image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα
Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα

Γεώργιος Παπαδόπουλος

Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)

Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη.

Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.



Η ΝΕΩΤΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ (1453-1900)

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤ'

ΑΠΟ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΜΕΧΡΙ ΠΕΤΡΟΥ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΥ (1453-1730)



Περί των μετά την άλωσιν Πρωτοψαλτών της αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας Κων/πόλεως.

Γρηγόριος Μπούνης ο Αλυάτης ιερομόναχος, Γεώργιος κατά κόσμον καλούμενος, ο επί της αλώσεως ΙΙρωτοψάλτης της Αγίας Σοφίας, μουσικός έξοχος. Ηλίκων δε τιμών ηξιώθη αυτός τε και έτερός τις μουσικός (πιθανώς εκ των Δομεστίκων) υπό του Κατακτητού, μαρτυρείται υπό του χρονογράφου Δωροθέου Μονεμβασίας, διηγουμένου τάδε «Έμαθε δε ο Σουλτάν Μεχμέτης ότι oι Ρωμαίοι γράφουν τας φωνάς των ψαλτών και των τραγουδιστάδων, και έκραξέ τους εις το Παλάτι, και είχεν ένα Πέρσην εκλεκτόν και ώρισε, και ετραγούδισεν· ο δε κυρ Γεώργιος και κυρ Γεράσιμος οι ψάλται, έγραφον τας φωνάς του Πέρσου. Εσχεδίασαν oυν το τραγούδι του Πέρσου, και τότε ώρισε να το ψάλλουν· και έψαλλάν το καλλιώτερα παρα τον Πέρσην, ήρεσέ του πολλά και εθαύματε την λεπτότητα των Ρωμαίων, και εφιλοδώρησε τους ψάλτας· ο δε Πέρσης ως είδε πώς είναι τοιούτοι τεχνίται επροσκύνησέ τους». Εκ των ποιημάτων αυτού τα πλείστα δεν διεσώθησαν ως εκ της εποχής καθ’ην έζη, τα δε σωζόμενα ανήκουσιν εις το Παπαδικόν είδος, εποίησε δε και Προπαίδειαν εις ήχον Πλ.Β' προς εκγύμνασιν των αρχαρίων μαθητών εις το χρωματικόν γένος. Σώζεται εν ταις βιβλιοθήκαις έργον αυτού «Μέθοδος της μετροφωνίας κυρίου Γρηγορίου ιερομονάχου Μπούνη του Αλυάτου· ήχος Πλ. Δ'».

Μανουήλ ή Εμανουήλ Χρυσάφης ο παλαιός, ο επί της αλώσεως Λαμπαδάριος του ναού της Αγίας Σοφίας, διακεκριμένος μελοποιός, μελίσας πολλά έργα, εξ ων ως εκ των περιστάσεων σώζονται τινά, ανήκοντα εις το Παπαδικόν μέλος. Έγραψεν εξ απόψεως θεωρητικής περί της Εκκλησιαστικής μουσικής πραγματείαν. Έσχε Γεράσιμον ιερομόναχον μαθητήν αυτού, πιθανώς τον ενώπιον του Πορθητού προσκληθέντα μετά τoυ Γεωργίου ή Γρηγορίου του Αλυάτoυ. Κώδιξ του έτους 1672 της ιεράς μονής Λειμώνος (αρ. 239), ονομάζει τον Μανουήλ «Λαμπαδάριον του ευαγούς βασιλικού κλήρου». Ο Μανουήλ εν τοις χειρογράφοις ονομάζεται και Μαΐστωρ. Το υπό του Μανουήλ Χρυσάφου ποιηθέν Στιχηράριον είχεν ανά χείρας και ο νέος Χρυσάφης, όστις και μετέβαλε την σημαδοφωνίαν αυτού, ανανεώσας αυτήν κατά το ίδιον αυτού σύστημα, ως εξάγεται εκ του υπ’αρ. 239 κώδικος της μονής του Λειμώνος.

Μανουήλ Χρυσάφης, ο νέος, Πρωτοψάλτης της Μεγάλης Εκκλησίας, Βυζάντιος την πατρίδα, ακμάσας τω 1660, μελοποιός άριστος. Συνύφανε το Παλαιόν ή Αργόν Αναστασιματάριον (εις ο εμέλισε και τα Εωθινά Λέοντος του Σοφού) και το Παλαιόν ή Αργόν Στιχηράριον (εις ο έχει μαθήματα και ο συγχρονήσας αυτώ Βαρθολομαίος μοναχός Δομέστικος της εν Αγίω Όρει ιεράς μονής της Λαύρας). Εμελοποίησε Χερουβικά «Οι τα Χερουβίμ», της Μεγάλης Πέμπτης, του Μεγάλου Σαββάτου και της λειτουργίας των Προηγιασμένων, κοινωνικά των Κυριακών εις τους οκτώ ήχους και άλλα τοιαύτα του ενιαυτού· ανοιξαντάρια, πολυελέους, δοξολογίας, πασαπνοάρια αργά του όρθρου, ειρμούς καλοφωνικούς, κρατήματα, θέματα του Οικηματαρίου και του Μαθηματαρίου, προς δε και μίαν Προπαίδειαν κατά το Αργόν Στιχηράριον είδος προς γύμνασιν των αρχαρίων, και άλλα.

