image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα

Λέων Σεστώβ

Σωκράτης καὶ Ἅγιος Αὐγουστῖνος

Ἀπόδοση : Ἀντιγόνης Χατζηθεοδώρου
Ἀπὸ τὸ «Χριστιανικὸν Συμπόσιον» 1969, ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. Ἀθήνα 1968.


Τὴν πεπρωμένην μοίραν ἀδύνατά ἐστιν αποφυγεῖν καὶ θεῷ. Καὶ στοὺς θεοὺς ἀκόμα δὲ δόθηκε ἡ χάρη ν' ἀποφεύγουν τὸ πεπρωμένο. Ἔτσι σκέφτονταν οἱ ἄνθρωποι στὴν αὐγὴ τῆς συνειδητῆς τους ζωῆς. Εἶχαν στ' ἀλήθεια τὸ σωστὸ προαίσθημα τοῦ ἔσχατου μυστήριου τῆς δημιουργίας; Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ θεοὶ εἶναι πραγματικὰ ὑποταγμένοι σ' ἕναν αἰώνιο, ἀναλλοίωτο νόμο; Δὲν εἶναι ἴσως ἀνώφελο νὰ θέσουμε αὐτὸ τὸ ἐρώτημα διαφορετικά: Τί ἤθελε αὐτὸς ποὺ πρῶτος διεῖδε τὴν ἰδέα τοῦ πεπρωμένου καὶ τῶν σκληρῶν του νόμων; Ἤθελε νἄχη ἕνα θεὸ χωρὶς δεσμό, ἢ μᾶλλον ἕνα ἐλεύθερο θεό, ποὺ δὲ θὰ τὸν ἔδενε τίποτα, ποὺ θἆταν γι' αὐτὸν πιὸ τρομερὸ ἀκόμα κι ἀπ' ὅλους τους σκληροὺς νόμους;

Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα πρέπει νὰ τεθῆ, γιατί οἱ ἄνθρωποι, ὅπως καθένας μπορεῖ νὰ τὸ δῆ, κλίνουν στὸ νὰ βλέπουν ὄχι ὅ,τι εἶναι, ἄλλα ὅ,τι θάθελαν νὰ εἶναι. Μποροῦμε νὰ εκφραστοῦμε σαφέστερα: στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ἀκόμα νὰ βλέπη ὅ,τι θἄθελε νὰ έχη, δὲν βλέπει ποτὲ τί εἶναι στὴν πραγματικότητα. Καὶ φαίνεται πὼς οἱ ἄνθρωποι, σχεδὸν ὅλοι, δὲ θἄθελαν γιὰ τίποτα στὸν κόσμο νὰ δεχτοῦν ἕνα θεὸ πού, ἐντελῶς σὰν κι αὐτοὺς καὶ μαζὶ μ' αὐτούς, δὲ θὰ ὑποτασσόταν στὴν ἰσχὺ τῶν αἰώνιων νόμων. Μ’ ὅλο ποὺ ἐπαναλαμβάνουν: γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου! στὶς μύχιες πτυχὲς τῆς ψυχῆς τους ἀποκρύπτεται πάντα μία ἐπιφύλαξη («reservatio mentalis»): ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ ὑποτάσσεται ἐντελῶς σὲ μερικοὺς γνωστοὺς νόμους ποὺ τοὺς λαβαίνει ὑπ' ὄψιν: Νόμοι γνωστοὶ ἀκριβῶς, κι ὄχι ἀπὸ κανένα Ὑπέρτατο Ὄν, ἀλλὰ ἀπό μᾶς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος ἐπαναλαμβάνει σ' ὅλοὺς τοὺς τόνους: «Δίδε ὅ,τι κελεύεις, καὶ κέλευε ὅ,τι θέλεις». («Da quod jubes, et jube quod vis»). Ἀλλὰ τὸ λέει αὐτὸ γιατί πέτυχε νὰ πείση τὸν ἑαυτὸ του ὅτὶ ὁ Θεὸς δὲ θὰ τὸν διέτασσε νὰ κάνη αὐτὸ ποὺ κατὰ τὶς ἰδέες του, τοῦ Αὐγουστίνου, εἶναι ἐπίμεμπτο. Μάταια δὲν ἔλεγε πὼς προτοῦ νὰ πιστέψη κανεὶς ἔπρεπε νὰ ξέρη «cui est credendum», τί εἶναι πιστευτό. Καὶ εἶναι βέβαιος ὅτι προτοῦ νὰ πιστέψη, ἤξερε ὅτι πίστευε. Γι' αὐτὸ φώναξε ἀδίστακτα: «Firmissime creditur, Deum justum et bonum impossibitia non potuisse praecipere», πιστεύουμε ἀσφαλῶς πὼς ὁ δίκαιος καὶ ἀγαθὸς Θεὸς δὲν θὰ ἀπαιτήση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὸ ἀδύνατο. Ἀπὸ ποῦ τὄξερε αὐτὸ ὀ ἅγιος Αὐγουστῖνος;

Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ μαντέψουμε: αὐτὴ ἡ γνώση ἐρχόταν ἀπὸ κεῖ ποὺ προέρχονται ὅλες οἱ ἄλλες πρόδηλες ἀνθρώπινες ἀλήθειες. Ἂν ὁ Σωκράτης εἶχε θέσει στὸν ἅγιο Αὐγουστῖνο, αὐτὴ τὴν ἐρώτηση ποὺ εἶχε προτείνει στὸν Εὐθύφρονα: τὸ ἀγαθὸ εἶναι ἀγαθὸ γιατί τὸ ἀγαποῦν οἱ θεοί, ἢ μᾶλλον τὸ ἀγαποῦν οἱ θεοὶ γιατί εἶναι ἀγαθό;— Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος θἆχε βέβαια ἀπαντήσει ἀδίστακτα πὼς οἱ θεοὶ οἱ ἴδιοι ὀφείλουν ν' ἀγαποῦν τὸ ἀγαθό, γιατί ἀλλιώτικα δὲ θἆταν θεοί. Οἱ προφῆτες δίδασκαν, εἶν' ἀλήθεια, πὼς ἡ ὁδὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνεξερεύνητη• ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ δέχτηκαν αὐτὰ τὰ λόγια τῶν προφητῶν, βρῆκαν ἐν τούτοις τὸ μέσο νὰ συνδέσουν τὸ Θεὸ κατὰ τὶς μεθόδους τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, τοῦ Σωκράτη. Αὐτὸς ὁ ἐξελληνισμὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ ποὺ τόσο πολὺ συζητήθηκε αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια, δὲν εἶναι τίποτ' ἄλλο παρὰ τὸ μπόλιασμα τῶν λογικῶν ἀρχῶν, δηλαδὴ τῶν παραδεκτῶν γιὰ τὸ ἀνθρώπινο λογικό, κατὰ τὴν ἀποκάλυψη ποὺ έρχεται ἀπὸ τὴν 'Ανατολή.

Ὁ ἑλληνορωμαϊκὸς κόσμος περίμενε καὶ ἀπαιτοῦσε μιὰ καινούργια διδασκαλία. Οἱ κύριοι τῆς οἰκουμένης εἶχαν χάσει ἔδαφος, καὶ ἀπαιτοῦσαν πρὶν ἀπ' ὅλα ἀπὸ τὴν καινούργια θρησκεία νὰ ἀποκαταστήσουν τὰ κλονισμένα θεμέλια. Ἡ ἀρχαία μυθολογία εἶχε γεράσει κι εἶχε χάσει κάθε ἐπίδραση στὰ πνεύματα• φαινόταν παιδαριώδης καὶ κενή• ὅσο γιὰ τὴ φιλοσοφία, ἄφηνε στοὺς ἀνθρώπους μεγάλην ἐλευθερία καὶ ἀνεξαρτησία. Πάντα νὰ σκέφτεται κανείς, πάντα νὰ ψάχνη διατρέχοντας τὸν κίνδυνο νὰ μὴ καταλήξη σὲ τίποτα ὁριστικὸ καὶ νὰ μὴ βρὴ τίποτα, πρᾶγμα ποὺ ἦταν πολὺ δύσκολο γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Μήπως ὁ Πλάτων δὲν ἦταν μεγάλος φιλόσοφος; Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὸν Πλάτωνα φάνηκε ἕνας ἄλλος μεγάλος φιλόσοφος, μαθητής του, ποὺ συνέτριψε κι ἀνέτρεψε χωρὶς οἶκτο ὅλες τὶς ὑπέροχες ἰδέες τοῦ δασκάλου. Ἔπρεπε νὰ διευθετήση τὰ πράγματα κατὰ τέτοιο τρόπο ποὺ γιὰ ἕνα πολὺ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, κατὰ τὴν ἀνθρώπινη ὁρολογία: γιὰ πάντα (ἕνα πολὺ μεγάλο χρονικὸ διάστημα μοιάζει μὲ τὰ βλέμματα τοῦ ἀνθρώπου στὴν αἰωνιότητα), ὁ κάθε Πλάτωνας καὶ ὁ κάθε Ἀριστοτέλης δὲ θὰ εἶχε πιὰ τὴ δυνατότητα νὰ κλονίζη τὰ θεμέλια τῆς ζωῆς.

Ὅπως βλέπετε, τὸ πρόβλημα ἦταν ἤδη παλιό: ἀπὸ τὴ γέννησή της, ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία προσπαθοῦσε νὰ βάλη ἕνα τέλος στὶς ὀδυνηρὲς ἀμφιβολίες τῶν θνητῶν. Μὰ οἱ προσπάθειές της δὲν κατέληξαν πουθενά. Ἀριθμοῦσε στὶς τάξεις της πλῆθος μεγάλων φιλοσόφων: δὲ βρίσκουμε ἄλλους ἴσους μ' αὐτοὺς στὴ νεώτερη φιλοσοφία• ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ποὺ ἔκαμε ὅλα τ' ἀνθρώπινα πνεύματα νὰ τὴ λατρέψουν, ἔλειπε πάντα.

Καὶ τότε ἔγινε κάτι ἀνήκουστο, κάτι ποὺ δὲν εἶχε ξαναγίνει ποτὲ καὶ ποὺ ἔμεινε ἀνεπανάληπτο στὴν ἱστορία : ὁ ἑλληνορωμαϊκὸς κόσμος, ὁ τόσο ἰσχυρός, ὁ τόσο καλλιεργημένος, στράφηκε πρὸς ἕνα μικρὸ ἀνατολικὸ λαό, ἀδύνατο καὶ βάρβαρο. Δῶστε μας τὴν ἀλήθεια ποὺ βρήκατε μὲ ἄλλα μέσα ἀπ' αὐτὰ ποὺ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ φτάσουμε σ' αὐτή• τὸ πιὸ σπουδαῖο γιὰ μᾶς εἶναι πὼς ἡ ἀλήθεια βρέθηκε μ' ἄλλες μεθόδους ἀπ' αὐτὲς ποὺ χρησιμοποιοῦμε γιὰ ν' ἀποκαλύψουμε τὶς ἀλήθειες μας, μᾶς εἶναι ἀπαραίτητο γιατί οἱ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀλήθεια μᾶς ἔχουν κλειστῆ γιὰ πάντα, γιατί ἡ πεῖρα τῶν πεισμωμένων καὶ συνεχῶν ἀναζητήσεών μας μᾶς ἔχει πείσει πὼς ἂν αὐτοὶ οἱ δρόμοι παραμένουν ἀνοικτοί, δὲ μποροῦμε ποτὲ νὰ εἴμαστε σίγουροι γιὰ τὸ ἀμετακίνητο τῆς ἀλήθειας! Δῶστε μας τὴν ἀλήθεια, καὶ μεῖς οἱ ἄλλοι, μὲ τὴ φιλοσοφία μας, μ' αὐτὸ τὸ ἀρχαῖο ὅπλο ποὺ ἔχουν ἐπινοήσει τὰ καλύτερά μας πνεύματα, θὰ τὴν ὑπερασπιστοῦμε. Κι ὁ ἑλληνορωμαϊκὸς κόσμος λαμπρὰ ἐξεπλήρωσε τὸ ἔργο του δημιουργώντας τὸν ρωμαιοκαθολικισμό.

Εἶπα πιὸ πάνω πὼς οἱ θνητοὶ εὐχαρίστως συγκατατέθηκαν νὰ ὀνομάσουν αἰωνιότητα μιὰ περίοδο χρόνου μᾶλλον μεγάλη. Τὸ ἴδιο εὐχαρίστως, ὀνομάζουν σύμπαν, ἕνα διάστημα τόπου μᾶλλον σημαντικό. Ὁ ρωμαιοκαθολικισμὸς πολὺ γρήγορα ἔνιωσε πὼς εἶναι αἰώνιος καὶ οἰκουμενικός: «Quod semper, ubique et ab omnibus creditum est», Ὅ,τι πάντα, παντοῦ καὶ ἀπὸ ὅλους πιστεύεται• αὐτὸς εἶναι ὁ τύπος του. Βέβαια, ὅ,τι δίδασκε κι ὅ,τι διδάσκει ὁ ρωμαιοκαθολικισμὸς δὲν ἦταν πάντα παραδεκτό, παντοῦ κι ἀπ' ὅλους, ἀλλὰ γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα, σὲ πλῆθος τόπων καὶ ἀπὸ πλῆθος ἀνθρώπων. Καὶ ἄν οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ ἤθελαν νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ διασπείρουν τὴν ἀλήθεια, ἔτσι θὰ μποροῦσαν νὰ μιλήσουν. Θἄπρεπε νὰ δεχτοῦν πὼς ἡ διδασκαλία τους δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀπαιτῆ οὔτε τὴν αἰωνιότητα οὔτε τὴν οἰκουμενικότητα. Ἀλλὰ ὁ ρωμαιοκαθολικισμὸς προσέκρουσε στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους. Ἡ Ρώμη ἅπλωνε τὴν ἐξουσία της σ' ὅλη τὴν « orbis terrarum » (οἰκουμένη), ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἦταν συνήθεια νὰ θεωρεῖται ὡς ἡ δέσποινα τῶν ψυχῶν.

Κοιτᾶχτε γιὰ παράδειγμα τὸν Σωκράτη. Παρὰ τὴν ἐξωτερική του μετριοφροσύνη, παρὰ τὴ φαινομενική του μετριοπάθεια —συζητοῦσε μὲ τοὺς χειρώνακτες, μὲ τοὺς δούλους καὶ τὰ παιδιά• ζοῦσε φτωχικά, ντυνόταν ἄθλια, ἔτρωγε ὅ,τι τοῦ βρισκόταν, ὑπόφερε ὑπομονετικὰ τὶς κατηγορίες καὶ τὶς προσβολὲς τῆς γυναίκας του τῆς Ξανθίππης. Παρ' ὅλ' αὐτά, ὑπερασπιζόταν μ' ὅλες του τὶς δυνάμεις τὸ δικαίωμά του νὰ ὀνομάζεται ὁ σοφώτερος τῶν ἀνθρώπων. Παραχωροῦσε στοὺς ἄλλους τὸν πλοῦτο, τὶς τιμὲς κι αὐτὸ τὸν ὡραῖον Ἀλκιβιάδη, ἀλλὰ δὲ θὰ παραχωροῦσε σὲ κανένα τὴν ἀλήθειά του: αὐτὸς ποὺ ἤθελε νὰ ἔχη δίκιο καὶ νὰ βρίσκεται στὴν ἀλήθεια, ὤφειλε ν' ἀκολουθῆ τὸν Σωκράτη. Κι ἐξ ἄλλου, μποροῦσε ὁ Σωκράτης ν' ἀπαρνηθῆ τὸ δίκιο του; Εἶχε ἀπαρνηθῆ, ὅπως τὸ εἶπα, ὅλα κεῖνα ποὺ θέλουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ζήσουν, ὅλα τὰ αἰσθητὰ ἀγαθά. Βεβαίωνε χωρὶς νὰ διστάζη πὼς εἶναι προτιμότερο νὰ ὑφίσταται μιὰ ἀδικία παρὰ νὰ εἶναι ἄδικος ὁ ἴδιος. Καὶ στὸ στόμα του αὐτὸ δὲν ἦταν μιὰ φράση. Ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς ὁμόφωνα βεβαιώνουν πὼς οἱ λόγοι τοῦ Σωκράτη ἦταν ἔργα, κι ὄχι μεταφορικά, ἀλλὰ στὴν κυριολεξία. Δεχόταν ὅταν ἔπρεπε τὴν ἀδικία, μιὰ κραυγαλέα ἀδικία, ἀλλὰ δὲν ἐπέτρεπε στὸν ἑαυτό του νὰ εἶναι ἄδικος, ἰδίως ἀπέναντι ἐκείνου ποὺ τὸν εἶχε βλάψει. Καὶ ὅπως στὴ ζωὴ ἐκείνου ποὺ δὲ θέλει νὰ βλάψη ἄλλον, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ὑπομένη διαρκῶς τὶς ὕβρεις τῶν ἄλλων, ἡ ζωὴ τοῦ Σωκράτη ἦταν πολὺ δύσκολη καὶ ὀδυνηρή. Αὐτό μας ἀποδείχθηκε σαφῶς ἀπὸ τὴν τελευταία του δίκη: ἔφτασε, δυὸ ἀσήμαντα ὄντα, ὁ Ἀνυτος κι ὁ Μέλητος, νὰ τὸ θελήσουν, κι ὁ Σωκράτης δηλητηριάστηκε ὅπως δηλητηριάζουν ἕνα λυσσασμένο σκύλο.

Ἀπὸ τί λοιπὸν μπόρεσε νὰ ζήση ὁ Σωκράτης ποὺ εἶχε δώσει ὅ,τι κατεῖχε; Δημιούργησε μόνος του τὴν πνευματική του τροφή• ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῆ μὲ ψωμί, οὔτε μὲ τιμές, οὔτε μ' ἄλλες ἀνθρώπινες ἀπολαύσεις, φιλήδονες, ἀλλὰ χάρη στὴ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης, τῆς λογικῆς. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζῆ μὲ τρόπο ποὺ νὰ νιώθη πάντα πὼς εἶναι δίκαιος, καί, ὅταν νιώθη πὼς ἔχει δίκιο, δὲν τοῦ χρειάζεται τίποτ' ἄλλο. Αὐτὴ ἡ σκέψη τοῦ Σωκράτη, αὐτὸ τὸ ἔργο τοῦ Σωκράτη ἀποτελοῦσε τὴ βάση ὅλης της ἑλληνικῆς φιλοσοφίας• ἀποτελεῖ ἀκόμα τὴ βάση ὅλης της αἰώνιας σοφίας τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Σωκράτης δίδασκε πὼς ἡ φιλοσοφία δὲν ἦταν τίποτ' ἄλλο παρὰ κάθαρση, ἐξαγνισμός, πὼς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ἐδῶ στὴ γῆ νὰ ἐξαγνισθῆ ἐντελῶς ὥστε νὰ μπόρεση νὰ παρουσιαστῆ μπροστὰ στοὺς θεοὺς ὁλόλευκος, χωρὶς καμμιὰ κηλίδα, καί, πὼς κεῖ πέρα, στὴν ἄλλη ζωή, θ' ἀφήσουν τοὺς ἁγνοὺς νὰ περάσουν κατευθεῖαν στὸν Παράδεισο ὅπου κανένας πιὰ ποτὲ δὲ θὰ τοὺς βλάψη. Ὅσο γι' αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐξαγνίστηκαν στὴ γῆ, θάναι πολὺ ἀργὰ γι' αὐτοὺς νὰ σκεφτοῦν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ σωτηρία τους, ἡ μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ αἰώνια ζωὴ του ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ πέρασε τὴ γήινή του ὕπαρξη. Στὴν Ἀπολογία τοῦ Πλάτωνα, ὁ Σωκράτης μιλοῦσε στοὺς δικαστές του• πέρα ὅμως ἀπ' αὐτοὺς ἀπευθυνόταν κατευθεῖαν στοὺς θεούς. Βεβαίωνε περήφανα καὶ μὲ τόλμη τὴν ἀρετή του καὶ τὴ χρηστότητά του, κι ὄχι πιὰ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους —ἤξερε πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θἄθελαν νὰ τὸν ἀκούσουν ἤξερε πὼς μποροῦσε καὶ πὼς ὤφειλε νὰ περιφρονήση τοὺς ἀνθρώπους,— ἀλλὰ μπροστὰ στοὺς ἀθάνατους θεοὺς τοῦ 'Ολύμπου. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ σπουδαία σημασία τοῦ «καλοῦ κάγαθοῦ», ὅπως τὴν ἐννοοῦσε ὁ Σωκράτης κι ὅπως τὴν ἐννόησε, μετὰ τὸ Σωκράτη, ὁλόκληρη ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία: ἐξέθρεψε καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς θεούς. Μποροῦμε νὰ βροῦμε νέκταρ κι ἀμβροσία ὄχι μονάχα στὸν Ὄλυμπο, μὰ καὶ στὶς φτωχές μας κοιλάδες. Πρέπει μονάχα νὰ ξέρουμε νὰ τ' ἀποκτήσουμε• καὶ τ' ἀποκτοῦμε ὄχι βέβαια μ' αὐτὰ τὰ μέσα ποὺ ἀποκτοῦμε τὰ γήινά μας ἀγαθά, ἀλλὰ μὲ μεθόδους ἀκριβῶς ἀντίθετες. Πρέπει νὰ κάνουμε ὄχι αὐτὸ ποὺ κατευθεῖαν μας ἑλκύει• πρέπει νὰ σκοτώσουμε μέσα μας κάθε ὁρμέμφυτο, καὶ τ' ἀποτέλεσμα θἆναι τὸ αἰώνιο ἀγαθό.

Μετὰ τὸ Σωκράτη, ὁ εὐρωπαϊκὸς ἀνθρωπισμὸς δὲ μπόρεσε πιὰ ν' ἀπαρνηθῆ αὐτὴ τὴ σκέψη. Δὲν ξέρω μάλιστα ἂν μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε σκέψη, αὐτὸ ποὺ ἀποτελοῦσε τὴν οὐσία τῆς φιλοσοφίας τοῦ Σωκράτη. Ὅταν ὁ Σωκράτης δοκίμαζε νὰ ἐκφραστῆ, ἔδινε βέβαια στὰ λόγια του τὴ μορφὴ μιᾶς γνώμης. Συζητοῦσε μὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ προσπαθοῦσε νὰ πείση τοὺς ἀνθρώπους ὅτι μποροῦσαν νὰ ζήσουν μὲ ὅ,τι τὸν ἔκανε νὰ ζῆ καὶ ὅπως ζοῦσε ὁ ἴδιος. Βεβαίωνε πὼς αὐτοὶ ποὺ ζοῦσαν διαφορετικὰ ἀπ' αὐτόν, ἦταν στὴν ἄγνοια καὶ στὴν πλάνη. Σὲ σύγκριση μὲ τοὺς ἄλλους, ἔνιωθε μιὰ σίγουρη, ἀμέτρητη ὑπεροχή, ποὺ τοὔδινε τὸ δικαίωμα νὰ βλέπη τοὺς ἄλλους ὡς ὄντα πολὺ πιὸ μικρά, ὡς ὄντα ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμα τελειοποιηθῆ. Αὐτός, ὁ Σωκράτης, γνωρίζει ἤδη τὸ πᾶν, ἔχει πιὰ φτάσει στὸ βαθμὸ τῆς τελειότητας ἀπ' ὅπου μπορεῖ γενικὰ ν’ ἀντιμετωπίση ἕνα λογικὸ ὄν, ὄχι μονάχα τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ λογικὸ ὄν οἱ ἄλλοι ὀφείλουν ἀκόμα νὰ ἐξελιχθοῦν γιὰ νὰ φτάσουν μέχρι ἐκεῖ.

Ἐφιστῶ ἀκριβῶς τὴν προσοχή σας σ' αὐτό, γιατί αὐτὴ ἡ περίπτωση, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἔπαιξε ἐξαιρετικὸ ρόλο στὴ μεταγενέστερη μοίρα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί, κατὰ συνέπεια, στὴ μοῖρα ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ Σωκράτης ἔβλεπε ὅτι σ' αὐτὸ ὑπῆρχε τεράστια διαφορὰ ἀνάμεσα σ' αὐτόν, ἀπ' τὴ μιὰ μεριά, καὶ τὸν Περικλῆ, τὸν Ἀλκιβιάδη, τὸν
Ἄνυτο καὶ τὸν Μέλητο, ἀπὸ τὴν ἄλλη• ἦταν, αὐτοὶ καὶ κεῖνος φτιαγμένοι, θἄλεγε κανείς, ἀπὸ διαφορετικὲς οὐσίες. Δὲν ἀρκεῖ νὰ ποῦμε πὼς βρισκόντανε σ' ἕνα πιὸ κάτω σκαλοπάτι ἀνάπτυξης κι ὅτι ἔπρεπε ν' ἀνέβουν πολλὲς βαθμίδες γιὰ νὰ φτάσουν ὡς τὸ Σωκράτη• ὄχι, ἔπρεπε νὰ ξαναγεννηθοῦν, νὰ μεταμορφωθοῦν. Κι ὁ Σωκράτης, θὰ τοῦ χρειαζόταν καὶ θὰ μποροῦσε ἀκόμα ν' ἀναπτυχθῆ; Ἤ, ὑπάρχει ἀκόμα στὴν οἰκουμένη, ἕνα λογικὸ ὄν ποὺ θὰ ὑπερτεροῦσε ἀπὸ τὸ Σωκράτη ὅσο ὁ Σωκράτης ὑπερτερεῖ ἀπὸ τὸν Ἄνυτο καὶ τὸ Μέλητο; Κι ἀκόμα, πάνω ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὄν βρίσκεται ἀκόμη ἕνα ἄλλο, ἀκόμα πιὸ προηγμένο; Ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης δὲ θὰ ἔθετε ἕνα τέτοιο ἐρώτημα, καὶ δὲ θὰ τὸ συναντήσουμε, ὅσο γνωρίζω, οὔτε στὸν Πλάτωνα οὔτε στοὺς μαθητές του. Καὶ πρὸ παντός, δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ προβάλουν. Ὅλοι νόμιζαν, ὤφειλαν νὰ νομίζουν ὅτι εἶχαν ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια, καὶ ἔπειτ' ἀπ' αὐτὴ δὲ μποροῦσε πιὰ νὰ συμβῆ τίποτα αἰφνίδιο καὶ ἐντελῶς ἀπρόβλεπτο. Ὁ ἔφηβος κοιτάζει μὲ συγκατάβαση τὸ παιδὶ στὸ μαστό, ποὺ φωνάζει ὅταν τὸ ἀποσπάσουν ἀπὸ τὸ μητρικὸ στῆθος. Ξέρει πὼς τὸ παιδὶ κλαίει ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιάς του καὶ τῶν περιορισμένων του γνώσεων, καὶ πὼς ἀφοῦ κλάψη θὰ σταματήση καὶ θὰ παρηγορηθῆ καὶ πὼς θὰ ἐκπλαγῆ ἀργότερα ποὺ θ' ἀφοσιωθῆ τόσο ζεστὰ σ' ἕν ἀγαθὸ τέτοιο ὅπως εἶναι τὸ μητρικὸ γάλα καὶ ποὺ θὰ τὸ θεωρήση ὡς τὸ κατ' ἐξοχὴν ἀγαθό. Παρόμοια μεταμόρφωση δὲ μπορεῖ νὰ γεννηθῆ σ' ἕναν ἔφηβο; Ὁ Σωκράτης, ὁ σοφώτερος ὅλων, ἀφοσιώθηκε στὴν ἀρετή, στὸ πνευματικὸ ἀγαθὸ ποὺ εἶχε ἀνακαλύψη: δὲ θὰ μποροῦσε ν' ἀνακαλύψη ἀργότερα, ὅπως τὸ παιδί, πὼς τὸ ἀγαθό του δὲν εἶναι διόλου τὸ ἀγαθὸ «an und für sich» καὶ πὼς δοκιμάζει γι' αὐτὸ τὴν ἴδια ἀποστροφὴ ποὺ νιώθει ὁ ἔφηβος γιὰ τὸ μητρικὸ γάλα;



Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα