Γεώργιος Παπαδόπουλος
Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)
Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη.
Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β'
ΑΠΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ (323 -700 π.Χ.)
Oι από του Δ' αιώνος μέχρι του ιερού Δαμασκηνού υμνογράφοι και μελοποιοί.
Μεθόδιος ο Πατάρων επίκοπος, καρατομηθείς αρχομένου του Δ' αιώνος. Εποίησε διαφόρους ύμνους κατά των αιρετικών, προσέτι δε και τον Ιιαρθένιον ύμνον ως ψαλλόμενον υπό παρθένων προς τον Χριστόν ως εις Θεόν, σωζόμενον άχρι τούδε. Ευσέβιος ο Παμφίλου (+ 261-340), ο πατήρ της Εκκλησιαστικης ιστορίας, πρώτος συλλέξας εις εν όλον επιστημονικώς τα χρονικά των τριών πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, και εκ των κορυφαίων μελωδών της Εκκλησίας. Αθανάσιος ο Μέγας γεννηθείς εν Αλεξανδρεία τω 296, εγένετο επίσκοπος τώ 326 και απέθανε τω 374. Γράφει πολλά και χρησιμα περί της δυνάμεως και σημασίας της ψαλμωδίας εν τη βίβλω αυτού τη επιγραφομένη «Περί ψαλμών εις Μαρκελλίνον». Ο θείος Αθανάσιος κατά τους κριτικούς μετέσχε και του σχηματισμού της λειτουργίας των Προηγιασμένων. Κύριλλος ο Ιεροσολύμων, ο διά ψηφίσματος της Β' Οικουμενικης Συνόδου αναδειχθείς επίσκοπος της πατρίδος αυτού Ιεροσολύμων τω 350. Εποίησε διαφόρους ορθοδόξους ύμνους κατά των Αρειανών, μη σωζομένους. Ιλάριος ο Πικτώνων επίσκοπος (300-367), ειργάσθη γενναίως κατά των Αρειανών εν τη Δύσει. Θεωρείται εκ των πρώτων μελωδών της Δυτικής Εκκλησίας, διαδεξάμενος τον Λακτάντιον (303). Φάβιος Μάριος Βικτωρίνος ο ιερομάρτυς, Πεταβίων επίσκοπος (362), γράψας δε και λαμπρούς ύμνους. Επιφάνιος ο Κύπρου (310-403), εποίησεν ύμνους εκκλησιαστικούς. Εφραίμ ο Σύρος το γένος, εγεννήθη εν Μεσοποταμία αρχομένου του Δ΄ αιώνος, ετελεύτησε δε περί τα 378. Περιεβλήθη το μοναχικόν τριβώνιον και έφθασεν εις τον βαθμόν του διακόνου Εδέσσης ένεκα της άκρας ταπεινοφροσύνης αυτού. Oι Σύροι αποδίδουσιν εις αυτόν ύμνους τετρασυλλάβους, πεντασυλλάβους, εξασυλλάβους, επτασυλλάβους, και ωδάς πολυαρίθμους (12,000), δι’ων αντικατέστησε τους των αιρετικών ύμνους. Αι ώδαί αυτού εις την Θεομήτοοα. εις τους μάρτυρας και τους αγίους ήσαν εν χρήσει επί της εποχής αυτoύ εν τη συριακή λειτουργία. Εδίδαξε παρθένους μοναχάς να ψάλλωσιν ορθόδοξα άσματα εν τη Εκκλησία. Τα ποιήματα αυτού εχρησίμευσαν ως ύλη εις τους μεταγενεστέρους υμνογράφους π.