Γεώργιος Παπαδόπουλος
Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)
Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη.
Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α'
ΑΠO ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΜΕΧΡΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ (1-323)
Αρχή και καταγωγή της εν τη αρχεγόνω Χριστιανική Εκκλησία καθιερωθείσης ιεράς Μουσικής.
Η ιστορία διηγείται ότι προ της ιδρύσεως της Χριστιανικής Εκκλησίας ο ελληνικός πολιτισμός, διά της απεράντου κυριαρχίας του Μ. Αλεξάνδρου μεταφυτευθείς εκ της Ελλάδος, εξηπλώθη εις τας ευρείας ασιατικάς χώρας από των ορέων της Μακεδονίας μέχρι της Ινδικής και από της Κασπίας μέχρι της Αιθιοπίας, επαγιώθη δε ιδια εις την μικράν Ασίαν, την Αρμενίαν, την Συρίαν, την Παλαιστίνην και την Αίγυπτον. Διά δε των διαδόχων του μεγαλεπηβόλου Μακεδόνος μονάρχου, των Πτολεμαίων και Σελευκιδών, η ελληνική γλώσσα, η ελληνική μουσική, πάσαι αι ελληνικαί τέχναι και επιστήμαι και η ελληνική βιομηχανία εκαλλιεργήθησαν τοσούτον εις πλείστας μεγάλας πόλεις, ας έκτισαν οι μεταναστεύσαντες εν τη Ανατολή Έλληνες, ώστε η εν Kιλικία Ταρσός, εν η εγεννήθη κι επαιδεύθη το πρώτον ο εβραϊκής καταγωγής μέγας των εθνών Απόστολος Παύλος, είχεν ελληνικάς σχολάς, αίτινες, κατά την μαρτυρίαν του Στράβωνος, εφημίζοντο ως ονομαστότεραι των εν Αθήναις και Αλεξανδρεία σχολών εν τε τη σπουδή της Φιλοσοφίας και της άλλης εγκυκλίου παιδεύσεως. Επί τοσούτον δε η ελληνική μουσική, ήτις ην εκ των κυριωτέρων μοχλών του ελληνικού πoλιτισμoύ, εκαλλιεργήθη και υπό των βαρβάρων εθνών της Ασίας, των εξελληνισθέντων υπό την κυριαρχίαν του Μ. Αλεξάνδρου και των διαδόχων αυτού, ώστε, κατά την μαρτυρίαν του Χαιρωνέως φιλοσόφου Πλουτάρχου «Kαι Περσών και Σουσιανών και Γεδρωσίων παίδες, τας Σοφοκλέους και Ευριπίδου τραγωδίας ήδον».
Αφού δε διά του ελληνικού πολιτισμού επετεύχθη ο εξελληνισμός της Ασίας, αναφαίνεται εν Παλαιστίνη ο Χριστιανισμός, εις ον ο ανατολικός ελληνισμός εχορήγησε την τελειοτάτην και τεχνικωτάτην των γλωσσών, την ελληνικήν, δι’ης και μόνης τα δόγματα και αι υψηλαί αλήθειαι και έννοιαι της νέας θρησκείας ηδύναντο να εξηγηθώσι, να αναπτυχθώσι και να διαδοθώσιν εις άπασαν την Ανατολήν, εχορήγησε τους αστικούς νόμους, δι’ ων η χριστιανική διδασκαλία ηδύνατο να διοργανωθή ως θρήσκευμα θετικόν, εχορήγησε και την ελληνικήν μουσικήν, ήτις ως προς την ανάπτυξιν και την δύναμιν εθεωρείτο κατά τους χρόνους της ιδρύσεως της χριστιανικής εκκλησίας ανωτέρα πάσης άλλης. Εντεύθεν και πάσαι αι χριστιανικαί εκκλησίαι κατά την σύστασιν αυτών καθιέρωσαν διά την θείαν λατρείαν μέλη της εθνικής των Ελλήνων μoυσικής.
