|
Χρήστος Σωκρ. Σολομωνίδης
Ο αφανισμός της Σμύρνης. Η θυσία του Χρυσοστόμου.
Γιὰ τὰ 50 χρόνια τῆς καταστροφῆς.
ἔκδ. Συλλόγου Φοιτησάντων εἰς τὴν Εὐαγγελικὴν Σχολὴν Σμύρνης, Ἀθήνα 1972.
Μέρος Τρίτο
Γιὰ τὴ μαρτυρικὴ θανάτωση τοῦ Χρυσοστόμου οἱ Τοῦρκοι, τόσο στὰ ἱστορικά τους συγγράμματα, ὅσο καὶ στὸν τύπο, ἀπέφυγαν ν' ἀναφέρουν ὅτι ὁ Χρυσόστομος κρεουργήθηκε ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ὄχλο κι ἀνέγραφαν πὼς ἀπαγχονίστηκε σ' ἐκτέλεση ἀποφάσεως ποὺ εἶχε ἐκδώσει παλαιότερα τὸ Δικαστήριο τῆς Ἀνεξαρτησίας τῆς Ἄγκυρας (Ἰστικλὰλ Μαχκεμεσί). Γιὰ πρώτη φορὰ ὁμολογεῖται στὸ φύλλο τῆς 6ης Σεπτεμβρίου 1970 τῆς πολιτικῆς καθημερινῆς ἐφημερίδος τῆς Κων/πόλεως «Μιλγιέτ» ὅτι ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης λυντσαρίστηκε ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ὄχλο.
Γιὰ τὴν κρεούργηση τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῶν μυριάδων Ἑλλήνων τῆς Σμύρνης οἱ Μεγάλοι Σύμμαχοί μας ἔδειξαν ἀχαρακτήριστη ἀδιαφορία. Καὶ ἰδιαίτερα οἱ Γάλλοι ποὺ ἡ ἔχθρα τους ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἦταν ἀπερίγραπτη. Πρόεδρος τῆς Γαλλικῆς Κυβερνήσεως, ὁ Πουανκαρέ, ἔδειχνε φανερὰ τὴν ἀντιπάθειά του πρὸς τὴν πατρίδα μας. Μόλις ἔγινε γνωστὴ στὸ Παρίσι ἡ κατακρεούργηση τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παρισίων Λουΐ Ντυμπουά, σὰν πραγματικὸς Χριστιανός, τοιχοκόλλησε στὶς ἐκκλησίες καὶ στοὺς δρόμους ἔκκληση πρὸς τὸ ποίμνιό του καλώντας το σὲ σταυροφορία πρὸς ὑπεράσπιση τῆς Χριστιανοσύνης. Ἡ ἀνθρωπιστικὴ ὅμως καὶ χριστιανικὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐξώργισε τὸν Πουανκαρέ, γιατί θὰ ἐπηρέαζε τὸ γαλλικὸ λαὸ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος καὶ διέταξε τὴν ἀστυνομία νὰ σκίση κι ἐξαφανίση τὴν ἔκκληση, συμβούλεψε δὲ τὸν Γάλλο Ἱεράρχη νὰ περιοριστῆ στὰ καθαρῶς θρησκευτικά του καθήκοντα καὶ νὰ μὴν ἀναμιγνύεται στὴν πολιτική.
Τὴν ἀφήγηση τοῦ μαρτυρίου τοῦ Χρυσοστόμου, ἄκουσε ἡ γαλλικὴ Βουλὴ μὲ πλήρη ἀδιαφορία. Τόσος ἦταν ὁ φιλοτουρκισμὸς τῶν Γάλλων, ὥστε ὁ βουλευτὴς Ἰζραὲλ «ἀνεκάγχασε», ὁ βουλευτὴς Κλωζὲλ «ἐμηκτύρισε», ὁ βουλευτὴς Μπακὸν εἶπε πὼς οἱ Τοῦρκοι εἶναι «πολιτισμένοι» ἐνῷ, ἀντίθετα, οἱ Ἕλληνες εἶναι «βάρβαροι»! Ὁ βουλευτὴς Τισεγγκρὲ ἐπετέθη κατὰ τῶν Ἑλλήνων γιατί εἶχαν δολοφονήση καὶ ληστέψη τοὺς Γάλλους ναῦτες στὴν Ἀθήνα τὸ Νοέμβριο τοῦ 1916. Τέλος ὁ περίφημος Φρανκλὲν Μπουγιόν, ποὺ εἶχε παραδώσει ὅλο τὸ γαλλικὸ πολεμικό τῆς Κιλικίας στοὺς Τούρκους, τὸ 1921, διαμαρτυρήθηκε γιατί ὡρισμένοι ἀποκαλοῦν τοὺς Κεμαλικοὺς ληστές, ἐνῷ εἶναι ἥρωες!
