image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Κωστής Παλαμάς

Ὁ Παπαδιαμάντης

Ἀπό τὸ περιοδικό «Ἐρουρέμ», περίοδος Β’ τεῦχος 3. Ἀθῆναι Δεκέμβριος 1995. Πρώτη δημοσίευση («Ἀκρόπολις», 4 Ἰαν. 1911).


Μέρος Τρίτο

Μέσα στὴ «Μαυρομαντηλοῦ»(7), ἀφοῦ μᾶς ξάνοιξ' ἕνα πρὸς ἕνα, καὶ παραστατικὰ καὶ μεγαλόπρεπα, τὰ πλούσια κάλλη τοῦ περιβολιοῦ ποὺ εἶχεν ὁ Γιαννιὸς ὁ ξάδερφός του, μᾶς λέει: «Δι' ὅλους τὸ περιβολάκι τοῦ Γιαννιοῦ τοῦ ἐξαδέλφου μου ἦτο βιβλίον ἀνοικτόν, ἀλλὰ βιβλίον μὲ ἱερογλυφικοὺς χαρακτήρας. Ἀλλὰ διὰ τὸν ἄμοιρον ἐξάδελφόν μου ἦτο βιβλίον μὲ κεφαλαιώδεις λαμπροὺς χαρακτῆρας, σαφές, ἐναργές, εὐανάγνωστόν. Οὗτος ἔγνωριζεν ὅλα τὰ μυστήρια, ὅλα τὰ κοιλώματα, ὅλα τὰ ἄντρα τοῦ προσφιλοῦς αὐτῷ ἐδάφους...»