Kαι οι πρώτοι Έλληνες χριστιανοί μη απαρνηθέντες μετά της ειδωλολατρείας παν ό,τι ελληνικόν ως ειδωλολατρικόν και βέβηλον, αλλά διατηρήσαντες πιστώς τα πατρώα, ήτοι την γλώσσαν της ειδωλολατρείας εν ταις χριστιανικαίς προσευχαίς και πλείστα ειδωλολατρικά ιερά έθιμα της των αρχαίων ιεροτελεστίας εν ταις χριστιανικαίς ιεροτελεστίαις, δεν απηρνήθησαν αναμφιβόλως ουδέ την πάτριον μουσικήν, το επικόσμημα της θείας λατρείας, αλλά διετήρησαν και διέσωσαν ταύτην και εν ταις χριστιανικαίς προσευχαίς. Εκ πολλών δε πατερικών χωρίων, και ιδία εκ της σφοδράς πολεμικής του χρυσορρήμονος Ιωάννου κατά της συγχρόνου των εθνικών θυμελικής Μουσικής, καταδείκνυται ότι η το πρώτον εν τοις ιεροίς ναοίς εισαχθείσα Μουσική έφερε τον αφελή και ανεπιτήδευτον χαρακτήρα της αρχαίας ευρύθμου λεγομένης ελληνικής μουσικής, ην οι πρώτοι αποστολικοί πατέρες παρέλαβον εκ της των εθνικών ιεράς Μουσικής, και ήτις ην όλως διάφορος της ευμελούς και, κατά Πλάτωνα, θυμελικής Μουσικής. Αναμφισβήτητον δε τυγχάνει ότι oι αποστολικοί πατέρες παν ό,τι υγιές εύρον και προσήκον τω πνευματικώ χαρακτήρα του χριστιανισμού παρέλαβον εκ της εθνικής μουσικής. Τω εκλεκτικώ τούτω τρόπω των πρώτων αποστολικών πατέρων της Εκκλησίας ηκολούθησαν και οι διάδοχοι αυτών, ως μαρτυρεί Κλήμης ο Αλεξανδρεύς ρητώς λέγων «Χρηστομαθή, φημί, τον πάντα επί την αλήθειαν αναφέροντα, ώστε και από Γεωμετρίας και Μουσικής, και από Γραμματικής και Φιλοσοφίας αυτής δρεπόμενον το χρήσιμον, ανεπιβούλευτον φυλάττειν την πίστην (Στρωματ. Kεφ. Θ'.).
Η εν τη αρχαία Εκκλησία εισαγωγή, της Ελληνικής Μουσικής μαρτυρείται προς τοις άλλοις και εκ των εξής: 1) Εν ταις χώραις, εν αις έζησαν και εμουσούργησαν οι των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού μελωδοί, επιτόπιος μουσική ην η Ελληνική, η εκ της Ελλάδος διά του Μ. Αλεξάνδρου και των Πτολεμαίων και Σελευκιδών μεταφυτευθείσα. 2) Πάντες oι μελωδοί και υμνογράφοι της χριστιανικής αρχαιότητος, όντες εγκρατέστατοι της ελληνικής παιδείας, ως μαρτυρούσι τα συγγράμματα αυτών, ήσαν ειδήμονες και της ελληνικής μουσικής, και επί τη βάσει ταύτης εμέλιζον τους πρώτους χριστιανικούς ύμνους εφαρμόζοντες επί των αρχαίων εθνικών μελωδιών χριστιανικά κειμενα. 3) Οι ιστορικοί Έλληνές τε και Ευρωπαίοι παραδέχονται ότι η τεχνική διασκευή της αρχαίας ελληνικής μουσικής εχρησίμευσεν ως βάσις της εκκλησιαστικής μουσικής, άλλοις λόγοις, η παρ’ ημίν ιερά μουσική τυγχάνει διάδοχος και κληρονόμος και θυγάτηρ γνησία της αρχαίας ελληνικής μουσικής τέχνης, και ό,τι έχει αύτη εκ της αρχαίας ελληνικής γενεαλογείται. Δεν δυνάμεθα βεβαίως να ισχυρισθώμεν ότι τα συστήματα, τα γένη, oι ήχοι, αι χρόαι κτλ. της αρχαίας ελληνικής μουσικής, διεσώθησαν εν τη ημετέρα μουσική ως είχoν το πάλαι, ουχ ήττoν αναμφίβολον είναι ότι η μουσική της Εκκλησίας διέσωσε κατ’ αδιάλειπτον παράδοσιν τρία συστήματα, τρία γένη, οκτώ ήχους, ημιτόνια, τριτημόρια και τεταρτημόρια τόνων, και την κλίμακα, ήτις από της υπάτης μέχρι της νήτης έχει το μέγεθος του προ του Τερπάνδρου δωρικού οκταχόρδου.
***
Το ζήτημα της γνησιότητος της μουσικής της χριστιανικής αρχαιότητος θεωρούντες εκ των ζωτικωτάτων, ερχόμεθα ίν’ ανασκευάσωμεν την δοξασίαν ενίων, θεωρησάντων την ημετέραν μουσικήν καθαρώς Εβραϊκήν Μουσικήν και μη έχουσαν σχέσιν προς την αρχαίαν ελληνικήν.
Oι την μουσικήν της Εκκλησίας Εβραϊκήν θεωρούντες, εστηρίζοντο πάντως εις την ομοιότητα μελών τινων της χριστιανικής αρχαιότητος προς την Εβραϊκήν μουσικήν, ήτις ετηρήθη ίσως υπό της εν Ιερουσαλήμ συστάσης πρώτης Εκκλησίας, της απαρτιζομένης εξ Εβραίων μόνον, ουχί δε και υπό των Εβραίων των λεγομένων της διασποράς, οίτινες καθιέρωσαν διά την δημόσιον λατρείαν μέλη της εθνικής των Ελλήνων μουσικής. Kαι Κλήμης ο Αλεξανδρεύς ιστορεί ότι η φωνητική μουσική των Εβραίων ωμοίαζε μόνον προς την ελληνικήν μουσικήν του δωρίου μέλους, και ότι oι Έλληνες ως ερασταί της μουσικής και ειδήμονες της θεωρίας της Εβραϊκής μουσικής επεξειργάσθησαν ταύτην κατά τας θεωρητικάς αρχάς της Ελληνικής μουσικής. Αλλ’ εάν μέλη τινά της Εκκλησίας ωμοίαζον προς τα της Εβραϊκης μουσικής, εκ τούτου δεν αποδεικνύεται ότι η εις την Εκκλησίαν εισαχθείσα μουσική ην η Εβραϊκή, αφού μάλιστα και η των Εβραίων, υπό την ελληνικήν επιρροήν κατά τον εξελληνισμόν του εν Παλαιστίνη και Αλεξανδρεία Ιουδαϊσμού, πολλώ προ της του Χριστού Γεννήσεως είχε καταπέσει. Ιστορείται ότι κατά την Β' π.Χ. εκατονταετηρίδα άπας ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Μακκαβαίων ανεπλάσθη επί το ελληνικώτερον, μεγάλη δε μερίς Εβραίων προσφιλώς διέκειτο προς τα ελληνικά ήθη, ψυχρώς δε προς το πάτριον θρήσκευμα και πολίτευμα. Αυτοί οι Εβραιοι εν τη Αγία Γραφή περιγράφουσιν ολόκληρον το σύστημα του εξελληνισμού της Παλαιστίνης, αποκαλούντες βασιλείαν Ελλήνων την βασιλείαν των Σελενκιδών, και μετάθεσιν εις τα ελληνικά, την αποδοχήν του επιβαλλομένου ελληνικού βίου υπό του βασιλέως Αντιόχου του Δ'. Oι Εβραίοι λοιπόν προ της ιδρύσεως της Εκκλησίας υπό την ελληνικήν επιρροήν εξελληνισθέντες, χρήσιν εποιούντo της ελληνικής γλώσσης, εν η ανεγίνωσκον την Αγίαν Γράφήν, και εις ην έγραφον τα συγγράμματα αυτών δύο ονομαστοί Ιουδαίοι συγγραφείς της Α' μ.Χ. εκατονταετηρίδος, Ιώσηπος ο Φλάβιος και Φίλων ο Ιουδαίος. Υπετάχθη δε η Εβραϊκή μουσική, ολοσχερώς υπό το σκήπτρον της Ελληνικής Μουσικής μετά την κατάργησιν του Ιουδαϊσμού (70 μ.Χ.) υπό του Ουεσπασιανού και τoυ υιoύ αυτού Τίτου, και την έκτοτε δισποράν των Εβραίων εις απάσας της οικουμένης τας χώρας.
***
Εξετάσωμεν ήδη μήπως η εις την Εκκλησσίαν εισαχθείσα μουσική ήτο ρωμαϊκής καταγωγής, αφού η Ελλάς προ της ιδρύσεως της του Χριστού Εκκλησίας υπέκυψεν εις την ρωμαϊκήν κυριαρχίαν.
Εν τη αρχή της χριστιανικής Εκκλησίας, η Ελλάς καίπερ στερηθείσα της πολιτικής αυτής ανεξαρτησίας, εν τούτοις διετέλει ο μόνος παιδαγωγός εν τη σφαίρα των τεχνών. Ο ρωμαϊσμός δεν κατώρθωσεν εν Ανατολή ό,τι κατώρθωσεν ο ελληνισμός· ο ρωμαϊσμός δεν κατώρθωσε να μεταδώση εις τούς υπό το σκήπτρον αυτού λαούς την γλώσσαν, την μουσικήν, τα ήθη, τον χαρακτήρα αυτού. Ο ρωμαϊσμός ουδ' επεχείρησε να καταπολεμήση την ελληνικήν γλώσσαν, η δε μεγάλη ελληνική κοινωνία έμενεν όλως αλλοτρία της των κρατούντων γλώσσης και εξηκολούθει λαλούσα και γράφουσα το πάτριον ιδίωμα. Οι Ρωμαίοι αντί να επιβάλλωσιν εις τους Έλληνας την ιδίαν αυτών γλώσσαν, αυτοί την ελληνικήν εξεμάνθανον. Εν Ρώμη ου μόνον oι φιλόσοφοι, oι ρήτορες, oι συγκλητικοί και oι στρατηγοί, αλλά και οι ύπατοι και οι αυτοκράτορες διελέγοντο ενίοτε και έγραφον ελληνιστί, και επί πάσι τούτοις αι δέσποιναι και αι θεραπαινίδες αυτών. Διά τούτο ουδέν το άπορον ότι ο Απόστολος Παύλος γράφων και προς Ρωμαίoυς επιστολήν δεν συνέταξε ταύτην εν τη λατινική γλώσση, αλλ’εν τη ελληνική.
Η επιρροή δε της ελληνικής μουσικής επί της των Ρωμαίων υπήρχε προ της του Χρστού Γεννήσεως, ως αποδεικνύεται εξ ιστορικών μαρτυριών. Ο ύπατος Μάνλιος Καπιτωλίνος (250 π.Χ ) ίνα εορτάση επισήμως τας κατά των Γαλατών νίκας αυτού προσκαλεί εξ Ελλάδος τους επιφάνεστέρους μουσικούς. Κατά την ίδρυσιν της Εκκλησίαs, ότε oι Ρωμαίοι διετέλουν το ισχυρότερον κράτος εν τω κόσμω, είχον επίσης οι Έλληνες μουσικοί μεγάλην σημασίαν εν Ρώμη. Επί της βασιλείας του Αυγούστου (64 π.Χ.) η Ρώμη ενθέρμως επροστάτευσε την ελληνικήν μουσικήν. Ο Τιβέριος (42 π.Χ.-37 μ.Χ.) μετά ιδιαιτέρας επιμελείας ενησχολείτο περί την ελληνικήν μουσικήν, και ο διάδοχος αυτού Καλλιγούλας (37-41 μ.Χ.) και ο Κλαύδιος, κατά τας επισημοτέρας εορτάς προσεκάλουν μουσικούς εξ Ελλάδος και δαψιλώς αντήμειβον αυτούς. Ο αυτοκράτωρ Νέρων (54-68 μ.Χ.), καλός μουσικός και αοιδός, εδείκνυε μεγάλην κλίσιν προς την ελληνικήν μουσικήν και ουχ άπαξ παρίστατο εν πάσι τοις δημοσίοις αγώσιν. Εκ των ανωτέρω εξάγεται ότι οι Ρωμαίοι κατά την ίδρυσιν της Εκκλησίας όσον αφορά την μουσικήν αυτών αμέσως τε και εμμέσως εξηρτώντο από της Ελλάδος, ήτις ήτο το αληθές βασίλειον της μουσικής τέχνης. Συμπεραίνοντες δε λέγομεν ότι η εις την αρχέγονον χριστιανικήν Εκκλησίαν εισαχθείσα μουσική δεν ήτο ούτε εβραϊκής, ούτε ρωμαϊκής, αλλ’ ελληνικης καταγωγής.
|