image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Η. Παπαδημητρακόπουλος

"Επί Πτίλων Αύρας Νυκτερινής"
Πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη


[Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήναι 1992]


5. Εγκώμιον του διηγηματογράφου

ΘΑΥΜΑΖΩ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΑ τον διηγηματογράφο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον οποίον και θεωρώ σπουδαιότατον δάσκαλο του είδους: υποκύπτω κάθε φορά σε όλη την κλίμακα της λογοτεχνικής του μαγγανείας. Κατόπιν, σε ώρες ρεμβασμού, αναλογίζομαι με κάποιο δέος, τα επί μέρους υλικά και τους τρόπους αυτής της μαγείας...

Τα περί της γλώσσης του Παπαδιαμάντη έχουν επισημανθεί πολλές, ευτυχώς, φορές — βουλιάζοντας, όμως, στην απόλαυση των κειμένων του, έχω συνεχώς την αίσθηση ότι το περιλάλητο γλωσσικό ζήτημα, ουδέποτε ανέκυψε για τον Παπαδιαμάντη, ή, εάν ανέκυψε, επελύθη μεγαλοφυώς.

Είναι εξαιρετικά περίεργο (για μένα ανεξήγητο) ότι την ίδια αίσθηση μου αφήνει ένα βιβλίο χαμηλών τόνων, ένα μυθιστόρημα που κινείται σε τελείως άλλους χώρους, και που εξεδόθη έξι χρόνια μετά τον θάνατο του Παπαδιαμάντη. Αναφέρομαι (με όλες τις επιφυλάξεις πού επιβάλλουν τα διαφορετικά μεγέθη) στο Φθινόπωρο του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου.

Ο διάλογος εξ άλλου (αυτή η αχίλλειος πτέρνα της γραμματείας μας), παρουσιάζει στο μυθιστόρημα αυτό μοναδική φυσικότητα. Είναι, άραγε, τυχαίο γεγονός η σύμπτωση των δύο δημιουργών σε ένα τόσο καίριο σημείο;

Πιστεύω ότι υπάρχει μια θετική ομοσχέτιση μεταξύ διαλόγου και γλώσσας: ο διάλογος στον Παπαδιαμάντη αποτελεί ένα από τα κορυφαία του επιτεύγματα, στηρίζει αλλά και αποκαλύπτει το φάσμα της γλώσσας.

Ο Παπαδιαμάντης εκμεταλλεύεται με θαυμαστό τρόπο τον διάλογο, προκειμένου να αρχίσει ένα διήγημα. Η τεχνική του εν προκειμένω είναι κυριολεκτικά ανυπέρβλητη! Ένα και μόνο παράδειγμα αρκεί, για να καταδείξει ποιας κλάσεως δημιουργός υπήρξε ο Παπαδιαμάντης: αναφέρομαι, στο διήγημα Πατέρα στο σπίτι!


- Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάννα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.

-Χωρίς πεντάρα;

- Ναι.

- Και τι έγινε ο πατέρας σου;

- Να, πάει να βρή άλλη γυναίκα.


Βλέπουμε πώς, αρχίζοντας το διήγημα, καταφέρνει αυτός ο ιδιοφυής διηγηματογράφος να του προσδώσει, με πέντε μόνο αράδες, ένα συγκλονιστικό ανθρώπινο βάρος.

Άλλοτε ο Παπαδιαμάντης (με τη μονότροπη, κατά Δημαράν και τους συν αυτώ, τεχνική...) αλλάζει τρόπους άρδην. Αρχίζει με φράσεις μακροπερίοδες, όπου ο ιστορικός ενεστώτας, ή ο αόριστος, μπλέκεται με αναδρομές, συνήθως σε τρίτο πρόσωπο άλλα ενίοτε και σε δεύτερο, ή άλλοτε η εναρκτήρια φράση είναι μια ολόκληρη μικρή ιστορία:

Δεν είχε μείνει πλέον ούτε τόσον νερόν εις την μικράν λίμνην, όσον διά να καραβίσουν ο Παντελής ο Φάντης και ο Χαράλαμπος ο Σανταβελής τα καραβάκια της, όταν εδραπέτευον κάθε δειλινόν από το σχολείον, με της ‘φύλακας’ κρεμαστούς υπό μάλης, και τρέχοντες ανεσήκωνον τας περισκελίδας των μακρόθεν, ούτε τόση μούργα, όσον δια να γεμίζη κάθε πρωί και βράδυ την μικράν φιάλην της η γριά-Παναγιού η Κοτρωνιώτισσα, μεταβαίνουσα από βούρκον εις βούρκον, και ξεχωρίζουσα με τον πήχυν της και με το τενεκεδένιο πενηνταράκι της το κατακάθισμα του λαδιού από το νερόν και από την λάσπην.
(Το σπιτάκι στο Λιβάδι)


Είναι αδύνατον, όσες φορές και αν διαβάσω τον Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου, να μην παραδοθώ στη μαγεία της αρχής αυτού του διηγήματος, με τη μακρότατη εναρκτήρια φράση:

Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των εις τον επάνω κόσμον — εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας.

Αναλόγου ύψους είναι και το κλείσιμο των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, το τέλος τους. Άλλοτε με μια καταληκτική φράση, σύντομη και ερωτηματική:

Και, ύστερον, πώς να μην μοσχοβολά το χώμα;
(Φτωχός Άγιος)


Άλλοτε με τη χρήση (και πάλι) του διαλόγου:

- Σύρε στο καλό, με τη σκαμπαβία, Μαθιέ μου π'λάκι μου, του είπε με τόνον ειλικρινούς συγκινήσεως το Λαδιώ• κρίμα που είμαι, μεγαλύτερη στα χρόνια από σένα• αν πέθαινε ο μπάρμπα-Μοναχάκης, θα σ’ έπαιρνα.
(Η Νοσταλγός)


Και άλλοτε με έναν τρόπο κάπως απόμακρον (αποφεύγω επίτηδες να χρησιμοποιήσω μια φθαρμένη εξ αλλοδαπής έκφραση, του συρμού τα τελευταία χρόνια), με φράσεις τολμηρότατης κατασκευής:

Ο πατήρ μου έμεινε σύννους ακούσας την διήγησιν.

- Σκληροτράχηλος είσαι! μου λέγει.

(Τα δαιμόνια στο ρέμα)


Εσηκώθη, ύψωσε την χείρα εις το ράφι και μου επαρουσίασε χάλκινον αγγείον παλαιόν, ολίγον τρύπιον εις την μίαν άκρην.
(Το θαύμα της Καισαριανής)


Τα υποκοριστικά, οι στίχοι τραγουδιών, δημοτικών ή μη, που παραθέτει, το χιούμορ, η λεπτή ειρωνεία, ο σαρκασμός, τα θαυμαστά επιρρήματα που συνθέτει («δένδρα εκόσμουν ευπαρύφως τας όχθας τας ορεινάς και τας αμμώδεις»), η πρωτοφανής παρατηρητικότητα, η μνήμη, και η περιγραφική ικανότητα που διαθέτει («εντός της μεγάλης ανηφορικής αυλής, εχούσης τριάντα σκαλοπάτια, δύο σπιθαμών το ύψος, μαρμάρινα»)

(Η Μαούτα)


ο ρυθμός και η μουσικότητα των φράσεων, ο συχνός και διάχυτος ερωτισμός, οι υποβλητικοί και ευρηματικοί τίτλοι, το απροσδόκητο και ευτυχές τέλος, το παιχνίδι τίτλου-τέλους (βλέπε, π.χ., το ‘Γυνή πλέουσα’), κ.ά., δημιουργούν κείμενα συναρπαστικά, πού θέλγουν τον αναγνώστη. Ο τελευταίος αιχμαλωτίζεται και υποκύπτει, ενώ αμοιβαία οικειότητα (και, γιατί όχι; και εμπιστοσύνη) τον συνέχει με τον συγγραφέα, ο οποίος χρησιμοποιεί με τόση ειλικρίνεια τις τρυφερότατες εκφράσεις:

Ως ανασηκωμένη ποδιά ωραίας χωριατοπούλας, όπου πλύνει τα ρουχάκια της, τα πουκαμισάκια της.
(Άγια και πεθαμένα)


Ήτο δειλινόν, και ήτο γλυκεία δροσίτσα εις το μπογάζι εκείνο.
(Στρίγγλα μάννα)


αν δεν έπλεε καμμία βρατσέρα ή καμμία γολετίτσα την νύκτα εκείνη εις το πέλαγος.
(Τα κρούσματα)


Ύστερα, ο πάτερ-Μελέτιος, ο οικονόμος μ’εμάλωσε να μη δίνω κομμάτια ψωμί και γαβαθάκια με κολοκύθια ή μελιτζάνες στους διαβάτες.
(Ο Αειπλάνητος)


κι εκολλούσε κεράκια στους Αγίους [...] το έστρων’ εκεί στα σκαλοπατάκια [...] πήγ’ ένα βράδυ να γεμίση το κανατάκι της.

(Η Αποσώστρα)


κατήρχετο γοργά-γοργά από τον λόφον με τα τσαρουχάκια του.
(Ολόγυρα στη λίμνη)


Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη κατακλύζει ένας έντονος ερωτισμός - τόσο έντονος, ώστε μπορούμε να θεωρήσουμε τον συγγραφέα τους ερωτικότατον, για να χρησιμοποιήσω τη λέξη που και ο ίδιος προκρίνει για τον Χατζη-Γιάννη στο Η χήρα παπαδιά.

Την εξαδέλφην Μαχούλαν... την εξαδέλφη μου Μαχούλαν. [...] -Εξαδέλφη Μαχούλα, ήρχισα εγώ.
(Η Φαρμακολύτρια)


Ήτο ήδη δεκαεπταέτις, κ’εφαίνετο να είναι είκοσιν ετών, εν υπερακμή ρώμης και καλλονής, ομοία με την Πρωτομαγιάν, το κορύφωμα τούτο της ανοίξεως, την ετοίμην να παραδώση τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον και δρεπανοφόρον θέρος-ερος.»
(Θέρος – ερος)


ως εύκολπα στήθη παρθένου, αναδίδοντα ζωήν και σφρίγος εις την πλάσιν.
(Ολόγυρα στη λίμνη)


και δια τας κόρας των κολληγισών του ακόμη, τας οποίας επταετής ήδη δεν ώκνεις να ερωτεύεσαι, φανταζόμενος ότι τρέχεις κατόπιν αυτών εις τους ορμίσκους.
ό.π.


Οποίον λεπτοφυές σώμα εσκέπαζεν η λινομέταξος ορφνή εσθής! Πώς διεγράφετο αρμονικώς η μορφή της με χνοώδη πάλλευκον χρώτα και τα ερυθρά μήλα των παρειών, με τον μελίχρυσον λαιμόν και με το ελαφρώς κολπούμενον στήθος της! Πόσον αβραί ήσαν αι χείρες, και πόσον μελωδική έπαλλεν εις το ους σου η θεσπέσια φωνή της! Η ξανθοπλόκαμος κόμη ατημέλητος ολίγον. [...] Ενθυμήσαι! Οποίον αίσθημα εδοκίμασες τότε, και πώς, δεκατετραετής μόλις ηρωτεύθης ήδη;
ό.π.


Ωραίες κοπέλες με υποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, με τραχηλιές ψιλοκεντημένες, με τους χυτούς βραχίονας και τα στήθη τα γλαφυρά.
(Τ’αγνάντεμα)


και είδα πράγματι ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ’ελούετο.
(Όνειρο στο κύμα)


Όλαι ή σχεδόν όλαι ήσαν ωραία κοράσια με γαλανά όμματα, με μαύρα όμματα, με βαθέα και αμαυρά και οινωπά όμματα, με λευκόν χρώτα, με μελίχρυσον και χλοάζοντα χρώτα, με μαύρους και ξανθούς και ούλους βοστρύχους, και μακρούς και καστανούς πλοκάμους, με ελαφρά βαθουλώματα περί τας κόγχας των οφθαλμών, με ωραία λεπτά ρόδινα ή αβρά και κοράλλινα χείλη, με κυανιζούσας φλέβας, με χαρίεντας λακκίσκους και γελασίνους υπό τας παρειάς, με αναστήματα νεοφύτων κυπαρίσσων, με λευκά τουλουπάνια, με λεπτά και διαφανή αλέμια περί την κεφαλήν, με κοντά φουστανάκια, με λευκάς περικνημίδας και με συρτάς εμβάδας.
(Ωχ! Βασανάκια)


Η πρώτη εξ αυτών, η λαλήσασα, εφαίνετο να είναι ως δεκαπέντε ετών• αι άλλαι, αδελφαί ή εξαδέλφαι της, θα ήσαν έως δώδεκα ή δεκατριών. Και αι τρεις είχον ήδη τους κόλπους ‘ως νεβρούς δορκάδος κοιμωμένους εν μέσω κρίνων’.
(Τα βενέτικα)


Μη ων αρμόδιος, δεν θα μιλήσω για την άλλη μεγάλη διάσταση των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη - τη θρησκευτικότητα, και ό,τι εξ αυτής απορρέει και ως στάσις ζωής, και ως έκφραση του λόγου. Αυτά έχουν λεχθεί κατά κόρον, αν και πολλές φορές ενοχλεί η προσπάθεια κάποιου ιδεολογικού σφετερισμού του παπαδιαμαντικού έργου, όπως και η απαράδεκτη απόπειρα μονοπωλήσεώς του υπέρ των εκάστοτε θρησκευτικώς κρατούντων του τόπου: ο Παπαδιαμάντης κολυμπούσε πάντα σε βαθιά νερά, πολύ πέραν των κοσμικών, φιλολογικών και των άλλων ρευμάτων...

Θα ήθελα να τελειώσω αναφέροντας πάρα πολύ προσεχτικά μερικούς απόηχους της γλώσσας του Παπαδιαμάντη στα ‘ληστρικά αναγνώσματα! Σπεύδω να διευκρινίσω ότι οι αναφορές είναι τυχαίες, και οι σχέσεις όλως επιφανειακές, οφειλόμενες προφανώς στο κοινό γλωσσικό αίσθημα της εποχής: άλλως τε, μην ξεχνάμε, τα ληστρικά αναγνώσματα ανήκουν στο είδος των λαϊκών αναγνωσμάτων. Η εδώ μνεία μερικών κοινών γλωσσικών τόπων δεν έχει άλλο σκοπό παρά να επισημάνει (από μια άλλη σκοπιά) την καθολική (αλλά και απροσδόκητη) λειτουργία της γλώσσας - λειτουργία, της ευαισθησίας της οποίας γινόμαστε κάθε τόσο, εν ονόματι προσωπικών απόψεων, επιλήσμονες.

Στα ληστρικά, λοιπόν, αναγνώσματα είναι άκρως οικεία η φράση «εξημέρωσαν έξωθεν» ή, «απήλθον της φιλόξενου ποιμενικής επαύλεως» - φράση που απαντάται, ως έχει ακριβώς, στον ‘Χρήστο Μηλιόνη’! Στο ίδιο κείμενο του Παπαδιαμάντη βρίσκουμε άλλες δύο, τουλάχιστον, φράσεις οι οποίες επανέρχονται κατά κόρον στα ληστρικά: «εμίσει εγκαρδίως τους ομοθρήσκους του» και (κυρίως) «οι κλέφται εθεώρησαν αλλήλους απορρηματικώς.» Στο διήγημα, εξ άλλου Γουτού Γουπατού βρίσκουμε την έκφραση «συνεπάθουν προς αυτόν» - έκφραση που συχνότατα επανέρχεται στα ληστρικά.

Σποραδικές τέτοιες φράσεις μπορούμε να ανιχνεύσουμε και σε προγενέστερους του Παπαδιαμάντη συγγραφείς, όπως π.χ. στον Παύλο Καλλιγά, στο γνωστό μυθιστόρημα του τελευταίου Θάνος Βλέκας (1855) - ή και σε συγχρόνους του Παπαδιαμάντη, όπως ο Βικέλας, ή και ο Κωνσταντίνος Μεταξάς Βοσπορίτης (στο Υπό την σκιάν των Φοινίκων, 1904). Και σε άλλους πολλούς, ασφαλώς.

Αντιθέτως, αδυνατούμε να εντοπίσουμε αντίστοιχες εκφράσεις στον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Τι μπορεί να σημαίνουν (αν σημαίνουν...) όλα αυτά, δεν γνωρίζω - δεν αντέχω, όμως, στον πειρασμό και θα κλείσω αυτό το κεφάλαιο, με την ακροτελεύτια φράση του ίδιου του Παπαδιαμάντη από τον Κακόμη :

Ως συγκυρία, ήτο πολύ παράδοξον.

Προηγούμενη Σελίδα