Η. Παπαδημητρακόπουλος
"Επί Πτίλων Αύρας Νυκτερινής" Πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη
[Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήναι 1992]
2. «Μετ’ εξοικονομήσεως…»
ΕΓΡΑΦΑ* την 22 (Σεπτεμβρίου 1874) ότι την 29 ή 30 να επισκεφθή το ταχυδρομείον δια να λάβη) επιστολήν μετ' εξοικονομήσεως. Την 25 Σεπτεμβρίου τω έγραψα κλείσας και δεκάδραχμον.
Ο πατήρ
+ Σακελλίων Αδαμάντιος Εμμανουήλ
Αθήναι, 18 Αυγούστου 1889.
Σεβαστέ μου πάτερ,
[...]
Ευρίσκομαι χωρίς λεπτόν, διότι επλήρωσα τα χρέη μου και έκαμα ρούχα. Αλλά αν τυχόν έχετε ανάγκην από λεπτά, παρακαλώ τον κ. Αλέξ. Μωραϊτίδην, ον ασπάζομαι, να σας δώση πενήντα δραχμάς, και άμα έλθη εις Αθήνας τάχιστα, συν Θεώ, θα τω τας αποδώσω.
Ασπάζομαι την δεξιάν σας και της μητρός
ο υιός σας Αλέξανδρος
Εν Σκιάθω τη 19 Σεπτεμβρίου 1893.
Υιέ μου Αλέξανδρε,
Με τον Αλέξανδρον Μωραϊτίδην σου εστήλαμαι 3 φανέλας τώρα δε με τον εξάδελφόν μας Σ. Οικονόμου να λάβης τρία υποκάμησα της κόλας και τρία εσώβρακα, και αργότερα θα σου στήλομαι και άλλα πέντε τα τρία της κόλας και δύο νυχτικά και με υγίειαν να τα χαλάσης...
σε εύχομαι και μένω
η μήτηρ σου Αγγελική Αδαμαντίου Οικονόμου
Καίτοι με απωθούν, γενικά, οι επιστολές των επιφανών (η πόζα τους, η κατασκευή, η πεποιημένη υστεροφημία, οι γλυκανάλατες εκφράσεις, οι ευγενικές, γενικόλογες και κενές ρήσεις, η ψευτιά που κουβαλάνε), με συγκλονίζει η αλληλογραφία του Παπαδιαμάντη με τους γονείς του. Βλέπουμε εναργέστατα σ' αυτήν μια δραματική συνιστώσα του παπαδιαμαντικού έργου, τη στέρηση. Όταν ό παπα-Αδαμάντιος εξοικονομεί ένα δεκάδραχμο και το «εγκλείει» στο γράμμα του προς τον Αλέξανδρο, ο Παπαδιαμάντης είναι ακόμη 23 ετών —αλλά όταν ο τελευταίος γράφει ότι «βρίσκομαι χωρίς λεπτόν» και να παρακαλέσουν τον Μωραϊτίδη για δανεικά, έχει ήδη πατήσει τα 38—, όταν, δε, η μάνα του του στέλνει από το νησί πουκάμισα, φανέλες και σώβρακα, ο Παπαδιαμάντης έχει καβατζάρει τα 42, και μάλλον περιφέρεται με το παλτό που του έστειλε από το Λονδίνο (αποφόρι του, πάντως) ο Αλέξανδρος Πάλλης. Το περίφημο εκείνο παλτό, αρκετά τριμμένο, που ο Παπαδιαμάντης προσάρμοζε επάνω του με παραμάνες...
Με ταξιδιώτες, συγγενείς, φίλους, ή τον τροφοδότη του πλοίου «Πανελλήνιον», ο παπάς στέλνει στον Αλέξανδρο ό,τι καταφέρνει και εξοικονομεί, τα σημειώνει δε με κάθε επιμέλεια. Χρήματα, «τσοράπια μάλλινα», «κυδώνια εντός κοφινίου», «δύο εσώβρακα άσπρα», «οκταπόδιον οκά 1.275», «36 αυγά βαμμένα», «ολίγα σύκα», «αστακοουρές», «δύο ζεύγη κάλτσες βαμβακερές», κ.ο.κ. Πίσω από όλη αυτή τη συνεχή φροντίδα, δεν είναι καθόλου δύσκολο να φαντασθούμε τη διαρκή αγωνία της παπαδιάς.