Ὁ μισελληνισμὸς τῶν Γάλλων ἦταν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀφάνταστος. Ὁ Γάλλος Ναύαρχος στὴ Σμύρνη, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἐξόντωση τοῦ Χρυσοστόμου εἶπε «πὼς τοῦ ἄξιζε». Οἱ φιλοτουρκικὲς πάλι ἐφημερίδες στὴ Γαλλία, Ἀγγλία καὶ Ἰταλία ἀνέγραψαν τὴν κρεούργηση τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τὴ σφαγὴ τῶν
Ἑλλήνων στὴ Σμύρνη χρονογραφικὰ καὶ μὲ κάποια κακεντρέχεια. Καὶ ὁ Μπριάν, ὄχι μόνον δὲν ἐξεδήλωσε συμπάθεια γιὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Χρυσοστόμου, ἀλλὰ συνεχῶς ἐπαινοῦσε κι ἐγκωμίαζε τοὺς «πατριῶτες» καὶ «πολιτισμένους» Τούρκους!
Ἐδῶ σημειώνομε, πὼς οἱ μεγάλοι Χριστιανοὶ Σύμμαχοί μας τῆς Εὐρώπης ὑπῆρξαν στυγνοὶ κι ἀνοικτίρμονες μπρὸς στὴ σφαγὴ καὶ τὴν πυρπόληση τῆς Σμύρνης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Κάτω ἀπὸ τὰ τηλεβόλα τοῦ συμμαχικοῦ στόλου συνετελέσθη ἡ κρεούργηση τοῦ Χρυσοστόμου κι ἡ φρικωδέστερη ἀνθρωποσφαγή.
Τριανταδύο μεγάλα πολεμικὰ ἦσαν ἀραγμένα στὸ λιμάνι τῆς Σμύρνης. Τὰ νερά, ποὺ χτυποῦσαν τὰ πλοῖα τους, ἦσαν κατακόκκινα ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν Ἑλλήνων, ποὺ χάνονταν σὲ λίγη ἀπ' αὐτὰ ἀπόσταση. Ναύαρχοι, ἀξιωματικοί, ναῦτες, παρακολουθοῦσαν ἀπὸ τὰ πλοῖα τους, μὲ ἀπάθεια, τὴ σφαγὴ καὶ τὴν πυρπόληση τῶν ἑλληνικῶν συνοικιῶν τῆς Σμύρνης. «Νέρωνες ἀσυμπόνετοι τῆς Δύσης τὰ καράβια», ὅπως ἔγραψε μὲ στίχους, γεμάτους πικρία, ὁ Σμυρναῖος ποιητὴς Ἀνδρέας Παπαδόπουλος:
Κεῖνο τὸ βράδυ, ποὺ ἡ φωτιὰ σὲ σκέπαζε κ' ἡ λάβα
κι' ἀπὸ τὸ αἷμα τῆς σφαγῆς κοκκίνησαν οἱ δρόμοι,
δὲν ἤσουν ἡ Γκιαοὺρ Ἰζμίρ — ἡ πουλημένη σκλάβα
στὰ χέρια τῶν Ἀγαρηνῶν. Ἤσουν ἡ Ρώμη, ἡ Ρώμη!
Στὸ τσίρκο μέσα, τὰ θεριὰ τοῦ Ἰσλάμ, ἀγριεμένα
σπαράζανε τοὺς Χριστιανούς. Καὶ πέρα κεῖ μ' εὐλάβεια,
σκύβανε πάνω ἀπ' τὰ νερὰ τὰ φλογοφωτισμένα
—Νέρωνες ἀσυμπόνετοι—τῆς Δύσης τὰ καράβια!
Κι ὄχι μόνο δὲν ἔσπευσαν νὰ σώσουν, τὰ πληρώματα τῶν συμμαχικῶν πλοίων, τοὺς σφαζόμενους Ἕλληνες καὶ Ἀρμενίους, ἀλλ' ὅταν μερικοὶ κατώρθωναν κολυμπώντας νὰ φτάσουν ὡς τὰ πολεμικά, οἱ ναῦτες των τοὺς χτυποῦσαν μὲ ἁρπάγες ἢ τοὺς ἒρριχναν ζεματιστὰ νερὰ γιὰ νὰ μὴν ἀνέβουν ἐπάνω.
Ὁ Πάλμερ Κίεμεργκ στὸ βιβλίο του «Κορωνίδα ἐγκλήματος τοῦ πολιτισμοῦ», γράφοντας γιὰ τὴν κρεούργηση, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῶν μυριάδων Ἑλλήνων ἀναφέρει: «Οἱ ἐπιβαίνοντες στὰ πολεμικὰ τῶν «λεγομένων Χριστιανικῶν Ἐθνῶν», ποὺ ἦσαν ἀραγμένα στὸ λιμάνι τῆς Σμύρνης, ἔβλεπαν μὲ ἀδιαφορία τὴ σφαγὴ καὶ ἄκουγαν μὲ ἀπάθεια τὶς φωνὲς τῶν ἀτιμαζόμενων γυναικῶν, τοὺς θρήνους τῶν παιδιῶν καὶ τοὺς βόγγους τῶν σφαζομένων ἀνδρῶν».