Ὅμοια κι ὁ κόσμος, πού μᾶς παρουσιάζει στὶς ἱστορίες του ὁ Παπαδιαμάντης, εἶν' ἕνα περιβόλι ποὺ θαρρεῖς τὸ ἐξουσιάζει αὐτὸς καὶ γνωρίζει κάθε του κοίλωμα, κάθε του σπηλιά, κάθε του μυστικό, καὶ μᾶς τὰ ζωγραφίζει ὅλα του, κάθε του γωνιά, καὶ κάθε του βραγιά, καὶ τὰ φουντωτὰ δέντρα του, καὶ τὰ ταπεινογυρμένα λουλούδια του, καὶ τἄνανθα χορταράκια του, καὶ τὰ φωτοπαιγνιδίσματα καὶ τοὺς ἴσκιους του, καὶ τὴν κοπριά του, καὶ τὴ γύμνια του, καθαρά, ξάστερα. Καὶ μέσα στὸ περιβόλι, ποὺ τὸ περιτυλίγει σὰ μέσα σ' ἕνα φλογόβολον ἀχτιδόπλεχτο δίχτυ ὁ ἥλιος μας, κ' ἔρχονται ὧρες ποὺ δὲν τἀφήνει τίποτε στὸν ἴσκιο ἀποκρυμμένο, καὶ σὰ σκληρὰ καὶ σὰν πεζά μᾶς τὸ ξεγυμνώνει ἐμπρός μας, — βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε καὶ παίρνουμε τὸ κατόπι ἕνα λαὸν ἀπὸ δουλευτάδες καὶ ἀπὸ χασομέρηδες, γυναῖκες, ἄντρες, παιδιά, νοικοκυραίους, ξωμάχους, ἀερολόγους, μιὰ καλόβολη καὶ ἥμερη φτωχολογιά• ἔρχονται μέσα ἐκεῖ καὶ περιτριγυρίζουν καὶ τρέχουν καὶ δουλεύουν καὶ ποτίζουν κι ἄλλοι κάθουνται καὶ λιάζονται καὶ χασμουριοῦνται ἡδονικά• κι ἄλλοι γκρινιάζουν ἐκεῖ καὶ λογοφέρνουν καὶ ἀραδιάζουν ὅλα τους τὰ πείσματα καὶ τὰ νιτερέσσα, καὶ καμμιὰ φορὰ καὶ τἄπλυτά τους• κι ἄλλοι κοροϊδεύουν καὶ πλέκουν φάρσες καὶ γελοῦν, κι ὅλο τρῶνε κι ὅλο πίνουν• καὶ χωριστὰ γιὰ μᾶς καθένας ἀπ' αὐτοὺς μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσήμαντος καὶ τιποτένιος καὶ πληχτικός• ὅμως ἔτσι καθὼς τοὺς βλέπομ'ἐκεῖ μαζεμένους, ὁλόκληρο λαό, σὲ σχήματα καὶ σὲ συμπλέγματα διάφορα, τὸ περιβόλι σὰν κορνίζα σμαραγδένια νὰ τοὺς σφιχτοκλῇ καὶ νὰ χοροπαιγνιδίζη ἀπάνου τους τρελλὰ τὸ φῶς τῆς μέρας, μᾶς φαντάζουν σὰν εἰκόνα κανενὸς ἑλληνικοῦ πανηγυριοῦ, ζωγραφιστὴ ἀπὸ κανένα τῆς φλαμανδικῆς σχολῆς τεχνίτη• καὶ καμμιὰ φορὰ κάτου ἀπὸ τὰ δέντρα, στὴν ὥρα τοῦ ἀλαφροΐσκιωτου μεσημεριοῦ, ἐκείνων τῶν ἁπλῶν καὶ τῶν γοργῶν ἀνθρώπων ὁ χορὸς σὰ ν' ἀλλαζῃ τὸ αἷμα του μὲ τὸ χυμὸ καὶ σὰ νὰ παίρνη κάτι ἀπὸ τὴ χλωρασιὰ τῶν φύτρων κι ἀπὸ τὴν ἀσάλευτη μαζὶ καὶ τρεμουλιαστὴ ζωὴ τῶν δέντρων, κάτι ποὺ θυμίζει τὰ λόγια του Γκαῖτε: «Μᾶς φαίνουνταν οἱ ἄνθρωποι θάμνοι καὶ δέντρα, καὶ ἡ βοὴ τους τὸ ψιθύρισμα μιᾶς βρυσούλας». Καὶ πρὸς τοῦ ἥλιου τὸ βασίλεμα, τὴν ὥρα ποὺ ἕνας ἕνας ὅλοι ἐκεῖνοι φεύγουν γιὰ νὰ κοιμηθοῦν, καὶ ἀφήνουν ἔρημο τὸ περιβόλι μέσα σὲ ὅλη τὴ συλλογισμένη βαθυπράσινη χάρη καὶ τὴν ἱερὴν ἡσυχία του, κι ἀρχίζουν οἱ σκιὲς νὰ τοῦ δίνουν ἕνα κάποιο κρυφὸ νόημα, τότε κάποιοι σεβάσμιοι ξένοι σιγοπερνοῦν ἀργοπατῶντας μεσ' ἀπὸ τὰ μονοπάτια, κάτου ἀπὸ τοῦ κήπου τὶς κλιματαριές, καὶ θὰ στοιχημάτιζα —κ' ἐγὼ δὲν ξέρω γιατί— πὼς εἶνε ὁ ἕνας ὁ Θεόκριτος, πὼς εἶνε ὁ ἄλλος Ρωμανὸς ὁ μελῳδός, κι ὁ τρίτος θἄλεγα πὼς εἶναι —κάπως πιὸ δειλὰ κι ἀμφίβολα— ὁ Σαίξπηρ. Χύνετ' ἕν' «ἀδὺ ψιθύρισμα τῶν πίτυων» ἢ ψιθύρισμα Ἀμαρυλλίδος μ' ἕνα κάποιο παλληκάρι ποὺ δὲν ξέρεις ἂν εἶναι κανεὶς ἐρωτοχτυπημένος βοσκὸς τοῦ τόπου, ἢ κανένας σάτυρος ἀπὸ τὴν Ἀπολλωνίαν. Ἀκουετ' ὁ ἦχος τῆς καμπάνας ἀπὸ κάποιο σταυροθόλωτο βυζαντινὸ ἐκκλησιδάκι ἐκεῖ σιμά, ποὺ συνοδεύει ἕνα βαρὺ ἀργοψάλσιμο καλόγερου ἀπὸ μέσα. Ἔξαφν' αὐθάδικα σκορπιέται μέσα στὴ στοχαστικὴ πορφυροστόλιστη ὥρα βροντερὸν ὀγκάνισμα• μὴν εἶναι τάχα ἡ φωνὴ του τερατόμορφου ἀγαπητικοῦ τῆς Τιτάνιας; — Καὶ ἀγάλια ἀγάλια ἀνέβηκεν ἡ νύχτα, καὶ τὸ περιβόλι ἀραχνοτύλιξεν ἡ σελήνη ποὺ ὁλονὲν ὑψόνεται. «Μυστηριῶδες θέλγητρον ἁπλόνει ἡ σεληνοφεγγὴς νύξ». Καὶ τότε κάτου ἀπὸ τὰ ἔρημα πάλι φυλλώματα κάποια ταιράκια συναπαντιώνται, ποὺ μόλις λαχταριστὰ κρυφοκοιτάζονται καὶ μήτε ποὺ τολμοῦν νὰ σιμώσουν πιότερο καὶ νὰ πιάσουν τὰ χέρια καὶ νὰ ξεμυστηρευθοῦν τοὺς πόνους τους. Κάποιες μορφὲς παρθενικὲς καὶ γλυκομίλητες πρωτογέννητου κόσμου, ποὺ ὡς καὶ οἱ μαργιολιὲς τους εἶναι ἄδολες. Ἀπὸ τὰ βάθη μιᾶς μυρτούλας σὲ μεθάει ἕνα κελάϊδημα ἀθώρητου πουλιοῦ. Καὶ εἶνε μερικὲς στιγμὲς ποὺ πιστεύεις πὼς τὸ καλοχάραγον αὐτὸ κι ὁλάνοιχτο περιβόλι στὸ σύρε κ' ἔλα. καὶ στὰ πράγματα καὶ τῆς πλέον ἀσήμαντης καὶ τῆς πλέον πρόστυχης ζωῆς, λιγάκι θέλει γιὰ νὰ γίνη Ἀρμίδας κῆπος.

