|
Παναγιώτης Παπατσώνης
Ἐθνεγερσία -Σολωμὸς - Κάλβος
(24 Μαρτίου 1970)
Ἀπό «Το Εἰκοσιένα» Πανηγυρικοί Λόγοι Ἀκαδημαϊκῶν, ἐκδ. Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθῆναι 1977.
Μέρος Τρίτο
Ἐφαρμόζων τὴν ποιητικὴν αὐτὴν διαδικασίαν ὁ Σολωμὸς συμπυκνώνει ὅλα αὐτὰ τὰ πολυσύνθετα νοήματα εἰς τοὺς ἐπιγραμματικοὺς αὐτοὺς στίχους:
Σὲ βυθὸ πέφτει ἀπὸ βυθὸ ὥς που δὲν ἦταν ἄλλος
Ἐκεῖθ' ἐβγῆκε ἀνίκητος.
Καὶ ἐπανερχόμενος εἰς τὰς πρὸς ἑαυτὸν ἐπιταγὰς συνοψίζει: «Κοίταξε νὰ σχηματίσης βαθμηδὸν ὡσὰν μίαν ἀναβάθρα ἀπὸ δυσκολίες τὶς ὁποῖες θὰ ὑπερβοῦν ἐκεῖνοι οἱ Μεγάλοι, μὲ ὅσα οἱ αἰσθήσεις ἀπορροφοῦν ἀπὸ τὰ ἐξωτερικά, τὰ ὁποῖα ἢ τοὺς τραβοῦν μὲ τὰ κάλλη τους, ἢ τοὺς βιάζουν μὲ τὴν ἀνάγκη καὶ μὲ τὸν πόνο, ἕως εἰς τὴν βεβαιότητα τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ἐξαιρέτως μὲ τὴν ἐνθύμηση τῆς περασμένης δόξας. Ὅλα αὐτὰ ὁσο μεγαλύτερα εἶναι καὶ πλέον διάφορα, εἰς τόσο ὑψηλότερον στυλοπόδι σταίνουν τὴν Ἐλευθερία, μεστὴ ἀπὸ τὸ Χρέος, δηλαδὴ ἀπὸ ὅσα περιέχει ἡ Ἠθική, ἡ Θρησκεία, ἡ Πατρίδα, ἡ Πολιτικὴ καὶ ἄλλα».
Ὁλόκληρον τὸ ποιητικὸν καὶ πνευματικὸν κατόρθωμα τοῦ Σολωμοῦ, νὰ περικλείσῃ εἰς τοὺς διασπάρτους αὐτοὺς στοχασμοὺς καὶ τὰ ἡμιτελῆ ἀποσπασματικὰ σχεδιάσματα τὸ μεγαλεῖον τοῦ Ἀγῶνος ἀκεραίου, συνοψίζεται εἰς τοὺς ἀκροτελευτίους αὐτοὺς στοχασμούς.
«Κάμε ὥστε ὁ μικρὸς Κύκλος, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον κινιέται ἡ πολιορκημένη πόλη, νὰ ξεσκεπάζη εἰς τὴν ἀτμοσφαίρα του τὰ μεγαλύτερα συμφέροντα τῆς Ἑλλάδος, τόσο γιὰ τὴν ὑλικὴ θέση, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἠθικὴ θέση, δηλαδὴ τὰ μεγαλύτερα συμφέροντα τῆς ἀνθρωπότητος. Τοιουτοτρόπως ἡ ὑπόθεσις δένεται μὲ τὸ παγκόσμιο σύστημα. Ἰδὲ τὸν Προμηθέα καὶ ἐν γένει τὰ συγγράμματα τοῦ Αἰσχύλου. Νὰ φανῆ καθαρὰ ἡ μικρότης τοῦ τόπου καὶ ὁ σιδερένιος καὶ ἀσύντριπτος κύκλος ὅπου τὴν ἔχει κλεισμένη. Τοιουτοτρόπως ἀπὸ τὴν μικρότητα τοῦ τόπου, ὁ ὁποῖος παλεύει μὲ μεγάλες ἐνάντιες δυνάμεις, θέλει ἔβγουν οἱ Μεγάλες Οὐσίες». Καὶ καταλήγει:
«Μεῖνε σταθερὸς εἰς τούτη τὴν ὑψηλὴ θέση».