Στὴν «Ἐπιθεώρηση τῶν Παρισίων», ἀναγράφονται: «Οἱ φωνὲς τῶν κρεουργούμενων Ἑλλήνων ἔφταναν ἀπὸ τὴν παραλία καὶ τὰ πτώματά των ἐπέπλεαν γύρω ἀπὸ τὰ συμμαχικὰ πολεμικά. Καὶ μέσα στὴν ἀγριότητα αὐτὴ ἀκούστηκαν, ἀπὸ ἀγγλικὸ πολεμικό, ἦχοι ἐλαφρᾶς μουσικῆς «πρὸς τέρψιν τῶν ἐπιβαινόντων»!
Ὁ φιλέλλην Πρόξενος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν Χόρτων, ἀφηγεῖται ὅτι ὁ συνάδελφός του Ἄγγλος Πρόξενος στὴ Σμύρνη, δικαιολογώντας καθυστέρηση προσελεύσεώς του σὲ γεῦμα, ποὺ παρέθετε στὴ ναυαρχίδα ὁ Γάλλος Ναύαρχος στοὺς δύο τους, εἶπε πὼς ἡ ἀργοπορία του δὲν ὠφείλετο σ' αὐτόν, ἀλλὰ στὰ πολλὰ πτώματα τῶν Ἑλλήνων, ποὺ εἶχαν ρίξει οἱ Τοῦρκοι στὴ θάλασσα καὶ στὰ ὁποῖα προσέκρουε ἡ ἀτμάκατος ποὺ τὸν μετέφερε στὴ ναυαρχίδα! Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Ἀμερικανὸς Πρόξενος προσθέτει: —Ὤκτειρα, τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὸν ἑαυτόν μου, ὅτι ἀνήκω στὸ ἀνθρώπινο γένος!»
Στὸ μεταξὺ στὶς ἑλληνικὲς καὶ ἀρμενικὲς συνοικίες τῆς Σμύρνης ἀρχίζουν οἱ λεηλασίες καὶ οἱ σφαγές. Οἱ κάτοικοι τρομοκρατημένοι παραμένουν κλειστοὶ στὰ σπίτια τους. Οἱ θύρες ὅμως παραβιάζονται, τὸ περιεχόμενό τους διαρπάζεται καὶ οἱ ἔνοικοι φονεύονται. Ἡ λεηλασία καὶ ἡ σφαγὴ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα γενικεύεται. Στὴ συνοικία Τεπεντζῆκι, σφάζονται 450 ἄνδρες, 300 γυναῖκες καὶ 66 βρέφη. Στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ἀτιμάζονται πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα δεκάδες Ἑλληνίδες. Ἑκατοντάδες Ἕλληνες, ποὺ κατέφυγαν στὸ ἐργοστάσιο τοῦ Παναρέτου, στὴ συνοικία τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, σκοτώνονται μὲ χειροβομβίδες. Στὰ προάστια τοῦ Μπουρνόβα καὶ τοῦ Μπουτζᾶ τὸ αἷμα ξεχειλᾶ στοὺς δρόμους. Τὸ ἀπόγευμα τῆς Τετάρτης 31ης Αὐγούστου πύρινες γλῶσσες ξεχύνονται ἀπὸ τὴν ἀρμενικὴ συνοικία. Οἱ
Τοῦρκοι ἀφοῦ κατέβαλαν τὴν ἡρωικὴ καὶ ἀπεγνωσμένη ἀντίσταση τῶν Ἀρμενίων, ποὺ εἶχαν καταφύγει στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ ἀφοῦ ἔσφαξαν 5.000 ἄτομα, βάζουν φωτιὰ καὶ τὸν πυρπολοῦν. Ταυτόχρονα οἱ Τοῦρκοι καταβρέχουν μὲ πετρέλαιο καὶ βενζίνη σπίτια σὲ δυὸ ἄλλες ἑλληνικὲς συνοικίες καὶ ρίχνουν ἐμπρηστικὲς βόμβες. Ἡ φωτιὰ λαβαίνει γρήγορα τεράστιες διαστάσεις, μιὰ ποὺ ὂχι μόνο κανεὶς δὲν φροντίζει γιὰ τὴν καταστολή της ἀλλ' ἀντίθετα Τοῦρκοι στρατιῶτες δημιουργοῦν καὶ νέες ἑστίες πυρός. Ἔτσι μέσα σὲ λίγες ὧρες ἡ Σμύρνη—τὸ ἀποκλειστικὰ χριστιανικό της τμήμα—παραδίδεται, στὶς