Γεώργιος Παπαδόπουλος
Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)
Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη.
Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β'
ΑΠΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ (323 -700 π.Χ.)
Η Αμβροσιανή ψαλμωδία και η Γρηγοριανή.
Δημιουργός της Εκκλησιαστικής Μουσικής εν τη Εσπερία υπήρξε λήγοντος του Δ΄ αιώνος ο περιώνυμος επίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος, καίτοι αρχομένου του αυτού αιώνος ιδρύθησαν Μουσικαί σχολαί υπό των Παπών Σιλβέστρου και Ιλαρίου προς καταρτισμόν των μελλόντων ψαλτών της Ρωμαϊκης Εκκλησίας. Η Αμβροσιανή μουσική κεκτημένη ρυθμικόν τόνον, διεκρίνετο εν αρχή διά την σεμνότητα και το επιβάλλον αυτής και παρέμεινεν έκτοτε γνωστή ως Santus Ambrosianus. Μετά μικρόν όμως προσέλαβε τοιαύτην έξαρσιν και τοιούτον πλούτον μελωδίας, ώστε ο ιερός Αυγουστίνος, καίπερ ανομολογών την βαθείαν εντύπωσιν, ην ενεποίει εις αυτόν, ουχ ήττον δεν απέκρυπτε τους φόβους αυτού, μήπως το εύηχον των τόνων αυτής, κατακηλούν τας αισθήσεις εξησθένιζε την δύναμιν του περιεχομένου των ύμνων επί το πνεύμα. Kαι όντως η μουσική του Αμβροσίου είχε προσλάβει κατά τον έκτον αιώνα επί τοσούτον κοσμικόν χαρακτήρα, ώστε εδέησε ν’αναλάβη την μεταρρύθμισιν και επαναφοράν αυτού εις το αυστηρόν εκκλησιαστικόν ήθος αυτός ο πάπας Γρηγόριος ο Διάλογος (590-604). Προσθετέον δ’ενταύθα ότι την μουσικήν αυτού επαγίωσεν ο Αμβρόσιος εν βιβλίω, κληθέντι Antiphonarium, και άπερ εστηρίζετο επί των τεσσάρων ελληνικών κυρίων ήχων, χρησιμεύσαν επί δύο αιώνας η βάσις διά την μουσικήν απάσης της Δυτικής Ευρώπης.
Η Γρηγοριανή μουσική, είναι η έκτοτε γνωστή, Cantus Romanus, firmus Choralis, μουσική μονόφωνος και αργή, προσεγγίζουσα μάλλον εις την αρχαίαν καταλογάδην ψαλμωδίαν. Την μουσικήν ταύτην εφροντισεν ο Γρηγόριος να παγιώση κατά το δυνατόν εν βιβλίω, όπερ συνταχθέν επί τούτω απεκλήθη Antiphonarium, και συνωδεύετο υπό ιδίας παρασημαντικής. Εν τω Αντιφωναρίω περισυνελέγησαν εν ωρισμένη σειρά πάντες oι μέχρι της εποχής εκείνης καθιερωμένοι εν τη Εκκλησία ψαλμοί και ύμνοι. Ο Γρηγόριος προσέθεσεν εις τους τέσσαρας κυρίους ήχους του Αμβροσίου και τους τέσσαρας πλαγίονς αυτών ήχους, παραλαβών τούτους εκ της Ανατολικής Εκκλησίας. ΙΙρος προφύλαξιν του συστήματος αυτού από πάσης διαφθοράς συνέστησεν εν Ρώμη και σχολήν της ψαλμωδίας, ήτις διετηρείτο τριακόσια έτη μετά τον θάνατον του ιδρυτού αυτής (+ 604), καί καθ’ όλον τούτον τον χρόνον παρείχε ψάλτας εις διαφόρονς χριστιανικάς Εκκλησίας. Εν τη σχολή εσώζετο και η κλίνη του θείου Γρηγορίου, το πρωτότυπον του Εκκλησιαστικού αυτού Τυπικού, και η μάστιξ, δι’ης ετιμώρει τους νέους κληρικούς τους αδεξίως ψάλλοντας και τους παίδας τους ανήκοντας εις τον εκκλησιαστικόν μουσικόν χορόν. Σχολεία μουσικής υποστηριχθέντα πάση δυνάμει υπό του Γρηγορίου καθιδρύθησαν εις διάφορα μέρη της Ευρώπης, ιδία δε εν Γαλλία και Γερμανία, και ούτω το γρηγοριανόν ασμα επεκράτησεν εφ’όλης της Δύσεως. Η μουσική της Δυτικής Εκκλησίας από του σχίσματος των δύο Εκκλησιών ηκολούθησεν ιδίαν οδόν, χωρίς όμως να παύση ούσα καθαρώς εκκλησιαστική μουσική. Έκτοτε προς τη Γρηγοριανή μουσική, ήτις μέχρι τούδε παραμένει μονόφωνος και ψάλλεται συνήθως υπό του κλήρου, ιερουργούντος, ανεφάνη και ανεπτύχθη βαθμηδόν από του τέλους ιδία της Α΄ μ.Χ. χιλιετηρίδος η πολύφωνος εκκλησιαστική μουσική, και δη εν συνοδεία του λεγομένου εκκλησιαστικού οργάνoυ (orgue). Η ελληνολατινική όμως μουσική ουδέποτε εξέλιπεν ολοτελώς εκ της Δύσεως· ήτο πάντοτε αριστοκρατική τέχνη διά τας υψηλάς της κοινωνίας τάξεις.
|