Δὲ θυμοῦμαι ἀλλοῦ νἀπάντησα τεχνίτη σὰν αὐτόν, ποὺ ὄχι μόνο νὰ μὴν ἔχη τῆς τέχνης του τὴν αὐταρέσκειαν, ἀλλά νὰ κοιτάζη πῶς νὰ κρυψῃ κάθε τεχνίτη πόζα καὶ κάθε σκέψη, σὰ ματαιότητα. Ἡ τέχνη του εἶναι νὰ μὴ δείχνη καμμιὰ τέχνη, ὄχι μόνο στὰ λόγια του, ἀλλά καὶ στὴ σύνθεση πολλὲς φορὲς τῶν ἔργων του. Συχνὰ κόβει τὴν ἱστορία γιὰ νὰ μᾶς θυμίση πῶς αὐτὰ ποὺ γράφει εἶνε ἁγνὴ ἀλήθεια, πῶς αὐτὸς δὲν ἐπινοεῖ, πῶς δὲν μαγερεύει ρομάντσα, πῶς μόνο τάς ἀναμνήσεις του συντάσσει καὶ τάς ἐντυπώσεις του μᾶς ἐμπιστεύεται• κι ἄλλοτε ὑποσημειώνει μὲ ψιλά, γιὰ νὰ διαμαρτυρηθῇ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ πιστεύουν πρόθυμοι τὰ παραμύθια, καὶ τόσο δυσπιστοῦν πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ἡ φροντιδ' αὐτή τοῦ δίνει μιὰ έξαιρετικήν ὄψη ἀνάμεσα καὶ στοὺς ἀποκλειστικοὺς τεχνῖτες τῆς πραγματολογικῆς σχολῆς• θαρρεῖς πὼς τοῦ ἔγινε μανία. Καὶ κανεὶς ἐπιπόλαιος ἀναγνώστης θὰ μποροῦσε καὶ μ' αὐτά, σιμὰ στὴ μεγάλη ὁμοιαλήθεια ποὺ ἁπλώνεται σ' ὅλα τὰ ἱστορήματα τοῦ Παπαδιαμάντη, νὰ συμπεράνη πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μνήμη μόνον ἔχει, καὶ φαντασία σπειρὶ δὲν ἔχει. Καὶ ὅμως δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται ὡς τὴν ὥρα στὴ φιλολογία μας τεχνίτης κατέχοντας τόσο ζωηρὰ τὴ δύναμη ποὺ οἱ ψυχολόγοι ὀνομάζουν συμπαθητικὴ φαντασία.

Καὶ τόσο εἶναι ξετιλυγμένο τὸ παρατηρητικό του Παπαδιαμάντη καὶ τόσο καθαρὰ τυπώνεται τῆς ζωῆς ἡ σφραγίδα στὰ πλάσματά του ἐπάνω, ποὺ κανενὸς ἀπὸ τὸ νοῦ δὲ θὰ μπορῇ, νομίζω, νὰ περάσῃ πὼς δὲν τὸν εἶδε στὰ σωστὰ ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμον ὁ ζωγράφος του, πῶς δὲν ἒζησεν ἀγκαλιαστὰ μ'αὐτὸν καὶ ἀδερφωμένα, πῶς δὲν μᾶς τὸν ρίχνει στὸ χαρτὶ πιστὰ μὲ τὰ ἴδια του ὀνόματα καὶ μὲ τὸ κάθε τί δικό του. Καὶ νὰ σᾶς πῶ, ἡ φροντιδ' αὐτὴ καμμιὰ φορὰ δὲν εἶναι πρὸς κέρδος τοῦ τεχνίτη• καμμιὰ φορά ὁ ρεπόρτερ ἀδικεῖ τὸ συγγραφέα. Ἄλλοτε πάλι τὰ διηγήματα εἶναι σὰν ὑδροκέφαλα• ἀρχίζουν μὲ μία φόρα, καὶ τελειώνουν σ' ἕνα πούφ. Ἄλλοτε ὅμως ἡ περιφρόνηση πρὸς τὴν οἰκονομία καὶ τὴ σύνθεσην, ἡ ἀδιαφορία πρὸς τὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα τῆς Τέχνης, ὄχι μόνο δὲν ἐμποδίζουν, ἀλλὰ —παράξενο!— νομίζεις πὼς συντρέχουν γιὰ νὰ γεννηθοῦν ἔργα ἰσχυρότατης πρωτοτυπίας. Τὸ ἀριστούργημα τοῦ εἴδους, εἶνε, κατὰ τὴ γνώμη μου, τὸ ἐπιγραφόμενο «Στὴν Ἅγι' Ἀναστασά», ὄνειρο μιᾶς νύχτας Λαμπριάτικης. Ἐκεῖ τὰ πραγματικὰ καὶ τὰ ποιητικὰ διαδέχονται σφιχτοδεμένα τὸ ἕνα μὲ τἄλλο, μέσα σὲ τρεῖς καὶ τέσσέρες μαζὶ ὑποθέσεις, τὰ ἐπεισόδια ἰλαρότατα, οἱ τοπιογραφίες, οἱ πίνακες, μιᾶς πολύχρωμης λαμπράδας ἀσύγκριτης, τὸ χιοῦμορ καὶ τὸ μυστήριον, ἡ εἰρωνεία καὶ ἡ ἐποποιία, ἡ φάρσα καὶ ἡ θρησκεία, ὅλη ἡ μουσικὴ σκάλα τῆς ζωῆς, ἄνθρωποι μαζὶ καὶ φύσις, μαζὶ μὲ τὶς προσωπικὲς γνῶμες τοῦ ἲδιου συγγραφέως• κάτι ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὰ κλωτσοπηδήματα ἑνὸς γαϊδάρου καὶ τελειώνει στὴν ἡρωικὴ θυσία τοῦ Νικοτσάρα, πού μᾶς παρουσιάζει τὶς χωριάτικες πονηριὲς μὲ τὸ νῦ καὶ μὲ τὸ σῖγμα φαιδρότατα, καὶ μᾶς τραγουδεῖ τῶν πρωινῶν πουλιῶν τὰ φτερουγίσματα, ἀπὸ τὸν ἀϊτὸν ὡς τὸ σπουργίτη μὲ λυρισμόν Δαβίδ, σὲ ὅλους τους τόνους ὀλ' αὐτὰ σ' ἕνα διήγημα. Καὶ μὲ συγκινεῖ καὶ τὸν θαυμάζω, καὶ μοῦ φαίνεται πὼς ἒχω τὸ δικαίωμα νὰ ἐπαναλάβω (γιατί ὅσο κι ἂν εἶνε τρισμεγάλο τὸ διάστημα ποὺ χωρίζει τὸν τρισμέγιστο ποιητὴν ἀπὸ τὸν ταπεινό μας εἰδυλλιογράφον, ἡ συγκίνηση πού μοῦ παρέχει ὁ μικρὸς εἶνε τότε ἀνάλογη) νὰ ἐπαναλάβω κ' ἐγὼ ὅσα ὁ τρανὸς κριτικὸς εἶπε γιὰ τὸν Σαίξπηρ: «Μὴ ζητεῖτε σωστὴ σύνθεσην, ἕνα καὶ μοναχὸ ἐνδιαφέρον ποὺ νὰ μεγαλόνῃ ὁλοένα, σοφὰ οἰκονομημένα καὶ δεμένα μεταξὺ τους πράγματα. Μ' ἐνδιαφέρει ὄχι τὸ ποῦ θα βγῶ ἀλλὰ τὸ ὅτι διασκεδάζω στὸ δρόμο. Μοῦ ἀρέσει ὄχι τὸ φτάσιμον, ἀλλὰ τὸ ταξίδι. Εἶναι ἀνάγκη νὰ πηγαίνουμε τόσον ἴσια καὶ τόσο γρήγορα;»(8).

