image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ








δείτε το αφιέρωμα
συντροφιά
με τους
γεροντάδες μας







ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα
Χρήστος Σωκρ. Σολομωνίδης

Ο αφανισμός της Σμύρνης. Η θυσία του Χρυσοστόμου.
Γιὰ τὰ 50 χρόνια τῆς καταστροφῆς.

ἔκδ. Συλλόγου Φοιτησάντων εἰς τὴν Εὐαγγελικὴν Σχολὴν Σμύρνης, Ἀθήνα 1972.


Μέρος Δεύτερο

» Καὶ νῦν, φίλτατε, ἀδελφέ, Σὲ μόνον θεωροῦμεν τὸν ἀπὸ μηχανῆς Θεόν, Σὲ βράχον, Σὲ ἐλπίδα, Σὲ σωτηρίαν καὶ Μεσσίαν μας. Περίζωσε τὴν ρομφαίαν τοῦ λόγου Σου καὶ κατευοδοῦ πρὸς ἡμᾶς καὶ κόψον τὸν ἄλυτον διὰ τὴν διπλωματίαν, μέχρι σήμερον, δεσμὸν τοῦ Ἀνατολικοῦ ζητήματος.

» Πίπτων ἐπὶ τοῦ τραχήλου Ὑμῶν, περιλούω Ὑμᾶς δι' ἀπείρων φιλημάτων σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης.

» Ἐν Σμύρνῃ τῇ 25 Αὐγούστου 1922. Ὁ Σμύρνης Χρυσόστομος».

Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ Χρυσοστόμου κρύβεται ὅλο τὸ Μικρασιατικὸ δρᾶμα καὶ φανερώνεται ταυτόχρονα ὁλόκληρος ὁ Χρυσόστομος—ὁ ἄνθρωπος, ὁ πατριώτης, ὁ ἱεράρχης, ὁ μάρτυς...

Ἀπὸ τὸ ἀπόγεμά τῆς ἰδίας μέρας ἀρχίζει ὁ ρόγχος τῆς ἑτοιμοθάνατης Σμύρνης. Ἀργὰ τὴ νύχτα ἐξαντλημένοι, ἀπελπισμένοι οἱ ἐκεῖ Ἕλληνες, ἀποσύρονται ἀπὸ τὴν προκυμαία στὰ σπίτια τους. Κατὰ διαταγὴ τοῦ Στεργιάδη τὰ ἐπίτακτα πλοῖα ἀρνοῦνται νὰ τοὺς παραλάβουν. Κι ὅμως χιλιάδες θὰ μποροῦσαν νὰ σωθοῦν, γιατί πολλὰ πλοῖα βρισκόνταν στὸ λιμάνι, ποὺ μποροῦσαν, σὲ λίγες ὧρες, νὰ τοὺς μεταφέρουν στὴ Χίο, Μυτιλήνη καὶ Σάμο.

Ἡ 26η Αὐγούστου εἶναι ἡ μέρα τῆς ἀγωνίας καὶ τῆς ἀπόγνωσης τῶν Ἑλλήνων τῆς Σμύρνης. Ἡ ἐφιαλτικὴ ἡμέρα τῆς προσμονῆς. Ἀπὸ τὶς τουρκικὲς συνοικίες ἀκούγονται πυροβολισμοί, ποὺ ἐντείνουν τὴν ἀπελπισία. Οἱ τελευταῖοι δημόσιοι ὑπάλληλοι καὶ ἡ χωροφυλακὴ ἔχουν φύγει. Ἡ πόλη ἀνυπεράσπιστη! Ἔξαλλα τὰ πλήθη, ζητοῦν καταφύγιο σὲ σπίτια Εὐρωπαίων καὶ στὶς ἐκκλησίες. Πλημμυρίζει ὁ αὐλόγυρος τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ἀπὸ Σμυρναίους καὶ πρόσφυγες τοῦ ἐσωτερικοῦ. Ὁ Χρυσόστομος τοὺς παραμυθεῖ καὶ προσπαθεῖ νὰ τονώσει τὸ ἠθικό τους.

Τὸ δειλινὸ τῆς 26ης Αὐγούστου διατάσσεται ἡ ἄπαρση τῶν πολεμικῶν μας ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Προηγεῖται ἡ «Λῆμνος», ἀκολουθεῖ ἡ «Ἕλλη» καὶ ἕπονται τὰ ἀντιτορπιλλικά. Ἡ ὕστατη στιγμὴ τῆς ἑλληνικῆς παρουσίας στὴ Σμύρνη. Ἡ στερνὴ ἐλπίδα χιλιάδων Ἑλλήνων, ποὺ κατακλύζουν τὴν προκυμαία χάνεται. Δακρυσμένα μάτια, παρακολουθοῦν τὴ θλιβερὴ πομπή. Ἀπὸ μακριὰ φτάνουν οἱ στροφὲς τοῦ ἐθνικοῦ μας ὕμνου. Εἶναι οἱ ὀρχῆστρες τοῦ ἰταλικοῦ θωρηκτοῦ «Ντουΐλιο» καὶ τῶν γαλλικῶν «Βαλδὲκ Ρουσσὼ» καὶ «Ἐρνέστ Ρενάν», ποὺ παιανίζουν, καθὼς τὰ πολεμικά μας περνοῦν πλάϊ τους. Εἶναι ὁ τελευταῖος χαιρετιστήριος ὕμνος πρὸς τὴ Γαλανόλευκη... Σὲ λίγο τὰ πολεμικά μας φτάνουν στὸ Ξώκαστρο. Οἱ μαῦρες τολύπες καπνοῦ, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὶς καπνοδόχες των καὶ ποὺ τὶς ἀπομάκρυνε ὁ μπάτης, ἔμοιαζαν μὲ στίγματα, μὲ κουκίδες, μὲ ἀποσιωπητικά της μεγάλης τραγῳδίας...

Στὶς 71/2 τὸ βράδυ, τῆς ἰδίας ἡμέρας, ὁ μοιραῖος Ἁρμοστὴς Στεργιάδης, φρουρούμενος ἀπὸ σωματοφύλακες καὶ Ἄγγλους πεζοναῦτες «περιδεής» καὶ μὲ τὶς κατάρες καὶ γιουχαϊσμοὺς τοῦ πλήθους ἐπιβιβάζεται σὲ ἀγγλικὴ ἀτμάκατο κι ὁδηγεῖται στὸ ἀγγλικὸ θωρηκτὸ «Σιδηροῦς Δούξ» γιὰ νὰ καταφύγει στὴ Γαλλία... Ὁ τύραννος Ἁρμοστής, ὁ «ἀνισόρροπος», ὁ «βδελυρὸς καὶ ἀντεθνικός», κατὰ τὸν Ἀρχιστράτηγο τῆς Νίκης Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, ὁ «στιγματίσας τὴν Ἑλλάδα», κατὰ τὴ φράση τοῦ ἄλλου Ἀρχιστρατήγου Ἀναστασίου Παπούλα, ὁ κυριώτερος παράγων τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς καὶ νεκροθάφτης τῆς Μικρασίας, δὲν τόλμησε νὰ πατήσει σὲ ἑλληνικὸ ἔδαφος. Πέθανε ἔξω στὴ Γαλλία, μὲ τὸ βάρος τοῦ ἀναθέματος τῶν μυριάδων θυμάτων του. Ἔχει ταφεῖ ἀμετάκλητα στὴ συνείδηση ὅλων τῶν Ἑλλήνων.

Κι ἐνῶ ὁ Στεργιάδης ὑπὸ τὴν προστασία τῶν ἀγγλικῶν λογχῶν φυγαδεύτηκε ἀπὸ τὴ Σμύρνη, ὁ Χρυσόστομος ἀντίθετα θὰ παραμείνει ἐκεῖ καὶ θ' ἀγωνιστεῖ ὡς τὴν τελευταία του στιγμὴ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ποιμνίου του. Ὁ Πρόξενος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν στὴ Σμύρνη Χόρτων, γράφει στὸ βιβλίο του γιὰ τὴν Καταστροφὴ τῆς Σμύρνης:
«Ἡ σκιὰ τοῦ ἐγγίζοντος θανάτου ἁπλωνόταν στὸ πρόσωπο τοῦ Μητροπολίτου Σμύρνης κι ὅμως δὲν σκεπτόταν παρὰ τὸ πῶς νὰ σώσει τὸ ποίμνιόν του».

—Πρέπει νὰ φύγετε, τοῦ συνιστᾶ ὁ Χόρτων. Ἀμερικανικὸ ἀντιτορπιλλικὸ εἶναι πλευρισμένο στὴν προκυμαία. Θὰ σᾶς συνοδέψω ὡς ἐκεῖ γιὰ νὰ ἐπιβιβαστῆτε ἀσφαλῶς».

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῶν Καθολικῶν τὸν ἐξορκίζει νὰ φύγει μαζί του. Τοῦ εἶχε ἐξασφαλίσει θέση σὲ γαλλικὸ πολεμικό. Ὁ Γάλλος Πρόξενος Γκραγιὲ τοῦ προσφέρει ἄσυλο στὸ γαλλικὸ Προξενεῖο. Πολλοὶ πάλι Σμυρναῖοι πρόκριτοι, γνωρίζοντας ποιὰ τύχη τὸν ἐπιφυλάσσει τὸν παροτρύνουν νὰ φύγει. Σὲ ὅλους ὁ Χρυσόστομος ἀπαντᾶ:
—Παράδοσις τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου, ἀλλὰ καὶ καθῆκον τοῦ καλοῦ ποιμένος, εἶναι νὰ παραμένει μὲ τὸ ποίμνιό του.

