Γεώργιος Παπαδόπουλος
Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)
Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη.
Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.
Η ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ (700-1453)
ΠΕΡΙΟΔΟΣ Γ'
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ: Ο ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΔΙΑΡΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΤΗΣ
Βίος Ιωάννου του Δαμασκηνού.
Ως εν τη ιστορία αναφαίνoνται ιεράρχαι, οίτινες ου σμικράν επιρροήν εξασκούσιν επί του βίου της Εκκλησίας, τα δε ονόματα αυτών είναι εποχαί χαρακτηριστικαί της ιστορίας αυτής της Εκκλησίας, ούτω και εν τη ιστορία της καθ’ημάς εκκλησιαστικής μουσικής βλέπομεν εξόχους υμνογράφους και μουσικωτάτους άνδρας, αποκρυσταλλώσαντας εν τη θεία τέχνη την ιδίαν αυτών προσωπικότητα, διότι η ιστορία αυτών είναι και ιστορία της ιεράς μουσικής. Εν τοις τοιούτοις καταλεκτέον τον εν αγίοις Ιωάννην τον Δαμασκηνον, τον μέγαν τούτον πατέρα και διδάσκαλον της Εκκλησίας, όστις ην κατά την μαρτυρίαν του Σουΐδα «ανήρ ελλογιμώτατος και ουδενός δεύτερος των κατ’αυτόν επί παιδεία λαμψάντων», διακριθείς ως βαθύς αριστοτελικός φιλόσοφος, ως διάσημος θεολόγος τας βάσεις θέμενος της δογματικής θεολογίας, και ως έξοχος υμνογράφος, ιδία δε ως κορυφαίος εν τοις ιερoίς της Εκκλησίας μελωδοις και ασματογράφοις, θεωρούμενος το μεταίχμιον της αρχαίας και νεωτέρας εκκλησιαστικής ημών μουσικής, διαρρυθμίσας και ανακαινίσας την ιεράν μουσικήν και την παρασημαντικήν αυτής και φραγμόν θέμενος εις την αρξαμένην από του Δ' μ.Χ. αιώνος και προϊόντος του χρόνου επαυξήσασαν περί την μουσικήν κατάχρησιν, και αποκαθάρας το εκκλησιαστικόν άσμα εκ των απρεπών και αναρμόστων μελών της εν τη Εκκλησία εισαχθείσης θυμελικής μουσικής, μηδαμώς όμως απορρίψας τα προγενέστερα εκκλησιαστικά άσματα, άτε υπό της αρχαιότητος καθιερωμένα. Και ως oι αρχαίοι Έλληνες την μoυσικήν αυτών παρέλαβον μεν εν μέρει παρ’ άλλων λαών, των Φρύγων και Λυδών (Φρύγιος και Λύδιος τρόπος ή ήχος), εφρόντισαν όμως είτα ν’ αναπτύξωσι και προαγάγωσιν αυτήν και να ενατυπώσωσιν εις την ξένην μουσικήν τον ίδιον χαρακτήρα αναδείξαντες αυτήν όντως ελληνικήν, ούτω και ο Χριστιανισμός μη αρκεσθείς εις ό,τι παρέλαβε παρά της εθνικής των Ελλήνων μουσικής, εφρόντισε να μεθαρμόση την μoυσικήν τούτων εις τας ανάγκας της θείας λατρείας αυτού, να καλλιεργήση δ’είτα και προαγάγη αυτήν συν τω χρόνω εις βαθμόν κινήσαντα τον θαυμασμόν. Ούτω διεμορφώθη η Βυζαντινή λεγομένη μουσική, oύσα η αρχαία Ελληνική, τροποποιηθείσα όμως και διαρρυθμισθείσα υπό των Πατέρων της Εκκλησίας και ιδία υπό του Δαμασκηνού, συμφώνως προς τας απαιτησεις της αγίας ημών θρησκείας και τον χαρακτήρα της εκκλησιαστικής ποιήσεως και υμνωδίας. Από του Δαμασκηνού άρχεται η δευτέρα περίοδος της μελοποιΐας, καθ’ ην το ηνωμένον έργον του συγγραφέως και μουσικού ήρξατο να διακρίνηται, διό και οι ποιηταί εκαλούντο υμνογράφοι και ουχί μελωδοί· σπανίως δε oι αυτοί εποίουν εκείνο όπερ εμέλιζον, ως Μανουήλ ο Χρυσάφης και άλλοι. Και η μεν Α΄ περίοδος της μελοποιΐας αρχομένη από των πρώτων αιώνων και εξικνουμένη μέχρι του Η' αιώνος περιλαμβάνει το Ειρμολογικόν και Στιχηραρικόν μέλος, καθ’ο αι μελωδίαι ήσαν μάλλον λιταί και σύμμετροι και ανάλογοι προς τας όλως πλατωνιζούσας ιδέας περί ιεράς μουσικής των εκκλησιαστικών Πατέρων των πρώτων αιώνων· η δε Β' περίοδος περιλαμβάνει διάφορα ψαλτικής είδη, oίoν, χερουβικά, κοινωνικά, αλληλουάρια, κρατήματα, πολυελαίους, ανήκοντα εις το ΙΙαπαδικόν μέλος, το και διεξοδικώτερον των άλλων.
Ο Δαμαακηνός, κατ τους βιογραφησαντας αυτόν Θεοφάνην τον Ομολογητήν, τον περί τα μέσα του Ι' αιώνος ακμάσαντα πατριάρχην Ιεροσολύμων Ιωάννην, τον Μ. Λογοθέτην Κωνσταντινον τον Ακροπολίτην, τον Σουΐδαν και τον Κεδρηνόν, γεννηθείς τω 676 μ.Χ. μετέστη προς Κύριον τω 756. Πατρίδα έσχε την Δαμασκόν, εξ ης και Δαμασκηνός καλείται, συγχεόμενος υπό πολλών των νεωτέρων προς τους εξής συνωνύμους Δαμασκηνούς: 1) Ιωάννην Δαμασκηνόν τουπίκλην Μεσουέ (855), ακμάσαντα επί Θεοφίλου αυτοκράτορος, τον ιατρόν επαγγελλόμενον και οπαδόν του δόγματος του Νεστορίου· 2) Δαμασκηνόν τον Στουδίτην μοναχόν Θεσσαλονικέα, συγγράψαντα διαφόρους εκκλησιαστικούς λόγους εις τας μνήμας των αγίων εις ύφος κοινότατον· 3) τον επίσκοπον Δαμασκηνόν, τον τα Ποικίλα συντάξαντα εις κοινήν γλώσσαν εκ τε του Αιλιανoύ και Αριστοτέλους και άλλων περί της των ζώων φύσεως· 4) τον Δαμασκηνόν επίσκοπον Ρονδίνης, έχοντα σύγγραμα, δι’ ου ταλανίζει τους επισκόπους της Ελλάδος.
Ο ιερός Δαμασκηνός είλκε το γένος εξ επιφανεστάτου οικου· ο πατήρ αυτού Σέργιος, διοικητής ων της εις τους Σαρακηνούς υποτεταγμένης Δαμασκού, κατ’άλλους δε θησαυροφύλαξ του Καλίφου Αβδούλ Μελίκ του Α', εξηγόρασε τον εκ Καλαβρίας της Ιταλίας ορμώμενον αιχμάλωτον Κοσμάν, τον και Ξένον και Ικέτην και Ασύγκριτον επιλεγόμενον, υφ’ον και εξεπαίδευσεν επιμελώς τον Ιωάννην, ως και τον συνώνυμον τω διδασκάλω, και διάσημον της Εκκλησίας ασματογράφον, τον ύστερον χρηματίσαντα ιεράρχην της είκοσι στάδια απεχούσης της Γάζης επισκοπής Μαϊουμά. Προτροπή και παρακλήσει του πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννου ενδύεται ο Δαμασκηνός το μοναχικόν τριβώνιον και χειροτονείται, υπ’αυτoύ πρεσβύτερος. Εκλεξάμενος δε ως ερημητήριον την ου μακράν των Ιεροσολύμων κειμένην μονήν του αγίου Σάββα, εξ oυ και Ιεροσολυμίτης λέγεται,, διήλθεν εν αυτή τον βίον συγγράφων και μελετών, και πολεμών ισχυρώς κατα των εικονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ' του Ισαύρου και Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου και δι’επιστολών παραινών τους εν Κωνσταντινουπόλει, και προασπίζων την τιμήν και προσκύνησιν των εικόνων. Ιστορείται μάλιστα ότι ο Λέων παροργισθείς διέταξε να μιμηθώσι την γραφήν του Δαμασκηνού και απέστειλεν εις τον Καλίφην πλαστήν επιστολήν αυτού, δι’ης ούτος προσέφερε την Δαμασκόν εις τους Βυζαντινούς, ο δε Καλίφης απέταμε την δεξιάν αυτού, ήτις όμως ιάθη εκ θαύματος· τότε δε ο ιερός ψάλμωδός ανέμελψε τον Α΄ Ειρμόν του Κανόνος του Α' ήχου «Σου η τροπαιούχος δεξιά, θεοπρεπώς εν ισχύϊ δεδόξασται». Ένεκα της ευγλωττίας αυτού επωνομάσθη και «Χρυσορρόας» ή «Χρυσόστομος» υπό δε των μελωδών «Μαΐστωρ της μουσικής». Υπό του Κοπρωνύμου εκλήθη σκωπτικώς «Μανσούρ», υπ’άλλων δε πολεμίων αυτού επωνυμικώς προς χλεύην «Σαραβαΐτης» και «Αρκλάς». Η Ανατολική Εκκλησία εορτάζει την μνήμην αυτού τη 4 δεκεμβρίου, η δε Δυτική τη 6 μαΐoυ.
|