Γεώργιος Ραιδεστηνός, Πρωτοψάλτης της Μεγάλης Εκκλησίας, μουσουργός άριστος, ακμάσας περί το 1680, διατελέσας μαθητής Μελχισεδέκ επισκόπου Ραιδεστού. Εμέλισε πολλά μαθήματα της Παπαδικής και αργά έντεχνα Πασαπνοάρια του Όρθρου εις διαφόρους ήχους, και άλλα εκκλησιαστικά μέλη εις το Κρατηματάριον, Οικηματάριον και Στιχηράριον, ων τα πλείστα ηρμηνεύθησαν εκ της αρχαίας παρασημαντικής εις την νυν εν χρήσει.

Παναγιώτης Χαλατζόγλους, Πρωτοψάλτης της Μ.Εκκλησίας (1728), Βυζάντιος την πατρίδα, καλλίφωνος, δίδαχθείς τα πρώτα γράμματα και τας προκαταρκτικάς γνώσεις της εκκλησιαστικής μουσικής παρά τινος αγιορείτου μοναχού Τραπεζουντίου, συγγενούς του πατρός αυτού, του ωσαύτως εκ Τραπεζούντος ορμωμένου και τον χαλάτζην επαγγελλομένου. Προς τελειοτέραν εκμάθησιν της μουσικής μετέβη εις Άγιον Όρος και εμαθήτευσε παρά τω ονομαστώ μουσικώ της εποχής εκείνης Δαμιανώ τω Βατοπεδινώ· επανελθών δε διωρίσθη Πρωτοψάλτης της Μ. Εκκλησίας ότε και ανέδειξε πολλούς μαθητάς. Εμέλισε διάφορα έργα, εξ ων γνωρίζομεν τον καλοφωνικόν ειρμόν «Έφριξε γη» εις ήχον Πλ. Α' μετά του κρατήματος, έτερον κράτημα εις ήχον Βαρύν κατά το διατονικόν γένος, και άλλα· συνέγραψε δε μικρόν Εγχειρίδιον περί Μουσικής, εν τω οποίω πραγματεύεται περι φθορών, θέσεων κτλ., και περί Αραβοπερσικής μουσικής εν σχέσει προς την ημετέραν. Δεινώς εβασανίσθη ο Χαλατζόγλους εκ ποδαλγίας. Τούτον αποθανόντα τω 1748 κατά την ημέραν της Μ. ΙΙαρασκευής διεδέξατο ο εκ των αρίστων μαθητών αυτού.

Ιωάννης ο Τραπεζούντιος, όστις ως Λαμπαδάριος πρότερον συνέψαλλε μετά του διδασκάλου αυτού. Εποίησεν αμιμήτου κάλλους ειρμολογικά μέλη, κανόνας, καταβασίας, σύντομα και αργά μαθήματα. Τω 1756, προτροπή του τότε πατριαρχεύοντος Κυρίλλου Ε' του από Αδριανουπόλεως, εμέλισεν ο Ιωάννης τα αργά πασαπνοάρια, πολυελέους, δοξολογίας, χερουβικά, κοινωνικά, το αλληλουάριον και άλλα διά της κουκκουζελείoυ παρασημαντικής διαφόρου της προ αυτού, ήτοι απλουστέρας, μεθοδικωτέρας και στοιχειωδεστέρας, ην έτι επεξηγηματικήν κατέστησεν ο μαθητής αυτού Πέτρος ο Πελοποννήσιος. Τον μουσικώτατον Τραπεζούντιον θανόντα διεδέξατο.

Δανιήλ ο από Τυρνάβου της Θεσσαλίας μαθητής Παναγιώτου του Χαλάτζογλου, συνέψαλλε μετά Ιωάννου του Τραπεζουντίου, ονομαστός μουσικός, σεμνυνόμενος διά τε την καλλιφωνίαν και τον εύσχημον του ψάλλειν τρόπον. Εδίδαξεν εις την Β' μετά την άλωσιν εκκλησιαστικήν μουσικήν σχολήν αντί 400 γροσίων κατ’έτος. Ήτο εγκρατής της εξωτερικής μουσικής, ην εδιδάχθη παρά του περιωνύμου της εποχής αυτού χανενδέ Ζαχαρίου, Βυζαντίου την πατρίδα, μελίσαντος και μέλη εκκλησιαστικά, και ασιατικά άσματα, ποιήσαντος δε και συλλογήν τοιούτων ασμάτων (υπό το όνομα Ευτέρπη) ως και ελληνικών. Εις τον Ζαχαρίαν αντεδίδαξεν ο Δανιήλ την εκκλησιαστικήν μουσικήν. Εμέλισεν ύμνους, κρατήματα εκτεταμένα κι έντεχνα, δοξολογίαν εις ήχον Βαρύν επτάφωνον, πολυέλεον, χερουβικά, κοινωνικά των Κυριακών και όλον του ενιαυτού εις διαφόρους ήχους, και άλλα μουσουργήματα του παπαδικού μέλους. Τούτον θανόντα τη 23 δεκεμβρίου 1789, διεδέξατο.

Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος την πατρίδα, ο κοινώς τότε Γιακουμάκης λεγόμενος, μαθητής Ιωάννου του Τραπεζουντίου, γεννηθεις περί το 1740· διεκρίθη ως φυλάττων πιστότατα το σεμνοπρεπές εκκλησιαστικόν μουσικόν ύφος, κάλλιστος μελοποιός, υμνογράφος και ανήρ πεπαιδευμένος, διατελέσας και γραμματεύς του πατριαρχικού γραφείου. Ο Ιάκωβος Δομέστικος ων ελάμβανεν ετήσιον μισθόν 120 γρόσια, σιτιζόμενος πιθανώς εν τοις πατριαρχείοις, ΙΙρωτοψάλτης δε 600 γρόσια ετησίως και 400 ίνα διδάσκη εις την τότε Μουσικήν Σχολήν την Παπαδικήν και το Στιχηράριον. Εποίησε δύο ασματικούς κανόνας εις ήχον Δ΄, ών τον μεν προς το «Τριστάτας κραταιούς», τον δε προς το «Ανοίξω το στόμα μου», και πάσαν εν γένει την ακολουθίαν της μεγαλομάρτυρος Ευφημίας, τύποις εκδοθείσαν εν τοις πατριαρχείοις το πρώτον τω 1804 πατριαρχούντος Γρηγορίου του Ε', ου τη προτροπή επιθεωρήσας διώρθωσε και τα εις τας εκκλησιαστικάς βίβλους παρεισφρύσαντα κατά καιρούς λάθη, αβλεψία τυπογραφική. Εμέλισε το αργόν Στιχηράριον η Δοξαστάριον (συντμηθέν εκ του Παλαιού Στιχηραρίου) μετά των ένδεκα Εωθινών, των ιδιομέλων των Μεγάλων Ωρών και της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περιέχον και τα δοξαστικά των Εσπερίων αποστίχων όλου του ενιαυτού, συνέταμε τα μεγάλα κεκραγάρια Ιωάννου του Δαμασκηνού και τον πολυέλεον Δανιήλ του Πρωτοψάλτου «Δούλοι Κύριον», εμέλισεν οκτώ δοξολογίας εντέχνους και χερουβικά, πασαπνοάρια των αίνων, το «Νυν αι δυνάμεις», το «Αγαπήσω σε Κύριε», απολυτίκια, κοντάκια, ωδάς και εγκώμια εις πατριάρχας. Ο Ιάκωβος πρώτος υπήρξεν εις το κατά νόημα μελοποιείν. Ιστορείται ότι ίνα τηρήση την έννοιαν λέξεών τινων των Τροπαρίων εις τα ΙΙροσόμοια δεν ετήρει τον οικείον ρυθμόν, εφ’ω Πέτρος ο Βυζάντιος, Λαμπαδάριος ων τότε, ηγανάκτει μεγάλως. Υπό του Ιακώβου επολεμήθη το μεταρρυθμιστικόν σύστημα και η ευρωπαϊκή παρασημαντική Αγαπίου Παλλιέρμου τον εκ Xίoυ. Τον Ιάκωβον αποθανόντα διεδέξατο:

Πέτρος ο Βυζάντιος ο και Φυγάς, μαθητής Πέτρου του Πελοποννησίου, γεννηθείς εν Νεοχωρίω του Βοσπόρου. Εχειρίζετο δεξιώς την πανδουρίδα και τον αραβικόν πλαγίαυλον (νέι)· Ο Βυζάντιος διά της παρασημαντικής του διδασκάλου αυτoύ έγραψε τα ποιήματα αυτού και εξήγησε πολλά μαθήματα της του Κουκκουζέλη γραφής, άπερ ηγόρασαν μετά τον θάνατον αυτού οι έφοροι της τω 1815 ιδρυθείσης πατριαρχικής Μουσικής Σχολής μετά των λοιπών σημειωμάτων αυτoύ. Εμέλισε μίαν σειράν χερουβικά και τρεις σειράς κοινωνικά των Κυριακών «Αινείτε», εξ ων τα χερουβικά και μία σειρά κοινωνικά τύποις εξεδόθησαν εις διαφόρους Ανθολογίας επ’ονόματι αυτού «ΙΙέτρου του Βυζαντίου», τα δε μικρότερα κοινωνικά αυτού επ’ονόματι «Ιωάννου του Λαμπαδαρίου» προσέτι το σύντομον Ειρμολόγιον, καταβασίας, δοξολογίαν, κεκραγάρια, «Αινείτε» των αίνων αργοσύντομα και άλλα μαθήματα φέροντα επιγραφήν «Του μαθητού» (Πέτρου του Πελοποννησίου). Σώζεται αυτού και μία ΙΙαπαδική ιδιόγραφος εις την εν Φαναρίω Κων/πόλεως βιβλιοθήκην του Παναγίου Τάφου. Ο Πέτρος υπό του Πατριάρχου Καλλινίκου του από Νικαίας παυθείς εκ της πρωτοψαλτείας ένεκα της δευτερογαμίας αυτού, μη επιτρεπομένης εις τους ιεροψάλτας της Μεγάλης Εκκλησίας, έφυγεν εις Χερσώνα, εξ ου και «Φυγάς», και εκείθεν εις Ιάσιον, ένθα και απέθανε τω 1808. Τούτον φυγόντα διεδέξατο:

Μανουήλ Βυζάντιος Βυζάντιος, μαθητής Ιακώβου του Πρωτοψάλτου και Γεωργίου του Κρητός, διακριθείς διά το σοβαρόν εκκλησιαστικόν ύφος, ο εμιμήθη πιστότατα και ο κατόπιν Πρωτοψάλτης Κωναταντίνος ο Βυζάντιος. Εκλήθη εις τήν θέσιν της Πρωτοψαλτείας εκ της εν Κοντοσκαλίω ιεράς εκκλησίας της αγίας Κυριακής ένεκα της απαραμίλλου καλλιφωνίας και της περί την μουσικήν εμπειρίας αυτού. Εμέλισε τρεις σειράς χερουβικά έντεχνα, κοινωνικά, μαθήματα του Μαθηματαρίου, τα κατ’ήχον αντίφωνα κατά το μικτόν είδος, συντόμους δοξολογίας εις διαφόρους ήχους, τας στιχολογίας των κεκραγαρίων των οκτώ ήχων, τους μακαρισμούς του βαρέως ήχου και του πρωτοβαρέως· εποίησε την κατ’αγωγήν στιχολογίαν των μεγαλυναρίων της Υπαπαντής, συνέταμε το μέγιστον «Μακάριος ανήρ» Πέτρου του Πελοποννησίου, συνέγραψε δε και συλλογήν των ιδιομέλων μετά διαφόρων κοντακίων και απολυτικίων κατά το ύφος της Μ.Εκκλησίας. Τούτον αποθανόντα τη 2 Ιουνίον του 1819 διεδέξατο:

Γρηγόριος ο Λευίτης, Λαμπαδάριος πρότερον ων της Μεγάλης Εκκλησίας είναι εις των τριών εφευρετών της νυν εν χρησει γραφικής μεθόδου. Εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει τω 1777, καθ’ην ημέραν εξεμέτρησε το ζην Πέτρος Πελοποννήσιος. Oι γονείς του Γρηγορίου, Γεώργιος ιερεύς και Ελένη, ίνα αποσπάσωσιν αυτόν εκ των Αρμενίων, ων εν τη εφηβική ηλικία αυτοδιδάκτως είχεν εκμάθει την γλώσσαν, τα γράμματα και την μουσικήν, παρέδωκαν εις τον ηγούμενον του εν Βαλατά συναϊτικού μετοχίου αρχιμανδρίτην Ιερεμίαν τον Κρήτα, υφ’ου και γράμματα εδιδάχθη και αναγνώστης ανεδείχθη και ιεροψάλτης. Ο Γρηγόριος, διακρινόμενος και επί καλλιφωνία, διετέλεσε μαθητής Ιακώβου του ΙΙρωτοψάλτου, Πέτρου του Βυζαντίου και Γεωργιoυ του Κρητός· ανεδείχθη δε εις των ονομαστών μουσικών της εποχής αυτού, γνώστης της εξωτερικής μουσικής, ην εδιδάχθη παρά του περιωνύμου χανεντέ Ντετέ Ισμαηλάκη, και εκ των δεξιώς ψαλλόντων προς πανδουρίδα. Ο Γρηγόριος έγραψε κατά την συνεπτυγμένην μουσικήν παρασημαντικήν (1805) την ογκωδεστάτην ΙΙαπαδικήν αυτού, συγκειμένην εκ 1282 σελίδων, περιέχουσαν δε εξ όλων των ειδών της εγκυκλίου σειράς της μουσικής, του συντόμου Στιχηραρίου, του Ειρμολογίου, του Κρατηματαρίου, του Οικηματαρίου, του Αργού Στιχηραρίου, της Παπαδικής και των μαθημάτων του Μαθηματαρίου, άπερ δύναται να ψάλλη πας γνώστης της νέας μουσικής μεθόδου. Εκ της αρχαίας παρασημαντικής μετήνεγκε εις την μέθοδον αυτού τα Στιχηράρια Σωφρονίου πατριάρχου Ιεροσολύμων, Γερμανού Νέων Πατρών, και Μανoυήλ Χρυσάφου του νέου, τα Άπαντα συν τω καλοφωνικώ Ειρμολογίω Πέτρου του Μπερεκέτου, τα Άπαντα Πέτρου του Πελοποννησίου, την Παπαδικήν Πέτρου του Βυζαντίου, το Στιχηράριον Ιακώβου του Πρωτοψάλτου, και άλλα ποιήματα διαπρεπών μουσικών, χρήσιμα εις την ενιαύσιον ακολουθίαν, ως τα του Ιωάννου Τραπεζουντίου και άλλων ποιητών από του μουσικωτάτου Δαμασκηνού μέχρι Γεωργίου του Κρητός ακμασάντων. Ο Γρηγόριος εμέλισε και ίδια αυτού μαθήματα, ως, τρεις σειράς χερουβικά, μίαν σειράν κoινωνικά των Κυριακών μεγάλα και έντεχνα και άλλα πολλά κoινωνικά του όλου ενιαυτού εις διαφόρους ήχους, πολυελέους, δοξολογίας, ύμνους, εγκώμια, κρατήματα, στιχολογίας και μεγαλυνάρια· συνέγραψε το πολλού λόγου άξιον αργόν Στιχηράριον, περιέχον διάφορα δοξαστικά και στιχηρά ιδιόμελα πάντων των εορταζομένων και μη αγίων, αποτελούμενον εκ πέντε ογκωδεστάτων τόμων. Ετόνισε το αρχαιότατον μέλος του Αποστόλου (της εορτής του Ευαγγελισμού «Ο αγιάζων και oι αγιαζόμενοι») και του Ευαγγελίου (της Κοιμήσεως της Θεοτόκου «Τω καιρώ εκείνω εισήλθεν ο Ιησούς εις κώμην τινά».) Εσυστηματοποίησε μετά των συνεταίρων αυτού Χουρμουζίου του Χαρτοφύλακος και του αρχιμανδρίτου Χρυσάνθου τον προσδιορισμόν των κλιμάκων, ων συνέγραψε τας ερμηνείας εν ιδίω βιβλίω, ένθα πραγματεύεται συνοπτικώς και περί φθορών των τριών γενών και περί των σημείων της γενικής υφέσεως και διέσεως· εποίησε προσέτι και εν Κανόνιον της Παραχορδής, ήτοι της μεταβολής των κλιμάκων του Διατονικού Γένους. Ο Γρηγόριος το νέον σύστημα της μουσικής εδίδαξεν εις την τω 1815 ιδρυθείσαν πατριαρχικήν Moυσικήν Σχολήν: Απέθανε δε τω 1822 εν ακμή της ηλικίας αυτού, μόλις 45 ετών. Τούτον διεδέξατο:

Κωνσταντίνος Βυζάντιος, μουσικός ηδυμελίφθογγος, ψάλλων μετ’ευλαβείας και θερμής πίστεως και κατανύγων τους εκκλησιαζομένους διά της γλυκείας αυτού φωνής και του θαυμασίου εκκλησιαστικού ύφους, του κατ’αλληλοδιάδοχον μίμησιν έκπαλαι διασωζομένον εν τη Μεγάλη Εκκλησία και τοις εν αυτή ψάλλουσιν εξαιρέτως προσιδιάζοντος. Εν τω ψάλλειν ουδέν των μελών του σώματος εκίνει ουδ’αυτήν αυτού την κεφαλήν παντελώς, αλλά μόνον τα χείλη. Εγεννήθη τω 1777, μαθητής γενόμενος Γεωργίου του Κρητός και Μανουήλ του Βυζαντίου. Εν τω εν Βαλατά Κων/πόλεως ιερώ ναώ του σιναϊτικού μετοχίου διετέλεσεν αναγνώστης, είτα δεύτερος ψάλτης και μετά μικρόν πρώτος. Εις τα πατριαρχεία προσελήφθη δεύτερος δομέστικος τω 1800 (τη 23 Απριλίου) επί του Πατριάρχου Νεοφύτου, Πρωτοψάλτου όντος του Ιακώβου. Μετά τον θάνατον του Πρωτοψάλτου πρώτος δομέστικος γενόμενος, συνέψαλλε μετά Μανουήλ του Πρωτοψάλτου. Τω 1822 αποθανόντος Γρηγορίου του Πρωτοψάλτου διεδέχθη αυτόν την επαύριον (24 δεκεμβρίου), χειροθετηθείς υπό τoυ Πατριάρχου Ευγενίου του από Ικoνίoυ· έψαλλε δε εν τω πατριαρχικώ ναώ 55 όλα έτη, ων τα 43 ως ΙΙρωτοψάλτης, άχρι του 1855. Έκτοτε μη δυνάμενος χοροστατείν, ένεκα της επισυμβάσης αυτω ποδαλγίας, εφησύχασεν εν τη oικία αυτού μελοποιών και εκδιδούς τα μελισταγή αυτού άσματα. Απέθανεν εις την νήσον Χάλκην εν ηλικία 85 ετών τη 30 Ιουλίου του 1862 και ενεταφιάσαθη έξωθεν της εν τη νήσω μονής του αγίoυ Γεωργίου του Κρημνού. Ο Κωνσταντίνος απήλανε της ευνοίας του προστάτου αυτού και πατριάρχου διατελέσαντος Κωνσταντίον Α' του από Σιναίου. Εμέλισεν εις την παλαιάν μέθοδον διάφορα μέλη της ιεράς ψαλμωδίας του όλου ενιαυτού, εξ ων τα μεν εισίν εκδεδομένα, τα δε ανέκδοτα· συντάξας εξέδωκε δις ελληνιστί, το Τυπικόν της Μ. Εκκλησίας και άπαξ σλαβιστί, το αργοσύντομον Δοξαστάριον κατά το είδος της παραχορδής, εξηγηματικώτερον εποίησε το Αναστασιματάριον Πέτρου του Πελοποννησίου (εκδοθέν τω 1863 μέχρι του Βαρέως ήχου υπό του υιoύ αυτού Νικολάου), εξέδωκε και την δίτομον Ανθολογίαν της μουσικής, εις ην έχει και ίδια μαθήματα διπλά και τριπλά καί τινα των αρχαιοτέρων μουσικών. Ανέκδοτα έργα του Κωνσταντινου υπάρχoυσιν εν Ειρμολόγιον Καταβασιών και εν Δοξαστάριον σύντομον, αμφότερα Πέτρου του Πελοποννησίου, καλλωπισθέντα παρ’αυτού επί το αναλυτικώτερον. Ο Κωνσταντίνος εμέλισε και εντέχνους καλοφωνικούς ειρμούς, άσματά τινα, ωδάς εις πατριάρχας, και άλλα.

Αντώνιος Λαμπαδάριος της Μ. Εκκλησίας, όστις συνέψαλλεν εν τω πατριαρχικώ ναώ μετά Κωνσταντίνου του Πρωτοψάλτου, εμαθήτευσε δε παρά Μανουήλ τω ΙΙρωτοψάλτη και Γεωργίω τω Κρητί, ον ιδία εμιμήθη εις το αναλυτικώς γράφειν. Αδριανουπολίτης την πατρίδα και ανεψιός του από Αδριανουπόλεως Κυρίλλου του Οικουμενικού Πατριάρχου, μουσικός και μελοποιός ευδόκιμος, καλλιφωνότατος και της εξωτερικής μουσικής γνώστης. Απέθανεν εν Ρωσσία τω 1828, το δε περιέχον τα ποιήματα και τα σημειώματα αυτού κιβώτιον έμεινεν εις χείρας του μουσικού Γεωργίου ιερέως του Ρυσίου. Εποίησε κατά την αρχαίαν μέθοδον αλλ’επί το εξηγηματικώτερον το αργόν Αναστασιματάριον Πέτρου του Πελοποννησίου, εμέλισε χερουβικά κατά τους οκτώ ήχους, κοινωνικά ισάριθμα της εβδομάδος, το παρά του πρωτοψάλτου αδόμενον κατ’ ήχον σύντομον «Εις πολλά έτη» εις το τέλος των χερουβικών ψαλλομένου του Αλληλούια, και τα στιχηρά ιδιόμελα του Εσπερινού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ως και το οκτάηχον και δίχορον Δοξαστικόν στιχηρόν «Θεαρχίω νεύματι»

Ιωάννης Βυζάντιος, Πρωτοψάλτης της Μ.Εκκλησίας χειροθετηθείς μετά τον θάνατον Κωνσταντίνου του Βυζαντίου, ου ως εκ του βαθέως γήρατος οικουρούντος διετέλεσε πρότερον τοποτηρητής (1855). Εγεννήθη εις Νεοχώριον του Βοσπόρου, μαθητής γενόμενος Θεοδώρου Συμεών του Κοντού επωνυμουμένου. Εισήχθη εις τον πατριαρχικόν ναόν ως Β' δομέστικος τω 1824 επί Αγαθαγγέλου, Λαμπαδάριος διωρίσθη τω 1831επί Κωνσταντίου Α' του από Σιναίου, Πρωτοψάλτου όντος του μελωδικωτατoυ Κωνσταντίνου του Βυζαντίου, Πρωτοψάλτης δε ανεδείχθη κατά την α' πατριαρχείαν Ιωακείμ του Β'. Εκοσμείτο διά φωνής ζωηράς και ύφους εκκλησιαστικωτάτου. Εξέδωκεν επτάκις το Αναστασιματάριον, το Ειρμολόγιον των Καταβασιών Πέτρου του Πελοποννησίου δις, τα χερουβικά και κοινωνικά του Πέτρου, μίαν Ανθολογίαν μονότομον, συλλογήν καλοφωνικών Ειρμών διαφόρων ποιητών, και την τετράτομον Πανδέκτην μετά του Στεφάνου του Λαμπαδαρίου. Εμέλισεν ωδάς τινας εις Πατριάρχας, τον εις ήχον Βαρύν καλοφωνικόν ειρμόν «Κύκλω της τραπέζης σου» και τινας κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών. Τούτον αποθανόντα τη 20 ιουλίου του 1866 διεδέχθη Σταυράκης ο Γρηγοριάδης.

Στέφανος Μιχαήλ, Λαμπαδάριος της Μ.Εκκλησίας, Πρωτοψάλτου όντος του Ιωάννου Βυζαντίου Βυζάντιος την πατρίδα εκ της συνοικίας Ταταούλων, μαθητής Χουρμουζίου του Χαρτοφύλακος, κεκοσμημένος και διά του σοβαρού μουσικού ύφους, μιμητής αναδειχθείς Κωνσταντίνου του Πρωτοψάλτου. Της ψαλμωδίας άριστος εκτελεστής και μελοποιός ευδόκιμος. Τω 1840 εξέδωκε την «Μούσαν», εν η ερμηνεύει τα συστήματα των κλάδων της αραβοπερσικής μουσικής· τω 1850 εξέδωκε μετά Ιωάννoυ του Λαμπαδαρίου (του κατόπιν πρωτοψάλτου) την «Πανδέκτην», περιέχουσαν πολλά ποιήματα διαφόρων αρχαίων ποιητών εις τόμους τέσσαρας· την «Κυψέλην», συλλογήν ούσαν ιδιομέλων, απολυτικίων και άλλων ειρμολογικών τω 1862 εξέδωκε μίαν επίτομον Ανθολογίαν, περιέχουσαν ίδια έργα και άλλων ποιητών. Ο Στέφανος ηρμήνευσεν εις την νυν εν χρησει παρασημαντικήν τα μελουργήματα Κωνσταντίνου του Βυζαντίου. Παρεσκεύασε και Θεωρητικόν, όπερ ελλιπές μείναν ένεκα του τω 1864 επισυμβάντος θανάτου αυτού, ανεπληρώθη βραδύτερον υπό του μουσικοδιδασκάλου Παναγιώτου Κηλτζανίδου του Προυσαέως, όστις και πραγματείαν εις αυτό προσέθηκε «Περί ορθογραφίας». Eπιστασία του Κηλτζανίδου εξεδόθη το του Στεφάνου Ειρμολόγιον υπό του γαμβρού αυτού Δημητρίου Ιωάννου Πρωτοψάλτου.

Σταυράκης Γρηγοριάδης, ο εξ Αίνου καταγόμενος, Πρωτοψάλτης της Μ. Εκκλησίας επί πενταετίαν διατελέσας, μαθητής γενόμενος Γεωργίου πρωτοψάλτου Aίνου. Εγκρατής της εξωτερικής μουσικής και ειδήμων της χρήσεως της λύρας και της πανδουρίδος. Εχοροστάτησεν εις διαφόρους εκκλησίας της αρχιεπισκοπής Κων/πόλεως, εκ δε του δευτέρου χορού της εν Πέραν εκκλησίας των Εισοδείων κληθείς διωρίσθη Πρωτοψάλτης της Μ. Εκκλησίας, χωλαίνων όμως κατ’αρχάς ως προς το μουσικόν ύφος. Ζήσας 65 έτη, απεβίωσε τη 29 Ιανουαρίου του 1871. Τούτον διεδέξατο:

Γεώργιος Ραιδεστηνός ο Β', τοποτηρητής ων τότε του επιζώντος και ασθενούντος Στεφανού του Λαμπαδαρίου. Αμίμητος της ψαλμωδίας εκτελεστής και ουδενός δεύτερος των συγχρονησάντων αυτώ ιεροψαλτών, φημιζόμενος ιδία δια το αρχαϊζον πατριαρχικόν μουσικόν ύφος. Εγεννήθη τω 1833 εν Ραιδεστώ, ένθα και την μουσικήν, εδιδάχθη το πρώτον, τελειοποιηθείς εν Κων/πόλει παρά τω πρωτοψάλτη της Μ. Εκκλησίας Κωνσταντίνω τω Βυζαντίω, τη συστάσει του τότε εν Αντιγόνη εφησυχάζοντος πρώην Κων/πόλεως Κωνσταντίου Α΄ του από Σιναίου. Διετέλεσεν ιεροψάλτης εις διαφόρους εκκλησίας της αρχιεπισκοπής Κων/πόλεως, τω δε 1863 πατριαρχούντος Σωφρονίον Β΄ του από Αμασείας διωρίσθη Λαμπαδάρίος της Μ. Εκκλησίας, Πρωτοψάλτου όντος του Ιωάννου Βυζαντίου, τη 2 δε Φεβρουαρίου 1871, πατριαρχούντος Γρηγορίου του στ΄ ανεδείχθη ΙΙρωτοψάλτης, διαδεξάμενος Σταυράκην τον Γρηγοριάδην. Εκ των πατριαρχείων αποσυρ0είς κατά Οκτώβριον του 1876 εχοροστάτησεν εις τας εν Γαλατά εκκλησίας του αγίoυ Ιωάννον των Χίων, του αγίoυ Νικολάου και του Σωτήρος Χριστού, εις την εν Πέραν εκκλησίαν της αγίας Τριάδος και περί τα τέλη του βίου αυτού εις την εν Τσιβαλίω εκκλησίαν του αγίου Νικολάου. Ο Ραιδεστηνός εκάλλυνε και ερρύθμισε πάντα τα μαθήματα της ενιαυσίου ακολουθίας, πολλά εμέλισε διακρινόμενα διά το μελισταγές αυτών, εξέδωκε δε δύο μουσικάς βίβλους, εν οις εύρηνται οι ασματικαί ακολουθίαι της Μεγάλης Εβδομάδος και του Πεντηκοσταρίου μετά της τυπικής διατάξεως. Μελίρρυτα άσματα αυτού εξεδόθησαν εις το «Μουσικόν Απάνθισμα» του Δημητρίου Κυφιώτου (1894), εις το υπό του Αγαθαγγέλου Κυριαζίδου εκδοθέν τω 1896 «Εν άνθος της καθ’ ημάς εκκλησιαστικής μουσικής» και εις την εν Αθήναις εκδιδομένην μουσικήν εφημερίδα «Φορμιγγα» (Μουσικόν τεύχος του Α' έτους, σελ. 3 και 129). Διετέλεσεν επί τετραετίαν πρόεδρος του εν Γαλατάι ευδοκίμως λειτουργήσαντος Ελληνικού Μουσικού Συλλόγου (1880-1884) και διευθυντής και καθηγητής, της Μουσικής αυτού Σχολής (1882). Ανέδειξεν ολίγους αλλ’αξιολόγους μαθητάς. Απεβίωσε κατά Αύγουστον του 1889.

Νικόλαος Στογιάνοβιτς, Λαμπαδάριος της Μ.Εκκλησίας, Βυζάντιος την πατρίδα εκ της συνοικίας Τεκφούρ σεραίου, μαθητής γενόμενος Κωνσταντίνου του Βυζαντίου Πρωτοψάλτου της Μ. Εκκλησίας. Διεκρίθη διά το σεμνοπρεπές αυτού ύφος και το εύηχον της φωνής. Υπηρέτησεν εις τον πατριαρχικόν ναόν επί όλην πεντηκονταετίαν, διορισθείς το πρώτον Β' δομέστικος πατριαρχούντος Κωνσταντίου του Β΄, είτα Α΄ δομέστικος, πατριαρχούντος Σωφρονίου του Β΄, Λαμπαδάριος δε τω 1871, πατριαρχούντος το δεύτερον Γρηγορίον του ΣΤ΄. Παρητήθη οικειοθελώς εκ των καθηκόντων της Λαμπαδαρείας κατά Φεβρουάριον του 1888. Ο Νικόλαος υπηρετήσας και ως διδάσκαλος επί 38 έτη (1833-1871) εις την εν Φαναρίω δημοτικήν σχολήν, την ιδρυθείσαν υπό Κωνσταντίου Α' του από Σιναίου, εδίδασκεν αμα εν αυτή και την εκκλησιαστικήν ημών μουσικήν. Απεβίωσε τη 5 Ιανουαρίου 1893 υπερεννενηκοντούτης την ηλικίαν. Σεμνοπρεπή κρίνονται τα ανέκδοτα εισέτι μένοντα μουσουργήματα του μουσικού τούτου ανδρός.

Κωνσταντίνος Σαββόπουλος Α' δομέστικος της Μ. Εκκλησίας, λόγιος μουσικός, κεκοσμημένος διά του σεμνοπρεπούς μουσικού ύφους και μελοποιός ευδόκιμος· γεννηθείς εν 40 Εκκλησίαις της Θράκης, απέθανεν υπερεξηκοντούτης τώ 1882, Τα εγκύκλια μαθήματα διήκουσεν εις την εν Ξηροκρήνη πατριαρχικήν του Γένους Σχολήν, την δε μουσικήν παρά τω διακεκριμένω μουσικώ Στεφάνω τω Μωϋσιάδη. Διετέλεσε γραμματεύς του τότε μητροπολίτου Κρήτης και είτα Οικουμενικού Πατριάρχου Διoνυσίoυ του Ε', άμα δε και πρωτοψάλτης της ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης. Συνοδεύσας τον γέροντα αυτού εις την βασιλεύουσαν, διετέλεσε διευθυντής της δημοτικής σχολής Τσιβαλίου επί όλην πενταετίαν, άμα δε και ιεροψάλτης εις τας κεντρικωτέρας ενορίας της αρχιεπισκοπής Κων/πόλεως. Διωρίσθη το πρώτον Β' δομέστικος της Μ. Εκκλησίας, είτα δε και Α' τω 1871, ότε ο Ραιδεστηνός διωρίσθη Πρωτοψάλτης· εδίδαξε την μουσικήν εις την τότε Ιερατικήν σχολήν, σχολαρχούντος ταύτης του αρχιμανδρίτουΧρυσάνθου του Ιεροκλέους. Εξέδωκε τω 1881 τον «Κανόνα της Μ. Πέμπτης», ου προτάσσεται το «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις» και οις προσετέθησαν και αι Καταβασίαι «Ανοίξω το στόμα μου». Καταλείπει ανέκδοτον έργον επιγραφόμενον «Αργόν και σύντομον Αναστασιματάριον» κατά το ύφος της Μ. Εκκλησίας, μετά παραρτήματος περιέχοντος Καταβασίας κατ’έννοιαν. Ανέδειξε πολλούς μαθητάς.

Μιχαήλ Παυλίδης, Β' δομέστικος της Μ. Εκκλησίας, εκ των κρατίστων της ψαλμωδίας εκτελεστών και φημιζόμενος ως διατηρήσας απαραμείωτον το σοβαρόν αρχαίον πατριαρχικόν ύφος. Εγεννήθη τω 1840 εν Xίω, μαθητής γενόμενος του περιωνύμου μουσικού Σωτηρίου του Βλαχοπούλου και άλλων. Διετέλεσεν ιεροψάλτης εν ταις εκκλησίαις της αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως από του 1859, επί δεκαετίαν δε Β' δομέστικος της Μ. Εκκλησίας από του 1872-1881. Εδίδαξε τω 1882 την θεωρίαν της μουσικής εις την εν Γαλατά Μουσικήν Σχολήν του Ελληνικού Μουσικού Συλλόγου, διετέλεσε και μέλος της επί της ευκλεούς πατριαρχείας του εν τοις κάτω χρόνοις μέγα και ένδοξον όνομα αραμένου εν πατριάρχαις Διονυσίου Ε' του από Αδριανουπόλεως εργασθείσης Μουσικής Επιτροπής εν τοις πατριαρχείοις. Εμέλισε πολλά μουσουργήματα και ανέδειξε πολλούς μαθητάς. Απέθανε τη 2 Απριλίου του 1894 εν Κανδυλλίω του Βοσπόρου, ένθα από ικανών ετών κατώκει.

Γεώργιος Βιολάκης ο νυν τιμών από της 5 Νοεμβρίου 1875 την θέσιν της Πρωτοψαλτείας, και περί ου τον πρέποντα λόγον εποισάμεθα εν τω Πανηγυρικώ Λόγω τω εκφωνηθέντι υφ’ημών τη 4 Δεκεμβρίου 1900 επί τω πανηγυρισμώ της εξηκονταετηρίδος του μουσικού σταδίου και της εν τη Μ. Εκκλησία εικοσιπενταετηρίδος της πρωτοψαλτείας αυτoύ. Ερούμεν δε προσέτι περί του μουσικωτάτου τούτου ανδρός τα δέοντα εν ετέρω ευόγκω φιλοπονήματι ημών, τω «Λεξικώ των Ελλήνων μουσικών των από των αποστολικών χρόνων άχρι των καθ’ημάς ακμασάντων», εν ω περιληφθήσονται και αι σκιαγραφίαι των επιζώντων μουσικών, των ονομαστών της ασματικής τέχνης εκτελεστών, των περί της καθ’ημάς μουσικής γραψάντων και υπέρ της διασώσεως και καλλιεργείας ταύτης ζηλωτώς αγωνισαμένων και αγωνιζομένων.

Ο Γ. Βιολάκης ψάλλει εν τω πατριαρχικώ ναώ έχων τον Αριστείδην Νικολαΐδην Λαμπαδάριον από του Φεβρουαρίου του 1888 (ότε οικειοθελώς παρητήθη ο Νικόλαος Στογιάνοβιτς), πρότερον χρηματίσαντα Α΄ δομέστικον (1882-1888) εις διαδοχήν του επί του παναγιωτάτου Ιωακείμ του Γ' ένεκα γήρως απολυθέντος Κωνσταντίνου του Σαββοπούλου, Δομεστίκους δε εν μεν τω δεξιώ χορώ τον Ιάκωβον Ναυπλιώτην από του έτους, 1888, διατελέσαντα πρότερον (1881-1888) Β΄ δομέστικον και διάδοχον γενόμενον του απολυθέντος επί Ιωακείμ του Γ' Μιχαήλ Παυλίδου, εν δε τω αριστερώ τον Κωνσταντίνον Κλάββαν (1888-1904), αμφοτέρους μαθητάς αυτού εκ των διακεκριμένων.



Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα


Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα