Γεώργιος Παπαδόπουλος
Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)
Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη.
Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α'
ΑΠO ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΜΕΧΡΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ (1-323)
Η φωνητική μουσική εν τη Εκκλησία.
Προ της ιδρύσεως της χριστιανικής εκκλησίας δύο μέθοδοι ψαλμωδίας ήσαν γνωσταί, η καθαρώς φωνητική, και η φωνητική συνοδευομένη διά των φωνών των μουσικών οργάνων. Αλλ’οι πατέρες της Εκκλησίας εθέσπισαν, κατά το παράδειγμα της ψαλμωδίας του Σωτήρος ημών και των θείων Αποστόλων, όπως χρήσις γίνηται εν τη Εκκλησία μόνον της φωνητικής μουσικής, ένεκα της φυσικότητος και κομψότητος του φωνητικού οργάνου, απηγόρευσαν δε αυστηρώς την χρήσιν της οργανικής μουσικής, ως φερούσης χαρακτήρα κοσμικόν και ηδονικόν, και εν γένει ως εχούσης το ηδύ άνεν του ωφελίμου, το μέλος άνευ κειμένου. Εν ταις Αποστολικαίς Διατάξεσιν απαγορεύεται παντί χριστιανώ η ενόργανος μουσική, και ρητώς ορίζεται να μη βαπτίζωσι τους παίζοντας κιθάραν και βάρβιτον. Υπό των πατέρων oυ μόνον απεκλείσθη της Εκκλησίας η οργανική μουσική, αλλά και η μετά της φωνητικής συνένωσις δεν επετράπη, όπως μη κατακλύση η οργανική την διάνοιαν των μελωδουμένων ρημάτων, και μη διαταράττη τα εν τω ναώ διεγειρόμενα αισθηματα.
Την αρχαίαν τάξιν της χρήσεως εν τη Εκκλησίαι της φωνητικής ψαλμωδίας τηρούσι πιστώς πάσαι αι ορθόδοξοι Εκκλησίαι, η Ελληνική, η Ρωσσική, η Σερβική και αι λοιπαί, προσέτι δε και η Αρμενική. Άλλως όμως έδοξε τη Δυτική Εκκλησία, ήτις, ήττον συντηρητική της Ανατολικής, ενόμισεν ότι εδικαιούτο να καθιερώση την χρήσιν της ενοργάνου μουσικής, ως επικουρικής της φωνητικής μουσικής, εν ώρα λατρείας. Ούτως οι Δυτικοί αθετήσαντες τας διατάξεις των θείων της Εκκλησίας πατέρων εισήγαγον εν τη Εκκλησία όργανόν τι (orgue), όπερ τοις Έλλησι μουσικοίς και Κτησιβίου τω Αλεξανδρεί (145 π.Χ.) οφείλεται. Ατελές εν αρχή ετελειοποιή θη υπό του υιού του Κτησιβίου του μαθηματικού Ήρωνος, όστις και περιέγραψεν αυτό. Βραδύτερον δε ένα αιώνα π.Χ. αναφέρεται το όργανον υπό του λατίνου αρχιτέκτονος Βιτρουβίου, και μετά τρεις αιώνας υπό Αθηναίου του Δειπνοσοφιστού περιγράφεται, ως και εν επιγράμματι Ιουλιανού του αυτοκράτορος. Το όργανον τούτο λαβών ως θέμα του Γ' λόγου περί Προνοίας ο εκκλησιαστικός συγγραφεύς Θεοδώρητος ο της εν Συρία Κύρον επίσκοπος, ευφυώς συγκρίνει αυτό προς τον μηχανισμόν της ανθρωπίνης φωνής, και επαινεί τους χριστιανούς ως προτιμώντας του μηχανικού το φυσικόν όργανον εις ύμνον του Θεoύ. Το μουσικόν τούτο όργανον μετεχειρίζοντο oι Βυζαντινοί oυχί επ’εκκλησίας, αλλά κατά την σπουδήν και τας επισήμους δοκιμασίας εν τη εκκλησιαστική μουσική. και εν τω ιπποδρόμω. Εδωρήθη δε υπό του Κωνσταντίνου Ε' του Κοπρωνύμου (+ 757) εις τον βασιλέα των Φράγκων Πιπίνον τον Βραχύν, και ακολούθως υπό Μιχαήλ του Α' εις Κάρολον τον Μέγαν (787) και κατόπιν εισήχθη εν ταις Λατινικαίς Εκκλησίαις υπό Λουδοβικου του Ευσεβούς (822). Αλλά το όργανον τούτο το κανονισθέν μεταξύ των Δυτικών χριστιανικών κοινοτήτων διά συνοδικής αποφάσεως, και σήμερον έτι α) δεν είναι εν γενική χρήσει εν ταις εκκλησίαις Λυών· β) καθ’όλην την ευρείαν δικαιοδοσίαν του Πάπα ουδέποτε είναι εν χρησει εν καιρώ νηστείας, και γ) εν αυτή τη Ρώμη ουδέποτε υπάρχει εν χρήσει εν τω παρεκκλησίω του Σίξτου, και εν παντί ετέρω ναώ ιερουργούντος του Πάπα. Προσθετέον δε ότι πολλοί κατά καιρούς εκ των θεολόγων της Δύσεως απεδοκιμασαν την εισαγωγήν των μουσικών οργάνων εν ταις Δυτικαίς Εκκλησίαις.
|