Τὴν πεζή μας γλῶσσα τὴ γράφει μὲ γραμματικὴ καθαρότητα, ἀλλ' ὄχι ὅμως πάντα καὶ μὲ τὴ συνειθισμένη στερεοτυπία τῶν λογιωτάτων. Μόνο πῶς ὁ Παπαδιαμάντης ἔμεινε ξένος στὴ σημαντικὴ μεταβολὴ ποὺ ἄρχισε μεθοδικὰ νὰ γίνετ' αἰσθητὴ ἀπὸ τὸ(9) «Ταξίδι» τοῦ Ψυχάρη (10). Παράξενο θὰ ἦταν ἂν δὲν ἔμενε ξένος. Νομίζω πῶς καὶ μόνον ἡ Ἱερατικὴ ἀνατροφὴ τοῦ συγγραφέως τοῦ «Χριστοῦ στὸ Κάστρο» (ποὺ μὲ ὅσην ἀγάπη γράφει, μὲ περισσότερην ἀκόμα ἀγάπη ψάλλει στὶς ὁλονυχτίες τῶν ἑορτῶν μας) καὶ ἡ εὐλάβειά του πρὸς τὰ θρησκευτικὰ κείμενα δὲν εἶνε ἄσχετη μὲ τὴν εὐλαβῆ του προσήλωση πρὸς τὰ γλωσσικὰ κείμενα• ἡ καθαρεύουσα, καὶ γιατί συγγενεύει μὲ τὴ γλῶσσα τῆς ἐκκλησίας, καὶ γιὰ μιὰ κάποιαν ἀκινησία ποὺ τὴν ξεχωρίζει, μπορεῖ, σωστά, ἱερατικὴ γλῶσσα νὰ βαφτιστῇ. Μερικά του διηγήματα, κατὰ τὴν ἐποχὴν ἀκριβῶς τοῦ γλωσσοδημοτικοῦ ὀργασμοῦ, εἶναι γραμμένα στὴν πεζὴ τὴ γλῶσσα μιᾶς σχολαστικῆς κι ὅλο μετοχὰς παραγεμισμένης περιοδολογίας• φανερὸ πῶς ἴσα ἴσα θέλει νὰ ἀντιδράσῃ κατὰ τῆς ἐπιδρομῆς τῶν ἄλλων βαρβάρων. Κάπου μιλεῖ πάλι καὶ γιὰ «τὴν χυδαίαν ἀκυρολεξίαν τῶν γυναίων τοῦ ἀθηναϊκοῦ ὄχλου». Μόνο ποὺ δὲ ζητεῖ συγχώρηση καὶ γιὰ τοὺς χυδαϊσμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἀναγκάζεται ὁλοένα, καθὼς τὸ ἀπαιτεῖ ἡ ζωή, νὰ παραγεμίζῃ τὸν ἀττικό του καμπᾶ, πάντοτε στοὺς διάλογους, συχνὰ πυκνὰ στὶς περιγραφές του, καθὼς ζητοῦσαν τοῦ βυζαντινοῦ καιροῦ οἱ διάφοροι πεζογράφοι.

Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ διηγήματά του, θυμᾶται πὼς μικρός, αὐτὸς κ' οἱ συνομίληκοί του «εὕρισκαν ἄφατον τέρψιν εἰς τὸ νὰ κρούωσι μανιωδῶς τοὺς ραγισμένους παλαιοὺς κώδωνας τῶν ναΐσκων». Μὲ τὴν ἴδιαν εὐχαρίστηση τὸν φαντάζομαι νὰ χτυπάη τὴ ραγισμένη παλιὰ καμπάνα τῆς καθαρεύουσας. Κάποτε γυρίζει μ' ἕνα κρυφὸ πόθο πρὸς τὴν άφωρισμένη Δημοτική• δείχνει τότε σὰ νὰ θέλῃ ἀπὸ σιμότερα νὰ τὴ γνωρίσῃ, δείχνει πῶς μποροῦσεν, ἂν ὀρέγονταν νἀρθῇ στὴ δούλεψή της, δουλευτὴς ἐκείνης νὰ φανῆ ἀξιώτερος κι ἀπὸ μερικοὺς ποὺ θέλουν νὰ περνοῦν πὼς ἔχουν τὰ πιστὰ της• τὴν κοιτάει σχεδὸν ἐρωτικὰ• εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ ἔγραψε σχεδὸν ἁπλόγλωσσα τὸν «Ἔρωτα - Ἥρωα», καὶ τὸ ποίημα στὸ θάνατο τῆς βασιλοπούλας Ἀλεξάνδρας, μοναδικῆς ἐμπνεύσεως. Ἀλλὰ γλήγωρα ξυπνὰ καὶ τὸν τραβάει πίσω ἡ βαθειὰ χριστιανική του εὐλάβεια πρὸς τὰ Ἱερὰ λείψανα. Ἔτσι κι ὁ Καλόγηρος τῆς ὁμώνυμης μελέτης του λίγο ἔλειψε νὰ πέσῃ στὰ δύχτια μιᾶς γυναίκας, ἀλλ' ἡ «ὀσμὴ τοῦ χώματος» ποὺ ἀνάδινεν ὁ θηλυκοπρόσωπος πειρασμός, ἔγκαιρα τὸν κράτησε στὰ χείλη τοῦ γκρεμοῦ. Ὁ λόγος του εἶν' ἀλήθεια πὼς ἔχει ὅλη τὴ δυσκινησία τῆς πεζῆς μας γλώσσας• ἀλλὰ τὸ δυσκίνητον αὐτὸ δὲν τὤχει πάντα. Μιὰ θηλυκὴ ἀστάθεια, μιὰ νευρικὴ ἀνησυχία, ἕνας impressionisme φανερώνεται, γενικῶς εἰπεῖν, στὸ ἔργο του, ποὺ τὸν κάνει νἀλλάζη γραμματική, γλῶσσα, ὕφος, σύμφωνα μὲ τὶς περιστάσεις, τοὺς ἥρωές του, τὰ γοῦστα του, τὰ κέφια του.

Σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο, ἡ παρατηρητικότης πρῶτα καὶ ἡ θρησκευτικότης ὕστερα, γέννησαν μιὰ ζωὴ ποὺ μὲ ὅλη της τὴ γερὴ στρογγυλοπρόσωπη ροδοκοκκινάδα δείχνει μιὰ ψυχὴ στοχαστική. Καὶ φτάνει αὐτό. Ὁ πεζογράφος εἶνε στὸ στοιχεῖο του. Μᾶς ἱστορεῖ τὰ πράγματα καὶ τὰ πρόσωπα, καὶ τὰ πλέον ταπεινὰ καὶ τὰ πλέον πεζά, μὲ τὴ σαφήνεια καὶ μὲ τὴν καθαρότητα, καὶ μὲ ὅλα τὰ καθέκαστα, ὄχι πρόχειρα βέβαια καὶ δημοσιογραφικά, ἀλλὰ σὰν παρατηρητής. Μέσα στὸν πάρατηρητὴν εἶνε κ' ἕνας ποιητής. Ἀνάμεσα στὰ καθαρὰ καὶ στὰ εὐκολοδήγητα τὸ «μυστηριῶδες θέλγητρον τῆς σεληνοφεγγοῦς νυκτός» γίνεται ἀκόμα μυστηριωδέστερο. Δύο τρία λατρευτὰ δράματα γυναικῶν, σὰν τὴν Πολύμνια τοῦ «Ὁλόγυρα στὴ λίμνη», σὰν τὴ Λιαλιῶ τῆς «Νοσταλγοῦ», σὰν τὸ λευκὸ πλάσμα τῆς «Μιᾶς Ψυχῆς», μὲ μιὰ ψυχολογία βελουδένιας ἁπαλότητος, μὲ μίαν ἀλήθεια ποὺ δὲν ἔχει τίποτε ρωμαντικό, τίποτε φρασεολογικὸ καὶ φορτωμένο, καὶ σκορπάει τὴν εὐωδιὰ μιᾶς μενεξεδένιας ποιήσεως. Δύο τρεῖς ἀντρίκιες φυσιογνωμίες ἀλησμόνητες, σὰν τὸν ἥρωα τοῦ θαυμαστοῦ «Ἔρωτα στὰ χιόνια» ποῦ συγκινεῖ σὰν καλλιτέχνημα τοῦ Δοστογιέφσκη. Μία δύναμη ἠθογραφικὴ γιὰ ξετύλιγμα κοινονικῶν θεμάτων καὶ καυτηρίασμα τῆς ἀνθρωπίνης ἀσχημιᾶς ποὺ ἀπὸ τὸν δραματικώτατον «Πολιτισμὸν εἰς τὸ χωρίον», περνῶντας ἀπὸ τὸν ἔπιστημονικώτατα σχεδιασμένο «Καλόγηρον», φτάνει στὴ νατουραλιστική, σχεδὸν ἐπικῆς μεγαλοπρεπείας, ἐντέλεια τῶν «Χαλασοχώρηδων». Ἡ ἀνατριχίλα τοῦ θρησκευτικοῦ μυστηρίου, τοῦ «πέραν τῆς ζωῆς», στὴ διπλοσήμαντη «Μία Ψυχή». Καὶ κάτι άκουαρέλλες του ποιητικοῦ καὶ κάτι ἐλαιογραφίες τοῦ πραγματικοῦ. Καὶ ὅλα σφιχτοδεμένα, ἀχώριστα. Ὁ Θεόκριτος μὲ τὸ Συναξαριστή. Ἡ Μοῦσα τοῦ Παπαδιαμάντη μας ὁδηγεῖ στὸ γνώριμο χῶμα ποὺ ἐμαρτύρησεν ὁ φτωχὸς ἅγιος' ἀλλὰ τὸ χῶμα αὐτὸ μοσχοβολᾶ. Ἡ Μοῦσα αὐτὴ εἶναι σὰν τὴ Λιαλιώ, τὴν νοσταλγόν. Παντρεμένη μὲ τὸν πεζότατο μισόκοπο κὺρ Μοναχάκη, ζῆ τὸν περσσότερο καιρὸν σὰ βυθισμένη στὸ ὄνειρο τῆς πατρίδας πέρα.





Σημειώσεις

7. Ἕνα ἀπὸ τὰ διηγήματά του.

8. Ταίν, Ἱστορία τῆς Ἀγγλικῆς Λογοτεχνίας, Τόμος Β'.

9. ἀθάνατο.

10. τοῦ μεγάλου Ψυχάρη

Προηγούμενη Σελίδα