Και ο Παπαδιαμάντης; «Ο πάτερ Γεράσιμος μικρά μου έδωκε δια τον οκτώβριον (20 δρχ.), με εκράτησε δε καθ' όλον τον μήνα έως 15 φοράς και συνεφάγομεν και τούτο οικονομία είναι», τους πληροφορεί. «Ομπρέλλαν δια τον Γεώργιον δεν δύναμαι να στείλω, διότι δεν μου έμειναν χρήματα, και εγώ δε αυτός έχω ανάγκην όμπρέλλας». «Το γραμμάτιόν μας του λαχείου των Αρχαιοτήτων δεν το εκερδήσαμεν». «Το βάζον της κινίνης, όπερ σας αποστέλλω, επλήρωσα δραχμ. 9». «Στείλατέ μοι τα έξοδα μου, και έρχομαι χωρίς άλλο».
Με τις (ελάχιστες) αγορές, που του παραγγέλνει ο παπα-Αδαμάντιος, δεν φαίνεται να τα πολυκαταφέρνει. Με το καλυμμαύχι, που ο παπάς του έγραψε να του αγοράσει (αφού έπεμψεν εξοικονόμησιν), τα πράγματα πήγαν καλά. Αλλά με τα παπούτσια... «Έλαβον και τα παπούτσια», γράφει στον Παπαδιαμάντη, «τα οποία μετεχειρίσθην εξ ανάγκης. Είναι δε σχήματος γυναικείου, στενά και αβαθή, και το πλείστον του επάνω μέρους του ποδός μου ασκέπαστον».
Η παντός είδους στέρηση τον συνόδευε δια βίου. Στα διηγήματά του συναντάμε πολλά από όσα λαχταράει — «εχίνους και στρείδια, αστακούς μαγειρευτούς με μάραθα», τα γλυκύτατα και συναρπαστικά «φουσκάκια» (τους λουκουμάδες), μέχρι όλα εκείνα που «δεν ήτο ειμαρμένον» να γευθεί: «τρεις γυναίκες γυμναί, ολόγυμναι», «το εύκολπον και γλαφυρόν στήθος της» κ.ο.κ. Το 1909, «γεροντοποιός» ήδη (ετών 58...), δύο χρόνια πριν πεθάνει, βρίσκεται στη Σκιάθο. Κάνει περιπάτους, κατά το σούρουπο και, μελαγχολικώς, εγκαταλείπεται στον γενέθλιο χώρο. Ξαφνικά, Μάιο μήνα, κάνει την εμφάνιση του στο νησί ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, «με την Στρατολογικήν Επιτροπήν». Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τη δοκιμασία του Παπαδιαμάντη. Ο Καρκαβίτσας είναι μόνιμος υπίατρος, τότε, διαθέτουμε δε και φωτογραφία του με την επίσημη, μπλε στολή της εποχής. Συνοδευόμενος από τον νομάρχη, βγαίνουν στην αγορά και αναζητούν τον Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης, φορώντας το αιώνιο πανωφόρι του, ακουμπά στον λιγδιασμένο παραστάτη ενός μαγαζιού. Τους βλέπει, και κρύβει το κεφάλι του. Μετά από αρκετή ώρα αποφασίζει να βγει. Βαδίζει προς τον Καρκαβίτσα και μόλις τον πλησιάσει αρχίζει και κλαίει... Χαιρετιούνται και υστέρα το βάζει στα πόδια, λέγοντας του: «Τι είμαι εγώ; Δεν έπρεπε και νά'ρθω να σε χαιρετήσω μάλιστα. Πώς νά'ρθω εγώ σε τέτοια συντροφιά;».
Παρέθεσα, με δάνεια στοιχεία,** όλα αυτά τα άκρως μελαγχολικά (σπαραξικάρδια, θα τα έλεγαν οι μεγαλόσχημοι βολεμένοι), γιατί πιστεύω ότι η είσοδος στον κόσμο του Παπαδιαμάντη απαιτεί και μια ψυχική προετοιμασία — κάποιο είδος νηστείας και προσευχής. Είναι ένας κόσμος που εκ προοιμίου αποκλείει κάθε μορφή αλαζονείας: ο αναγνώστης εισέρχεται χάριν ταπεινώσεως...
* Παπαδιαμάντης Α., Αλληλογραφία, Οδυσσέας, Αθήνα 1981.
** Βαλέτας Γ., Παπαδιαμάντης, Η ζωή -το έργο - η εποχή του, Σ. Δημητράκος, Αθήνα 1955.
|