Ἡ ἀπόφασή του εἶναι ἀκλόνητη, ἀμετάκλητη. Δὲν θ' ἀφίσει ὁ «καλὸς ποιμήν» τὸ ποίμνιό του μόνο στὶς τραγικές του στιγμές. Καὶ παραμένει.

Ἐγκαταλειμένοι οἱ Σμυρναῖοι ἀπ' ὅλους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Δεσπότη, τὶς τελευταῖες αὐτὲς μέρες τοῦ καλοκαιριοῦ.

«. . .Τὸ καλοκαῖρι τοῦ 1922 εἶχε πετάξει σὰν τὸ φοβισμένο πουλί. Οἱ ἄνθρωποι ἐγέρασαν ἀπὸ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη. Ὁ ἥλιος χλώμιασε ἀπὸ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη. Κι ἀπ' τὸ γαλάζιο βάθος τοῦ Ἐσωτερικοῦ, ὅπου, κάθε βράδυ, ἔφθανε μὲ τὸ σιδηρόδρομο ὁ ρωμαλέος παλμὸς τοῦ Μετώπου, ξεχύνονταν τώρα φαντάσματα στρατιωτῶν μὲ ἄλλα φαντάσματα τρομαγμένων προσφύγων.

Τὰ παράθυρα, οἱ πόρτες, οἱ στέγες, τὰ κωδωνοστάσια, τὰ κύματα τῆς θάλασσας, τ' ἄστρα, ὅλα εἶχαν γίνει χείλη καὶ ρωτοῦσαν: Εἶναι ἀλήθεια; Ὅλα εἶχαν γίνει αὐτιὰ καὶ ἀφουγκρίζονταν: Κοντοζυγώνουν οἱ Τοῦρκοι;..

Ὅλα τρέμουν, ὅπως τρέμουν τ' ἀδύνατα καλάμια στὸ ἄγριο φύσημα τοῦ βορριᾶ. Τρέμουν τὰ χείλη τῶν ἀνθρώπων, ὅπου δὲν ἔσβησαν τὰ χαρούμενα τραγούδια. Οἱ καρδιὲς τῶν γυναικῶν, τὰ λευκὰ κεφάλια τῶν γερόντων. Τ' ἄστρα τρέμουν νὰ πέσουν, τὰ λαμπρὰ ἄστρα, ποὺ φώτισαν τὰ λαμπρὰ χρόνια. Καὶ τὰ σπίτια τρέμουν, γιατί καταλαβαίνουν τὴ μοῖρα τους. Καὶ τὰ κωδωνοστάσια, στὸν ἀνήσυχο οὐρανό, καὶ τὰ φτερὰ τῶν ἀγγέλων στὰ παλιὰ βυζαντινὰ τέμπλα. Καὶ τὰ κύματα, στὸ μεγάλο λίκνο τοῦ λιμανιοῦ, τὰ τρελλὰ κύματα, ποὺ χόρεψαν τὶς ὦρες τῆς ἀλησμόνητης ἐλευθερίας.

Κι ἀπ' τὰ «ντουρσέκια» κι ἀπ' τοὺς «βερχανέδες», κι ἀπ' τὰ πολύχρονα, τὰ χιλιοπατημένα ἑλληνικὰ «καλντερίμια», ἕνα ξόδι φριχτό, ἕνα κῦμα πολυτάραχο. Αἰώνων ζωή, ἅγιες θύρες, ποὺ τὶς πέρασαν ζωντανοὶ καὶ πεθαμένοι, αἰώνων παράθυρα, ὅπου ἀκούμπησαν τὸν ἄγκωνά τους, τόσες γενεές, ἐγκαταλείπονται.

Κι ὅσοι εἶναι ἄρρωστοι, δὲν βλέπουν πότε νὰ πεθάνουν, γιὰ νὰ μείνουν στὸν τόπο τους. Κι ὅσοι εἶναι τυφλοὶ μακαρίζουν τὴν τύχη, γιατί δὲν θὰ δοῦν κατάματα τὴ συμφορά. Κι ὅσοι ἀναπαύονται στὸ κοιμητῆρι, ἀκόμη κι ἐκεῖνοι ξυπνοῦν ἀπόψε, μέσα στὴ γαλήνη τῶν τάφων τους. Κι οἱ Παναγιές, οἱ γλυκὲς Παναγιές, ποὺ χαμογελοῦσαν στοὺς τοίχους τῶν ἐκκλησιῶν, ἀρχίζουν νὰ κλαῖνε, νὰ κλαῖνε, νὰ κλαῖνε.

Ἀπόψε; Αὔριο; Μεθαύριο; Σὲ πέντε μέρες; Δὲν ξαίρει κανείς. Οὔτε κανεὶς τὸ ρωτᾶ, γιὰ νὰ μὴ τ’ἀκούση ἡ καρδιά του. Ὡστόσο ἡ ἐλπίδα ἔφυγε ἀπὸ τὸν οὐρανό, κρύβοντας τὰ δακρυσμένα μάτια της. Οἱ σημαῖες, δεμένες ἀκόμη στὰ κοντάρια τους, φτεροκοπᾶνε, σὰ νὰ θέλουν μόνες τους νὰ σχιστοῦν προτοῦ τὶς κουρελιάσει τὸ χέρι τοῦ Τούρκου.

