Γεώργιος Παπαδόπουλος
Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)
Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη.
Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ Δ'
ΑΠΟ ΤΟΥ Η' ΑΙΩΝΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΜΑΪΣΤΟΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗ (700-1100)
Η εκ του Βυζαντίου εισαγωγή της Εκκλησιαστικής Μουσικής εις Ρωσσίαν.
Η Εκκλησιαστική Μουσική εισήχθη εκ του Βυζαντίου εις Ρωσσίαν κατάι τον Θ' αιώνα, ότε επί των ημερών του ιερωτάτου Φωτίου εδέχθησαν oι Ρώσσοι τον Χριστιανισμόν και τα λειτουργικά βιβλία των Βυζαντινών. Κυρίως όμως διεδόθησαν και εκραταιώθησαν παρά τοις Ρώσσοις η νέα θρησκεία, τα λειτουργικά βιβλία και η τότε εν χρήσει Βυζαντινή Μουσική υπό του εγγόνου της τον Χριστιανισμόν δεξαμένης τω 955 βασιλίσσης Όλγας Βλαδιμήρου, όστις τω 987 αποστείλας εις Κωνσταντινούπολιν δέκα Βογιάρους και βεβαιωθείς περί της αληθείας και μεγαλοπρεπείας της χριστιανικής θρησκείας, εβεβαιώθη άμα και περί της θαυμασίας και θεσπεσίας εκείνης ψαλμωδίας του περικαλλεστάτου ναού της Αγίας Σοφίας, ήτις κατέπληξε και κατέθελξε μάλλον των άλλων αυτούς. «Ενομίσαμεν, έλεγον oι πρέσβεις έκπληκτοι εις τον ηγεμόνα αυτών, ενομίσαμεν ότι μετεκομίσθημεν εις τους ουρανoύς· χορός Αγγέλων καταβαίνων εξ ουρανών έψαλλεν υπό τους θόλους της Αγίας Σοφίας μετά των Ελλήνων ψαλτών». Μετά δε την εν Κιέβω βάπτισιν Βλαδιμήρου του Μεγάλου, ο μητροπολίτης Μιχαήλ μετεκαλέσατο εις Κίεβον, εκτός πολλών Ελλήνων λογίων επισκόπων και ιερέων, και ψάλτας τινάς. Επί Ιεροσλαύου του Α΄ υιoύ του Βλαδιμήρου, ακμάσαντος τον ΙΑ' αιώνα, προσκαλούνται εις Ρωσσίαν τρεις Έλληνες ψάλται, οίτινες εδίδαξαν τας κατανυκτικάς εκκλησιαστικάς μελωδίας τας εν χρήσει εν Κωνσταντινουπόλει.
Αλλ’η ιερά αυτή μοναχή υπέστη συν τω χρόνω και τινας αλλοιώσεις, ως εκ της ροπής, ην έσχεν επ’αυτήν βραδύτερον η εκκλησιαστική μουσική των νοτίων Σλαύων. Kαι εδέησε μεν να προσκληθώσιν εκ Κωνσταντινουπόλεως διάφοροι προς αναθεώρησιν και κάθαρσιν των λειτουργικών βιβλίων και της μουσικής των Ρώσσων αλλά μεθ’όλας τας προς τούτο γενομένας αποπείρας, ούτε τα λειτουργικά βιβλία ούτε η μουσική, αυτών κατωρθώθη ουδέ να αφομοιωθώσι τέλεον προς τα της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Παραφθοράν μεγάλην υπέστη εν Ρωσσία η Εκκλησιαστική μουσική, εξ oυ ηναγκάσθη κατά το πρώτον ήμισυ του ΙΖ' αιώνος (1649) ο τότε πατριάρχης Νίκων να επιχειρήση δι’Ελλήνων και Ρώσσων μουσικών και ιδία διά του Αρσενίoυ Σουχανόβα, ον επί τούτω εξαπέστειλεν εις Ιεροσόλυμα, να προβή εις αναθεώρησιν και κάθαρσιν αυτής. Τούτο όμως δυσηρέστησε πολλούς, θεωρούντας πάσαν τοιαύτην καινοτομίαν ως ανατρεπτικήν της ορθής εις Χριστόν πίστεως και ιδρύθησαν υπ’αυτών ιδία σχισματικαί Εκκλησίαι, αι των Ρασκολνίκων, παρ’οις μένει έτι και νυν εν χρήσει η πάλαι παρεφθαρμένη εκκλησιαστική μουσική. Η επί του πατριάρχου Νίκωνος καθιερωθείσα μουσική παρέμεινεν έκτοτε εν χρήσει. Ως δε εν τη ημετέρα μουσική χρήσις εγίνετο το πάλαι του ελληνικού αλφαβήτου, ούτω και εν τη Ρωσσική του σλαυωνικού. Αλλά βραδύτερον μετεβλήθη και η μουσική των Ρώσσων παρασημαντική, αφ’ου χρόνου ιδία διεκρίθησαν παρ’αυτοίς τα διάφορα μέλη της Εκκλησιαστικής μουσικής, εν οις ονομαστότερα υπήρξαν το Ελληνικόν, Βουλγαρικόν, Κιέβειον, Σημαδιακόν, ων το τελευταίον ην κράμα Ελληνικής και Σλαυϊκής μουσικής, έχον ιδίαν παρασημαντικήν.
