Η. Παπαδημητρακόπουλος
"Επί Πτίλων Αύρας Νυκτερινής" Πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη
[Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήναι 1992]
1. Φλώρα, ή Λάβρα;
ΒΡΑΔΑΚΙ, και βρέθηκα στο εξωκκλήσι του νησιού. Μεσοκαλόκαιρο, και έβραζε ο τόπος. Ζέστη, και τουρίστες να ελλοχεύουν παντού. Πλην σε απόκρυφα υψωματάκια, σε ρεματιές και ξέφωτα, παραμονές αγνώστων εορτών, συρρέουν κατά κύματα οι γηγενείς. Φθάνουν μεταμορφωμένοι, περίπου ως ικέτες, έχοντας αποβάλει (κατά έναν ανεξήγητον τρόπο) την εμπορική τους λεοντή. Κουβαλούν τεράστιους άρτους, με σουσάμι και γλυκάνισο, πρόσφορα για τους παπάδες, κουτιά με παστέλι, γλυκά του ζαχαροπλαστείου τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο, τυρί της άρμης κομμένο με επιμέλεια σε τετράγωνα μικρά τεμάχια, ούζο και τσίπουρο. Μετά τη λειτουργία στέκονται κοντά στην έξοδο του ναού, και φωνάζουν ξαφνικά με επίσημο τόνο:
- Πάρτε να σχωρέσετε τον...
Ο καθείς τους δικούς του - τη μάνα του, τον πατέρα του, τα πνιγμένα αδέλφια. - Ελάτε να σχωρέσετε τη Φλώρα, ακούω δίπλα μου ένα χούφταλο.
Πλησίασα. Μου πρόσφερε παστέλι και ρακί.
- Θεός σχωρέστην τη Φλώρα, λέω. Τι σου ήταν, παππού;
- Τίποτα, μου λέει. Στη γειτονιά έμενε, μα δεν είχε κανέναν δικό της.
Τι άλλο μου απόμενε να κάνω; Κατέφυγα για πολλοστή φορά στο διήγημα του Παπαδιαμάντη Φλώρα ή Λάβρα. Έχω διαβάσει πολλές φορές αυτές τις τέσσερις σελίδες. Ο Παπαδιαμάντης, γεροντοποιός πια (κατά την έκφραση του Μητσάκη), κάνει περίπατο, κατά το σούρουπο, στη Μεγάλη Αμμουδιά, τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει. Περίπατος παρά θίν' αλός, λοιπόν, με τον οποίον ουσιαστικά αποχαιρετά τον τόπο. Με γαλήνια πίκρα θυμάται τα αντίστοιχα βραδινά, τότε που (εις το έαρ του βίου του) ερχόταν εδώ. Όλα, φυσικά, έχουν τώρα αλλάξει. Ανέρχεται ένα δρομίσκον, και χάνεται μέσα στο άλσος των σχοίνων και των μυρσινών. «Η πόλις δεν μας καλεί. Η ερημία δεν μας διώκει», λέει εις εαυτόν. Βλέπει, τότε, από ψηλά το νεκροταφείο του τόπου και μελαγχολεί. «Ω, κοιμητήριον», ψιθυρίζει.
Μέσα στην άκρα ερημία, βαθεία σκιά απλούται. Εξαίφνης, μέσα από ερείπιον αγροτικής οικίας, εξήλθε μία όψις γραίας. Μία από τις αμέτρητες γραίες του Παπαδιαμάντη, πάμπτωχη και παντέρημη. Ο διάλογος που ακολουθεί δεν υπερβαίνει τις δύο αράδες, και είναι από τους ωραιότερους και αρτιότερους του Παπαδιαμάντη:
- Βρίσκεσαι ακόμη, γριά Φλώρα; της είπα ως εν εκστάσει.
- Δεν με λένε πλέον Φλώρα, παιδάκι μου, απήντησε, με λένε Λάβρα.
Λάβρα; Λαύρα; Φλώρα, ή Λάβρα;
Μου είναι αδύνατον να φθάσω στο σημείο αυτό του διηγήματος χωρίς να συγκινηθώ μέχρι δακρύων.
Εξ άλλου αντιλαμβάνομαι, τώρα πια, πώς για να εισέλθουμε στον κόσμο του Παπαδιαμάντη, είναι ανάγκη να διαθέτουμε το απαραίτητο ένδυμα. Αυτός, που τριγυρνούσε ρακένδυτος, επιχείρησε (επί ματαίω, καθώς απέδειξαν με τα λόγια τους μερικοί επίσημοι γραμματικοί), να μας προειδοποιήσει:
Μερικοί λένε, πως το Άνθος του Γιαλού έγινεν ανθός, αφρός του κύματος. Κ' η Σπίθα εκείνη, η φωτιά του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχή του βασιλόπουλου, που έλυωσε, σβήστηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανείς δεν την βλέπει πια, παρά μόνον όσοι ήσαν καθαροί τον παλαιόν καιρόν, και οι ελαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας.
|