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἐκτιμώντας τὴν ὑπεράσπιση τῆς «Ψήφου» τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σεργίου τοῦ 634, ποὺ δημοσιεύτηκε ὕστερα ἀπὸ τὴν παρέμβαση τοῦ Σωφρονίου, θεωρεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ «Ψῆφος» ἔσωσε τὴν ἀληθινὴ πίστη ἀπὸ τοὺς νεωτερισμοὺς τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ἀλλά, συγχρόνως, βεβαιώνει τὴν ἀνθρώπινη ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ, κάνοντας ἀνάγλυφη τὴν παρουσία τῆς ἀνθρώπινης ἐνέργειας, κυρίως ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση ὁ Χριστὸς ὑπέφερε, ἤτοι ἐβίωνε παθητικὰ ὅ,τι ἔπραττε μὲ τὴ θεία φύση του.(54) Ἦταν ἕνα ἐπιχείρημα ποὺ χρησιμοποιήθηκε καὶ στὸ κεφάλαιο τοῦ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» ποὺ ἀναφέραμε.(55) Ἀλλὰ στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» ὁ ἅγιος Μάξιμος χρησιμοποιεῖ πιὸ πλούσια καὶ βαθειὰ ἐπιχειρηματολογία, πρᾶγμα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδείξη ὅτι αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» γράφηκε ὕστερα ἀπὸ τὴν Ἐπιστολὴ ποὺ ἀναφέραμε, μέσα στὴν ὁποία ὁ ἅγιος Μάξιμος ζητεῖ ἀπὸ τὸν Πύρρο ἐξηγήσεις σχετικὲς μὲ τοὺς ὅρους: ἐνέργεια, ἐνέργημα κλπ.
Ἡ ἀξία ποὺ ἔχει ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἡ ἄπειρη ἐπιθυμία καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γι' αὐτή, φανερώνονται μ' ἔντονη διαύγεια στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» μὲ τὴν ὑπεράσπιση τῶν δύο ἐνεργειῶν: «Ἧς (τῆς ἀνθρώπινης οὐσίας) μόνη τε καὶ ἀληθής ἐστιν ἀπόδειξις ἡ κατὰ φύσιν αὐτῆς συστατικὴ δύναμις ἣν οὐκ ἄν τις ἁμάρτοι τῆς ἀληθείας φυσικὴν φήσας ἐνέργειαν… ἧς χωρὶς μόνον ἐστὶ τὸ μὴ ὄν, ὡς μόνον τοῦ μηδαμῶς ὄντός... οὔτε κίνησιν οὔτε ὕπαρξιν ἔχοντος... Ἀπείρω γὰρ πόθῳ τῷ πρὸς ἀνθρώπους ὅπέρ ἐστιν ἀληθῶς αὐτὸ φύσει τὸ ποθούμενον γέγονε, μήτε τι πεπονθὼς εἰς τὴν ἰδὶαν οὐσίαν πρὸς τῆς ἀφθέγκτου κενώσεως, μήτε τι τῆς ἀνθρωπίνης διὰ τὴν ἀπόρρητον πρόσληψιν ἀμείψας, ἢ μειώσας τὸ σύνολον φύσεως, ἧς ὁ λόγος κυρίως αὐτῆς καθέστηκε σύστασις».(56)
Αύτὴ ἡ ἀγάπη κάνει ἀπὸ τὴ μιὰ τὸ Θεὸ νὰ ἀναλαμβάνη ὅ,τι ἀνήκει στὴ φύση μας, ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ἑνώνη τὴ θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη τόσο στενά, ὥστε ὡς Θεὸς νὰ κινῆ τὴν ἀνθρωπότητά του καὶ ὡς ἄνθρωπος νὰ ἀποκαλύπτη τὴ θεότητά του.(57) Ἂν ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἀναλάβει τὴν ἀνθρώπινη ἐνέργεια, θὰ εἶχε καταστρέψει τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιατί ἡ ἐνέργεια δίνει τὴ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους σ' αὐτὴ τὴ φύση καί, σὰν τέτοια, εἶναι τὸ πιὸ γενικὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμά της τῆς φύσης καί, κατὰ συνέπειαν, χωρὶς αὐτὴν δὲν ὑπάρχει πιὰ ἀνθρώπινη φύση.(58) Ἀπὸ ἐδῶ βγαίνει σὰν ἀποτέλεσμα ἡ δυνατότητα νὰ καταστραφῆ ἡ ἀνθρώπινη φύση γενικά.
Ἄλλα ὁ ἀνοιχτὸς ἀγῶνας ἐναντίον τοῦ μονοθελητισμοῦ ἀρχίζει, ὅπως εἴδαμε, μετὰ τὸ 638. Στὴν ἀρχὴ (φαίνεται μεταξὺ 641 - 643) ὁ ἅγιος Μάξιμος κατευθύνει τὰ βέλη του κυρίως ἐναντίον τοῦ σεβηρικοῦ μονοφυσιτισμοῦ, ποὺ θεωροῦσε σὰν βάση τοῦ μονοθελητισμοῦ.(59) Πολεμᾶ τὴν πρόληψη τοῦ Σεβήρου ἐνάντια στὴ χρησιμοποίηση τοῦ ἀριθμοῦ γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῶν φύσεων τοῦ Χριστοῦ• ἀποδεικνύει ὅτι ὁ ἀριθμὸς δὲ χωρίζει τὶς φύσεις, ὅπως ἔλεγε ὁ Σεβῆρος, γιατί ὁ ἀριθμὸς ἔχει μόνο προσδιοριστικὴ σημασία, ἐπισημαίνοντας μερικὲς φορὲς χωριστὰ πράγματα, ἄλλοτε μόνο διαφορετικά, ἀλλὰ ὄχὶ χωρισμένα. «Ἐπεὶ τίς ἀγνοεῖ τῶν ὁπωσοῦν τὰ θεῖα τῶν πατέρων ἠσκημένων διδάγματα, ὅτι πᾶς ἀριθμὸς κατὰ τὸν μέγαν Γρηγόριον τοῦ ποσοῦ τῶν ὑποκειμένων ἐστὶ δηλωτικός, ἀλλ’ οὐ τῆς διαιρέσεως τῶν πραγμάτων, κάθ’ ἃ τούτοις δοκεῖ• πῶς γὰρ ἄν καὶ διαιρεῖν δυνήσεται, ἡδέως ἂν αὐτοὺς ἠρόμην, τὸ κατ' οὐσίαν μὴ ὑφεστώς».(60)
Ὁ ἅγιος Μάξιμος δέχεται, πλάι στὴν ἔκφραση «μία ὑπόστασις ἐν δυσὶ φύσεσι», τὴν ἔκφραση τοῦ Κυρίλλου τῆς Ἀλεξανδρείας, «μία φύσις Θεοῦ, ὁ σαρκωθεὶς Λόγος»: «Εἰ τοὶνυν ἀεὶ μὲν ἡ ἕνωσις ἔστηκεν, ἀεὶ δὲ καὶ τὰ ἑνωθέντα μένει ἀσύγχυτα, ἀεὶ δὲ καὶ ἡ τῶν ἑνωθέντων σώζεται διαφορά, δι' ἥν ὁ ἀριθμὸς παρελήφθη κατὰ τοὺς πατέρας, πῶς οὐκ ἀνάγκη... καὶ δύο φύσεις εὐσεβῶς λέγειν ἐπὶ δηλώσει τῆς τῶν συνελθόντων διαφορᾶς καὶ πάλιν μίαν φύσιν τοῦ Θεοῦ λόγου σεσαρκωμένην ὁμολογεῖν, πρὸς ἔνδειξιν τῆς καθ' ὑπόστασιν ἑνώσεως, μηδ' ἑτέρας τῶν φωνῶν, τούτων δηλονότι, διὰ τῆς ἑτέρας ἀναιρουμένης... Οὐ γὰρ ταυτὸν διαφορὰ καὶ ἕνωσις, εἰ καὶ περὶ τὸν αὐτὸν καὶ τοῦ αὐτοῦ καὶ εἰσὶ καὶ λέγονται».(61) «Τὸν αὐτὸν μέν, οὐ κατὰ τὸ αὐτὸ δέ, διὰ τὰ ἐξ ὧν καὶ ἐν οἷς τὸ εἶναι ἔχει... διπλοῦν τὴν φύσιν, ἤτοι τὴν οὐσίαν διὰ τὸ μεσίτην ὄντα Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, δεῖν κυρίως ἀποσώζειν τὴν πρὸς τὰ μεσιτευόμενα φυσικὴν οἰκειότητα, τῷ ὑπάρχειν ἀμφότερα».(62)
Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀρνεῖται τὴν ἔκφραση «μία φύσις σύνθετος» ἐν Χριστῷ. Γιὰ νὰ ἀνασκευάση τὴν ἔκφραση αὐτὴ φέρνει καινούργια ἐπιχειρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύεται θεολόγος τῆς ἐλευθερίας. Στὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ ἐκδηλώνεται ἡ θεία ἐλευθερία, κι αὐτὸ ἔχει σὰν συνέπεια τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, λέγει. Γιατί ἡ ἀνθρωπότητα ποὺ ἀναλαμβάνει ὁ Χριστός, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εὐαισθητοποιηθῆ ἀπὸ τὴ μεγάλη πνοὴ τῆς θείας ἐλευθερίας. Ἀναλαμβάνοντας ἐλεύθερα τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διατηρεῖ τὴν ἐλευθερία μέσα στὴν ἕνωση. Ἀλλά, σὰν ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἐπίσης, ἔχει αὐτὴ τὴν ἐλευθερία καὶ ὡς ἄνθρωπος: «Ἐνήργει γάρ... τὰ ἀνθρώπινα θεϊκῶς, ὅτι κατὰ θέλησιν ἐξουσιαστικῶς, ἀλλ' οὐ κατὰ περίστασιν τὴν τῶν ἀνθρωπίνων παθημάτων προσίετο πεῖραν».(63)
Ἀλλά, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ἡ ἐλευθερία συνδέεται μὲ τὸ λόγο. Κατ' αὐτόν, ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ κίνηση τῆς λογικῆς φύσης.(64) Ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν μπορεῖ νὰ βγῆ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν ἐλευθερία της, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ βγῆ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴ λογικότητά της. Ἡ ἐλευθερία, ὁ λόγος καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι οἱ τρεῖς ὅροι ποὺ καθορίζουν τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν αὐθεντικότητά της. Ὁ λόγος ξεχωρίζει τὰ μέρη μιᾶς πραγματικότητας, ἀλλὰ οἱ λόγοι τῶν μερῶν κάνουν τὰ μέρη ν' ἀποτελοῦν σύνολο, γιατί ὑπάρχει ἕνας λόγος τοῦ ὅλου. Κι αὐτὴ ἡ τάση τῶν μερῶν εἶναι ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη τους. Καὶ οἱ τρεῖς ἀπόψεις ποὺ ἀναφέραμε γιὰ τὴν πνευματικὴ πραγματικότητα, ὁδηγοῦν αὐτὴ τὴν πραγματικότητα στὴν ἕνωσή της στὸ Θεό, ὑπέρτατο Λόγο, Ἐλευθερία καὶ Ἀγάπη.
Ὅμως ἡ πλήρης ἐλευθερία ἐγκαθίσταται στὴν κτιστὴ φύση μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνώτατου Λόγου. Γιατί μέσα στὴν κτιστὴ φύση καθ' ἑαυτήν, ἡ ἐλευθερία προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ σύνδεσμο ἀνάμεσα στὰ μέρη: «Πᾶσα γὰρ σύνθετος φύσις ἑαυτῇ τε καὶ ἀλλήλοις κατ' αὐτὴν τὴν εἰς τὸ εἶναι, γένεσιν ἔχουσα τὰ ἴδια μέρη ὁμόχρονα καὶ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι καὶ εἰς συμπλήρωσιν τῆς τοῦ παντὸς διάκοσμήσεως παρὰ τῆς τὸ πᾶν συστησαμένης καὶ εἰς τὸ εἶναι συνεχούσης δυνάμεως παρηγμένα ἀλλήλοις εἰκότως ἐξ ἀνάγκης τὰ ἴδια μέρη περιεχόμενα κέκτηται».(65)
Τὰ μέρη μιᾶς φύσης σύνθετης ἀλληλοπροσδιορίζονται καὶ ἔχουν ἐπίσης προσδιορισθῆ ἀπὸ τὸ ὅλο ποὺ φέρνει αὐτὴ τὴ φύση στὴν ὕπαρξη, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ σύμπαν. Κανένα μέρος δὲν ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ τὰ ἄλλα, γιατί κανένα δὲν ἔχει τὴν πρωτοβουλία τῆς παραγωγῆς τῶν ἄλλων. Ἕνα ἄτομο μὲ σύνθετη φύση εἶναι προϊόν τῆς μυστηριώδους ὁλοκληρίας του καί, πέρα ἀπ' αὐτὴν τὴν ὁλοκληρία, εἶναι τὸ προϊὸν ἑνὸς εἴδους καὶ περικλείεται σ' αὐτό. Καὶ τὸ εἶδος περιλαμβάνεται στὸ σύνολο τῆς δημιουργίας.
Αὐτοὶ ποὺ ὑποστηρίζουν τὴ σύνθετη φύση τοῦ Χριστοῦ στηρίζονται στὴ θεωρία, ὅτι ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα εἶναι δύο αὐτόνομες ὀντότητες, ποὺ μποροῦν ν' ἀποτελέσουν μιὰ μόνη ὀντότητα μὲ τὴ συνάντησή τους. Ἡ προΰπαρξη τῆς ψυχῆς ἦταν ἕνα σημεῖο γιὰ νὰ στηρίζωνται αὐτοί. Ὁ ἅγιος Μάξιμος εἶχε ἀποδείξει στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» ὅτι οὔτε ἡ ψυχὴ προϋπάρχει τοῦ σώματος, οὔτε τὸ σῶμα προϋπάρχει τῆς ψυχῆς. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη σύνθετη φύση, γιατί ὁ Λόγος προϋπάρχει τῆς αἰωνιότητας καὶ γιατί δὲ ντύνεται τὸ σῶμα ἀπὸ κάποια ἀναγκαιότητα: «Τῆς ψυχῆς ἀκουσίως τε κρατούσης τὸ σῶμα καὶ ὑπ’αὐτοῦ κρατουμένης καί ζωὴν ἀπροαιρέτως αὐτῷ κατ' αὐτὸ μόνον τὸ ἐν αὐτῷ εἶναι παρεχούσης καὶ πάθους καὶ ἄλγους φυσικῶς μεταλαμβανούσης διὰ τὴν ἐγκειμένην αὐτῇ τούτων δεκτικὴν δύναμιν... Οὕτω τοίνυν, καθὰ πρόκειται, πάσης συνθέτου ἐχούσης φύσεως, οὐκ ἄν τὶς τολμήσειέ ποτε τῶν εὐσεβῶς περὶ τῶν θείων φρονεῖν έγνωκότων, μίαν εἶναι σύνθετον φύσιν εἰπεῖν τὸν Χριστόν, ἵνα μὴ ἐξ ἀνάγκης εἰρμῷ τινι φυσικῷ καὶ ἀκολουθίᾳ τὰ τοιαῦτα λέγειν ἐξελόμενος, κτιστὸν ὅλον καὶ ἐξ οὐκ ὄντων, περιγραπτόν τε καὶ παθητὸν καὶ τῷ πατρὶ οὐχ ὁμοούσιον• καὶ ἢ συναΐδιον τῷ Λόγῳ τὴν σάρκα, ἢ ὁμόχρονον τῇ σαρκὶ τὸν Λόγον ὄντα ὑποτιθέμενος».(66)
Τὸ ἴδιο λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος καὶ στὴν ἐπιστολὴ 13: «Πᾶσα γὰρ σύνθετος φύσις, πρῶτον μὲν ἀπροαίρετον ἔχει τὴν πρὸς ἄλληλα τῶν μερῶν κατὰ τὴν σύνθεσιν σύνοδον. Ἔπειτα δὲ καὶ ἀλλήλοις ὁμόχρονα τὰ μέρη καὶ ἑαυτῇ κέκτηται, κατὰ τὴν εἰς τὸ εἶναι γένεσιν συνυπάρχοντα, μηδετέρου μέρους θατέρου χρονικῶς προϋπάρχοντος. Πρὸς ἔτι γε μὴν καὶ εἰς συμπλήρωσιν τῆς τὸ πᾶν μεγαλοφυῶς ὑπογραφούσης ὁλότητος γιγνώσκεται πεποιημένη• ὧν οὐδὲν ἐπὶ Χριστοῦ παντελῶς θεωρεῖται τοῖς εὐσεβεῖν βουλομένοις, ἵνα μὴ τὴν πρὸς τὴν σάρκα τοῦ Λόγου σύνοδον ἀκούοιον ποιώμεθα καὶ ἀπροαίρετον καὶ ἢ τῇ σαρκὶ τὸν Θεὸν Λόγον κατὰ τὴν πρὸς τὸ εἶναι γένεσιν ὁμόχρονον, ἢ τὴν σάρκα τῷ Λόγῳ κατὰ τὴν ἄναρχον ὕπαρξιν συναΐδιον, ἢ καὶ μηδὲν ἔχειν πλέον τῶν λοιπῶν κατὰ τὴν καθ' ὅλου φύσιν θεωρουμένων εἰδῶν, ὡς μέρος εἰς συμπλήρωσιν τοῦ παντὸς κατὰ τὰ λοιπὰ εἴδη, παρὰ τῆς τὸ πᾶν συστησαμένης δυνάμεως παρηγμένον τὸν Χριστὸν διοριζόμεθα... Καὶ τίς... δυνήσεται... οὕτω φρονῶν περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου, τοῦ πρὸ πάντων ὑπάρχοντος τῶν αἰώνων• μᾶλλον δέ... ποιητοῦ τῶν αἰώνων, καὶ κατὰ θέλησιν ἑκούσιον ποιησαμένου πρὸς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐθαίρετον τὴν κένωσιν, καὶ εἰς διόρθωσιν καὶ ἀνακαινισμὸν ἀλλ' οὐκ εἰς συμπλήρωσιν τοῦ παντός, ἐνανθρωπήσαντος. Τρόπῳ γὰρ οἰκονομίας, ἀλλ' οὐ νόμῳ φύσεως, ἀρρήτως ὁ τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους διὰ σαρκὸς ἐπεδήμησε Λόγος. Οὐκοῦν οὐκ ἔστι σύνθετος φύσις ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν καινοτομίαν τῶν κενούντων τὸ Εὐαγγέλιον, τῷ νόμῳ τῆς συνθέτου φύσεως, κατὰ τὸν εἰς τὸ εἶναι τρόπον, παντάπασιν ὑπάρχων ἀδούλωτος».(67)
Οἱ ἀντίπαλοι ἀντέτειναν ὅτι, ἀφοῦ κάθε σύνθετη ὑπόσταση ἔχει τὰ μέρη της, ποὺ ἄρχισαν νὰ ὑπάρχουν σύγχρονα μ' αὐτήν, ὁ ἅγιος Μάξιμος κι αὐτοὶ ποὺ ὑποστηρίζουν μιὰ σύνθετη ὑπόσταση κάνουν τὸ ἴδιο λάθος μ' αὐτοὺς ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ὑπάρχει μιὰ σύνθετη φύση στὸ Χριστό.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀπαντᾶ: αὐτὸ θ' ἀλήθευε, ἂν θεωρούσαμε τὴν ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν ὑπόσταση ἑνὸς εἴδους ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ σύνθετη φύση. Ἀλλὰ στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, ἡ κατάσταση εἶναι τελείως διαφορετική: «Οὐ γὰρ φύσεως λόγῳ πρὸς ἡμᾶς διὰ σαρκὸς ὁ θεαρχικὸς ἐπεδήμησε Λόγος• ἀλλα τρόπῳ οἰκονομίας ἀνελλιπῶς ἑαυτῷ καθ' ὑπόστασιν ἑνώσας, τὴν ἡμετέραν ἀνεκαίνισε φύσιν».
Ἡ σύνθετη φύση σημαίνει τὴν ἔλλειψη τῆς ἐλευθερίας τῶν μερῶν. Ἡ σύνθετη ὑπόσταση δὲ σημαίνει πάντα τὴν ἔλλειψη ἐλευθερίας, ἀλλὰ μόνον ὅταν ἡ ὑπόσταση περιορίζεται σ' ἕνα εἶδος. Στὸ Χριστὀ ἡ ὑπόσταση εἶναι σύνθετη, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτὶ ἡ θεία ὑπόσταση «ἀναλαμβάνει» ἐλεύθερα τὴν ἀνθρώπινη φύση. Τὸ γεγονὸς τῆς «ἀναλήψεως» γίνεται ἔτσι τὸ σημεῖο τῆς ἐλευθερίας στὴ σύσταση τῆς σύνθετης ὑπόστασης τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι ὑπόσταση σύνθετη ἀπὸ τὴ φύση της, ἀλλὰ γίνεται ἐλεύθερα: «Οὐ γὰρ ἁπλῶς πᾶσα σύνθετος ὑπόστασις ἀλλήλοις ὁμόχρονα κατὰ τὴν γένεσιν ἔχει τὰ μέρη• ἀλλ' ἡ ὑπὸ φύσιν σύνθετον δηλονότι τελοῦσα καὶ εἶδος τοιοῦτον αὐτῆς κατηγορούμενον».(69) «Ἐπὶ γὰρ πάντων καθ’ ὅλου κατὰ φύσιν συνθέτων, οὐχ ἡ τοῦδε πρὸς τόδε κατὰ πρόσληψιν σύνοδος, τὴν τοῦδε τοῦ εἴδους, ὡς ἐκ μερῶν ὅλου ποιεῖται σύστασιν. Ἀλλ' ἡ ἀθρόα τῶν μερῶν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι γένεσις, κατὰ τὴν ἅμα τῷ εἶναι πρὸς ἄλληλα σύνοδον, ποιεῖται τοῦ ὅλου τὴν σύνθεσιν. Τὸ δὲ τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ μυστήριον οὐ κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον γέγονεν• ἀλλὰ Θεὸς ὑπάρχων φύσει... φιλανθρώπῳ βουλήσει θέλων κατὰ πρόσληψιν σαρκὸς γέγονεν ἄνθρωπος. Καὶ δι' ἡμᾶς, ἁπλοῦς κατὰ φύσιν καὶ ἀσώματος, ἐξ ἡμῶν γέγονεν οἰκονομικῶς καθ' ὑπόστασιν σύνθετος καὶ ἐνσώματος».(70) «Οὐκοῦν οὐκ ἔστι σύνθετος φύσις ὁ Χριστός, ἀλλ' ὑπόστασις σύνθετος, τὴν οἷανοῦν κατ' εἶδος σύνθετον φύσιν αὐτῆς κατηγορουμένην οὐκ ἒχουσα• ὅ καὶ παράδοξον ὑπόστασιν σύνθετον θεᾶσθαι, χωρὶς τῆς κατ' εἶδος αὐτῆς κατηγορουμένης συνθέτου φύσεως».(71)
«Εἰ τοὶνυν μὴ κατὰ νόμον καὶ τάξιν τῆς τῶν συνθέτων φύσεως, ἀλλ' ἑτέρῳ παρὰ τὴν φύσιν τῷ συνθέτῳ θεσμῷ• κατὰ πρόσληψιν γὰρ ἀφράστως ὁ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν σάρκα συνετέθη Λόγος• ἀλλ' οὐ κατὰ γένεσιν ἅμα τῇ σαρκὶ πρὸς σύνθεσιν τὸ εἶναι λαβών, εἰς ὅλον τινὸς κατ' εἶδος συμπλήρωσιν... μάτην τοῖς ὑπὸ φύσιν θεσμοῖς ὑπαγαγεῖν ἀθέσμως ἐπιχειροῦσιν οἱ ἀμαθεῖς τὴν πάντα φύσεως ὅρον τε καὶ Λόγον ἐκβαίνουσαν σύνθεσιν. Διὰ τοῦτο κατὰ πρόσληψιν σαρκὸς ὁ λέγων γενέσθαι τὴν ἐνανθρώπησιν, τήν τε τοῦ Θεοῦ Λόγον προαιώνιον ὕπαρξιν διασώζει καὶ τὴν ἑκούσιον εὐσεβῶς ὁμολογεῖ καὶ αὐθαίρετον αὐτοῦ κατὰ χρόνον σάρκωσιν καὶ τὴν διαφορὰν αὐτοῦ προσλαβόντος Λόγον καὶ τῆς προσληφθείσης σαρκὸς ἀσύγχυτον διαφυλάττει καὶ μετὰ τὴν ἕνωσιν».(72)
Ἀλήθεια, ὅποιος δὲ διατηρεῖ πιὰ τὴ διαφορὰ τῶν φύσεων ὕστερα ἀπὸ τὴν ἕνωση, ἀλλὰ τὶς διαδηλώνει σὰν μία σύνθετη φύση, δὲν ἀναγνωρίζει πιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ Λόγου, στὴν «ἀνειλημμένη» φύση, ἀλλὰ Τὸν ὑποτάσσει στὸ νόμο τῆς δημιουργημένης φύσης. Μόνο ὁ Λόγος εἶναι πάνω ἀπὸ τὰ δημιουργήματα «ἀπαθῶς τε καὶ ἀληθῶς προσλαβόντος τὸ ἑτεροούσιον καὶ ἄτρεπτον ἑαυτὸν παντὶ λόγῳ τε καὶ τρόπῳ φυλάξαντος καὶ ἀπλήθυντον καὶ τὸ προσληφθὲν ἀναλλοίωτον».(73)
Χωρὶς ἀμφιβολία ὁ ἄνθρωπος, παρόλο ποὺ ἔχει «σύνθετη φύση», ἔχει βέβαια κάποια .ἐλευθερία. Ἀλλὰ ὄχι τὴν ἐλευθερία νὰ γεννηθῆ ἢ νὰ μὴ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, νὰ εἶναι ἢ νὰ μὴν εἶναι ἄνθρωπος, ὅπως τὴν ἔχει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ἐλευθερία τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως τὴν ἐλευθερία τοῦ Ἀρχετύπου τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει μίαν ἐλευθερία ποὺ ἐνεργοποιεῖται, ὅταν ἡ ἀνθρώπινη φύση δέχεται τὴ συγκεκριμένη ὕπαρξη σὰν νέα ὑπόσταση. Ἔχει ἐλευθερία, γιατί ὁ ἄνθρωπος γεννιέται, ἐφ' ὅσον ὁ Θεὸς τὸν καλεῖ στὴν ὕπαρξη, κι αὐτὸς ἀπαντᾶ στὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα κι ἂν αὐτὴ ἡ ἀπάντηση δίνεται ἀσυνείδητα τὴν πρώτη στιγμή. Ἔχει ἐλευθερία, γιατί ὁ Θεὸς τὸν καλεῖ κι αὐτὸς ἀπαντᾶ σὰν ὑποκείμενο μιᾶς φύσης, ποὺ ἔχει μέσα της τὴ δυνατότητα τῆς ἐλεύθερης καὶ ἐνσυνείδητης ἀπάντησης. Ἀλλὰ ἡ ἐλευθερία του εἶναι ἡ ἐλευθερία νὰ εἶναι ἄνθρωπος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα, νὰ ὑπολογίζη τὰ ὅρια τοῦ σώματος, νὰ ἀπαντᾶ στὸ Θεὸ καὶ νὰ μετέχη ἔτσι στὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ θέληση καὶ τὴν πρωτοβουλία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπαντᾶ κι αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος στὸ Θεό, μὲ τὸ νὰ ἔρθη στὴν ὕπαρξη ὡς ἄνθρωπος καὶ νὰ ἐνεργῆ ὡς ἄνθρωπος. Ἀλλὰ στὴν περίπτωσή του, ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καλεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση του στὴν ὕπαρξη καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀναλαμβάνει ν' ἀπαντήση ὡς ἄνθρωπος σ' αὐτὴ τὴν κλήση. Διατηρεῖ ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καθολικὴ ἐλευθερία• καὶ ὡς ἄνθρωπος ἐπίσης, ἂν καὶ αὐτὴ ἡ δεύτερη ἐλευθερία του εἶναι ἀνθρώπινη, προσιδιάζει στὸν ἄνθρωπο καὶ ὑπολογίζει τὰ ὅρια τοῦ σώματος. Ὅμως, μέσα σ' Ἐκεῖνον, ὁ ἄνθρωπος ἀπαντᾶ μὲ τὴν πιὸ τέλεια ἐλευθερία σὲ κάθε κάλεσμα τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ τὴ διαφορὰ τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Μάξιμος φέρνει ἀκόμα ἕνα ἐπιχείρημα: τὴν ἔλλειψη ἀναλογίας τῶν φύσεων, τὴν ἀπόλυτη ἔλλειψη ἀναλογίας θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε.
Μόνο τὸ ὄν, ποὺ τὰ μέρη του ἔρχονται ταυτόχρονα στὴν ὕπαρξη καὶ ἔχουν γίνει κατὰ συνέπεια τὸ ἕνα γιὰ τὸ ἄλλο, ἔχει αὐτὰ τὰ μέρη σὲ μιὰ κοινὴ διάσταση. Στὴν ἀνθρώπινη φύση, πράγματι, συγκροτημένη σὲ μιὰ ἰδιαίτερη ὑπόσταση, ὅλα τὰ μέρη ἔρχονται σὲ συγκεκριμένη ὑποστασιακὴ ὕπαρξη σύγχρονα, καὶ μεταξύ τους πραγματοποιεῖται μιὰ σύνθεση σὰν ἔκφραση ἑνὸς εἴδους ποὺ πραγματοποιεῖται ἐκ νέου, σὲ μιὰ συγκεκριμένη ὑποστασιακὴ ὕπαρξη. Κι ὅλα τὰ μέρη ὑπακούουν σὲ μιὰ ἀναλογία μεταξύ τους, δηλαδὴ δημιουργήθηκαν ἀκριβῶς τὸ ἕνα γιὰ τὸ ἄλλο καὶ κανένα δὲν ἔχει κάτι ποὺ νὰ μὴν ἀντιστοιχῆ σὲ κάτι ἑνὸς ἄλλου. Τὸ εἶδος προσδιορίζει κάθε νέα μορφὴ μιᾶς συγκεκριμένης, ὑποστασιακῆς ὕπαρξης: «Ἐφ' ἡμῶν γὰρ ἀναλογούσας ἡ ψυχὴ ταῖς οἰκείαις ἐνεργείαις τὰς φυσικὰς ἔχει τοῦ σώματος, ὡς δεκτικοῦ κατὰ φύσιν ὄντος διὰ τὴν αὐτῆς ἀθροαν ἅμα τῇ σαρκὶ πρὸς τὸ εἶναι γένεοιν. Ὁ δὲ τοῦ Θεοῦ Λόγος κατ' οὐδένα λόγον ἢ τρόπον ἀναλογούσας ἔχων ταῖς οἰκείαις κατὰ φύσιν ἐνεργείαις ταῆς ὑπ' αὐτοῦ προσληφθείσης φύσεως τὰς δυνάμεις• οὐ γὰρ μετρεῖται φύσει τὸ ὑπὲρ φύσιν οὐδὲ τι τὸ παράπαν ἐν τοῖς οὖσίν ἐστι κατὰ φύσιν αὐτοῦ δεκτικόν. Ἄρα μονώτατος κατὰ πρόσληψιν σαρκὸς λογικῶς τε καὶ νοερῶς ἐμψυχωμένης, θέλων ἀρρήτως γέγονεν ἄνθρωπος ὡς ὢν καὶ προὼν καὶ πάντα δυνάμενος• τῷ ὑπὲρ φύσιν τρόπῳ τὰς φύσεις καινοτομήσας, ἵνα σώσῃ] τὸν ἄνθρωπον».(74)
Ἡ ἔλλειψη ἀναλογίας ἀνάμεσα στὴ θεία φύση καὶ τὴν ἀνθρώπινη δὲ δείχνει, τὴν ἀνικανότητα τῆς μιᾶς γιὰ τὴν ἄλλη, ἀλλά μονάχα ὅτι ἡ θεία φύση ὑπερβαίνει στὰ μέτρα της —ὄχι μόνο σὲ νόημα ποσοτικό, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ σὲ ποιοτικὸ— ἀπεριόριστα τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ ἅγιος Μάξιμος θὰ πῆ πολλὲς φορὲς ὅτι ἡ ἀνθρώπινη θέληση δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της ἐνάντια στὴ θεία, οὔτε τὸ ἀντίθετο. Ἀπὸ ἄλλη πλευρά, ὁ Θεὸς μετέχει στὸν ἄνθρωπο στὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, ἀνάλογα μὲ τὸ ἐπίπεδο στὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται. Τοῦτο δείχνει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀδιάκοπα μέσα στὸν ἑαυτό του πέρ' ἀπὸ κάθε ἐπίπεδο πνευματικὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μὲ τὴ συγκατάβαση μπορεῖ νὰ γίνη ἀνάλογος μὲ τὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ μπορεῖ νὰ δώση στὸν ἄνθρωπο ἕνα δῶρο στὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος παίρνει σὲ καθένα ἀπὸ τὰ ἐπίπεδα αὐτὰ διπλῆ ἐμπειρία• τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, τὴ δεκτὴ ἀπὸ αὐτόν, καὶ τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπερβαίνει ἀπεριόριστα ὅλα αὐτὰ ποὺ ἐκεῖνος τοῦ παραχωρεῖ. Ὁ Θεὸς συγκατεβαίνει στὸν ἄνθρωπο χάρη σὲ μιὰ «κένωση» ἐλεύθερη, ἀλλὰ δὲν ξεπέφτει ἀπὸ τὴν οὐσία του.(75)
Ὁ ἅγιος Μάξιμος θέτει σ' ἐκείνους ποὺ ὑποστηρίζουν τὴ «μία σύνθετη φύση» καὶ τὸ ἀκόλουθο δίλημμα: «Εἰ δέ... ὁ Χριστὸς σύνθετός ἐστι φύσις ... ἢ γενικὴ πάντων ἐστί, ἢ μοναδική• τούτων γὰρ ἄλλην ἐπινοῆσαι μέσην ἀμήχανον». Ἂν εἶναι γενική, τότε ὑπάρχουν πολλοὶ Χριστοί• ἑπομένως, ἡ φύση αὐτὴ συλλαμβάνεται μόνο μὲ τὴ σκέψη μέσα σ' ἐκείνους, στοὺς ὁποίους πραγματοποιεῖται συγκεκριμένα καὶ ὁ Χριστὸς «οὐ καθ' ἑαυτὸν ἐν ἰδία τινὶ ὑποστάσει γνωριζόμενος». Εἰσάγονται ἒτσι ἕνα πλῆθος Χριστοί, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ ταυτότητα οὔτε μὲ τὸ Θεό, οὔτε μέ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀντίθετα, ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι μοναδικὴ φύση, δὲν εἶναι ὁμοούσιος οὔτε μὲ τὸν Πατέρα, οὔτε μὲ τοὺς ἀνθρώπους, γιατί ὅ,τι εἶναι ὁλότελα μοναδικὸ δὲν ἔχει συγγένεια μὲ κανένα ἄλλο πρᾶγμα.(76)
Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ ἐμφάνιση τῆς τέλειας ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ σὲ ἀνθρώπινη μορφή. Τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα πρόσωπα ἐμφανίζονται μέσα στὸ πλαίσιο τῆς φυσικῆς αἰτιοκρατίας, ἀκόμα καὶ ἂν μέσα σ' αὐτὸ τὸ πλαίσιο μποροῦν νὰ κινοῦνται μὲ κάποια ἐλευθερία. Ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος, γίνεται καὶ παραμένει ἄνθρωπος μὲ τρόπο ἀπόλυτα ἐλεύθερο. Ζῆ αὐτὴ τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία ὄχι μόνο ὡς Θεός, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ὡς ἄνθρωπος. Ἂν μένη ὡστόσο ἄνθρωπος καὶ ὑποφέρη κάθε τι ποὺ εἶναι ἴδιο τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὑπομένει μὲ τρόπο ἀπόλυτα ἐλεύθερο καὶ μόνο ἀπὸ ἀγάπη. Ὑπομένει δηλαδὴ κάθε ἀνθρώπινο μὲ τρόπο θεῖο, δηλαδὴ ἐλεύθερα: «τὰ δ' ἀνθρώπινα θεϊκῶς, ὅτι κατὰ θέλησιν ἐξουσιαστικῶς, ἀλλ' οὐ κατὰ περίστασιν τὴν τῶν ἀνθρωπίνων παθημάτων προσίετο πεῖραν».(77)
Μέσα στὴν ἀγάπη συναντᾶται ἡ ἐλευθερία μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν σχέσεων μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τῶν καταστάσεων ποὺ δημιουργοῦνται ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν σχέσεων. Ἡ ἐλευθερία, ὅταν εἶναι διαποτισμένη ἀπὸ ἀγάπη, εἶναι ἡ θέληση νὰ ὑπομένης καταστάσεις καὶ σχέσεις, ἀκόμη καὶ ὀδυνηρές, γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἄλλων.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος βλέπει τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν ὁρίζοντα τῆς ἐλευθερίας. Ὑπερασπίζοντας τὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοΰ μέσα στὴν πράξη τῆς ἐνσαρκώσεως, ἐνάντια στὸ Μονοφυσιτισμό, βρισκόταν ἐπάνω στὴ γραμμὴ ὑπερασπίσεως τῆς θείας ἐλευθερίας μέσα στὸ γεγονὸς τῆς δημιουργίας ἐναντίον τοῦ ὠριγενισμοῦ. Καὶ μ' αὐτὸν τὸν τρόπο, στὴν πάλη ἐναντίον τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἵδρυε μία στερεὴ βάση γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ἐν Χριστῷ καὶ μέσα στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Σὲ ἕνα Χριστό, μέσα στὸν ὁποῖο δὲ θὰ ὑπῆρχε παρὰ μόνο μία θέληση, τὸ ἀνθρώπινο θὰ καταντοῦσε ἕνα τμῆμα μηχανικό. Τὸ ἀνθρώπινο αὐτὸ δὲ θὰ ἐβίωνε τὴ θεία ἐλευθερία. Μόνο ἕνας Θεὸς ἐλεύθερος μπορεῖ νὰ θρέψη τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔχει λύσει ἀπὸ πολὺν καιρὸ τὸ πρόβλημα τῆς σχέσης ἀνάμεσα στὴ χάρη καὶ στὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ποὺ ταλάνισε κατοπινὰ τὴ δυτικὴ θεολογία χωρὶς τελικὰ καὶ νὰ λυθῆ ἀπὸ αὐτή. Γιατί δὲν εἶδε ἕναν ἀνταγωνισμὸ ἀνάμεσα στὴ χάρη, καὶ στὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ποὺ θὰ τὸν εἶχε κάμει νὰ εὐχηθῆ εἴτε γιὰ τὴ νίκη τῆς χάρης πάνω στὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, εἴτε γιὰ τὴ νίκη τῆς ἐλευθερίας ἐπάνω στὴ χάρη. Ἔχει ἰδεῖ τὴ χάρη ἢ τὴ θεία ἐλευθερία σὰν πηγὴ δύναμης τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, ἔτσι ὅπως ἡ ἐλευθερία ἑνὸς πνευματικοῦ ἀνθρώπου ἐνισχύει ἕναν ἄλλο ἄνθρωπο στὴ δική του ἐλευθερία.
Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, οἱ δύο ἐλευθερίες ἐν Χριστῷ παραμένουν ὄχι συγκεχυμένες, ἀλλὰ μέσα στὴν ἐνεργοποίησή τους, δηλαδὴ μέσα στὴν ὑπόσταση, καὶ ἐκδηλώνονται μέσα σὲ μία τέλεια ἑνότητα. Ἀκριβέστερα, τὸ θεῖο Πρόσωπο, ἀπόλυτα ἐλεύθερο, καλεῖ στὴν ὕπαρξη τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, γιὰ νὰ τὴν κάνη μιὰν ἄλλη δική του κι αὐτὴ ἐλευθερία, κι αὐτὴ ἀπαντᾶ θετικά. Ἔτσι τὸ θεῖο Πρόσωπο γίνεται καὶ ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ δὲν ἔχει πιὰ μόνο τὴν ἐλευθερία ποὺ καλεῖ, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἀπαντᾶ κατὰ τρόπο τέλειο. Ἡ ψυχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δὲν αἰσθάνεται μέσα στὴν πνευματικὴ αὔξησή της στενότητα ἐξαιτίας τοῦ σώματος, ἀλλὰ αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἐλεύθερη μέσα στὸ περιβάλλον τῆς θείας ἐλευθερίας• οὔτε τὸ σῶμα αἰσθάνεται ὅτι εἶναι περιωρισμένο μέσα στὴν πνευματοποίησή του ἀπὸ τὴν ψυχή, ποὺ θὰ βρισκόταν σὲ στενότητα ἐξαιτίας του, ἀλλὰ αἰσθάνεται ἀνοιχτὸ σὲ ἄπειρη πνευματοποίηση. Ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν μιὰ φύση, ἀλλὰ τὰ συνθετικὰ αὐτῆς τῆς φύσης τρέφονται σὰν ἑνιαία φύση ἀπὸ τὴ θεία φύση, ποὺ τίποτα δὲν κρατεῖ σὲ στενότητα.
Ὁ Θεὸς δίνεται μὲ τὴν ἐλευθερία του στὴν ἀνθρώπινη φύση γιὰ νὰ τὴν ἐνεργοποιήση μέσα στὴ δική του πλήρη ἐλευθερία, ποὺ ὅμως εἶναι εἰδικὴ γιὰ ἕνα ὄν, ποὺ συνίσταται στὴ φυσικὴ ἕνωση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Τὸ ἀνθρώπινο, στὴν τάση του γιὰ τὴν πλήρη ἐλευθερία μέσα στὴν ἀπεριόριστη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ, ἀνοίγεται μέσα στὸ Χριστό, στὸ μέγιστο βαθμὸ πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ ἀνοίγεται σὰν ἀπάντηση ποὺ προξενήθηκε καὶ ἦρθε στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἀνθρώπινο παραμένει αἰώνια ἀπάντηση καὶ ἄνοιγμα δεκτικὸ ἐν τῷ Χριστῷ καὶ σὰν τέτοιο δὲ συγχέεται μὲ τὴ θεότητα, ποὺ εἶναι κλήση καὶ προσφορὰ δωρητική. Ἀλλὰ σὰν τέλεια ἀπάντηση καὶ τέλεια προσφορὰ δεκτική, τὸ ἀνθρώπινο τοῦ Χριστοῦ δὲ συνιστᾶ πιὰ μίαν ὑπόσταση χωριστή, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση τῆς Ὑπόστασης, ποὺ καλεῖ καὶ δίνεται.
Μὲ τὴν ἀνασκευὴν αὐτὴ τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔθεσε τὴ βάση γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τῆς ἀντιμονοθελητικῆς διδασκαλίας.
Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα φυσικῆς γέννησης (ἐκ σπέρματος ἀνδρός), ἀλλὰ τῆς ἐνέργειας τοῦ Λόγου, ὁ ἅγιος Μάξιμος θὰ βγάλη τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ποὺ ἔχει προσλάβει ὁ Λόγος, ἔχει σφραγισθῆ στὸ σύνολό της, κατὰ συνέπεια καὶ στὴ θέλησή της, μὲ τὴ θεότητα τοῦ Λόγου, δηλαδὴ μὲ τὴ θεία ἐλευθερία. Στὴν ἐπιστολὴ πρὸς τὸν πρεσβύτερο Γεώργιο θὰ γράψη: «Ὅθεν τὸ κατ' αὐτὸν ἀνθρώπινον, οὐ διὰ τὸν λόγον τῆς φύσεως, ἀλλὰ διὰ τὸν καινοπρεπῆ τῆς γενέσεως τρόπον, πρὸς τὸν ἡμέτερον παραλλάττει• ταὐτὸν μὲν ὑπάρχον κατὰ τὴν οὐσίαν οὐ ταυτὸν δὲ κατὰ τὴν ἀσπορίαν• ἐπεὶ μὴ ψιλὴ ἀλλ' αὐτοῦ κατ' ἀλήθειαν τοῦ δι' ἡμᾶς ἐνανθρωπήσαντος ἦν. Ὥσπερ οὖν καὶ τὸ θέλειν αὐτοῦ κυρίως μὲν ὂν φυσικὸν καθ' ἡμᾶς, τυπούμενον δὲ θεϊκῶς ὑπὲρ ἡμᾶς».(78)
Ἡ ἐξασθένηση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ἐκδηλώνεται στὴν ἁμαρτία, στὴν ἀντίθεση πρὸς τὸ Θεό, ποὺ εἶναι ἡ ἐλευθερία ποὺ δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ τίποτα. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ποὺ ἔχει προσληφθῆ ἀπὸ τὴ θεία Ὑπόσταση, ξανακερδίζει τὴν πλήρη ἐλευθερία ἢ τὴν ἐλευθερία ποὺ δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ συμφωνία μὲ τὸ Θεό, ποὺ εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος, καὶ ἔτσι ξαναβρίσκει τὸν ἑαυτό της. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἑνωμένος μὲ τὸ ἁγνὸ αἷμα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, «τέλειος καθ' ἡμᾶς ἐχρημάτισεν ἄνθρωπος, πλὴν μόνης τῆς ἁμαρτίας, δι' ἥν ἡμεῖς μὲν πολλάκις στασιάζομεν καὶ ἀντιπαλαίομεν τῷ Θεῷ κατὰ τὴν θέλησιν ὡς ἐφ' ἑκάτερα τὴν ταύτης κεκτημένοι ροπὴν• αὐτὸς δὲ πάσης κατὰ φύσιν ἐλεύθερος ὢν ἁμαρτίας, ὡς ἄνθρωπος οὐ ψιλός, ἀλλ' ἐνανθρωπήσας Θεός, οὐδὲν ἐναντίον εἶχεν• ἀλλ' ἄχραντον καὶ πάντῃ κυρίως ἀμόλυντον τὴν ἡμετέραν φύσιν διέσωζε... τῶν οἷς ἡμεῖς δηλαδὴ τὴν φύσιν παραχαράττοντες, τὴν ἐναντίωσιν τοῦ θελήματος ἐπιδείκνυμεν• ἕως ἂν ταύτης καὶ ἡμᾶς ἀπολύσῃ τῇ δυνάμει τῆς ἐνανθρωπήσεως».(79)
Ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία ἦταν τόσο ἐνισχυμένη μέσα στὸ Χριστό, ποὺ τὴ διατηροῦσε ἀκόμη καὶ ὅσο ἐβάσταζε τὶς ἀδυναμίες μας: «Οὐ γὰρ προσηγεῖται ἐν τῷ Κυρίῳ καθάπερ ἐν ἡμῖν, τῆς θελήσεως τὰ φυσικά, ἀλλ' ὥσπερ πεινάσας ἀληθῶς καὶ διψήσας, οὐ τρόπω τῷ καθ' ἡμᾶς ἐπείνασεν καὶ ἐδίψησεν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ ἡμᾶς• ἑκουσίως γὰρ οὕτω καὶ δειλιάσας ἀληθῶς, οὐ καθ' ἡμᾶς, ἀλλ' ὑπὲρ ἡμᾶς ἐδειλίασε καὶ καθόλου φάναι, πᾶν φυσικὸν ἐπὶ Χριστοῦ, συνημμένον ἔχει τῷ κατ' αὐτὸ λόγω καὶ τὸν ὑπὲρ φύσιν τρόπον, ἵνα καὶ ἡ φύσις διὰ τοῦ λόγου πιστωθῇ καὶ ἡ οἰκονομία διὰ τοῦ τρόπου».(80) Ἢ: «Τὰ μὲν θεῖα σαρκικῶς, ὅτι διὰ σαρκὸς φυσικῆς ἐνεργείας οὐκ ἀμοιρούσης τὴν τῶν θαυμάτων προὐβάλετο δύναμιν• τὰ δὲ ἀνθρώπινα θεϊκῶς, ὅτι δίχα βίας φυσικῆς, κατ' ἐξουσίαν τὴν τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν θέλων κατεδέχετο πεῖραν».(81)
Χωρὶς ἀμφιβολία, αὐτὴ τὴν ἐλευθερία ποὺ τὴν εἶχε δική του ὡς Θεός, τὴν εἶχε δική του καὶ ὡς ἄνθρωπος. Ἐν Χριστῷ, ὁ ἄνθρωπος ὑψώθηκε πάνω ἀπὸ τὸν προσδιορισμὸ τῆς φύσης ἢ δεχόταν αὐτὸν τὸν προσδιορισμὸ ἑκούσια καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἤθελε.
Ἡ σωτηρία μας πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐν Θεῷ ἐλευθερίας μας, γιατί αὐτὸ ἀποκαθιστᾶ τὴν ἴδια τὴ φύση. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν ἦταν ἀνάγκη ν' ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γιὰ νὰ ἀσκήση τὴν ἐλευθερία του. Μ' αὐτἠ τὴν ἀποκαταστημένη μέσα στὴν ἐλευθερία ἀνθρώπινη φύση του, ἀσκοῦσε τὴ θεία του ἐλευθερία μέσα σὲ σχῆμα ἀνθρώπινο. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης, μέσα σ' Αὐτόν, στὴν πλήρη ἐλευθερία της, χάρη στὴν πλήρη συμφωνία μὲ τὸ Θεό, σημαίνει τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης στὴν αὐθεντικότητά της, μέσα στὴν ὁποία περιέχεται καὶ ἡ ἰδιότητα νὰ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ἐκδηλώνεται ἡ θεία ἐλευθερία, χωρὶς νὰ ἀσκῆται καμμιὰ βία σ' αὐτήν: «Φαμὲν ὅτι περ καθὸ μὲν φυσικόν, οὐχ ὑπεναντίον, καθὸ δὲ μὴ φυσίκῶς πρὸς ἡμῶν κινεῖται σαφῶς ὑπεναντίον καὶ ὡς πολλὰ ἀντιπῖπτον, ὧ καὶ τὸ ἁμαρτάνειν ἐφέπεται. Τῷ γὰρ κατὰ παράχρησιν τῆς κινήσεως τρόπω, ἀλλ' οὐ τῷ κατὰ φύσιν τῆς δυνάμεως λόγω, τὸ παρὰ λόγον καὶ νόμον ὑφίσταται• ἐπεὶ προσφυῶς τυπούμενόν τε καὶ κινούμενον, εἰ καὶ τὸ ἡνωμένον πρὸς Θεὸν οὐκ ἔχει, ἀλλά γε τὸ συμβαῖνον καὶ μὴ ἀντιπῖπτον».(82)
Οἱ Μονοθελητὲς ἔλεγαν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη θέληση τοῦ Χριστοῦ δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι παρὰ ἀντίθεση στὸ Θεὸ καί, κατὰ συνέπεια, ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ δὲν μποροῦσε νὰ ἀσκηθῆ παρὰ μ' ἕνα τρόπο ἀντίθετο στὴν ἀνθρώπινη θέληση. Ἀλλὰ πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι, ἂν στὴ Γεσθημανὴ ὁ Χριστὸς λέη: «Νὰ μὴ γίνη τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ θέλημά Σου», πρόκειται γιὰ μιὰ θέληση ἐξασθενημένη ἀπὸ τὸ «παθητόν»ποὺ ἔχει διεισδύσει μεταπτωτικὰ στὴν ἀνθρώπινη φύση, «παθητόν» ποὺ δὲν ἀνῆκε ἐξαρχῆς σ' αὐτὴ καὶ ποὺ ἀπ' αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς τὴν ἀπελευθέρωσε.(83) Ἀκόμα ὅμως καὶ σ' αὐτὴν τὴν περίπτωση, ἡ ἀνθρώπινη θέληση τοῦ Χριστοῦ, (ἡ ἀληθινὴ θέληση) θέλει, ὅπως θέλει ἡ θεία θέληση. Γιατί πρέπει νὰ λάβωμε ἀκόμα ὑπ' ὄψη, ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι φυσικὴ κατάσταση γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ θέλει νὰ ζήση καὶ ποὺ μὲ τὴ θέληση ἐκδηλώνει τὴν τάση της νὰ ζῆ. Οἱ Μονοθελητές, μὲ τὴν ἀπαισιόδοξη ἀντίληψή τους γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὴ δημιουργία, θεωροῦσαν ἀδύνατη μιὰ συμφωνία ἀνάμεσα στὴν ἀνθρώπινη καὶ στὴ θεία θέληση ἢ ἐταύτιζαν μιὰ τέτοια συμφωνία μὲ τὴν ἐξαφάνιση τῆς ἀνθρώπινης θέλησης μέσα στὸ Θεό. Δὲν ἐγνώριζαν παρὰ τὴ διάζευξη: ἢ ἡ ἀνθρώπινη θέληση ἐναντιώνεται στὸ Θεὸ
ἢ ἐξαφανίζεται.(84) Ἐσκέφτονταν περίπου ὅπως ἀργότερα οἱ ὀπαδοὶ τοῦ ἀπόλυτου προορισμοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἐπίστευαν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη θέληση δὲν ἀνήκει στὴ φύση, γιατί ἡ φύση ὑποτάσσεται σὲ κάποιο προσδιοριστικισμό.(85) Εἶχαν λανθασμένη ἀντίληψη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος παρατηρεῖ ὅτι, ἂν ἡ ἀνθρώπινη θέληση δὲν μπορῆ παρὰ νὰ ἀντιτίθεται στὸ Θεό, τότε ὁ Θεὸς τὴν ἔκανε ν' ἀντιτίθεται καί, κατὰ συνέπειαν, ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ κακό. Καὶ ἡ ἄποψη πάλι, ὅτὶ ἡ ἀντίθεση τῆς ἀνθρώπινης θέλησης δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτραπῆ παρὰ μὲ τὴν ἐξαφάνισή της, θέτει τὸ Θεὸ ἀπέναντι στὸ δίλημμα: ἢ διατήρηση τῆς δημιουργίας, ἔστω καὶ κακῆς, ἢ καταστροφή της. Οἱ Μονοθελητὲς διάλεξαν τὴ διατήρηση τῆς δημιουργίας χωρὶς τὴ θέλησή Του.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐγνώριζε τὴν ἀνώτερη λύση μιᾶς δημιουργίας καλῆς κατὰ τὴ φύση, μιᾶς ἀνθρώπινης φύσης προικισμένης ἀπὸ τὴ δημιουργία μὲ ἀγαθὴ θέληση, κατὰ συνέπεια τὴ λύση μιᾶς φυσικῆς συμφωνίας μέσα στὸ ἀγαθό, ἀνάμεσα στὴν ἀνθρώπινη θέληση καὶ τὴ θεία θέληση. Ἦταν ἡ λύση μιᾶς χαρᾶς τοῦ Θεοῦ, ποὺ προξενήθηκε ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἀνάμεσα σ' Αὐτὸν καὶ στὸ δημιούργημα, ὄχι ἡ λύση μιᾶς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀντίτιμο τὴν καταστροφὴ τῆς θέλησης τοῦ δημιουργήματος. «Εἰ ἄνευ ἐναντιώσεως δύο θελήματα ἐν ἑνὶ καὶ τῷ αὐτῷ προσώπῳ εἶναι οὐ δυνατόν, ἄρα κατὰ ἐναντιώσεως, κατὰ σέ, δυνατόν ... Οὐκοῦν λείπεται ζητεῖν τὴν ποιητικὴν τῆς μάχης αἰτίαν. Ποίαν οὖν ταύτην φής; Ἆρα τὴν κατά φύσιν θέλησιν ἢ τὴν ἁμαρτίαν; Ἀλλ' εἰ μὲν τὴν κατά φύσιν εἴπῃς θέλησιν ταύτης δὲ οὐκ ἄλλον ἢ τὸν Θεόν γιγνώσκομεν αἴτιον, ἄρα, κατά σέ, τῆς μάχης δημιουργός ... Οὐκοῦν λείπεται ζητεῖν τὴν ποιητικὴν τῆς μάχης αἰτίαν. Ποὶαν οὖν ταύτην φής; Ἆρα τὴν κατὰ φύσιν θέλησιν ἢ τὴν ἁμαρτίαν; Ἀλλ' εἰ μὲν τὴν κατὰ φύσιν εἴπης θέλησιν ταύτης δὲ οὐκ ἄλλὸν ἢ τὸν Θεὸν γιγνώσκομεν αἴτιον, ἄρα, κατὰ σέ, τῆς μάχης δημιουργὸς ὁ Θεός».(86) Πρέπει νὰ σημειωθῆ ὁ κοσμικὸς ὁρίζοντας, ὅπου τοποθετοῦσε τὸ πρόβλημα ὁ ἅγιος Μάξιμος.
Ἡ ἀντίθεση πρὸς τὸ Θεὸ δὲ βρίσκεται στὴ φυσικὴ θέληση, ἄλλα στὸν προσωπικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῑο αὐτὴ χρησιμοποιεῖται, στὴ θέληση τῆς γνώμης. «Τὸ γὰρ ἀντικείμενον, γνώμης παραλόγως... κινουμένης».(87)
Ἡ ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἡ οὐσιαστικὴ ἰδιότητά της εἶναι ἡ ἐλεύθερη θέληση,(88) δὲν ἀντιτίθεται στὸ Θεό. Εἶναι μιὰ ἑκούσια θετικὴ ἀντί-ἀντίθεση, ὄχι μιὰ ἀντί-ἀντίθεση ἀδρανὴς καὶ νεκρή• εἶναι μιὰ συμφωνία ἀγάπης. Καὶ εἶναι μιὰ συμφωνία ἐπιθυμητὴ ἀπὸ τὴ φύση, γιατί ἡ θέληση εἶναι ἰδιότητα τῆς φύσης: «Οὐδὲν γὰρ τῶν φυσικῶν, ὥσπερ οὐδ' αὐτὴ καθάπαξ ἡ φύσις, τῷ αἰτίῳ ποτ’ ἂν ἀντιπίπτει τῆς φύσεως . . . Καὶ γὰρ εἰ τυχὸν φαίη τις, ὡς ἀντιπίπτει Θεῷ τι τῶν κατὰ τὴν φύσιν, αὐτοῦ μᾶλλον ἢ τῆς φύσεως, ὑπάρχει τὸ ἔγκλημα, πόλεμον φυσικῶς ἐνθεμένου τοῖς οὖσι, πρὸς τὴν κατ' αὐτοῦ καὶ ἀλλήλων στάσιν καὶ μάχην»).(89)
Ἀλλὰ ἂν εἶναι ἔτσι, ἡ ἀνθρώπινη φύση βρίσκεται στὴν αὐθεντικότητά της, ὅταν ἐνεργῆ σύμφωνα μὲ τὸ Θεὸ καί, κατὰ συνέπειαν, ὅταν εἶναι θεωμένη: «Καὶ εἰ θέλημα φυσικὸν εἶχεν ὡς ἄνθρωπος, ἐκεῖνα πάντως ἤθελε κατ’ οὐσίαν, ὅπερ αὐτὸς ὡς Θεὸς τῇ φύσει πρὸς σύστασιν δημιουργήσας ἐνέθετο φυσικῶς. Οὐ γὰρ ἦλθεν παραχαράξας τὴν φύσιν, ἣν αὐτὸς ὡς Θεὸς καὶ Λόγος πεποίηκεν, ἀλλ' ἦλθε διόλου θεῶσαι τὴν φύσιν, ἣν αὐτὸς ἑαυτῷ θέλων... κατὰ τὴν αὐτὴν καὶ μίαν ὑπόστασιν ἥνωσε, μετὰ πάντων τῶν προσόντων αὐτῇ φυσικῶς καὶ δίχα τῆς ἁμαρτίας».(90)
Ὁ Χριστὸς δὲν ἄλλαξε τὴν ἀνθρώπινη φύση του, ἀλλὰ τὴν ἐθέωσε. Προφανῶς, ἡ θέωση εἶναι τὸ ἀντίθετο ἀπὸ τὴν ἀλλοίωση• εἶναι ἡ ἀνάπτυξη τῆς φύσης. Κι ἐθέωσε τὴ φύση, γιατί ἐθέωσε μὲ τρόπο πραγματικὸ τὴ θέλησή της καί, πάλι, ἐθέωσε τὴ θέληση, ἐπειδὴ ἡ Ὑπόσταση, ποὺ ἤθελε συγκεκριμένα μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη θέληση, ἦταν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Γιατί τὸ θέλω γενικά, χαρακτηρίζει τὴ φύση, ἀλλὰ τὸ θέλω μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, δηλαδὴ θέλω στὴν πράξη καὶ συγκεκριμένα, χαρακτηρίζει τὴν ὑπόσταση.(91) Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ θέωση τῆς θέλησης, ποὺ ἔγινε χάρη στὴ θεία της Ὑπόσταση, δὲν ἦταν παρὰ ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς θέλησης στὴ φυσική της κίνηση, δηλαδὴ στὴν κίνησή της τὴ σύμφωνη μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ: «Τὸ γὰρ ἀνθρώπινον τοῦ Θεοῦ, κατὰ προαίρεσιν ὡς ἡμεῖς οὐ κεκίνηται, διὰ βουλῆς πεποιημένον καὶ κρίσεως τὴν τῶν ἀντικειμένων διάγνωσιν• ἵνα μὴ φύσει κατὰ προαίρεσιν νομισθείη τρεπτὸν• ἀλλ’ ἅμα τῇ πρὸς τὸν Θεὸν Λόγον ἑνώσει τὸ εἶναι λαβόν, ἀδίστακτον, μᾶλλον δὲ στάσιμον τὴν κατ' ὄρεξιν φυσικὴν ἤτοι θέλησιν, κίνησιν ἔσχεν• ἢ κυριώτερον εἰπεῖν, τὴν στάσιν ἀκίνητον ἐν αὐτῷ κατὰ τὴν ἀκραιφνεστάτην οὐσίωσιν τῷ Θεῷ καί Λόγω παντελῶς θεωθεῖσαν• ἣν φυσικῶς τυπῶν τε καὶ κινῶν, ὡς οἰκείαν καὶ τῆς αὐτοῦ ψυχῆς φυσικήν».(92)
Ἀναμφίβολα, ἡ θέωση ἢ ἡ σταθερότητα τῆς θέλησης στὴ φυσική της κίνηση, δὲν εἶναι μιὰ βαθμίδα ὅπου καταλήγει ἡ φύση ἀπὸ μόνη της, ἀλλὰ μιὰ προσφορὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ σχέση μὲ τὸ Θεό, τὸ ἄνοιγμα πρὸς τὸ Θεὸ κι ὁ ἐμπλουτισμὸς ἀπ' Αὐτὸν εἶναι κάτι ποὺ χαρακτηρίζει ἐσωτερικὰ τὴ φύση. Μιὰ φύση κλεισμένη στὸν ἑαυτό της ξεπέφτει ἀπὸ τὴν αὐθεντικότητά της.
Μιὰ ἀληθινὴ ἐλευθερία μπορεῖ ν' ἀναπτυχθῆ μόνο μέσα στὴ σχέση μὲ μιὰν ἄλλη ἐλευθερία καί, σὲ τελευταία ἀνάλυση, ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία μόνο μέσα στὴ σχέση μὲ τὴν ἀπόλυτη θεία ἐλευθερία: «Εἰ οὖν εἰκὼν ὁ ἄνθρωπος τῆς θείας φύσεως• αὐτεξούσιος δὲ ἡ θεία φύσις• ἄρα καὶ ἡ εἰκών εἴπερ τὴν πρὸς τὸ ἀρχέτυπον σώζει ὁμοίωσιν, αὐτεξούσιος φύσει τυγχάνεϊ».(93) Ἔτσι, ἡ ὁμοίωση μὲ τὸ Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ διαφυλαχθῆ καὶ νὰ ἀναπτυχθῆ παρὰ μόνο μέσα σὲ μία ὅλο καὶ πιὸ οἰκεία σχέση μὲ τὸ Θεό.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος βεβαιώνει ἀδιάκοπα τὸ παράδοξο: ἡ φύση κινεῖται θεληματικὰ σὲ συμφωνία μὲ τὸν ἑαυτό της, δηλαδὴ μέσα στὴν ἐλευθερία τὴν ἀδέσμευτη ἀπὸ ὁποιοδήποτε πάθος, μόνον ὅταν βρίσκεται σὲ σχέση μὲ τὸ Θεό, ὅταν σφραγίζεται καὶ δυναμώνεται ἀπὸ τὴ θεία ἐλευθερία. Γιατί αὐτὴ ἡ σχέση εἶναι σχέση ἀγάπης καὶ μόνο μέσα στὴν ἀγάπη σώζεται ἡ ἐλευθερία. Γιὰ νὰ ἀκριβολογήσωμε, μέσα στὴ σχέση μὲ τὸ Θεὸ Λόγο, ὁ ὀντολογικὸς λόγος τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ποὺ εἶναι ἕνας λόγος ἀγάπης, συναντᾶται μὲ τὸν προσωπικὸ θεῖο Λόγο, ποὺ εἶναι ὁ ὑπέρτατος Λόγος τῆς ἀγάπης.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὡς Λόγος ὅλων τῶν λόγων, βρίσκεται σὲ σχέση μαζί τους ὅλο τὸν καιρό, ὅσο βέβαια δὲν ἀντιτίθενται σ' Αὐτὸν μὲ τρόπο ὑπερβολικὰ ἀποφασιστικό. Ἀλλὰ ἔρχεται σὲ μιὰ μέγιστη ἐγγύτητα μ' αὐτοὺς καὶ ἀσκεῖ μιὰ μέγιστη ἕλξη σ' αὐτοὺς μὲ τὴν ἐνσάρκωση.(94) Γιατί μὲ τὴν ἐνσάρκωση ὁ Λόγος ὁδηγώντας τὴ φυσικὴ ἀνθρώπινη θέλησή του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ φέρουν τὸν ἴδιο ἀνθρώπινο λόγο ἢ ἔχουν σὰν οὐσία τους τὸν ἴδιο λόγο, ἀποκαθιστᾶ πλήρως μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση τὸ λόγο της, κατ' ἀκολουθία καὶ τὴ θέλησή της. Ἡ κίνηση τῆς ἀνθρώπινης θέλησής Του δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ εἶναι μιὰ κίνηση ἀντίθετη στὸ Θεὸ καὶ στὰ ἄλλα ἀνθρώπινα πρόσωπα, (στὰ ἀληθινά τους συμφέροντα), ἀλλά, σὰν κίνηση μιᾶς ὄχι ἐξασθενημένης καὶ ὄχι παραστρατημένης ἀνθρώπινης φύσης, εἶναι μιὰ κίνηση ὁλοκληρωτικὰ προσανατολισμένη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους, μιὰ κίνηση ἀκόμα πιὸ δυνατή, ἀφοῦ μ' αὐτὴ κινεῖται ταυτόχρονα καὶ ἡ ἐρωτικὴ θέληση τοῦ θείου Λόγου πρὸς τοὺς προσωποποιημένους ἀνθρώπινους ὀντολογικοὺς λόγους, ποὺ εἶναι ἡ δημιουργὸς καὶ συντηρητικὴ αἰτία τους. Ἡ θέληση τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀποκαταστημένη μέσα στὸ Χριστὸ καὶ θεωμένη, διαπερνᾶ μὲ τὴν κίνησή της τὶς θελήσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τὶς ἀποκαθιστᾶ καὶ αὐτές. Τὶς ἀποκαθιστᾶ μὲ τὴν ἕλξη τῆς ἀγάπης, ὄχι μὲ τὴ βία. Καὶ ἡ ἀποκατάσταση αὐτὴ δὲ σημαίνει ὅτι ἡ θέληση μένει ἀδρανής• σημαίνει, ὅτι, ἡ κίνησή της γίνεται σύμφωνα μὲ τὴ θεία θέληση καὶ τὴ θέληση τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ὅτι εἶναι μιὰ αὔξηση μέσα στὴν ἀγάπη πρὸς αὐτούς. Ἡ ἀποκατάσταση εἶναι ταυτόχρονα ἀποκατάσταση μέσα σὲ σταθερότητα, καὶ δυναμισμό, στὸ σταθερὸ δυναμισμὸ ἢ τὴ δυναμικὴ σταθερότητα τῆς ἀγάπης.
Ἡ ἀποκαταστημένη σ' αὐτὴ τὴ σταθερὴ καὶ δυναμικὴ σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους θέληση, ἐκδηλώνεται στὶς ἀρετές. Ἡ ἀρετὴ εἶναι ἕνα δυναμικὸ ἄνοιγμα πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔχει τὸ Θεὸ πάντα ἐπάνω της, καὶ γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ σταματήση, ἀλλα οὔτε καὶ νὰ ἀλλάξη.(95) Ὁ ἅγιος Μάξιμος θὰ μπορέση ἔτσι νὰ πῆ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὅτι οἱ ἀρετὲς προέρχονται φυσικὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης μέσα στὴ φυσική της κίνηση,(96) κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὅτι οἱ ἀρετὲς φανερώνουν τὴν ἀποκαταστημένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, σὰν εἰκόνες τῆς θείας τελειότητας.(97)
Οἱ ἀσκητικὲς προσπάθειες δὲν ἔχουν σὰν σκοπὸ νὰ προσδιορίσουν μὲ τὶς ἀρετὲς μιὰ φύση ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀκόμη, ἀλλἀ νὰ κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐπιστρέψη μέσῳ αὐτῶν στὴ φυσικὴ κίνηση τῆς φύσης του, τῆς παραστρατημένης τώρα καὶ ἐξασθενημένης ἀπὸ τὶς φαντασιώσεις, ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις.(98) Σ' αὐτὲς τὶς προσπάθειες ἔχομε βοήθεια τὸ παράδειγμα καὶ τὴ δύναμη πού μᾶς ἐμπνέει ὁ Χριστός.
Ἔτσι ὁ ἅγιος Μάξιμος στεφανώνει τὴν πνευματικότητά του μὲ τὴ Χριστολογία του. Γιὰ ν' ἀκριβολογήσωμε, ὅλη ἡ πνευματικὴ διδασκαλία του, ποὺ ἔχει ἐκτεθῆ στὰ ἔργα τῶν προηγουμένων σταδίων τῆς δραστηριότητάς του, εἶχε σὰν θεμέλιο τὸ θεῖο Λόγο. Κι ἂν ἀκόμα δὲν εἶχε μιλήσει ἀναλυτικὰ γιὰ τὴν ἐνσάρκωση, μιλῶντας γιὰ τὸ Λόγο ὁ ἅγιος Μάξιμος ὑπονοοῦσε ἢ προϋπέθετε ὁπωσδήποτε τὴν ἐνσάρκωση. Τὸ φῶς της ἔπεφτε σ' ὅλη τὴ σκέψη του. Ἀλλὰ ἡ πρακτικὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς, στὴν ὁποία ἤθελε ὁ ἅγιος Μάξιμος ν' ἀφιερώση ὅλη τὴ σκέψη του, δὲν τοῦ εἶχε ἀκόμα ἐπιβάλει τὴν ἀνάγκη νὰ θεμελιώση αὐτὴ τὴν πρακτικὴ σὲ μιὰ Χριστολογία ἀποσαφηνισμένη. Ἔπρεπε νὰ ἐμφανισθῆ μιὰ ἄλλη πρακτικὴ ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἡ ἀνάγκη νὰ προστατευθῆ ἡ Χριστολογία της ποὺ τὴν ἀπειλοῦσαν οἱ Μονοθελητές, γιὰ ν' ἀφιερώση ὁ ἅγιος Μάξιμος τὸ τελευταῖο στάδιο τῆς δραστηριότητάς του σ' αὐτὸ τὸ θέμα καὶ νὰ στεφανώση ἔτσι τὸ ὅλο του ἔργο μὲ τὴν ἀκηλίδωτη Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας, θέτοντάς τη συνάμα καθαρὸ θεμέλιο τῆς ὅλης πνευματικῆς θεωρίάς του.(99)
Σημειώσεις
* Χωρὶς τὴ συμπόρευση τοῦ κ. Π. Νέλλα σ' ὅλη τὴ διαδρομὴ καὶ τὴ συνάντηση τοῦ ξεκινήματος μὲ τὸν π. Ἀρτέμιο ἡ ἀπόδοση αὐτὴ θὰ ἦταν πολὺ κατώτερη.— Τοὺς ἐκφράζω τὴν εὐγνωμοσύνη μου. (Σημείωση τοῦ μεταφραστῆ).
50. L. Thunberg, Microcosm and Mediator, σ. 5. P. Sherwood, An Annotated Date-List, σ. 49, 52. Βλ. καὶ ἐπιστολὲς 44 καὶ 45 πρὸς τὸν Ἰωάννη Κουβικουλάριο (P.G. 91, 641-650). Βλ. ἐπίσης τὰ περιθώρια μιᾶς ἐπιστολῆς πρὸς τὸν Πέτρο, P. G. 91, 141-146. Ἔπειτα τὴν ἐπιστολὴ 13 πρὸς τὸν Πέτρο τὸν Ἐπιφανῆ, στὴν ὁποία ὁ ἅγιος Μάξιμος δίνει σύντομη ἀνασκευὴ τῆς διδασκαλίας τοῦ Σεβήρου (P.G. 91, 509-534).
51. P.G. 91, 288.
52. Dr. Η. Itraubinger, Die Christologie des Maximus Confessor, Bonn, 1906, σ. 7.
53. P.G, 91, 1045-1060.
54. P.G. 91, 584 B.
55. P.G. 91, 1056 B.
56. P.G. 91, 1048 AC.
57. P.G. 91, 1056 Α: «… μηδετὲρῳ τὸ παράπαν ὧν ὑπόστασις ἧν θατέρου κεχωρισμένως ἐνεργῶν, δι' ἑκατέρου δὲ μᾶλλον πιστούμενος θάτερον• εἴπερ ἄμφω κατ' ἀληθείαν ὤν ὡς μὲν Θεὸς τῆς ἰδίας ἦν κινητικὸς ἀνθρωπότητος, ὡς ἄνθρωπος δὲ τῆς οἰκείας ἐκφαντικὸς ὑπῆρχε θεότητος».
58. P.G. 91, 1048 Α.
59. Πολὺ λεπτομερειακὴ ἀνασκευὴ τῶν θέσεων τοῦ Σεβήρου κάνει στὴν ἐπιστολὴ 12, ποὺ ἀπευθύνεται στὸν Ἰωάννη Κουβικουλάριο (P.G. 91, 460-509). Τὸ ἴδιο ἐπίσης κάνει στὶς ἐπιστολὲς 13 καὶ 14, ποὺ ἀπευθύνονται στὸν Πέτρο τὸν Ἐπιφανῆ (P.G. 91, 510-533 καὶ 533-544).
60. P.G. 91, 473 C.
61. P.G. 91, 480 ΑΒ.
62. P.G. 91, 468 BC.
63. P.G. 91, 593 Α.
64. P.G. 91, 301 Β: «Τῆς δὲ νοερᾶς ζωῆς ἡ αὐτεξούσιος κίνησις»• P.G. 91, 13 Ἃ: «Θέλημά φασιν εἶναι, ὄρεξιν λογικήν τε καὶ ζωτικήν».
65. P.G. 91, 488 D. .
66. P.G. 91, 488 D - 489 ΑΒ.
67. P.G. 91, 516 D-517 C.
68. P.G. 91, 492 Α.
69. P.G. 91, 525 D.
70. P.G. 91, 529 BC.
71. P.G. 91, 517 C.
72. P.G. 91, 529 D.
73. P.G. 91, 532 Α.
74. P.G. 91, 532 BC.
75. P.G. 91, 529 D: «Θεοῦ γὰρ δὶ ἀγαθότητα πρὸς ἀνθρώπους ὑπῆρχεν αὐθαίρετος κένωσις τὸ μυστήριον, ἀλλ' οὐ θεότητος ἔκπτωσις …»
76. P.G. 91, 517 D - 520 C.
77. P.G. 91, 594.
78. P.G. 91, 60 C.
79. P.G. 91, 60 ΑΒ.
80. P.G. 91, 297 D - 300 Α.
81. P.G. 91, 573 Β.
82. P.G. 91, 236 C.
83. P.G. 90, 313 AD.
84. Ὁ μονοθελήτης πατριάρχης Κῦρος ἔλεγε: «Ἀδύνατόν ἐστιν ἐν ἑνὶ προσώπῳ δύο ἀλλήλοις συνυπάρξαι θελήματα ἄνευ ἐναντιώσεως,» (P. G. 91, 292 Α).
85. P.G. 91, 293 Β.
86. P.G. 91, 292 Α.
87. P.G. 91, 193 Α.
88. P.G. 91, 301: Ὑπάρχει τριῶν εἰδῶν ζωή• φυτική, αἰσθητὴ καὶ διανοητικὴ: «τῆς δὲ νοερᾶς (ἴδιον) ἡ αὐτεξούσιος»• «τῇ νοερᾷ (ἰδιότης) ἡ αὐτεξούσιος κίνησις».
89. P.G. 91, 80 Α.
90. P.G. 91, 77 BC.
91. P.G. 91, 293 Α.
92. P.G. 91, 32 ΑΒ.
93. P.G. 91, 324 D.
94. Ὥσπερ πρὸ τῆς ἐμφανοῦς καὶ κατὰ σάρκα παρουσίας, νοητῶς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος τοῖς πατριάρχαις καὶ προφήταις ἐνεδήμει, προτυπῶν τὰ μυστήρια τῆς αὐτοῦ παρουσίας• οὕτω καὶ μετὰ ταύτην τὴν ἐνδημίαν, οὐ μόνον ἐν τοῖς ἔτι νηπίοις παραγίνεται, διατρέφων πνευματικῶς καὶ ἄγων πρὸς ἡλικίάν τῆς κατὰ Θεὸν τελειότητος• ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς τελείοις, προδιαγράφων αὐτοῖς κρυφίως τῆς μελλούσης αὐτοῦ παρουσίας ὡς ἐν εἰκόνι τοὺς χαρακτῆρας» (Κεφάλαια Γνωστικὰ II, 28• P.G. 90, 1137,). «Οὐδέποτε ψυχὴ δύναται πρὸς γνῶσιν ἐκταθῆναι Θεοῦ, εἰ μὴ αὐτὸς ὁ Θεὸς συγκαταβάσει χρησάμενος ἅψηται αὐτῆς καὶ ἀναγάγῃ πρὸς ἑαυτόν» (Κεφάλαια Γνωστικά Ι, 31. P.G. 90, 1093).
95. P.G. 90, 493 D.
96. P.G. 91, 309 ΑΒ. Ἅγιος Μάξιμος: «(Χριστός) οὐ καθ' ἡμᾶς ζητήσας καὶ βουλευσάμενος, ἀλλὰ θεϊκῶς ὑποστάς, αὐτῶ εἶναι, τὸ ἐκ φύσεως εἶχεν ἀγαθόν». Πύρρος: «Τί οὖν; Φυσικαί εἰσιν αἱ ἀρεταί;». Ἅγιος Μάξιμος : «Ναί, φυσικαί». Πύρρος : «Καὶ εἰ φυσικαί, διὰ τί μὴ ἐπίσης πᾶσιν ἐνυπάρχουσι τοῖς ὁμοφυέσι;». Ἅγιος Μάξιμος : «Ἐκ τοῦ μὴ ἐπίσης ἐνεργεῖν τὰ τῆς φύσεως».
97. P.G. 90, 321 Β.
98. P.G. 90, 449 D.
99. Γι' αὐτὸ δὲ νομίζομε ὅτι ἡ βεβαίωση τοῦ Hans Urs von Balthasar ἀνταποκρίνεται ἐντελῶς στὴν πραγματικότητα• ὅτι δηλαδὴ ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔχει προχωρήσει ἀπὸ τὸ «Λόγο τοῦ κόσμου», ποὺ ἔχει ἀλεξανδρινὰ κι ἀνατολίτικα χαρακτηριστικά, στὸν ἐνσαρκωμένο Λόγο, τὸ Λόγο ποὺ παίρνει πιὸ ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά. Ὀρθότερη μᾶς φαίνεται ἡ βεβαίωσή του ὅτι «ἡ εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ βρίσκεται στὸ κέντρο τοῦ ἔργου τοῦ Μαξίμου» ἢ ὅτι « ἡ ὀντολογία καὶ ἡ κοσμολογία του εἶναι Χριστολογία ἁπλωμένη, καθόσον ἡ χριστολογικὴ σύνθεση εἶναι ἡ τελευταία καὶ ἡ πρώτη ἰδέα τοῦ Θεοῦ».
|