Βραδύτερον όμως oι Ρώσοι εσκέφθησαν να προσφύγωσιν εις την παρασημαντικήν της τετραφώνου μουσικής των Ευρωπαίων. Συν τη Ευρωπαϊκή παρασημαντική εισήχθη παρ’αυτοίς κατά μικρόν και αυτή η πολύφωνος ευρωπαϊκή μουσική, ιδία εις την Λειτουργίαν, τη ανοχή της διοικούσης Ιεράς Συνόδου. Η μουσική αύτη, δι’ης κατ’ αρχάς εψάλλοντο μόνον τα παπαδικά της λειτουργίας μέλη, επεξετάθη βραδύτερον και εις άλλα εκκλησιαστικά μέλη και προσέλαβεν ολίγον κατ’ ολίγον εθνικόν όλως χαρακτήρα. Η ρωσσική μουσική, αφισταμένη τόσον της ημετέρας όσον και της Ευρωπαϊκής, εκ μεν της πρώτης διετήρησεν αμυδράν τινά διάκρισιν των ήχων, εκ δε της δευτέρας παρέλαβε τους μουσικούς μόνον χαρακτήρας. Εις ακμήν μεγάλην έφθασεν αύτη επί, Νικολάου του Α', ότε ανεφάνησαν oι μεγάλοι μονουργοί Βορτνιάνσκης και Τουρτσιανίνος, εις ους ύστερον επηκολούθησαν ο Βινογράδωφ, ο Σοκολώφ και ο Λβόφσκης. Εν τω μητροπολιτικώ ναώ του Ισαάκ εν Πετρουπόλει και εν τω αυτοκρατορικώ ναώ εκτελούνται τα έργα του Βορτνιάνσκη υπό χορών, απαρτιζομένων εξ εκατόν ανδρών και παίδων, κινούσι δε τον θαυμασμόν και αυτών των Ευρωπαίων. Η διοικούσα Σύνοδος της Ρωσσίας συνέστησε δι’εγκυκλίου αυτής τω 1888 όπως επ’εκκλησίας γίνηται χρύσιςς μόνον των μουσουργημάτων του Βορτνιάνσκη, του Τουρτσιανίνου, και του Βινογράδωφ, ως διασωζόντων αυστηρόν εκκλησιαστικόν ύφος, αποκλείσασα την χρήσιν των μουσουργημάτων του Σοκολώφ και Λβόφσκη. Τετραφώνως ψάλλουσιν εν ταις εκκλησίαις των πόλεων της Ρωσσίας, εν δε ταις των κωμοπόλεων και χωρίων μονοφώνως, ως υπάρχοντος ενός μόνου ψάλτου.
Ιστορείται ότι πρό ολίγων δεκαετηρίδων εν τη εν Κιέβω μονή της Λαύρας, τη ιδρυθείση τον ΙΑ' αιώνα, ην εν χρήσει ψαλμωδία, ήτις εκρίνετο διάφορος πάσης άλλης υφισταμένης εν Ρωσσία,. Τα περιέχοντα την ψαλμωδίαν ταύτην μουσικά βιβλία εισί γεγραμμένα επί μονοφωνίας, φέρουσι δε παρασημαντικήν ολίγον διαφέρουσαν της σημερινής εκκλησιαστικής παρασημαντικής εν Ρωσσία. Κατά τας τελευταίας δεκαετηρίδας επί των επί μιας φωνής τούτων βιβλίων εφήρμοσαν πιστότατα τριφωνίαν δι’ευρωπαϊκής παρασημαντικής. Την εν τη Λαύρα του Κιέβου μουσικήν αποκαλούσιν οι Ρώσσοι Ελληνικήν, ίσως διότι το πάλαι εν τη μονή ταύτη χρήσις εγίνετο της Βυζαντινής μουσικής, την οποίαν, καίτοι νυν μετέβαλον, νομίζουσιν όμως ότι κατέχουσιν εσέτι.
|