χ. εκ του προς την Θεοτόκον ύμνoυ αυτού «Τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ασυγκρίτως πασών των ουρανίων στρατιών», ορμηθείς ο μελωδός Κοσμάς εποίησε τον Ειρμόν και τους λοιπούς στίχους της Θ' ωδής, ους ερραψώδησεν εις τα Διώδια ή Τριώδια της Μεγάλης Παρασκευής «Την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ». Του Εφραίμ σώζεται εκτός των πολλών αυτού συγγραμάτων και η ευχή «Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε». Βασίλειος ο Μέγας, ο της εν Καππαδοκία Καισαρείας επίσκοπος, εγεννήθη τω 329, εξεδήμησε δε προς Κύριον τη 1 Ιανουαρίου του 379. Εσπούδασεν εν Αθήναις διδαχθείς πάσαν την θύραθεν και έσω σοφίαν και αυτήν την Μουσικήν, σχών συμμαθητάς Γρηγόριον τον Ναζιανζηνόν και τον ύστερον αυτοκράτορα γενόμενον Ιουλιανόν τον ΙΙαραβάτην. Πρεσβύτερος ων εποίησε χάριν του λαού, βαρυνομένου εκ των μακρών και εκτενών προσευχών της αρχαίας λειτουργίας, ίδιον τύπον λειτουργίας συντομωτέρας. Εις την ιεράν μουσικήν ενησχολείτο μετά του ουρανοφάντορος Βασιλείου η μήτηρ αυτού Εμμέλεια, η αδελφή Μακρίνη και ο νεώτερος αδελφός αυτού καί υμνογράφος δοκιμώτατος Γρηγόριος ο Νύσσης της Καππαδοκίας επίσκοπος. Γρηγόριος Ναζιανζηνός ο και Θεολόγος επωνυμούμενος, ψηφισθείς επί της Β' Οικουμενικής Συνόδου επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Εν Αθήναις ενησχολήθη εις την σπουδήν πάσης μαθήσεως και δη και της Μουσικής. Επολέμησε κατά των Αρειανών, και εμελούργησε πολλούς κατά των αιρετικών ύμνους και ιδία κατά του Απολλιναρίου. Oι λόγοι του Γρηγορίου εχρησίμευσαν ως πηγή εις την μετά ταύτα υμνογραφιαν. Απέθανε τω 391 μ.Χ. Αμφιλόχιος Ικονίου επίσκοπος, ο ανδρείως αγωνισθείς κατά του Αρείου και ύμνους επί τούτω συντάξας. Απέθανε τω 391 μ.Χ. Δίδυμος Αλεξανδρεύς, έξοχος μελωδός της Εκκλησίας, ακμάσας περί τα τέλη του Δ' αιώνος. Αμβρόσιος Μεδιολάνων επίσκοπος, εγεννήθη εις Γαλλίαν τω 340, απεδήμησε δε τω 397. Διέταξε να ψάλλωνται εις την επισκοπήν αυτού ψαλμοί και ύμνοι κατά το έθος των Εκκλησιών της Ανατολής εξ υπαμοιβής. Έγραψε περί Μουσικής, εποίησε 12 ύμνους εκκλησιαστιχούς, και διερρύθμισε δια νέου Τυπικού την λειτουργίαν της Δύσεως κατά τον τύπον της Εκκλησίας της Ανατολής. Εγκοατής ων του μουσικού τονισμού της αρχαίας ελληνικής μουσικής, εποιήσατο χρήσιν της μονοσυλλάβου Παοαλλαγής τε, τα, τη, τω, και εφεύρε την μονοσύλλαβον Παοαλλαγήν διά την Διαπασών, Νε, ου, τως, ουν, α, να, βαι, νε, ου, τω