Γεώργιος Παπαδόπουλος
Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)
Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη.
Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β'
ΑΠΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ (323 -700 π.Χ.)
Ψάλται και ισοκράται εν τη Εκκλησία.
Εν τη Εκκλησία μέχρι του Δ' μ.Χ. αιώνος έψαλλεν άπας ο λαός. Αλλ’επειδή oι ύμνοι συν τη εξαπλώσει του Χριστιανισμού επληθύνοντο, και επειδή συνήθως χασμωδίαι συνέβαινον, εκρίθη ως εύσχημον και εύρυθμον να υποκαταστήσωσι τον λαόν oι ψάλται διά των δύο χορών.
Μετά την εγκατάστασιν εν τη Εκκλησία της τάξεως των ψαλτών η εν Λαοδικεία τοπική Σύνοδος (+360) διά του ΙΕ' Κανόνος αυτής θεσπίζει ίνα μηδείς, πλην των καθιερωμένων ψαλτών, έχη το δικαίωμα του άρχεσθαι της ψαλμωδίας εν ταις συνάξεσι των χριστιανών «Περί του μη δειν πλην των κανονικών ψαλτών των από του άμβωνος αναβαινόντων και από διφθέρας ψαλλόντων, ετέρους τινάς ψάλλειν εν τη Εκκλησία». Εκ του ανωτέρω κανόνος μαρτυρείται προσέτι ότι oι ψάλται εν τη αρχαία Εκκλησία ίσταντο επί του άμβωνος, όστις ήτο εν τω μέσω του ναού· μεταγενεστέρως δε, του άμβωνος αρθέντος εκ του μέσου και μόνον εις το κήρυγμα ορισθέντος, oι χοροί ίσταντο εκατέρωθεν, ως και σήμεοον, έψαλλον δε εξ ενός βιβλίου και επί ωρισμένου κειμένου. Τα θέματα της ψαλμωδίας των ψαλτών υπεβάλλοντο υπό την εξέλεγξιν των επισκόπων ή των πρεσβυτέρων· παν δ’ότι ανεφέρετο εις την τέχνην της μουσικής αφίετο όλως εις τους ψάλτας. Διά δε της Δ' εν Καρθαγένη Συνόδου δικαιούμενος ο πρεσβύτερος να διορίζη τους ψάλτας άνευ της γνώσεως ή αδείας του επισκόπου, εχορήγει τον διορισμόν διά των εξής λέξεων του Ι' Κανόνος «Όρα, πίστευε και αποδέχου εν τη καρδία σoυ παν ό,τι άδεις τω στόματι, και ό,τι διά της πίστεως αποδέχη, τούτο πραγματοποίει δια των έργων».
Oι ψάλται αείποτε απήλαυον μεγάλης υπολήψεως, και μουσικαί δε σχολαί προς μόρφωσιν αυτών καθιδρύοντο. Επί των ημερών του ιερού Χρυσοστόμου oι ψάλται απετέλουν εν τοις ναοίς χορόν παρεμφερή προς τον σημερινόν, συγκροτούμενον ου μόνον εκ ψαλτών αλλά και εξ ισοκρατών, ως δηλούται έκ τινος χωρίου της εν λιμώ Ομιλίας του Μ.Βασιλείου και εκ της σζ' επιστολής Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Εν τη αρχαία Εκκλησία ο αριθμός των ψαλτών δεν ήτο ωρισμένος. Μαρτυρείται δε έκ τινος περικοπης της Νεαράς του Ιουστινινoύ «θεσπίζομεν μη περαιτέρω μεν εξήκοντα πρεσβυτέρων κατά την αγιωτάτην Μεγάλην Εκκλησίαν είναι, διακόνους δε άρρενας εκατόν, τεσσαράκοντα δε θηλείας και υποδιακόνους εννενήκοντα, αναγνώστας δε εκατόν δέκα και ψάλτας είκοσι πέντε, ως είναι τον πάντα αριθμόν των ευλαβεστάτων κληρικών της Μεγάλης Εκκλησίας εν τριακοσίοις είκοσι πέντε προσώποις και εκατόν προς τούτοι των καλουμένων πυλωρών» ότι, επί Ιουστινιανού ο ναός της αγίας Σοφίας εν Κωνσταντινουπόλει είχε 25 ψάλτας, πλην των 110 αναγνωστών, oίτινες εξεπλήρουν και καθήκοντα ψαλτών. Η Εκκλησία δια τoυ OΕ' Κανόνος της εν Τρούλω ΣΤ' Oικουμενικής Συνόδου (+553) και διά των θείων πατέρων αποδοκιμάζει τας ατάκτους κραυγάς των εν τοις ιεροίς ναοίς ψαλλόντων, ώρισε βραδύτερον δι’άπαντας τους ψάλτας ιδιαιτέρους κανόνας εν τω Εκκλησιαστικώ Τυπικώ του αγίoυ Σάββα, διώρισε δε συνάμα και επόπτας προς ακριβή εκτέλεσιν των ψαλλομένων τους επισκόπους, τους προεστώτας των εκκλησιών, προσέτι δε και αυτούς τους εκκλησιαστικούς υμνογράφους. Ιστορείται μάλιστα ότι ο ιερός Κοσμάς, ο μελωδήσας τον Κανόνα εις την εορτήν του Τιμίου Σταυρού, άλθέ ποτε εις Αντιόχειαν και εστη εν τω ναώ, όλως αγνώριστος, ακροώμενος του ψαλλομένου μουσουργήματος αυτού· επειδή δε δεν εψάλλετο κατά το μέλος το υπ’ αυτού ορισθέν, ο θείος μελωδός εποιήσατo πικράς παρατηρήσεις προς τους ψάλτας προς βεβαίωσιν μάλιστα οτι αυτός όντως είναι ο ποιητής του Κανόνος του Τιμίου Σταυρού, εποίησεν ενώπιον των Αντιοχέων ψαλτών και την δευτέραν Θ΄ωδήν «Ο δια βρώσεως του ξύλου».
|