Κι ἀπάνω στὸ θολωμένο καθρέφτη τῆς θάλασσας, χιλιάδες χιλιάδων μάτια στάζουν τὰ τελευταῖα τους δάκρυα, τὸ φαρμάκι τοῦ χωρισμοῦ. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι οἱ ξερριζωμένοι ἀπ' τὸ Ἐσωτερικό. Καὶ πίσω τους τὰ φαντάσματα τῶν νεκρῶν, οἱ ψυχὲς τῶν σκοτωμένων. Ἦρθαν κι αὐτὲς ἀπὸ τὰ βουνὰ καὶ τοὺς κάμπους, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς γιὰ νὰ ἰδοῦν στερνὴ φορὰ τὴν ἑλληνικὴ Σμύρνη!

Κι ἕνα πρωΐ, τὸ φριχτὸ πρωΐ, ποὺ πῆγε, τώρα, νὰ πιάση τὸ παγωμένο χέρι τῆς Ἁλώσεως, ἀπὸ τὸ κάτω μέρος τῆς προκυμαίας, ἀκούστηκαν ἄλογα νὰ κατεβαίνουν μὲ καλπασμό. Μιὰ ταραχή, μιὰ χλαλοή, μιὰ κραυγή:
—Οἱ Τοῦρκοι!
Κι οἱ ἑλληνικὲς καρδιές, σὰν καμπάνες μέσα στὰ στήθη, ἄρχισαν νὰ χτυποῦν λυπητερά:

Γλάν—γλάν—γλάν...
Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ἡ Σμύρνη!
Σήμερα θανατώνεται ὁ Δεσπότης!. . .

Σάββατο 27 Αὐγούστου. Τὸ τέλος τῶν ὀνείρων τοῦ Γένους. Ὁ θάνατος τῆς Σμύρνης. Ἡ σφαγή, ἡ Καταστροφή... Πρωΐ-πρωΐ ὁ Χρυσόστομος κατεβαίνει ἀπ' τὸ Μητροπολιτικὸ Μέγαρο καὶ πορεύεται πρὸς τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς.

Τὰ τρομαγμένα πλήθη τῶν Ἑλλήνων, ἔχουν κατακλύσει τὴν ἐκκλησία καὶ τὸ μεγάλο της αὐλόγυρο. Μοναδικὴ ἐλπίδα ὁ Θεός. Μοναδικὴ καταφυγὴ ἡ ἁγνὴ κι ἡρωικὴ Σαμαρεῖτις, ποὺ ὅταν τὴν κάλεσαν ν' ἀπαρνηθῆ τὸ Χριστὸ δὲν δέχτηκε καὶ θανατώθηκε, ψάλλοντας: —«Κύριε, ἐδοκίμασάς με καὶ ἔγνως με». Τὰ ἴδια λόγια θὰ ψιθυρίσουν, σὲ λίγο καὶ τὰ χείλη τοῦ Δεσπότη.

Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι βλέπουν τὸν Χρυσόστομο νὰ γονατίζει μπρὸς στὴν Ἁγία Τράπεζα. Νὰ σκύβει τὸ σεπτό του κεφάλι καὶ νὰ τὸ ἀκουμπᾶ στὴν ἄκρη τοῦ Θείου Βωμοῦ. Παραμένει, λίγα λεπτά, σκυφτὸς κι ἀκίνητος. Ποιὸς ξαίρει ποιὰ εὐλαβικὴ δέηση ψιθυρίζει, πρὸς τὴ Μητέρα τοῦ Ἐλέους καὶ τῆς Εὐσπλαχνίας. Ἀναθυμᾶται τὰ λόγια, ποὺ σὰν ὑπόσχεση εἶχε δώσει στὸν Πατριάρχη ὅταν τὸν μετέθεταν στὴ Δράμα: «Ζητῶ σταυρόν, μεγάλον σταυρὸν ἐπὶ τοῦ ὁποίου νὰ δοκιμάσω τὴν εὐχαρίστησιν καθηλούμενος, καὶ μὴ ἔχων ἕτερόν τι νὰ δώσω πρὸς σωτηρίαν τῆς ἡμετέρας πατρίδος νὰ δώσω τὸ αἷμα μου».

Ὁ Δεσπότης τελειώνει τὴ δέησή του κι ἀνεβαίνει καὶ πάλι στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο. Τὸ πρόσωπό του φωτίζεται ἀπὸ τὸ φέγγος τῆς μεγάλης ἀποφάσεως. Ἀτάραχος, μεγαλειώδης, γαλήνιος, ἀπευθύνει λόγια παρηγοριᾶς, λόγια ἐγκαρτερήσεως, λόγια χριστιανικά, πρὸς τὸ φοβισμένο καὶ τρομοκρατημένο ποίμνιό του:

«Ἡ θεία Πρόνοια, δοκιμάζει τὴν πίστιν μας καὶ τὸ θάρρος μας καὶ τὴν ὑπομονήν μας τὴν ὥρα ταύτην. Εἰς τὰς μεγάλας δοκιμασίας του ἀναδεικνύεται ὁ καλὸς Χριστιανός. Προσεύχεσθε, προσεύχεσθε. Θαρρεῖτε ὡς ἐμπρέπει εἰς καλοὺς Χριστιανούς...».

Ὁ σεπτὸς Ἱεράρχης θὰ λειτουργήσει γιὰ τελευταία φορὰ κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τῆς αἰωνόβιας ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, σὰν μιὰ δεύτερη Ἅγια Σοφιὰ τὶς παραμονὲς τῆς Ἀλώσεως. Ὕστερα ἡ σιωπή. Δὲν θ' ἀκουστοῦν πιὰ οἱ δοξαστικοὶ πρὸς τὸν Ὕψιστο ὕμνοι κι οἱ ψαλμοί, οἱ δεήσεις κι οἱ ἱκεσίες...

Τὸ μαρτυρικὸ κορμὶ τοῦ Χρυσοστόμου θὰ συρθεῖ, σὲ λίγο, στὰ καλντερίμια τῆς Σμύρνης γιὰ νὰ τὰ βάψει μὲ τὸ τίμιο αἷμα του.

Ὁ Δεσπότης τελειώνει τὴ στερνὴ Λειτουργία κι ἀνεβαίνει στὸ Μητροπολιτικὸ Μέγαρο. Καὶ πάλι φίλοι καὶ γνωστοί του τὸν παροτρύνουν νὰ φύγει. Καὶ πάλι ἡ ἴδια ἀρνητικὴ ἀπάντηση:
—Δὲν θὰ ἐγκαταλείψω ποτὲ τὸ ποίμνιό μου.

Στὶς 11 τὸ πρωΐ τῆς ἰδίας ἡμέρας (27 Αὐγούστου π.ἡ.) ἔφιππο ἀπόσπασμα ἀπὸ 125 ἀτάκτους Τούρκους στρατιῶτες (τσέτες), εἰσέρχεται ἀπὸ τὴ συνοικία Πούντας, στὴ Σμύρνη. Τὸ ἀπόσπασμα διασχίζει τὴν προκυμαία καὶ κατευθύνεται πρὸς τὸ Διοικητήριο καὶ τοὺς ἐκεῖ στρατῶνες. Οἱ Ἕλληνες πανικόβλητοι κλείνονται στὰ σπίτια τους. Ἀντίθετα Τοῦρκοι τῆς Σμύρνης ξεχύνονται μαινόμενοι στοὺς δρόμους, ὡπλισμένοι μὲ ρόπαλα καὶ μαχαίρια.

Τὴν ἴδια ὥρα στὴ μεγάλη αἴθουσα τοῦ Μητροπολιτικοῦ Μεγάρου βρίσκεται ὁ Χρυσόστομος, μαζὶ μὲ λίγους προκρίτους καὶ τέσσαρες ἱερωμένους. Ὅλοι μὲ τὴν ἀπόγνωση ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπο. Ἀπὸ τὸν ἀπέραντο αὐλόγυρο τοῦ ναοῦ φτάνουν φωνὲς ἀπελπισίας. Κάποιος ἀπὸ τοὺς προκρίτους ρωτᾶ τὸ Δεσπότη:
—Καὶ τώρα τί σκέπτεσθε, Σεβασμιώτατε;
—Δὲν σκέπτομαι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ ποίμνιό μου. Τὰ ἄλλα θὰ πάρουν τὸ δρόμο, ποὺ τοὺς ἔταξε ἡ θεία Πρόνοια.

Στὸν αὐλόγυρο ἐξακολουθεῖ τὸ θρηνολόϊ κι οἱ φωνὲς ἀπελπισίας. Ἥσυχα θροοῦν τὰ φυλλώματα τῶν δέντρων, χωρὶς νὰ ταράσσωνται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη καταιγίδα. Ἀπ' τ' ἀνοιχτὰ παράθυρα τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ξεχύνεται ἡ εὐωδιὰ τοῦ τελευταίου θυμιάματος, ποὺ ὑψώθηκε πρὸς τὸν Κύριο. Πάνω ἀπ' ὅλα, φαντάζει τὸ ὁλομάρμαρο κωδωνοστάσιο, τριάντα μέτρα ὕψος, ποὺ θὰ τὸ μεταβάλλει σὲ συντρίμμια ὁ ἀδυσώπητος ἐχθρός.

Τὸ καμπαναριὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς! Πάνω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς Σμύρνης. Πάνω ἀπὸ τὴν ἀγριάδα καὶ τὴ φρίκη. Πάνω ἀπὸ τὶς φλόγες καὶ τοὺς καπνούς. Πάνω ἀπὸ τοὺς χείμαρρους τοῦ αἵματος. Σὰν ἄγρυπνο μάτι Θεοῦ. Παρατηρητήριο τῆς Φυλῆς. Σὰν σύμβολο, ὑψωνόταν τελευταῖο, μὲ τὸν πελώριο χρυσὸ δικέφαλο ἀετό. Ἀκίνητα τὰ σχοινιά. Βουβὲς οἱ καμπάνες. Δὲν μένει χέρι νὰ τὸ χτυπήση. Δὲν μένει ἐκκλησιὰ νὰ λειτουργηθῆ! Καὶ φέρνουν χαλαστάδες, καὶ φέρνουν γκρεμιστάδες, καὶ φέρνουν δυναμίτη. Οἱ Τοῦρκοι γκρεμίζουν τὸ καμπαναριό, ποὺ τοὺς βάραινε τὰ στήθη σὰν βουνό. Καὶ σωριάζεται τὸ καμπαναριό! Καὶ ὅσοι ἀκόμη μένουν στὴ Σμύρνη, τὴ μέρα ἐκείνη, γυναῖκες καὶ παιδιά, γέροι καὶ αἰχμάλωτοι, στιβαγμένοι στοὺς στρατῶνες, ὅλος αὐτὸς ὁ δυστυχισμένος ἑλληνόκοσμος, τοῦ φαίνεται πὼς ἀκούει μύριες μυστικὲς ἀόρατες καμπάνες νὰ χτυποῦν ἀργά, ἀργά, σὰ νὰ καλοῦν σὲ κηδεία, σὲ νεκρώσιμη ἀκολουθία...

Ὁ Δεσπότης κρατᾶ τὴν ψυχραιμία του. Κατεβαίνει στὸν αὐλόγυρο, ἐνθαρρύνει τὰ πλήθη, μοιράζει τρόφιμα καὶ φάρμακα κι ἀνεβαίνει καὶ πάλι στὴ Μητρόπολη. Τὴν ἴδια ὥρα ἔρχεται τὸ πρῶτο μήνυμα. Μὲ θόρυβο ἀνοίγει τὴν πόρτα ἀστυνόμος μὲ συνοδεία ἔνοπλου Τούρκου στρατιώτη καὶ διατάσσει τὸν Χρυσόστομο νὰ τὸν ἀκολουθήσει ὡς τὸ φρουραρχεῖο. Γαλήνιος τὸν ἀκολουθεῖ ἐνῶ ἀπὸ μακριὰ ἀκούγονται ἰαχὲς τῶν Τούρκων, ποὺ πανηγυρίζουν.

Μετὰ τρία τέταρτα τῆς ὥρας ὁ Μητροπολίτης ἐπιστρέφει στὴ Μητρόπολη, κάπως ἀνακουφισμένος. —«Διετάχθηκα, εἶπε, νὰ συντάξω προκήρυξη πρὸς τὸν ἑλληνικὸ λαὸ τῆς Σμύρνης καὶ νὰ τοῦ συνιστῶ τὴν ἄμεση παράδοση τῶν ὅπλων».

Συντάσσει τὴν προκήρυξη, τὴν γραφομηχανεῖ καὶ δίδει σὲ παρισταμένους στὴ Μητρόπολη ἀντίτυπα νὰ τὴ δώσουν καὶ τὴν τοιχοκολλήσουν ἔξω ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες.

Τὴν ἑσπέρα τῆς ἴδιας ἡμέρας δέχεται δεύτερο μήνυμα. Τοῦρκος ἀρχιαστυνόμος, μὲ ἕξη ἔνοπλους στρατιῶτες, διατάσσει τὸ Χρυσόστομο νὰ παρουσιαστεῖ, μὲ τοὺς Δημογέροντες, στὸ στρατιωτικὸ διοικητὴ Νουρεντὶν πασά. Ἀπὸ τοὺς Δημογέροντες δυὸ μόνον ἀνευρέθηκαν ὁ Νικόλαος Τσουρουκτσόγλου καὶ ὁ Γεώργιος Κλημάνογλου.

Προηγουμένως καὶ προτοῦ παραλάβει τοὺς τρεῖς ὁ Τοῦρκος ἀρχιαστυνόμος, ὁ Χρυσόστομος εἶχε ἀνοίξει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ διάβαζε, ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο τὸ κεφάλαιο τῆς προσαγωγῆς τοῦ Ἰησοῦ στὸν Πιλᾶτο: «. . .Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλάτος τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσε, καὶ οἱ στρατιῶται πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, ἐπέθηκαν τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ καὶ ἔδιδον εἰς αὐτὸν ραπίσματα...».

Τὸ Εὐαγγέλιο, ἀνοιχτὸ στὴ σελίδα αὐτή, βρέθηκε στὸ Μητροπολιτικὸ γραφεῖο τοῦ Χρυσοστόμου. Τὸ διέσωσε ὁ πιστός του κλητήρας καὶ τὸ παρέδωκε στὸν ἀνεψιὸ τοῦ ἐθνομάρτυρα, Χρυσόστομο Καβουνίδη. Σὲ ἄλλη σελίδα τοῦ Εὐαγγελίου ὑπάρχει ἰδιόγραφη σημείωση τοῦ Χρυσοστόμου: «Συγχωρῶ ὅλους καὶ ζητῶ τὴν συγχώρησιν ὅλων».

Ὁ Μητροπολίτης προσάγεται πρὸ τοῦ Νουρεντίν. Ὁ αἱμοβόρος στρατηγὸς ἀφοῦ τὸν ὕβρισε χυδαῖα, τὸν ἀποπέμπει, λέγοντας:
—Δὲν θὰ σὲ κρίνω ἐγώ. Θὰ σὲ κρίνει ὁ λαός μου.

Καὶ τὸν παραδίδει στ' ἄγρια τουρκικὰ στίφη, ποὺ εἰδοποιημένα, εἶχαν κατακλύσει τὴν πλατεῖα τοῦ Διοικητηρίου. Καὶ τότε ὅπως πλατειὰ καὶ φουρτουνιασμένη θάλασσα σκεπάζει καὶ καταποντίζει ἀνερμάτιστο καράβι, ἔτσι κι ὁ Χρυσόστομος καταποντίζεται ἀνάμεσα στὸ λυσσαλέο ἐχθρικὸ ὄχλο.

Τοῦ ξερριζώνουν τὰ γένεια. Τοῦ βγάζουν μὲ ξιφολόγχη τὰ μάτια. Τοῦ κόβουν τὴ γλῶσσα, τ’αὐτιά, τὰ χέρια. Κι ἔτσι κομματιασμένος σέρνεται. Ἀπ' τὸ κορμὶ του τὰ μεθυσμένα ἀπὸ κτηνωδία πλήθη ἀποσποῦν ράκη ἀπὸ τὸ ράσο του καὶ κομμάτια ἀκόμη ἀπὸ τὴ σάρκα του γιὰ τρόπαιο. Τὸ κεφάλι του, μὲ τὰ βγαλμένα μάτια καὶ ξερριζωμένα τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένεια τὸ περιφέρουν στοὺς τουρκομαχαλάδες. Ὅ,τι ἀπόμεινε ἀπ' τὸ διαμελισμένο σῶμα του τὸ
ρίχνουν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μέλη βορᾶ τῶν σκύλων!

Τὴν ἴδια ὥρα μαρτυροῦσαν κι οἱ δυὸ Δημογέροντες Τσουρουκτσόγλου καὶ Κλημάνογλου.

Ὁ Ἀμερικανὸς Πρόξενος Χόρτων, γράφει:
«Περὶ τοῦ τρόπου τῆς θανατώσεως τοῦ Χρυσοστόμου ἐξιστοροῦνται πολλά. Γεγονὸς εἶναι ὅτι θανατώθηκε ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ὄχλο, στὸν ὁποῖο τὸν εἶχε παραδώσει ὁ Νουρεντὶν πασᾶς. Τὸν ξυλοκόπησαν, τὸν βασάνισαν, τὸν ἔσυραν στοὺς δρόμους, τὸν διαμέλισαν. Τὸ μόνο του ἁμάρτημα ἦταν ὅτι ὑπῆρξε καλὸς πατριώτης. Ἀπέθανε ὡς μάρτυς καὶ ἡ μνήμη του πρέπει νὰ τιμᾶται, μὲ τὶς μεγαλύτερες τιμὲς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ Ἐκκλησία καὶ τὸ ἑλληνικὸ Κράτος. Ἡ ὕστατη σκηνὴ τῆς ἐξοντώσεως τῶν Χριστιανῶν τῆς Σμύρνης, τὸ 1922, δοξάστηκε μὲ τὸν ἡρωϊκὸ θάνατο τοῦ τελευταίου Χριστιανοῦ ἐπισκόπου».

Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος, ἀπὸ Καβάλας, διηγεῖται:

