Έλενα Παπασταύρου
Δρ. της Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου της Σορβόννης,
Προϊσταμένη Τμήματος Μικροτεχνίας, Νομισμάτων, Υφασμάτων και Πινάκων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου
Ο συμβολισμός του Νερού στη Χριστιανική Εικονογραφία(1)
Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες το στοιχείο του νερού απαντά σε διάφορες σκηνές και με μεγάλη συχνότητα. Θα προσπαθήσω να δείξω αντιπροσωπευτικά παραδείγματα από τις σημαντικότερες εικονογραφικές εκφάνσεις του νερού στη χριστιανική τέχνη. Θα ανατρέξω πρώτα στο θεματολόγιο της παλαιοχριστιανικής εποχής, που εκτείνεται μέχρι τον 7ο αι., και στη συνέχεια θα εξετάσω θέματα από τη βυζαντινή και δυτική παράδοση, αλλά και από την τέχνη της πρώην Ανατολικής περιφέρειας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δηλαδή περιοχών Συρίας, Παλαιστίνης, Αιγύπτου κλπ, που μέχρι τον 7ο αι. ανήκαν στη βυζαντινή επικράτεια.
Ο στόχος είναι να κατανοήσουμε τη σημασία του υδάτινου στοιχείου στα διάφορα εικονογραφικά θέματα. Το κλειδί για το σκοπό αυτό, δίνουν τα κείμενα των Γραφών, καθώς και η ερμηνεία τους από τους θεολόγους πατέρες της Εκκλησίας. Για τούτο, κατ’ αρχάς, θα αναφερθώ σύντομα στα θεολογικά κείμενα.
Για τη χριστιανική σκέψη το νερό εμφορείται από κοσμολογική σημασία. Στη Γένεση (1, 2) διαβάζουμε ότι πριν τη δημιουργία της γης το πνεύμα του Θεού «επεφέρετο επάνω του ύδατος». Ύστερα (Γέν. 1, 7), ο Θεός δημιούργησε το στερέωμα που εχώρησε το ύδωρ «υποκάτω του στερεώματος» από «του ύδατος επάνω του στερεώματος» (και Ψαλμ. 104.3, και 148). Έτσι αποτυπώνεται στη Χριστιανική Τοπογραφία του Κοσμά Ινδικοπλέυστου (cod: sinait. gr. 1186 ; fol. 65 r). Εδώ, η Οικουμένη, η γη δηλ. είναι περικυκλωμένη από ύδατα, τον Ωκεανό, ενώ, το στερέωμα χωρίζει τα νερά της γης από αυτά που βρίσκονται πάνω από το στερέωμα.
Στη Γένεση 1, 9-10, επίσης, αναφέρεται η δημιουργία των θαλασσών και η γέννηση των διαφόρων ζώντων οργανισμών μέσα στο νερό. Εγκαθιδρύεται έτσι η ιδέα ότι το νερό είναι η πηγή της ζωής. Στο 2. κεφ. (Γεν. 2, 6) γίνεται λόγος για το νερό που ανέβλυζε και πότιζε όλη την επιφάνεια της γης καθώς και για τον ποταμό που έβγαινε από την Εδέμ για να αρδεύσει τον παράδεισο και που από εκεί διεμοιράζετο σε 4 κλάδους (Γέν. 2, 10-14). Αλλού (Ψαλμ. 1, 3 και Αποκ. 14, 22), γίνεται συσχετισμός του ποταμού με ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο για τη χριστιανική σκέψη, που είναι το δένδρο.
Εξάλλου, στην Παλαιά Διαθήκη, στο Βιβλίο που περιγράφει την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο (Έξ. 17, 6. Ι, βλ. και Κορ. 10, 4) περιγράφονται και θαύματα του Μωυσέως σχετικά με το νερό. Να σημειώσουμε ότι οι πατέρες της Εκκλησίας ερμήνευσαν τα θαύματα αυτά ως προεικονίσεις για την έλευση του Μεσσία, δηλαδή την Ενσάρκωση του Χριστού. Παράλληλα, σε Οράματα προφητών, του Ησαΐα, 12, 3 και 44, 3 Ιεζεκιήλ, 47, 1-10 , Ιωήλ 3, 18 και Ζαχαρίου 14, 8, παρουσιάζονται υδάτινες εικόνες (με ψάρια), που συνδέθηκαν θεολογικά με τη Δευτέρα παρουσία και με την Νέα Ιερουσαλήμ, δηλαδή προσέλαβαν σημασία εσχατολογική.
Πέραν, όμως, των αναφορών των Παλαιοδιαθηκικών κειμένων, με το νερό συνδέονται και χωρία του ευαγγελίου. Εκτός από τη Βάπτιση στον Ιορδάνη, ο Χριστός αποκαλύπτεται στη Σαμαρείτιδα ως «το ζων ύδωρ» (Ιω. 4, 10-14), περπατάει πάνω στο νερό (Ματθ. 14, 25 κεξ. ή Ιω. 6, 19) και μετατρέπει το νερό σε κρασί. Ο Ιησούς, επίσης, θεραπεύει τον παραλυτικό που περίμενε στην κολυμβήθρα της Βιθεσδά και τον τυφλό στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Όταν λογχίζουν το νεκρό του σώμα πάνω στο σταυρό, τρέχει αίμα και νερό. Τέλος στην Αποκάλυψη 21, 6 και 22, 1 αναφέρεται η Πηγή της ζωής και ο «ποταμός της ζωής, διαυγής ως ο κρύσταλλος, που πήγαζε από το θρόνο του Θεού και του Αρνίου».
Σύμφωνα με την πατερική ερμηνεία η μάζα των υδάτων υπήρξε κατ’ αρχήν δηλητηριασμένη από τον δράκοντα και στη συνέχεια εξαγνίσθηκε από τον Ιησού με την Βάπτιση στον Ιορδάνη και με το Πάθος του. Κατ’ επέκταση, η έννοια του εξαγνισμού υπάρχει στο μυστήριο της βαπτίσεως που αποτελεί προϋπόθεση για την πορεία των πιστών προς την αληθεινή ζωή, δηλαδή την ανάσταση ( Παύλου: Ρωμ. 6, 3-4). Επίσης, η ίδια καθαρτήρια ιδέα ανανεώνεται μέσα στην τελετουργία του αγιασμού.
Επιπλέον, από πολύ νωρίς οι θεολόγοι, έλληνες και λατίνοι, συσχέτισαν το στοιχείο του νερού με το πρόσωπο του Χριστού, με την αρχή του κόσμου και με την αθανασία του Παραδείσου. Ήδη από την παλαιοχριστιανική εποχή η «Ζωοδόχος Πηγή» συμβολίζει τη διδασκαλία του Χριστού, τη γνώση του Θεού και του Αγίου Πνεύματος, συνδέεται με τους μεγάλους ιεράρχες και αδιαμφισβήτητα με την Παρθένο Μαρία και με την έννοια της Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού, που δίνει ζωή στους πιστούς.
Στις απαρχές της η χριστιανική τέχνη υιοθέτησε από την ελληνιστική παράδοση την παράσταση του υδάτινου τοπίου, που κατοικείται από έμβιους οργανισμούς, ψάρια, πουλιά, ζώα και ανθρώπους μέσα σε πλοία. Αυτές οι γεμάτες ζωή και φανασία εικόνες που θυμίζουνε εξωτικά τοπία από το Νείλο, γνωστές ως «νειλωτικά τοπία», κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους είναι διαδεδομένες γιατί υπαινύσσονταν την αθανασία της ζωής στον Παράδεισο.
Συχνά, τα νειλωτικά τοπία συνδέονται με σκηνές θεοφανείας, σκηνές που τονίζουν δηλαδή τη θεία φύση του Ιησού, όπως τα οράματα των προφητών. Για παράδειγμα, στην αψίδα του καθολικού της Μονής Όσίου Δαυίδ στη Θεσσαλονίκη (5ος αι.), ο Χριστός Εμμανουήλ παριστάνεται θριαμβικά πάνω από τους 4 ποταμούς που πηγάζουν από τον λόφο της Σιών και ενώνονται παρακάτω σε ένα ποταμό με ψάρια, τη Ζωοδόχο πηγή.
Στην αψίδα της Αγίας Πραξέδης, στη Ρώμη (9ο αι.) ο Παντοκράτορας αιωρείται πάνω από την κρυσταλλίνη θάλασσα και τον Ιορδάνη, ενώ στην κάτω ζώνη, από τον θρόνο του αρνίου εκπηγάζει «ποταμός Ζωής».
Κάποτε, όχι σπάνια, τη Θέση του Χριστού ή του Αμνού παίρνει το Δένδρο της ζωής/σταυρός. Στο ψηφιδωτό της αψίδας του Αγίου Κλήμεντος στη Ρώμη (11ος αι.) βλέπουμε το Δένδρο/Σταυρό πάνω σε ύψωμα, (Αποκ. 14, 1), από όπου ξεκινούν οι 4 ποταμοί, των οποίων τα νερά καταλήγουν σε νειλωτικό τοπίο/Ζωοδόχο Πηγή όπου τα ζώα ξεδιψούν. Θα θυμίσω ότι η έννοια του δένδρου συμβολίζει τον ιδιο το Χριστό αλλά και το σταυρό.
Το Δένδρο και το Νερό είναι δύο στοιχεία του Παραδείσου, όπως δείχνει η μικρογραφία από το χειρόγραφο του Ιακώβου Κοκκινοβάφου. Συνδυαζόμενα υπαινίσσονται, όπως στον Άγιο Κλήμεντα, τη θεολογική ερμηνεία του Παραδείσου, που είναι η Εκκλησία του Χριστού, πράγμα που αναφέρει και η επιγραφή στη βάση της αψίδας.
Το νερό μπορεί να εμφανίζεται στο πλαίσιο της εικονογράφησης της ζωής του Μωυσή. Για παράδειγμα, στον κώδ. Παντοκράτορος 61, φολ. 114α (857-865) παριστάνεται το νερό που έβγαλε ο Μωυσής χτυπώντας την πέτρα στην έρημο (Έξ. 17, 6). Το θαύμα ερμηνεύθηκε ως προεικόνιση του Χριστού. Γι’ αυτό παρατίθεται η κεφαλή του Κυρίου και η επιγραφή : «Η πέτρα ο Χριστός».
Κατά το Μεσαίωνα, κυρίως σε καρολίνια ευαγγελιστάρια, το θέμα της Ζωοδόχου Πηγής, αποδίδεται με το αρχιτεκτονικό σχημα ενός βαπτιστηρίου ή του Παναγίου τάφου που ερμηνεύεται ως Ζωοδόχος Πηγή.
Επίσης, επειδή κατά την θεολογική ερμηνεία οι ευαγγελιστές αντιστοιχούν στους τέσσερις ποταμούς του Παραδείσου, η μορφή τους μπορεί να συνδυάζεται με το νερό/ όπως στο ευαγγελιστάριο του Όθωνος ΙΙΙ (983-1002) : o Λουκάς πάνω στο ύψωμα από όπου εκβάλλουν ποταμοί της Ζωοδόχου Πηγής. Αντίστοιχα και στο ελληνικό ευαγγελιστάριο της Οξφόρδης του 12ου αιώνα: ο Ματθαίος απεικονίζεται όρθιος δίπλα από φιάλη που βγάζει νερό. Σε χειρίγραφο του 12ου αι. με τις Ομιλίες του Ι. Χρυσοστόμου (Ambros 172 sup., fol. 263v) το ειλητάριο του ιεράρχη μετατρέπεται σε ποταμό, Πηγή ζωής ή Σοφίας, όπου έρχονται να ξεδιψάσουν κληρικοί και μοναχοί. Το νόημα είναι ότι μόνο στην Εκκλησία μπορούν οι πιστοί να λάβουν τη χάρη της διδασκαλίας του Λόγου του Θεού με τη συμμετοχή τους στα ιερά μυστήρια.
Η έννοια της Πηγής της Ζωής και της Σοφίας αποδίδεται, όπως είπαμε, ιδιαίτερα στην Παναγία, γιατί από τους πρώτους αιώνες οι θεολόγοι συσχετίζουν το «καθαρτήριον ύδωρ» με τα σπλάγχνα της Παρθένου. Στην Κωνσταντινούπολη, μάλιστα, από τον 4ο αιώνα, υπήρχε θαυματουργικό αγίασμα και εκκλησία της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής, της οποίας η λατρεία γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση το 14ο αιώνα.
Από τη μεσοβυζαντινή εποχή είναι γνωστές οι ανάγλυφες εικόνες της Θεοτόκου με τα χέρια σε δέηση από όπου τρέχει αγίασμα. (πλάκα του 11ου αι. από τη Θεσσαλονίκη).
Tον 14ο αιώνα, στη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, η Παναγία Ζωοδόχος Πηγή παριστάνεται δεομένη σε προτομή πάνω από λεκάνη. Σε μεταγενέστερη εποχή, για το ίδιο θέμα, επικρατεί ο τύπος της Παναγίας με το Βρέφος πάνω από λεκάνη με υποστάτη που βγαίνει μέσα από δεξαμενή.
Όμως η έννοια της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής σχετίζεται ιδιαίτερα με τη σκηνή του Ευαγγελισμού. Στον Άη-Γιαννάκη του Μυστρά, του 15ου αιώνα, ο Γαβριήλ και η Θεοτόκος πλαισιώνουν την Ζωοδόχο πηγή μέσα σε φιάλη.
Ωστόσο, η νοηματική σχέση του Ευαγγελισμού και της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής έχει μακρά ιστορία, την οποία θα προσπαθήσω να δείξω πριν ολοκληρώσω την ομιλία μου, διότι είναι λιγώτερο γνωστή.
Στην παλαιοχριστιανική και βυζαντινή τέχνη, γνωρίζουμε δύο Ευαγγελισμούς. Ο ένας, και πιο επίσημος, εξιστορείται από τον ευαγγελιστή Λουκά και λαμβάνει χώρα στο σπίτι της Παρθένου Μαρίας στη Ναζαρέτ. Ο άλλος αποτελεί δευτερεύον επεισόδιο του βίου της και περιγράφεται στο απόκρυφο ευαγγέλιο του Ιακώβου Αδελφοθέου. Σύμφωνα με το απόκρυφο κείμενο, η Παναγία άκουσε τον χαιρετισμό του Αρχαγγέλου μια πρώτη φορά, όταν πήγαινε στην πηγή για νερό. Φοβήθηκε όμως μήπως πρόκειται για πλάνη και έτρεξε στο σπίτι της. Ενδεικτικά, παρουσιάζω, εδώ, πήλινο μετάλλιο του 6ου αιώνα, από την Παλαιστίνη. Η νεαρή Παρθένος σπεύδει στο ποτάμι, να αντλήσει νερό στα ριζά ενός δένδρου.
Από όλα όσα έχουμε δει μέχρι στιγμής αντιλαμβανόμαστε ότι εδώ, το ποτάμι αποδίδει την Πηγή της ζωής και συνδυάζεται με το δένδρο της ζωής μέσα στην σκηνή του Ευαγγελισμού. Ας συγκρατήσουμε, λοιπόν, για την ώρα, ότι στον Ευαγγελισμό στην πηγή, παρότι το νερό αποτελεί στοιχείο της αφήγησης του απόκρυφου κειμένου, η συμβολική του αξία ως ζωοδόχου πηγής είναι ισχυρώτερη. Αυτό πιστοποιείται, μάλιστα, στην ερμηνεία που δίνει για τη σκηνή ο μοναχός Ιάκωβος Κοκκινοβάφου, τον 11ο αιώνα.
Με τη συμβολική της αξία η πηγή παρεισφρύει καμιά φορά και στον κανονικό Ευαγγελισμό. Ενδεικτική είναι μια δυτική, βενετσιάνικη μικρογραφία του 14ου αιώνα. Το νερό πηγάζει με φόρα από μια αρχιτεκτονική κατασκευή δίπλα από την Παναγία.
Από την έρευνά μου έχω αποκομίσει την εντύπωση ότι το νερό στον Ευαγγελισμό είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στην τέχνη της Ανατολής. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα, του 1300 περίπου, αποτελεί η ξύλινη ανάγλυφη πλάκα από θύρα του ναού Al-Mu’allaka στο Κάιρο. Εδώ, πάνω από τον Ευαγγελισμό υπάρχει και η Βάπτιση. Έτσι, δημιουργείται η αίσθηση ότι τα νερά του Ιορδάνη ξεχειλίζουν μέσα στον Ευαγγελισμό. Και σαν να μην έφθανε η γειτνίαση των δύο σκηνών για να κάνει τον Ευαγγελισμό μέτοχο όλων των συμβολισμών του Ιορδάνη, στα δεξιά του Γαβριήλ μια πηγή βγάζει νερό με ορμή.
Ένα παράδειγμα εξαιρετικά ενδιαφέρον βρίσκεται στους Αγίους Αποστόλους στο Περαχωριό της Κύπρου (1160-80). Μια πηγή ως λεοντοκεφαλή παριστάνεται στα αριστερά της Παναγίας, για να δείξει πώς η Θεοτόκος γίνεται Ζωοδόχος πηγή με τη συμβολή της στο έργο της Ενσαρκώσεως. Όμως, προσέξτε : o Eυαγγελισμός εδώ απεικονίζεται στα Ανατολικά σφαιρικά τρίγωνα του τρούλλου, τα οποία φέρονται από τόξο διακοσμημένο με υδάτινα κύματα. Όπως ξέρουμε, ο τρούλλος του ναού, συμβολίζει τον ουράνιο θόλο και προορίζεται για παραστάσεις θεοφανειών. Τα νερά του τόξου, λοιπόν, παραπέμπουν στον ουράνιο χώρο πάνω από το στερέωμα. Κατά συνέπεια, εδώ, ο Χαιρετισμός του Αγγέλου δεν αποτελεί απλώς ένα επεισόδιο της ζωής του Θεανθρώπου, αλλά υπογραμμίζει και τη θεϊκή υπόσταση του Υιού που συλλαμβάνει η Παρθένος. Με άλλα λόγια, οι εικονογραφικές λεπτομέρειες σχετικά με το νερό, που παραπάνω περιγράψαμε, συντελούν ώστε ο Ευαγγελισμός να προβληθεί και ως θεοφάνεια.
Με όλες τις παραπάνω σημειολογικές αναφορές συνδέεται, νομίζω, και η περίφημη κωνσταντινουπολίτικη εικόνα του Ευαγγελισμού του τέλους του 12ου αιώνα, που βρίσκεται στο Σινά. Εδώ, το χρυσό φως που πλημμυρίζει την εικόνα, στο κάτω μέρος, διακόπτεται πέρα ως πέρα, από ποταμό με ψάρια, πτηνά και φανταστικά όντα που εκπέμπουν τη χαρά της ζωής. Το νειλωτικό τοπίο, που αποδίδει την Ζωοδόχο πηγή, αποτελεί μορφολογικό στοιχείο της ελληνιστικής παράδοσης, όπως προαναφέραμε στην αρχή και θα πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο μιας αναβίωσης κλασσικών τάσεων που παρατηρείται στη βυζαντινή (ιδιαίτερα κωνσταντινουπολίτικη) ζωγραφική γύρω στα 1200.
Εξάλλου, κατά την έρευνά μου διεπίστωσα ότι μια τοπογραφική, φιλολογική και καλλιτεχνική παράδοση υποστηρίζει ότι το νερό είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο στο Σινά(2). Ανεξάρτητα, όμως από τη διαπίστωση αυτή, που ενδεχομένως, αφορά στο σιναιτικό προοροσμό της εικόνας μας και στη διασύνδεσή της με την παλαιοχριστιανική/ παλαιστινιακή παράδοση, σημειολογικά, το νειλωτικό τοπίο ανάγει τον Ευαγγελισμό του Σινά σε πραγματική θεοφάνεια. Και η Θεοτόκος, κυοφορεί τον Θεάνθρωπο και γίνεται Πηγής ζωής και Σοφίας, που μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, τρέφει τους πιστούς με το ευχαριστιακό σώμα και αίμα του Κυρίου.
Όλα τα παραπάνω μηνύματα που προσπαθήσαμε να αντλήσουμε από την ανάλυση των διαφόρων θεμάτων, που συχνά συμπυκνώνουν ολόκληρο το σωτηριολογικό νόημα της Θείας Οικονομίας, απευθύνονταν προς όλους τους ανθρώπους. Μέσα από τα ακούσματά τους στα κυρήγματα και τις ακολουθίες, με την συμμετοχή τους στα ιερά μυστήρια και στις λατρευτικές τελετουργίες και μέσα από τις παραστάσεις των έργων τέχνης και των ιερών εικόνων και κειμηλίων τους, οι άνθρωποι των Μέσων χρόνων ήταν με βεβαιότητα πολύ πιο ικανοί από τον σημερινό άνθρωπο να προσλάβουν τέτοιου είδους μηνύματα.
Σημειώσεις
1. Το παρόν θέμα παρουσιάσθηκε ως διάλεξη στο πλαίσιο σειράς ομιλιών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών: Άνθρωπος και περιβάλλον, Αθήνα 2010. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης σε σχετικό κεφάλειο εις: H. Papastavrou, Recherche iconographique dans l’art byzantine et occidental du XIe au XVe siècle. L’Annonciation, Bibliotheque de l’Institut Hellenique d’Etudes Byzantines et Post-byzantines de Venise 25, Venise 2008.
2. Δηλαδή, πολλοί συγγραφείς παραδίδουν ότι στον περίβολο της σιναϊτικής μονής περικλείεται η βάτος, μια πηγή, που και σήμερα ακόμη ονομάζεται «φρέαρ του Μωυσέως», και κήπος με άφθονα νερά. Αναφέρουν μάλιστα ότι η βάτος στο όραμα του Μωυσέως θα φαινόταν να καίεται πάνω σε επιφάνεια νερού. Πράγματι, αυτή η λεπτομέρεια απεικονίζεται στο ψηφιδωτό με το Όραμα της βάτου στον Α τοίχο του καθολικού της μονής του Ιουστινιανού. Επιπλέον, σε κάποιες δοκούς από την οροφή της βασιλικής που χρονολογούνται από την ίδια εποχή (548-565) ο ανάγλυφος διάκοσμος επαναλαμβάνει στοιχεία από τη χλωρίδα και την πανίδα του Νείλου και πλοιάρια με κωπηλάτες.
|