Γεώργιος Παπαδόπουλος
Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)
Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη.
Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η'
ΑΠΟ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΕΦΕΥΡΕΤΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΓΡΑΦΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ
ΜΕΧΡΙ ΤΩΝ ΚΑΘ'ΗΜΑΣ ΧΡΟΝΩΝ (1814-1900)
Η καθιέρωσις της νυν εν χρήσει παρασημαντικής ή μεθόδου.
Τω 1814 oι τρεις μουσικοί, Χρύσαν0ος αρχιμανδρίτης, Γρηγόριος ο Λαμπαδάριος και ο ιεροψάλτης Χουρμούζιος κατιδόντες την ανάγκην ριζικής μεταρρυθμίσεως της παρασημαντική Πέτρου του Πελοποννησίου, και της διορθώσεως πασών των ενυπαρχουσών ελλείψεων εν τη μουσική, συνειργάσθησαν επιστημονικώς και α) ώρισαν εκ της Ευρωπαϊκης όμως μουσικής δανεισθέντες, την καταμέτρησιν του εν τη μελωδία δαπανωμένου χρόνου, τουθ’όπερ ανεπλήρουν oι αρχαίοι Έλληνες διά των μακρών και βραχέων ποδών και διά του ρυθμού· β) ώρισαν διά των κλιμάκων των τόνων τα διαστήματα· γ) κατέστρωσαν τας μουσικάς θέσεις ολογράφους, και δ) αντικατέστησαν τα πολύφθογγα του Τροχού διά των μονοσυλλάβων και μονοφθόγγων, κατά μίμησιν του Πυθαγόρου και του Μεδιολάνων ιερού Αμβροσίου, ων ο πρώτος συγκροτήσας το Διαπασών σύστημα χρήσιν εποιήσατο εν τη Παραλλαγή των μονοσυλλάβων φθόγγων τε, τα, τη, τω, οίτινες ήσαν εν χρήσει μέχοι του Δ΄μ.Χ. αιώνος, ότε ο ιεράρχης Μεδιολάνων εχρήσατο τοις ακολούθοις μονοσυλλάβοις φθόγγοις της ιδίας αυτού μεθόδου νε, ου, τως, ουν, α, να, βαι, νε, ον, τω, και, κα, τα, βαι, νε. Τους φθόγγους τούτους μετέτρεψεν ο Guy d’Arezzo (1023-1036) εις τους ut (do), re, mi, fα, sol, la, si, oι δε τρεις διδάσκαλοι, αντί της εν χρήσει τότε πολυσυλλάβου Παραλλαγής, εισήγαγον την μονοσύλλαβον Παραλλαγήν πα, βου, γα, δι, κε, ζω, νη, πα. Οι τρεις~διδάσκαλοι εκ των αρχαιοτέρων χαρακτήρων άλλους μεν ως εύχρηστους ετήρησαν, άλλους δε ως άχρηστους απέβαλον, και άλλους νέους ως αναγκαίονς προσέθηκαν. Εκ των αχρόνων υποστάσεων της αρχαίας παρασημαντικής διετήρησαν επτά χαρακτήρας της ποιότητος, την Βαρείαν, το Ομαλόν, το Αντικένωμα, το Ψηφιστόν, το Έτερον, τον Σταυρόν και το Ένδόφωνον. Αι παραληφθείσαι δε υποστάσεις, η Οξεία, το Πελαστόν, το Κούφισμα, ο Σύνδεσμος και το Κρατημοϋπόρροον δεν παρίστων τρόπον εξαγωγής φθόγγων, ως αι μνημονευθείσαι επτά, αλλ’ήσαν σημαντικαί μέλους ολοκλήρου. Εκτός των ανωτέρω υποστάσεων, oι τρεις διδάσκαλοι απέβαλον εκ της αρχαίας μεθόδου και τας εξής υποστάσεις, σημαντικάς ουχί ποσότητος, αλλ’ούτε ποιότητος. Kαι άλλων μεν χρήσις εγίνετο εν τη χειρονομία, άλλων δε προς πλατυασμόν των μελών. Ιδού δε αι 37 αύται υποστάσεις: Παρακλητική, Σταυρός, Επέγερμα, Σύναγμα, Έσω θεματισμός, Έξω θεματισμός, Χόρευμα, Ουράνισμα, Σείσμα, Θες και απόθες, Θέμα απλούν, Τρομικόν, Εκστρεπτόν, Τρομικόν σύναγμα, Ψηφιστόν σύναγμα, Παρακάλεσμα, Έτερον, Ψηφιστόν παρακάλεσμα, Ημίφωνον, Ημίφθορον, Έναρξις, Κράτημα, Κύλισμα, Αντικενωκύλισμα, Λύγισμα, Κλάσμα, Ξηρόν κλάσμα, Αργοσύνθετον, Γοργοσύνθετον, Πίεσμα, Βαρεία, Διπλή, Γοργόν, Αργόν, Ομαλόν, Ψηφιστόν, και Απόδομα ή Απόδερμα ή Απόδοσις. Και εν γένει oι τρείς διδάσκαλοι καθυπέβαλον εις κανόνας σταθερούς την τότε ακανόνιστον θεωρουμένην μουσικήν.
Εις την νέαν ταύτην παρασημαντικήν ή μέθοδον, ως απεκλήθη αυτή τότε, μετηνέχθησαν πάντα τα αρχαιότερα μέλη της Εκκλησίας τα αποτελούντα την εγκύκλιον μουσικήν σειράν, oίoν το σύντομον Στιχηράριον εν γένει, το Ειρμολόγιον εν γένει, το Κρατηματάριον, το Οικηματάριον, το αργόν Στιχηράριον, η Παπαδική και το Μαθηματάριον· προσέτι ηρμήνευσαν και ολόκληρα μουσικά βιβλία, ως τα Άπαντα Ιωάννου του Δαμασκηνoύ, τα Άπαντα Ιωάννου του Γλυκέως, τα Άπαντα Ιωάννου του Κουκκουζέλη, τα Άπαντα Ιωάννον του Κλαδά, τα Άπαντα Γερμανού του Νέων Πατρών, τα Άπαντα Μανουήλ Χρυσάφου του νέου, τα Άπαντα Πέτρου του Μπερεκέτου, τα Άπαντα Δανιήλ του Πρωτοψάλτου, τα Άπαντα Πέτρου του Πελοποννησίου, τα Άπαντα Ιακώβου του Πελοποννησίου, την Παπαδικήν Πέτρου Πρωτοψάλτου του Βυζαντίου, τα Άπαντα Μανουήλ του Πρωτοψάλτου και άλλων ποιητών' από του Ιωάννου του Δαμασκηνού άχρι Γεωργίου του Κρητός ακμασάντων.
Ήδη ιδρύεται εν Κων/πόλει και ειδική Σχολή της Εκκλησιαστικής Μουσικής, εν η επί τη βάσει της νέας παρασημαντικής εδιδάσκετο αυτή υπό έποψιν μεν πρακτικήν παρά του Γρηγορίου και Χουρμουζίου, υπό έποψιν δε θεωρητικήν παρά του Χρυσάνθου, ου τό «Μέγα Θεωρητικόν της Μουσικής» εδημοσίευσεν ο εκ τών μαθητών αυτού Παναγιώτης Πελοπίδας ο Πελοποννήσιος τω 1832. Οι μαθηταί της σχολής ταύτης διασπαρθέντες εις τας διαφόρους επαρχίας της Τουρκίας διέδωκαν την νέαν παρασημαντικήν, ήτις εγένετο ευπρόσδεκτος, ου μόνον διότι ήτο οπωσδήποτε τελειοτέρα και μάλλον εύχρηστος της τέως εν χρήσει τοιαύτης, αλλά και διότι υπ’αυτήν ήρξαντο εκδιδόμεναι τύποις διάφοροι συλλογαί εκκλησιαστικών μελών ούτω απηλλάγησαν έκτοτε οι μουσικοί του κόπου της αντιγραφής των μελών.
Ιστορίται δε ότι Μανουήλ ο τότε Πρωτοψάλτης και άλλοι μουσικοί μεγάλως αντέστησαν εις την μεταρρύθμισιν ταύτην της παρασημαντιικής. Και αυτός ο τότε Πατριάρχης Κύριλλος ο από Αδριανουπόλεως συμφρονών κατ’ αρχάς τω Πρωτοψάλτη Μανουήλ αντέστη εις την παραδοχήν της νέας παρασημαντικής, αλλ’επί τέλους επείσθη υπό του μητροπολίτου Εφέσου Διονυσίου, και ούτω διέταξεν επισήμως την εισαγωγήν της νέας μεθόδου εις τα πατριαρχεία και εις το κλίμα του οικουμενικού θρόνου. Υπήρξαν και οι δογματίζοντες ότι οι τρεις διδάσκαλοι εις το πρακτικόν μέρος απέτυχον, ως μεταδόντες ημίν πλημμελή δήθεν και εσφαλμένην μετάφρασιν των αρχαίων εκκλησιαστικών μελωδιών· αλλ’η δόξα αύτη είναι όλως πεπλανημένη, αφού πολλοί από τού 1816 μέχρι του 1830, εν οις και ο Πρωτοψάλτης Κωνσταντίνος ο Βυζάντιος, επέμενον μη παραδεχόμενοι το νέον γραφικόν σύστημα. Επί όλην δε εικοσαετίαν πολλοί των μουσικών έψαλον δεξιόθεν εκ βιβλίων γεγραμμένων δια της παρασημαντικης Πέτρου του Πελοποννησίον, αριστερόθεν δε εκ των του νέου συστήματος ή και τανάπαλιν, και όμως oυδείς αυτών διετύπωσε παράπονα προς τον έτερον ως κακώς απαγγέλλοντα τα μέλη.
Γενικώς δε είναι παραδεδεγμένον οτι το νέον σύστημα διηυκόλυνε το πρακτικόν μέρος της μουσικής· υπολείπεται όμως ως προς την θεωρητικήν σπουδαιότητα της αρχαίας μεθόδου, καθότι η μουσική κλιμαξ υπό θεωρητικήν ή επιστημονικήν έποψιν είναι ελλιπής πράγματι, ουχί δε και υπό πρακτικήν, διότι της φύσεως εχούσης μίαν διαπασων και μίαν αντιφωνίαν, oι μουσικοί εκτελούσι πληρέστατα την φυσικήν διαπασών κατά τους κανόνας της φύσεως. Το Μέγα Θεωρητικόν του Χρυσάνθου θα ήτο το εντελέστερον, αν ο συγγραφεύς αυτού είχε πλείονας γνώσεις της ευρωπαϊκής μουσικής, μείζονα δε οικειότητα εις τους μαθηματικούς υπολογισμούς. Εκ μεν των μαθημαστικών, ήθελεν εννοήσει κάλλιον τους αρχαίους και νεωτέρους συγγραφείς εις το περί Κατατομής του Κανόνος, και δεν ήθελε περιπλέξει τους γεωμετρικούς προς τους αριθμητικούς λόγους, εξ oυ προήλθεν η μη ορθή καταμέτρησις των διαστημάτων· εκ δε της ακριβούς γνώσεως, της ευρωπαϊκής μουσικής και εις την έκθεσιν των θεωρημάτων ήθελε γίνει σαφέστερος , και πολλά ανερμήνευτα μείναντα, και ιστορικώς και επιστημονικώτερον ήθελον ερμηνευθή. Αλλ’οπωσδήποτε το σύγγραμμα του Χρυσάνθου είναι εν βοήθημα προς μελέτην της καθ’ημάς μουσικής, ο δε συγγραφεύς αυτού είναι άξιος εθνικής ευγνωμοσύνης, εάν αποβλέψωμεν ιδία εις τον χρόνον, καθ’ον συνέγραψε, και τα ολίγα βοηθήματα, α έσχεν υπ’όψιν. Η τω 1881 συστάσα Μουσική Επιτροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν εκθέσει αυτήςπρος την Ιεράν Σύνοδον ως εξής κρίνει την θεωρητικήν εργασίαν των εφευρετών της νέας μεθόδου: «Το έργον των τρών διδασκάλων υπήρξεν αληθώς μέγα· αλλ’όσον μέγα και αν υπήρξεν ουδόλως εθεράπευσε την ουσιωδεστέραν των ελλείψεων, εξ ης έπασχε και πάσχει η ανατολική μουσική εν γένει και ιδίως η ημετέρα Εκκλησιαστική. Η έλλειψις αύτη εστίν η απουσία τεχνικού μέσου προς επιστημονικήν καταμέτρησιν και εξακρίβωσιν των τονιαίων διαστημάτυων. Τα διαστήματα ταύτα ώρισε μεν ο Χρύσανθος δια της χορδής, αλλ’η εργασία αύτη, άλλως τε εν πολλοίς εσφαλμένη, εστίν ατελής, απολήγει δ’εις ιδανικήν διαίρεσιν της κλίμακος εις 68 ελάχιστα τμήματα· και ορίζονται μεν διά του αριθμού των τμημάτων oι διάφοροι τόνοι της κλίμακος, αλλ’ουδέν πρακτικόν μέρος βοηθεί τον μουσικόν εις την εφαρμογήν της ακριβούς θεωρίας εν τη φαντασιώδει και αορίστω ταύτη εργασία».
|