Καὶ ἐκεῖνος μὲν Ἔμεινε σταθερὸς καὶ μᾶς παρέδωσε, μαζὶ μὲ τὸ ἀριστούργημά του ὁλόκληρον τὴν ψυχήν του, εἰς ἡμᾶς ἀπόκειται ἀπ' αὐτὰ τὰ ὑψιπετῆ διδάγματα ὡς νόες γυμνασμένοι καὶ βαθεῖς, κατὰ τὸν λόγον τοῦ ποιητοῦ, ν' ἀντλῶμεν συνεχῶς τὸ σθένος πρὸς τὰ Μεγάλα, τὴν καρτερίαν εἰς τὸν πόνον καὶ τὴν προσπέλασιν πρὸς τὸ Κάλλος.
Μετὰ τοὺς στοχασμούς, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστον αἰσθητικὸν καὶ ψυχικὸν σχολιασμὸν αὐτοῦ τούτου τοῦ δημιουργοῦ των τοῦ καθαυτὸ λυρικοῦ μέρους τοῦ ποιήματος, ἂς εἰσέλθω ἐπ' ὀλίγον εἰς αὐτὸ τοῦτο τὸ κύριον ποιητικὸν σῶμα, τὸ εἰς τὰ τρία σχεδιάσματα ἐγκατεσπαρμένον, ὅπου οἱ στοχασμοὶ εὑρίσκουν τὴν πιστὴν καὶ σταθερὰν ἐφαρμογήν των.
Κατὰ τὸ πρῶτον σχεδίασμα, προκειμένου νὰ ὑψώσῃ ὁ ποιητὴς τὸν ψαλμόν του, ἐκκινεῖ, ὄρθρου βαθέος, ὡς αἱ μυροφόροι τῆς Ταφῆς καὶ τῆς Ἀναστάσεως, διὰ τῶν ἑξῆς ὑπερόχων στίχων:
Τὸ χάραμα ἐπῆρα
τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο
κρεμῶντας τὴ λύρα
τὴ δίκαιη στὸν ὦμο
Καὶ μόνος ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς λύρας ὡς δικαίας (τὸ «δίκαιη» αὐτὸ πόσον πλούσιον εἶναι εἰς περιεχόμενον!) προεξαγγέλλει τὸν ὑψηλὸν ἠθικῶς τόνον τοῦ ὅλου ἐγχειρήματος. Καὶ ἀκολουθεῖ ἐν πεζῷ ἀκόμη ὁ περαιτέρω σημειούμενος σχεδιασμὸς:
«Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι».
Μὲ τὴν ἠθελημένην σμίκρυνσιν εἰς τὸ ἐλάχιστόν τοῦ τόπου, ὅπου θὰ τελεσθῆ ἡ πρώτη πρᾶξις, διὰ τοῦ ὅρου «ἁλωνάκι», συμβολικοῦ καὶ ὡς τόπου, ὅπου λικνίζεται καὶ καθαίρεται ὁ σίτος, κατορθώνει ὁ ποιητὴς νὰ περικλείσῃ ὄχι μὸνον τὴν Ἑλλάδα τὴν ἀγωνιζομένην, καὶ ὄχι μόνον τὴν Ἑλλαδὰ τοῦ ἀγῶνος, ἀλλὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς ἀγῶνας της ὅλων τῶν αἰώνων. Καὶ πέραν τούτου, διὰ τοῦ ὕμνου του αἴρεται εἰς τὴν ἐξύμνησιν τῶν ὑψηλῶν πράξεων αἱ ὁποῖαι, διὰ μέσου τῶν αἰώνων, φωταγωγοῦν τὴν οἰκουμένην.
Εἰς τὸ δεύτερον σχεδίασμα, διὰ νὰ καταστῇ ἡ ἔξαρσις τῆς ἡρωικῆς θυσίας τοῦ Χρέους ἔτι ὑψηλοτέρα ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ τονισθῇ ἐναργέστερον τὸ ἀνθρώπινον στοιχεῖον, τὸ γαιῶδες καὶ ὑλικόν, οὕτως ὥστε τελικῶς ν' ἀναλάμψῃ τὸ ὑπερφυσικὸν καὶ ἀπόλυτον, ὁ ποιητὴς περιγράφει διὰ τῶν ζωηροτέρων εἰκόνων ὅλους τοὺς πειρασμούς, οἱ ὁποῖοι συνωμοτοῦν κατὰ τῶν δεινοπαθούντων ἡρώων. Ἡ γοητεία τῆς ἐαρινῆς ὥρας, μὲ ὅλα της τὰ θέλγητρα καὶ τάς μαγγανείας διεγείρει νοσταλγικῶς τοὺς ἥρωας μέχρι παραλύσεως τῆς ψυχῆς. Οἱ συγγενικοὶ δεσμοὶ ἀφ' ἑτέρου πατέρων, μητέρων, τέκνων, συζύγων καθίστανται ἐντονώτεροι καὶ πιεστικώτεροι γεννῶντες τὴν πικρίαν ἐκ τοῦ προβάλλοντος φάσματος τοῦ θανάτου. Μὲ περισσὴν τέχνην ὁ ποιητὴς προετοιμάζει, διὰ ζωηρᾶς λυρικῆς περιγραφῆς, τὴν στάσιν τῶν γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι μέσα εἰς τὴν κόλασιν τῆς πείνης, τοῦ πολέμου, τῶν ἑτοιμοθανάτων βρεφῶν, ὑφίστανται καὶ αὐταὶ τοὺς πειρασμοὺς εἰς τοὺς ὁποίους, λόγω τῆς ἀσθενεστέρας καὶ πλέον εὐκολοσυγκινήτου φύσεώς των εἶναι ἐκτεθειμέναι. Ὁ ἀνήρ, δηλαδὴ ὁ ἄνδρας εἰς τὸν λυρικὸν λόγον τοῦ ποιητοῦ, μονολογεῖ:
«Ἐφοβήθηκα κάποτε μὴ δειλιάσουν καὶ τὰς
ἐπαρατήρησα ἀδιακόπως
γιὰ ἡ δύναμη δὲν εἶν' σ' αὐτὲς ἴση μὲ τ’ ἄλλα δῶρα»
διαπιστώνει δηλαδὴ τὴν ἔμφυτον ἀδυναμίαν των καὶ ἀνησυχεῖ, διὰ νὰ καταλήξῃ ὅμως εἰς τὴν θαυμαστικὴν ἀναφώνησιν:
«Ψυχὴ μεγάλη καὶ γλυκειά, μετὰ χαρᾶς στὸ λέω:
Θαυμάζω τὶς γυναῖκες μας καὶ στ' ὄνομά τους μνέω»
(δηλαδὴ ὀμνύω)
Καὶ καταλήγει:
«Μεγάλο πράμα ἡ ὑπομονὴ
Ἄχ μᾶς τὴν ἔπεμψε ὁ Θεός• κλεῖ θησαυροὺς κι' ἐκείνη».
Καὶ ἀκολουθεῖ ἡ περαιτέρω ἀνέλιξις τῆς λυρικῆς ἐπεξεργασίας τῆς στάσεως τῶν γυναικῶν, δεχομένων ἀλλεπαλλήλως τοὺς πειρασμοὺς:
Μία ἐξ αὐτῶν
«ἐματάνοιξε τὸ παράθυρο καὶ ἡ πολλὴ μυρωδιὰ τῶν ἀρωμάτων ἐχύνετο μέσα κι' ἐγιόμισε τὸ δωμάτιο. Καὶ ἡ πρώτη εἶπε:
Καὶ τὸ ἀεράκι μᾶς πολεμάει — Μία ἄλλη ἔστεκε σιμὰ εἰς τὸ ἑτοιμοθάνατο παιδί της».
Τελικῶς ὡμολόγησαν ὅτι ὅλαι καθ' ὕπνους εἶδον ὄνειρα καὶ ἀποφασίζουν νὰ τὰ ἀφηγηθοῦν, ἐνῷ ὁ ἀνὴρ παρακολουθεῖ τὴν ἀφήγησιν. Ὅλα τὰ ὄνειρα ἦσαν ὄνειρα ἐλπίδων, ὄνειρα φαινομενικῶς ἀπατηλά.
Κατὰ τὸν ποιητὴν:
«Καὶ μία εἶπε: Μοῦ ἐφαινόντουν ὅτι ὅλοι ἐμεῖς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, παιδιὰ καὶ γέροι εἴμαστε ποτάμια, ποὺ τρέχαμε ἀνάμεσα εἰς τόπους φωτεινούς, εἰς τόπους σκοτεινούς, σὲ λαγκάδια κι' ἔπειτα ἐφθάναμε μαζὶ στὴ θάλασσα μὲ πολλὴ ὁρμή.
Καὶ μεσ' τὴ θάλασσα, γλυκὰ βαστοῦσαν τὰ νερά μας» καὶ μιὰ δεύτερη εἶπε:
«Ἐγώ δὰ δάφνες! —Κι' ἐγὼ φῶς!
Κι' ἐγὼ σ' φωτιὰ μιὰν ὄμορφη π' ἀστράφτουν τὰ μαλλιά της».
Κι' ἀφοῦ ὅλες ἐδιηγήθηκαν τὰ ὄνειρά τους, ἐκείνη ποὖχε τὸ παιδὶ ἑτοιμοθάνατο εἶπε:
«Ἰδὲς καὶ εἰς τὰ ὀνείρατα ὁμονοοῦμε, καθὼς καὶ τὲς θέλησες καὶ εἰς ὅλα τ' ἄλλα ἔργα».
Ὁ δὲ ποιητὴς (ἢ ὁ παρακολουθήσας τὴν ἀφήγησιν ἀνὴρ) συμπεραίνει:
«Ἰδοὺ αὐτὲς οἱ γυναῖκες φέρνονται θαυμαστὰ αὐτὲς εἶναι μεγαλόψυχες κι' ἂς λένε ὅτι μαθαίνουν ἀπὸ μᾶς, δὲ δειλιάζουν, μολονότι τοὺς ἐπάρθηκε ἡ ἐλπίδα νὰ γεννήσουν τέκνα γιὰ τὴν δόξα καὶ τὴν εὐτυχία. Ἐμεῖς λοιπὸν μποροῦμε νὰ μάθουμε ἀπὸ αὐτὲς καὶ νὰ τὲς λατρεύουμε ἕως τὴν ὕστερην ὥρα».
Καὶ καθὼς ἔλεγε αὐτὰ ἀπομακρύνθηκε ταραγμένος
«Κι' ἀνεῖ πολὺ τὰ βλέφαρα, τὰ δάκρυα νὰ βαστάξουν».
Ὅταν ὅμως ἡ συμφορὰ εἶχε φθάσει εἰς τὴν ὀξυτέραν της φάσιν καὶ ἡ ἐρήμωσις ἐβασίλευε κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς γενικῆς δεήσεως, τῆς ὄντως ἐπιθανατίου,
«οἱ γυναῖκες εἰς τὲς ὁποῖες ἕως τότε εἶχε φανῆ ὅμοια μεγαλοψυχία μὲ τοὺς ἄνδρες, ὅταν δέονται καὶ αὐτές, δειλιάζουν λιγάκι καὶ κλαῖνε• ὅθεν προχωρεῖ ἡ Πράξη• διότι ὅλα τὰ φερσίματα τῶν γυναικῶν ἀντιχτυποῦν εἰς τὴν καρδιὰ τῶν πολεμιστάδων, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὑστερνὴ ἐξωτερικὴ δύναμη ποὺ τοὺς καταπολεμάει, ἀπὸ τὴν ὁποίαν, ὡς καὶ ἀπ' ὅλες τὲς ἄλλες, αὐτοὶ βγαίνουν ἐλεύθεροι. Εἶναι προσωποποιημένη ἡ Πατρίδα, ἡ Μεγάλη Μητέρα, θεάνθρωπη, ὥστε νὰ αἰσθάνεται ὅλα τὰ παθήματα, καὶ καθαρίζοντάς τα εἰς τὴν μεγάλην ψυχήν της ν' ἀναπνέει τὸν Παράδεισο».
«Πολλὲς πληγὲς κι' ἐγλύκαναν γιατ' ἔσταξ' ἁγιομῦρος».
Ἐπειδὴ ἡ «θεάνθρωπος» βλέπει τὸν ἐχθρὸν ἄσπονδον, ἄπονον ἀπὸ τὸ πολὺ πεῖσμα, καταλαβαίνει ὅτι ἂν τὸ ἔλεος ἔχυνε μεσ' στὰ σπλάγχνα της τοὺς θησαυρούς του, θὰ τοὺς ἠρεμοῦσε, γιατί βλέπει πὼς οἱ ἐθνομάρτυρες αὐτοὶ
«Τριαντάφυλλα εἶναι θεϊκὰ στὴν κόλαση πεσμένα».
Τοιαῦτα εἶναι τὰ τραγικὰ σκηνικά, ὅπου
«Ἡ ἐλπίδα περνάει ἀπὸ φριχτὴν ἐρημιὰ μὲ
τὰ χρυσοπράσινα φτερὰ γιομᾶτα λουλουδάκια».
Ἔκρινα προτιμότερον νὰ ἐπεκταθῶ ἀναλυτικώτερον εἰς μίαν καὶ μόνην πτυχὴν τοῦ τραγικοῦ Λόγου τοῦ ποιητοῦ, πτυχὴν ὅπου περικλείεται ἡ τρυφερότης τῶν γυναικῶν, ἡ καρτερία των, ἡ ἀνδρικὴ συμπόνοια, ἡ γενικὴ ἀλληλεγγύη πρὸ τῆς τελειωτικῆς συμφορᾶς, ἑνὸς ἐσμοῦ ἡρώων καὶ μαρτύρων ἀντλούντων ἡρωϊσμὸν ἐνώπιον τοῦ θανάτου. Παραλληλίζω τοὺς ἀντιξόους πειρασμούς, διὰ τῶν ὁποίων ἡ φύσις ἔπραττε τὸ πᾶν διὰ νὰ κατανίκησῃ τὸ μένος τῶν μαρτύρων, χωρὶς νὰ τὸ κατορθώσῃ πρὸς τοὺς τριπλοῦς πειρασμοὺς εἰς τοὺς ὁποίους ὑπέβαλεν ὁ Σατανᾶς τὸν Ἰησοῦν, μετὰ τὴν τεσσαρακονθήμερον νηστείαν του, πειρασμοὺς τοὺς ὁποίους ὅλους κατενίκησε διὰ τοῦ τελειωτικοῦ ἐκείνου:
«Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ».
Καὶ ὡς γνωστόν, κι' ἐκεῖ, κι' ἐδῶ, ἠκολούθησε τὸ μαρτύριον, ἡ ταφὴ καὶ ἡ ἀνάστασις.
Ἂν αἱ γυναῖκες, ἀποκοιμίζουσαι τὴν ἀπελπισίαν των, ὠνειρεύοντο ὁράματα ἐλπιδοφόρα, τὰ ὁποῖα ἔκριναν ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπατηλά, εἰς τὴν μακαριότητα ἐν τούτοις, εἰς τὴν ὁποίαν μετὰ τὰ πάθη μετέστησαν, εἰς τὴν μακαριότητα τῆς δοξαστικῆς αἰωνιότητος, ἀπεδείχθησαν τὰ ὁράματα ἐκεῖνα, τῶν ποταμῶν τῶν ἐπαναπαυομένων εἰς τὰς θαλάσσας χωρὶς νὰ χάνουν τὴν γλυκύτητά των, τῶν δαφνῶν καὶ τοῦ φωτεινοῦ κάλλους, ὅλα ἀληθῆ — ὑπὸ ἐκδοχὴν ὅμως οὐχὶ ὑλικήν, οὐχὶ ἀνθρωπίνην, ἀλλ' ὑπερβατικήν.
Τὸ πόσον ἔμμονος ὑπῆρξεν εἰς τὸν Σολωμόν ὁ ψυχικὸς πόνος καὶ ἡ ἀπόλυτος συμπαράστασης εἰς τὸ κορυφωθέν, μέσα εἰς τὸ σπαρασσόμενον Μεσολόγγι, δρᾶμα τοῦ μέχρις ἐσχάτων ἀγωνιζομένου Γένους, καταφαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ κείμενον τὸ προηγηθὲν τῆς ἐπεξεργασίας τῶν Σχεδιασμάτων τῶν Ἐλευθέρων Πολιορκημένων. Τοῦ κειμένου τούτου, τοῦ ὁποίου αἱ σελίδες εἶναι σελίδες Ἀποκαλύψεως, σελίδες κρυπτικαὶ κι' ἀθάνατοι. Παρ' ὅλον τὸ μυστήριον τὸ ὁποῖον διακρίνει τὸ κείμενον τοῦτο, τὴν Γυναῖκα τῆς Ζάκυθος, διότι περὶ αὐτῆς πρόκειται, ἡ μόνη καθαρὰ ἀναλάμπουσα εἰκὼν εἶναι καὶ πάλιν τὸ Μεσολόγγι καὶ ἡ θυσία του. Τραγικὸν μεγαλεῖον ἐνέχουν καὶ ρῖγος προκαλοῦν αἱ φράσεις αἱ περιγραφικαί, ὅπου αἱ Μεσολογγίτισσαι γυναῖκες, πρόσφυγες εἰς Ζάκυνθον, ἀρχόντισσαι εἰς τὸν τόπον των, τὸν ὁποῖον κακαὶ κακῶς ἐγκατέλειψαν, ἀναγκάζονται νὰ ζητοῦν ἐλεημοσύνην ὑπὲρ τῶν μαχομένων. Ἀνατρέχω εἰς μερικὰς γραμμάς, μόνον, αὐτοῦ τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ κειμένου, ἰσοτίμου, ὡς πρὸς τὸ μεγαλεΐον, μὲ τοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Ψαλτηρίου, ὑπερτέρου ὅμως κατὰ τὴν τραγικότητα καὶ τὸν σπαραγμόν.
«1. Καὶ ἐσυνέβηκε αὐτὲς τὲς ἡμέρες ὅπου οἱ Τοῦρκοι ἐπολιορκοῦσαν τὸ Μεσολόγγι, καὶ συχνὰ ὁλημερὶς καὶ κάποτε ὁλονυχτὶς ἔτρεμε ἡ Ζάκυνθο ἀπὸ τὸ Κανόνισμα τὸ πολύ.
2. Καὶ κάποιες γυναῖκες Μεσολογγίτισσες ἐπερπατοῦσαν τριγύρω γυρεύοντας γιὰ τοὺς ἄνδρες τους, γιὰ τ' ἀδέρφια τους, γιὰ τὰ παιδιά τους ποὺ ἐπολεμούσανε.
3. Καὶ στὴν ἀρχὴ ἐντρεπόντανε νὰ βγοῦνε, καὶ περιμένανε τὸ σκοτάδι γιὰ νὰ ἁπλώσουν τὸ χέρι, ἐπειδὴ δὲν ἦταν μαθημένες.
4. Καὶ ἀκολούθως ἐβιαζόντανε καὶ ἐσυχνοτηράζανε ἀπὸ τὰ παράθυρα τὸν ἥλιο πότε νὰ βασιλέψῃ νὰ βγοῦνε.
5. Ἀλλὰ ὅταν ἐπερισσέψανε οἱ χρεῖες, ἐχάσανε τὴν ἐντροπή, ἐβγαίνανε ὁλημερνίς.
6. Κι' ὅταν ἐκουραζόντανε, ἐκαθόντανε στ' ἀκρογιάλι, καὶ συχνὰ ἐσηκώνανε τὸ κεφάλι κι' ἀκούανε, γιατί ἐφοβόντανε μὴ πέση τὸ Μεσολόγγι.
7. Καὶ τὶς ἔβλεπε ὁ κόσμος νὰ τρέχουνε τὰ τρίστρατα, τὰ σταυροδρόμια, τὰ σπίτια, τ' ἀνώγεια καὶ τὰ χαμώγεια, τὶς ἐκκλησίες, τὰ ξωκλήσια, γυρεύοντας.
8. Καὶ ἐλαβαίνανε, χρήματα, πανιὰ γιὰ τοὺς λαβωμένους.
9. Καὶ δὲν τοὺς ἔλεγε κανεὶς τὸ ὄχι, γιατί οἱ ρώτησες τῶν γυναικῶν ἦταν τὶς περισσότερες φορὲς συντροφευμένες ἀπὸ τὶς κανονιὲς τοῦ Μεσολογγιοῦ, καὶ ἡ γῆ ἔτρεμε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας.
10. Καὶ οἱ πλέον πάμπτωχοι ἐβγάνανε τ' ὀβολάκι τους καὶ τὸ δίνανε καὶ κάνανε τὸ σταυρὸ τους κοιτάζοντας κατὰ τὸ Μεσολόγγι καὶ κλαίοντας».
Τὸ ἀπόσπασμα τοῦτο εἶχε παραθέσει ὁ Ἰάκωβος Πολυλᾶς, ὁ ἀφωσιωμένος φίλος, ὁ θαυμαστής, ὁ βιογράφος καὶ ὁ εὐλαβὴς ὑπομνηματιστής τοῦ Σολωμοῦ. Ἀναφερόμενος εἰς τὸν χρόνον, καθ' ὅν ὁ ποιητὴς ἔγραψε τὸν Λάμπρο, σημειώνει τὰ ἑξῆς:
«Εἰς αὐτὴν τὴν ἐποχήν, 1826, ὁ Σολωμὸς ἔγραψε τὸν Λάμπρο. Καὶ τούτου τοῦ συνθέματος ἠθικὸς ἦταν ὁ ἐξωτερικὸς σκοπός, μὲ μέρη ὅπου εἰκονίζεται ὁ ἐθνικὸς ἀγῶνας. Καὶ ἐνῷ ἐκαταγίνετο ὁ ποιητὴς εἰς αὐτό, τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος ὕστερα ἀπὸ ἀθάνατα ἀνδραγαθήματα, ἐκόντευε νὰ καταποντισθῆ ἀπὸ τὲς ἄγριες καὶ πολυάριθμες δυνάμεις τοῦ βαρβάρου. Ὁ ἡρωισμὸς μέσ' τὰ βάθη τῆς συμφορᾶς, ἄκρως εἰς τὴν πολιορκίαν τοῦ Μεσολογγιοῦ, ἀντιχτυποῦσε εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ποιητῆ μας. Καὶ βέβαια αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ ὕστερος εἰς τὸ νὰ αἰσθάνεται καὶ ν' ἀποδείξη τὴν συμπάθειά του πρὸς τὴν ὑψηλὴ πολυθρήνητη τραγωδία, ὅπου ἐξετυλίγετο εἰς τὴν ἐκεῖ ἀντίκρυ στερεά. Αὐτὴ τὴ συμπάθεια, ἡ ὁποία τότες ἐτίμησε τόσο τὰ ἐθνικὰ φρονήματα τοῦ λαοῦ, καθὼς πρωτύτερα κι' ἔπειτα ἐδοξάσθηκαν πολλὰ παιδιά του θυσιαζόμενα γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδας, δὲν δύναμαι καλύτερα νὰ τὴ μαρτυρήσω, παρὰ μὲ τὲς ὀλίγες γραμμές, σχεδιασμένες ἀπὸ τὸν ποιητὴ σύγχρονα μὲ τὰ συμβάντα».
Καὶ εἰς τὸ σημεῖο τοῦτο ὁ Πολυλᾶς παραθέτει τὸ ἀπόσπασμα, τὸ ὁποῖον ἀνέγνωσα. Ἐπιλέγει δὲ:
«Εἰς τοῦτο τὸ κομμάτι φαίνεται ἁπλᾶ χαραγμένη ἡ τοτεσικὴ διάθεση τοῦ πνεύματός του• ἤδη ἐσχεδίαζε τὸ ποίημα, τὸ ὁποῖον ἔμελλε εἰς τὸ ἑξῆς νὰ εἶναι τὸ κυριώτερον ἔργον τῆς ζωῆς του. — Οἱ Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι. Καὶ σύγχρονα μὲ τὸ πέσιμο τοῦ Μεσολογγιοῦ ἐγράφθηκαν οἱ σωζόμενες στροφὲς τοῦ Α' Σχεδιάσματος».
Ὅσον πτωχός, ἀσθενὴς καὶ ἄχρωμος ἂν ἀκούεται ὁ λόγος μου, ἀναφερόμενος ὅμως εἰς τὰ μεγαλεῖα τῆς ἀνωτάτης λυρικῆς ὁμοῦ καὶ ἐθνικῆς φωνῆς, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ προκαλέσῃ συγκίνησιν. Εὔχομαι δέ, ὅπως πολλοὶ ἐξ ὅσων μὲ ἐτίμησαν διὰ τῆς παρακολουθήσεώς των, ἀπερχόμενοι ἐκ τῆς αἰθούσης ταύτης καὶ ἀποσυρόμενοι εἰς τὰ ἴδια, πράξουν ὡς συνηθίζω κι' ἐγὼ νὰ πράττω κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην, ἤτοι νὰ προσφύγουν εἰς πληρεστέραν μελέτην τῶν Σολωμικῶν κειμένων. Ἀπ' αὐτὰ ἀντλοῦνται ὑψηλὰ νοήματα, ἀλλὰ καὶ διαχέεται αἰσθητικὴ εὐφροσύνη. Ἀρκεῖ ἡ ἀνάγνωσις καὶ μόνη τοῦ τρίτου, τοῦ καὶ πληρεστέρου Σχεδιάσματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀναβλύζει φωτεινὴ καὶ γόησσα, ἐν μέσῳ τῆς ἐρημώσεως καὶ τοῦ δεινοῦ πολέμου, ὁλόκληρος ἡ ἐαρινὴ πειραστικὴ γοητεία, τὴν ὁποίαν κατώρθωσαν νὰ ὑπερνικήσουν οἱ ἥρωες. Τελειότερον ποιητικὸν κάλλος δὲν κατέχει ὁλόκληρος ἡ παγκόσμιος λυρικὴ δημιουργία.
Ἐπέμεινα εἰς τὸ στάδιον τοῦτο τῆς τελειώσεως τοῦ ποιητοῦ, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἀποκορυφώσεως τῆς μυστικῆς του ἐξάρσεως• δὲν πρέπει ἐν τούτοις νὰ μὴ μνημονεύσω ὅτι προηγήθησαν ἄλλα στάδια, νεανικώτερα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, ὑπὸ διαφόρους ἁπλουστέρας μορφάς, πᾶν ἄλλο ἢ ἀπουσίαζεν ὁ ἔρως τοῦ ποιητοῦ πρὸς τὴν Ἐλευθερίαν, τὴν Πίστιν, τὴν Πατρίδα, τὴν ἀθλοῦσαν τὸν ὕψιστον ἀγῶνα. Κατὰ τὴν περίοδον ταύτην, ὁ οἶστρος τοῦ ποιητοῦ, ἐνῷ ἔκτοτε ἔφερε τὴν σφραγῖδα τῆς προσωπικότητός του, ἐν τούτοις παρήγαγεν ἔργα δυνάμενα νὰ παραλληλισθοῦν πρὸς Πινδαρικὰς ὠδάς, προσεγγίζοντα οὕτω τὰς ἐμπνεύσεις καὶ παρορμήσεις τῶν ἐθνικῶν ἀνατάσεων τοῦ Ἀνδρέου Κάλβου. Εἰς τὴν περίοδον αὐτὴν χρεωστοῦμεν τὸν Ὕμνον εἰς τὴν Ἐλευθερίαν, τὸν διαιωνίζοντα καὶ συμβολικῶς τὴν δόξαν τοῦ ποιητοῦ. Ἀρκεῖ νὰ ἐπαναλάβω τοὺς δύο στίχους τῆς Δαντικῆς Κωμωδίας, μὲ τοὺς ὁποίους ἐπιστέφεται ὁ Ὕμνος:
Libertà vo cantando ch' è si cara
come sa chi per lei vita rifiuta
δηλαδὴ «ψάλλω τὴν Ἐλευθερία, ποὺ εἶναι τόσον ἀγαπητή, καθὼς γνωρίζει ὅποιος γι' αὐτὴν γίνεται ἀρνητὴς κι' αὐτῆς τῆς ζωῆς».
Ἁρμόζει, νὰ ἀκουσθοῦν ὡς κατακλεὶς τῆς δοξαστικῆς ἡμῶν τελετῆς, οἱ ἡρωικοὶ τόνοι στροφῶν τινων τοῦ Ὕμνου:
Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
Σὰν τὸ κῦμα εἰς τὸ γιαλό•
Ἀλλ' οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες
Δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.
Ὦ τρακόσιοι! σηκωθῆτε
Καὶ ξανάλθετε σὲ μᾶς•
Τὰ παιδιά σας θέλ' ἰδῆτε
Πόσο μοιάζουνε μὲ σᾶς.
.............................................
Καὶ ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
Ποὺ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
Εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
Ματωμένη περπατεῖς.
........................................
Μεσ' τὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
Τὸ ποτῆρι δὲν βαστῶ•
Φιλελεύθερα τραγούδια
Σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
Ἀπ' τὰ κόκκαλα βγαλμένη
Τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
Χαῖρε, ὦ χαῖρε Ἐλευθεριά!
|
|
|