φλόγες. Οἰκοδομήματα παλαιά, ἀκλόνητα, στερεά, ὅλες οἱ ἑστίες τοῦ μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ κράτησαν μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ τὴν ἐθνική μας παράδοση, τόσα καὶ τόσα χρόνια, μεταβάλλονται σὲ τέφρα. Τὸ θέαμα τῆς πυρκαϊᾶς εἶναι κάτι τὸ τρομακτικό. Οἱ φλόγες ἀνοίγουν τὶς πόρτες, χαϊδεύουν τοὺς τοίχους, σκαρφαλώνουν, ἁπλώνονται παντοῦ, τυλίγουν, χτυποῦν, καίουν. Προχωροῦν καὶ μεταβάλλουν σ' ἐρείπια τὰ πάντα. Οἱ κρότοι ἀπὸ τὶς ἀνατινάξεις δονοῦν καταθλιπτικὰ τὸν αἰθέρα. Ἡ φωτιά
—ὁλοπόρφυρο φεῖδι— παρασύρει στὴν καταστρεπτική του μανία τὸ κάθε τι. Ἡ ἑλληνικὴ Σμύρνη δοσμένη, τώρα, στὴν πύρινη ἀκολασία. Καπνὸς καὶ στάχτη παντοῦ. Ξεσκλίδια καὶ ἀποκαΐδια ὁλοῦθε. Σπίτια καὶ σχολεῖα καὶ μαζὶ μ' αὐτὰ ἡ αἰωνόβια Εὐαγγελική, τὸ Ὀρφανοτροφεῖο, τὰ ἄσυλα, τὰ ἀγαθοεργὰ ἱδρύματα, ὅλα λαμπαδιάζουν καὶ καίγονται. Γκρεμισμένες κι ἀποτεφρωμένες οἱ Ἐκκλησιὲς μὲ τοὺς βυζαντινοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς Ἀγγέλους. Οἱ Ἐσταυρωμένοι καὶ τὰ δισκοπότηρα στάχτη. «Κι ὅπου ἠχοῦσαν οἱ Ναοὶ Ὠσαννά, γέρνουν γκρεμισμένοι, βουβοὶ λίθοι...». Κατεστραμμένες ὅλες οἱ Ἐκκλησιές -καὶ οἱ 46- τῆς Σμύρνης. Ὁ ναὸς «ἡ καρδιὰ τοῦ Γένους» γραμμένο εἶναι πρῶτος αὐτὸς νὰ δέχεται τὸ χτύπημα στὶς συμφορὲς τοῦ Γένους.
Ἀλλόφρονες οἱ Ἕλληνες ἐγκαταλείπουν τὰ σπίτια καὶ τ' ἀγαθά τους. Ξεχύνονται στοὺς δρόμους, σὲ δρόμους αἱματόβρεχτους, σὲ δρόμους ὅλο στάχτη μ' ἕνα κακοῦργο ἄνεμο ὅλο φωτιὰ καὶ λύσσα. Βαδίζουν πρὸς τὴν παραλία ἐλπίζοντας νὰ σωθοῦν ἐκεῖ. Ἀλλὰ σὲ κάθε γωνιὰ τοὺς παραμονεύει ἡ λόγχη καὶ τὸ βόλι. Ἡ σφαγή, καὶ ἡ ἁρπαγή. Τὸ σχοινὶ καὶ ὁ βρόχος. Τὸ μαχαίρι καὶ τὸ ψυχορράγημα. Ὁ θάνατος μὲ σάβανο γυρνᾶ σκούζοντας καὶ οὐρλιάζοντας στοὺς δρόμους καὶ στὶς συνοικίες. Οἱ στίχοι τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ στὴν πλήρη ἐνσάρκωσή τους:
Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί,
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
Παντοῦ ρήγματα καὶ χαλάσματα καὶ λιτανεῖες θανάτου κι' ἐρείπια καὶ συντρίμμια. Πυραμίδες τὰ πτώματα. Ποτάμι τὸ αἷμα. Κύματα κόσμου σὲ κατάσταση ἔξαλλης ἀγωνίας καὶ ἀπόγνωσης ξεχύνονται στὴν προκυμαία. Συνωθοῦνται σὲ μιὰ ἀνθρωπόμαζα πυκνή, συμπαγῆ, ἀδιαπέραστη. Γέροντες καὶ ἀσθενεῖς, ἀνίκανοι νὰ περπατήσουν, σκοντάφτουν καὶ πέφτουν, ποδοπατοῦνται ἀπὸ χιλιάδες πρόσωπα, ποὺ κινοῦνται ὁρμητικὰ γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸ μαχαῖρι τοῦ Τούρκου. Κορίτσια ἀτιμάζονται μπρὸς στοὺς γονεῖς τους. Ἄνδρες κρεουργοῦνται μπρὸς στὶς γυναῖκες τους. Ἀπ' ὅλα τὰ σημεῖα ἀκούγονται θρῆνοι καὶ κοπετοί, φωνὲς ἀπελπισίας καὶ κραυγὲς σπαραγμοῦ. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ φλόγες συνεχίζουν τὴν καταστρεπτική τους πορεία. Ἕνα δαιμονιῶδες τριζοβόλημα ἀντηχεῖ. Γδοῦποι τῶν καταρρεόντων τοίχων ἀκούγονται. Κρότοι πυροβόλων καὶ μυδραλιοβόλων τοὺς συνοδεύουν. Ὀσμὴ ἀνυπόφορη καιομένων ξύλων καὶ πετρελαίου. Ἀποπνικτικὴ καπνιὰ γεμίζει τὰ στήθη καὶ δυσκολεύει τὴν ἀναπνοή. Καὶ κοντὰ σ' αὐτά, ποδοδολητὰ ἀλόγων, γοερὰ κλάματα, προσευχές, κατάρες, ἄγριες φωνὲς σφαγέων, ρόγχοι σφαζομένων. Ἀπὸ τὴ μία οἱ φλόγες κι' ἀπ' τὴν ἄλλη τὸ σπαθὶ κι' ἡ θάλασσα! Ἐδῶ ἕνας γέρος ξεψυχᾶ πάνω στοὺς ὤμους τοῦ γυιοῦ του, ποὺ τὸν μεταφέρει στοὺς ὤμους. Ἐκεῖ, μιὰ παρθένος ρίχνετα στὶς φλόγες γιὰ νὰ ξεφύγη στοὺς Τούρκους ποὺ θέλουν νὰ τὴν βιάσουν. Ἐδῶ, μιὰ μητέρα παραφρονεῖ γιὰ τὸ φριχτὸ θάνατο τοῦ γυιοῦ της καὶ χορεύει μισόγυμνη γύρω ἀπὸ τὸ πτῶμα του. Ἐκεῖ, μιᾶς γυναίκας κόβουν τὰ δάχτυλα• γιὰ νὰ πάρουν γρηγορότερα τὰ δαχτυλίδια της. Ἕνας ἱερέας κρεμασμένος, αἰωρεῖται, καὶ τὸ ράσο του ἀνεμίζει σὰ μαύρη σημαία. Τραυματίες ἀπὸ λογχισμοὺς ξεψυχοῦν στὰ πεζοδρόμια, πτώματα ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἐπιπλέουν στὴ θάλασσα. Πρὸς τὸ τελωνεῖο λόχος Τούρκων περιζώνει μεγάλη ὁμάδα Ἑλλήνων, τοὺς ἐπιβιβάζει σὲ φορτηγίδα ποὺ εἶχε καταβρέξει μὲ βενζίνη καὶ πετρέλαιο καὶ τὴν πυρπολεῖ.
Καὶ ἡ καταστροφὴ συνεχίζεται. Ἡ βιβλικὴ ρήση σὲ ὅλη της τὴν ἔκταση: «Νέμεται τὸ αἷμα, τὸ πῦρ καὶ αἱ ἀτμῖδες καπνοῦ». Μαῦροι ὄγκοι καπνοῦ ἀποτελοῦν τὸ νεκρώσιμο θυμίαμα τῆς ἀνείπωτης Καταστροφῆς.
Ὁ χείμαρρος τοῦ πανικόβλητου πλήθους διωκόμενου καὶ σφαζόμενου σπεύδει πρὸς τὴ θέση Δαραγάτς, πρὸς τὸ ἐκεῖ ὀρθόδοξο νεκροταφεῖο. Κύματα ἀπὸ ἀλλόφρονες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις κατακλύζουν τὸ κοιμητήριο. Στή συνοικία τῶν νεκρῶν οἱ ζωντανοί. Τὰ μνήματα μεταβάλλονται σὲ κατοικία. Τὰ μαυσωλεῖα σὲ ἄσυλα.
Εὐτυχισμένοι ὅσοι βρίσκουν μιὰ γωνιὰ μέσα στὸ νεκροταφεῖο. Μαζεύουν οἱ δύστυχοι ρίζες γιὰ νὰ παρηγορήσουν τὴν πείνα τους, μασοῦν φύλλα γιὰ νὰ δροσίσουν τὰ φλογισμένα ἀπὸ τὴ δίψα χείλη τους. Ἄλλοι κατορθώνουν νὰ μαζέψουν λίγα ἄγρια χόρτα καὶ τὰ μαγειρεύουν χρησιμοποιώντας γιὰ καύσιμη ὕλη τὰ ξύλα τῶν φερέτρων. Κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τῶν μαυσωλείων ἀντηχοῦν ψίθυροι προσευχῶν, λυγμοὶ ἀπελπισίας καὶ θρῆνοι γιὰ κείνους, ποὺ βρῆκαν τὸ θάνατο καὶ γιὰ ὅσους μέλλουν νὰ τὸν βροῦν.
Γεμάτο τὸ νεκροταφεῖο. Ἴσως ἐδῶ θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι θὰ σταματοῦσε ὁ ἀπροσδόκητος νικητὴς κάθε βία καὶ κτηνωδία. Μὰ οὔτε καὶ ἐδῶ σταματᾶ. Κι ὁ τόπος τῆς αἰωνίας γαλήνης, τὸ λιμάνι ποὺ δὲν φθάνει ἡ ἐγκόσμια τρικυμία, γίνεται γιὰ τοὺς δυστυχισμένους καινούργιας ἀγωνίας καὶ τρόμου σταθμός.
Σβηστὰ τὰ καντήλια τῶν τάφων. Τὰ κυπαρίσσια, σὰν μαῦρες λαμπάδες ὑψώνονται δεητικὰ στὸν οὐρανό, ποὺ ξάστερος κι ὁλόλαμπρος σκεπάζει τὸ Μέγα Δρᾶμα. Νεκροὶ καὶ ζωντανοὶ μαζί. Στὸ λιθόστρωτό του Δαραγατσιοῦ δὲν σταματᾶ τὸ ποδοβολητὸ τῶν τσέτηδων. Συχνὰ φτάνουν καὶ κάποιες πνιγμένες φωνὲς ἀπὸ τὰ περίγυρα, ποὺ καλοῦν βοήθεια. Καὶ πάντα ὁ οὐρανὸς ξάστερος, καὶ πάντα τὰ κυπαρίσσια δέονται...
Καὶ κάτω ἡ ἴδια ἀγωνία καὶ τρόμος. Κι ἡ ἀγωνία μεγαλώνει ὅταν ἀρχινᾶ νὰ φέγγη. Τότε ἀνοίγουν τὰ κενοτάφια καὶ σφαλοῦν μέσα τὶς Ἑλληνοποῦλες παρθένες, ὂχι πιά γιὰ νὰ μὴ τὶς δῆ ὁ ἥλιος, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ τὶς δῆ ὁ τσέτης καὶ τὶς σύρει στὸ κτηνῶδες μεθύσι του. Ἔτσι μένουν ὅλη τὴ μέρα μέσα στὰ μνήματα καὶ κάτω ἀπὸ τὶς ταφόπετρες. Οἱ Τοῦρκοι παίρνουν μυρωδιὰ καὶ μπαίνουν μέσα. Βλέπουν μόνον γέρους καὶ γρηὲς κι ἀγριεύουν:
—Ποῦ εἶναι τὰ κορίτσια σας;
—Μᾶς τὰ πῆραν ἄλλοι...
Ψάχνουν παντοῦ, πάνω κάτω. Τοὺς παίρνουν τοὺς παράδες, τὰ ροῦχα, τὸ κάθε τί. Κάτω ἀπὸ τὰ μνήματα ἀκοῦν οἱ κρυμμένες Ἑλληνοποῦλες τὸ θόρυβο καὶ σταματοῦν τὴν ἀναπνοή τους...
—Ποῦ εἶναι τὰ μωρά, ποὺ κλαῖνε; ρωτοῦν ἀγριωποὶ οἱ τσέτες ἀκούγοντας μωρουδιακίστικες κλάψες... Καὶ οἱ κλάψες δὲν ἀκούγονται πιά... Καὶ φεύγουν οἱ Τοῦρκοι, βλαστημῶντας καὶ ξεκοιλιάζοντας, μὲ τὴ λόγχη, ὅποιον τύχαινε μπροστά τους!
Ὅταν ἄνοιγαν οἱ γέροι τοὺς τάφους, γιὰ νὰ βγάλουν τὰ κορίτσια τους καὶ τὶς νέες γυναῖκες, τὶς περισσότερες τὶς βρίσκουν λιποθυμισμένες. Βρίσκουν καὶ νεκρὰ βρέφη. Τὰ ἔπνιξαν οἱ μάνες τους γιὰ νὰ σώσουν τὰ κορίτσια τους ἀπὸ τὴν ἀτίμωση!...
Σὲ 30.000 ψυχὲς ὑπολογίζονται ὅσοι κατέφυγαν στὸ νεκροταφεῖο τῆς Σμύρνης. Ἡ τραγικὴ ζωή τους, στὸν ἱερὸ χῶρο τῶν νεκρῶν, διήρκεσε 17 ὁλόκληρα μερόνυχτα, μέχρις ὅτου ἐπετράπει στὰ γυναικόπαιδα καὶ τοὺς γέροντες νὰ ἐπιβιβαστοῦν σὲ πλοῖα καὶ νὰ μεταφερθοῦν στὴν Ἑλλάδα.
Ἡ πυρπόληση τῆς Σμύρνης διήρκεσε ἀπὸ τὸ ἀπομεσήμερο τῆς Τετάρτης 31 Αὐγούστου ἕως τὸ πρωὶ τοῦ Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου. Μυριάδες σπίτια καὶ καταστήματα πυρπολήθηκαν. Ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ «ἑλληνούπολη», τὴν καρδιὰ τῆς Σμύρνης, τίποτε δὲν ἀπομένει. Κάηκαν καὶ οἱ 65 συνοικίες της, 55.000 σπίτια καὶ 5.000 καταστήματα, ὅλα σχεδὸν ἑλληνικά. Ἐπίσης ἀποτεφρώθηκαν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, τὰ σχολεῖα καὶ τὰ εὐαγῆ ἑλληνικὰ ἱδρύματα.
Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειώσωμε ὅτι τὰ θύματα στὴ Σμύρνη καὶ στὴν περιοχή της, ὑπερβαίνουν τὶς 50.000 ἄτομα, γενικὰ δὲ οἱ θανατωθέντες κι ἐξαφανισθέντες Ἕλληνες σ' ὅλη τὴ Μικρασία, φθάνουν τὶς πεντακόσες χιλιάδες!
Ἀλλὰ καὶ πόσων λειτουργῶν τοῦ Ὑψίστου χύθηκε τὸ αἷμα σὰν ἱερὴ σπονδή! Γνώριμος πάντα ὁ δρόμος τοῦ Γολγοθᾶ στὸν ἑλληνικὸ κλῆρο. Ἀπὸ τοὺς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὶς χρυσὲς μίτρες καὶ τὰ ἀδαμαντοποίκιλτα ἐγκόλπια, ἕως τὸν τελευταῖο ἱερέα μὲ τὸ ξεβαμμένο καλιμαῦχι καὶ τὸ ξεφτεισμένο ράσο, ἕτοιμοι πάντα ὅλοι, γιὰ κάθε θυσία. Πόσες φορὲς τὸ αἷμα, ποὺ ἔβρεξε τὰ ὁλόμαυρα ἄμφιά τους, τὰ κοκκίνησε, ἀλλὰ καὶ τὰ μετέτρεψε σὲ πορφύρες δόξας!
Ἀπὸ τοὺς 450 κληρικοὺς τῆς Ἐπαρχίας Σμύρνης οἱ 347 βρῆκαν οἰκτρὸ θάνατο. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης, ἐμαρτύρησαν ὁ Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος, ποὺ ἔσφαξαν, ὁ Κυδωνιῶν Γρηγόριος, ποὺ ἔθαψαν ζωντανό, ὁ Εὐθύμιος Ἰκονίου, ποὺ κρεούργησαν. Τὸν ἀρχιερατικο ἐπίτροπο τοῦ Μπουτζᾶ Ἀρχαντζικάκη σούβλισαν, τὸν διάκονο Γρηγόριο τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Κορδελιοῦ, ἔκαψαν ζωντανό, τὸν ἱερέα Μελέτιο τοῦ ναοῦ Εὐαγγελιστρίας κάρφωσαν σὲ πεῦκο! «Καὶ σώματα ἱεραρχῶν καὶ ἱερέων ἅμα, ἄσκεπα, ἄταφα, κόνιν μεμεστωμένα», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν ἄγνωστο στιχουργὸ τοῦ «Θρήνου τῆς Πόλης».
Δυὸ χιλιάδες ὀκτακόσιες πάλι ἐκκλησίες καὶ τρεῖς χιλιάδες πεντακόσα ἑλληνικὰ σχολεῖα τῆς Μικρασίας, μετεβλήθησαν σ' ἐρείπια, σὲ τζαμιά, σὲ ἀποθῆκες ἢ καὶ σὲ σταύλους!
Κι ἐπανερχόμαστε, ὕστερα ἀπὸ τὴν τραγικὴ αὐτὴ παρένθεση, στὸν μεγάλο Ἐθνομάρτυρα Ἱεράρχη τῆς Σμύρνης.
Ἀπ' ὅλες τὶς ἀφηγήσεις καὶ τὶς πληροφορίες ἀπὸ αὐτόπτες μάρτυρες τῆς σφαγῆς τοῦ Χρυσοστόμου, εἶναι ἀπόλυτα ἐξακριβωμένο πὼς ὁ Μητροπολίτης ὥδευσε πρὸς τὸν θάνατο, σὰν ἀληθινὸς μάρτυς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ψιθυρίζοντας, ἀσφαλῶς, τὰ λόγια τῆς Ἀποκαλύψεως, τὰ τόσο σ' αὐτὸν προσφιλῆ:
—Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς.
Ὁ Χρυσόστομος πέθανε σὰν Χριστιανὸς μάρτυς, σὰν ἥρωας Ἕλληνας. Τὸ σκήνωμά του ἦταν μοιραῖο νὰ μὴ τὸ καλύψει ἡ ἀγαπημένη του γῆ.
Κατὰ μιὰ πληροφορία τὸ κρεουργημένο σῶμα του ρίχτηκε στὴ θάλασσα, κατ' ἄλλη πετάχτηκε σὲ ξεροπόταμο, στὴ θέση «Σταῦρος», καὶ κατ' ἄλλη τὸ πῆραν οἱ Τοῦρκοι καὶ τὸ ἐνταφίασαν σ' ἀπομονωμένα χώματα τοῦ Ἐσωτερικοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἀνακαλύψουν ποτὲ οἱ Χριστιανοὶ τὰ λείψανά του.
Ἂν ὅμως τὸ σκήνωμα τοῦ Χρυσοστόμου χάθηκε κι ἐξαφανίστηκε, τάφηκε στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Λήκυθός του ἡ ψυχὴ τοῦ Γένους καὶ μνήμη του αἰώνια ἡ Ἱστορία. Ἀπὸ τότε:
Ὅπου καρδιά, ὅπου φρόνημα, τὸ Γένος, ἡ Ἐκκλησία,
καὶ τῶν Ἑλλήνων οἱ χοροὶ καὶ τῶν πιστῶν τὰ πλήθη,
Σοῦ προσκηνοῦνε, ἄμωμε, τὴ θεία δοκιμασία
καὶ τὸ μεταλαβαίνουνε τὸ αἷμα σου ποὺ ἐχυθη,
τραγουδᾶ ὁ Παλαμᾶς. Κι ὁ ποιητὴς τῆς Ἰωνίας Νῖκος Τουτουντζάκης, ψάλλει:
Μάταια ἡ Σμύρνη ἀναζητᾶ τὸ σκυλεμένο σου κορμί,
μὲ μοιρολόγια σκάβοντας τῆς Ἰωνίας τὸ χῶμα,
ἐλπιδοφόρος φοίνικας ἡ φλογισμένη σου ψυχὴ
λυτρωτικὰ φτερούγισε πρὸς τὸ γαλάζιο δῶμα.
Ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ Πρύτανις Λεωνίδας Φιλιππίδης, γράφει:
«...Θρόνον ἀχειροποίητον ἀντὶ τάφου ἔστησεν εἰς αὐτὸν ἡ ψυχὴ τῆς Ἑλλάδος εἰς τὰ μυχιαιότατα βάθη της, θρόνον περίοπτον ἀπὸ τὰς ἑλληνικὰς γενεάς, παρούσας καὶ μελλούσας, καὶ ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην, θρόνον διαιώνιον...».
Καὶ ὁ δημοσιογράφος Κωνσταντῖνος Σπανούδης:
«... Οὔτε σποδός, οὔτε τέφρα ἔμεινεν ἀπὸ τὸ σῶμα του τὸ φθαρτόν. Ἡ ὕλη ἐσεβάσθη τὸν ἐξαϋλωθέντα μάρτυρα καὶ ἀφῆκεν εἰς τὴν θέσιν της κυρίαρχον τὸ πνεῦμα, τὴν ἰδέαν, τὸ σύμβολον».
Στὸ ἀτίμητο ψηφιδωτὸ ποὺ ἀπεικονίζει τοὺς μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πατρίδας, προσετέθη μιὰ ἀκόμη ψηφῖδα στίλβουσα, τοῦ Χρυσοστόμου ἡ ψηφῖδα.
Τοῦ μεγάλου Ἐθνομάρτυρα τῆς Σμύρνης, ποὺ ὑπὸ τὶς κωδονοκρουσίες ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανοσύνης, θὰ ψάλλεται—σύντομα πιὰ—ὁ ἀπολυτίκιος ὕμνος ποὺ συνέθεσε ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Λεωνίδας Φιλιππίδης:
Μέγαν μάρτυρα τῆς Ἐκκλησίας,
μέγαν πρόμαχον Γένους Ἑλλήνων,
τὸν τῆς Σμύρνης ὑμνοῦμεν Χρυσόστομον
καὶ γὰρ γενναίως ἀθλήσας ὑπέμεινε
ὑπὲρ Πατρίδος καὶ Πίστεως θάνατον,
Ἱεράρχου τε ὑπόδειγμα ἑαυτὸν ἀνέδειξε
τὸν στέφανον λαβὼν τὸν ἀμάραντινον.
Ποτίζοντας μὲ τὸ αἷμα του ὁ Χρυσόστομος τὰ ἰωνικὰ χώματα,
ἔγραψε ὑποθήκη, μ' ἐκτελεστὴ τὸ Πανελλήνιο καὶ εἰδικώτερα τὸ Μικρασιατικὸ λαό.
Ἡ θεία μορφὴ τοῦ Χρυσοστόμου, ἄστρο φωτεινό, ἄστρο λαμπερό, θὰ σελαγίζει πάντα στὶς σκοτεινὲς νύχτες τῆς Ἰωνίας, φωτίζοντας τὸ δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὸ Σπήλαιον, ὅπου στὴν ἄχραντη φάτνη του, λικνίζονται πάντοτε οἱ ἐλπίδες καὶ τὰ ὄνειρα τοῦ Γένους.
Ἀπὸ τὸ ὑπέρλαμπρο αὐτὸ ἄστρο Ἕλληνες, Ἕλληνες, δεῦτε λάβετε φῶς!...
|
|
|