και, κα, τα, βαι, νε. Εμορφωσε το λεγόμενον αμβροσιανόν άσμα Santus Ambrosianus, ου ο διακριτικός χαρακτήρ ην εν γένει ο ρυθμός. Υπάρχουσιν οι παραδεχόμενοι ότι ο Αμβρόσιος προς αποφυγήν των εθνικών ονομασιών αντεισήγαγεν εις τους τέσσαρας ελληνικούς πρωτοτύπους κυρίους ήχους, τον Δώριον, Λύδιον, Φρύγιον και Μιξολύδιον, ετέρας ονομασίας Πρώτος ήχος, Δεύτερος, Τρίτος, Τέταρτος, των δε λοιπών τεσσάρων παραγώγων τα ονόματα, άπερ διακρίνονται διά της υπό προθέσεως, Υποδώριος, Υπολύδιος, Υποφρύγιος και Υπομιξολύδιος αντικατεστάθησαν βραδύτεοον παρά Γρηγορίου του Διαλόγου διά της λέξεως Πλάγιος· οίον Πλάγιος Α', Πλάγιος Β', Πλάγιος Γ΄ ή Βαρύς, Πλάγιος Δ'. Επειδή δέ τινες παραδέχονται ου μόνον την ταυτότητα των ήχων των αρχαίων προς τους ημετέρους, αλλ’ωρισμένως θεωρούσιν αυτούς αντιστοιχούντας τον μεν Δώριον προς τον Πρώτον, τον Λύδιον προς τον Δεύτεοον, τον Φρύγιον προς τον Τρίτον, τον Μιξολύδιον προς τον Τέταρτον, σημειούμεν ενταύθα ότι την αντιστοίχησιν ταύτην δεν πρέπει να παραδεχώμεθα και ως προς την ταυτότητα του μέλους. Εκ της μεθόδου του Αμβροσίου έλαβον oι Ευρωπαίοι το σύστημα της μουσικής αυτών. Διόδωρος Αντιοχεύς, ήκμασε τώ 378. Αριθμείται εις την τάξιν των μελωδών της Εκκλησίας. Ιερώνυμος (340-420), ο πολυμαθέστατος των εκκλησιαστικών πατέρων της Δύσεως. Εν Ρώμη εδίδαξε την ψαλμωδίαν εις όμιλον ευσεβών, εν οις υπήρχον και γυναίκες έγγαμοι, χήραι και παρθένοι. Ρουφίνος (345-410), πρεσβύτερος της Ακυληίας, Ιταλός το γένος, 27 έτη διετέλεσε μετα της οσίας Μελάνης της Ρωμαίας προϊστάμενος κοινοβίου πεντήκοντα παρθένων μοναζουσών, μεθ’ων ενησκείτο εις τας ιεράς μελέτας και την Μουσικήν. Αυγουστίνος Ιππωνος επίσκοπος (353-430), ο μέγιστος των πατέρων της Δυτικής Εκκλησίας, διακριθείς και ως έξοχος μελωδός. Ιωάννης ο Χρυσόστομος (345-407), ο τω 377 ανελθών εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως. Ως μουσικός και υμνογράφος αντέταξε κατα των Αρειανών ύμνους και ωδάς ευσεβείς και είδος Τροπαρίων. Εις τον Χρυσόστομον αποδίδεται η αύξησις και επέκτασις των Αναστασίμων Αντιφώνων Αναβαθμών. Εκτός δε της συστάσεως των λιτανειών καθιέρωσε και παννυχίδας, δι’ας συνέταξε σύντομά τινα άσματα προς τιμήν της αγίας Τριάδος, μη σωζόμενα. Αναφέρει δε εις τας Ομιλίας αυτού εωθινούς και εσπερινούς ύμνους, προς δε και πνευματικούς, ψαλλομένους κατά το άγιον Πάσχα. Παλλάδιος, γεννηθείς εν Γαλλία τω 368, εποίησεν ύμνους