«...Ἡμεῖς, οἱ εὑρισκόμενοι ἐν τῇ Μητροπόλει ἀναμένοντες, οὐδεμίαν εἴχαμεν γνῶσιν τῶν συμβαινόντων. Συνεῖχεν, ὅμως ἡμᾶς ἡ ἀγωνία, διότι ἐγνωρίζομεν τὸ αἱμοβόρον τῆς διαθέσεως τοῦ Νουρεντίν. Ἀργὰ τὴν νύκτα ἐτόλμησα νὰ ἐξέλθω ἐκ τῆς θύρας τοῦ κωδωνοστασίου διὰ νὰ ἐρωτήσω τὸν μόνιμον, ἀπὸ πολλοῦ, Τουρκοκρῆτα ἀστυνομικὸν τῆς ἔναντι Τραπέζης Ἀθηνῶν, περὶ τῆς τύχης τοῦ ἀοιδίμου Γέροντός μου καὶ τῶν Δημογερόντων. Ἡ ἀπάντησίς του ἦτο: «Τὸν ἰδικόν σας τὸν ἐξηφάνισαν αἰσχρά». Μοῦ προσέθεσε δὲ ὅτι αὐτὸς ἔρριψε κατὰ τῆς κεφαλῆς του τρεῖς χαριστικὰς βολάς, διότι ὤκτειρε τὴν ἐλεεινήν του κατάστασιν εἰς ἥν ἠθέλησε νὰ δώσει τέλος. Προσέθηκεν ἐπίσης, ὅτι οἱ δύο δημογέροντες ἔσχον τὴν εὐθανασίαν τῆς διὰ πυροβολισμῶν τελέσεως».

Πολλὲς ἀκόμη ἀφηγήσεις ὑπάρχουν γιὰ τὴ μαρτυρικὴ θανάτωση τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ ἀσφαλέστερη ὅμως εἶναι ἐκείνη, ποὺ ἐξιστόρησε μετὰ ἕνα μῆνα, στὴ Γαλλική Βουλή, ὁ βουλευτὴς Παρισίων καὶ πάστωρ Ἐδουάρδος Σουλιέ:

«Τὸ ἀπόγεμα τῆς 27ης Αὐγούστου, τὸ γαλλικὸ προξενεῖο, εἰδοποιήθηκε πὼς ὁ Ἕλλην Μητροπολίτης Χρυσόστομος διέτρεχε σοβαρὸ κίνδυνο καὶ ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ σταλεῖ ἄγημα ἀπὸ Γάλλους ναῦτες γιὰ νὰ τὸν προστατεύσει. Πράγματι ὁ Γάλλος Πρόξενος Σμύρνης Γκραγιὲ ἔστειλε ἀμέσως ἄγημα, ὁ δ' ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ἀγήματος ἀξιωματικὸς πρότεινε στὸ Χρυσόστομο νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ γαλλικὸ Προξενεῖο ὅπου θὰ τοῦ χορηγούταν ἄσυλο. Ὁ Χρυσόστομος δὲν ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τῆς Γαλλίας, ἀλλ' αὐτὸ δὲν μ' ἐμποδίζει νὰ ἐκφράσω βαθύτατο σεβασμὸ πρὸς τὴ μνήμη του. Μὲ ὡραιότητα ψυχῆς ἀρνήθηκε νὰ δεχτεῖ τὸ προσφερόμενο καταφύγιο, λέγοντας ὅτι καθῆκον του εἶναι νὰ μείνει μαζὶ μὲ τὸ ποίμνιό του.

Ὅταν τὸ γαλλικὸ ἄγημα ἀπεχώρησε, κατέφθασε μὲ ἅμαξα Τοῦρκος ἀξιωματικός, συνοδευόμενος ἀπὸ ἐνόπλους στρατιῶτες καὶ διέταξε τὸ Χρυσόστομο νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ὁδήγησαν, τότε, τὸν Ἱεράρχη στὰ ἄκρα τῶν εὐρωπαϊκῶν συνοικιῶν μπρὸς σ' ἕνα κουρεῖο. Ἐκεῖ τοῦ φόρεσαν ἄσπρη μπλοῦζα, ἴσως γιὰ νὰ διακρίνεται καλύτερα, κι ἐκεῖ ἔλαβε χώραν φρικτὸ κακούργημα, ἀπὸ κεῖνα, ποὺ εἶναι γεμάτη ἡ ἱστορία τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦ ξερρίζωσαν τὰ γένεια, τὸν μαχαίρωσαν, τοῦ ἔκοψαν τὴ μύτη καὶ τ' αὐτιά. Πλάϊ στοὺς Τούρκους παίρνουν μέρος καὶ Τούρκισσες. Οἱ παρόντες ναῦτες μας πάνοπλοι, ἀγανακτησμένοι, ἔξαλλοι παρακολουθοῦν τὴ φρικτὴ σκηνὴ καὶ θέλουν νὰ ἐπέμβουν. Ὑποχρεωμένος ὅμως ἀπὸ τὶς διαταγές, ποὺ εἶχε λάβει ὁ ἐπὶ κεφαλῆς των ἀξιωματικὸς τοὺς ἀπειλεῖ, μὲ τὸ περίστροφο στὸ χέρι, ὅτι θὰ πυροβολήσει ἐκείνους ποὺ θὰ ἐπιχειρήσουν νὰ ἐπέμβουν. Μετέφεραν ὕστερα οἱ Τοῦρκοι τὸν Ἱεράρχη, στὶς τουρκικὲς συνοικίες, ὅπου τὸν διεμέλισαν, καὶ τὸν ἀφῆκαν βορὰ τῶν σκύλων...».


Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα