image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα

Λέων Σεστώβ

Σωκράτης καὶ Ἅγιος Αὐγουστῖνος

Ἀπόδοση : Ἀντιγόνης Χατζηθεοδώρου
Ἀπὸ τὸ «Χριστιανικὸν Συμπόσιον» 1969, ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. Ἀθήνα 1968.


Ὁ Σωκράτης, ὅπως τὸ γνωρίζουμε, παραδεχόταν πὼς οἱ ἄνθρωποι μποροῦσαν νὰ μεταμορφωθοῦν: Ὁ Ἀλκιβιάδης κι ὁ Περικλῆς ἦταν ἱκανοί, κατ' αὐτόν, νὰ γίνουν ἄλλοι ἀπὸ ὅ,τι ἦταν. Τὴν τέχνη του, τὴ διαλεκτική, ὁ Σωκράτης τὴ συνέκρινε μὲ τὴν τέχνη τῆς μητέρας του, ποὺ ἦταν μαῖα: αὐτός, βοηθοῦσε τὸν ἄνθρωπο νὰ γεννηθῆ πνευματικά. Ἂν ὅμως εἶναι δυνατὴ ἡ δεύτερη γέννηση, γιατί νὰ μὴ δεχτοῦμε ἐπίσης τὴ δυνατότητα μιᾶς τρίτης γέννησης, τὴ δυνατότητα γιὰ τὸν ἴδιο τὸ Σωκράτη νὰ ξαναγεννηθῆ, ν' ἀπαρνηθῆ δηλαδὴ τὸ ἀγαθό, ὅπως εἶχε ἀπαρνηθῆ τὸ μητρικὸ γάλα κι εἶχε διψάσει γιὰ κάτι ἄλλο; Ὁ Σωκράτης, τὸ ἐπαναλαμβάνω, δὲν δεχόταν αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο• θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ του ὅτι εἶχε γεννηθῆ ὁριστικά. Μέσα του ὡρίμασε αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ποὺ τοῦ ἔδινε τὸ δικαίωμα νὰ κρίνη ὄχι μόνο τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τοὺς θεούς. Γιατί οἱ ἴδιοι οἱ θεοί, δίδασκαν οἱ Ἕλληνες, δὲν εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθεροι, ἀλλὰ εἶναι ὑποταγμένοι στοὺς ὑπέρτατους νόμους τῆς μοίρας. Ἤ μᾶλλον, ὅπως τὸ δίδασκε ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης, οἱ θεοὶ δὲν εἶναι ἐλεύθεροι νὰ διαλέξουν τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης τους• ὅπως ἀκριβῶς οἱ θνητοί, εἶναι ὑποχρεωμένοι ν' ἀγαποῦν τὸ ἀγαθὸ καὶ νὰ μισοῦν τὸ κακό• τὸ ἀγαθὸ δὲν εἶναι τὸ ἀγαθὸ γιατί οἱ θεοὶ τὸ ἀγαποῦν, ἀλλά, ἀντίθετα, οἱ θεοὶ ἀγαποῦν τὸ ἀγαθὸ γιατί εἶναι τὸ ἀγαθό. Καὶ ὁ Σωκράτης γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων ὅ,τι εἶναι ἀγαπητὸ στοὺς θεοὺς κι ὅ,τι ἀποδοκιμάζουν, γιατί γνωρίζει τί εἶναι τὸ ἀγαθό. Κι αὐτὸς μποροῦσε νὰ πῆ ὅπως λένε σήμερα οἱ ρωμαιοκαθολικοί: τὸ ἀγαθὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ «Sember ubique et ab omnibus creditur est» πάντα ὁπουδήποτε καὶ ἀπὸ ὅλους εἶναι πιστευτό. Ἡ ἀλήθεια ἦταν στὰ μάτια του καθολική, οἰκουμενική, καὶ συνεπῶς ὁριστική. Ἂν δοκίμαζαν ν' ἀφαιρέσουν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ Σωκράτη αὐτὸ τὸ δεδικασμένο τῆς οἰκουμενικότητας, δὲ θὰ δίσταζε μπροστὰ σὲ τίποτα νὰ τὴν ὑπερασπιστῆ, ἀκόμα καὶ μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου, ὅπως τὸ ἀπόδειξε πολλὲς φορές.

Θὰ μπορούσαμε νὰ δεχτοῦμε πὼς μερικοὺς αἰῶνες ἀργότερα, ἕνας μικρὸς βάρβαρος λαὸς θὰ ἐπινοοῦσε μιὰ καινούργια ἀλήθεια, ποὺ δὲ θἄμοιαζε καθόλου μὲ τὴν ἀλήθεια του, τὴ δικὴ του, τοῦ Σωκράτη, καὶ πὼς ὁ δικός του, ὁ ἐλληνικὸς κόσμος, θὰ ξερρίζωνε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια του τὸ δεδικασμένο τῆς οἰκουμενικότητας γιὰ νὰ τὸ διαβιβάση στὴν ἀλήθεια τῶν Ἰουδαίων, ποὺ τὄνομά τοὺς ἦταν ἄγνωστο σ' ὅλους τὸν καιρὸ ποὺ ὁ χρησμὸς ἀναγόρευε τὸν Σωκράτη ὡς τὸν σοφώτερο ὅλων; Θὰ μπορούσαμε νὰ δεχτοῦμε πὼς αὐτοὶ ποὺ εἶχαν διδαχτῆ ἀπὸ τὰ γραφτὰ τῶν μαθητῶν του, θὰ διεκήρυτταν μὲ βεβαιότητα: «Virtutes gentium splendida vitia sunt». «Οἱ ἀρετὲς τῶν ἀνθρώπων λαμπρὲς κακίες εἶναι». Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος, εἶν' ἀλήθεια, δὲν πρόφερε αὐτὴ τὴ φράση• τοῦ τὴν ἀπέδωσαν κατὰ λάθος, ὅπως ἀποδείχθηκε τελευταῖα, ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι γενικὰ ἡ σημασία ὅλης του τῆς διδασκαλίας. Οἱ ἀρετὲς τῶν εἰδωλολατρῶν εἶναι λαμπρὲς κακίες, κι ὁ Σωκράτης εἶναι εἰδωλολάτρης, ὅπως εἶναι κι ὅλοι οἱ ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Οἱ καλύτερες κι οἱ πιὸ εἰλικρινεῖς σελίδες τοῦ «De civitate Dei» τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, εἶναι ἀφιερωμένες στὴν πολεμική του ἐναντίον τῶν Στωϊκῶν γιατί θέλει νὰ γνωρίση ἂν ἡ ἀρετὴ μπορῆ ν' ἀντικαταστήση γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅλες τὶς ἀξίες τῆς ζωῆς. Καί, πολὺ παράξενο! ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος πολεμοῦσε μ' ὅλους τους τρόπους τοὺς εἰδωλολατρες. Συζητώντας μαζί τους, ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος χρησιμοποιοῦσε τὶς περισσότερες φορὲς συνηθισμένες μεθόδους, νὰ καταγγείλη δηλαδὴ τὶς προλήψεις τους, τὴν ἀνοησία τους, τὴν ἀνηθικότητά τους, μεριμνώντας, ὅπως συμβαίνει πάντα, περισσότερο νὰ παρουσιάση τοὺς ἀντιπάλους του μ' ἕνα δυσμενῆ φωτισμὸ παρὰ νὰ ἀποκαλύψη τὶς ἀληθινές τους πλάνες. Ὡς πρὸς αὐτό, τὸ «De civitate Dei» θυμίζει πολὺ τὴν κριτικὴ τοῦ Τολστόι γιὰ τὴ δογματικὴ θεολογία. Αὐτὸ τὸ ἔργο εἶναι πραγματικὰ ἕνα εἶδος κριτικῆς γιὰ τὴ δογματικὴ θεολογία τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἀλλὰ οἱ πιὸ δυνατὲς κι οἱ πιὸ ἐξαίσιες σελίδες αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, αὐτὲς πού μᾶς κάνουν νὰ σκεφτοῦμε πιὸ πολύ, δὲν εἶναι ἐκεῖνες ὅπου ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος κατηγορεῖ τοὺς εἰδωλολάτρες γιὰ μωρία καὶ ἀνηθικότητα, ἀλλὰ αὐτὲς ὅπου ἀπευθύνεται ἐναντίον αὐτοῦ ποὺ ὑπῆρξε τὸ λογικὸ καὶ τὸ ὑψηλὸ στὸν παγανισμό. Ὅσο διανοητικοὶ καὶ προηγμένοι εἶστε —αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν ἀξιόλογων ἀντιρρήσεών του πρὸς τοὺς Στωικοὺς— οὔτε ἡ λογική σας, οὔτε ἡ δίχως ὅρια ἀφοσίωσή σας στὶς ὑψηλὲς ἀρχὲς θὰ σᾶς σώσουν ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο. Σκέφτομαι πὼς ὁ Σωκράτης θὰ διάβαζε μ' ἕνα χαμόγελο τοὺς φοβεροὺς φιλιππικοὺς τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου ἐνάντια στὴν ἀνηθικότητα τοῦ παγανισμοῦ, γιατί θἄχε νιώσει ἀμέσως τὴν ἀξία τους, δηλαδὴ πὼς περιεῖχαν λίγη ἀλήθεια καὶ πολλὴν ὑπερβολή, καὶ πὼς δὲν ἦταν παρὰ « argumenta ad hominem» —τεκμήρια κατ' ἄνθρωπον— καὶ ἰδίως «ad hominem», ποὺ ἡ γνώμη του μποροῦσε νὰ παραμεληθῆ καὶ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δὲν ἐκτιμοῦσε. Ἀλλὰ νὰ κατηγορήση τὸν Σωκράτη γιὰ λογικὴ καὶ ἠθική, εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό! Κανεὶς σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση δὲ θὰ κατηγοροῦσε τὸν ἅγιο Αὐγουστῖνο ὅτι εἶναι ἄτιμος ἤ μᾶλλον ὅτι μεγαλοποιεῖ τὰ πράγματα. Ἦταν ἀλήθεια: Ὁ Σωκράτης ἦταν λογικὸς ἄνθρωπος καὶ ἠθικός. Ἔτσι εἶχε πεῖ ὁ χρησμός, ἔτσι εἶχε μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ὁ Σωκράτης. Μονάχα, οὔτε ὁ χρησμός, οὔτε ὁ Σωκράτης, οὔτε κανένας στὸν κόσμο δὲ θὰ μποροῦσε νὰ φανταστῆ πὼς τὸ νὰ εἶναι κανεὶς λογικὸς καὶ ἠθικὸς ἦταν ντροπή, ἦταν ἁμάρτημα, πὼς οἱ λογικοὶ καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι θὰ καταδικάζονταν σ' ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, σ' ἕνα ἐπίπεδο ὑπερανθρώπινο, θεῖο. Σ' αὐτὸ ἐπάνω ἀκριβῶς ἐπιμένει πιὸ πολὺ ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος. Ἡ ἀρετὴ τῶν Στωϊκῶν προκαλεῖ τὴν ἀγανάκτησή του. Δὲν τοὺς κατηγοροῦσε βέβαια, περισσότερο ἀπὸ τὸν Σωκράτη, γιὰ ὑποκρισία καὶ προσποίηση. Ἤξερε πὼς ἦταν πραγματικὰ ἐνάρετοι καὶ εἰλικρινὰ περιφρονοῦσαν ἤ, τουλάχιστο, ἀπαξιοῦσαν τὰ γήινα ἀγαθά. Αὐτὴ ὅμως ἡ εἰλικρίνεια τὸν ἐπαναστατοῦσε περισσότερο. Δὲ μποροῦμε ν' ἀγαπᾶμε τὴν ἀρετὴ « an sich », δὲ μποροῦμε νὰ βλέπουμε σ' αὐτὴ τὸν τελευταῖο σκοπὸ καὶ νὰ βρίσκουμε σὲ μιὰ ἐνάρετη ζωὴ ὁλόκληρη τὴν ἱκανοποίηση. Ἂν βεβαιώνετε, λέει ἀπευθυνόμενος στοὺς Στωικούς, πὼς ἡ συνείδηση τῆς ἀρετῆς κάνει εὐτυχισμένη τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ ἀξιολύπητη, γιατί λοιπὸν ἐπιτρέπετε τὴν αὐτοκτονία; Γιατί σὲ μερικὲς περιπτώσεις ἰδιαίτερα δύσκολες ἐγκαταλείπετε τὴ ζωὴ καὶ δραπετεύετε ἀπὸ τὴ μακαριότητά σας στὸ μηδέν; Ἑπομένως, δὲ βρίσκετε πάντα ἀρκετὴ παρηγοριὰ στὴν ἀρετή σας!

Αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα φαινόταν στὸν ἅγιο Αὐγουστίνο ἀπολύτως ἀκαταμάχητο. Καὶ τὸ χρησιμοποιοῦσε ἀνελέητα σὰν πεπειραμένος πολεμιστὴς ποὺ στηρίζει τὸ γόνατό του στὸ στῆθος τοῦ πεσμένου ἐχθροῦ του καὶ τοῦ σφίγγει τὸ λαιμό. Πρέπει ν' ἀνατρέψη τὸν ἀντίπαλο καὶ νὰ συντρίψη τὴν ἀντίστασή του, γιὰ νὰ τοῦ ἀποσπάση αὐτὸ τὸ πολύτιμο φυλαχτὸ ποὺ γύρω του ἄναψε ὁ πόλεμος. Ὁ Σωκράτης κι οἱ μαθητὲς του ἐπιθυμοῦσαν τὴν ἀρετή, τὴ χρηστότητα, καὶ κατόρθωσαν νὰ πείσουν ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη πὼς γνώριζαν τὸ μυστικὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τὸ διέθεταν, καὶ πὼς αὐτὸ τὸ μυστικὸ μεταβιβάζεται ἀπὸ μία γενιὰ σὲ ἄλλη, μόνο στοὺς μύστες, μόνο στοὺς φιλοσόφους. Δὲν ὑπάρχει σωτηρία γι' αὐτὸν ποὺ δὲ δέχθηκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Σωκράτη τὸ ἱερὸ φυλαχτό, ἤ, γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ ἁπλά, ποὺ δὲν ἀκολούθησε τὸ δρόμο ποὺ ἔδειξε ὁ Σωκράτης.

Ἀναλαμβάνοντας τὸν ἀγώνα ἐναντίον τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος δὲν θεωροῦσε βέβαια τοὺς ἀντιπάλους του ἀφ' ὑψηλοῦ, ὅπως θεωροῦμε γιὰ παράδειγμα τὰ ἀδύνατα ὄντα, τὰ παιδιά. Ἔβλεπε στὸ Σωκράτη ἕνα ἐχθρὸ ποὺ τοῦ χρειαζόταν ἀπόλυτα νὰ νικήση γιὰ νὰ κυριέψη αὐτὸ τὸ φυλαχτό, ποὺ ὀνομάζεται χρηστότητα. Κατὰ τὶς πεποιθήσεις του, ποὺ εἶχε δανειστῆ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπ' αὐτὴ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὑπῆρχε μόνο ἕνα φυλαχτὸ ἱκανὸ νὰ κάνη τὸν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο, καί, ἂν αὐτὸ τὸ φυλαχτὸ βρισκότανε στὰ χέρια τοῦ Σωκράτη, ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δὲ μποροῦσε νὰ τὸ διαθέση. Ἀπὸ ποῦ ὅμως τὸ ξέρουν πὼς ὑπάρχει ἕνα μόνο φυλαχτό; Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δὲν τὸ ρωτοῦσε κάν. Ἔβλεπε μπροστὰ του μιὰ πρόδηλη ἀλήθεια, καὶ δὲν ἀναρωτιόταν κὰν ἀπὸ ποιὰ πηγὴ προερχόταν ἡ θαυματουργὴ δύναμη τοῦ φυλαχτοῦ. Ὁ Σωκράτης ἦταν ὄχι μόνο μαιευτήρας, ἔτσι αὐτοαποκαλοῦνταν, ἀλλὰ καὶ σειρῆνα. Εἶχε τραγουδήσει μὲ τόση γοητεία τὶς θεϊκὲς ὀμορφιὲς τῆς σωφροσύνης, ποὺ τελικὰ ὅλος ὁ κόσμος τὸν πίστεψε. Κι ὁ χριστιανὸς ἅγιος Αὐγουστῖνος ὅρμησε στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν κατάκτηση τοῦ ἀνεκτίμητου θησαυροῦ, μ' αὐτὴ τὴν ἴδια φλόγα ποὺ ὁ Ἀννίβας κάποτε ριχνόταν στοὺς πολέμους του πρὸς τοὺς Ρωμαίους γιὰ τὴν ἐξουσία καὶ τὰ πλούτη!

Ἡ διαλεκτική, ἡ εὐγλωττία, ἡ φυσικὴ δύναμη, ὅλα τὰ μέσα εἶναι καλὰ γιὰ νὰ πετύχουμε τὴ νίκη. Γι' αὐτὸ εἶναι παράξενο ποὺ θυμόμαστε ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος ἐπιχείρησε ἀκόμα αὐτὸ τὸν πεισματώδη ἀγώνα ἐνάντια στὸν Πελάγιο, ποὺ ἔκαμε τόσο διάσημο τ' ὄνομά του. Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δὲ φοβόταν νὰ κηρύττη, σὰ συνέχεια τοῦ Ἠσαΐα καὶ τοῦ ἁγίου Παύλου, τὴ διδασκαλία τοῦ προορισμοῦ καὶ τῆς σωτηρίας μὲ τὴν πίστη. Ὁ Θεὸς δὲ σώζει μόνο ἐκείνους ποὺ ἀξίζουν νὰ σωθοῦν, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ διάλεξε ἀνάμεσα στ' ἀνθρώπινο πλῆθος μὲ μιὰ ἐνέργεια τῆς ἐλεύθερής του βούλησης. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν πετυχαίνει τὴ σωτηρία του μὲ τὰ ἔργα του• ἐπίσης δὲ δόθηκε στὸν ἄνθρωπο νὰ ἐκτελῆ καλὰ ἔργα μὲ τὶς ἴδιες του τὶς δυνάμεις• τὰ ἐκτελεῖ μὲ τὴ χάρη ποὺ τοῦ δόθηκε χωρὶς καμμιὰ ἀξία ἐκ μέρους του• «gratia gratis data» «χάρις δωρεὰν δοθεῖσα». Ἔτσι δίδασκε ὁ μεγάλος προφήτης, ἔτσι δίδασκε ὁ μεγάλος ἀπόστολος. Καὶ αὐτὴ τὴ διδασκαλία, ἀπαράδεχτη καὶ γιὰ τὴ συνείδησή μας καὶ γιὰ τὴ λογική μας, ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος τόλμησε νὰ κηρύξη urbi et orbi (παντοῦ).

***
Εἶπα, καὶ θεωρῶ ἀναγκαῖο νὰ ξαναπῶ, πὼς αὐτὴ ἡ διδασκαλία, ἂν δὲν τὴν τροποποιήσουν σχολιάζοντάς την μὲ ἱκανὰ σοφίσματα, ἀφαίρεσε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὶς ἀρχὲς ποὺ πάνω τους βασίζεται ἡ ὕπαρξή του. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δέχεται πὼς ὁ Θεὸς δὲ λογαριάζει ὅ,τι θεωροῦμε δίκιο καὶ λογικό, δὲν ξέρει ἀπολύτως τί πρέπει νὰ κάνη γιὰ τὴ σωτηρία του κι ἂν πρέπει μάλιστα, γενικά, νὰ κάνη κάτι γιὰ τὴ σωτηρία του. Τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὸ λογικὸ καὶ τὸ μωρό, τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ σβήνουν, ὅ,τι μᾶς δίδασκε ὁ Σωκράτης καὶ ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἐξαφανίστηκε χωρὶς ν' ἀφήση ἴχνη καὶ μπαίνουμε στὴν περιοχὴ τοῦ αἰώνιου σκότους, χωρὶς διέξοδο. Ἀλλὰ θυμόμαστε πὼς ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δὲν ἤθελε νὰ ἐμπιστευθῆ τὴν τύχη του ἰδίως στὸ Θεό, χωρὶς νὰ πληροφορηθῆ προηγουμένως γι' αὐτὸ τὸ Θεὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ πιστέψη: qui est credendum? (ποιὸν πρέπει νὰ πιστεύη;). Στὴν πραγματικότητα, ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δὲν πρόδωσε τὴν ἑλληνικὴ παράδοση. Ὁ Κικέρων λέει: « Socrates autem primus philosophiam devocavit e coelo et in urbibus collocavit, et in domοs etiam introduxit et egit de vita, de moribus, rebusque bonis et malis quaerere ». (Ὁ δὲ Σωκράτης πρῶτος μετέφερε τὴν φιλοσοφία ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν ἐγκατέστησε στὶς πόλεις, καὶ στὰ σπίτια ἀκόμα τὴν ἔμπασε κι ἔδωσε ὤθηση νὰ πληροφορηθοῦν γιὰ τὴ ζωή, γιὰ τὰ ἤθη, καὶ γιὰ τὰ καλὰ καὶ κακὰ πράγματα) (Κικέρων Tusc., V. 10). Ἐκ πρώτης ὄψεως, αὐτὴ ἡ βεβαίωση καταπλήσσει. Τὸ ἀντίθετο, φαίνεται: Ὁ Σωκράτης διαβίβασε τὴ φιλοσοφία ἀπὸ τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς. Ἐν τούτοις ὁ Κικέρων ἔχει δίκιο, ὁ Σωκράτης ἤθελε νὰ συνδέση τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ τοὺς ὑποτάξη• ἤθελε νὰ καταστήση λογικὴ τὴν οἰκουμένη. Κι αὐτὴ ἡ διδασκαλία διατηρήθηκε προσεχτικὰ ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς διαδόχους του, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸν ρωμαιοκαθολικισμὸ τοῦ Μεσαίωνα. Ἡ ἀποτυχία τοῦ Πελάγιου δὲ γλύτωσε τὸν ρωμαιοκαθολικισμὸ ἀπὸ τὸ ζυγό της ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Οἱ θεολόγοι τοῦ μεσαίωνα, ὅπως κι οἱ Ἕλληνες, ἐνέτειναν ὅλες τους τὶς δυνάμεις γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀποκλειστικὴ κατοχὴ τοῦ θαυμαστοῦ φυλαχτοῦ ποὺ ἔδινε σ' αὐτὸν ποὺ τὸ κρατοῦσε τὴ δυνατότητα νὰ μπῆ ἐλεύθερα σ' ἕνα καλύτερο κόσμο. Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος δίδασκε πὼς ἡ ἔπαρση ἦταν ἡ ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας, « superbia initium peccati»• ἀποδείκνυε μ' ὅλη τὴ δύναμη τοῦ πνεύματός του καὶ προσπαθοῦσε νὰ εἰσαγάγη στὸ μυαλὸ τῶν ἀνθρώπων τὴ μεγάλη βιβλικὴ ἰδέα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἰδέα τόσο ξένη σ' αὐτὸ τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο, ποὺ οἱ ἰδέες του τὸν εἶχαν ἀναθρέψει. Ὅμως αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δὲ μποροῦσε ἢ μᾶλλον δὲν ἤθελε ν' ἀπαρνηθῆ τὴν περηφάνεια καὶ τὴν ὑπέρτατη ἀρετή: ἀπαίτησε τὴν καταδίκη τοῦ Πελάγιου κι ἔφτασε νὰ τὸν καταδικάση...

Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δὲν ἀνεχόταν τὴν ἔπαρση στοὺς ἄλλους, οἱ ἀξιώσεις τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁγιότητα καὶ στὴν ἀρετὴ τοῦ φαινόταν ἱερόσυλες. Ἀλλὰ ὅπως κι ὁ Σωκράτης, δὲ μποροῦσε νὰ ζῆ χωρὶς νἆναι βέβαιος γιὰ τὴ χρηστότητά του. Οἱ ἄλλοι μποροῦν νὰ ἀπατῶνται καὶ πραγματικὰ ἀπατῶνται: αὐτὸ εἶναι φυσικό, γιατί εἶναι μέσα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ν' ἀπατᾶται. Αὐτὸς ὅμως, ὁ Αὐγουστῖνος, δὲ μπορεῖ νὰ ζήση μεσ' στὴν ψευτιά• συνεπῶς, γνωρίζει τὴν ἀλήθεια, ποὺ θὰ τοῦ προμηθεύση ἐξάπαντος τὴ σωτηρία. Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ Σωκράτη καὶ τὸν ἅγιο Αὐγουστῖνο ἦταν φαινομενικὴ καὶ περιοριζόταν σὲ λόγια: ὁ Σωκράτης βεβαίωνε πὼς ἀντλοῦσε τὴν ἀλήθεια του ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ λογική, ἐνῶ ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος ἔλεγε πὼς εἶχε λάβει τὴ δική του ἀπὸ τὴν ἅγια καθολικὴ Ἐκκλησία: «Ego vere evangelio non crederem, nisi me catholicae (ecclesiae) commoveret auctoritas». (Ἐγὼ στ' ἀλήθεια δὲ θὰ πίστευα στὸ Εὐαγγέλιο, ἂν δὲ μὲ παρακινοῦσε ἡ αὐθεντία τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας).

Ἂν ἀπευθυνθῆτε μάλιστα στοὺς καθολικοὺς ἱστορικοὺς τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, θὰ μπορέσετε νὰ πεισθῆτε πὼς ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος εἶχε ἤδη δημιουργήσει τὴ θεωρία ποὺ δικαιώνει τὶς μετάνοιες μὲ τὴ σφοδρότητα καὶ τὸ δικαίωμα τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας νὰ καταδιώκη μὲ ὅλα τὰ μέσα αὐτοὺς ποὺ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴ διδασκαλία του καὶ ἀπὸ τὰ δόγματά του. (Ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο κατὰ Λουκᾶ, XIV, 23: compelle intrare) (ἀνάγκαζε, πρότρεπε νὰ εἰσέλθη). Αὐτὸ ποὺ κυρίως μᾶς ἐνδιαφέρει, παρ' ὅλ' αὐτά, δὲν εἶναι τόσο ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, ὅσο ἡ πηγὴ τῶν ἰδεῶν του πάνω στὸν καταναγκασμὸ ὡς βασικὸ κι' ἀπαράγραπτο μέσο γιὰ τὸ κήρυγμα τῆς ἀλήθειας, μὲ στενώτερη καὶ εὐρύτερη ἔννοια.

Στὶς «Ἐξομολογήσεις» του, δὲν παύει νὰ ποικίλη μὲ διαφορετικοὺς τρόπους τὸ βασικὸ του θέμα: «Ἡ καρδιά μου ζῆ στὴν ἀγωνία καὶ δὲ θὰ εἰρηνέψη πρὶν Σὲ βρὴ». Αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι τόσο παλιὸ ὅσο κι ὁ κόσμος. Η καρδιὰ τῶν εἰδωλολατρῶν φιλοσόφων γνώριζε καλὰ τοὺς φριχτοὺς καὶ μοιραίους πόνους τῆς πλανημένης ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ἀπὸ τὸ Σωκράτη• κι ἴσως ἀπὸ τὸ Θαλῆ μέχρι τὸν Πλωτῖνο, πλῆθος ἀξιόλογων ἀνθρώπων ἀνακοίνωσαν στὸν κόσμο τὶς ἀγωνιώδεις ἀνησυχίες τους κι ἀκόμα, φυσικά, τὰ μέσα ποὺ εἶχαν μεταχειριστῆ γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὶς ἀμφιβολίες τους. Ἂν ὅμως ἡ ἀνησυχία τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου δὲν ἦταν νέα γιὰ τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο, δὲν ἦταν λιγότερο νέα κι ἡ λύση ποὺ ὑποδείκνυε. Κι αὐτὸς δίδασκε, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων κι ὁ Ἀριστοτέλης, πὼς ἡ λύση ἦταν νὰ βάλη τέλος στὶς ἀνησυχίες, νὰ τὶς νικήση. Καὶ πὼς δὲ μποροῦσαν νὰ βάλουν τέλος σ' αὐτὸ παρὰ μόνο ἀποκαλύπτοντας τὴν ὑπέρτατη ἀλήθεια, δηλαδὴ μία ἀλήθεια ποὺ ὕστερ' ἀπ' αὐτὴ δὲ χρειαζόταν πιὰ νὰ ψάχνουν, νὰ βασανίζονται καὶ ν' ἀμφιβάλλουν. Αὐτὸ ποὺ εἶναι παράδοξο, εἶναι πὼς πολὺ πιὸ ἀργά, ἀρκετὲς ἑκατονταετηρίδες μετὰ τὸν ἅγιο Αὐγουστῖνο, ὁ ρωμαιοκαθολικισμὸς πέτυχε, ἄν καὶ παραδέχτηκε τὸν ἅγιο Αὐγουστῖνο, νὰ διατηρήση στὰ μύχια του, σὰν ἕνα εἶδος ἀπαραίτητης προφανῶς μαγιᾶς, τὶς ἀμφιβολίες καὶ τὴν ἀνησυχία. Δὲν γίνεται τώρα νὰ ἐξετάσω πῶς αὐτὰ μποροῦσαν νὰ συνυπάρχουν μὲ τὴν πίστη στὸ ἀλάνθαστο τῆς ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι βέβαιο πὼς οἱ διαμαρτυρόμενοι ἔχουν δίκιο ὅταν λένε γιὰ τὸν ρωμαιοκαθολικισμὸ ὅτι εἶναι «complexio oppositorum» — σύμπλεγμα ἀντιθέσεων. Πλάι στὰ ἀναλλοίωτα δόγματα, ὑπῆρχε πάντα στὸν ρωμαιοκαθολικισμὸ μιὰ ἀγωνία ποὺ τίποτα δὲ μποροῦσε νὰ τὴν καθησυχάση, καὶ ποὺ προκαλοῦσε συνεχεῖς θύελλες στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν της, ἰδίως τῶν πιστῶν. Ἂν λοιπὸν εἶναι σωστὸ νὰ ποῦμε πὼς ἡ ρωμαιοκαθολικὴ δογματικὴ προσδιορίστηκε ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τοὺς σκοποὺς ποὺ ἔθετε ἡ ἑλληνικὴ σκέψη, εἶναι τὸ ἴδιο ἀληθινὸ πὼς ἡ ἁγία Γραφὴ προκαλοῦσε, μὲ τὴ βαθειά της διαφωνία πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, τὶς πιὸ ἀπροσδόκητες ἀντιδράσεις σὲ κείνους ποὺ ἦταν προορισμένοι νὰ νιώθουν τὶς ὑπέρτατες ἀνησυχίες τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος. Ὁ Ἀριστοτέλης βασίλευε στὸ πνεῦμα τῶν ρωμαιοκαθολικῶν τοῦ Μεσαίωνα, καὶ μετὰ τὸν Ἀριστοτέλη ὅλα τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας προσπαθοῦσαν νὰ προσδιορίσουν μὲ σαφεῖς καὶ ἀναντίρρητους ὅρους τὴν οὐσία τῆς διδασκαλίας, ποὺ ὁμολογοῦσαν. Καὶ ἤθελαν αὐτὴ ἡ διδασκαλία νὰ μὴ προσβάλη οὔτε τὴ λογική τους, οὔτε τὴ συνείδησή τους. Ἀλλά, στὴν πραγματικότητα, ἂν οἱ πρόσπάθειες τοῦ Φίλωνος γιὰ νὰ συμφωνήση ἡ Βίβλος μὲ τὶς ἀπαιτήσεις ἑνὸς πνεύματος φιλοσοφικὰ καλλιεργημένου ἦταν καταδικασμένες ἐκ τῶν προτέρων σὲ ἀποτυχία, ἔγινε τὸ ἴδιο μὲ τὶς ἀπόπειρες τῶν πρώτων ἀπολογητῶν. Ὅποιο κι ἂν ἦταν τὸ βάθος κι ἡ ὀμορφιὰ τῶν θρησκευτικὸ-φιλοσοφικῶν ἰδεῶν τους, ὅλες μαρτυροῦσαν γιὰ τὴν ἀπόλυτην ἀδυναμία ποὺ ὑπῆρχε στὸ συμβιβασμὸ τοῦ ἰουδαϊσμοῦ μὲ τὸν ἑλληνισμό. Αὐτὸ φάνηκε ἤδη μὲ ἰδιαίτερη καθαρότητα καὶ σαφήνεια στὴν πολεμικὴ ποὺ προκάλεσε ὁ Πελάγιος. Οἱ πελαγιανοὶ βεβαίωναν μὲ τὸ στόμα τοῦ Ἰουλιανοῦ: «Santas quidem apostoli esse paginas confitemur, non ob aliud nisi quia rationi, pietati, fidei congruentes crudiunt nos». (Ὁμολογοῦμε ὅτι οἱ σελίδες τῶν ἀποστόλων εἶναι ἅγιες, ὄχι γι' ἄλλο τίποτα, ἀλλὰ γιατί μας διδάσκουν σύμφωνα μὲ τὴ λογική, τὴν εὐσέβεια, τὴν πίστη). Κι ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος σκεφτόταν τὸ ἴδιο. Κι ἐξ ἄλλου εἶναι ἀδύνατο τὸ «σκέπτεσθαι» διαφορετικά. Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δὲ βεβαίωνε πὼς ὁ καλὸς καὶ δίκαιος Θεὸς δὲ μποροῦσε νὰ ἀπαιτῆ τὸ ἀδύνατο; Ἀλλὰ νὰ ἀπαιτῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὁμολογοῦν μιὰ διδασκαλία ἀντίθετη ἀπὸ τὴ λογικὴ καὶ τὴ συνείδηση δὲν εἶναι τὸ ἴδιο σὰ νὰ ἀπαιτῆ ἀπ' αὐτοὺς τὸ ἀδύνατο; Καὶ ὁ ρωμαιοκαθολικισμὸς ποτὲ δὲ δέχτηκε πὼς τὰ δόγματα τῆς 'Εκκλησίας ἦταν ἀσυμβίβαστα πρὸς τὴ λογική. Ἀντίθετα, ὁ ρωμαιοκαθολικισμὸς ποὺ εἶχε καταδικάσει τὸν Πελάγιο, παρέδιδε στὸ ἀνάθεμα αὐτοὺς ποὺ βεβαίωναν πὼς ἡ πίστη καὶ ἡ λογικὴ ἦταν ἀσυμβίβαστα. Ὁ Πελάγιος ἡττήθηκε, ἀλλὰ ὁ ἡττημένος ἔκαμε τὸ νόμο τοῦ νικητῆ. Καὶ σήμερα ἀκόμα ὁ ἅγιος Θωμὰς ὁ Ἀκινάτης θεωρεῖται ὡς ὁ κανονικὸς θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Σωκράτης κι ὁ Ἑλληνισμὸς θριάμβεψαν. Αὐτὸ θὰ πῆ πὼς θἆναι ἀκόμα ἔτσι, πὼς θἆναι πάντα ἔτσι; Εἶναι πολὺ δυνατό, καὶ μάλιστα πιθανό. Καὶ ἂν κάθε τί ποὺ εἶναι πραγματικὸ ἦταν λογικὸ καὶ μᾶς μιλοῦσε γιὰ ὅ,τι εἶναι αἰώνιο, οἱ φιλόσοφοι δὲ θἆχαν παρὰ νὰ σταυρώσουν τὰ χέρια. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μονάχα τὸ πραγματικὸ ποὺ εἶναι λογικό• καὶ εἶναι βέβαιο πὼς ὅ,τι εἶναι λογικὸ δὲν εἶναι πάντα πραγματικό, κι ὅ,τι δὲν εἶναι λογικὸ δὲν εἶναι πάντα μὴ πραγματικό. Ἔτσι λοιπόν, ἂν ὁ Σωκράτης πρέπει νὰ μείνη ὁριστικὰ νικητὴς πάνω στὴ γῆ (καὶ ἐπαναλαμβάνω πὼς ἔχει ὅλες τὶς πιθανότητες νὰ μείνη ), αὐτὸ δὲ σημαίνει τίποτα ὡς πρὸς τὴν ἀξία τῆς ἀλήθειας του. Γιατί ἐλπίζω πὼς δὲν εἶναι ἀνάγκη ν' ἀποδείξω πὼς οἱ ἀλήθειες μποροῦν νὰ εἶναι διαφορετικὲς ἀξίες. Ἀπὸ ποῦ ξέρουμε πὼς ὁ θρίαμβος ἐπὶ τῆς γῆς εἶναι ἐγγυημένος γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἢ μᾶλλον πὼς αὐτὸς ὁ θρίαμβος τῆς εἶναι ἀπαραίτητος;

Ἡ ἱστορία μᾶς διδάσκει πολλά• ἀλλὰ ὅταν ὁ ἱστορικὸς φαντάζεται πὼς τὸ μέλλον μᾶς ἀποκαλύπτει τὴ σημασία τοῦ παρόντος, ἢ μᾶλλον ὅταν δικαιώνη κάποια ἰδέα, κι αὐτὸ γίνεται συχνά, λέγοντας ὅτι εἶχε τὸ μέλλον δικό της, καὶ παραμερίζει μιὰν ἄλλη μὲ τὴν πρόφαση πὼς τὸ μέλλον δὲν ἦταν ὑπὲρ αὐτῆς, εἰσάγει ἀναμφίβολα τὴν τάξη καὶ τὴν ἁρμονία στὴν ἐπιστήμη του, ἢ μᾶλλον μεταμορφώνει τὴν ἱστορία, δηλαδὴ μιὰ ἁπλὴ διήγηση, σὲ ἐπιστήμη, ἀλλὰ δὲν πλησιάζει καθόλου τὴν ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια δὲ συνίσταται ἀπ' αὐτὴ τὴν ὕλη ποὺ πλάθονται οἱ ἰδέες. Εἶναι ζωντανή, ἔχει τὶς ἀπαιτήσεις της, τὶς ἐπιθυμίες της καὶ προπαντὸς φοβᾶται πάνω ἀπ' ὅλα, γιὰ παράδειγμα, αὐτὸ ποὺ στὴ γλῶσσα μας λέγεται ἐνσάρκωση.

Φοβᾶται ὅπως κάθε τί ζωντανό, φοβᾶται τὸ θάνατο. Γι' αὐτό, μόνο αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὴ βλέπη καὶ νὰ τὴ ζητᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του κι ὄχι γιὰ τοὺς ἄλλους, καὶ ἔκαμε τὴν ἐπίσημη εὐχὴ νὰ μὴ μεταμορφώση τὰ ὁράματά του σὲ κρίσεις ὑποχρεωτικὲς γιὰ ὅλους καὶ νὰ μὴ κάνη ποτὲ τὴν ἀλήθεια ἁπτή. Ὅσο γι' αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ κυριευθῆ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ποὺ θέλει νὰ τὴν πιάση στὰ κτηνώδη ἀνθρώπινά του χέρια, ποὺ θέλει νὰ τὴν ἐνσαρκώση γιὰ νὰ μπορέση μετὰ νὰ τὴ δείξη παντοῦ καὶ σ' ὅλους, αὐτὸς εἶναι καταδικασμένος σὲ συνεχεῖς ἀπάτες ἢ μᾶλλον νὰ ζῆ μὲ φαντασιοδοξίες, γιατί ὅλες οἱ ἐνσαρκωμένες ἀλήθειες ὑπῆρξαν πάντα ἐνσαρκωμένες φαντασιοδοξίες.
Ἴσως θὰ μοῦ ποῦν πὼς κέρδισε ἀπ' αὐτὸ ἡ ἀνθρωπότητα• ἀλλὰ δὲν πρόκειται γι' αὐτό: πρέπει κι ἡ ἀλήθεια νὰ εἶναι χρήσιμη; Ὁ πραγματισμὸς δὲν πέθανε τὴν ἑπομένη ἀπὸ τὴ γέννησή του;




Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα