Γεώργιος Παπαδόπουλος
Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)
Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη.
Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η'
ΑΠΟ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΕΦΕΥΡΕΤΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΓΡΑΦΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ
ΜΕΧΡΙ ΤΩΝ ΚΑΘ'ΗΜΑΣ ΧΡΟΝΩΝ (1814-1900)
Ιωάννης ο Χαβιαράς και το αρμονικόν μουσικόν αυτού σύστημα.
Ο εκ Χίου ορμώμενος Ιωάννης Χατζηνικολάου Χαβιαράς είναι ο πρώτος επιχειρήσας να ενδύση δι’αρμονίας την ημετέραν μουσικήν και να τονίση διά της ευρωπαϊκής παρασημαντικής τα της ημετέρας Εκκλησίας άσματα, πρωτοψάλτης της εν Βιένη ελληνικής ορθοδόξου εκκλησίας της αγίας Τριάδος από του 1844, καθηγητής των ελληνικών εν τη αυτόθι ελληνική σχολή και μεταφραστής εν Βιέννη τω 1836 εκ του γερμανικού της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδος. Κάτοχος ων κατά τι της εκκλησιαστικής ημών μουσικής και της ευρωπαϊκής, συνεφώνησε μετά του εξόχου μουσικού Randhartinger, υποδιευθυντού της των εν Βιέννη ανακτόρων Καισαροβασιλικής Καπέλλης, ίνα ο μεν τονίση εις ευρωπαϊκήν γραμμήν τας μελωδίας της των Ορθοδόξων Εκκλησιαστικής μουσικής, ο δε τονίση αυτάς εις ευρωπαϊκήν τετραφωνίαν. Τοιουτοτρόπως κατ’αρχάς ετονίσθησαν οι ύμνοι της λειτουργίας του ιερού Χρυσοστόμου, αλλ’εν αυτοίς παρετηρήθη ότι ου μόνον κατεστράφη η των εκκλησιαστικών ασμάτων λεκτική συνάφεια, αλλά και ηλλοιώθη και όλως διεφθάρη ο χαρακτήρ της μελωδίας της ημετέρας μουσικής, και τούτο, διότι ο αναλαβών το έργον του μετενεγκείν εις τετράγωνον αρμονίαν άσματα ελληνικά γερμανός μουσικοδιδάσκαλος, δεν είχε τα απαιτούμενα προσόντα του μελοποιού, όστις δέον να νοή ακριβέστατα την γλώσσαν εν η συνετάχθη το άσμα, εν η εγκρατής της προσωδίας της γλώσσης εκείνης να γινώσκη την απαγγελίαν των λέξεων, να έχη συνείδησιν της τε φύσεως των αισθημάτων και του τρόπου δι’oυ ταύτα εκφράζονται, όπως εκλέξη τον οικείον ήχον, τον πρέποντα χρόνον, τον κατάλληλον ρυθμόν και το αρμόδιον μέτρον. Π.χ. εν τη μουσική του Χαβιαρά ο εις ήχον δεύτερον καθιερωμένος να ψάλληται Τρισάγιος Ύμνος ετονίσθη εις ήχον πλάγιον του τετάρτου, διότι εν τω κλειδοκυμβάλω ουδεμία υπάρχει χρωματική κλίμαξ και χρωματικός ήχος. 2) Ο Χερουβικός Ύμνος ετονίσθη εις ήχον πλάγιον του τετάρτου, ούτε χαρακτήρα εκκλησιαστικής μελωδίας κεκτημένος, ούτε ομoιάζων το παράπαν προς τους της Εκκλησίας χερουβικούς ύμνους, και το χείριστον, αποβαίνων και φορτικώτατος ένεκα των πολλών επαναλήψεων. 3) Το εις ήχον πλάγιον του τετάρτου μεμελισμένον «Άξιόν εστιν ως αληθώς» παρουσιάζει αντί μελωδίας εκκλησιαστικής άσμα θεατρικόν, κακώς ερρυθμισμένον και κωμικώτατον, πρώτος ο βαρύφωνος μόνος ψάλλει «Άξιόν εστιν», είτα επαναλαμβάνουσιν oι δύο μεσόφωνοι πάλιν «Άξιόν εστιν», έπειτα και ο τρίτος μεσόφωνος επαναλαμβάνει εκ τρίτου το αυτό «Άξιόν εστιν». 4) Εις το Κοινωνικόν «Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών» μεμελισμένον εις ήχον κατά μεν τους Ευρωπαίους mi terza minore, καθ’ημάς δε ως ήχον πρώτον, επαναλαμβάνεται τρις το «Αινείτε» τρις «τον Κύριον» και τρις «εκ των ουρανών». 5) Το εις ήχον δεύτερον καθιερωμένον να ψάλληται «Είδομεν το φως το αληθινόν» ετονίσθη εις ήχον πλάγιον του τετάρτου· είναι δε ως εκ της εκ μέρους του μελοποιού αγνοίας της εννοίας των λέξεων και της προσωδίας κακόζηλον εν τω ρυθμώ, εσφαλμένον εν τω τονισμώ και έχον τας λέξεις ατόπως διακεκομμένας, οίον, πίστινα ληθήα διαίρετον. 6) Το εξευρωπαϊσθέν «Είη το όνομα Κυρίου» ετονίσθη εις ήχoν πλάγιον του τετάρτου, αποβαλόν τον παροτρυντικόν ή αλγεινόν χαρακτήρα, ον προσδίδει εις αυτό ο ελληνικού χαρακτήρος Λύδιος ή δεύτερος ήχος.
Τη Κυριακή του Πάσχα του 1844 εψάλη κατά πρώτον εν τω εν Βιέννη ιερώ ναώ της αγίας Τριάδος η εκ μονοφώνου εις τετράφωνον μεταρρυθμισθείσα ημετέρα μουσική δι’ενός χορού εξ είκοσι και τεσσάρων ευφώνων ψαλτών, και τη Κυριακή της Πεντηκοστής του αυτού έτους καθιερώθη, διά της εκκλησιαστικής αρχής, ιερουργήσαντος δι’αυτής του μακαριωτάτου πατριάρχου Κάρλοβιτς Ιωσήφ Γιάρατσιτς. Η πάνδημος παρά του αρχηγού της Εκκλησίας Κάρλοβιτς καθιέρωσις του νέου μουσικού συστήματος είλκυσε ταχέως την έφεσιν και των άλλων εν τη Εσπερία Ευρώπη Ορθοδόξων Κοινοτήτων, αίτινες παραδεχθείσαι αυτήν εκτελούσιν έκτοτε διά ταύτης τας ιεράς της Εκκλησίας λειτουργίας και τελετάς.
Κατά μίμησιν του Χαβιαρά ειργάσθη προς εξαρμόνισιν της ημετέρας μουσικής και ο ιεροδιάκονος Άνθιμος Νικολαΐδης, συνεργασθείς μετά του γερμανού Gottfried Prayer, πρώτου μουσικού της εν Βιέννη αυτοκρατορικής αυλικής εκκλησίας, διευθυντής του μoυσικού χορού του εν Βιέννη ναού του αγίoυ Γεωργίου διατελέσας επί τινα έτη, εγκρατής της ημετέρας μουσικής, εν μέρει δε και της ευρωπαϊκής, εκδούς τρίτομον Μουσικήν Ανθολογίαν δια της ευρωπαϊκής παρασημαντικής, αποβιώσας δε τω 1865 εν τη εν Αθήναις Ριζαρείω Σχολή, ένθα εδίδασκε την μουσικήν. Ωσαύτως προς τετραφώνησιν της ημετέρας μουσικής ειργάσθη και ο επί δύο και πλέον δεκαετηρίδας εν τω εν Λονδίνω ελληνικώ ναώ μετ’επιτυχίας διευθύνας την εκκλησιαστικήν μουσικήν Νικόλαος Κύβος, εγκρατής της ευρωπαϊκής και της βυζαντινής μουσικής.
Το παράδειγμα των εν τη Εσπερία ορθοδόξων ελληνικών κοινοτήτων εμιμήθησαν βραδύτερον και εν Αθήναις. Εκ δε των εν τη Ανατολή ορθοδόξων Εκκλησιών τω 1873 η εν Αλεξανδρεία, πατριαρχούντος του από Οικουμενικού Πατριάρχου Σωφρονίου του Βυζαντίου, υπό την διεύθυνσιν του επί τούτω εκ Νεαπόλεως υπό της εκεί ελληνικής κοινότητος μετακληθέντος, Παναγιώτου Γριτσάνη. Αφ’ης ημέρας δε ενεφάνη εν τη Εκκλησία ημών η τετράφωνος μουσική του Χαβιαρά, η, του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία απεπειράθη δι’ εγκυκλίων πατριαρχικών και συνοδικών ίνα καταργήση και απαγορεύση την καινοτόμον εισαγωγήν και χρήσιν της καινοφανούς μουσικης εν ταις ιεραίς ακολουθίαις των απανταχού ορθοδόξων Εκκλησιών.
|