εκκλησιαστικούς. Συνέσιος ο Κυρηναίος και επίσκοπος Κυρήνης της Αιγύπτου, εγεννήθη περί τα τέλη του Δ΄ αιώνος. Εποίησε τους σωζομένους δέκα λυρικούς εκκλησιαστικούς ύμνους, εξ ων διακρίνεται ο εις Χριστόν, όστις εψάλλετο άλλοτε εν πολλαίς της Ανατολής Εκκλησίαις, και εν τω οποίω η αυστηρότης του δόγματος διατηρείται πλήρης υπό την έξαρσιν των ποιητικών εικόνων. Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, μαθητής του Χρυσοστόμου, διακριθείς ως μελωδός. Κύριλλος ο Αλεξανδρείας, εις ον αποδίδονται το Τριαδικόν υμνολόγιον «O μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού», το εγκώμιον της Θεοτοκου «Άξιόν εστιν ως αληθώς», το χαριστήριον Απολυτήριο «Θεοτόκε παρθένε» και άλλα άσματα. Αυτός εποίησε και τον ιδιαίτερον τύπον των Ωρών της Μεγάλης Παρασκευής, ον ανεθεώρησεν ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος. Νειλος (450), μαθητής του Χρυσοστόμου· εποίησε διαφόρους εκκλησιαστικούς ύμνους. Θεοδώρητος ο Κύρου επίσκοπος (387- 458), μαθητής του Χρυσοστόμου, συνέγραψε εκκλησιαστικήν ιστορίαν, φημίζεται δε ιδίως διά τα επιγράμματα αυτού, άπερ αφιεροι εις τους αγίους και επέχουσι τόπον Τροπαρίων. Πρόκλος αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, μαθητής και διάδοχος του Χρυσοστόμου εις τον θρόνον (435). Εις αυτόν αποδίδουσι τον Τρισάγιον ύμνον και άλλους ύμνους. Άνθιμος και Τιμοκλής (460), εκ των αρχαιοτάτων ποιητών των Τροπαρίων. Ανατόλιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (449), εποίησε και εμέλισε πολλά στιχηρά εις διαφόρους εορτάς. Ο Αλλάτιος και άλλοι εις αυτόν αποδίδουσι τα εν τη Οκτωήχω Αναστάσιμα στιχηρά, τα καλούμενα «Ανατολικά», ων ποιητήν Βαρθολομαίος ο Κουτλουμουσιανός ουκ ατόπως θεωρεί Ανατόλιον τον Στουδίτην. Ανδρέας ο Πύρρος, ήκμασε περί τα μέσα του Ε' αιώνος. Εποίησε τα αυτόμελα εσπέρια στιχηρά προσόμοια εις την εορτήν των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (29 Ιoυνιoυ) προς ήχον Β' «Ποίοις ευφημιών στέμμασιν» και άλλα. Γεώργιος ο Χοιροβοσκός καλούμενος υπό των εχθρών αυτού, ήκμασε κατά τον Ε' αιώνα, ην δε άριστος γραμματικός και μουσικός. Κύρος Σμύρνης επίσκοπος, ανθήσας κατά τον Ε' αιώνα και ποιήσας τα στιχηρά μετά των ευχών και άπασαν την ακολουθίαν του αγιασμού των Θεοφανείων. Αυξέντιος, ο αββάς της Βιθυνίας, ήκμασε κατά τον Ε' αιώνα. Τη προσκλήσει του αυτοκράτορος Mαρκιανoύ παρέστη κατά την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον, ότε και συνέστησε πάσι τοις παρ’αυτώ να ενασχολώνται εις την Μουσικήν και εις πνευματικά άσματα. Εποίησε διαφόρους ύμνους και Τροπάρια. Συμεων Θαυμαστορείτης ο και Στυλίτης επωνυμούμενος (527-595), συνέταξεν ευχάς, λόγους διαφόρους και πολλά στιχηρά προσόμοια και ιδιόμελα. Σωφρόνιος Ιεροσολύμων πατριάρχης, έζη κατά τον Ζ' αιώνα, εγεννήθη δε εν Δαμασκώ της Συρίας. Ως άριστος μουσικός και υμνογράφος εποίησε διάφορα Τροπάρια, τα στιχηρά ιδιόμελα των μεγάλων Ωρών των Δεσποτικών εορτών Χριστουγέννων και Θεοφανείων, της Μεγάλης Παρασκευής και του Μεγάλου Αγιασμού «Φωνή Κυρίου». Θεωρείται ο πρώτος ποιητής των Τριωδίων και Τετραωδίων, ων ο αριθμός ην πολυάριθμος. Βαθμιαίως η χρήσις αυτών παρελείφθη και ιδία αφ’ης εποχής η μονή του Στουδίου εθέσπισεν ίνα χρήσις γίνηται των υπό των Στουδιτών Πατέρων συντασσομένων τοιούτων. Ο Σωφρόνιος μοναχός ων ανεθεώρησε το Τυπικόν του αγίου Σάββα, συνεπλήρωσε τον Επιλύχνιον ύμνον, και κατέστησεν αυτόν κρείττονα κατά τε μέλος και τον ρυθμόν. Επ’ ονόματι του Σωφρονίου σώζεται μουσικόν αργόν Στιχηράριον, ερμηνευθέν εις την νέαν γραφικην μέθοδον εκ της αρχαίας υπό Γρηγορίου του Πρωτοψάλτου. Γεώργιος Συρακουσών επίσκοπος, ο εν τω Μηναίω Σικελιώτης καλούμενος, υπό δε Λέοντος του Αλλατίου Σικελός. Ήκμασε περί τα μέσα του Ζ' αιώνος. Εποίησεν ανακρεοντείους τινάς στίχους, ως και πολλά στιχηρά, εν οις το «Ευφραίνου εν Κυρίω πόλις Θεσσαλονίκη» εις τον μεγαλομάρτυρα Δημητριον. Γεώργιος Πισίδης, έζησε κατά τας πρώτας δεκαετηρίδας του Ζ' αιώνος, διετέλεσε χαρτοφύλαξ, σκευοφύλαξ και ρεφερενδάριος της Μεγάλης Εκκλησίας, ήτοι της Αγίας Σοφίας, απήλαυε δε της ευνοίας Ηρακλείου του αυτοκράτορος και Σεργίου του Πατριάρχου. Έξοχος ποιητής και ασματογράφος, ποιήσας διάφορα ποιήματα εις ιαμβικούς στίχους, στιχηρά, διαφόρους ασματικούς κανόνας και τον Ακάθιστον ύμνον της Θεοτόκου, συγκείμενον εξ 24 Οίκων, ακολουθούντων κατά τάξιν τα 24 γράμματα του Αλφαβήτου. Θεόδωρος Συκεώτης, συνεχρόνησε τω Πισίδη· εποίησε διάφορα στιχηρά. Μαξιμος Ομολογητής (580-662), υπήρξεν ιδιαίτερος γραμματεύς του αυτοκράτορος Ηρακλείου, είτα δε εμόνασεν εις την εν Χρυσοπόλει μονήν, ης και ηγούμενος ανεδείχθη. Έγραψε πολλά και διάφορα, διάσημος επί παιδεία και ασματογραφία. Γερμανός Ομολογητής, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γεννηθείς εν Κων/πόλει μεσούντος του Ζ' αιώνος και τελευτήσας τω 740. Υπήρξεν εκ των διασήμων ασματογράφων, ποιήσας και μελωδήσας πολλά στιχηρά εις μνήμας αγίων και άλλας Δεσποτικάς και Θεομητορικάς εορτάς και ασματικούς Κανόνας. Λέων Βύζας ή Βυζάντιος ο και Σχολαστικός, εκ των επισήμων ύμνογράφων και ασματογράφων της Εκκλησίας, ανθήσας κατά τας αρχάς της Ζ' εκατονταετηρίδος· εποίησε πολλά στιχηρά και άλλα Τροπάρια. Κοσμάς Ξένος ή Ικέτης, εκ των εν Καλαβρία της Ιταλίας Ελλήνων καταγόμενος. Kαι Ξένος μεν καλείται διότι μετά των άλλων Χριστιανών αιχμαλωτισθείς εκ της υπό των Σαρακηνών κυριευθείσης Ιταλίας μετηνέχθη και αυτός εις την των κρατούντων πρωτεύουσαν πόλιν Δαμασκόν. Εξηγόρασε δ’αυτόν εκ των φυλακών ένεκα της πολυμαθείας αυτού ο ευσεβής Σέργιος, πατήρ Ιωάννου του Δαμασκηνού, τα μάλιστα ισχύων παρά τοις Καλίφαις, και διετήρει εν τω μεγάρω αυτού. Επειδή δε εις αντιμισθίαν της απελευθερώσεως της ζωής αυτού ικέτευε νυχθημερόν τον Ύψιστον υπέρ του ευεργέτου αυτού Σεργίου, εκλήθη και Ικέτης. Ο Κοσμάς λέγεται και Ασύγκριτος, ως μη υνάμενος να συγκριθή κατά την παιδείαν και αρετήν μετά των συγχρονησάντων αυτώ. Ο Κοσμάς εδίδαξε τα ιερά γράμματα και τας λοιπάς επιστημονικάς γνώσεις της ελληνικής παιδείας και την ιεράν Μουσικήν εις τον γνήσιoν υιόν του Σεργίου Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, και τον θετόν υιόν, Κοσμάν τον Αγιοπολίτην ή Ιεροσολυμίτην και Μελωδόν επωνυμούμενον. Κατέλυσε τον βίον τω 740 μ.Χ.
Ρμανός ο μελωδός, ο κορυφαιος των υμνογράφων της Εκκλησίας ημών, ποιητής των Κοντακίων και διάκονος της εν Βηρυττώ Εκκλησίας, εγεννήθη εις την Έμεσσαν πόλιν της Συρίας. Ήκμασε κατά τον στ΄ αιώνα, όστις είναι ούτως ειπείν, ο χρυσούς αιών της εκκλησιαστικής υμνογραφίας. Η γονιμότης του Ρωμανού υπήρξεν ανεξάντλητος, διότι εξύμνησεν απάσας σχεδόν τας εορτάς του έτους και πλείστους των αγίων. Θαυμάζεται ιδία παρ’αυτώ το πυρ του ενθουσιασμού, το βάθος του συναισθήματος και η μεγαλοπρέπεια της γλώσσης. Ο Ρωμανός είναι μέχρι σημερον το αντικείμενον της μελέτης και ερεύνης πολλών σοφών της Εσπερίας, Ιταλών, Γάλλων, Άγγλων και ιδία Γερμανών. Εις τούτων αποκαλεί αυτόν «νέον Πίνδαρον», έτερος δε «τον μέγιστον εκκλησιαστικόν ποιητήν του κόσμου». Εκ της Συρίας ήλθεν εις την εν Κων/πόλει μονήν της Θεοτόκου του Κύρον, ένθα σχολάζων έτυχε κατά την νύκτα της των Χριστουγέννων εορτής να υπνώση εν τη στ' ωδή πλησίον εις τον άμβωνα. Κατ' όναρ δε η Θεοτόκος επέδωκεν αυτώ ειλιγμένον χαρτίον («κόντος» και «κοντάκιον»), όπερ φαγών αυτός ευθύς ηξιώθη του ποθουμένου χαρίσματος, ήτοι εγένετο μουσικός και καλλίφωνος, πρότερον ων άμουσος παντελώς και αηδής κατά την φωνήν, και αμέσως ποιήσας και μελωδήσας έψαλεν απ’ άμβωνος, θαυμαζόντων πάντων των ευσεβών ακροατών, το «Η παρθένος σήμερον», όπερ «κοντάκιον» ωνόμασεν ο θείος Ρωμανός. Πρώτος εποίησεν υπερ τα χίλια Κοντάκια, εν οις διακρίνονται και τα εξής «Επεφάνη σήμερον»ι, «Τα άνω ζητών», «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον», «Ως απαρχάς της φύσεως» και άλλα, άτινα κατά τον στ' αιώνα αντικατέστησαν εν μέρει τας βιογραφίας των αγίων, αίτινες μέχρι της εποχής του Ρωμανού απετέλουν ουσιώδες μέρος της θείας λατρείας. Συνέταξεν ύμνους εις τας Δεσποτικάς, Θεομητορικάς και τας των επιφανών αγίων εορτάς, ως και τα εις τα Προεόρτια της Χριστού Γεννήσεως ψαλλόμενα αυτόμελα προσόμοια στιχηρά εις ήχον Πλάγιον Β' «Αι Αγγελικαί προπορεύεσθαι δυνάμεις». Έργον αυτού είναι και ο εν τώ Μεγάλω Κανόνι ψαλλόμενος συγκινητικός ύμνος «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα τι καθεύδεις;» ον απεμιμήθη είτα επί το περιφραστικώτερον Ανδρέας ο Κρήτης. Ο Ρωμανός εποίηαε πρώτος και τους Οίκους (κατά μεταφοράν εκ του Οίκου, περιέχοντος την περιουσίαν), ήτoι και μετά τα Κοντάκια αναγινωσκόμενα Τροπάρια, τα περιέχοντα εν εαυτοίς άπασαν την του αγίoυ και της εορτής υπόθεσιν. Ως πηγαί δε προς σύνθεσιν των Οίκων και Κοντακίων εχρησίμευσαν τω μελωδώ αυταί αι βιογραφίαι των μαρτύρων μετ' άλλων υπομνημάτων. Ο εν Μονάχω διάσημος βυζαντινολόγος καθηγητής Κρουμβάχερ εξέδωκε πολλά ανέκδοτα άσματα του Ρωμανού και άλλων, εκ χειρογράφων της εν Πάτμω βιβλιοθήκης της μόνης του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Υπό το όνομα «Κοντακάριον» εύρηται εν τη βιβλιοθήκη της Μόσχας ελληνική περγαμηνή χειρόγραφος, περιέχουσα Κοντάκια και Οίκους δι’όλον τον ενιαυτόν, αλλ’ ουχί και πάντα τα του Ρωμανού έργα. Ήδη δεν αναγινώσκομεν τα πολλά του Ρωμανού Κοντάκια, διότι ταύτα διεδέχθησαν oι Κανόνες. Εν χρήσει όμως παρέμεινεν ιδία ο περιώνυμος του Ρωμανού ύμνος εις την Γέννησιν του Xριστoύ, ου η πρώτη στρoφή απήρτισε το γνωστόν Κοντάκιον των Χριστουγέννων και όστις μέχρι του ΙΒ' αιώνος εψάλλετo κατ’έτος ειν καιρώ των επισήμων γευμάτων υπό των ηνωμένων χορών των λεγομένων Αγιοσοφιτών και Αποστολιτών. Η Εκκλησία ημών γεραίρει τη 1 Οκτωβρίου την μνήμην Ρωμανού του Μελωδού ως αγίου.
Γρηγόριος ο Διάλογος (590-604) πάπας Ρώμης, απεβίωσεν εν ηλικία 72 ετών. Ούτος καλλωπίσας και διαρρυθμίσας την από των αποστολικών χρόνων υπάρχουσαν θείαν λειτουργίαν των ΙΙροηγιασμένων, εισήγαγε ταύτην εις τε την Δύσιν και την Ανατολήν. Hν γνώστης του μουσικού συστήματος των αρχαίων Ελλήνων. Επειδή, δε το Αμβροσιανόν άσμα εκινδύνευε να διαφθαρή, ο ιερός Γρηγόριος ανεμόρφωσεν αυτό ως Santus Romanus και παρέσχεν αυτώ μεγαλοπρέπειάν τινα, ης εστερείτο το του Αμβροσίου. Εισήγαγεν εις το μουσικόν σύστημα και τους τέσσαρας πλαγίους ήχους ίνα πλατύνη την ασματικήν υμνολογίαν της εκκλησιαστικής ψαλμωδίας. Συνέταξε συλλογήν τών παραδεδεγμένων μελωδιών, περιέχουσαν άπαντα τα λειτουργικά άσματα και κληθείσαν Αντιφωνάριον. Ούτως εμορφώθη το Αντιφωνάριον των Ρωμαίων, όπερ χρησιμεύει ως βάσις διά την μουσικήν της καθολικής Εκκλησίας. Εις τον ιερόν Γρηγόριον αποδίδουσι την εν τη ημετέρα μουσική εισαγωγήν του Στιχηραρικού είδους, όπερ εκάλλυνε κατόπιν ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος.
Ανδρέας Κρήτης επίσκοπος ο και Ιεροσολυμίτης ως χρηματίσας αγιοταφίτης μοναχός και γραμματεύς Θεοδώρου του πατριάρχου Ιεροσολύμων, εκ των εξόχων της Εκκλησίας υμνογράφων και ασματογράφων. Νέα εποχή άρχεται εν τη εκκλησιαστική υμνογραφία δι’Ανδρέου του Κρήτης, όστις ήκμασε λήγοντος του Ζ΄ αιώνος. Πριν ή διορισθή επίσκοπος Κρήτης υπηρέτησεν ως διάκονος εν τη Μεγάλη Εκκλησία. Παρέστη κατ’εντολήν του Πατριάρχου Ιεροσολύμων εις την εν Κωνσταντινουπόλει το β΄ συγκροτηθείσαν στ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον. Πλην των ιερών αυτού συγγραμμάτων, εμουσούργησε τους Αίνους της Χριστού Γεννήσεως και άλλα Δοξαστικά, κανόνας ασματικούς εις διαφόρους δεσποτικάς και θεομητορικάς εορτάς και μνήμας αγίων, εμπεριεχομένους εν τω Τριωδίω, Πεντηκοσταρίω, και εν τοις 12 Μηνιαίοις του ενιαυτού. Αυτός υπήρξεν ο πρώτος εισηγητής των λεγομένων Κανόνων εν τη Εκκλησία. Αριθμείται ο πρώτος εν τοις Θεοτοκαριογράφοις της Εκκλησίας, ποιήσας εις οκτώ ήχους κανόνας παρακλητικούς εις την Θεοτόκον. Κατά την εν Κωνσταντινουπόλει διαμονήν αυτού εποίησε και το κράτιστον των έργων αυτού, τον εννεαώδιον Μέγαν Κανόνα «Βοηθός και σκεπαστής», όστις συγκείμενος εκ 280 Τροπαρίων ψάλλεται τη εσπέρα της Τετάρτης της Ε' εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και εν τω οποίω εξιστορεί την Παλαιάν και Νέαν Διαθήκην, συλλέξας παραδείγματα της αρετής και της κακίας, της μεν αρετής αμειβομένης, της δε κακίας τιμωρουμένης υπό τoυ Θεού, χορηγεί αρίστας συμβουλάς και διδαχάς προς αποφυγήν της αμαρτίας και απομίμησιν της αρετής επί ψυχική σωτηρία. Κατά την μαρτυρίαν δε των βυζαντινών ιστορικών, την ημέραν καθ’ην εψάλλετο ο Μέγας Κανών, οι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου μετεκόμιζον την υπό Λουκά του Ευαγγελιστού ζωγραφισθείσαν εικόνα της Οδηγητρίας εκ του εν Βλαχέρναις ναού εις τα ανάκτορα, την Τρίτην δε της Διακαινησίμου επανέφερον αυτήν λιτανεύοντες εις τον ναόν αυτής, ένθα ο Πατριάρχης ετέλει και λειτουργίαν.
|